Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 598/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης:      598  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμ. ……….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….., σε συνδυασμό με την από 21/09/2017 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου δικογράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Γλυφάδας ……, Υπαστυνόμου Β΄ και την από 21/09/2015 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017, κατά με αριθμ. 2435/24-05-2017 οριστικής απόφασής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 09/05/2017, αντιμωλία των διαδίκων και μετά από συνεκδίκαση των από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 και από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 αγωγών, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 145, 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, με επιμέλεια των εκκαλούντων, στις 18-07-2017 (βλ. σχετ. με αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, σε συνδυασμό με την από 18/07/2017 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου δικογράφου της Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Γλυφάδας …….. Αστυφύλακος Α.Υ. και την από 18/07/2015 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-09-2017. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά (βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Α) Ο πρώτος των εκκαλούντων – ενάγων [……….)], με την από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 αγωγή, την οποία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εναντίον των: 1. Εταιρίας με την επωνυμία «.. ..», που εδρεύει στη .. Αττικής, οδός ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2. …… του …, κατοίκου Γλυφάδας (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε, την 1-4-2014, με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, προσελήφθη για να εργασθεί με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, ως μέλος συνεργείου που είχε συγκροτήσει η εναγομένη για την εκτέλεση εργασιών κατασκευής δεξαμενών πετρελαίου – ελαίου, που είχε αναλάβει εργολαβικά, έναντι συμφωνηθέντος ημερομισθίου, 28,80 ευρώ, ενώ, κατά τα λοιπά, συμφωνήθηκε να τηρηθούν οι όροι της ΣΣΕ των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, καθώς και τμημάτων παραγωγής, επεξεργασίας, συναρμολόγησης συσκευασίας, επισκευής κ.λ.π. μετάλλου άλλων επιχειρήσεων όλης της χώρας. ΄Ότι συμφώνησε να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης και επί 8 ώρες τις καθημερινές, πλην, όμως, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2014 έως 30-4-2015, εξαιρούμενου του Αυγούστου 2014 και του Ιανουαρίου 2015, απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες τις καθημερινές, ενώ επιπλέον απασχολήθηκε επί 42 Σάββατα επί 8 ώρες κάθε φορά. Ότι την 30-6-2015, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του χορηγήσει έγγραφη καταγγελία και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, με αποτέλεσμα η ως άνω καταγγελία να είναι άκυρη και η εναγομένη να έχει καταστεί υπερήμερη δανείστρια ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και να του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 30-6-2015 έως 30-11-2015. Ότι η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, δεν του κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές που δικαιούτο με βάση την προαναφερθείσα ΣΣΕ, ούτε την υπερωριακή του αμοιβή, ούτε τα δώρα εορτών, ούτε πλήρη άδεια και επίδομα αδείας. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού, με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, περιορισμού (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ) του αιτήματος της αγωγής εν μέρει από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε, κυρίως με βάση την επικαλούμενη σύμβαση και επικουρικά με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις: α) να αναγνωρισθεί δικαστικά η ακυρότητα της από 30-6-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη ν’ αποδέχεται τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του, κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του, από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί και να απαγγελθεί για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου (…….. κατοίκου Γλυφάδας, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 1.467 ευρώ, γ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.745,83 ευρώ, ως διαφορές ημερομισθίων καθημερινών, αμοιβή για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωρία, αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, διαφορές επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2014 και Πάσχα 2015, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, αποδοχές αδείας ετών 2014 και 2015 και διαφορά αναλογίας επιδόματος αδείας έτους 2014 και δ) ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 9.498,37 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2015 και μισθούς υπερημερίας, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής του και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Β) Ο δεύτερος των εκκαλούντων – ενάγων […….], με την από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. ../28-09-2015 αγωγή, την οποία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εναντίον των: 1. Εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη … Αττικής, οδός …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2. …….., κατοίκου Γλυφάδας (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε, την 25-09-2013, με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, προσελήφθη για να εργασθεί με την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτροσυγκολλητή β΄ τάξης, ως μέλος συνεργείου, που είχε συγκροτήσει η εναγομένη για την εκτέλεση εργασιών κατασκευής δεξαμενών πετρελαίου – ελαίου, που είχε αναλάβει εργολαβικά, έναντι συμφωνηθέντος ημερομισθίου 81,60 ευρώ, ενώ κατά τα λοιπά συμφωνήθηκε να τηρηθούν οι όροι της ΣΣΕ των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, καθώς και τμημάτων παραγωγής, επεξεργασίας, συναρμολόγησης, συσκευασίας, επισκευής κ.λ.π. μετάλλου άλλων επιχειρήσεων όλης της χώρας. ΄Ότι συμφώνησε να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης και επί οκτώ (8) ώρες τις καθημερινές, πλην, όμως, κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-2013 έως 20-12-2013, απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δέκα (10) ώρες τις καθημερινές, ενώ επιπλέον απασχολήθηκε επί δέκα (10) Σάββατα επί οκτώ (8) ώρες κάθε φορά. ΄Ότι την 10-07-2015 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του χορηγήσει έγγραφη καταγγελία και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, με αποτέλεσμα η ως άνω καταγγελία να είναι άκυρη και η εναγομένη να έχει καταστεί υπερήμερη δανείστρια ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και να του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 10-07-2015 έως 30-11-2015. ΄Ότι η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του, δεν του κατέβαλε τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, ούτε την υπερωριακή του αμοιβή, ούτε τα δώρα εορτών, ούτε πλήρη άδεια και επίδομα αδείας. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν και κατόπιν παραδεκτού, με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, περιορισμού (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ) του αιτήματος της αγωγής εν μέρει από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε, κυρίως με βάση την επικαλούμενη σύμβαση και επικουρικά με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις: α) να αναγνωρισθεί δικαστικά η ακυρότητα της από 10-07-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη ν’ αποδέχεται τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί και να απαγγελθεί για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου (……….., κατοίκου Γλυφάδας, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 1.467 ευρώ, γ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 16.889,80 ευρώ, ως διαφορές ημερομισθίων καθημερινών, αμοιβή για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωρία, αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων 2013 και 2014 και Πάσχα 2014, επίδομα Πάσχα 2015, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, αποδοχές αδείας ετών 2013, 2014 και 2015, επιδόματα αδείας ετών 2013 και 2015 και διαφορά επιδόματος αδείας έτους 2014 και δ) ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 11.123,74 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2435/24-05-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 09/05/2017, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων και έκρινε ότι ασκήθηκαν παραδεκτά, εντός της αυτεπάγγελτα λαμβανομένης υπόψη από το Δικαστήριο τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και επιδίκασης μισθών υπερημερίας (βλ. σχετ. με αριθμ. ……….. εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …. ….. αντίστοιχα), καθώς και ότι είναι νόμιμες, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική αυτών βάση, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 340, 341, 345, 346, 349, 350, 361, 648, 653, 655, 656, 669, 904 επ. Α.Κ., 68, 69 παρ. 1 εδ. α΄, 70, 218, 219, 176 ΚΠολΔ, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 3, 5 παρ. 5 του Α.Ν. 539/1945, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, άρθρο 8 Ν. 3846/2010, 4 Ν. 2874/2000, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010, του Β.Δ. της 16/18.7.1920, 5 παρ. 3 εδ. α΄ και 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, καθώς και στις διατάξεις της από 16-10-2010 ΣΕΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, καθώς και τμημάτων παραγωγής, επεξεργασίας, συναρμολόγησης, συσκευασίας, επισκευής κ.λ.π. μετάλλου άλλων επιχειρήσεων όλης της χώρας», απορριπτομένων ως μη νομίμων των αιτημάτων: α) περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης διάρκειας 6 μηνών κατά του δευτέρου εναγομένου και β) περί καταδίκης του δευτέρου εναγομένου σε χρηματική ποινή 1.467 ευρώ, κατά το μέρος που κρίθηκαν νόμιμες, έκανε τις ως άνω αγωγές δεκτές εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμες. Ειδικότερα: Α) Ως προς την από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 αγωγή: αναγνώρισε την ακυρότητα της από 30-6-2015 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, …….. και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη εταιρία να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες του, κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του, από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης, υποχρεώθηκε δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριών λεπτών (11.721,03 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης εταιρίας να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και οκτώ λεπτών (7.382,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών των διαδίκων και Β) Ως προς την από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 αγωγή: αναγνώρισε την ακυρότητα της από 10-7-2015 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος της δεύτερης αγωγής, …….. και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη εταιρία να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες του, κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του, από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης, υποχρεώθηκε δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα αυτό το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων διακοσίων δέκα οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (13.218,35 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης εταιρίας να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα αυτό το ποσό των έντεκα χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (11.123,74 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών των διαδίκων. Ως προς τους νόμιμους τόκους κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι τα ως άνω ποσά και ως προς τους δύο ενάγοντες, οφείλονται ως ακολούθως: α) για τους δεδουλευμένους μισθούς, την αμοιβή για υπερεργασία και τους μισθούς υπερημερίας, από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά την οποία οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 Α.Κ.) μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) για την αμοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου από την επομένη της επίδοσης εκάστης αγωγής, γ) για τις αποδοχές αδείας 2013 και 2014, τα επιδόματα αδείας 2013 και 2014 και τα επιδόματα Χριστουγέννων 2013 και 2014, από την επομένη της τελευταίας ημέρα του οικείου έτους (31η Δεκεμβρίου κάθε έτους), δ) για τα επιδόματα Πάσχα 2014 και 2015, από την επομένη της 30ης Απριλίου του οικείου έτους, μέχρι την πλήρη εξόφληση, ε) για το επίδομα Χριστουγέννων 2015, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας 2015, από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας εκάστου ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι ενάγοντες των δύο ως άνω αγωγών, ήδη εκκαλούντες (:1) ……. και 2) ………), άσκησαν την υπό κρίση έφεσή τους, εναντίον της ως άνω εταιρίας, με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη … Αττικής, οδός ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με την οποία παραπονούνται για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα προσβαλλόμενα με την έφεσή τους κεφάλαια, και να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσία βάσιμες οι ως άνω αγωγές τους, όπως αυτές παραδεκτά περιορίστηκαν.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955 και 1 και 3 του Ν. 2112/1920, προκύπτει ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 1147/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2009). Τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε ο μισθωτός. Όταν όμως η υπερημερία του εργοδότη οφείλεται σε ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, τότε δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στην αγωγή του στοιχείου της πραγματικής και προσήκουσας προσφοράς της εργασίας από τον μισθωτό, διότι η καταγγελία της συμβάσεως περιέχει και δήλωση της βουλήσεως του εργοδότη για τη μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος. Ούτε οφείλει να αναφέρει ο τελευταίος στην αγωγή του την ακυρότητα της καταγγελίας, διότι ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί αντένσταση προς απόκρουση της ενστάσεως του εργοδότη περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας με καταγγελία (ΑΠ 606/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2006). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012). Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της- εργαζόμενος (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 624/2008).

Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1150/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 923/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 Δημ. Νόμος). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 414/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 ό.π., ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος). Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά την έννοια αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 315/2017 ό.π., ΑΠ 313/2017 Δημ. Νόμος, AΠ 1688/2012). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, α) η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, β) η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και γ) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 ό.π., ΑΠ 416/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1985/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 191/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 174/2018 αδημ., ΤριμΕφΠειρ 173/2018 αδημ.). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 415/2017 ό.π.). Επίσης, δεν συμπεριλαμβάνεται σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας (ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τοιαύτης απασχόλησης, η οποία είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, οι οποίοι παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δηλαδή εργασία που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διάταξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 ν.δ. 515/1970, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία (ανερχομένων στο ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ.) και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους (ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1317/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπουργική απόφαση 11770/2030/1984 (ΦΕΚ Β 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχόλησης πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της απόφασης 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπουργική απόφαση 11245/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 29 ν. 1346/1983, δηλαδή με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26-02-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 133/1975, υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου μισθού. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι: α) Ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας με την παραπάνω έννοια, κριτήριο αποτελεί και λαμβάνεται υπόψη όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και δη η πραγματοποιούμενη κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες εξαιρετέες ημέρες, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια (ως εκ τούτου δε οι ώρες της εργασίας αυτής δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας) και συνεπώς ο απασχολούμενος με καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών την εβδομάδα πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την αντίστοιχη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών. β) Ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερήσια εργασία, με την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των 8 ωρών ημερησίως (ή πέραν των 9 ωρών με τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε ως άνω), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας (υπερωρίας) με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας (ΑΠ 684/2017 ό.π., ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 1317/2015 ό.π.). Ειδικά για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες πέντε ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των σαράντα (40) και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών εργασίας εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των 6 ημερών, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών την εβδομάδα. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των 5 ή 6 ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή των 8 ωρών αντίστοιχα. Από την 1-4-2001, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 4 ν. 2874/2000 (“Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις”) (όπως ίσχυσε μέχρι τις 30-9-2005, οπότε αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ν. 3385/2005), σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση 5 ωρών την εβδομάδα και κατά συνέπεια καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπερεργασιακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν το 48ωρο, στις επιχειρήσεις δε αυτές ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για 3 ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα). Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση, από την 1-4-2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, η οποία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 4 παρ. 2 και 4 του νόμου αυτού). Από την 1-4-2001 η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Η έκφραση του νόμου ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνο η υπέρβαση του ανωτάτου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχόλησης του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1-4-2001 εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή 9ωρο επί πενθημέρου. Επομένως, για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως. Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 ν. 2874/2000 ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερωριακής απασχόλησης, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 43 (αντί 48) ώρες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την 1-4-2001 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προοσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 ν. 435/1976 (ΑΠ 684/2017 ό.π., ΑΠ 1153/2017 Δημ. Νόμος). Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησης δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα (δηλαδή για κάθε ώρα προσαύξηση 150% επ’ αυτού (ΑΠ 684/2017 ό.π.). Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3385/2005 και ισχύει από την 01-10-2005 με το εξής περιεχόμενο: “1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα. 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής ως κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%” (ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 1153/2017 ό.π., ΑΠ 498/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1317/2015 ό.π.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010, η οποία ισχύει από 15-07-2010 (βλ. άρθρ. 76 Ν. 3863/2010), το ωρομίσθιο της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας μειώθηκε ως ακολούθως: α) για τις ώρες της υπερεργασίας (δηλ. από την 41η έως και την 45η ώρα εκάστης εβδομάδας επί πενθήμερης εβδομάδας εργασίας και συμβατικό ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως), η οφειλόμενη προσαύξηση ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, β) για τις ώρες της νόμιμης υπερωρίας μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως ανέρχεται σε ποσοστό 40% και για την πέραν των 120 ωρών ετησίως σε ποσοστό 60% και γ) για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας η δικαιούμενη αποζημίωση του εργαζομένου ορίζεται σε ποσοστό 80% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (ΑΠ 1317/2015 ό.π., ΑΠ 498/2016 ό.π., ΑΠ 615/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 338/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 804/2003 ΕλλΔνη 45.141, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44.163, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44.162, ΕφΠειρ 933/2003 ΕλλΔνη 45.544). Εξάλλου, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εκτός αν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ως άνω ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία), θα πρέπει ν’ αναφέρεται και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, υπερωριακή εργασία κ.λπ., ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης (ΑΠ 684/2017 ό.π., ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 498/2016 ό.π., ΑΠ 1317/2015 ό.π., Α.Π. 53/2015, 441/2014, 526/2013, 1468/2012). Ως προς την παροχή εργασίας δε κατά το Σάββατο, ως έκτη ημέρα, στην περίπτωση που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, αυτή είναι άκυρη, ως αντικείμενη σε διατάξεις δημοσίας τάξεως, ο δε μισθωτός έχει απαίτηση για την εργασία που παρείχε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατ` αρ. 904 Α.Κ., δηλαδή ποσό ίσο με το ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο καθίσταται ο εργοδότης πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 313/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2016 ό.π., ΑΠ 1317/2015 ό.π., ΑΠ 864/2015, ΑΠ 66/2007, ΑΠ 1253/2002). Για τον υπολογισμό του ημερομισθίου που οφείλεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λαμβάνεται υπόψη ο κατώτατος νόμιμος βασικός μισθός (ΟλΑΠ 1180/1985, ΑΠ 1317/2015 ό.π.). Το καθεστώς, όμως, αυτό διαφοροποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3846/2010, που ισχύει από 11.5.2010, ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου (ΦΕΚ 66 Α), σύμφωνα με το άρθρο 35 του ίδιου νόμου. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε με την υπ` αριθμό 11400/1710/4-3-1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975 (ΦΕΚ Α` 180) και του άρθρου 2 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), που κυρώθηκε με το Ν. 1157/1981, περί της δυνατότητας καθιέρωσης της εβδομάδας των πέντε ημερών σε κλάδους του ιδιωτικού τομέα, δυνάμει σχετικών συλλογικών ρυθμίσεων ή κατόπιν έκδοσης ειδικών διατάξεων νόμων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι η μέχρι οκτώ (8) ώρες εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) σε επιχειρήσεις, όπου εφαρμόζεται υποχρεωτικά το σύστημα παροχής εργασίας πέντε ημερών την εβδομάδα, ήτοι σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, το μεν δεν συναριθμείται με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας (ΑΠ 1985/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013), το δε είναι άκυρη, ως απαγορευμένη από κανόνες δημόσιας τάξης. Κατά συνέπεια, η παροχή τέτοιας εργασίας γεννά σε βάρος του εργοδότη απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό έχοντα τις ίδιες ικανότητες με τον απασχοληθέντα, τον οποίο θα απασχολούσε εγκύρως στη θέση τού παρανόμως απασχοληθέντος την έκτη ημέρα μισθωτού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ιδιότητες του τελευταίου (λόγω γάμου, τέκνων ή προϋπηρεσίας) και τα συναφή με αυτές επιδόματα, καθόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν κατ` ανάγκη στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί με έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1576/2012). Τα ανωτέρω, ως προς τον τρόπο αμοιβής των απασχολουμένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις όπου εφαρμόζεται το πενθήμερο, βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3846/11-5-2010, με τον οποίο ρυθμίσθηκε το πρώτον νομοθετικά ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού για απασχόλησή του την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτού ορίζεται ότι “Η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%” (ΑΠ 315/2017 ό.π., ΑΠ 1985/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 3 παρ. 1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του Α.Ν. 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.15 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια” για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως από το νόμο και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές αδείας). Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται, όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 1985/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 902/2017, ΑΠ 1420/2015).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 του ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών για τη παροχή υπερεργασίας ή τη μη παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του ενάγοντος παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις νόμιμος μισθός του μισθωτού, ήτοι ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές, η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ημερών αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδ.α του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά, όμως, στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1591/2017 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του μισθωτού, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ.18§1 ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ` απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1591/2017 ό.π., ΑΠ 1775/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2015, 1069/2014, 1322/2010, ΑΠ 1688/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη, που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 και επόμ. του Κ.Πολ.Δ.) επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1385/2015,  ΑΠ 24/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 ό.π.).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.).

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του νομίμως εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μ’ επιμέλεια των εναγόντων, μάρτυρος (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρία και ήδη εφεσίβλητη, ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στη … Αττικής, οδός …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δραστηριοποιείται σε τεχνικές υδραυλικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις. Νόμιμος εκπρόσωπος αυτής τυγχάνει ο ………., κάτοικος Γλυφάδας (δεύτερος των εναγομένων των δύο αγωγών στην πρωτοβάθμια δίκη και μη διάδικος στην παρούσα δίκη). Τον Αύγουστο του έτους 2013 η ως άνω εταιρία ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση τεχνικού έργου υδραυλικών – σωληνουργικών εγκαταστάσεων σε νεοανεγειρόμενο βιομηχανικό συγκρότημα στην περιοχή της ….. Ακολούθως, προς εκτέλεση του ως άνω έργου συγκρότησε συνεργείο, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων, οι ενάγοντες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η πρώτη εναγομένη προσέλαβε την 1-4-2014 τον ενάγοντα της πρώτης αγωγής, ……., για να εργασθεί ως βοηθός σωληνουργού, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, έναντι συμφωνηθέντος ημερομισθίου 28,80 ευρώ. Ο ενάγων της πρώτης αγωγής, ………, κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως και 30-4-2015, με εξαίρεση τους μήνες Αύγουστο 2014 και Ιανουάριος 2015, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες τις καθημερινές, εκτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εβδομαδιαίως 5 ώρες υπερεργασία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% και 5 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80%. Επίσης, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη εταιρία επί 42 Σάββατα, όπως αυτά αναλυτικά κατωτέρω εκτίθενται, ποτέ, όμως, πέραν του οκταώρου, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30%. Επίσης, αποδείχθηκε ότι την 30/06/2015 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, ……., χωρίς να του κοινοποιήσει σχετικό έγγραφο και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Συνεπώς, η ως άνω καταγγελία ήταν άκυρη και δεν επέφερε έννομα αποτελέσματα, ενώ η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 1-7-2015 έως 30-11-2015. Σημειώνεται, ότι ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας και για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα, έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώντας από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία η εργοδότρια εταιρία έχει ήδη αποκρούσει με την προαναφερθείσα (άκυρη καταγγελία). Συνεπώς, ο ενάγων της πρώτης αγωγής ……., πρώτος των εκκαλούντων, διατηρεί έναντι της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας τις κάτωθι αξιώσεις: 1) Για διαφορές ημερομισθίων καθημερινών: αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε στην πρώτη εναγομένη επί 241 καθημερινές και ειδικότερα το έτος 2014 επί 6 ημέρες τον Απρίλιο, 14 ημέρες το Μάϊο, 19 ημέρες τον Ιούνιο, 23 ημέρες τον Ιούλιο, 12 ημέρες τον Αύγουστο, 20 ημέρες το Σεπτέμβριο, 20 ημέρες τον Οκτώβριο, 15 ημέρες το Νοέμβριο, 19 ημέρες το Δεκέμβριο και το έτος 2015 επί 17 ημέρες τον Ιανουάριο, 18 ημέρες το Φεβρουάριο, 20 ημέρες το Μάρτιο, 19 ημέρες τον Απρίλιο και 19 ημέρες το Μάϊο. Δεν αποδείχθηκε πόσες ημέρες παρείχε την εργασία του κατά το μήνα Ιούνιο 2015, καθόσον δεν προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα ούτε δελτία εισόδου – εξόδου των συνεργείων συντήρησης για το μήνα αυτό, ούτε κατάσταση ενσήμων του Ι.Κ.Α. που να εμπεριέχει τον εν λόγω μήνα απασχόλησης. Ενόψει δε του ότι το συμφωνηθέν και καταβαλλόμενο ημερομίσθιο υπολειπόταν του νομίμου, που προβλέπεται για την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, δυνάμει της από 16-10-2010 ΣΕΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων όλης της χώρας», δικαιούται να λάβει ως διαφορές ημερομισθίων καθημερινών, το ποσό των 3.161,90 ευρώ [46,70 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο (38,28 ευρώ βασικό ημερομίσθιο για βοηθό τεχνίτη μέχρι 3 έτη υπηρεσίας + 3,83 ευρώ επίδομα γάμου + 4,59 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) Χ 241 ημέρες απασχόλησης = 11.254,70 ευρώ μείον 8.092,80 ευρώ, που συνομολογεί στην αγωγή ότι συνολικά έλαβε για μισθούς και του παρακρατήθηκαν για ασφαλιστικές εισφορές]. 2) Ως αμοιβή για παροχή υπερεργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως και 30-4-2015, με εξαίρεση τους μήνες Αύγουστο 2014 και Ιανουάριο 2015, το ποσό των 1.121,82 ευρώ [(28,80 ευρώ Χ 6/40 = 4,32 ευρώ το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + προσαύξηση 20% =) 5,184 ευρώ το ωρομίσθιο υπερεργασίας Χ 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 43,28 εβδομάδες). 3) Ως αμοιβή για παροχή κατ’ εξαίρεση υπερωρίας κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα το ποσό των 1.682,73 ευρώ [(4,32 ευρώ το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + προσαύξηση 80% =) 7,776 ευρώ το ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας Χ 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 43,28 εβδομάδες]. 4) Ως αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου: αποδείχθηκε ότι παρείχε την εργασία του επί 42 Σάββατα και δη κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες: 12-4-2014, 17-5-2014, 24-5-2014, 31-5-2014, 7-6-20114, 14-6-2014, 5-7-2014, 12-7-2014, 19-7-2014, 26-7-2014, 2-8-2014, 23-8-2014, 30-8-2014, 6-9-2014, 13-9-2014, 20-9-2014, 27-9-2014, 4-10-2014, 11-10-2014, 18-10-2014, 25-10-2014, 1-11-2014, 8-11-2014, 15-11-2014, 29-11-2014, 6-12-2014, 13-12-2014, 20-12-2014, 10-1-2015, 17-1-2015, 21-1-2015, 31-1-2015, 7-2-2015, 14-2-2015, 28-2-2015, 7-3-2015, 14-3-2015, 21-3-2015, 28-3-2015, 4-4-2015, 18-4-2015 και 2-5-2015. Συνεπώς, δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.572,48 ευρώ [28,80 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο + 30% προσαύξηση (8,64 ευρώ) = 37,44 ευρώ Χ 42 Σάββατα]. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο υπολογισμός των κονδυλίων υπό στοιχεία 2, 3 και 4, ορθώς έγινε ως άνω με την εκκαλουμένη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα, σύμφωνα με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο των 28,80 ευρώ και όχι με το νόμιμο, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα για τα κονδύλια αυτά. 5) Για επιδόματα εορτών: α) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2014, για την εργασία του από 1-4-2014 έως 30-4-2014, δικαιούται το ποσό των 182,44 ευρώ [46,70 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο (δεν έχει πραγματοποιηθεί υπερεργασία κατά το ως άνω διάστημα, ενώ δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, καθόσον συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 1,95 ευρώ = 48,65 ευρώ Χ 3,75 ημερομίσθια που αναλογούν σε 30 ημέρες σχέσης εργασίας]. ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ο ενάγων της πρώτης αγωγής ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 14,92 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (182,44 – 14,92 =) 167,52 ευρώ. β) Για επίδομα Χριστουγέννων 2014, για την εργασία του από 1-5-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται το ποσό των 1.312,50 ευρώ [46,70 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 3,70 ευρώ η αναλογία υπερεργασίας (δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, καθόσον συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) = 50,40 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 2,1 ευρώ = 52,50 ευρώ Χ 25 ημερομίσθια]. ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 120,09 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (1.312,50 – 120,09 =) 1.192,41 ευρώ. γ) Για επίδομα Πάσχα 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 30-4-2015, δικαιούται το ποσό των 787,50 ευρώ [46,70 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 3,70 ευρώ η αναλογία υπερεργασίας (δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, καθόσον συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) = 50,40 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 2,1 ευρώ = 52,50 ευρώ Χ 15 ημερομίσθια]. ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 66,08 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (787,50 – 66,08 =) 721,42 ευρώ, πλην όμως θα λάβει το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 446,29 ευρώ. δ) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, για την εργασία του από 1-5-2015 έως 30-6-2015, δικαιούται το ποσό των 312,34 ευρώ [46,70 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο (δεν έχει πραγματοποιηθεί υπερεργασία κατά το ως άνω διάστημα, ενώ δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, καθόσον συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 1,95 ευρώ = 48,65 ευρώ Χ 6,42 ημερομίσθια που αναλογούν σε 61 ημέρες σχέσης εργασίας. 6) Για αποδοχές αδείας: α) έτους 2014, για την εργασία του από 1-4-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι το ποσό των 907,20 ευρώ (18 ημερομίσθια Χ 50,40 ευρώ το ημερομίσθιο υπολογισθέν ως ανωτέρω), β) έτους 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 31-3-2015, δικαιούται δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι 6 ημερομίσθια και για την εργασία του από 1-4-2015 έως 30-6-2015 δικαιούται 25/12 του ημερομισθίου για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι (25/12 ημερομισθίου Χ 3 μήνες =) 6,25 ημερομίσθια, δηλαδή συνολικά για το έτος 2015 δικαιούται (6 + 6,25 = 112,25 ημερομίσθια Χ 46,70 ευρώ =) 572,08 ευρώ. 7) Για επιδόματα αδείας δικαιούται ποσό ίσο με τις αποδοχές αδείας μέχρι συμπληρώσεως του ορίου των 13 ημερομισθίων. Συνεπώς: α) για επίδομα αδείας έτους 2014 δικαιούται το ποσό των 655,20 ευρώ (13 ημερομίσθια Χ 50,40 ευρώ). ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 70,94 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (655,20 – 70,94 =) 584,26 ευρώ, β) για επίδομα αδείας έτους 2015 δικαιούται το ποσό των 572,08 ευρώ (12,25 ημερομίσθια Χ 46,70 ευρώ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο υπολογισμός των κονδυλίων υπό στοιχεία 5, 6 και 7 ορθώς έγινε ως άνω με την εκκαλουμένη, διότι δεν συνυπολογίζεται η εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου, καθόσον η εργασία αυτή συνιστά παροχή άκυρης εργασίας και η αναλογία αυτής δεν περιλαμβάνεται στις συνήθεις – τακτικές αποδοχές (βλ. σχετ. ΑΠ 2075/2017 Δημ. Νόμος). Όπως προαναφέρθηκε, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, α) η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού β) η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και γ) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα για τα κονδύλια αυτά. 8) Για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2015 έως 30-11-2015 δικαιούται ό,τι θα λάμβανε εαν γινόταν αποδεκτή η εργασία του κατά το διάστημα αυτό, ήτοι το ποσό των 6.810 ευρώ (46,70 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο + 1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας, ποσού 7,78 ευρώ = 54,48 Χ 25 ημέρες / μήνα Χ 5 μήνες). Σημειώνεται, ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο υπολογισμός του ως άνω κονδυλίου υπό στοιχεία 8 ορθώς έγινε ως άνω με την εκκαλουμένη, χωρίς να συνυπολογιστεί η αναλογία της πραγματοποιηθείσας εργασίας του ενάγοντος της πρώτης αγωγής κατά τις ημέρες του Σαββάτου, καθώς η απασχόληση κατά τις ημέρες του Σαββάτου, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, δεν συναριθμείται με αυτή των εργασίμων ημερών και συνιστά παροχή άκυρης εργασίας, έστω δε και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού (βλ. σχετ. ΑΠ 684/2017 ό.π.). Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος της πρώτης αγωγής ότι δεν συνυπολογίστηκε στο ως άνω κονδύλιο υπό στοιχείο 8 η αναλογία της πραγματοποιηθείσας υπερωριακής εργασίας του, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι έχει τέτοιες παραδοχές η προσβαλλομένη, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, διότι, όπως έγινε ορθώς δεκτό με την εκκαλουμένη, ο ενάγων της πρώτης αγωγής απασχολήθηκε στην εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως και 30-4-2015, με εξαίρεση τους μήνες Αύγουστο 2014 και Ιανουάριος 2015, κατά μέσο όρο επί 10 ώρες τις καθημερινές, εκτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εβδομαδιαίως 5 ώρες υπερεργασία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% και 5 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80 και, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη εταιρία επί 42 Σάββατα, όπως αυτά αναλυτικά ανωτέρω εκτίθενται, ποτέ, όμως, πέραν του οκταώρου, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30%. Συνεπώς, εφόσον η αποζημίωση για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία και η αποζημίωση για εργασία παρασχεθείσα κατά Σάββατο, κατά παράβαση του πενθημέρου, δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για τη νομίμως παρασχεθείσα εργασία, δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας και δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο δεύτερος των εκκαλούντων – ενάγων της από 28/09/2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …/28-09-2015 αγωγής, …….., προσελήφθη, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 25-09-2013, από την εφεσίβλητη εταιρία, προκειμένου να εργασθεί ως ηλεκτροσυγκολλητής β΄ τάξης (βλ. σχετ. με αριθμ. φωτ/φο της με αριθμ. ……. άδειας Ηλεκτροσυγκολλητή Β΄ τάξης, η οποία χορηγήθηκε σ’ εκτέλεση των διατάξεων του από 17-12-1953 Β.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 16-3-1950 Β.Δ. περί διαιρέσεως κατατάξεως και απογραφής των μηχανολογικών εγκαταστάσεων…κ.λ.π.», όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Π.Δ. 387/75), έναντι συμφωνηθέντος ημερομισθίου 81,60 ευρώ. Είχε δε 7 έτη σχετική προϋπηρεσία. Ο ενάγων της δεύτερης αγωγής παρείχε τις υπηρσίες του υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης επί 8 ώρες ημερησίως με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από 29-10-2013 έως και 20-12-2013, κατά το οποίο εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες τις καθημερινές, εκτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εβδομαδιαίως 5 ώρες υπερεργασία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% και 5 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80%. Επίσης, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη εταιρία επί 10 Σάββατα, όπως αυτά αναλυτικά κατωτέρω εκτίθενται, ποτέ, όμως, πέραν του οκταώρου, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι την 10-7-2015 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του χωρίς να του κοινοποιήσει σχετικό έγγραφο και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Συνεπώς, η ως άνω καταγγελία ήταν άκυρη και δεν επέφερε έννομα αποτελέσματα, ενώ η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 11-7-2015 έως 30-11-2015. Ο ενάγων της δεύτερης αγωγής διατηρεί έναντι της πρώτης εναγομένης τις κάτωθι αξιώσεις: 1) Για διαφορές ημερομισθίων καθημερινών: αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε στην πρώτη εναγομένη επί 364 καθημερινές και ειδικότερα το έτος 2013 επί 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 20 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες το Νοέμβριο, 12 ημέρες το Δεκέμβριο, το έτος 2014 επί 17 ημέρες τον Ιανουάριο, 20 ημέρες το Φεβρουάριο, 18 ημέρες το Μάρτιο, 17 ημέρες τον Απρίλιο, 18 ημέρες το Μάϊο, 17 ημέρες τον Ιούνιο, 22 ημέρες τον Ιούλιο, 9 ημέρες τον Αύγουστο, 22 ημέρες το Σεπτέμβριο, 20 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες το Νοέμβριο, 18 ημέρες το Δεκέμβριο και το έτος 2015 επί 17 ημέρες τον Ιανουάριο, 17 ημέρες το Φεβρουάριο, 21 ημέρες το Μάρτιο, 18 ημέρες τον Απρίλιο και 19 ημέρες το Μάϊο. Δεν αποδείχθηκε πόσες ημέρες παρείχε την εργασία του κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2015, καθόσον δεν προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα ούτε δελτία εισόδου – εξόδου των συνεργείων συντήρησης για τους μήνες αυτούς, ούτε κατάσταση ενσήμων του Ι.Κ.Α., που να εμπεριέχει τους εν λόγω μήνες απασχόλησης. Συνεπώς, δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένα ημερομίσθια καθημερινών, το ποσό των 29.702,40 ευρώ (82,60 ευρώ το συμφωνηθέν ημερομίσθιο Χ 364 ημέρες απασχόλησης). ΄Εναντι του ποσού αυτού συνομολογεί στην αγωγή ότι συνολικά έλαβε για μισθούς και του παρακρατήθηκαν για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 35.847,51 ευρώ, ήτοι ποσό ανώτερο αυτού που δικαιούται να λάβει. ΄Αρα ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτή. 2) Ως αμοιβή για παροχή υπερεργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-2013 έως και 20-12-2013, το ποσό των 555,64 ευρώ [(81,60 ευρώ Χ 6/40 = 12,24 ευρώ το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + προσαύξηση 20% =) 14,68 ευρώ το ωρομίσθιο υπερεργασίας Χ 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 7,57 εβδομάδες]. 3) Ως αμοιβή για παροχή κατ’ εξαίρεση υπερωρίας κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα το ποσό των 833,83 ευρώ [12,24 ευρώ το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + προσαύξηση 80% =) 22,03 ευρώ το ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας Χ 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 7,57 εβδομάδες]. 4) Ως αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου: αποδείχθηκε ότι παρείχε την εργασία του επί 10 Σάββατα και δη κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες: 9-11-2013, 16-11-2013, 14-12-2013, 21-12-2013, 11-1-2014, 18-1-2014, 1-2-2014, 8-2-2014, 15-2-2014 και 22-2-2014. Συνεπώς, δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.060,80 ευρώ [81,60 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο + 30% προσαύξηση (24,48 ευρώ) = 106,08 ευρώ Χ 10 Σάββατα]. 5) Για επιδόματα εορτών: α) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013, για την εργασία του από 25-9-2013 έως 31-12-2013, δικαιούται το ποσό των 936,27 ευρώ (81,60 ευρώ το ημερομίσθιο + 5,67 ευρώ η αναλογία υπερεργασίας = 87,27 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 3,63 ευρώ = 90,90 ευρώ Χ 10,30 ημερομίσθια που αναλογούν σε 98 ημέρες σχέσης εργασίας). ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 167,78 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (936,27 – 167,78 = 768,49 ευρώ). β) Για επίδομα Πάσχα 2014, για την εργασία του από 1-1-2014 έως 30-4-2014, δικαιούται το ποσό των 1.274,85 ευρώ [81,60 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 3,39 ευρώ = 84,99 ευρώ Χ 15 ημερομίσθια). ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 824,34 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (1.274,85 – 824,34 =) 450,51 ευρώ. γ) Για επίδομα Χριστουγέννων 2014, για την εργασία του από 1-5-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται το ποσό των 2.124,75 ευρώ (81,60 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 3,39 ευρώ = 84,99 ευρώ Χ 25 ημερομίσθια). ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 366,45 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (2.124,75 – 366,45 =) 1.758,30 ευρώ. δ) Για επίδομα Πάσχα 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 30-4-2015, δικαιούται το ποσό των 1.274,85 ευρώ (81,60 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 3,39 ευρώ = 84,99 ευρώ Χ 15 ημερομίσθια), πλην, όμως, θα λάβει το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 1.062,49 ευρώ. ε) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, για την εργασία του από 1-5-2015 έως 10-7-2015, δικαιούται το ποσό των 754,28 ευρώ (84,99 ευρώ Χ 8,875 ημερομίσθια που αναλογούν σε 71 ημέρες σχέσης εργασίας), πλην, όμως, θα λάβει το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 634,94 ευρώ. 6) Για αποδοχές αδείας: α) έτους 2013, για την εργασία του από 25-9-2013 έως 31-12-2013, δικαιούται δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι το ποσό των 558,53 ευρώ (6,4 ημερομίσθια Χ 87,27 ευρώ το ημερομίσθιο υπολογισθέν όπως ανωτέρω). β) έτους 2014, για την εργασία του από 1-1-2014 έως 24-9-2014, δικαιούται δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι 17,6 ημερομίσθια και για την εργασία του από 25-9-2014 έως 31-12-2014 δικαιούται 25/12 του ημερομισθίου για κάθε μήνα απασχόλησης, ήτοι (25/12 ημερομισθίου Χ 3,2 μήνες =) 6,66 ημερομίσθια, δηλαδή συνολικά για το έτος 2014 δικαιούται (17,6 + 6,66 = 24,26 ημερομίσθια Χ 81,60 ευρώ =) 1.979,62 ευρώ. γ) έτους 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 10-7-2015, δικαιούται τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν του είχε χορηγηθεί η άδειά του κατά το χρονικό σημείο λύσης της εργασιακής του σχέσης, ήτοι το ποσό των 2.040 ευρώ (25 ημερομίσθια Χ 81,60 ευρώ), πλην, όμως, θα λάβει το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 1.076,09 ευρώ. 7) Για επιδόματα αδείας δικαιούται ποσό ίσο με τις αποδοχές αδείας μέχρι συμπλήρωσης του ορίου των 13 ημερομισθίων. Συνεπώς: α) για επίδομα αδείας έτους 2013 δικαιούται το ποσό των 558,53 ευρώ (6,4 ημερομίσθια Χ 87,27 ευρώ), β) για επίδομα αδείας έτους 2014 δικαιούται το ποσό των 1.060,80 ευρώ (13 ημερομίσθια Χ 81,60 ευρώ). ΄Εναντι του ποσού συνομολογεί ότι του παρακράτησε η εναγομένη για ασφαλιστικές εισφορές το ποσό των 201,02 ευρώ, εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου (1.060,80 – 201,02 =) 859,78 ευρώ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ο υπολογισμός του αμέσως ανωτέρω κονδυλίου υπό στοιχεία 7 περ. β΄ ορθώς έγινε ως άνω με την εκκαλουμένη, με βάση 13 ημερομίσθια και όχι 15 ημερομίσθια, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων της δεύτερης αγωγής, διότι δεν αποδείχθηκε ότι απασχολήθηκε στην εναγομένη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως υπάλληλος και ότι κατά την παρεχομένη από αυτόν εργασία προείχε το πνευματικό στοιχείο και συνεπώς δεν είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, ώστε ο υπολογισμός να γίνει με βάση 15 ημερομίσθια, καθώς η παρεχόμενη εργασία του συνίστατο κατά κύριο λόγο στην καταβολή σωματικής ενέργειας, οπότε προείχε το σωματικό στοιχείο. Ο ίδιος ο δεύτερος των εκκαλούντων, άλλωστε, στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσής του, στις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και στο δικόγραφο της αγωγής του, αναγράφει την ιδιότητά του ως «…τεχνίτη ηλεκτροσυγκολλητή β΄ τάξης…». Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα. γ) για επίδομα αδείας έτους 2015 δικαιούται το ποσό των 1.060,80 ευρώ (13 ημερομίσθια Χ 81,60 ευρώ). 8) Για μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα από 11-7-2015 έως 30-11-2015, δικαιούται ό,τι θα ελάμβανε αν γινόταν αποδεκτή η εργασία του κατά το διάστημα αυτό, ήτοι το ποσό των 11.328,80 ευρώ (81,60 ευρώ το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο + 1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας, ποσού 13,6 ευρώ = 95,20 ευρώ Χ 25 ημέρες / μήνα Χ 4,76 μήνες), πλην, όμως, θα λάβει το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 11.123,74 ευρώ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν προσβάλλονται με την υπό κρίση έφεση, ως προς τη δεύτερη αγωγή, τα κονδύλια της εκκαλουμένης υπό στοιχεία 1 έως 6, 7α,γ και 8.  Η εκκαλουμένη, αφού απέρριψε την ένσταση των εναγομένων, η οποία είχε προβληθεί παραδεκτά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αφενός μεν, ως προς το πρώτο της σκέλος, ότι οι ενάγοντες ουδέποτε είχαν διαμαρτυρηθεί για τις ένδικες αξιώσεις τους, ως νομικά αβάσιμη, αφετέρου δε, ως προς το δεύτερο σκέλος της, ότι, ενώ γνώριζαν ότι προσλήφθηκαν για την εκτέλεση ορισμένου έργου, ωστόσο μετά την αποπεράτωση αυτού αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόλυσή τους, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και δέχθηκε τ’ ανωτέρω, έκανε δεκτές εν μέρει τις υπό κρίση αγωγές ως κατ’ ουσία βάσιμες και Α) Ως προς την πρώτη αγωγή: Αναγνώρισε την ακυρότητα της από 30-6-2015 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, ……. και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη εταιρία να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες του κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης, υποχρεώθηκε δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριών λεπτών (11.721,03 ευρώ) [ήτοι 3.161,90 + 1.121,82 + 1.682,73 + 1.572,48 + 167,52 + 1.192,41 + 446,29 + 312,34 + 907,20 + 572,08 + 584,26], με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης εταιρίας να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και οκτώ λεπτών (7.382,08 ευρώ) [ήτοι 572,08 + 6.810], με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών των διαδίκων και Β) Ως προς τη δεύτερη αγωγή: Αναγνώρισε την ακυρότητα της από 10-7-2015 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος της δεύτερης αγωγής, ……… και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη εταιρία να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες του κατά το νόμιμο ωράριο εργασίας του από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης, υποχρεώθηκε δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα αυτό το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων διακοσίων δέκα οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (13.218,35 ευρώ) [ήτοι 555,64 + 833,83 + 1.060,80 + 768,49 + 450,51 + 1.758,30 + 1.062,49 + 634,94 + 558,53 + 1.979,62 + 1.076,09 + 558,53 + 859,78 + 1.060,80], με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης εταιρίας να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα αυτό το ποσό των έντεκα χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (11.123,74 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών των διαδίκων. Ως προς τους νόμιμους τόκους δε έκρινε ότι τα ως άνω ποσά οφείλονται ως ακολούθως: α) για τους δεδουλευμένους μισθούς, την αμοιβή για υπερεργασία και τους μισθούς υπερημερίας, από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 Α.Κ.) μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) για την αμοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου από την επομένη της επίδοσης εκάστης αγωγής, γ) για τις αποδοχές αδείας 2013 και 2014, τα επιδόματα αδείας 2013 και 2014 και τα επιδόματα Χριστουγέννων 2013 και 2014, από την επομένη της τελευταίας ημέρα του οικείου έτους (31η Δεκεμβρίου κάθε έτους), δ) για τα επιδόματα Πάσχα 2014 και 2015, από την επομένη της 30ης Απριλίου του οικείου έτους, μέχρι την πλήρη εξόφληση, ε) για το επίδομα Χριστουγέννων 2015, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας 2015, από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας εκάστου ενάγοντος (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 40/2002, ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 201/2008, ΑΠ 643/2010 Δημ. Νόμος). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε, αλλά, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος). Επίσης, η εκκαλουμένη διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, καθώς, τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για τα κρίσιμα ζητήματα των ένδικων απαιτήσεων των εναγόντων σε βάρος της εφεσίβλητης. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). ΄Ελαβε δε η εκκαλουμένη υπόψη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, την ένορκη κατάθεση του νομίμως εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος, του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν νόμιμα οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015). Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρα, έγγραφα, κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2435/24-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Επίσης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εφεσίβλητη, πρέπει, όμως, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος των εκκαλούντων, διότι η εφεσίβλητη, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υπεβλήθη σε δικαστικά έξοδα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση από 12/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./15-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./15-09-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017 και Ειδ.Αριθμ.Κατάθ. …/15-09-2017, κατά της με αριθμ. 2435/24-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 21/09/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ