Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 665/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     665/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έχουν εισαχθεί προς συζήτηση α] η από 3.3.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ….. και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……. [κύρια] έφεση της ενάγουσας νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…..», που εδρεύει στην …, επί της οδού …… και β) η από 25.1.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ….. και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …. [επικουρική] έφεση της εκ των εναγομένων, προσεπικαλέσασας και παρεμπιπτόντως ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…..», που έχει την έδρα της στον .. Αττικής, επί της ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, με τις οποίες πλήττεται η υπ’ αριθμ. 5686/2010 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και, αφού τις συνεκδίκασε, απέρριψε: α) την από 7.7.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. αγωγή της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου W, νηολογίου Πειραιώς, που στράφηκε εναντίον της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και του διευθυντή του επισκευαστικού τμήματος αυτής ………. με αίτημα, θεμελιούμενο στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, την καταδίκη αυτών στην εις ολόκληρον καταβολή στην ενάγουσα του χρηματικού ποσού των επτακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (719.481,39 €), με το νόμιμο τόκο από την 30η.6.2003 άλλως από την επίδοση της αγωγής, προς ανόρθωση της θετικής ζημίας που υπέστη για να αποκαταστήσει τις βλάβες που προκλήθηκαν στις τρεις [3] κύριες μηχανές πρόωσης του πιο πάνω πλοίου εξαιτίας των κατά την εκτέλεση εργασιών καθολικής ανακατασκευής τους παρανόμων και υπαιτίων πράξεων και παραλείψεων των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, που ανέλαβε το σχετικό έργο με σύμβαση που είχε συνάψει με την εταιρία με την επωνυμία «…….», προηγούμενη πλοιοκτήτρια του πλοίου, από την οποία η ενάγουσα το απέκτησε κατά κυριότητα με αγορά πριν την εκδήλωση των επίμαχων βλαβών και β) την από 17.7.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. προσεπίκληση του άρθρου 88 ΚΠολΔ και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, την οποία η πρώτη εναγόμενη έστρεψε κατά της εδρεύουσας στην …, επί της οδού … και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», που είχε έναντι της παρεμπιπτόντως ενάγουσας αναλάβει με σύμβαση την κάλυψη τέτοιων ασφαλιστικών κινδύνων όπως ο επίδικος και ζήτησε, για την περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον της αγωγής, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει ό,τι αυτή υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής μέχρι το ασφαλιστικό ποσό. Οι εφέσεις αυτές εκκρεμούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατόπιν της εκδόσεως: α) της υπ’ αριθμ. 182/2013 μη οριστικής αποφάσεώς του, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν μαζί με την από 25.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που άσκησαν έξι [6] Συνδικάτα των ασφαλιστών «LLOYD’S» του Λονδίνου με αίτημα να αποβεί υπέρ της κυρίως ενάγουσας, την οποία διαρκούσης της εκκρεμοδικίας αποζημίωσαν για μέρος της ζημίας της υποκαθιστάμενα έτσι στα δικαιώματά της έναντι των εναγομένων, η ανοιγείσα με την (κύρια) αγωγή δίκη, αναβλήθηκε η συζήτησή τους, προκειμένου να συμπληρωθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΚΠολΔ και εντός της προθεσμίας που προς τούτο τάχθηκε, ελλείψεις ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της εκκαλούσας – ενάγουσας και β) της υπ’ αριθμ. 656/2014 εν μέρει οριστικής αποφάσεώς του, με την οποία συνεκδικάστηκαν οι εφέσεις και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, απορρίφθηκε με οριστική διάταξή της η παρέμβαση ως απαράδεκτη και έγιναν δεκτές κατά τους τύπους αμφότερες οι εφέσεις, η δε πρώτη εξ αυτών και κατ’ ουσία, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και, ακολούθως, να αναβληθεί η οριστική απόφαση, προκειμένου να διοριστούν δύο [2] πραγματογνώμονες και να διεξαχθεί με την επιμέλεια του επιμελέστερου διαδίκου και προς πληρέστερη διερεύνηση των εκεί αναφερομένων ζητημάτων τεχνική πραγματογνωμοσύνη, ώστε να συνταχθεί και να υποβληθεί στο Δικαστήριο κοινή αιτιολογημένη έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Επί της ουσιαστικής βασιμότητας της εφέσεως της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, την οποία θεώρησε ως επικουρική, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκφέρει κρίση στο χρονικό σημείο που θα την επιτρέπει η δικονομική πορεία της κύριας αγωγής. Ήδη, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την υποβολή δύο [2] χωριστών εκθέσεων, με τις α] από 7.2.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… και β] από 13.4.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. κλήσεις της κυρίως και της επικουρικώς εκκαλούσας αντίστοιχα, οι ίδιες εφέσεις επαναφέρονται προς συζήτηση.

Η επανεισαγωγή τους, βέβαια, γίνεται με χωριστές κλήσεις, με καθεμία από τις οποίες ο καλών ζητεί τον προσδιορισμό δικασίμου για τη συζήτηση της δικής του έφεσης, κατά παράβαση της συναγόμενης από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία κατ’ άρθρο 524 § 1 αυτού εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη, δικονομικής αρχής ότι επί υποθέσεων των οποίων σε προγενέστερο διαδικαστικό στάδιο διατάχθηκε η συνεκδίκαση θα πρέπει να είναι κοινή η κλήση για κάθε περαιτέρω συζήτησή τους (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 71, αρ. 17, σελ. 316), αφού οι διάδικοι στερούνται πλέον της εξουσίας να επισπεύσουν τη συζήτηση ως προς μια μόνον ή ορισμένες από αυτές, με αποτέλεσμα, αν η κλήση αφορά στη μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, να κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση όλων (ΤριμΕφΚερκ. 178/2011, ΙονΕπιθΔικ 2011/180, ΤριμΕφΠειρ. 664/2011, ΕΝαυτΔ 2012/205, ΜονΕφΘεσ. 168/2017, ΕφΑΔ 2017/1059). Όμως, το απαράδεκτο αυτό, που αφορά όχι το ένδικο βοήθημα ή μέσο αλλά τη συζήτησή του, είναι προσωρινό (ΑΠ 757/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να κηρύσσεται, ιδρυομένου άλλως του από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, μόνον όταν πρόκειται δια της κηρύξεώς του να κατοχυρωθεί το αποτέλεσμα της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης που προηγήθηκε ή/και για να εξασφαλιστεί η άσκηση δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2001, Δνη 2001/375 = Δ 2001/726 =  ΕΔΚΑ 2001/213 = ΝοΒ 2001/1804, ΟλΑΠ 12/2000, Δνη 2000/949 = ΕΕΝ 2000/360 = ΝοΒ 2000/1249, Κ. Καλαβρός, Η Αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 643, σελ. 434). Επομένως, στην περίπτωση που κρίνεται, κατά την οποία αμφότερες οι ένδικες εφέσεις έχουν εισαχθεί προς συζήτηση με χωριστές μεν κλήσεις αλλά κατά την ίδια δικάσιμο, χωρίς εξ αυτού του λόγου να στερείται οποιοσδήποτε από τους διαδίκους τα υπερασπιστικά του δικαιώματα ή να δυσχεραίνεται στην άσκησή τους, η συζήτησή τους παραδεκτώς θα χωρήσει, αφού η δικονομική σκοπιμότητα που επέβαλε τη συνεκδίκασή τους (οικονομία της δίκης, αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, προαγωγή της ουσιαστικής δικαιοσύνης) εξυπηρετείται παρά την αυτοτελή επαναφορά εκάστης. Για τους λόγους αυτούς κρίνεται αβάσιμο και θα απορριφθεί το αίτημα της επικουρικώς εκκαλούσας – κυρίως εφεσίβλητης να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση (μόνης) της έφεσης της αντιδίκου της, για το λόγο ότι με την από 7.2.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… κλήση αυτής δεν επανεισήχθησαν αμφότερες οι εφέσεις, των οποίων σε προγενέστερο διαδικαστικό στάδιο διατάχθηκε η συνεκδίκαση. Άλλωστε, η κυρίως εφεσίβλητη, που εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση από πληρεξούσιο δικηγόρο και υπέβαλε πολυσέλιδες προτάσεις, δεν διευκρινίζει το είδος της δικονομικής βλάβης που υποστηρίζει ότι θα υποστεί από τη μη κήρυξη του απαραδέκτου της συζητήσεως της κλήσης της αντιδίκου της.

Περαιτέρω, είναι γεγονός ότι η υπ’ αριθμ. 656/2014 εν μέρει οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου διέταξε την, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 § 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά τις διαδοχικές αντικαταστάσεις του με τα άρθρα 9 του Ν. 2915/2001 και 25 του Ν. 3994/2011 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, μετά το οποίο ρητώς πλέον προβλέπεται ότι η επανάληψη της συζήτησης που έχει κηρυχθεί περατωμένη διατάσσεται με προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου και όταν, πλην της εξέτασης μαρτύρων ή διαδίκων στο ακροατήριο, επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, δηλαδή προς διεξαγωγή συμπληρωματικών αποδείξεων. Η συζήτηση, όμως, αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα ανασυζήτηση της υποθέσεως και όχι επαναληπτική συζήτηση θεωρούμενη ως συνέχεια της προηγούμενης (ΑΠ 535/2016, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, βλ. και Στ. Πανταζόπουλο, Οι διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 6 και 254 ΚΠολΔ για τη διαταγή και απόφαση επανάληψης της συζήτησης, υπό το πρίσμα των δικονομικών αρχών των άρθρων 107 και 116 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε Δνη 2010/1626 – 1643 [1638]). Τούτο έχει ως συνέπεια, αφενός, ότι στη σύνθεση του δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την προδικαστική περί συμπληρωματικών αποδείξεων απόφαση (ΑΠ 2006/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/2012, ΕΠολΔ 2013/567, ΑΠ 691/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ν. Νίκα, γνμδ, σε ΝοΒ 2017/2014 επομ.) και, αφετέρου, ότι κατά την ανασυζήτηση της υποθέσεως πρέπει να υποβληθούν νέες προτάσεις από τους διαδίκους, χωρίς να αρκούν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προδικαστική απόφαση, επιπλέον δε, είναι αναγκαία η παράσταση των διαδίκων και κατά τη διεξαγόμενη μετά τη διενέργεια των συμπληρωματικών αποδείξεων συζήτηση, όπως αντιθέτως δεν συμβαίνει σε κάθε άλλη περίπτωση επαναλαμβανόμενης συζήτησης (ΟλΑΠ 30/1997, Δνη 1997/1522 = ΝοΒ 1998/188, ΑΠ 1461/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το λόγο αυτό η εφεσίβλητη της από 25.1.2011 [επικουρικής] έφεσης, στην οποία επιδόθηκε ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 13.4.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. κλήσεως της επικουρικώς εκκαλούσας, όπως προκύπτει από την από αυτήν την τελευταία επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αριθμό … επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….., με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αλλά κατ’ αυτήν δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο (ούτε προτάσεις προκατέθεσε), πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία, όμως, θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ).

Να σημειωθεί ακόμα ότι η πρόοδος της παρούσας συζητήσεως της υποθέσεως δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι οι διορισθέντες πραγματογνώμονες δεν ακολούθησαν τις οδηγίες του Δικαστηρίου και δεν συνέταξαν κοινή πραγματογνωμοσύνη, αφού, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 368, 379, 383 και 387 ΚΠολΔ, οι γνωμοδοτήσεις τους εκτιμώνται ελεύθερα, χωρίς να δημιουργείται ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, ακόμη και αν δεν συμμορφώθηκαν στις υποδείξεις της προδικαστικής απόφασης (ΑΠ 2/2006, Δνη 2006/1048 = ΧρΙΔ 2006/444, ΑΠ 318/2001, Δνη 2001/1345, ΕφΘεσ. 358/2010, Αρμ. 2011/463, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 82, αρ. 17, σελ. 460) ούτε αν δεν συνέταξαν κοινή πραγματογνωμοσύνη, αφού τούτο δεν τάσσεται στο νόμο με ποινή ακυρότητας (Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Β, 1994, άρθρο 383, αρ. 5, σελ. 740) ούτε αν δεν κατέθεσαν, ως εν προκειμένω, την έκθεσή τους εντός της ταχθείσας σχετικώς προθεσμίας, αφού αυτή δεν ορίζεται στο άρθρο 383 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ ως ανατρεπτική (ΑΠ 39/2005, Δνη 2005/822, ΑΠ 1381/2000, Δνη 2001/732, ΕφΛαρ. 606/2002, Δικογραφία 2002/486, Ε. Λανταβού, Η πραγματογνωμοσύνη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως ελευθέρως εκτιμώμενο αποδεικτικό μέσο, σε Αρμ. 2005/181 – 203 [197]).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 και 309 του ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 αυτού έχουν εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη, προς εκείνες των άρθρων 513 § 1 περ. β και 553 § 1 περ. β του ιδίου Κώδικα συνάγεται, πρώτον, ότι οι οριστικές αποφάσεις, εκείνες δηλαδή που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, το οποίο απεκδύεται από κάθε στη συνέχεια εξουσία (ΑΠ 1051/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 509/1999, Δνη 1999/1711), δεύτερον, ότι, αντιθέτως, σε ανάκληση κατ’ αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως υπόκεινται οι μη οριστικές αποφάσεις, όσες δηλαδή εκδίδονται επί υποθέσεων για τις οποίες το δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν είναι ώριμες προς οριστική διάγνωση της επίδικης διαφοράς (ΑΠ 1283/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, τρίτον, ότι, εφόσον από το δικαστήριο διαταχθεί κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ η ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών και ακολούθως αναβληθεί η έκδοση της οριστικής απόφασης επί κάποιας από τις δίκες αυτές, είναι δυνατή η ανάκληση μόνον της αναβλητικής διατάξεως από το ίδιο δικαστήριο σε μεταγενέστερο δικονομικό στάδιο (ΑΠ 657/1998, Δνη 1999/1528). Κατά την έννοια του νόμου μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες με τις οποίες το δικαστήριο δεν προβαίνει σε διάγνωση του αντικειμένου της δίκης, δηλαδή δεν αποφαίνεται τελειωτικά για το επίδικο δικαίωμα επιδικάζοντας ή απορρίπτοντάς το (ΑΠ 176/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά προωθεί ή διαμορφώνει τη διαδικασία, προετοιμάζοντας την οριστική επίλυση της διαφοράς και διατηρώντας παράλληλα την εξουσία να κρίνει επί του υποβληθέντος αιτήματος, όταν αυτό καταστεί ώριμο προς οριστική απόφανση (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283, ΑΠ 2071/2014, ΧρΙΔ 2015/361). Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση με την οποία το εφετείο δέχεται έφεση του ενάγοντος, επειδή κρίνει ως νομικά βάσιμη την αγωγή του, που η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη και στη συνέχεια εξαφανίζει την εκκαλουμένη και διατάσσει αποδείξεις, δεν είναι οριστική, αφού δι’ αυτής το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν διέρχεται όλα τα στάδια του δικαστικού ελέγχου ούτε αποφαίνεται τελειωτικά επί της αγωγής (ΑΠ 1721/2007, Δνη 2008/142, ΑΠ 661/2006, ΑΠ 989/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/1990, ΕΕΝ 1991/166, ΑΠ 1871/1990, ΕΕΝ 1991/770, ΑΠ 137/1983, Δ 1984/30 =  ΝοΒ 1983/1542, ΤριμΕφΔωδ. 157/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 376/2011, ΠειρΝ 2011/411, ΕφΔωδ. 212/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το λόγο αυτό δεν απεκδύεται της περαιτέρω εξουσίας του ως προς την δικονομική αξίωση που ασκήθηκε με αυτήν (αγωγή), η οποία οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης και στο δεύτερο βαθμό (ΟλΑΠ 12/1989, ΑρχΝ 1989/252 = Δνη 1989/1313 = Δ 1990/949 = ΕΕΝ 1989/709 = ΕΕΔ 1990/252), που συνίσταται στην επανεξέταση της πρωτοδίκως υποβληθείσας αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας. Αντιθέτως, το παραδεκτό και βάσιμο της εφέσεως, που αναγκαίως κρίνονται πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (άρθρα 533 § 1 και 535 § 1 ΚΠολΔ), δεν αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, το δε διαδικαστικό αίτημα του εφετηρίου, περί εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, υποβάλλεται χάριν εκδόσεως ευνοϊκότερης για τον εκκαλούντα αποφάσεως (ΑΠ 137/2004, ΝοΒ 2004/1553, ΑΠ 708/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 9, σελ. 138). Το αίτημα ανακλήσεως της μη οριστικής απόφασης υποβάλλεται παραδεκτώς στο δικαστήριο που την εξέδωσε α] σε κάθε στάση της δίκης εωσότου εκδοθεί η οριστική απόφασή του (ΑΠ 217/2005, Δνη 2006/451), στάση δε δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση με κλήση διαδίκου (ΑΠ 926/2014, ΧρΙΔ 2015/38), όπως συμβαίνει και όταν επαναφέρεται η έφεση μετά τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 603/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 557/2014, Δικογραφία 2016/266), που διατάχθηκε, μετά την παραδοχή της εφέσεως και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με προγενέστερη μη οριστική απόφαση του εφετείου (ΑΠ 780/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, β] από το διάδικο εκείνο που έχει έννομο συμφέρον να ανακληθεί η τελευταία, επειδή βλάπτεται από τις παραδοχές της. Οι βλαπτικές αυτές παραδοχές μπορεί να έχουν εκφερθεί ρητά ή να συνάγονται από την σιωπή του δικαστηρίου επί υποβληθέντος ισχυρισμού που, αν γινόταν δεκτός, θα οδηγούσε σε οριστική απόφαση ευνοϊκή για τον αιτούντα την ανάκληση. Το ίδιο αίτημα είναι νόμιμο αν αφορά οποιαδήποτε παραδοχή της μη οριστικής απόφασης, που διατυπώνεται σε διάταξή της παράγουσα ενδοδιαδικαστική δέσμευση, υπό την έννοια ότι αν δεν ανακληθεί θα οδηγήσει στην παραγωγή δεδικασμένου (πρβλ ΑΠ 1798/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εντοπιζόμενη σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού πριν την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως και, συγκεκριμένα, κάθε κρίση του δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό της εφέσεως (ΑΠ 755/2012, ΕΠολΔ 2013/567, ΑΠ 603/2008, ο.π., ΑΠ 977/1984, ΝοΒ 1985/632, ΤριμΕφΠειρ. 331/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τη συνδρομή γενικά των διαδικαστικών προϋποθέσεων είτε της έκκλητης δίκης είτε της αγωγής ή τη νομική της βασιμότητα. Για να κριθεί, όμως, βάσιμο το αίτημα ανακλήσεως της μη οριστικής απόφασης στην οποία αποδίδεται νομική πλημμέλεια, πρέπει με την οριστική απόφαση να διαπιστωθεί το επικαλούμενο σφάλμα και, επιπλέον, αυτό να αντιστοιχεί σε διάταξη της προηγούμενης μη οριστικής απόφασης και μάλιστα να αφορά στην εκφερθείσα κρίση καθαυτή και όχι στις αιτιολογίες που την επιστηρίζουν. Έτσι, οι διαφορετικές νομικές παραδοχές της οριστικής απόφασης ως προς τη νομική θεμελίωση της αγωγής, που και η μη οριστική απόφαση έκρινε νόμιμη, γι’ αυτό και εξαφάνισε την εκκαλουμένη που είχε δεχθεί τα αντίθετα, δεν αρκούν για την ανάκλησή της (πρβλ Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., άρθρο 309, αρ. 9, σελ. 409), αφού η σχετική κρίση υπήρξε κατ’ αποτέλεσμα ορθή, αιτιολογίες δε της απόφανσης περί της νομικής βασιμότητας της αγωγής αποτελούν πλέον οι της οριστικής αποφάσεως (πρβλ Δ. Κονδύλη, ο.π., σελ. 140, σημ. 30).

Εν προκειμένω, με τις προτάσεις τους της μετ’ απόδειξη συζητήσεως οι εφεσίβλητοι της κύριας έφεσης ζητούν την ανάκληση της προηγούμενης υπ’ αριθμ. 656/2014 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες α] έγινε ρητώς τυπικά δεκτή η εν λόγω έφεση και απορρίφθηκε ο συναφής αντίθετος ισχυρισμός τους, β] απορρίφθηκαν σιωπηρά οι ισχυρισμοί τους περί ελλείψεως τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας – ενάγουσας, περί ανυπαρξίας ζημίας της και περί απαράδεκτης μεταβολής στο δεύτερο βαθμό της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής της και γ] κρίθηκε ρητά νόμιμη η εναντίον τους αγωγή, παραδοχή που οδήγησε στην αποδοχή της κύριας εφέσεως και στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που είχε κρίνει αντιθέτως. Το αίτημα αυτό παραδεκτώς υποβάλλεται κατά την παρούσα στάση της δευτεροβάθμιας δίκης από διαδίκους που έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον και είναι νόμιμο, αφού αφορά μη οριστικές διατάξεις της ως άνω εν μέρει οριστικής προγενέστερης απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με τις οποίες δεν εκφράστηκε τελειωτική κρίση επί της αγωγής. Πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθ’ άπασες τις επιμέρους αιτιάσεις του, για τους ακόλουθους αντίστοιχους λόγους:

Α] Με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ιδίας αποφάσεως ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιό της δεν επιτρέπεται, εισάγεται απαράδεκτο που αποσκοπεί στην αποτροπή της επανειλημμένης έρευνας παραπόνων κατά της ιδίας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο (ΑΠ 1779/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι, όμως, παραδεκτή η δεύτερη έφεση όταν ο εκκαλών παραιτηθεί νομότυπα από το δικόγραφο της πρώτης χρονικά κατατεθείσας εφέσεώς του, αφού τότε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 295 § 1 εδαφ. α και 299 ΚΠολΔ, η έφεση αυτή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και, επομένως, η νέα έφεση δεν είναι δεύτερη αλλά πρώτη  (ΑΠ 533/2001, Δνη 2001/1597, ΕφΠατρ. 176/2004, ΑχΝομ. 2005/232, ΕφΛαρ. 409/2003, Δικογραφία 2003/432, ΕφΠειρ. 570/1996, Δνη 1997/681, ΕφΑθ. 1830/1993, Δνη 1996/425, ΕφΑθ. 2185/1989, Δνη 1990, Ν. Κλαμαρής, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981, σελ. 242). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 299 του ίδιου Κώδικα, όπως η πρώτη ίσχυε κατά το χρόνο της αμφισβητουμένου κύρους επίμαχης παραίτησης, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, η παραίτηση από το δικόγραφο της εφέσεως γινόταν ή με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή με δικόγραφο επιδιδόμενο στον αντίδικο του παραιτουμένου. Παραίτηση που γίνεται με κατάθεση απλώς του σχετικού δικογράφου στο δικαστήριο, χωρίς επίδοσή του στον αντίδικο του παραιτούμενου, είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (ΑΠ 295/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραίτηση μπορεί να δηλωθεί και με το δικόγραφο της δεύτερης έφεσης, εφόσον επακολουθήσει επίδοσή του (ΕφΘρακ. 104/1992, Αρμ. 1992/1121 = ΕΕμπΔ 1993/294, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 90, αρ. 4, σελ. 611, Κ. Μπότσαρης, Η παραίτησις από των ενδίκων μέσων, 1983, σελ. 366), στην οποία νομίμως προβαίνει και ο εφεσίβλητος επισπεύδοντας τη συζήτησή της, όπως έχει δικαίωμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 230 § 2 και 498 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 12/2011, ΕφΠατρ. 232/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 946/2004, ΑχΝομ. 2005/337). Οι τρόποι της παραιτήσεως είναι αποκλειστικοί (ΟλΑΠ 1187/1981, Δνη 1989/377, ΑΠ 78/2004, ΕΝαυτΔ 2004/139 = ΕΕμπΔ 2004/384) και η τήρησή τους επιφέρει κατάργηση της δίκης και ανατροπή της εκκρεμοδικίας χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης (ΑΠ 381/2017, ΑΠ 2249/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την περιοριστική αναφορά των διατυπώσεων της παραιτήσεως στο νόμο και από τις συνέπειές της συνάγονται, αφενός, η νομική φύση της παραιτήσεως και, αφετέρου, ο νομοθετικός σκοπός της επιβολής πανηγυρικού τύπου για τη δήλωσή της. Έτσι, η παραίτηση αποτελεί δικονομική πράξη (δήλωση βουλήσεως), μονομερή, τυπική, αφού περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο (ΤριμΕφΘεσ. 2000/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και απευθυντέα στο δικαστήριο, αφού είτε ως δήλωση στο ακροατήριο είτε ως δικόγραφο, φέρον τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ, σε δικαστήριο απευθύνεται και όχι στον αντίδικο του παραιτούμενου, του οποίου, άλλωστε, αν η παραίτηση δηλώνεται πριν την έναρξη της προφορικής συζήτησης σε κάθε βαθμό, δεν απαιτείται ούτε η συναίνεση (άρθρο 294 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) ούτε η κλήτευση (ΑΠ 750/1996, Δνη 1996/1546, ΤριμΕφΠειρ. 303/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι, όμως η παραίτηση από ασκηθέν ένδικο μέσο ληψιδεής, υπό την έννοια ότι απαιτείται να περιέλθει σε γνώση του εφεσίβλητου. Ο σκοπός που εξυπηρετούν οι αξιούμενες διατυπώσεις της σχετικής δηλώσεως είναι διπλός και συνίσταται, αφενός, στην εξασφάλιση αντικειμενικώς δεδομένου και ασφαλούς στοιχείου για την απόδειξη του ότι έλαβαν πράγματι χώρα οι καταργητικές της εκκρεμοδικίας πράξεις (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Κ. Μακρίδου], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 297, αρ. 1, σελ. 595, Σ. Καραμέρος, παρατηρήσεις σε Αρμ. 2003/246) και, επομένως, βεβαιότητας αναφορικά με το υποκείμενο, το αντικείμενο και το χρόνο διενέργειάς τους (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 297, σελ. 1252, Ν. Παϊσίδου, Ζητήματα τύπου στην παραίτηση από την αγωγή, σε Αρμ. 1991/98 επομ. [104]) και, αφετέρου, στην διασφάλιση της δυνατότητας του εφεσίβλητου να λάβει γνώση της δηλώσεως βουλήσεως του παραιτούμενου αντιδίκου του, ώστε, αν χρειαστεί, να επικαλεσθεί την κατ’ άρθρο 295 ΚΠολΔ ευνοϊκή για αυτόν συνέπειά της (ΑΠ 1253/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2012, § 37, ΙΙΙ 2 γ, σελ. 581). Βεβαιότητα ότι η παραίτηση πράγματι δηλώθηκε επιτυγχάνεται και πιστοποίηση ότι η εκκρεμοδικία όντως καταργήθηκε σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο παρέχεται, αν μεν πρόκειται για δήλωση του εκκαλούντος στο ακροατήριο, με την καταχώρησή της στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του εφετείου, τα οποία κατ’ άρθρο 259 ΚΠολΔ αποτελούν πλήρη (και την μόνη) απόδειξη της συζητήσεως και του περιεχομένου της (ΑΠ 817/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ, αν η παραίτηση περιλαμβάνεται σε δικόγραφο, με τη σύνταξη της επιδοτήριας αυτού εκθέσεως, που κατ’ άρθρα 139, 438 και 440 ΚΠολΔ αποτελεί δημόσιο έγγραφο (ΑΠ 592/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αποδεικνύει, πλην άλλων γεγονότων, το υποκείμενο και το αντικείμενο της παραιτήσεως αλλά, επιπλέον και κυρίως, το ακριβές χρονικό σημείο καταργήσεως της εκκρεμοδικίας. Αντιστοίχως, εξασφαλίζεται και η δυνατότητα του εφεσιβλήτου να λάβει γνώση της δηλωθείσας παραιτήσεως. Ειδικά, αν αυτή περιλαμβάνεται στο δικόγραφο δεύτερης έφεσης, η επίδοσή του πληροί, αν μεν γίνει εκ μέρους του παραιτούμενου εκκαλούντος προς τον αντίδικό του, το γράμμα του άρθρου 297 ΚΠολΔ, ενώ αν γίνει από τον επισπεύδοντα τη συζήτησή της εφεσίβλητο το πνεύμα και ταυτόχρονα το νομοθετικό σκοπό της ιδίας διατάξεως, αφού δεν ανακύπτει αμφιβολία ότι ο εν γνώσει της παραιτήσεως από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης επισπεύδων τη συζήτηση της δεύτερης είναι ενήμερος της καταργήσεως της εκκρεμοδικίας που αναβίωσε με την κατάθεση της πρώτης έφεσης. Άλλωστε, η δεύτερη έφεση, στο δικόγραφο της οποίας περιλαμβάνεται και η δήλωση παραίτησης του εκκαλούντος από την πρώτη, αποτελεί δικόγραφο κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο συντασσόμενο προς πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούνται από κάποιον από τους αντιδίκους και επιδιδόμενο από τον έναν διάδικο στον άλλον (ΑΠ 1568/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 834/2005, Δνη 2006/98, ΑΠ 189/1997, Δνη 1997/1576) και όχι αναγκαίως από τον εκκαλούντα στον εφεσίβλητο. Επομένως, η επίδοσή του στον εκκαλούντα καθιστά έγκυρη την παραίτηση από την προηγούμενη έφεση του τελευταίου. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την αντίθετη διατύπωση του άρθρου 297 ΚΠολΔ [«…με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου»], που απηχεί όμως το συνήθως συμβαίνον και είναι δεκτική διασταλτικής ερμηνείας (ΑΠ 1253/2017, ο.π.). Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αν η επίδοση του νέου εφετηρίου, με το οποίο δηλώνεται παραίτηση από την πρώτη έφεση, γίνει με την επιμέλεια του εφεσίβλητου, η κατάργηση της δίκης επί της πρώτης εφέσεως εκφεύγει πλέον των χειρών του εκκαλούντος, χωρίς τη βούληση του, αφού το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει από την ευθεία εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 230 § 2 και 498 § 1 ΚΠολΔ, που προαναφέρθηκαν και συμπορεύεται προς τους σκοπούς του άρθρου 297 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προστασία του εφεσίβλητου που ευνοείται από τις συνέπειες της καταργήσεως της εκκρεμοδικίας της πρώτης έφεσης. Άλλωστε, η αμφισβήτηση του κύρους της παραιτήσεώς του από την πρώτη έφεση βαρύνει τον εκκαλούντα που δεν επέδωσε στον αντίδικό του τη σχετική δήλωσή του και όχι τον εφεσίβλητο, που ολοκλήρωσε τις διατυπώσεις του νόμου. Σε κάθε περίπτωση, αν τη συζήτηση της δεύτερης έφεσης επισπεύδει ο εφεσίβλητος η κατ’ αυτήν προβολή ισχυρισμού του περί απαραδέκτου της εφέσεως κατ’ άρθρο 514 ΚΠολΔ συνιστά δικονομικώς αντιφατική συμπεριφορά και παραμένει για το λόγο αυτό έκθετη σε μομφές καταχρηστικότητας, αντιστρατεύεται βασικές αρχές και γενικές σκοπιμότητες της πολιτικής δίκης, όπως είναι η οικονομία των δικαστικών ενεργειών και η επιτάχυνση της διεξαγωγής της με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση των εξόδων και, τέλος, στερείται εννόμου συμφέροντος, αφού τα αποτελέσματα της ευδοκιμήσεως του ισχυρισμού αυτού θα είναι πενιχρά και ασήμαντα (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 37, σελ. 55), δεδομένου ότι, αν η δεύτερη έφεση κριθεί απαράδεκτη, τίποτε δεν εμποδίζει τον προσδιορισμό και τη συζήτηση της πρώτης έφεσης κατά της εκκαλουμένης.

Εν προκειμένω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά της εκκαλουμένης η εκκαλούσα κατάθεσε δύο [2] δικόγραφα εφέσεως και, συγκεκριμένα, το από 1.3.2011, που έλαβε αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και το από 3.3.2011, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου με αριθμό …….. Στο δεύτερο δικόγραφο περιλαμβάνεται ρητή δήλωση της εκκαλούσας περί παραιτήσεώς της από το πρώτο, το οποίο, όπως δεν αμφισβητείται, παρέμεινε ανεπίδοτο, χωρίς να έχει προσδιοριστεί δικάσιμος για την εκδίκασή του. Αντιθέτως, οι εφεσίβλητοι λαβόντες γνώση αμφοτέρων των δικογράφων, επιμελήθηκαν του προσδιορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της από 3.3.2011 [δεύτερης] εφέσεως και επέδωσαν αντίγραφό της με πράξη του προσδιορισμού αυτής και κλήση προς συζήτηση στην αντίδικό τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. Με τον τρόπο αυτό συμπλήρωσαν τους νόμιμους όρους έγκυρης παραγωγής δικονομικού αποτελέσματος, καταργητικού της εκκρεμοδικίας που αναβίωσε με την κατάθεση της από 1.3.2011 εφέσεως, η οποία θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, χωρίς να προκαλείται αβεβαιότητα ή ανασφάλεια δικαίου, αφού το υποκείμενο, το αντικείμενο και ο χρόνος ολοκλήρωσης της παραιτήσεως αποδεικνύονται από την ως άνω επιδοτήρια έκθεση, η δε περί αυτής γνώση τους δεν αμφισβητείται. Επομένως, η από 3.3.2011 δεύτερη χρονικά έφεση είναι, όπως ορθώς με την ως άνω εν μέρει οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου κρίθηκε, παραδεκτή, αφού πρόκειται για πρώτη έφεση κατά της εκκαλουμένης, ο δε αντίθετος ισχυρισμός των εφεσιβλήτων, στον οποίον εμμένουν ζητώντας την ανάκλησή της, είναι αβάσιμος, όπως και το συναφές αίτημά τους. Να σημειωθεί εδώ και ότι από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται [ούτε οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται] ότι επέσπευσαν τη συζήτηση της ανωτέρω εφέσεως με αποκλειστικό σκοπό να κηρυχθεί το κατ’ άρθρο 514 ΚΠολΔ απαράδεκτό της, δεν είχαν, άλλωστε, τη δυνατότητα της σύννομης υποβολής τέτοιου αιτήματος, αφού η παραίτηση από την πρώτη έφεση δηλώθηκε και περιήλθε σε γνώση τους πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώ η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί το κύρος της παραιτήσεώς της, με αποτέλεσμα η κήρυξη του απαραδέκτου της ένδικης έφεσης να παρίσταται και ουσιαστικώς αδικαιολόγητη.

Β] Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία, όπως και το έννομο συμφέρον, που σκοπό έχει την εξασφάλιση ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο όχι σε οποιονδήποτε αλλά μόνο σ’ αυτόν, που δικαιολογεί ανάγκη για τη συνδρομή της πολιτείας, προκειμένου να προστατευθεί το ουσιαστικό δικαίωμα που ισχυρίζεται ότι έχει, αποτελούν διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, ερευνώμενες και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της και αρκεί να υφίστανται το βραδύτερο κατά το χρόνο της συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση σε κάθε βαθμό (ΑΠ 2136/2014, ΑΠ 1877/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/1987, Δνη 1988/114, ΤριμΕφΠειρ. 76/2014, ΠειρΝ 2014/76, ΤριμΕφΠειρ. 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013/231, ΜονΕφΘεσ. 387/2017, Αρμ. 2017/1163 = Ε7 2018/702, Ν. Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 45). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνήθη νομιμοποίηση τα γεγονότα στα οποία αυτή θεμελιώνεται ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής της βάσης (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Αν όμως τα περιστατικά που δικαιολογούν τη νομιμοποίηση των διαδίκων δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στο δικόγραφό της και των γεγονότων αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 7138/2003, Δνη 2004/821). Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις της ξενοδικίας, όπου δηλαδή ο νόμος απονέμει σε τρίτο πρόσωπο την εξουσία δικαστικής άσκησης αλλοτρίου δικαιώματος στο δικό του όνομα και δικαιολογείται από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της εξουσίας αυτής (ΑΠ 2136/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, § 2, IV Α Ι, αρ. 30, σελ. 47 επομ.). Περίπτωση κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως, απονομής δηλαδή από το νόμο εξουσίας διεξαγωγής της δίκης στο δικό του όνομα σε τρίτο πρόσωπο, εκτός του φορέα του επιδίκου δικαιώματος, και μάλιστα αποκλειστικής, υπό την έννοια ότι η νομιμοποίηση του τρίτου αποκλείει την επί δικαστηρίου υπεράσπιση του δικαιώματος και από το φορέα του, προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 225 ΚΠολΔ (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 136), στην οποία ορίζεται ότι «Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (§ 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (§ 2). Αν ο ενάγων μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή σύστησε εμπράγματο δικαίωμα, δεν μπορεί να προταθεί εναντίον του έλλειψη νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση που θα εκδοθεί δεν δεσμεύει τον ειδικό διάδοχο (§ 3)». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως μεταβίβαση του επιδίκου δικαιώματος νοείται κάθε μορφή διαθέσεώς του είτε αυτή γίνεται με δικαιοπραξία του ιδιωτικού δικαίου είτε επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου (πρβλ ΟλΑΠ 3/1993, Δνη 1993/1459 = Δ 1994/497 = ΕΕμπΔ 1994/204 = ΕΕΝ 1993/370 = ΕΤρΑξΧρΔ 1993/410 = ΝοΒ 1995/223). Έτσι, όταν διαρκούσης της επιδικίας μεταβάλλεται το πρόσωπο του φορέα του επιδίκου δικαιώματος, η δίκη εξακολουθεί να διεξάγεται από τον αρχικό διάδικο που απαλλοτρίωσε το αντικείμενό της, ο οποίος μετά την απαλλοτρίωση νομιμοποιείται εξαιρετικά ως μη δικαιούχος διάδικος (ΕφΔωδ. 116/2000, Αρμ. 2003/316). Τούτο συμβαίνει επειδή η μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος, που έγινε λ.χ. με εκχώρηση μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης αλλά συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί και μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο αρχικός διάδικος (ΑΠ 1978/2017, ΑΠ 1073/2015, ΜονΕφΠειρ. 583/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση (1136/2013, ΑΠ 1155/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1345/2009, ΧρΙΔ 2010/273, ΑΠ 54/2008, ΕφΑΔ 2008/570, ΑΠ 1920/2006, ΝοΒ 2007/1115 = ΧρΙΔ 2007/529 = Δνη 2009/721, ΑΠ 870/2006, ΧρΙΔ 2006/718, ΑΠ 1591/2003, Δνη 2004/741, ΤριμΕφΠειρ. 705/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση μάλιστα μεταβιβάσεως, ο (μη κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος, πλην όμως δικονομικά μόνος νομιμοποιούμενος) ενάγων υποχρεούται να ζητήσει με τις προτάσεις του την επιδίκαση του δικαιώματος στον ειδικό διάδοχό του, χωρίς με τον τρόπο αυτό να επέρχεται ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ μεταβολή του αγωγικού αιτήματος (ΑΠ 1231/2017, ΑΠ 785/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δε λαμβάνει χώρα αντικατάσταση του διαδίκου, δε μεταβάλλεται δηλαδή η νομιμοποίηση των αρχικών διαδίκων αλλά απλώς το θεμέλιό της (Ν. Νίκας, ο.π., § 65, αρ. 13, σελ. 239 επομ., Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 84). Βέβαια, εάν η μεταβολή του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος λάβει χώρα μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 225 ΚΠολΔ, διότι η δίκη, αν και θα έπρεπε να διεξαχθεί από το διάδοχο (ειδικό ή καθολικό) του μεταβιβάσαντος, διεξήχθη εξ αρχής από μη νομιμοποιούμενο διάδικο (Α. Πλεύρη, ο.π., σελ. 137, υποσ. 316). Έτσι, αν πριν την εκκρεμοδικία εκχωρηθεί η επίδικη απαίτηση, απαραδέκτως ο εκχωρητής ασκεί κατά του οφειλέτη την αγωγή προς εκπλήρωση (ΑΠ 1093/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 1518/2014, ΧρΙΔ 2014/506 = ΕπισκΕΔ 2014/373, ΕφΑθ. 7303/2000, ΝοΒ 2001/59 = Δνη 2002/230). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία ο έχων ασφαλίσει πράγμα της ιδιοκτησίας του κατά κινδύνων βλάβης του από αδικοπραξία τρίτου ενάγει τον ζημιώσαντα, αφού εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2496/1997, από το χρόνο πραγματικής καταβολής του ασφαλίσματος προς τον ζημιωθέντα, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται εκ του νόμου και αυτοδικαίως στις αξιώσεις που έχει ο ασφαλισμένος του κατά του τρίτου μέχρι του ύψους του καταβληθέντος ασφαλίσματος (ΑΠ 1667/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 586/2010, ΕΕμπΔ 2011/115). Στην περίπτωση αυτή, ο ζημιώσας τρίτος, εναγόμενος από τον παθόντα ασφαλισμένο, στον οποίο καταβλήθηκε το ποσό του ασφαλίσματος, δικαιούται να προτείνει ισχυρισμό περί ελλείψεως νομιμοποιήσεως του ενάγοντος, επικαλούμενος ότι επήλθε ήδη η ασφαλιστική υποκατάσταση, που συνιστά μορφή ex lege εκχωρήσεως (ΑΠ 1334/2013, ΕΕμπΔ 2013/904 =  ΝοΒ 2013/2684). Άλλως, όμως, έχει το πράγμα όταν τα δικαιώματα του ασφαλιστή που κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση δεν διέπονται από το ελληνικό δίκαιο αλλά τα ρυθμίζει αλλοδαπή έννομη τάξη. Τότε το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του ζημιώσαντος κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 276/1982, ΕΕΝ 1983/151 = ΕΕμπΔ 1982/419, Σ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 218, Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, σελ. 303, Α. Μεταλληνός, Η σύμβαση ασφαλίσεως κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1997, σελ. 320, Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, σελ. 237). Έτσι, αν την ασφαλιστική σύμβαση διέπει το αγγλικό δίκαιο, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 79 του νόμου περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906), κατά το οποίο ο εκεί προβλεπόμενος θεσμός της ασφαλιστικής υποκαταστάσεως λειτουργεί μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι έναντι τρίτων, υπό την έννοια ότι η αγωγή κατά του τρίτου ζημιώσαντος δε μπορεί να ασκηθεί στο όνομα του ασφαλιστή, παρά μόνον αν ο ασφαλισμένος του έχει προηγουμένως εκχωρήσει τα δικαιώματά του (ΤριμΕφΠειρ. 320/2013, ΜονΕφΠειρ. 7/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Gilman Jonathan/Merkin Robert, Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, 2008, 31 – 14, σελ. 1492, Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, αρ. 11 – 03, σελ. 379, MacGillivray on Insurance Law, 2003, αρ. 22 – 36, σελ. 583, Bennett Howard, The Law of Marine Insurance, 2007, αρ. 25.37, σελ. 789). Ελλείψει τέτοιας εκχωρήσεως, ο ασφαλισμένος, μολονότι εισέπραξε την ασφαλιστική αποζημίωση, εξακολουθεί να νομιμοποιείται στην επιδίωξη της ικανοποίησης της αποζημιωτικής αξίωσης κατά του τρίτου, υποχρεούμενος μάλιστα προς τούτο, υπό την έννοια ότι ο ασφαλιστής δικαιούται, επειδή κατέβαλε το ασφάλισμα, να αξιώσει βάσει του δόγματος της υποκαταστάσεως (κατά τα ισχύοντα στο αγγλικό δίκαιο) την μέχρι του καταβληθέντος ασφαλιστικού ποσού απόδοση της ωφέλειας του ασφαλισμένου, ως τέτοιας νοούμενου του δικαιώματος του τελευταίου να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του από το ζημιώσαντα και με την έγερση αγωγής (ΑΠ 276/1982, ο.π.). Επομένως, πριν την εκχώρηση των δικαιωμάτων του στον ασφαλιστή ο ασφαλισμένος νομιμοποιείται μόνος στην άσκηση αποζημιωτικής αγωγής κατά του ζημιώσαντος ως δικαιούχος, ενώ μετά την εκχώρηση αυτή νομίμως συνεχίζει τη δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος πλέον, αν η απαίτησή του μεταβιβάστηκε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, ακόμα και κατά τη διάρκεια της έκκλητης δίκης, οπότε αυτή αναβίωσε (ΑΠ 88/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή έναντι του μεταβιβάσαντος δεν αντιτάσσεται ισχυρισμός περί έλλειψης νομιμοποιήσεώς του (άρθρο 225 § 3 ΚΠολΔ), αφού η απόφαση που θα εκδοθεί θα δεσμεύει και τον ειδικό διάδοχό του, δηλαδή τον ασφαλιστή (άρθρο 325 περ. β ΚΠολΔ).

Εν προκειμένω, από την από 18.1.2012 έγγραφη σύμβαση εκχώρησης που καταρτίστηκε μεταξύ της κυρίως ενάγουσας και των ως άνω Συνδικάτων των ασφαλιστών «LLOYD’S», που άσκησαν την ήδη ως απαράδεκτη απορριφθείσα αυτοτελή πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση, που παραδεκτώς κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ επισκοπείται στο διαδικαστικό αυτό στάδιο, πριν την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, αφού κρίνεται το παραδεκτό της κύριας αγωγής και της κύριας έφεσης, προκύπτει ότι η πλοιοκτήτρια του πλοίου W  που είχε συνάψει με τους εν λόγω ασφαλιστές διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο σύμβαση ασφαλίσεως του σκάφους αυτού, των μηχανών και του πρόσθετου εξοπλισμού του, εισέπραξε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, όπως τα περιστατικά της ιστορούνται στην κύρια αγωγή, ασφαλιστική αποζημίωση συνολικού ύψους επτακοσίων πενήντα επτά χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα σεντς (757.135,90 $) ή, κατά το ισόποσο, εξακοσίων δέκα χιλιάδων τριάντα τριών ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (610.033,15 €), σε τρεις [3] άνισες δόσεις, καταβληθείσες στις 15.2.2005, στις 6.9.2005 και στις 27.11.2005. Εφόσον, επομένως, η καταβολή του ασφαλίσματος είχε μεν ολοκληρωθεί μέχρι την έγερση της ένδικης αγωγής αλλά η απαίτηση της ασφαλισμένης έναντι των κυρίως εναγομένων εκχωρήθηκε στους ασφαλιστές της μετά την έκδοση της οριστικής επ’ αυτής απόφασης στον πρώτο βαθμό και μετά την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την κατάθεση της ένδικης κύριας έφεσης, μόνη νομιμοποιούμενη κατά τα προαναφερθέντα στην άσκηση τόσο της αγωγής όσο και της έφεσης και μάλιστα ως δικαιούχος διάδικος ήταν η ασφαλισμένη κυρίως ενάγουσα και κυρίως εκκαλούσα, αφού το αγγλικό δίκαιο θαλάσσιας ασφάλισης που ρύθμιζε τα εξ υποκαταστάσεως δικαιώματα των ασφαλιστών της δεν παρείχε σ’ αυτούς δυνατότητα ασκήσεως της αποζημιωτικής αξίωσης κατά των κυρίως εναγομένων στο δικό τους όνομα. Αντιθέτως, μετά την εκχώρηση, η ασφαλισμένη, που κατά το ανεκχώρητο μέρος της επίδικης απαίτησής της ενεργεί εξ ιδίου δικαίου, νομιμοποιείται ως προς το εκχωρηθέν μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της δίκης ως μη δικαιούχος διάδικος, χωρίς να μπορεί να προταθεί εναντίον της έλλειψη νομιμοποιήσεως. Διατηρούσε δε και μετά την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης και εξακολουθεί να διατηρεί έννομο συμφέρον προς διεξαγωγή της δίκης, ενόψει της προαναφερθείσας υποχρεώσεώς της προς απόδοση κατά το αγγλικό δίκαιο των ωφελειών της στους ασφαλιστές της, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η κάλυψη της ζημίας της από την αδικοπραξία κατά το εισπραχθέν ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης και χωρίς να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής ο περιορισμός της αρχικής απαίτησής της στο ανεκχώρητο μέρος της. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι κυρίως εφεσίβλητοι για να θεμελιώσουν αίτημα ανακλήσεως της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 656/2014 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Γ] Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδαφ. β και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος, που μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη (ΑΠ 1849/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράνομη είναι καταρχάς η παράβαση ορισμένης διατάξεως ουσιαστικού νόμου που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ 914/2005, Δνη 2005/1468), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε με θετική ενέργεια που αντίκειται σε απαγορευτικό κανόνα δικαίου είτε σε παράλειψη ορισμένης τέτοιας ενέργειας που επιβάλλεται από έναν επιτακτικό κανόνα δικαίου (Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Ι, 2012, § 83.2.1, αρ. 1, σελ. 476). Βέβαια, για την κατάφαση παρανομίας δεν απαιτείται πάντοτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της ζημιογόνου συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας πρόσφορων προς αποφυγή προκλήσεως βλάβης σε έννομα αγαθά τρίτων κοινωνών του δικαίου (ΑΠ 345/2017, ΑΠ 1807/2017, ΑΠ 93/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, καθαυτή παράνομη και εν ταυτώ πληρούσα τον πρώτο από τους προαναφερθέντες νόμιμους όρους παραγωγής αδικοπρακτικής ευθύνης, είναι πάντοτε, ακόμα δηλαδή και όταν είναι αποτέλεσμα επιμελούς συμπεριφοράς, η προσβολή απολύτου δικαιώματος, επειδή ενέχει εναντίωση προς την αποκλειστική εξουσία που το δικαίωμα αυτό παρέχει στο δικαιούχο (ΕφΑθ. 4351/2002, Δνη 2003/200). Απόλυτο είναι και το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας (ΑΠ 1110/1996, Δνη 1997/1045, ΑΠ 693/1995, Δνη 1997/1131 = ΕΕΝ 1996/592, ΑΠ 45/1990, Δνη 1990/1257 = ΕΕΝ 1990/581), το υποκείμενο του οποίου κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας (ΕφΘεσ. 548/1999, Δνη 1999/1398, ΕφΘεσ. 1087/1981, Αρμ. 1982/16) είναι ο αμέσως ζημιούμενος από την αδικοπραξία και ο δικαιούχος της αποζημιώσεως (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 61, αρ. 2, σελ. 670, Ι. Καράκωστας, Το δίκιο των αδικοπραξιών, 2014, σελ. 82). Έτσι, η καταστροφή ή η βλάβη ξένου πράγματος αποτελεί παράνομη πράξη, επειδή αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 17 Σ, 973, 1000 και 1097 ΑΚ (ΕφΠατρ. 413/2009, ΑχΝομ. 2010/63, ΕφΠειρ. 664/2002, Δνη 2003/203). Αν δε η βλαπτική επενέργεια στο υλικό αντικείμενο της ξένης ιδιοκτησίας είναι και υπαίτια, οφειλόμενη σε αμέλεια, δικαιούται ο κύριος που ζημιώνεται να στραφεί κατά του υπαιτίου και να ζητήσει αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΠ 678/1998, ΝοΒ 1999/1416, ΕφΠατρ. 695/2008, ΑχΝομ. 2009/698) και τούτο ανεξαρτήτως αν στο πράγμα επενέργησε πρόσωπο που είχε δικαίωμα επεμβάσεως σ’ αυτό (λ.χ. προς επισκευή του) δυνάμει συμβάσεως (λ.χ. έργου) που συνήψε με τον κύριο (και εργοδότη), αφού, τότε, η υπαίτια και ζημιογόνος συμπεριφορά δε συνιστά μόνον πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης ούτε απλή αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργολάβου, που άλλως θα παρήγαγε αποκλειστικώς ενδοσυμβατική, δευτερογενή, ευθύνη προς αποζημίωση (ΑΠ 212/2000, ΕΔΠ 2000/258 = Δνη 2000/758) αλλά και (αστικό) αδίκημα καθαυτή, ως προσβάλλουσα απόλυτο δικαίωμα του παθόντος (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 1974/505, ΑΠ 1801/2014, Ε7 2015/414 = ΕΕμπΔ 2015/361 = ΧρΙΔ 2015/270 = ΕπισκΕΔ 2014/487, ΑΠ 1527/2013, ΧρΙΔ 2014/281, ΑΠ 737/2011, ΕΕμπΔ 2011/817 = ΧρΙΔ 2012/116 = ΝοΒ 2012/537 = Δνη 2012/733, ΑΠ 347/2010, ΕΕμπΔ 2010/947 = ΧρηΔικ 2010/243 = ΝοΒ 2010/2247, ΑΠ 1190/2007, ΔΕΕ 2008/88), αφού θα ήταν παράνομη ακόμα και αν δεν προϋπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ παθόντος και δράστη. Αν μάλιστα η ίδια πράξη (φθορά ξένου πράγματος) τελείται με πρόθεση (δόλο, έστω και ενδεχόμενο) συνιστά και το ομώνυμο ποινικό αδίκημα κατά τα άρθρα 26 § 1 εδαφ. α, 27 § 1 και 381 § 1 του ΠΚ (ΕφΙωαν. 102/2008, ΑρχΝ 2009/101), αποτελώντας τότε αδικοπραξία και για το λόγο αυτό (ΑΠ 709/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, επειδή το απόλυτο δικαίωμα αντιτάσσεται κατά παντός τρίτου (ΑΠ 1801/2001, Δνη 2002/1350), που οφείλει να το σεβαστεί, για την παραγωγή αδικοπρακτικής ευθύνης σε περίπτωση προσβολής του είναι αδιάφορο το πρόσωπο του προσβολέα, το οποίο έννομη σημασία αποκτά μόνον επί προσβολής ενοχικού δικαιώματος, του οποίου, ως σχετικού, προσβολή νοείται αποκλειστικώς από τον οφειλέτη, τον μόνο δηλαδή που υποχρεούται να το σέβεται (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 15 IV, αρ. 36, σελ. 797). Αντιθέτως, η προστασία του δικαιούχου απολύτου δικαιώματος είναι και αυτή απόλυτη, δηλαδή παρέχεται από το νόμο έναντι οποιουδήποτε το προσβάλλει, αφού η απαγόρευση βλαπτικών επεμβάσεων στην εμπράγματη σφαίρα του προσώπου είναι γενική (Γ. Λαδογιάννης, Η παραβίαση της σύμβασης ως αδικοπραξία – Θεωρητικός προβληματισμός και νομολογιακές τάσεις, σε ΧρΙΔ 2017/565 – 572 [567], Κ. Χριστοδούλου, Η τάση για διεύρυνση του παρανόμου και οι πρακτικές επιπτώσεις της στο ελληνικό σύστημα ευθύνης, σε Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, τόμος V, 2003, σελ. 4257 – 4302 [4278]). Για δε τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής αξίωσης του ζημιωθέντος στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαία η καταφυγή στην παραβίαση εκ μέρους του ζημιώσαντος των υποχρεώσεών του πρόνοιας και ασφάλειας των τρίτων, η επίκληση της οποίας αποσκοπεί στη διεύρυνση της έννοιας του παρανόμου όταν δεν διαπιστώνεται παράβαση ειδικού κανόνα δικαίου, απαγορευτικού της βλαπτικής συμπεριφοράς ή επιτάσσοντος την προστασία του αντικειμένου της βλάβης (Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος IV, 1982, άρθρο 914, αρ. 21, σελ. 700). Όταν η υπαίτια συμπεριφορά του οφειλέτη συνιστά ταυτόχρονα και αστικό αδίκημα, η αξίωση του ζημιωθέντος, στο πρόσωπο του οποίου συμπίπτουν οι ιδιότητες τόσον του κυρίου του πράγματος όσον και του συμβατικού δανειστή, κατατείνει σε μία μόνον παροχή, την αποζημίωσή του, πρωτογενώς μεν από την αδικοπραξία και δευτερογενώς από την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης. Στην ίδια αυτή περίπτωση, κατά την πρόσφατη νομολογία του Ακυρωτικού (ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1276/2015, ΧρΙΔ 2016/54, ΑΠ 1277/2015, Ε7 2016/699, ΑΠ 1596/2014, ΧρΙΔ 2015/185, βλ. και Απ. Γεωργιάδη, Συρροή αξιώσεων και συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης: Ένας απολογισμός, σε ΧρΙΔ 2016/3 επομ., Π. Παναγιώτου, Νομικά ζητήματα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης και τη συρροή αξιώσεων στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Σε Δνη 2013/657 επομ.), πρόκειται για μία ενιαία αξίωση με διπλή όμως νομική θεμελίωση, ενδοσυμβατική και εξωσυμβατική, δηλαδή περί συρροής περισσοτέρων νομίμων βάσεων της αυτής ενιαίας αξιώσεως και ο δανειστής κατά τη δικαστική άσκησή της δικαιούται με ρητή δήλωση στο δικόγραφο της αγωγής του να στηρίξει το αποζημιωτικό αίτημά του σε μία, οποιαδήποτε, από τις βάσεις αυτές, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τόσον το αντικείμενο της δίκης (άρθρα 106 και 324 ΚΠολΔ), όσον και τον δικαστικό έλεγχο, που αναγκαία θα επεκταθεί μόνο στην έρευνα της συνδρομής των γεγονότων που θεμελιώνουν τη [μοναδική] νομική βάση της αγωγής, ακόμα και αν στο δικόγραφό της περιλαμβάνονται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ενιαία αξίωση του ενάγοντος στην έτερη, πλην μη επιλεγείσα, νομική της βάση (ΑΠ 1181/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 16, σελ. 305, Σπ. Τσαντίνης, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία – Αντικειμενικά όρια ιδίως επί συρροής αξιώσεων, 2016, § 5, σελ. 200). Την ίδια πολλαπλώς θεμελιούμενη αποζημιωτική αξίωση έχει ο κύριος του πράγματος που εβλάβη ή καταστράφηκε από πταίσμα του οφειλέτη κατά την εκπλήρωση της κύριας, πρωτογενούς, συμβατικής παροχής του, ακόμα και αν αυτός  [ζημιωθείς] δεν είναι ο συμβατικός δανειστής, δηλαδή ο αντισυμβληθείς του ζημιώσαντος οφειλέτη αλλά τρίτος έναντι του συμβατικού δεσμού, επειδή η ζημία επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο η κυριότητα του πράγματος είχε, μετά την εκτέλεση της σύμβασης, περιέλθει παραγώγως σ’ αυτόν με αγορά από τον προηγούμενο κύριο (και συμβληθέντα), χωρίς, όμως, ταυτόχρονη εκχώρηση στο ζημιωθέντα των συμβατικών αξιώσεων του πωλητή κατά του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, κατ’ απόκλιση από την αρχή της σχετικότητάς της, γίνεται δεκτό ότι διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της ενοχής και η δευτερογενής αξίωση προς αποζημίωση λόγω της βλάβης στο πράγμα ανήκει πλέον στο νέο κύριό του, στον οποίο έχει μεταφερθεί η οικονομική αξία της πρωτογενούς παροχής του οφειλέτη. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 288), κατά την οποία δεν είναι ανεκτή η απαλλαγή του υπαίτιου οφειλέτη από τις συμβατικές υποχρεώσεις του και επιβεβαιώνεται από ειδικότερες ρυθμίσεις του ΑΚ (άρθρα 716 § 2 και 825 § 2), χωρίς να  καθίσταται δυσμενέστερη η θέση του τελευταίου, ο οποίος εξακολουθεί να οφείλει σε έναν μόνο δανειστή (περί της αποκαταστάσεως της ζημίας που τρίτος υφίσταται από την παραβίαση της κύριας υποχρέωσης παροχής του συμβατικού οφειλέτη βλ. Μ. Σταθόπουλο, ο.π., § 4. 3, αρ. 56 – 61, σελ. 166 – 171, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 3, 2 στ, αρ. 43 – 44, σελ. 43 – 44, Α. Παπαδημητρόπουλο, Ενοχή με προστατευτική τριτενέργεια [ΕΠΤ] – Η νεώτερη εξέλιξη του θεσμού στη Γερμανία και προοπτικές για το ελληνικό δίκαιο, σε ΧρΙΔ 2005/305 – 316 [307], Α. Καραμπατζό, σημείωμα σε ΔΕΕ 2010/480 – 484, Ε. Νεζερίτη, ενημερωτικό σημείωμα σε ΧρΙΔ 2010/99, Π. Κορνηλάκη, παρατηρήσεις σε Αρμ. 1982/17 επομ., Α. Λιτζερόπουλο, ΕρμΑΚ, άρθρ. 298, αρ. 64 – 75, βλ. και Π. Φίλιο, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2011, § 208, σελ. 382, Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 2007, σελ. 35, πρβλ ΑΠ 930/2009, ΕπισκΕΔ 2010/108 = ΧρΙΔ 2010/97 = ΔΕΕ 2010/477, που αφορά το συγγενές μόρφωμα της σύμβασης με προστατευτική ενέργεια τρίτου). Το ότι όμως ο εκτός συμβατικού δεσμού προσβληθείς σε απόλυτο δικαίωμά του νέος κύριος του πράγματος δύναται να θεμελιώσει την αποζημιωτική αξίωσή του και στη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του ζημιώσαντος δεν αναιρεί τη νόμιμη ευχέρειά του να επιλέξει για την αποκατάσταση της ζημίας του τις διατάξεις των άρθρων 914 επομ. ΑΚ, η δε επιλογή του αυτή, απόρροια της ισχύος της αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) είναι δεσμευτική για το επιλαμβανόμενο δικαστήριο, ανεξαρτήτως μάλιστα του ότι, από δικονομική άποψη, είναι διττώς δυσμενέστερη για τον ενάγοντα, αφού τον υποχρεώνει σε απόδειξη, πρώτον, του πταίσματος του εναγομένου, που άλλως θα τεκμαιρόταν κατά το σύστημα της νόθου αντικειμενικής ευθύνης που ο ΑΚ στο άρθρο 336 εδαφ. α καθιερώνει για την ενδοσυμβατική ευθύνη και, δεύτερον, αν η επικαλούμενη ζημία προκλήθηκε από πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως του εναγομένου, της σχέσης εξαρτήσεως μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, όπως αντιθέτως δεν απαιτείται κατ’ άρθρο 334 ΑΚ.

Εν προκειμένω, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής επί της οποίας η εκκαλουμένη εκδόθηκε προκύπτει ότι δι’ αυτής η ενάγουσα επεδίωξε την καταδίκη των εναγομένων σε αποζημίωσή της, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη λόγω της συμπεριφοράς των προστηθέντων της πρώτης των εναγομένων τεχνικής εταιρίας, οι οποίοι κατά τη διαδικασία της γενικής επισκευής τους, που τους είχε ανατεθεί με σύμβαση έργου από την τότε πλοιοκτήτριά του, προκάλεσαν την καταστροφή της αριστερής και φθορές στις λοιπές δύο [2] από τις κύριες μηχανές του Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου W, το οποίο περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας με αγορά από την κατονομαζόμενη δικαιοπάροχό της μετά την ολοκλήρωση των εργασιών γενικής επισκευής των μηχανών του και την παράδοσή τους σ’ εκείνην. Προς θεμελίωση της αξιώσεώς της επικαλέστηκε η ενάγουσα παρανομία των εναγομένων, συνιστάμενη, στην προσβολή της κυριότητάς της στα εν λόγω πράγματα της ιδιοκτησίας της, που αποτέλεσαν και το υλικό αντικείμενο της εργολαβικής συμβάσεως (σελ. 52 της αγωγής) και, επιπλέον, στην παράβαση εκ μέρους των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης των κανόνων επιμέλειας που πρέπει να τηρούνται κατά την ενάσκηση της ενέχουσας επικινδυνότητα επαγγελματικής δραστηριότητάς της προς αποφυγή βλάβης εννόμων αγαθών τρίτων προσώπων, όπως η ίδια που θα αποκτούσε το πλοίο (σελ. 53 – 54 της αγωγής), ακόμα δε και άλλων, που απλώς θα το χρησιμοποιούσαν ως μέσο μεταφοράς τους (σελ. 57 της αγωγής). Ως προς δε την υπαιτιότητα των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα τους απέδωσε «βαρύτατη ενσυνείδητη αμέλεια άλλως ενδεχόμενο δόλο» (σελ. 54 της αγωγής). Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι η επίμαχη αποζημιωτική αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται αποκλειστικά στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επομ. ΑΚ, τις όποιες άλλωστε και ρητά αυτή επικαλέστηκε (σελ. 52 της αγωγής), ειδικώς δε για την ευθύνη του δευτέρου εναγομένου ρητή είναι επίσης η επίκληση της διατάξεως του άρθρου 922 του ιδίου Κώδικα. Με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα περιόρισε το αντικείμενο της δίκης μόνο στην εξωσυμβατική νομική θεμελίωση της αξιώσεώς της, κατ’ ενάσκηση της δικονομικής ευχέρειας που κατά τα προαναφερθέντα διέθετε. Μάλιστα, η επίκληση της παραβάσεως εκ μέρους των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης των κανόνων επιμέλειας και προστασίας των εννόμων αγαθών τρίτων προσώπων κατ’ ουδέν συνέβαλε στη θεμελίωση της παρανομίας ως όρου παραγωγής της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων, για την οποία ήταν αρκετή η επίκληση της προσβολής του απολύτου δικαιώματος της κυριότητάς της επί των ενδίκων προωστήριων μηχανών του πλοίου της. Η επίκληση της παραβίασης των ίδιων κανόνων, που συνιστά ταυτόχρονα και παραβίαση των παρεπόμενων και εκ της καλής πίστεως εκπορευόμενων συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, δεν θα βελτίωνε το νομικό ισχυρισμό της ενάγουσας ούτε και αν αυτή ενήγαγε με βάση την ενδοσυμβατική θεμελίωση της αξιώσεώς της, όπως θα μπορούσε, αφού αξίωση προς αποζημίωση θα είχε τότε ως τρίτη όχι λόγω της παραβίασης αυτών αλλά συνεπεία της πλημμελούς εκπλήρωσης της κύριας συμβατικής παροχής της πρώτης εναγομένης με αντικείμενο την επισκευή των επίμαχων μηχανών. Θα σημειωθεί ακόμη και ότι η αγωγική αναφορά στον κίνδυνο βλάβης τρίτων, πέραν της ενάγουσας, μεταφερομένων με το πλοίο προσώπων, που ανέκυψε λόγω της πλημμελούς επισκευής των μηχανών του, δεν ασκούσε έννομη επιρροή, δεδομένου ότι ούτε μνεία επελεύσεως ζημίας στα τρίτα αυτά πρόσωπα έγινε ούτε ο κίνδυνος αυτός συνδέθηκε αιτιωδώς με την συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, της οποίας η αποκατάσταση ζητήθηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του διέγνωσε μεν ότι με την αγωγή ασκείται αποκλειστικώς αδικοπρακτική αξίωση της ενάγουσας, θεώρησε όμως ότι το επικαλούμενο πταίσμα που επέφερε τη ζημία συνίστατο στην τεχνικώς εσφαλμένη επανασυναρμολόγηση των μηχανών του πλοίου μετά την επισκευή τους και, με την παραδοχή ότι η πλημμέλεια αυτή ανέκυψε κατά την εκπλήρωση της εργολαβικής σύμβασης που η πρώτη εναγόμενη όφειλε δια των προστηθέντων της να εκτελέσει προσηκόντως, απέρριψε ως προς αυτήν την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, δεχόμενο κατ’ ουσίαν ότι η επικαλούμενη παρανομία αποτελούσε απλώς αντισυμβατική συμπεριφορά. Η κρίση του αυτή ήταν εσφαλμένη, επειδή παρέβλεψε ότι το υλικό αντικείμενο της εργολαβικής συμβάσεως που εκτελέστηκε πλημμελώς ήταν περισσότερα πράγματα, που κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία της ενάγουσας, της οποίας προσβλήθηκε το απόλυτο δικαίωμα κυριότητάς τους, η προσβολή δε αυτή είναι πάντοτε παράνομη και, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του άρθρου 914 ΑΚ παράγει αξίωση αποζημιώσεως του ζημιωθέντος κυρίου, χωρίς να αναιρείται η δυνατότητα εφαρμογής των περί αδικοπραξιών διατάξεων ακόμα και αν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, όπως και εν προκειμένω υπό τα επικαλούμενα συμβαίνει, δεδομένου ότι το ζημιογόνο γεγονός είναι τότε ανεξάρτητο από την υφιστάμενη συμβατική υποχρέωση, μιας και το δικαίωμα που προσβλήθηκε αντιτάσσεται κατά παντός, χωρίς μάλιστα να ασκεί επιρροή, όπως εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέλαβε, το ότι το επίδικο [απόλυτο] δικαίωμα δεν θα μπορούσε πράγματι να προσβληθεί εκτός των πλαισίων της εργολαβικής συμβάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή ο εργολάβος δεν θα είχε δυνατότητα επεμβάσεως στο ξένο πράγμα και τούτο επειδή το κρίσιμο για την κατάφαση αδικοπρακτικής ευθύνης ζήτημα είναι το αν η προσβολή του θα εξακολουθούσε να είναι παράνομη και αφαιρουμένου του συμβατικού δεσμού. Το παρόν Δικαστήριο στο αμέσως προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο της αντιδικίας διέγνωσε το σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, στο οποίο η πρωτοβάθμια κρίση υπέπεσε κατά τη νομική αξιολόγηση του αγωγικού δικογράφου και για το λόγο αυτό σε συνδυασμό με τους λοιπούς αναφερόμενους στην προηγούμενη με αριθμό 656/2014 απόφασή του, που ήδη δεν πλήττονται, λόγους εξαφάνισε την εκκαλουμένη κατά παραδοχή της εφέσεως και, ακολούθως, με μη οριστική διάταξή της έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επομ. ΑΚ και διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, προς συμπλήρωση των αποδείξεων με σκοπό την πληρέστερη εξέτασή της και από ουσιαστική άποψη. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν η κρίση του Δικαστηρίου τούτου ως προς την εφαρμογή εν προκειμένω των περί αδικοπραξιών διατάξεων και την υπό το πρίσμα αυτών νομιμότητα της αγωγής είναι κατ’ αποτέλεσμα ορθή. Για τη θεμελίωση του παρανόμου, βέβαια, το Δικαστήριο απέβλεψε στην παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας των εννόμων αγαθών των άλλων εκ μέρους των εναγομένων, οι οποίοι φέρονται να παρέλειψαν τη λήψη των αναγκαίων και κατά τους τεχνικούς κανόνες ενδεικνυόμενων προστατευτικών μέτρων προς αποτροπή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μολονότι αυτή ενείχε κινδύνους για απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, διαψεύδοντας έτσι την εμπιστοσύνη των με αυτούς «συναλλασσομένων και των τρίτων ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφάλειας του προϊόντος». Απέβλεψε δηλαδή στη διευρυμένη έννοια του παρανόμου, αν και τούτο δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι η παρανομία εν προκειμένω επαρκώς θεμελιώνεται στην προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας της ενάγουσας. Οι διαφορετικές, όμως, αυτές νομικές παραδοχές της ως άνω εν μέρει οριστικής αποφάσεως, δεν αρκούν για την ανάκληση της αντίστοιχης μη οριστικής διατάξεώς της, αφού αιτιολογίες ως προς τη νομιμότητα της αγωγής αποτελούν πλέον οι της παρούσας οριστικής αποφάσεως, που επιστηρίζουν το ίδιο διατακτικό. Επομένως, το αίτημα των κυρίως εφεσιβλήτων περί ανακλήσεως εκείνης, προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί στη συνέχεια ως μη νόμιμη είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί ακόμη ότι στην κρίση του για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης το Δικαστήριο κατέληξε με την παραδοχή ότι αυτή παρίδε το γεγονός ότι «τα διάδικα μέρη δεν συνδέονταν με συμβατικό δεσμό ούτε η ενάγουσα υπήρξε, με κάποιο τρόπο, διάδοχος της δικαιοπαρόχου της στη συμβατική της σχέση με την πρώτη εναγόμενη με αποτέλεσμα να είναι νομικά απροστάτευτη αναφορικά με την επικαλούμενη ζημία της». Την παραδοχή αυτή μέμφονται οι εφεσίβλητοι επικαλούμενοι ειδικότερα ότι η εκκαλούσα, αν και μη δανείστρια της πρωτογενούς συμβατικής παροχής, διατηρούσε πάντως κατ’ αυτών πέραν της αδικοπρακτικής και τη συμβατική αξίωση προς αποζημίωση, αφενός μεν ως τρίτη ζημιωθείσα, στην οποία είχε μεταφερθεί η οικονομική αξία της κατά το χρόνο επελεύσεως της επικαλούμενης ζημίας της και, αφετέρου, επειδή με σύμβαση που καταρτίστηκε πριν την έναρξη της αντιδικίας και αναγγέλθηκε νομότυπα στην πρώτη εφεσίβλητη είχε καταστεί εκδοχέας του συνόλου των απαιτήσεων της δικαιοπαρόχου της κατ’ αυτής από την πλημμελή εκτέλεση του έργου της γενικής επισκευής των επίμαχων προωστήριων μηχανών, τις οποίες και μόνον αυτές μπορούσε να ασκήσει με την αγωγή της. Όμως, ο ισχυρισμός τους αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, η εκκαλούσα μπορούσε να επικαλεστεί ως παραγωγικό της αξιώσεώς της γεγονός και την παραβίαση της εργολαβικής συμβάσεως. Το επικαλούμενο με την αγωγή πταίσμα των εναγομένων περί την εκπλήρωση της συμβατικής τους υποχρέωσης παρήγαγε όντως αξίωση αποζημιώσεως. Η αξίωση αυτή είτε γεννήθηκε ευθέως υπέρ της ενάγουσας είτε, αν υποτεθούν αληθή τα επικαλούμενα, αποκτήθηκε από αυτήν παραγώγως με εκχώρηση από τη δικαιοπάροχό της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εκκαλούσα δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα υποχρεωμένη να στηρίξει την αποζημιωτική της αξίωση στη συρρέουσα συμβατική της βάση αλλά είχε την δικονομική ευχέρεια επιλογής μόνης της αδικοπρακτικής θεμελιώσεώς της, όπως και έπραξε, χωρίς τούτο να αναιρεί τη νομική βασιμότητα της αγωγής της.

ΙΙΙ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, δύο [2] για την απόδειξη της κύριας αγωγής και, συγκεκριμένα, του ……….., μηχανικού μηχανών θαλάσσης, στον οποίο ανατέθηκε η επισκευή των ενδίκων προωστήριων κινητήρων μετά την επίμαχη βλάβη τους και ο οποίος υπήρξε κατά το παρελθόν μισθωτός της πρώτης εναγομένης, διατηρεί ήδη ανταγωνιστική επιχείρηση επισκευής (συνεργείο) πετρελαιοκινητήρων στον Πειραιά (……..) και είχε εμπλακεί σε αντιδικία μαζί της, που απέληξε στην αστική και ποινική καταδίκη του και του .. ., ναυτικού πραγματογνώμονα, τεχνικού συμβούλου της πλοιοκτήτριας επί μηχανολογικών ζητημάτων, ενός [1] για την ανταπόδειξη και, συγκεκριμένα, του ….., μηχανικού μετεκπαιδευθέντος στον οίκο MTU, εργοδηγού απασχολούμενου από το έτος 1984 στην πρώτη των εναγομένων, που ανέλαβε την επισκευή W6 των ενδίκων μηχανών και μιας [1] για την ανταπόδειξη της παρεμπίπτουσας αγωγής και, συγκεκριμένα, της ……, δικηγόρου, που επιβεβαίωσε το περιεχόμενο έγγραφης γνωμοδότησης που συνέταξε για την κατά το αγγλικό δίκαιο έκταση της ασφαλιστικής καλύψεως της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα επικαλούμενα και σε επίσημο επικυρωμένο αντίγραφο προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις με αριθμούς ……. έξι [6] ένορκες ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… οι τρεις [3] πρώτες και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι λοιπές βεβαιώσεις των α] ……., πτυχιούχου ναυπηγού και επιθεωρητή θαλαμηγών πλοίων, που επιθεώρησε την αριστερή προωστήρια μηχανή του σκάφους W κατ’ εντολή των ασφαλιστών του, β] . …, πρώην τεχνίτη μηχανικού της πρώτης των εναγομένων και στη συνέχεια προϊστάμενου μηχανοστασίου του εν λόγω πλοίου κατά το χρόνο επελεύσεως των ενδίκων βλαβών, γ] ……, πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού, κυβερνήτη της ιδίας θαλαμηγού κατά τον κρίσιμο χρόνο, δ] ……., εργοδηγού στο συνεργείο της «…..», ε] ……., μηχανικού στο ίδιο συνεργείο, που συμμετείχε στην επισκευή των ενδίκων μηχανών και στ] ……., πρώην πρώτου μηχανικού του W, τον οποίο διαδέχθηκε ο ……., που ελήφθησαν με την επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας οι τρεις [3] πρώτες και των κυρίως εναγομένων οι λοιπές μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας (βλ. τις υπ’ αριθμ. 8……. τρεις [3] επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ….. οι δύο [2] πρώτες και της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. η τρίτη), οι οποίες άπασες (μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις)  εκτιμώνται ανάλογα με το βαθμό της γνώσεως και σταθμίζονται κατά το μέτρο της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, από την από 2.6.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ’ αριθμ. 656/2014 εν μέρει οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου ως πραγματογνώμονα . . ., μηχανολόγου μηχανικού του Πανεπιστημίου της Ανκόνα Ιταλίας, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τομέα υλικών, διεργασιών και μηχανολογίας του Τμήματος Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στο γνωστικό αντικείμενο «Μηχανές εσωτερικής καύσεως αντιρρυπαντικής τεχνολογίας» και διδάκτορα μηχανικό του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών της ιδίας ως άνω Πολυτεχνικής Σχολής, από την από 10.2.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την αυτή ως άνω προδικαστική απόφαση ως πραγματογνώμονα ………, διπλωματούχου ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού ΕΜΠ και μέλους του ΤΕΕ με αριθμό μητρώου ……, κατόχου μεταπτυχιακού διπλώματος στη Ναυτική και Θαλάσσια Τεχνολογία και Επιστήμη, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, καθώς και από τις τεχνικές εκθέσεις των …., που διορίστηκαν νομότυπα από την πρώτη των κυρίως εναγομένων και των …….., που διορίστηκαν νομότυπα από την κυρίως ενάγουσα ως τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711), τα οποία (έγγραφα) οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κυρίως ενάγουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «……» τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου W, νηολογίου Πειραιώς με αριθμό νηολογήσεως …, το οποίο απέκτησε κατά κυριότητα από την πρώην ιδιοκτήτρια αυτού (τρίτη – μη διάδικο) εταιρία με την επωνυμία «……» με αγορά για την οποία καταρτίστηκε το από 2.3.2004 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό. Το πλοίο αυτό είναι μια πολυτελής μηχανοκίνητη θαλαμηγός, που κατασκευάστηκε το έτος 1985 στην Ιταλία στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου ….., μήκους τριάντα εννέα μέτρων και δέκα εκατοστών (39,10 μ.), πλάτους οκτώ μέτρων και εξήντα εκατοστών (8,60 μ.) και ολικής χωρητικότητας τριακοσίων εξήντα έξι (366) κόρων, με τέσσερις [4] καμπίνες επιβατών και ισάριθμους κοιτωνίσκους πληρώματος. Το σκάφος είναι εφοδιασμένο με τρεις [3] έλικες, οι οποίες κινούνται από τρεις [3] ταχύστροφους δωδεκαβάλβιδους κινητήρες εσωτερικής καύσεως DIESEL, που κατασκευάστηκαν το έτος 1984 από το γερμανικό εργοστάσιο Motoren und Turbinen Union (MTU), τύπου 396 ΤΒ 93, ισχύος εκάστου χιλίων εξακοσίων εννέα (1.609) ίππων, όσης και η μέγιστη ισχύς του στις χίλιες εννιακόσιες εβδομήντα πέντε (1.975) στροφές ανά πρώτο λεπτό (RPM). Κατά τη λειτουργία εκάστου από τους κινητήρες αυτούς το καύσιμο αναμειγνύεται με αέρα και καίγεται παράγοντας θερμική ενέργεια, μέρος της οποίας μετατρέπεται ακολούθως σε μηχανική ενέργεια, που μεταφέρεται από τον κινητήρα στην αντίστοιχη έλικα. Κύριο δομικό στοιχείο του κινητήρα είναι το σώμα των κυλίνδρων, κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο, στο κάτω μέρος του οποίου βρίσκεται ο στροφαλοθάλαμος και η ελαιολεκάνη, που χρησιμεύει ως δεξαμενή του λιπαντικού ελαίου. Οι δώδεκα [12] κύλινδροι είναι διατεταγμένοι σε σχήμα «V», δηλαδή σε δύο [2] σειρές που οι άξονές τους σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία. Μέσα σε κάθε κύλινδρο παλινδρομεί ευθύγραμμα το αντίστοιχο έμβολο, που είναι κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο και δέχεται την πίεση των καυσαερίων. Το έμβολο στη βάση του συνδέεται με το διωστήρα, που κατασκευάζεται από σφυρήλατο χάλυβα και σκοπό έχει να συμβάλει στη μετατροπή της ευθύγραμμης κίνησης του εμβόλου σε περιστροφική και να την μεταφέρει στο στροφαλοφόρο άξονα και αντίστροφα. Στα άκρα του ο διωστήρας φέρει δύο [2] οπές για να συνδέεται στη μεν κεφαλή του με τον πείρο του εμβόλου στο δε πόδι του με το κομβίο του στροφάλου, και στις οπές αυτές προσαρμόζονται διαιρούμενοι τριβείς, στους οποίους το λιπαντικό υγρό μεταφέρεται μέσω αγωγών στο εσωτερικό του διωστήρα. Το πόδι του διωστήρα, το οποίο σχηματίζει το έδρανο ολισθήσεώς του, είναι πάντοτε διαιρούμενο και αποτελείται από δύο [2] ημικελύφη, το πρώτο από τα οποία συνδέεται με το κάτω άκρο του στελέχους του, δηλαδή της σχήματος «Η» δοκού που συνδέει την κεφαλή του με το πόδι και το δεύτερο περιβάλλει το κομβίο του στροφάλου. Τα ημικελύφη συνδέονται με ειδικούς κοχλίες που συσφίγγονται με συγκεκριμένη ροπή προεντάσεως και μεταξύ τους παρεμβάλλονται ημιτριβείς κατασκευασμένοι από μαλακά μέταλλα. Οι διωστήρες του κινητήρα της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου W είναι διαγώνια διαιρούμενοι (oblique – split) υπό γωνία ως προς τον άξονά τους, με οδόντωση στη διαχωριστική επιφάνεια. Τα δύο (2) τμήματα του διωστήρα συναρμολογούνται με χρήση δύο (2) κοχλιών Μ 20 Χ 1,5 χιλ., συνολικού μήκους ογδόντα πέντε (85) χιλιοστών και φέρουν σπείρωμα μήκους είκοσι πέντε (25) χιλιοστών. Οι κοχλίες αυτοί συγκρατούν και συσφίγγουν το κάτω ήμισυ του εδράνου του διωστήρα, κοχλιούμενοι στο κυρίως σώμα του διωστήρα σε τυφλές οπές. Με τη συνεργασία των διωστήρων η ευθύγραμμη κίνηση των εμβόλων μετατρέπεται σε περιστροφική από το στροφαλοφόρο άξονα, που κατασκευάζεται από υψηλής αντοχής σφυρήλατο ανοξείδωτο χάλυβα, έχει χαρακτηριστικό σπαστό σχήμα και αποτελείται από διαδοχικά τμήματα σχήματος «Π». Αποτελείται από τα κύρια κομβία βάσεως, που στηρίζονται στα έδρανα βάσης της μηχανής και από τα κομβία των διωστήρων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τους βραχίονες. Δύο [2] βραχίονες μαζί με το κομβίο του διωστήρα αποτελούν έναν [1] στρόφαλο, ο συνολικός αριθμός των οποίων ισούται προς τον αριθμό των κυλίνδρων. Οι βραχίονες του στροφαλοφόρου άξονα φέρουν αντίβαρα για τη ζυγοστάθμιση των έκκεντρων μαζών του στροφαλοφόρου και των παλινδρομούντων μαζών του εμβόλου και του διωστήρα. Στα σημεία εδράσεως των περιστρεφόμενων τμημάτων της μηχανής τοποθετούνται για τη μείωση των τριβών κυλινδρικοί μεταλλικοί δακτύλιοι που ονομάζονται τριβείς, που λιπαίνονται συνεχώς με λάδι που συγκρατείται στην περιοχή μεταξύ του τριβέα και του εξαρτήματος στο οποίο αυτός προσαρμόζεται λόγω της ειδικής κατασκευαστικής γεωμετρίας του τριβέα. Τέλος, ο σφόνδυλος είναι ένας χαλύβδινος δίσκος που αυξάνει τη ροπή αδράνειας των περιστρεφόμενων μαζών και φέρει εξωτερική οδόντωση. Είναι προσαρμοσμένος στο άκρο του στροφαλοφόρου άξονα και λόγω της υψηλής αδρανειακής ορμής της μάζας του, που ανθίσταται στις μεταβολές της ταχύτητας περιστροφής του, αναγκάζει το στροφαλοφόρο άξονα να περιστρέφεται με σταθερή ταχύτητα. Εξάλλου, η πρώτη των κυρίως εναγομένων είναι ανώνυμη εταιρία που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της επισκευής μηχανών θαλάσσης του τύπου των ενδίκων και της διανομής στην Ελλάδα γνησίων ανταλλακτικών του ως άνω γερμανικού οίκου, διατηρώντας προς τούτο εξουσιοδοτημένο από αυτόν συνεργείο επισκευής και συντήρησής τους. Ο δεύτερος των κυρίως εναγομένων ………, κάτοχος Διπλώματος στη Ναυπηγική Αρχιτεκτονική από το Πολυτεχνείο του Σάντερλαντ της Αγγλίας, είναι υπάλληλος της εταιρίας αυτής και κατά τα έτη 2002 – 2003 ήταν ο τεχνικός διευθυντής της, απασχολούμενος με την υποβολή προσφορών στους πελάτες της και επιφορτισμένος με την επικοινωνία με τον κατασκευαστικό οίκο (ΜΤU), χωρίς να έχει και την εποπτεία του επισκευαστικού τμήματός της ούτε να εμπλέκεται στην επίβλεψη των εργασιών επισκευής και συντήρησης των μηχανών (βλ. σχετ. την ένορκη βεβαίωση του ……..). Στις 22.11.2002, καθ’ ον χρόνο δηλαδή η πλοιοκτησία του W ανήκε ακόμη στη δικαιοπάροχο της κυρίως ενάγουσας «…….» καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ αυτής και της πρώτης των κυρίως εναγομένων, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε γενική επιθεώρηση, προληπτική συντήρηση και ανακατασκευή όλων των προωστηρίων μηχανών του της βαθμίδας W6, κατά την ορολογία του κατασκευαστή τους και κατά τις προδιαγραφές του, καθώς και να πωλήσει στην εργοδότρια τα ανταλλακτικά που θα χρησιμοποιούσε κατά την επισκευή τους. Κατά το ίδιο εκείνο χρονικό σημείο οι κινητήρες του πλοίου είχαν συμπληρώσει χρονικό διάστημα χρήσεώς τους υπερβαίνον τα δεκαεπτά (17) έτη από της εγκαταστάσεώς τους και συνολικά δύο χιλιάδες εννιακόσιες δώδεκα ώρες (2.912) λειτουργίας. Η επισκευαστική διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί διενεργείται μετά την παρέλευση έξι χιλιάδων ωρών (6.000) λειτουργίας των κινητήρων ή δεκαοκτώ ετών χρήσης τους και αποσκοπεί στην ανανέωση των μηχανών και στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους για χρονικό διάστημα έξι χιλιάδων (6.000) ωρών ακόμα μετά την καθολική επισκευή τους. Επομένως, εν προκειμένω η διαδικασία W6 έπρεπε να εκτελεστεί όχι τόσο λόγω καταπόνησης των κινητήρων όσο λόγω παλαιότητάς τους. Η ίδια διαδικασία περιλαμβάνει, κατά τις προδιαγραφές του κατασκευαστή τους, τρία [3] στάδια και, συγκεκριμένα, της εξάρμοσης και αποσυναρμολόγησης κάθε μηχανής, του σχολαστικού ελέγχου των εξαρτημάτων τους, προκειμένου να εντοπιστούν τα εξ αυτών τυχόν φθαρμένα ή ελαττωματικά, ώστε αυτά μεν να αντικατασταθούν, τα δε υπόλοιπα να ανακτήσουν κατόπιν της ενδεδειγμένης κατεργασίας τους την αρχική τους λειτουργική κατάσταση, μορφή και αντοχή και, τέλος, της επανασυναρμολόγησης των εξαρτημάτων (αντικατασταθέντων και κατεργασθέντων) των πετρελαιομηχανών με καλή σειρά και τάξη, ευθέτηση και σύσφιξη μεταξύ τους, ώστε να αποτελέσουν ξανά ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο. Η επανασυναρμολόγηση γίνεται με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων – ιδιοσυσκευών που προβλέπει ο κατασκευαστής και κατά τη διάρκειά της πρέπει να τηρούνται καθορισμένες από αυτόν διαδικασίες, που αφορούν στους διαδοχικούς ελέγχους, τη σειρά επανατοποθέτησης των εξαρτημάτων, τις ροπές συσφίξεως κλπ. Ειδικότερα, όσον αφορά την επιθεώρηση των διωστήρων, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τις κατασκευαστικές προδιαγραφές τους, πριν από τη συναρμολόγηση κατά τη διαδικασία W6 κάθε διωστήρα πρέπει να πραγματοποιείται έλεγχος των τμημάτων του και να επιθεωρείται η οδόντωση της διαχωριστικής επιφάνειάς τους και η κατάσταση των τυφλών κοχλιοτομημένων οπών. Στη συνέχεια ελέγχονται οι κοχλίες του διωστήρα, προκειμένου να εξακριβωθεί το μήκος τους. Αν διαπιστωθεί ότι αυτό ισούται ή υπολείπεται των ογδόντα πέντε (85) χιλιοστών, το δε σπείρωμά τους δεν έχει υποστεί φθορές οι κοχλίες επανατοποθετούνται στη θέση τους, ενώ στην αντίθετη περίπτωση αντικαθίστανται λόγω της επιμήκυνσής τους (εφελκυσμού). Για την επανατοποθέτηση και τη σύσφιξη των κοχλιών ακολουθείται λεπτομερής διαδικασία, προκαθοριζόμενη από τον κατασκευαστή του κινητήρα, η οποία περιλαμβάνει την επίστρωσή τους με ειδικό λιπαντικό γράσο, τη σύσφιξή τους αρχικώς ιδιοχείρως και ακολούθως με χρήση δυναμόκλειδου, που εξασφαλίζει επίτευξη συγκεκριμένης ροπής (160 + 16 Nm), τη χρήση ειδικού κλειδιού της MTU με ένδειξη μοιρών γωνίας περιστροφής μέχρις ότου επιτευχθεί επιπλέον περιστροφή του κοχλία κατά γωνία 90 + 10° και τον έλεγχο της σύσφιξης με χρήση δυναμόκλειδου προς επίτευξη ροπής σύσφιξης 380 + 20 Νm. Για να διαπιστωθεί η κατάσταση του κινητήρα μετά την επισκευή W6 διενεργείται έλεγχος λειτουργικής συμπεριφοράς καταρχάς εν όρμω, χωρίς εμπλοκή της έλικας και στη συνέχεια, αν δεν υπάρχουν αρνητικές παρατηρήσεις, εν πλω. Κατά τον έλεγχο αυτό ο κινητήρας πιέζεται σταδιακά έως τη μέγιστη ταχύτητα περιστροφής του, προκειμένου να αξιολογηθεί η λειτουργική του απόδοση. Αν δεν υπάρξουν παρατηρήσεις ο κινητήρας αποδίδεται στο χρήστη του και υπόκειται σε επανέλεγχο μετά από την παρέλευση των πρώτων πενήντα [50] ωρών λειτουργίας του μετά τη συντήρηση W6, κατά τον οποίο ελέγχονται οι αντλίες των ψυκτικών υγρών, λαμβάνονται δείγματα λιπαντικών ελαίων, προς εντοπισμό ρινισμάτων, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φθορές στα κινούμενα μέρη του κινητήρα και εξετάζονται οι κοχλίες έδρασής του για την αποφυγή εμφάνισης κραδασμών κατά τη λειτουργία του. Στη συνέχεια και μέχρι την επόμενη ανακατασκευή του κινητήρα (διαδικασία W6) προβλέπεται η διενέργεια επανειλημμένων προληπτικών ελέγχων. Αρχικώς, εντός δώδεκα [12] μηνών λειτουργίας, πραγματοποιούνται επανέλεγχοι κατανεμημένοι, πάντα κατά τις κατασκευαστικές προδιαγραφές των κινητήρων MTU, σε τρεις [3] βαθμίδες, με την κωδική ονομασία W1, W2 και W3, οι οποίες δεν απαιτούν εξάρμοση τμημάτων της μηχανής. Κατά τη βαθμίδα W1, ελέγχονται καθημερινώς από το μηχανικό του πλοίου οι παράμετροι λειτουργίας του κινητήρα και δίδεται έμφαση στα συστήματα ψύξης και λίπανσης, ενώ ελέγχονται ασυνήθιστοι θόρυβοι και κραδασμοί, που μπορεί να έχουν σχέση με τη έδρασή του. Κατά τις βαθμίδες W2 και W3, στις εκατόν πενήντα [150] ώρες λειτουργίας ή στο εξάμηνο από την προηγούμενη W6 και στις τριακόσιες [300] ώρες λειτουργίας ή με τη συμπλήρωση έτους από αυτήν, αντίστοιχα, ελέγχονται και πάλι η ορθή ψύξη και λίπανση του κινητήρα και ανιχνεύονται τυχόν φθορές σε έδρανα, χιτώνια ή στο σύνδεσμο Vulcan. Σημειώνεται εδώ ότι η MTU καλύπτει με την εγγύησή της κάθε ζημία του κινητήρα που ανακύπτει εντός των πρώτων τριακοσίων [300] ωρών λειτουργίας του μετά την επιθεώρηση W6, αν αυτή εκτελέστηκε από εξουσιοδοτημένο συνεργείο της (σημειώνεται ότι στην περίληψη της τεχνικής εκθέσεως των ……….., περί της οποίας θα γίνει λόγος πιο κάτω, αναφέρεται ότι την ίδια εγγύηση παρείχε η επισκευάστρια εταιρία και όχι η κατασκευάστρια του κινητήρα). Με τη συμπλήρωση χιλίων πεντακοσίων (1.500) ωρών λειτουργίας ή δύο [2] ετών χρήσης διενεργείται έλεγχος της βαθμίδας W4, χωρίς αποσυναρμολόγηση της μηχανής, ενώ ο έλεγχος της επόμενης βαθμίδας [W5] ακολουθεί με τη συμπλήρωση τριών χιλιάδων (3.000) ωρών λειτουργίας ή έξι [6] ετών χρήσης του κινητήρα και αποτελεί συστηματική συντήρηση της μηχανής, που απαιτεί τη μερική, τουλάχιστον, αποσυναρμολόγησή της. Εν προκειμένω, οι εργασίες της βαθμίδας W6 άρχισαν στις 28.11.2002 και ολοκληρώθηκαν στις 30.6.2003 από τεχνίτες της εργολάβου εταιρίας. Ακολούθησαν δοκιμές «προκυμαίας» των κινητήρων, κατά τις οποίες παρατηρήθηκε δυσλειτουργία της αντλίας υψηλής πίεσης πετρελαίου της μεσαίας μηχανής, για την οποία έγιναν ενέργειες αποκαταστάσεως και, στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν δοκιμές θαλάσσης, που ολοκληρώθηκαν χωρίς παρατηρήσεις. Μέχρι τις 14.8.2003 το πλοίο επιθεωρήθηκε από τον εκπρόσωπο του αγγλικού νηογνώμονα που το παρακολουθούσε (Lloyd’s Register of Shipping [LRS]) ………, ο οποίος αφού έλεγξε μεταξύ άλλων και την κατάσταση των μηχανών του, όπως και των τελικών αξόνων των τριών [3] κινητήρων του διατήρησε την κλάση του πλοίου χωρίς ειδικούς όρους και κατόπιν το πλοίο επανέλαβε τους πλόες του μεταξύ ελληνικών νησιών αλλά και στη Μεσόγειο Θάλασσα. Νέα επιθεώρηση από τον LRS πραγματοποιήθηκε μετά την αλλαγή της πλοιοκτησίας του σκάφους στις 4.3.2004, χωρίς να μεταβληθεί η κλάση του και χωρίς καμία παρατήρηση ως προς την κατάσταση των κινητήρων του. Στις 29.3.2004 κατά τη διάρκεια πλου μεταξύ ιταλικών λιμένων παρουσιάστηκε βλάβη στη δεξιά κύρια μηχανή, όταν ένα πτερύγιο του στηρίγματος του φίλτρου αέρα εισαγωγής του κεντρικού υπερπληρωτή (turbo changer) αποκόπηκε και αναρροφήθηκε στο εσωτερικό του αεροσυμπιεστή, με αποτέλεσμα την πρόκληση σ’ αυτόν μη επισκευάσιμης ζημίας, για την ανόρθωση της οποίας από εξουσιοδοτημένο συνεργείο της MTU στο Viarezzio της Ιταλίας απαιτήθηκαν εργασίες σημαντικής δαπάνης και, συγκεκριμένα, ύψους ενενήντα δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και πέντε λεπτών (92.386,05 €). Για την αποκατάσταση της ζημίας αυτής, που δεν είναι επίδικη, η κυρίως ενάγουσα επιφυλάχθηκε με την ένδικη αγωγή της να στραφεί κατά της πρώτης των κυρίως εναγομένων αλλά μέχρι την παρούσα συζήτηση σχετική αγωγή δεν (επικαλείται ότι) ασκήθηκε. Σημειώνεται ότι η ίδια εκείνη ζημία επιθεωρήθηκε από πραγματογνώμονα των ασφαλιστών της και από τον τότε αρχιμηχανικό της ………, όμως τα πορίσματα των επιθεωρήσεων αυτών, που θα μπορούσαν να καταδείξουν ενδεχόμενες κακοτεχνίες κατά την καθολική ανακατασκευή της μηχανής που προηγήθηκε, δεν προσκομίζονται. Πάντως, στην από 10.2.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ….. αναφέρεται ότι μετά το εν λόγω συμβάν το πλοίο επιθεωρήθηκε εκ νέου από τον LRS και μετά την ολοκλήρωση των επισκευών του η κλάση του διατηρήθηκε αμετάβλητη. Στις 18.7.2004 και περί ώρα 19:10 και ενώ το πλοίο W έπλεε προς τη Μαρίνα Ζέας προερχόμενο από τον Άγιο Νικόλαο Ύδρας σημειώθηκε αιφνίδια σοβαρή βλάβη στην αριστερή κύρια μηχανή του, συνεπεία της οποίας ο κινητήρας αυτός ακινητοποιήθηκε και το πλοίο αναγκάστηκε να ολοκληρώσει τον πλου με τη χρήση των λοιπών δύο [2] μηχανών του και να καταπλεύσει στον προορισμό του στις 20:20 της ημέρας εκείνης. Κατά την επέλευση της ζημίας αυτής ο συγκεκριμένος κινητήρας είχε συμπληρώσει τριακόσιες μία [301] ώρες λειτουργίας μετά τις εργασίες συντήρησης της βαθμίδας W6 (βλ. την από 26.6.2009 τεχνική έκθεση των ………, σελ. 5) από την ολοκλήρωση των οποίων είχε παρέλθει χρονικό διάστημα υπερβαίνον τους δεκατρείς [13] μήνες. Σημειώνεται ότι στις ώρες λειτουργίας των μηχανών συμπεριλαμβάνεται και το χρονικό διάστημα του δοκιμαστικού τους σταδίου, το οποίο σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή τους είναι εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας (βλ. σχετ. την ένορκη βεβαίωση του ……..). Στο ημερολόγιο γέφυρας (ημερολόγιο μηχανών δεν τηρείτο) ο πλοίαρχος του W περιγράφει το συμβάν της επίμαχης βλάβης ως εξής «… ακούστηκε ένας θόρυβος δυνατός συνοδευόμενος από τράνταγμα από την αριστερή μηχανή. Αμέσως την σταμάτησα και εκείνη τη στιγμή ο Α΄ μηχανικός ήλθε και μου είπε ότι η μηχανή έπαθε μεγάλη ζημιά και θα συνεχίσουμε με τις δύο μέχρι τον προορισμό μας». Στις ένορκες βεβαιώσεις τους ο πλοίαρχος ……. και ο πρώτος μηχανικός …….. διευκρινίζουν ότι στις 19:10 της 18ης.7.2004 ευρισκόμενοι στη γέφυρα του πλοίου, από όπου ήταν εφικτή η παρακολούθηση της λειτουργίας των προωστήριων μηχανών του μέσω του συστήματος τηλεχειρισμού που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό, διαπίστωσαν αρχικώς αυξομείωση των στροφών στο στροφόμετρο του αριστερού κινητήρα και στη συνέχεια σταδιακή μείωση των στροφών του και, ταυτόχρονα, ενδείξεις πτώσης της πίεσης του λιπαντελαίου. Όπως ακολούθως διαπίστωσαν με επιτόπια εξωτερική επιθεώρηση του συγκεκριμένου κινητήρα είχαν θραυστεί το έμβολο και ο διωστήρας του πέμπτου κυλίνδρου της δεξιάς πτέρυγας των κυλίνδρων του, τα θραύσματά τους ήλθαν σε επαφή με άλλα σταθερά και κινητά μέρη του κινητήρα και εκτοξεύθηκαν προκαλώντας ρήξη του σώματος των κυλίνδρων και της ελαιολεκάνης (κάρτερ). Κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.2004 έως 30.7.2004 το πλοίο επιθεωρήθηκε από εκπροσώπους του αγγλικού νηογνώμονα που το παρακολουθούσε [LRS] και των ασφαλιστών του (Underwriting Risk Services Ltd) και αποφασίστηκε η αποσύνδεση του βλαβέντος κινητήρα και η τοποθέτηση στη θέση του της μεσαίας μηχανής, ώστε να καταστεί εφικτή η εξακολούθηση των πλόων του με δύο [2] πλέον μηχανές (την αριστερή και τη δεξιά, που παρέμεινε στη θέση της). Στις 29.7.2004, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αυτές διεξήχθη επιθεώρηση εκ μέρους του LRS και δοκιμαστικός πλους παρουσία εκπροσώπου και του ελληνικού νηογνώμονα, μετά την οποία επιτράπηκαν οι πλόες του σκάφους. Η αποσυνδεθείσα αριστερή κύρια μηχανή μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις του συνεργείου επισκευής ………. στον Πειραιά, με σκοπό την εξάρμοσή της παρουσία των ενδιαφερομένων μερών και τη διερεύνηση των αιτίων που προκάλεσαν τη ζημία. Το πλοίο εξακολούθησε τη λειτουργία του με κίνηση από τις εναπομείνασες δύο (2) μηχανές και πενταμελές πλήρωμα κατά την υπόλοιπη θερινή περίοδο του έτους 2004 και πραγματοποίησε πλόες στις 10.8.2004 με προορισμό το Σαρωνικό με πέντε (5) επιβάτες, στις 19.8.2004 με προορισμό το Ιόνιο με τρεις (3) επιβάτες και στις 30.9.2004 με προορισμό το Σαρωνικό με έξι (6) επιβάτες. Εν τω μεταξύ στις 10.8.2004 πραγματοποιήθηκε μερική αποσυναρμολόγηση του κινητήρα, χωρίς την παρουσία εκπροσώπων της «……..», που αρνήθηκε να μετάσχει αν και είχε κληθεί προς τούτο, η οποία δεν ολοκληρώθηκε, επειδή η φύση των ευρημάτων υπεδείκνυε εσφαλμένη συναρμολόγηση κατά τη διαδικασία W6 που είχε προηγηθεί και για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμη η αποστολή εξώδικης πρόσκλησης στους εκπροσώπους της πρώτης εκ των κυρίως εναγομένων, προκειμένου να μετάσχουν στην επιθεώρηση, ώστε τα ευρήματα αυτά να μη μπορούν να αμφισβητηθούν στο μέλλον. Στις 6.10.2004 η επιθεώρηση εξακολούθησε από το σημείο που διακόπηκε με την παρουσία των μαρτύρων των διαδίκων, δηλαδή του …., που είχε ήδη αναλάβει με σύμβαση με την πλοιοκτήτρια την επισκευή του βλαβέντος κινητήρα, του ……., που ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία «…….» για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και ως τεχνικός σύμβουλός της και του ……., εργοδηγού της πρώτης των κυρίως εναγομένων. Παρόντες ήσαν επίσης ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος, ο ……., πραγματογνώμονας του LRS, ο ……., ανεξάρτητος ναυτικός επιθεωρητής, ο ……., πρώτος μηχανικός του W και ο ….. ως εκπρόσωπος των ασφαλιστών του. Κατά την επιθεώρηση αυτή διαπιστώθηκε ότι η αριστερή κύρια μηχανή του σκάφους αυτού είχε υποστεί τις ακόλουθες ζημίες: 1] Ο στροφαλοθάλαμος (ο στροφαλοθάλαμος και το σώμα [block] των κυλίνδρων είναι ενιαίας κατασκευής, δηλαδή αποτελούν ένα [1] στοιχείο ή τεμάχιο) είχε θραυσθεί και έφερε ράγισμα στην περιοχή του κυλίνδρου Νο 5. Στην αριστερή πλευρά του κορμού της μηχανής υπήρχε τρύπα από τη θραύση, διαστάσεων περίπου 200 X 80 χιλ και ένα ράγισμα μήκους 270 χιλ, που το άνοιγμά του ήταν 12 χιλ. Το ράγισμα αυτό είχε δημιουργηθεί στο σημείο που εδράζεται ο Νο 6 τριβέας βάσεως του στροφαλοφόρου άξονα. Στη δεξιά πλευρά του στροφαλοθαλάμου υπήρχε τρύπα από τη θραύση, διαστάσεων περίπου 400 X 80 χιλ. Υπήρχε επίσης θραύση ενός μπρακέτου που συγκρατεί το δυναμό της μηχανής. Στην ιδία πλευρά και περιοχή διαπιστώθηκε κάθετο ράγισμα, το οποίο εκτεινόταν από την τρύπα του στροφαλοθαλάμου προς τους κυλίνδρους, μήκους 170 χιλ. 2] Στην περιοχή του κυλίνδρου Νο 5, ο οχετός (σωλήνας) διανομής ελαίου λιπάνσεως, η βάση των προφυσίων ελαίου ψύξεως των εμβόλων και αμφότερα τα προφύσια είχαν θραυσθεί. 3] Στην περιοχή του κυλίνδρου Νο 4 και οι δύο (2) κοχλίες της βάσεως των προφυσίων ελαίου ψύξεως των εμβόλων ήταν σπασμένοι και η βάση μετά των προφυσίων είχε απομακρυνθεί από τη θέση της. 4] Ο στροφαλοφόρος άξονας, ο οποίος έχει αριθμό κατασκευής KRUPP 301/888780, μετρήθηκε και βρέθηκε στρεβλωμένος. Η μεγίστη κάμψη βρέθηκε στο Νο5 κομβίο βάσεως και ήταν 0,90 χιλ. Στο κομβίο Νο 6 ήταν 0,80 χιλ και στο Νο 4 ήταν 0,70 χιλ. 5] Το κομβίο του στροφάλου Νο 5 βρέθηκε κτυπημένο με βαθιές αυλακώσεις και εκδορές. Έφερε επίσης ραγίσματα στην επιφάνεια του. Μετρήθηκε η διάμετρος του κομβίου και βρέθηκε 103,65 χιλ , ενώ τα υπόλοιπα κομβία βρέθηκαν να έχουν διάμετρο 104,96 χιλ, που είναι και η αρχική διάμετρος. Οι κιθάρες (παρειές) του στροφάλου στην περιοχή του κυλίνδρου Νο 5 έφεραν κτυπήματα. 6] Το κομβίο Νο 6 έφερε ξυσίματα. 7] Οι τριβείς βάσεως του στροφαλοφόρου των κυλίνδρων Νο 1, 5 και 6 έφεραν ξυσίματα (αρπάγματα). 8] Το κάτω ήμισυ του Νο 4 τριβέως βάσεως του στροφαλοφόρου, το οποίο αποτελεί κάλυμμα του τριβέως, βρέθηκε να είναι τοποθετημένο σε αντίθετη θέση από την πρέπουσα, δηλαδή η δεξιά του πλευρά είχε τοποθετηθεί αριστερά. 9] Ο ένσφαιρος τριβέας ώσεως, δηλαδή το ρουλεμάν (το οποίο είναι πιο πρύμα από το 1 Νο 1 τριβέα βάσεως στροφαλοφόρου) στο πρυμναίο μέρος αυτού έφερε στο μέσο στεφάνη στην οποία υπάρχουν περιφερειακά σημάδια στο σημείο που πατάει η φλάντζα του σφονδύλου τύπου Vulcan επ’ αυτού. Τα σημάδια αυτά έχουν δημιουργηθεί από τους κραδασμούς του λασκαρισμένου σφονδύλου/Vulcan. 10] Το αντίβαρο Νο 10 (στο πρωραίο άκρο του Νο 5 κομβίου) είχε εκσφενδονισθεί έξω από την μηχανή, μέσω οπής που δημιουργήθηκε από αυτό στο στροφαλοθάλαμο και είχε βρεθεί στους υδροσυλλέκτες του μηχανοστασίου στη δεξιά πλευρά της μηχανής (εσωτερική πλευρά της μηχανής ως προς το σκάφος). Μια από τις βίδες συσφίξεώς του ήταν σπασμένη στο σημείο που τελειώνει το σπείρωμά της και η άλλη σπασμένη διαγωνίως 2 – 3 εκατοστά πάνω από το σπείρωμα και στρεβλωμένη σε σημείο 40 χιλ κάτω από την κεφαλή της. Το αντίβαρο έφερε πολλά κτυπήματα. 11] Το αντίβαρο Νο 9 βρέθηκε χτυπημένο στο πρωραίο του άκρο και ένα άκρο του είχε ανυψωθεί από το σημείο εδράσεώς του περίπου 3 χιλ και οι δύο (2) βίδες συγκρατήσεώς του ήταν στρεβλωμένες και λασκαρισμένες. 12] Σε όλα τα αντίβαρα είχε σημαδευθεί με κοπίδι «ΔΕ», που σημαίνει ότι αυτά ανήκουν στη δεξιά μηχανή και όχι στην αριστερή. 13] Οι βίδες που σφίγγουν επί του πρυμναίου άκρου του στροφαλοφόρου τον σφόνδυλο/Vulcan, ο οποίος είναι και ελαστικός σύνδεσμος, βρέθηκαν λασκαρισμένες και στρεβλωμένες. Ο πείρος που είναι οδηγός για την εφαρμογή του σφονδύλου/Vulcan, βρέθηκε κομμένος στο σημείο της αρχής του σπειρώματος στο πρυμναίο άκρο της φλάντζας του στροφάλου. Η οπή στο σφόνδυλο/Vulcan, που ταιριάζει στον πείρο είχε φαγωθεί (μεγαλώσει) στη διάμετρο περίπου 0.7 χιλ. Οι οπές των βιδών συσφίξεως του σφονδύλου/Vulcan έφεραν σημάδια φθοράς που αντιστοιχούν τις κορυφές των σπειρωμάτων. Οι επιφάνειες (τα «πρόσωπα») των φλαντζών του σφονδύλου/συνδέσμου Vulcan έφεραν σημάδια που δημιουργήθηκαν από τους κραδασμούς λόγω των λασκαρισμένων βιδών του σφονδύλου/Vulcan. 14] Η ελαιολεκάνη (κάρτερ) βρέθηκε σπασμένη, παραμορφωμένη και έφερε ραγίσματα στην περιοχή του Νο 5 κυλίνδρου. Στη δεξιά πλευρά ένα θραυσμένο κομμάτι είχε εκτοξευθεί, αφήνοντας άνοιγμα 360 X 190 χιλ. Στην αριστερή πλευρά βρέθηκαν δύο (2) ραγίσματα, στο σημείο που εφάπτεται η ελαιολεκάνη επί του στροφαλοθαλάμου, ένα οριζόντιο μήκους 500 χιλ περίπου κι ένα κάθετο μήκους 150 χιλ περίπου. 15] Οι σωλήνες αναρροφήσεως και καταθλίψεως της αντλίας ελαίου λιπάνσεως βρέθηκαν πολύ κτυπημένες και παραμορφωμένες. 16] Η αντλία ελαίου λιπάνσεως βρέθηκε κτυπημένη στο κέλυφος. 17] Ο διωστήρας Α4 έφερε κτυπήματα. Ο τριβέας στο κάτω άκρο αυτού βρέθηκε αρπαγμένος. 18] Ο διωστήρας Α5 ήταν κομμένος στα δύο και πολύ χτυπημένος. Οι κοχλίες του τριβέως του διωστήρα βρέθηκαν στη θέση τους, στο σπασμένο κάτω άκρο του διωστήρα επί του κομβίου Νο 5. Τα μέταλλα του τριβέως στο κάτω άκρο τον διωστήρα βρέθηκαν πολύ κτυπημένα, παραμορφωμένα και ξεχειλωμένα εκτός θέσεώς τους. 19] Το άνω άκρο του διωστήρα, που είναι ο τριβέας του πείρου του εμβόλου, έφερε βαθιά ξυσίματα και βρέθηκε «αρπαγμένο». 20] Ο τριβέας στο κάτω άκρο του διωστήρα Α6 βρέθηκε πολύ «αρπαγμένος». 21] Ο διωστήρας Β4 βρέθηκε με σημάδια από κτυπήματα. Ο τριβέας στο κάτω άκρο αυτού βρέθηκε «αρπαγμένος». 22] Ο διωστήρας Β5 βρέθηκε κομμένος 50 χιλ κάτω από το άνω άκρο του, που είναι η υποδοχή για τον πείρο του εμβόλου. Ήταν επίσης πολύ χτυπημένος, παραμορφωμένος και στρεβλωμένος. Ο τριβέας στο κάτω άκρο του διωστήρα βρέθηκε παραμορφωμένος και οι δύο (2) βίδες συσφίξεως του τριβέα ήταν σπασμένες. Τα μέταλλα του τριβέα ήταν πολύ κτυπημένα, παραμορφωμένα και ξεχειλωμένα προς τα έξω, σε απόσταση από την αρχική τους θέση. Το άνω άκρο του διωστήρα στο σημείο του τριβέα τον πείρου του εμβόλου, βρέθηκε γδαρμένο και «αρπαγμένο». 23] Ο τριβέας στο κάτω άκρο του διωστήρα Β6 βρέθηκε πολύ «αρπαγμένος». 24] Το χιτώνιο του κυλίνδρου Α4 βρέθηκε σπασμένο στο κάτω άκρο του (έλλειπε δε ένα μικρό κομμάτι περίπου 15 χιλ.). 25] Το χιτώνιο του κυλίνδρου Α5 βρέθηκε σπασμένο σε πολλά κομμάτια. 26] Το χιτώνιο του κυλίνδρου Β5 βρέθηκε σπασμένο σε δυο κομμάτια 100 χιλ. και 150 χιλ. έκαστο. 27] Τα σημάδια αναφοράς, ως προς τη σωστή τοποθέτηση των χιτωνίων, δεν αντιστοιχούν στους κυλίνδρους που βρέθηκαν. 28] Τα έμβολα Νο Α1, Α2, Α3, Β1, Β2, Β3 και Β6 βρέθηκαν με γραμμώσεις και βαθιές κάθετες γραμμές στην ποδιά τους (κάτω ήμισυ), που έγιναν από σπασμένα κομμάτια μετάλλου. 29] Τα έμβολα Νο Α4 και Β4 έφεραν ξύσματα και σημάδια από κτυπήματα στο εσωτερικό τους μέρος που έγιναν από θραυσμένα κομμάτια μετάλλου. 30] Η κεφαλή του εμβόλου Νο Α5 βρέθηκε να έχει δύο (2) βίδες συσφίξεώς της κομμένες και τις εναπομένουσες δύο (2) λασκαρισμένες. Η κεφαλή του εμβόλου βρέθηκε χτυπημένη ως επίσης και η ποδιά. Τα ελατήρια βρέθηκαν μπόσικα μέσα στους αύλακες του εμβόλου και σπασμένα. Το έμβολο είχε σπάσει (κοπεί στα δύο) στο σημείο των οπών για τον πείρο του εμβόλου. Ο πείρος του εμβόλου έφερε έντονες γραμμώσεις. 31] Η κεφαλή του εμβόλου Νο Β5 βρέθηκε να έχει λασκαρισμένες και τις τέσσερις (4) βίδες συσφίξεώς της. Το έμβολο ήταν σπασμένο (κόπηκε στα δύο) στο σημείο των οπών για τον πείρο του εμβόλου. Τα ελατήρια του εμβόλου βρέθηκαν μπόσικα στους αύλακες και σπασμένα. Ο πείρος του εμβόλου ήταν πολύ «αρπαγμένος», και 32] το 1/3 των πτερυγίων των ψυγείων αέρος βρέθηκαν χτυπημένα. Μετά το πέρας της επιθεωρήσεως ο επιθεωρητής του LRS ανέλαβε να αποστείλει σε εργαστήριο σκόνη που ελήφθη με τη μέθοδο της απόξεσης από τα έμβολα του κινητήρα, προκειμένου να ελεγχθεί το ενδεχόμενο εισόδου θαλασσινού ύδατος στο θάλαμο καύσεως (όπου παλινδρομούν τα έμβολα εντός του κυλίνδρου), το οποίο στη συνέχεια αποκλείστηκε καθώς ο εργαστηριακός έλεγχος απέβη αρνητικός. Περαιτέρω, οι υπόνοιες κακοτεχνιών εκ μέρους της εργολήπτριας εταιρίας κατά την διενέργεια των εργασιών γενικής επιθεώρησης και ανακατασκευής της αριστερής κύριας μηχανής του ως άνω σκάφους προκάλεσαν στους νομίμους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας την απόφαση να εξαρμόσει και τις δύο (2) άλλες μηχανές του, προκειμένου να  ελεγχθούν προληπτικά για να εντοπιστούν τυχόν ελαττώματα της συναρμολόγησής τους κατ’ απόκλιση από τις πάγιες προδιαγραφές του κατασκευαστή τους, ώστε να αποφευχθούν ενδεχόμενες μελλοντικές εκτεταμένες ζημιές και σ’ αυτές. Η επιθεώρησή τους (και η επακολουθήσασα επισκευή τους κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 έως και το μήνα Μάιο του επομένου έτους 2005) πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του συνεργείου της επιχείρησης ………. του ………. και στα πλαίσια αυτής προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα: Α. Ως προς τη μεσαία κύρια μηχανή Νο 5581261 (Στροφαλοφόρος με αριθμό κατασκευής KRUPP 299/888780): 1. Τα κομβία βάσεως του στροφαλοφόρου και τα κομβία των στροφάλων βρέθηκαν ελαφρώς γδαρμένα, 2. τα μέταλλα των τριβέων βάσεως του στροφαλοφόρου βρέθηκαν γδαρμένα και αρπαγμένα, 3. τα μέταλλα των τριβέων των κομβίων του στροφαλοφόρου (κουζινέτα διωστήρων) βρέθηκαν γδαρμένα και αρπαγμένα, 4. τα χιτώνια βρέθηκαν να φέρουν κάθετα γδαρσίματα και 5. οι ποδιές των εμβόλων βρέθηκαν να φέρουν κάθετα γδαρσίματα και σημάδια από κτυπήματα με μεταλλικό αντικείμενο. Τα σημάδια αυτά είχαν γυαλισθεί με λαδάκωνο και Β. ως προς τη δεξιά κύρια μηχανή Νο 5581260: 1. ο στροφαλοφόρος, ο οποίος φέρει αριθμό κατασκευής KRUPP 305/888780, μετρήθηκε και βρέθηκε στρεβλωμένος. Η μεγίστη στρέβλωση βρέθηκε στο Νο 5 τριβέα βάσεως και είναι 0,05 χιλ., το οποίο δίνει εκκεντρικότητα 0,10  χιλ. 2. Τα κομβία βάσεως του στροφαλοφόρου και τα κομβία βάσεως των στροφάλων βρέθηκαν γδαρμένα. 3. Τα μέταλλα των τριβέων βάσεως του στροφαλοφόρου βρέθηκαν αρπαγμένα. 4. Τα μέταλλα των τριβέων των κομβίων του στροφαλοφόρου (κουζινέτα διωστήρων) βρέθηκαν γδαρμένα και αρπαγμένα. 5. Όλα τα αντίβαρα ήταν σημαδεμένα με σημάδια αριστερής πλευράς (ΑΡ), που σημαίνει ότι αυτός ο στρόφαλος ήταν από την αριστερή μηχανή. 6. Τα χιτώνια βρέθηκαν με κάθετα γδαρσίματα. 7. Οι ποδιές των εμβόλων βρέθηκαν με κάθετα γδαρσίματα και ελαφρά σημάδια από κτυπήματα με μεταλλικό αντικείμενο. Τα σημάδια είχαν γυαλισθεί με λαδάκωνο. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται ειδικά, προκύπτουν άλλωστε και εξ εγγράφων. Σφόδρα αμφισβητούμενη, αντιθέτως, τυγχάνει η αιτία της βλάβης της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου W. Για τον εντοπισμό της αποφασίστηκε σε συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε στις 10.11.2004, των νομίμων εκπροσώπων της κυρίως ενάγουσας εταιρίας με τον εκπρόσωπο των ασφαλιστών τους …….., παρουσία και του τεχνικού συμβούλου των πλοιοκτητών ………, πρώτου μηχανικού του Εμπορικού Ναυτικού, να απευθυνθεί η από αυτόν εκπροσωπούμενη εταιρία «…….» στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) της Αθήνας και να ζητήσει από το Εργαστήριο Ναυπηγικής Τεχνολογίας της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Εκπαιδευτικού αυτού Ιδρύματος τη μεταλλουργική εξέταση εξαρτημάτων του βλαβέντος κινητήρα. Προς το σκοπό αυτό απεστάλησαν εκεί πέντε [5] τεμάχια και, συγκεκριμένα, οι δύο (2) κοχλίες του διωστήρα του εμβόλου Β5, οι δύο (2) κοχλίες του αντίβαρου του Νο 5 στροφάλου, καθώς και ο πείρος του σφονδύλου (dowel pin) του συγκεκριμένου κινητήρα. Ακολούθησε από το ως άνω Εργαστήριο ερευνητική διαδικασία, που περιέλαβε μακροσκοπική και μικροδομική μελέτη των αντικειμένων και φρακτογραφία, τα συμπεράσματα από την οποία καταγράφηκαν στην από μηνός Δεκεμβρίου 2004 και υπό στοιχεία STL – 180 – F – 04 έγγραφη ανάλυση αστοχίας εξαρτημάτων μηχανής (Engine Components Failure Analysis), που συντάχθηκε από τους …….., Καθηγητή ΕΜΠ και ………., διπλωματούχο μηχανολόγο ΕΜΠ. Η έρευνα κατέδειξε ότι η εικόνα της θραυσμένης επιφάνειας του πρώτου κοχλία του διωστήρα του πέμπτου κυλίνδρου της δεξιάς πλευράς κυλίνδρων της αριστερής κύριας μηχανής του W παραπέμπει σε χαρακτηριστικό τύπο αστοχίας από κόπωση, δηλαδή από καταπόνηση προερχόμενη από κυκλική φόρτιση και μακροσκοπικώς εμφανίζεται ως ψαθυρή, χαρακτηριζόμενη από προοδευτική εξάπλωση των ραγισμάτων έως ότου η εγκάρσια τομή μειωθεί σε σημείο που να μην μπορεί να υποστηρίξει περαιτέρω το εφαρμοζόμενο φορτίο, οπότε και επέρχεται ταχεία θραύση. Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι επρόκειτο για θραύση που προέκυψε με πλαστικό τρόπο και ότι το είδος της αστοχίας από κόπωση του κοχλία του διωστήρα οφειλόταν σε εναλλασσόμενη κάμψη. Αντιθέτως, η θραυσμένη επιφάνεια του δεύτερου κοχλία του ιδίου διωστήρα διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζε εικόνα λαιμού εξαιτίας πλαστικής παραμόρφωσης, που προκαλείται όταν ένα ελάσιμο στοιχείο φορτίζεται πέραν του ορίου της ελαστικότητάς του. Στην περίπτωση αυτή η θραύση, συνήθως, οφείλεται σε υπερφόρτιση που σημειώνεται μετά την αστοχία του σχετικού μηχανικού στοιχείου λόγω κόπωσης. Η εν λόγω τεχνική ανάλυση αποδίδει, επομένως, τη θραύση του πρώτου κοχλία σε κόπωσή του από ταλαντώσεις που δημιουργήθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή είτε από ακατάλληλη ροπή σύσφιξης του κοχλία είτε εξαιτίας χαμηλής αντοχής του υλικού από το οποίο κατασκευάστηκε. Για τον δεύτερο κοχλία διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι αστόχησε λόγω υπερφόρτισης, επειδή αδυνατούσε να παραλάβει το φορτίο των σχετικών περιστρεφόμενων μηχανικών στοιχείων και η υπερφόρτιση αυτή προκάλεσε τη δημιουργία λαιμού και πλαστική παραμόρφωσή του. Επόμενο στοιχείο που αστόχησε διαπιστώθηκε ότι ήταν ο κοχλίας του αντίβαρου. Η αστοχία του κρίθηκε ότι οφείλεται σε προοδευτική υπερφόρτιση ακολουθούμενη από καμπτική ή κρουστική διατμητική φόρτιση, η οποία εφαρμόστηκε όταν το αντίβαρο ήλθε σε επαφή με στοιχεία που είχαν ήδη αστοχήσει. Η καμπτική παραμόρφωση που παρατηρήθηκε σε μακροσκοπική κλίμακα οφείλεται σε κρουστική καταπόνηση που εφαρμόστηκε αφότου ο κοχλίας είχε αστοχήσει. Ο δεύτερος κοχλίας του ιδίου αντίβαρου αστόχησε λόγω υπερφόρτισης αφού αδυνατούσε να παραλάβει το φορτίο του περιστρεφόμενου αντίβαρου, ενώ ως προς τον πείρο του σφονδύλου στην ίδια τεχνική ανάλυση σημειώνεται ότι αστόχησε και αυτός από κόπωση, λόγω διαρκούς πολυαξονικής κάμψης (ταλαντωτικά φορτία), που προκλήθηκε από το σύνδεσμο Vulcan. Τέλος, η ανάλυση της μικροδομής των κοχλιών του διωστήρα κατέδειξε ότι αμφότεροι είχαν την ίδια μικροσκληρότητα. Η έκθεση αυτή αξιολογήθηκε σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 22.12.2004 στο συνεργείο της ……. του ………. Μετά τη συνάντηση αυτή ο τελευταίος συνέταξε την από 7.1.2005 τεχνική έκθεσή του, την οποία παρέδωσε στην πλοιοκτήτρια εταιρία και στον τεχνικό της σύμβουλο. Στην έκθεση αυτή αξιολογώντας τα ευρήματα της από 6.10.2004 επιθεώρησης του αριστερού κινητήρα του πλοίου W υποστήριξε ότι «… η μηχανή λειτουργούσε με κραδασμούς, το μέγεθος των οποίων μπορεί και να μην μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το πλήρωμα κατά την λειτουργία των μηχανών…», καθώς και ότι η εσφαλμένη τοποθέτηση αφενός μεν του καλύμματος του Νο 4 τριβέως βάσεως του στροφαλοφόρου άξονα σε θέση αντίστροφη της προσήκουσας και αφετέρου του στροφαλοφόρου άξονα με τα αντίβαρα της δεξιάς μηχανής στη θέση της αριστερής είχαν προκαλέσει ανώμαλη περιστροφή του μη ορθώς ευθυγραμμισμένου συστήματος καβαλέτο/στροφαλοφόρος, που είχε ως συνέπεια τη δημιουργία κραδασμών (vibrations) και την ανισορροπία του στροφαλοφόρου. Από το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εσφαλμένη τοποθέτηση του μεταλλικού πλακιδίου συγκράτησης των ελαστικών στο πρωραίο δεξιό ελαστικό πέλμα της αριστερής μηχανής συνήγαγε ότι προκλήθηκαν επαναλαμβανόμενοι συντονισμένοι κραδασμοί που είχαν ως αποτέλεσμα την «…κόπωση στο σύστημα [που] κτύπησαν στο αδύνατο σημείο που ήταν οι βίδες συγκράτησης του κομβίου του διωστήρα…». Επισημαίνοντας περαιτέρω ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή της θραύσεως των κοχλιών μέχρι τη διακοπή λειτουργίας της μηχανής ήταν ελάχιστο και γι’ αυτό δεν υπήρξε υπερθέρμανση, καθώς και ότι οι κραδασμοί επιβεβαιώνονται από τη θραύση του πείρου του σφονδύλου και τα ίχνη εκδορών στο βολάν [ενν. το σφόνδυλο], που προήλθαν από την τριβή των επιφανειών μετά «…από το λασκάρισμα των βιδών συγκρατήσεώς των…», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ζημία στο συγκεκριμένο κινητήρα προκλήθηκε από την λανθασμένη τοποθέτηση των εξαρτημάτων κατά την τελευταία συναρμολόγησή του. Ακολούθησε η από 4.2.2015 έγγραφη έκθεση του …….., που συντάχθηκε μετά από εντολή των ασφαλιστών του σκάφους W, όπου γίνεται αναλυτική αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν, παρατίθεται η έως τότε αλληλογραφία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και περιλαμβάνεται χρονολόγιο των συναντήσεών τους, μνημονεύεται δε και η πιο πάνω τεχνική ανάλυση των εμπειρογνωμόνων του ΕΜΠ. Μετά από την αξιολόγηση όλων αυτών των στοιχείων ο συντάκτης της, απευθυνόμενος στους ασφαλιστές της πλοιοκτήτριας, συντάσσεται με την άποψη των τελευταίων ότι η ζημία της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου πρέπει να αποδοθεί σε αμέλεια των επισκευαστών της, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της συναρμολόγησης, στα πλαίσια της διαδικασίας W6, του στροφαλοφόρου άξονά της προέβησαν σε «ανάρμοστη συνδεσμολογία», με αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό του άξονα σε δονήσεις, που προκάλεσαν τη «βαθμιαία αστοχία λόγω κόπωσης και το σπάσιμο εξαιτίας ανάποδης κάμψης του αριστερού (έξω πλευρά) κοχλία του κάτω μπροστινού κουζινέτου του διωστήρα του no 5 κομβίου του στροφάλου, [ενώ] ο δεύτερος κοχλίας του κουζινέτου του διωστήρα ακολούθησε αμέσως μετά ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του διωστήρα κι έτσι λόγω της περιστροφής του χτύπησε όλα τα’ άλλα τμήματα εν σειρά προκαλώντας τη θραύση των τμημάτων και τη ζημία του σώματος της μηχανής…». Στις 24.3.2005 ο τεχνικός σύμβουλος της πλοιοκτήτριας ………. συνέταξε και της υπέβαλε έγγραφη έκθεση σχετικά με τις ζημίες όλων των μηχανών του πλοίου W, στην κατακλείδα της οποίας συμπεραίνει ότι η εσφαλμένη τοποθέτηση των εξαρτημάτων του αριστερού κύριου κινητήρα μετά την επιθεώρηση W6 που είχε προηγηθεί προκάλεσε κραδασμούς του στροφαλοφόρου άξονα «…περισσότερους … απ’ ό,τι η μηχανή ανθίσταται…», οι οποίοι με τη σειρά τους προξένησαν τη θραύση μιας από τις βίδες σύσφιξης του τριβέως του πρωραίου διωστήρα του κυλίνδρου Νο 5 της δεξιάς σειράς κυλίνδρων της μηχανής, καθώς και ότι «…συνεπεία της θραύσεως της πρώτης βίδας έσπασε και η δεύτερη, οπότε έφυγε ο διωστήρ από τη θέση του και τότε επήλθε εμπλοκή κινητών με ακίνητα μέρη της μηχανής και έσπασαν όλα τα άλλα εξαρτήματα που αναφέρονται στις ευρεθείσες ζημίες». Η έκθεση αυτή είναι συμπληρωματική εκείνης που ο ………. ενεργώντας για λογαριασμό της «……» είχε συντάξει στις 9.12.2004 και ακολούθως υποβάλει στους πλοιοκτήτες, στην οποία είχε καταλήξει σε ουσιωδώς όμοια συμπεράσματα. Με βάση αυτά τα πορίσματα η πλοιοκτήτρια εταιρία «…….» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την προγενέστερη από 30.12.2006 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ..), από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την ένδικη. Με την αγωγή της εκείνη η και τώρα κυρίως ενάγουσα ζητούσε την αποκατάσταση των ιδίων ζημιών [και] της αριστερής κύριας μηχανής του σκάφους της, τις οποίες είχε αποδώσει σε κραδασμούς, δηλαδή σε ταλαντώσεις πέραν του επιτρεπόμενου εύρους ταλαντώσεων, που δημιουργήθηκαν κατά τη λειτουργία της και οφείλονταν στο γεγονός ότι οι προστηθέντες της εργολήπτριας εταιρίας από αμέλειά τους κατά την επανασυναρμολόγησή της α] δεν σύσφιξαν επαρκώς τις βίδες του σφονδύλου της μηχανής αυτής, με αποτέλεσμα να αστοχήσει ο πείρος του σφονδύλου λόγω πολυαξονικής κάμψης, β] τοποθέτησαν το κάτω καπάκι του τριβέως βάσεως (καβαλέτου) του στροφαλοφόρου άξονα ανάποδα, δηλαδή σε θέση αντίθετη της προσήκουσας, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η ευθυγράμμιση του στροφαλοφόρου, γ] τοποθέτησαν το στροφαλοφόρο άξονα με τα αντίβαρα της δεξιάς κύριας μηχανής στην αριστερή μηχανή, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί ο συντονισμός και η λειτουργική αρμονία των εξαρτημάτων της βλαβείσας μηχανής και δ] τοποθέτησαν εσφαλμένα το μεταλλικό πλακίδιο συγκράτησης των ελαστικών στο πρωραίο δεξιό ελαστικό πέλμα της αριστερής μηχανής, με αποτέλεσμα να μειωθεί ουσιωδώς έως εξαλείψεώς της η ελαστικότητα του πέδιλου αυτού και να μην απορροφώνται οι κραδασμοί. Για λόγους που δεν διευκρινίζονται, πριν τη συζήτηση της αγωγής εκείνης, που είχε προσδιοριστεί για τη δικάσιμο της 11ης.12.2007, οι ισχυρισμοί αυτοί εγκαταλείφθηκαν. Πάντως, στο μεσοδιάστημα είχε συνταχθεί η από 28.11.2007 τεχνική έκθεση (report) του ……., μόνιμου αντιπροσώπου της MTU στην Ελλάδα, που διερεύνησε την πιθανή σχέση της εκτεταμένης επισκευής επιπέδου W6 των μηχανών του πλοίου W από την εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπό της «……..» με το είδος των ζημιών που προκλήθηκαν στους κινητήρες του. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται α] ότι δεν είναι τεχνικά εφικτό να ευσταθεί ο ισχυρισμός των πλοιοκτητών του ότι από ελλιπή σύσφιξη των κοχλιών του σφονδύλου προκλήθηκαν κραδασμοί κατά τη λειτουργία της αριστερής κύριας μηχανής, επειδή οι κραδασμοί αυτοί για χρονικό διάστημα τριακοσίων (300) ωρών λειτουργίας του κινητήρα θα είχαν ως αποτέλεσμα ζημίες στους κοχλίες του σφονδύλου και στις επιφάνειες των αντίστοιχων οπών, τις οποίες ο εμπειρογνώμονας, εξετάζοντας φωτογραφίες που του εδόθησαν, δεν διαπίστωσε, καθώς και στα κύρια έδρανα του στροφαλοφόρου, που βρέθηκαν σε καλή γενική κατάσταση, β] ότι η ίδια εικόνα ανατρέπει το ενδεχόμενο της εσφαλμένης τοποθέτησης του καβαλέτου του εδράνου Α4 και ότι η ελλιπής ευθυγράμμιση του στροφαλοφόρου άξονα δεν θα επέτρεπε τη λειτουργία του για μακρό χρονικό διάστημα, γ] ότι ο στροφαλοφόρος άξονας της δεξιάς μηχανής, που βρέθηκε τοποθετημένος στην αριστερή καταλέγεται μεταξύ των εξαρτημάτων του κινητήρα που είναι πλήρως εναλλάξιμα, εφόσον συνοδεύεται από τα αντίστοιχα δικά του αντίβαρα και ότι αν τα αντίβαρα εναλλαγούν στους στροφαλοφόρους θα επέλθει καταστροφική ζημία λόγω της έλλειψης ζυγοσταθμίσεως εκάστου στροφαλοφόρου και μάλιστα άμεσα με τη θέση των κινητήρων σε λειτουργία, όπως εν προκειμένω δεν συνέβη και δ] ότι η εσφαλμένη τοποθέτηση της βάσεως της μηχανής θα είχε ως αναμενόμενο αποτέλεσμα τη θραύση των κοχλιών συγκρατήσεώς της και των επηρεασμό των κυρίων εδράνων της, τα οποία, όμως, βρέθηκαν σε καλή κατάσταση. Μετά από αυτά η ενάγουσα ανέθεσε σε ομάδα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού του Τμήματος Ναυπηγών Μηχανολόγων του ΕΜΠ το έργο της εις βάθος διερεύνησης, της αποσαφήνισης και της επιστημονικής τεκμηρίωσης της αιτίας που προκάλεσε την ένδικη ζημία στην αριστερή μηχανή του σκάφους της κατά την υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και λιπάνσεώς του λειτουργία του κινητήρα. Για το λόγο αυτό υποβλήθηκε το μέχρι τότε συλλεγέν υλικό στους ………., Ομότιμο Καθηγητή του ΕΜΠ, από τους οποίους ζητήθηκε να αναλύσουν τα αίτια της αστοχίας του συγκεκριμένου κινητήρα. Στην από 26.6.2009 τεχνική έκθεσή τους οι εν λόγω επιστήμονες ανέλυσαν τη διαδικασία συναρμολόγησης και λειτουργίας του διωστήρα και προσδιόρισαν τα αίτια της καταπονήσεώς του. Συγκεκριμένα, εξέθεσαν ότι η συναρμολόγηση του διωστήρα πρέπει να εξασφαλίζει, σύμφωνα και με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή του κινητήρα, προδιαγεγραμμένη δύναμη πρότασης μεταξύ των τεμαχίων του, η οποία είναι ανάλογη της ροπής σύσφιξης των κοχλιών συγκρατήσεώς τους και των συντελεστών τριβής μεταξύ του εξωτερικού σπειρώματος των κοχλιών και του εσωτερικού σπειρώματος της τυφλής κοχλιοτομημένης οπής και μεταξύ της κεφαλής του κοχλία και της επιφάνειας του διωστήρα την οποία συμπιέζει κατά την κοχλίωση. Ο διωστήρας, επεσήμαναν, φορτίζεται κατά τη λειτουργία της μηχανής από αξονικά (εφελκυστικά και θλιπτικά) και από εγκάρσια φορτία, των οποίων το μέγεθος μεταβάλλεται περιοδικά κάθε δύο (2) στροφές του στροφαλοφόρου σε συνάρτηση προς τη γωνία του στροφάλου. Από αυτά τα φορτία, τα μεν θλιπτικά ασκούνται στο άνω έδρανο του διωστήρα από τον πείρο του εμβόλου, μεταφέρονται στο κάτω έδρανο του διωστήρα και παραλαμβάνονται από το κομβίο του στροφάλου. Τα θλιπτικά αυτά φορτία δεν ασκούν δυνάμεις λειτουργίας στις κοχλιοσυνδέσεις του διωστήρα, με αποτέλεσμα η δύναμη πρότασης να παραμένει αναλλοίωτη. Αντιθέτως, τα εφελκυστικά φορτία ασκούν εφελκυστικές δυνάμεις στις κοχλιοσυνδέσεις του. Τα δε εγκάρσια φορτία, που καθ’ όμοιο τρόπο ασκούνται στο άνω έδρανο του διωστήρα από τον πείρο του εμβόλου, μεταφέρονται στο κάτω έδρανο και παραλαμβάνονται και αυτά από το κομβίο του στροφάλου, οφείλονται στη φόρτιση υπό γωνία του διωστήρα από τις πιέσεις αερίων και στις φυγόκεντρες δυνάμεις των περιστρεφόμενων τμημάτων του κινηματικού μηχανισμού τον οποίο απαρτίζουν το έμβολο, ο διωστήρας και ο στρόφαλος. Κατά τη σύσφιξη των κοχλιών του διωστήρα συμπλέκονται οι οδοντώσεις των επιφανειών των δύο (2) τμημάτων του, με αποτέλεσμα το κεντράρισμά τους και τη δημιουργία της προδιαγεγραμμένης δύναμης πρότασης. Λόγω της οδόντωσης δημιουργείται σύνδεση μορφής μεταξύ των επιφανειών αυτών με αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα σχετικής κίνησης (ολίσθησης) των επιφανειών στην περίπτωση ασκήσεως εγκάρσιων δυνάμεων. Τούτο σημαίνει ότι τα εγκάρσια φορτία, υπό τις προδιαγεγραμμένες συνθήκες σύσφιξης των κοχλιών του διωστήρα δεν ασκούν εγκάρσιες δυνάμεις στις κοχλιοσυνδέσεις του. Υπό τις συνθήκες αυτές οι κοχλίες του διωστήρα καταπονούνται σε δυναμικό εφελκυσμό (υπέρθεση πρότασης και κυμαινόμενων εφελκυστικών δυνάμεων λειτουργίας). Στο τέλος της συναρμολόγησης η σύσφιξη των κοχλιών προκαλεί τον εφελκυσμό αυτών και τη συμπίεση των τμημάτων του διωστήρα. Λόγω της ελαστικότητας των στοιχείων αυτών οι κοχλίες επιμηκύνονται και τα συνδεόμενα τεμάχια βραχύνονται δεχόμενα πιέσεις από την ίδια δύναμη πρότασης. Κατά τη λειτουργία του κινητήρα ασκείται επιπλέον εφελκυστική δύναμη που επιμηκύνει περαιτέρω τους κοχλίες και ταυτόχρονα αποσυμπιέζει (ανακουφίζει) τα συνδεόμενα τμήματα του διωστήρα. Έτσι, σε οποιαδήποτε στιγμή λειτουργίας του κινητήρα, πρώτον, τα τμήματα αυτά καταπονούνται από θλιπτική δύναμη που εξασφαλίζει τη διατήρηση αφενός της σύνδεσης μορφής, λόγω των οδοντώσεων στις επιφάνειές τους και αφετέρου της σύνδεσης τριβής λόγω της δύναμης πρότασης και, δεύτερον, η αντίστοιχη εφελκυστική δύναμη που ασκείται στους κοχλίες είναι πάντοτε ίση ή μεγαλύτερη της δύναμης πρότασης που επετεύχθη κατά τη σύσφιξή τους. Αν αυτή ισούται με την προδιαγεγραμμένη από τον κατασκευαστή της μηχανής τιμή της, τότε δεν υπάρχει κίνδυνος αποκοχλίωσης του κοχλία. Σε περίπτωση ελλιπούς συσφίξεως των κοχλιών του διωστήρα στις κοχλιοσυνδέσεις ασκείται δύναμη πρότασης μικρότερη της προδιαγεγραμμένης, με αποτέλεσμα να μειώνεται κατά πολύ ή και να μηδενίζεται η παραμένουσα θλιπτική φόρτιση στα συνδεόμενα τμήματα του διωστήρα, οπότε καθίσταται δυνατή η εγκάρσια μετακίνηση ή και η εναλλάξ κρούση των τμημάτων αυτών λόγω στιγμιαίας αποσυμπίεσης της οδόντωσης στη διαχωριστική επιφάνειά τους. Στην περίπτωση αυτή οι κοχλίες, πέραν του κυμαινόμενου εφελκυσμού (για τον οποίο είναι σχεδιασμένοι), υπόκεινται σε εναλλασσόμενες εγκάρσιες δυνάμεις, οι οποίες δεν παραλαμβάνονται από τις ως άνω οδοντώσεις και, συνεπώς, καταπονούνται από εναλλασσόμενη κάμψη. Η αστοχία του κοχλία λόγω αυτής αναμένεται να είναι πολυκυκλική, χωρίς γενικά χαρακτηριστικά πλαστικών παραμορφώσεων. Αντιθέτως, σε περίπτωση υπερβολικής σύσφιξής τους οι κοχλίες του διωστήρα δεν καταπονούνται από εναλλασσόμενη κάμψη, επειδή παραμένει ενεργή η σύνδεση μορφής λόγω των οδοντώσεων στις επιφάνειες των τμημάτων του διωστήρα. Καταπονούνται, όμως, από κυμαινόμενο εφελκυσμό με μέγιστη τιμή υψηλότερη της προδιαγεγραμμένης, οπότε σε περίπτωση αστοχίας τους αναμένεται να εμφανιστούν γενικά χαρακτηριστικά πλαστικών παραμορφώσεων. Επομένως, καταπόνηση του κοχλία του διωστήρα από εναλλασσόμενη κάμψη μπορεί να προκύψει μόνον εάν μειωθεί πολύ ή μηδενιστεί η δύναμη πρότασης (θλιπτική φόρτιση) μεταξύ των τμημάτων του διωστήρα, τα οποία συσφίγγονται από τους κοχλίες. Στην περίπτωση δε που στην κοχλιοσύνδεση ασκηθεί για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. λόγω υπερβολικών ταλαντώσεων στην περιοχή) εφελκυστική δύναμη λειτουργίας με μέγιστη τιμή πολύ μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, τότε, ακόμη και αν έχει επιτευχθεί η προδιαγεγραμμένη από τον κατασκευαστή δύναμη πρότασης, είναι δυνατός ο μηδενισμός της παραμένουσας θλιπτικής δύναμης στα συνδεόμενα τεμάχια του διχωτήρα, οπότε στον κοχλία ασκείται πολύ υψηλής τιμής εφελκυστική δύναμη, η οποία τον φορτίζει στην πλαστική περιοχή. Ταυτόχρονα, λόγω της δυνατότητας σχετικής ολίσθησης των επιφανειών των τμημάτων του διωστήρα, ο κοχλίας καταπονείται από εναλλασσόμενη κάμψη και, σε περίπτωση αστοχίας του, η προκύπτουσα εικόνα εμφανίζει γενικά χαρακτηριστικά πλαστικών παραμορφώσεων και η αστοχία από κόπωση θα είναι ολιγοκυκλική. Με βάση όσα προανέφεραν και λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της ανάλυσης αστοχίας εξαρτημάτων μηχανής στην οποία είχαν από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2004 προβεί οι ……….. και ……., με την υπό στοιχεία ….. τεχνική έκθεσή τους, περί της οποίας έγινε ήδη λόγος, οι τεχνικοί σύμβουλοι της πλοιοκτήτριας κατέληξαν στην έκθεσή τους στο συμπέρασμα ότι «η πιθανότερη αιτία αστοχίας του κοχλία του διωστήρα Β5, η οποία οδήγησε σε αλληλουχία αστοχιών τμημάτων της μηχανής στην περιοχή του κυλίνδρου Β5 και εν τέλει στην καταστροφική αστοχία του κινητήρα, είναι η ελλιπής σύσφιξή του κατά την τελευταία πριν το ατύχημα συναρμολόγηση του διωστήρα», ενώ ως δεύτερη, λιγότερο πιθανή αιτία, ανέφεραν το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης κοχλιών που δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρίας. Δεν παρέλειψαν δε να επισημάνουν ότι οι αστοχίες του πείρου του σφονδύλου δεν μπορούν να συνδεθούν με τις αστοχίες του κοχλία του διωστήρα Β5. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας αυτής η πλοιοκτήτρια του σκάφους W άσκησε την ένδικη αγωγή, με το δικόγραφο της οποίας, που συμπορεύεται προς τα πορίσματά της, αποδίδει τη ζημία του αριστερού κινητήρα του στην επιδειχθείσα κατά την πραγματοποίηση των εργασιών της ειδικής μηχανολογικής διαδικασίας τύπου W6 αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων τεχνικών της πρώτης εναγόμενης, εργολάβου, οι οποίοι δεν τήρησαν τους κανόνες της ενδεδειγμένης τεχνικής ούτε εφάρμοσαν τις προδιαγραφές του κατασκευαστή των ενδίκων μηχανών. Συγκεκριμένα, η κυρίως ενάγουσα υποστηρίζει πλέον ότι η βλάβη της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου προκλήθηκε από ανεπαρκή και τεχνικά αδόκιμη, αντίθετη προς τις οδηγίες συντηρήσεως της κατασκευάστριας εταιρίας, σύσφιξη του πρώτου κοχλία του διωστήρα του πέμπτου κυλίνδρου της δεξιάς πλευράς κυλίνδρων της εν λόγω μηχανής, που είχε ως αποτέλεσμα την κόπωση (καταπόνηση) του κοχλία αυτού λόγω των ταλαντώσεων στη συγκεκριμένη περιοχή και τελικώς την θραύση του, γεγονός που οδήγησε αρχικώς μεν στην υπερφόρτιση του δεύτερου κοχλία του ιδίου διωστήρα με συνέπεια την θραύση και αυτού και, ακολούθως, στην αποσύνδεση του Β5 διωστήρα που προκάλεσε αστοχία λόγω κρούσης του πρώτου κοχλία του αντίβαρου του στροφαλοφόρου άξονα στην περιοχή του κυλίνδρου Β5, στην αστοχία του δεύτερου κοχλία του ιδίου αντίβαρου, συνεπεία της υπερφόρτισής του λόγω της αστοχίας του πρώτου, που προκάλεσε την αποσύνδεση (λύσιμο) του αντίβαρου και, τελικώς, την καθολική εμπλοκή των κινητών με τα σταθερά μέρη της μηχανής και την καταστροφική αστοχία της. Για τις αιτίες της αστοχίας του ιδίου κινητήρα, που είχε επικαλεστεί στην ως άνω προγενέστερη αγωγή της, ισχυρίζεται πλέον ότι δεν επέφεραν άμεσα τη ζημία της εν λόγω προωστήριας μηχανής αλλά καταδεικνύουν το μέγεθος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους. Από την άλλη πλευρά, οι κυρίως εναγόμενοι εξαρχής αρνήθηκαν και εξακολουθούν να αρνούνται οποιαδήποτε υπαιτιότητά τους για την πρόκληση της επίμαχης ζημίας. Προς υποστήριξη δε των ισχυρισμών τους η πρώτη από αυτούς ανέθεσε σε επιστημονική ομάδα του ΕΜΠ, απαρτιζόμενη από τους ……, Καθηγητή και …….., Επιστημονικό Συνεργάτη, διδάκτορα μηχανολόγο μηχανικό, και χρηματοδότησε τη διερεύνηση από τον Τομέα Θερμότητας της Σχολής Μηχανολόγων του ΕΜΠ της αιτίας της ζημίας αυτής. Η ανάθεση έγινε σε δύο (2) στάδια, αρχικώς στις 24.1.2008, οπότε έλαβε χώρα προκαταρκτικός προσδιορισμός των πλέον πιθανών αιτίων της αστοχίας του συγκεκριμένου (αριστερού) κινητήρα του πλοίου W και, ακολούθως, στις 14.10.2009, οπότε πραγματοποιήθηκε σχολιασμός όλων των ευρημάτων που προηγήθηκαν και σύνταξη της επίσημης τελικής έκθεσης. Πρόκειται για την από μηνός Δεκεμβρίου 2009 τεχνική έκθεση των ανωτέρω επιστημόνων, περίληψη της οποίας συντάχθηκε στη συνέχεια με τη συμμετοχή και του ……., Επιστημονικού Συνεργάτη του ΕΜΠ, διπλωματούχου μηχανολόγου μηχανικού και περιελήφθη σε αχρονολόγητο έγγραφο. Στην έκθεση αυτή παρατίθενται στοιχεία για την τακτική συντήρηση των κινητήρων 12V396 της MTU και τις ακολουθητέες διαδικασίες στην περίπτωση διερεύνησης βλάβης ή αστοχίας, περιλαμβάνεται καταγραφή και συνοπτική ανάλυση των ευρημάτων της αποσυναρμολόγησης του ενδίκου κινητήρα, προσδιορίζεται το σημείο εκκίνησης της αστοχίας, σχολιάζονται και αντικρούονται οι ισχυρισμοί που περιελήφθησαν στην ένδικη αγωγή και διερευνώνται οι πιθανές αιτίες φόρτισης των κοχλιών του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου. Στις ουσιωδέστερες, μεταξύ άλλων, επισημάνσεις της έκθεσης αυτής περιλαμβάνονται ειδικότερα: 1] ότι τα έδρανα βάσης όλων των στροφάλων βρέθηκαν σε γενικά καλή κατάσταση, 2] ότι, επειδή στο έδρανο βάσης του στροφάλου Νο 4 δεν εντοπίστηκαν προβλήματα, η τοποθέτησή του ανάποδα δεν συνδέεται με την αστοχία του κινητήρα, 3] ότι ο διωστήρας του κυλίνδρου Β5 είναι κομμένος σε σημείο κοντά στην άνω κεφαλή του και φέρει προφανή ίχνη πρόσκρουσης με άλλα στοιχεία του κινητήρα μετά την αστοχία, ενώ το έδρανο της κάτω κεφαλής του ιδίου διωστήρα είναι σημαντικά παραμορφωμένο με εμφανή ίχνη φθοράς και υπερθέρμανσης, γεγονός που μπορεί να προκλήθηκε μόνο λόγω τριβής με το κομβίο του στροφάλου, 4] ότι η ζημία ξεκίνησε από την περιοχή των κυλίνδρων Α5 και Β5, οι διωστήρες των οποίων θραύστηκαν μετά την εμφάνιση της κύριας αιτίας της αστοχίας, ενώ τα έδρανα βάσης των αυτών κυλίνδρων βρέθηκαν σε καλή κατάσταση και «παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο στροφαλοφόρος άξονας … περιστρεφόταν χωρίς κραδασμούς…», ότι ομαλή ήταν και η περιστροφή του σφονδύλου, η θραύση των αντίβαρων του οποίου είναι αποτέλεσμα της κύριας αστοχίας, καθώς και ότι η σοβαρότατη φθορά και υπερθέρμανση του εδράνου της κάτω κεφαλής του διωστήρα Β5 μπορεί να προκλήθηκε μόνο όσο το έδρανο ήταν στη θέση του, πριν δηλαδή τη θραύση των κοχλιών του διωστήρα, 5] ότι η αστοχία ξεκίνησε από τον κύλινδρο Β5 και τα αντίστοιχα μέρη του κινηματικού του μηχανισμού, επειδή η εκκίνησή της δε μπορεί τεχνικά να εντοπιστεί στην περιοχή του κυλίνδρου Α5, αφού οι κεφαλές του αντίστοιχου διωστήρα είχαν παραμείνει στα κομβία του στροφάλου και του εμβόλου, στα οποία είχαν εξαρχής ορθά συναρμοστεί, 6] ότι η επικαλούμενη με την ένδικη αγωγή ανεπαρκής σύσφιξη του ενός από τους δύο (2) κοχλίες του διωστήρα του κυλίνδρου Β5 και η αλυσιδωτή αστοχία περισσοτέρων στοιχείων του αριστερού κινητήρα που επακολούθησε, δεν αιτιολογεί την εκτεταμένη ζημία στο έδρανο της κάτω κεφαλής του και τη χαλάρωση των κοχλιών του αντιστοίχου εμβόλου, αφού δεν προηγήθηκε κάποιο άλλο πρόβλημα, δεδομένου ότι μετά τη θραύση των κοχλιών του ο διωστήρας και το κάτω έδρανό του ήταν ουσιαστικά ελεύθεροι, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται η υπερθέρμανση του εδράνου, η οποία θα πρέπει «μάλλον» να προηγήθηκε της θραύσης των κοχλιών, όταν ακόμα αναπτυσσόταν τριβή που παρήγε θερμότητα, μιας και ο διωστήρας δεν είχε ακόμη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης, 7] ότι η επικαλούμενη ελλιπής σύσφιξη των κοχλιών του σφονδύλου δεν αποτελεί τεχνικά εφικτή πιθανότητα, διότι θα προκαλούσε εξαρχής έντονους κραδασμούς, που θα έπρεπε να γίνουν άμεσα αντιληπτοί κατά τη διάρκεια των καθημερινών επιθεωρήσεων W1, στους οποίους έπρεπε να προβαίνει το πλήρωμα μηχανοστασίου και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η τέτοια σύσφιξη θα είχε επιπτώσεις στα έδρανα βάσης, 8] ότι με τον ίδιο τρόπο θα (έπρεπε να) είχε γίνει αντιληπτή η επικαλούμενη εσφαλμένη τοποθέτηση του καβαλέτου του Νο 4 τριβέως βάσεως, αφού θα είχε επίπτωση στην ευθυγράμμιση του στροφαλοφόρου άξονα, 9] ότι η εναλλαγή στους κινητήρες των στροφαλοφόρων αξόνων μαζί με τα ζυγοσταθμισμένα αντίβαρά τους δε μπορεί να μεταβάλει το συντονισμό και την αρμονική λειτουργία των μηχανών και 10] ότι η εσφαλμένη τοποθέτηση του πλακιδίου συγκρατήσεως του δεξιού ελαστικού πέδιλου της βάσης του αριστερού κινητήρα θα είχε ως αποτέλεσμα τη θραύση των κοχλιών που το συγκρατούσαν. Στη συνέχεια με αφετηρία την διαπίστωση ότι η αστοχία του επίμαχου κινητήρα ξεκίνησε από το διωστήρα του κυλίνδρου Β5, στην έκθεση των ως άνω εμπειρογνωμόνων διατυπώθηκαν ως πιθανά αίτια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη θραύση του οι ακόλουθες τέσσερις [4] εκδοχές: Α] η πρωτογενής θραύση των κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα πάνω στο κομβίο του στροφάλου λόγω κόπωσης είτε Α1] φυσιολογικής είτε Α2] εξαιτίας μη ορθής σύσφιξης είτε Α3] εξαιτίας πρόσθετης φόρτισης είτε Α4] συνεπεία κραδασμών, Β] η θραύση του εξαιτίας της μη ορθής συνεργασίας του με το κομβίο του στροφάλου ή το κομβίο του εμβόλου, Γ] η ανάπτυξη υπερβολικών αξονικών δυνάμεων και Δ] η πρόσκρουσή του με κινούμενα μέρη του κινητήρα. Η ανωτέρω υπό στοιχ. Α1 εκδοχή αποκλείστηκε επειδή θεωρήθηκε ότι η πιθανότητα φυσιολογικής καταπόνησης των κοχλιών του διωστήρα, που οφείλεται αποκλειστικά στις αδρανειακές δυνάμεις είναι πολύ μικρή με δεδομένο ότι ο συντελεστής ασφάλειας για θραύση από κόπωση είναι πολύ υψηλός (περίπου 3.0). Απίθανη θεωρήθηκε και η υπό στοιχ. Α4 ανωτέρω εκδοχή, επειδή δεν επιβεβαιώθηκε από συμβατά μαζί της ευρήματα φθοράς στα έδρανα βάσης του κινητήρα, ενδείξεις της οποίας θα έπρεπε να είχαν ανιχνευθεί από τις αναλύσεις του λιπαντικού ελαίου που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του ελέγχου που διενεργήθηκαν κατά την επιθεώρηση των κινητήρων στις πενήντα [50] ώρες λειτουργίας τους μετά την ολοκλήρωση της W6 διαδικασίας. Το υπό στοιχ. Α2 ανωτέρω ενδεχόμενο (μη ορθή σύσφιξη των κοχλιών του διωστήρα) κρίθηκε τεχνικώς απίθανο, με την αιτιολογία ότι η μη σύσφιξη του ενός μόνον κοχλία θα προκαλούσε τη σε συντομότατο χρόνο αποσύνδεση του διωστήρα και την άμεση πτώση της πίεσης του λιπαντικού ελαίου. Επειδή δε τέτοια φαινόμενα δεν αναφέρθηκαν εξετάστηκαν τα ενδεχόμενα της ανεπαρκούς ή της ελλιπούς αρχικής συσφίξεως του κοχλία. Επ’ αυτών σημειώθηκε ότι η εντός λογικών πλαισίων μικρότερη ή μεγαλύτερη της προβλεπόμενης σύσφιξη, δηλαδή η αποκλίνουσα από αυτήν κατά ποσοστό 45% και 75% αντίστοιχα δεν επηρεάζει την αντοχή των κοχλιών στην κόπωση, ενώ η ελλιπής σύσφιξη σε ποσοστό μικρότερο του 45% και η υπερβολική σύσφιξη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 75% της ενδεδειγμένης είναι μεν δυνατό να οδηγήσει σε αστοχία λόγω κόπωσης, αυτό όμως μπορεί να συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα της τάξης των μερικών δεκάδων ωρών λειτουργίας [10 – 30] και όχι μετά από παρέλευση τριακοσίων [300] ωρών λειτουργίας, όπως εν προκειμένω συνέβη. Το συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε σε υπολογισμούς ως βάση των οποίων τέθηκε ο αριθμός των εναλλαγών δυναμικής φόρτισης των κοχλιών, για καθέναν από τους οποίους δημιουργείται ένας κύκλος εναλλαγής φορτίου σε κάθε πλήρη περιστροφή του κινητήρα με ταχύτητα εγγίζουσα τις δύο χιλιάδες στροφές ανά λεπτό (~2.000 rpm), με αποτέλεσμα σε διάρκεια λ.χ. δέκα [10] ωρών λειτουργίας της μηχανής ο κοχλίας να υφίσταται έναν αριθμό εναλλαγών δυναμικής φόρτισης ίσο με 1,2 Χ 106  εναλλαγές. Επειδή δε η πιθανότητα αστοχίας λόγω κόπωσης αυξάνεται σημαντικά με την αύξηση του εύρους ταλάντωσης του δυναμικού φορτίου που καταπονεί τα υλικά, η αστοχία των συγκεκριμένων κοχλιών διαπιστώθηκε ότι μπορεί να γίνει για ένα πλήθος εναλλαγών μικρότερο από 1,5 Χ 106 που αντιστοιχεί σε μόλις δεκατρείς [13] ώρες λειτουργίας περίπου, με αποτέλεσμα, αν εντός του χρόνου αυτού ο κοχλίας δεν θραυστεί και εξακολουθήσει να καταπονείται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας του κινητήρα, να έχει πλέον άπειρη διάρκεια ζωής. Για όλα τα ανωτέρω «σενάρια αστοχίας» επισημάνθηκε ως μειονέκτημα ότι δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν ορισμένα από τα αντικειμενικά ευρήματα και, συγκεκριμένα, την ολοσχερή καταστροφή του εδράνου της κάτω κεφαλής του επίμαχου διωστήρα και την κατάσταση των κοχλιών συγκράτησης της κεφαλής του αντιστοίχου εμβόλου στο σώμα του, που βρέθηκαν χαλαροί. Επ’ αυτών σχολιάστηκε ότι η ακαριαία αστοχία ενός από τους κοχλίες συγκράτησης του διωστήρα, χωρίς κάποιο πρόσθετο αίτιο σχετιζόμενο με τη λειτουργία του κινητήρα, θα επέφερε άμεση θραύση και του δεύτερου κοχλία και απώλεια της επαφής του διωστήρα με το έδρανο της κάτω κεφαλής στο κομβίο του στροφάλου, ενώ παράλληλα, αν οι κοχλίες αυτοί είχαν αστοχήσει, το κομβίο του στροφάλου δεν θα «τραβούσε» μέσω του διωστήρα το έμβολο προς τα κάτω. Για το λόγο αυτό ερευνήθηκε το ενδεχόμενο της αύξησης της φόρτισης των κοχλιών λίγο πριν την αστοχία (ενδεχόμενο υπό στοιχ. Α3 ανωτέρω), το οποίο επιπροσθέτως μπορούσε να ερμηνεύσει τις γραμμώσεις που εμφανίστηκαν στην πλειονότητα των κυλίνδρων του αριστερού κινητήρα του πλοίου W. Σχετικώς σημειώθηκε ότι γενικά η πρόσθετη φόρτιση των κοχλιών επιταχύνει την εμφάνιση συμπτωμάτων κόπωσης σε μικρό χρονικό διάστημα της τάξης των δέκα [10] περίπου ωρών. Πιθανό κρίθηκε και το ανωτέρω υπό στοιχ. Β ενδεχόμενο, της μη ορθής συνεργασίας του διωστήρα με το κομβίο του στροφάλου στο κάτω μέρος του και το κομβίο του εμβόλου στο άνω τμήμα του, που συνδυαζόμενο με την αύξηση της φόρτισης του διωστήρα, μπορεί να αιτιολογήσει την υπερθέρμανση του εδράνου της κάτω κεφαλής του διωστήρα και τη φθορά του εδράνου της άνω κεφαλής του και είναι δυνατό να προκλήθηκε λόγω προβλημάτων ψύξης στην άνω κεφαλή και λίπανσης στο έδρανο της κάτω κεφαλής του διωστήρα. Η ανάπτυξη υπερβολικών αξονικών δυνάμεων (ανωτέρω υπό στοιχ. Γ εκδοχή) κρίθηκε ως ομοίως πιθανό αίτιο της συγκεκριμένης ζημίας, επειδή οι συνήθεις γενικές ενδείξεις συνδρομής του (καταπόνηση του κομβίου του στροφάλου, στρέβλωση του στροφαλοφόρου άξονα στη συγκεκριμένη θέση και επίδραση στα έδρανα) παρατηρήθηκαν και στην ερευνηθείσα περίπτωση. Τέλος, η εκδοχή της θραύσης του διωστήρα λόγω πρόσκρουσής του με κινούμενα μέρη του κινητήρα (ανωτέρω υπό στοιχ. Δ), που προϋποθέτει πρωτογενή θραύση των κοχλιών συγκράτησης των αντίβαρων, δεν κρίθηκε ιδιαίτερα πιθανό επειδή δεν εξηγεί ικανοποιητικά τη θραύση των κοχλιών σύσφιξης του διωστήρα Β5 και την έντονη παραμόρφωση του εδράνου της κάτω κεφαλής του. Ακολούθως, επιχειρήθηκε κατάταξη των παραπάνω πιθανών αιτίων της ζημίας με βάση την πιθανότητα εμφανίσεώς τους και προκρίθηκαν εκείνο της πρωτογενούς θραύσης των κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα Β5 από κόπωση λόγω πρόσθετης φόρτισης και εκείνο της θραύσης του διωστήρα λόγω μη ορθής συνεργασίας του με το κομβίο του στροφάλου και το κομβίο του εμβόλου. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές περιγράφηκε η πιθανότερη αλληλουχία των συμβάντων της αστοχίας με αναφορά στα ακόλουθα στάδια: 1] Εμφάνιση πρόσθετης φόρτισης στην περιοχή της κάτω κεφαλής του διωστήρα με τη μορφή αυξημένων εφελκυστικών δυνάμεων στη φάση της εναλλαγής των αερίων, 2] έναρξη φθοράς εδράνων άνω και κυρίως κάτω κεφαλής του διωστήρα, 3] θραύση των κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα στο στρόφαλο, 4] αποκόλληση του κάτω τμήματος συγκράτησης του διωστήρα, 5] θραύση του διωστήρα λόγω πρόσκρουσης με το έμβολο και άλλα κινούμενα μέρη, 6] θραύση του εμβόλου, 7] θραύση του αντίβαρου, 8] θραύση του διωστήρα του κυλίνδρου Α5, 9] θραύση του εμβόλου του κυλίνδρου Α5 και 10] συνέχεια της αστοχίας και διατυπώθηκε ως γενικό συμπέρασμα της έρευνας ότι η αστοχία δε μπορεί να συνδεθεί με την προηγηθείσα συντήρηση W6 αλλά οφείλεται σε θραύση των κοχλιών του διωστήρα που προκλήθηκε από κόπωση λόγω εξωτερικής αιτίας που αναπτύχθηκε λίγο πριν την αστοχία λόγω των συνθηκών λειτουργίας του κινητήρα, με πιθανότερες εξωτερικές αιτίες την ελλιπή λίπανση, την ελλιπή ψύξη, την υπερφόρτιση ή και συνδυασμό αυτών. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν όσοι εμπειρογνώμονες κλήθηκαν μέχρι την έναρξη της αντιδικίας να αποφανθούν για το αντικείμενο της δίκης αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο αυτό ως εκ διαμέτρου αντίθετα και για το λόγο αυτό με την ανωτέρω προδικαστική του απόφαση διατάχθηκε η διεξαγωγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διερευνηθούν πληρέστερα τα πιθανά αίτια της βλάβης της αριστερής κύριας μηχανής του ένδικου πλοίου, η κατάσταση, από τεχνικής απόψεως, των λοιπών μηχανών του και το ενδεχόμενο εκδηλώσεως βλαβών και σ’ αυτές και να δοθούν απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων, ως κρισιμότερα για την κατάφαση ή μη της υπαιτιότητας των κυρίως εναγομένων, καταλέγονται τα τρία [3] πρώτα, από τα συνολικώς δέκα [10], τεθέντα και συγκεκριμένα «1. Ποιά ή ποιές υπήρξαν οι αιτίες για την πρόκληση της περιγραφόμενης στην αγωγή ζημίας στην αριστερή κύρια μηχανή του ένδικου πλοίου; 2. Αν οι αιτίες της ζημίας που προβάλλονται στις συνταγείσες τεχνικές εκθέσεις, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, είναι δυνατό να συντρέχουν ή αλληλοαποκλείονται. 3. Σε περίπτωση παραδοχής μιας των διατυπωθεισών γνωμών, δικαιολογείται η επέλευση καθεμιάς των επιμέρους βλαβών, όπως αυτές παρατίθενται στην αγωγή;». Οι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν δεν κατέληξαν σε κοινό συμπέρασμα και κατέθεσαν ξεχωριστές τεχνικές εκθέσεις, τα πορίσματα των οποίων διαφέρουν ουσιωδώς. Ειδικότερα, ο …….. συντάχθηκε με τις απόψεις των εναγομένων, καθόσον από τη μελέτη «του συμβάντος και των τεχνικών εκθέσεων της δικογραφίας» προέκυψε κατά τη γνώμη του ότι «…το αίτιο που οδήγησε στην αστοχία του κινητήρα είναι η πρόσθετη φόρτιση του διωστήρα Β5 που είχε ως αποτέλεσμα τη θραύση των κοχλιών συγκράτησης λόγω κόπωσης. Η πρόσθετη αυτή φόρτιση του διωστήρα συνοδεύεται με δυσκολία στη μετακίνηση του και μπορεί να προέλθει από τρεις λόγους: (α) τη συνεργασία εμβόλου-κυλίνδρου, (β) τη συνεργασία διωστήρα-εμβόλου (στην άνω κεφαλή του) και (γ) τη συνεργασία διωστήρα-στροφάλου (στη κάτω κεφαλή του)». Τα συνήθη αίτια της ως άνω απότομης διαταραχής αυτών των συνεργασιών εντόπισε στη μη ικανοποιητική λίπανση, στην ελλιπή ψύξη ή στην αυξημένη θερμική/μηχανική καταπόνηση εξαιτίας των λειτουργικών συνθηκών του κινητήρα. Στη συνέχεια θεώρησε ως πιθανές αιτίες πρόκλησης της πρόσθετης φόρτισης την αύξηση των τριβών εμβόλου και χιτωνίου, που προκαλεί αύξηση της εφελκυστικής τάσης που δέχονται οι κοχλίες κατά τη φάση εναλλαγής των αερίων με έμφαση στον χρόνο εισαγωγής και την αύξηση των τριβών στα έδρανα της άνω και της κάτω κεφαλής του διωστήρα, η οποία εκτός από την αυξημένη φόρτιση των κοχλιών προκαλεί επιπλέον εντοπισμένη έκλυση θερμότητας σε αυτά, η οποία συνεισφέρει στην έντονη φθορά τους, καθώς και στη μείωση της λιπαντικής ικανότητας του φιλμ λιπαντικού ελαίου και σημείωσε ότι τα ανωτέρω εμφανίζονται σε περιπτώσεις ελλιπούς λίπανσης (η οποία επιδρά άμεσα αυξάνοντας τις δυνάμεις τριβής) ή ελλιπούς ψύξης (η οποία επιδρά έμμεσα μειώνοντας τη λειαντική ικανότητα του ελαίου και λόγω διαστολών επιδρά στις ανοχές – συναρμογές). Με βάση τα στοιχεία αυτά δεν συσχέτισε το αίτιο της ζημίας της αριστερής κύριας μηχανής με τη συντήρηση W6 που έλαβε χώρα προ έτους περίπου αλλά την απέδωσε στη μετέπειτα χρήση και συντήρηση του κινητήρα, ο οποίος λειτουργούσε έως την αστοχία για παραπάνω από τριακόσιες [300] ώρες, έχοντας υποστεί περίπου 3.0 Χ 10 εναλλαγές φόρτισης και έχοντας υπερβεί το όριο εκείνο μετά το οποίο αποκτά άπειρη διάρκεια ζωής, όπως αυτό προσδιορίστηκε στην τεχνική έκθεση των ………, τους εκεί παρατιθέμενους υπολογισμούς των οποίων και ρητώς αποδέχθηκε. Η απάντησή του λοιπόν στο πρώτο ερώτημα από τα παραπάνω ήταν ότι «ο διωστήρας αστόχησε λόγω απότομης πρόσθετης φόρτισης που εμφανίσθηκε λίγο πριν την καταστροφική ζημιά του κινητήρα». Για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που του τέθηκε περιορίστηκε να αποκλείσει ως επιστημονικώς και τεχνικώς ανέφικτα τα συμπεράσματα των τεχνικών εκθέσεων του ……….., περί των οποίων έγινε λόγος ανωτέρω, με τις ακόλουθες ειδικότερες παραδοχές : 1] ότι αν από την εσφαλμένη ευθυγράμμιση του στροφαλοφόρου άξονα λόγω της κακής συναρμολόγησής του ανέκυπτε πρόβλημα, τότε αυτό θα είχε εκδηλωθεί από την αρχή με κραδασμούς που θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία του κινητήρα και θα έπρεπε να γίνουν άμεσα αντιληπτοί σε κάποιες εκ των πολλών ημερήσιων επιθεωρήσεων W1, ενώ, επιπλέον, θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει φθορά στα έδρανα βάσης, που δεν παρατηρήθηκε και που θα έπρεπε να έχει εντοπισθεί και αναφερθεί στην διάρκεια της προληπτικής επιθεώρησης επιπέδου W2 (που λαμβάνει χώρα κάθε 6 μήνες ή 250 ώρες και περιλαμβάνει σειρά ελέγχων μεταξύ των οποίων ανάλυση ελαίου και έλεγχο φίλτρων για ρινίσματα μετάλλων), 2] ότι αν αίτιο αστοχίας του κοχλία του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου ήταν η κόπωση, αυτή θα έπρεπε να έχει επέλθει τις πρώτες ώρες λειτουργίας του κινητήρα, δηλ. εντός μερικών δεκάδων ωρών (π.χ. 10 – 30 h), διότι πρόκειται για ολιγοκυκλική κόπωση, καθώς και ότι αν η εναλλασσόμενη εφελκυστική φόρτιση λόγω ταλαντώσεων του άξονα είχε προκαλέσει τη θραύση του κοχλία, αυτή θα εκδηλωνόταν μετά από λίγες δεκάδες ώρες και όχι έπειτα από τριακόσιες (300) ώρες λειτουργίας, 3] ότι η μη επαρκής σύσφιγξη των κοχλιών σε λογικά πλαίσια δεν αυξάνει τον κίνδυνο θραύσης τους λόγω κόπωσης, αφού έχουν πολύ μεγάλο συντελεστή ασφάλειας έναντι θραύσης από κόπωση, ενώ σύσφιγξη (μικρή ή μεγάλη) εκτός των λογικών πλαισίων μπορεί μεν να οδηγήσει σε αστοχία λόγω κόπωσης αλλά σε διάστημα το πολύ μερικών δεκάδων ωρών μετά τη συντήρηση W6 και όχι σε χρόνο μεταγενέστερο, καθόσον μετά τις δεκαπέντε [15] πρώτες ώρες το υλικό κατασκευής του κοχλία έχει την τάση εμφάνισης άπειρης διάρκειας ζωής και 4] ότι το ενδεχόμενο χρήσης κοχλιών που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρείας δεν εύρισκε έρεισμα σε κανένα από τα αντικειμενικά ευρήματα. Σε απάντηση του τρίτου τεθέντος ερωτήματος παρέθεσε τη χρονική αλληλουχία της υπό έρευνα αστοχίας, όπως αυτή περιγράφηκε στην τεχνική έκθεση των ………, δηλαδή ως εξής: «1. Εμφάνιση πρόσθετης φόρτισης στη περιοχή της κάτω κεφαλής του διωστήρα με τη μορφή αυξημένων εφελκυστικών δυνάμεων στη φάση της εναλλαγής των αερίων. 2. Έναρξη φθοράς εδράνων άνω και κυρίως κάτω κεφαλής του διωστήρα. 3. Θραύση των κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα στο στρόφαλο. 4. Αποκόλληση του κάτω τμήματος συγκράτησης του διωστήρα. 5. Θραύση του διωστήρα λόγω πρόσκρουσης με το έμβολο και άλλα κινούμενα μέρη. 6. Θραύση του εμβόλου. 7. Θραύση του αντίβαρου. 8. Θραύση του διωστήρα του κυλίνδρου Α5. 9. Θραύση του εμβόλου του κυλίνδρου Α5. 10. Συνέχεια της αστοχίας» και επισήμανε, όπως και εκείνοι, ότι η αλληλουχία αυτή αιτιολογεί πλήρως τις γραμμώσεις που εμφανίσθηκαν στη πλειονότητα των χιτωνίων των κυλίνδρων του συγκεκριμένου κινητήρα αλλά και των άλλων δύο κινητήρων, παράλληλα δε τόσο τη χαλάρωση των κοχλιών σύσφιγξης της κεφαλής του εμβόλου στο σώμα του όσο και την υπερθέρμανση και τη φθορά του εδράνου της κάτω κεφαλής του διωστήρα, αιτία των οποίων απετέλεσε η μη ικανοποιητική λίπανση, ψύξη ή (και) η αυξημένη θερμική/μηχανική καταπόνηση, που προήλθαν από δυσμενείς λειτουργικές συνθήκες (υπερφόρτιση). Τέλος, απέκλεισε τα υπόλοιπα πιθανά αίτια της αστοχίας όπως είχαν παρουσιαστεί στις εκθέσεις που του είχε προσκομίσει η κυρίως ενάγουσα, επειδή έκρινε, συμπορευόμενος με τις αντίστοιχες παραδοχές της παραπάνω τεχνικής εκθέσεως του Τομέα Θερμότητας της Σχολής Μηχανολόγων του ΕΜΠ, ότι αδυνατούν να ερμηνεύσουν επαρκώς μερικά από τα ευρήματα, επειδή, συγκεκριμένα, «εάν γίνει αποδεκτό το γενικότερο σενάριο της ακαριαίας αστοχίας ενός εκ των δύο κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα χωρίς κάποιο πρόσθετο αίτιο που να σχετίζεται με τη λειτουργία του ίδιου του κινητήρα θα έπρεπε να υπάρξει άμεση θραύση του δεύτερου κοχλία και απώλεια της επαφής του διωστήρα με το έδρανο της κάτω κεφαλής (στο κομβίο στροφάλου). Λόγω αυτού δεν μπορεί να αιτιολογηθεί η σημαντική φθορά του αντίστοιχου εδράνου το οποίο βρέθηκε εντελώς κατεστραμμένο. Παράλληλα δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το γεγονός ότι οι κοχλίες συγκράτησης της κεφαλής του εμβόλου στο σώμα του βρέθηκαν χαλαροί, προφανώς  λόγω  εφελκυσμού, διότι αν είχαν αστοχήσει οι κοχλίες συγκράτησης του διωστήρα ακαριαία χωρίς εξωτερικό πρόσθετο αίτιο το κομβίο του στροφάλου δεν θα «τραβούσε» μέσω του διωστήρα το έμβολο προς τα κάτω. Συνεπώς το σενάριο ότι η δυσλειτουργία προήλθε από αστοχία συγκράτησης του κοχλία στήριξης δεν μπορεί να εξηγήσει μέρος των ευρημάτων και για το λόγο αυτό πρέπει να αποκλεισθεί». Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν τα συμπεράσματα του έτερου διορισθέντος πραγματογνώμονα ………., ο οποίος αξιολόγησε τόσο τα στοιχεία που του χορηγήθηκαν από τους διαδίκους όσον και έγγραφα που με δικαστική άδεια εξασφάλισε ο ίδιος από τον αγγλικό νηογνώμονα που παρακολουθούσε το πλοίο W Ιδιαίτερη βαρύτητα ο εν λόγω απέδωσε στην τεχνική ανάλυση αστοχίας εξαρτημάτων μηχανής, που, όπως προαναφέρθηκε, είχε πραγματοποιηθεί στα τέλη του έτους 2004 από το Εργαστήριο Ναυπηγικής Τεχνολογίας της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, η οποία κατέδειξε ότι ο ένας κοχλίας του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου της αριστερής κύριας μηχανής του σκάφους αστόχησε λόγω κόπωσης από εναλλασσόμενη κάμψη, η οποία εμφανίζεται ως ψαθυρή θραύση χωρίς γενική παραμόρφωση και ότι ο δεύτερος κοχλίας του ιδίου διωστήρα αστόχησε λόγω υπερφόρτισης με δημιουργία λαιμού και πλαστική παραμόρφωση. Κρίνοντας δε το πόρισμα αυτό ως ορθό ο ίδιος πραγματογνώμονας θεώρησε ότι το πρώτο στοιχείο του κινητήρα που αστόχησε ήταν ο καταπονηθείς από εναλλασσόμενη κάμψη κοχλίας και δεύτερο ο έτερος κοχλίας του ιδίου διωστήρα που αδυνατώντας να παραλάβει το φορτίο των σχετικών περιστρεφόμενων τμημάτων της μηχανής αστόχησε λόγω υπερφόρτισης και με τις παραδοχές αυτές απέρριψε το συμπέρασμα της τεχνικής έκθεσης των ………., ότι πρώτος έσπασε ο κοχλίας συγκράτησης του διωστήρα στο στρόφαλο, λόγω πρόσθετης φόρτισης αυτού, επειδή στην περίπτωση αυτή «θα είχαμε όλκιμη θραύση με δημιουργία λαιμού (εφελκυσμός) και όχι ψαθυρή θραύση χωρίς γενική παραμόρφωση, χωρίς δηλαδή την παρουσία λαιμού (εναλλασσόμενη κάμψη)». Απαντώντας δε στο πρώτο ερώτημα που του τέθηκε διατύπωσε τη γνώμη ότι «…η ζημία προκλήθηκε από συνδυασμό δύο γεγονότων, την χαμηλή αντοχή του υλικού του αστοχήσαντος κοχλία, αφού προέκυψε ότι οι επισκευαστές αντικατέστησαν μόνον 4 από τους 72 κοχλίες των μηχανών που είχαν ήδη εργασθεί περί τα 18 έτη και την ελλιπή σύσφιξη του κοχλία από τους επισκευαστές της εταιρίας .. κατά την τελευταία συναρμολόγηση του διωστήρα». Να σημειωθεί εδώ ότι ως ψαθυρή θραύση περιγράφεται εκείνη που χαρακτηρίζεται από ρωγμές που εξαπλώνονται σχετικά γρήγορα με πολύ μικρή συνοδευτική παραμόρφωση, ενώ ως όλκιμη θραύση εκείνη που επέρχεται ως αποτέλεσμα διαδικασίας που εξελίσσεται σχετικά αργά και συνοδεύεται από εκτεταμένη πλαστική παραμόρφωση στην περιοχή μιας αναπτυσσόμενης ρωγμής, καθώς και ότι στην ένδικη αγωγή δεν περιλαμβάνεται ευθύς ισχυρισμός περί χαμηλής αντοχής του υλικού των κοχλιών του διωστήρα, δεδομένου ότι με σαφήνεια ως αιτία πρόκλησης της αστοχίας προβάλλεται μόνη η ελλιπής σύσφιξη του πρώτου κοχλία του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου. Στο δεύτερο ερώτημα της προδικαστικής απόφασης ο πραγματογνώμονας απάντησε ότι οι αιτίες της ερευνώμενης ζημίας, όπως προβλήθηκαν στις τεχνικές εκθέσεις που προηγήθηκαν της πραγματογνωμοσύνης δεν συντρέχουν αλλά αλληλοαποκλείονται, καθόσον το ένα προβαλλόμενο αίτιο περί αστοχίας που εμφανίστηκε κατόπιν πρόσθετης φόρτισης στην περιοχή της κάτω κεφαλής του συγκεκριμένου διωστήρα με τη μορφή αυξημένων εφελκυστικών δυνάμεων και προκάλεσε φθορά στα έδρανα των άνω και κάτω κεφαλών του διωστήρα και θραύση των κοχλιών συγκράτησης του διωστήρα στον στρόφαλο διαφέρει ουσιωδώς από το έτερο προβαλλόμενο αίτιο της ιδίας αστοχίας, που περιγράφει αυτήν ως αποτέλεσμα της θραύσης του πρώτου κοχλία του διωστήρα Β5 από κόπωση λόγω εναλλασσόμενης κάμψης, από την ελλιπή σύσφιξη του κοχλία αυτού κατά την τελευταία πριν το ατύχημα συναρμολόγηση του διωστήρα, που προκάλεσε θραύση από υπερφόρτιση του δεύτερου κοχλία και σε αποσύνδεση των τμημάτων του διωστήρα. Τέλος, επί του επομένου τεθέντος ερωτήματος, ο ίδιος πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι η αλληλουχία των γεγονότων, όπως περιγράφεται στην από 26.6.2009 τεχνική έκθεση των ……μπορεί να δικαιολογήσει την επέλευση καθεμίας των επιμέρους βλαβών, χωρίς, όμως, σε κανένα σημείο της εκτάσεως διακοσίων δεκαέξι [216] σελίδων εκθέσεώς του να σχολιάζει αν, υπό την εκδοχή που υιοθέτησε, δικαιολογείται η επέλευση καθεμιάς των επιμέρους βλαβών, όπως αυτές παρατίθενται στην αγωγή, μεταξύ των οποίων και αυτές που μνημονεύονται στην τεχνική έκθεση των …………. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογείται η εκτεταμένη ζημία στο έδρανο της κάτω κεφαλής του συγκεκριμένου διωστήρα, που όπως προαναφέρθηκε δεν συνάδει με ακαριαία αστοχία του πρώτου κοχλία του διωστήρα, την οποία υποδεικνύει η ψαθυρότητα της θραύσης του, αφού η φθορά του εδράνου προϋποθέτει την ανάπτυξη τριβής που προηγήθηκε της θραύσης των κοχλιών, που θα μπορούσε να υπάρξει μόνον αν η κίνηση του διωστήρα και του εδράνου του δεν ήταν ελεύθερη. Απαντήσεις στα ερωτήματα του Δικαστηρίου επιχείρησαν και οι διάδικοι διορίζοντας νομότυπα τεχνικούς συμβούλους. Έτσι, με την επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας καταρτίστηκε η από 15.4.2015 τεχνική έκθεση των ………, Επίκουρου Καθηγητή της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ και Λάμπρου Καϊκτσή, Αναπληρωτή Καθηγητή της ιδίας Σχολής, στην οποία γίνεται εν πολλοίς αναφορά στις παραδοχές της από 26.6.2009 τεχνικής έκθεσης των ……… και στα ερωτήματα της προδικαστικής απόφασης δίδονται απαντήσεις σύμφωνα με τα πορίσματα της έκθεσης εκείνης, σημειώνεται δε σε απάντηση του τρίτου ανωτέρω ερωτήματος ότι «η ακολουθία των αστοχιών, όπως αυτές παρατίθενται στην αγωγή, είναι … συμβατή…» τόσον με τη γνώμη που διατυπώνεται στην τεχνική έκθεση ………, όσο και με εκείνη που υιοθετείται από την τεχνική έκθεση ……., αφού κατ’ αμφότερες ο κοχλίας του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου που καταπονήθηκε από εναλλασσόμενη κάμψη «… ήταν το πρώτο [στοιχείο] που αστόχησε (αλλά η αστοχία αποδίδεται σε διαφορετικά αίτια)». Αντιστοίχως, η πλευρά των κυρίως εναγομένων ζήτησε την παροχή τεχνικών συμβουλών από τους ……, οι οποίοι συνέταξαν την από μηνός Απριλίου 2015 έκθεσή τους, που επιγράφεται «Σχόλια ΕΜΠ επί των Εκθέσεων Μ/Υ W», στην οποία γίνεται σχολιασμός των τεχνικών εκθέσεων που συνέταξαν ο …….. στις 4.2.2015 για λογαριασμό των ασφαλιστών του σκάφους W και οι ……. στις 26.6.2009, επιχειρείται η αποδόμηση των πορισμάτων τους με επίκληση των όσων περιελήφθησαν στην από μηνός Δεκεμβρίου 2009 προηγούμενη έκθεση των δύο [2] πρώτων και στην ως άνω περίληψη αυτής και επισημαίνεται με έμφαση ότι καμία από τις εκεί αναφερόμενες εκδοχές δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει επαρκώς ορισμένα από τα αντικειμενικά ευρήματα και, συγκεκριμένα, να αιτιολογήσει, πρώτον, τη σημαντική φθορά του εδράνου της κάτω κεφαλής του διωστήρα Β5, το οποίο βρέθηκε εντελώς κατεστραμμένο, δεύτερον, το γεγονός ότι οι κοχλίες συγκράτησης της κεφαλής του εμβόλου στο σώμα του βρέθηκαν χαλαροί και, τρίτον, τις γραμμώσεις που εμφανίστηκαν στην πλειονότητα των χιτωνίων των κυλίνδρων όχι μόνο του αριστερού άλλα όλων των κινητήρων του πλοίου. Οι ίδιοι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων προέβησαν ακολούθως και σε σχολιασμό των εκθέσεων που οι πραγματογνώμονες εκπόνησαν. Έτσι, με την επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας συντάχθηκε η από 20.6.2016 τεχνική έκθεση των Καθηγητών του ΕΜΠ …….., στην οποία με τα ίδια όπως και προηγουμένως επιχειρήματα γίνεται απόπειρα ανατροπής των παραδοχών της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ………. και επιβεβαίωσης των συμπερασμάτων της αντίστοιχης του .. ., με την πρόσθετη, όμως, επ’ αυτής επισήμανση, ότι «…με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης δεν τεκμαίρεται εάν η πιθανή χαμηλή αντοχή του αστοχήσαντος κοχλία … συνέβαλε και σε ποιον βαθμό στην προκληθείσα ζημία» (βλ. σελ. 16 της εκθέσεως αυτής). Επιχειρείται δηλαδή η ανατροπή της πρώτης αιτίας στην οποία απέδωσε ο εν λόγω πραγματογνώμονας την επίμαχη αστοχία, η οποία, ως ήδη εκτέθηκε, δεν στοιχούσε προς τον κύριο αγωγικό ισχυρισμό. Αντιστοίχως, οι .…. συνέταξαν τις από 5.4.2016 και 11.4.2016 τεχνικές εκθέσεις τους, με τις προέβησαν στο σχολιασμό των πορισμάτων στα οποία κατέληξαν οι πραγματογνώμονες …… και …. αντίστοιχα. Στην πρώτη από αυτές επιχειρείται αντίκρουση των παραδοχών του πραγματογνώμονα, πρώτον, ότι η «άπειρη διάρκεια ζωής» των κοχλιών μετά από ορισμένο αριθμό ωρών λειτουργίας του κινητήρα δε συμβιβάζεται με τις υποδείξεις άλλων κατασκευαστών μηχανών, που συνιστούν την αντικατάστασή τους σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν η εξωτερική εμφάνισή τους είναι κανονική μετά την παρέλευση δεκαέξι έως είκοσι χιλιάδων ωρών [16.000 – 20.000] λειτουργίας του κινητήρα και, δεύτερον, ότι η εναλλασσόμενη κάμψη είναι ο αποκλειστικός μηχανισμός αστοχίας του κοχλία λόγω κόπωσης. Ειδικότερα, στο πρώτο σημείο αντιτάσσουν ότι εν προκειμένω η διαδικασία επισκευής W6 επισυνέβη μετά από δεκαοκτώ [18] μεν έτη λειτουργίας του επίμαχου (αριστερού) κινητήρα, μετά, όμως, από μόλις δύο χιλιάδες εννιακόσιες δώδεκα (2.912) ώρες λειτουργίας του, γεγονός που ενδεικνύει μικρή καταπόνησή τους και, επομένως, ανυπαρξία ενδείξεων περί της ανάγκης αντικαταστάσεώς τους και ως προς το δεύτερο σημείο επιχειρηματολογούν αναφέροντας ότι «σύμφωνα με τις βασικές αρχές της μηχανικής και της αντοχής των υλικών (επιπέδου τεχνικού λυκείου) τόσο η επαναλαμβανόμενη εφελκυστική καταπόνηση όσο και η εναλλασσόμενη κάμψη αποτελούν διαφορετικές μορφές εκδήλωσης του ίδιου μηχανισμού (κόπωση υλικού) με το τελικό αποτέλεσμα να εξαρτάται από το είδος της φόρτισης που είναι κατά περίπτωση κυρίαρχη. Μάλιστα, η χαρακτηριστική μορφή της επιφάνειας αστοχίας ενός εξαρτήματος στο οποίο έχει εκδηλωθεί εναλλασσόμενη κάμψη είναι τέτοια ώστε υπερτίθεται αυτής του εφελκυστικού φορτίου και ουσιαστικά «αποκρύπτει» τη συμμετοχή της», για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση διαταραχής της ομαλής λειτουργίας του διωστήρα από ένα εξωτερικό αίτιο, οπότε και προκαλείται η ανάπτυξη πρόσθετης φόρτισης, πέραν δηλαδή της προβλεπόμενης, η εναλλασσόμενη κάμψη αποκτά μεν σταδιακά με την πάροδο του χρόνου σημαντική επίδραση και στους κοχλίες, όμως εξακολουθούν αυτοί να υφίστανται και το εφελκυστικό φορτίο με το οποίο καταπονούνταν εξαρχής, με αποτέλεσμα ο βαθμός επίδρασης της κάμψης στην τελική αστοχία να εξαρτάται κάθε φορά από το συγκεκριμένο λειτουργικό αίτιο, το οποίο προκάλεσε την ανάπτυξη της πρόσθετης φόρτισης, ως τέτοια δε αίτια απαριθμούν ενδεικτικά την ελλιπή λίπανση, την ελλιπή ψύξη, την υπερφόρτιση ή και το συνδυασμό τους. Από τη συνδυαστική εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η κυρίως ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό της βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι η υπαιτιότητα των προστηθέντων της κυρίως εναγομένης εταιρίας συνίσταται στην ανεπαρκή και τεχνικά αδόκιμη σύσφιξη του πρώτου κοχλία του διωστήρα του Β5 κυλίνδρου της αριστερής μηχανής του πλοίου W, που προκάλεσε καταπόνηση του κοχλία αυτού λόγω ταλαντώσεων και επέφερε τη θραύση του, που είχε ως αποτέλεσμα την αλυσιδωτή υπερφόρτιση και τη θραύση του δεύτερου κοχλία του ιδίου διωστήρα, την αποσύνδεση του τελευταίου και τη συνέχιση της αστοχίας κατά τα στην ένδικη αγωγή αλλά και ανωτέρω ειδικότερα εκτεθέντα. Σε ενίσχυση του ισχυρισμού αυτού κατατείνει μόνον η εικόνα της ψαθυρής θραύσης του πρώτου αστοχήσαντος κοχλία, που δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά πλαστικών παραμορφώσεων και εμφανίζεται να είναι πολυκυκλική, επελθούσα δηλαδή μετά από μεγάλο αριθμό κύκλων εναλλαγής φορτίου του διωστήρα, η οποία (εικόνα) παραπέμπει σε καταπόνηση από εναλλασσόμενη κάμψη και όχι από κυμαινόμενο εφελκυσμό, δηλαδή σε αίτιο οφειλόμενο σε ελλιπή σύσφιξη του κοχλία του διωστήρα, που τον εξέθεσε στην επίδραση εναλλασσόμενων εγκάρσιων δυνάμεων. Το συμπέρασμα, όμως, αυτό αντικρούεται πειστικά για περισσότερους λόγους. Πρώτον, ενόψει της ανεπάρκειας των υφιστάμενων αποδεικτικών στοιχείων ως προς το ουσιώδους σημασίας ζήτημα του μεγέθους της αποκλίσεως της εφαρμοσθείσας ροπής συσφίξεως έναντι της ενδεδειγμένης, αφού η ελλιπής σύσφιξη του κοχλία δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την αντοχή του στην καταπόνηση, ενώ η εκτός των λογικών πλαισίων απόκλιση, όπως αυτή εκτίθεται στην από μηνός Δεκεμβρίου 2009 τεχνική έκθεση των ……. (και στην περίληψη αυτής) και στην από 2.6.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….., τις παραδοχές των οποίων και το Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερες, θα ήταν μεν ικανή να οδηγήσει σε αστοχία λόγω κόπωσης, όμως το αποτέλεσμα αυτό θα έπρεπε να είχε επέλθει σε συντομότερο χρονικό διάστημα από την ολοκλήρωση της επισκευαστικής διαδικασίας της βαθμίδας W6 και όχι μετά την παρέλευση τριακοσίων [300] περίπου ωρών λειτουργίας του κινητήρα. Δεύτερον, επειδή το ενδεχόμενο θραύσης του κοχλία του συγκεκριμένου διωστήρα από υπερφόρτισή του λίγο πριν την τελική αστοχία του παρίσταται εξίσου, αν όχι περισσότερο, πιθανό έναντι της αγωγικής εκδοχής για την εξέλιξη της αστοχίας, αφού ερμηνεύει ικανοποιητικά και τα λοιπά αντικειμενικά ευρήματα, επαρκώς εξηγώντας ειδικότερα, κυρίως, την υπερθέρμανση και τη σημαντική φθορά του εδράνου της κάτω κεφαλής του διωστήρα στην περιοχή του κομβίου του στροφάλου. Προεχόντως, όμως, επειδή, τρίτον, η θραύση του κοχλία του συγκεκριμένου διωστήρα από εναλλασσόμενη κάμψη προϋποθέτει ότι είναι δυνατή η εγκάρσια κίνηση των δύο (2) τμημάτων του διαιρούμενου διωστήρα. Τούτο όμως είναι εφικτό μόνον αν η δύναμη πρότασης που συσφίγγει τα δύο (2) τμήματα μηδενίζεται σε κάποιες χρονικές περιόδους κατά τη λειτουργία της μηχανής (βλ. σελ. 10 της από 15.4.2015 τεχνικής έκθεσης των ……….. και σελ. 15 της από 26.6.2009 τεχνικής έκθεσης των ………..). Για να μηδενιστεί η δύναμη πρότασης θα πρέπει τα διαιρούμενα τμήματα του διωστήρα να παύσουν να συμπιέζονται, ώστε να είναι εφικτή η άρση της επαφής τους και η απώλεια της σύνδεσης μορφής που πρέπει να έχουν. Τούτο με τη σειρά του προϋποθέτει πλήρη απεμπλοκή της οδόντωσης των επιφανειών των διαιρούμενων τμημάτων. Σύμφωνα, όμως, με το κατασκευαστικό σχέδιο του διωστήρα αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν το κατώτερο τμήμα του διωστήρα μετακινηθεί κατά τουλάχιστον εκατόν εξήντα πέντε χιλιοστόμετρα (1,65 mm). Τότε μόνον τα δύο (2) διαιρούμενα τμήματα μπορούν να κινηθούν ελεύθερα εγκαρσίως, ώστε οι κοχλίες συγκρατήσεώς τους να υποστούν αντίστοιχη (εγκάρσια) φόρτιση. Όμως, αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό να συμβεί, ακριβώς λόγω ελλιπούς συσφίξεως των κοχλιών, θα προκαλούσε βέβαια εναλλασσόμενη κάμψη εκάστου κοχλία, καταπόνησή του από αυτήν και θραύση του αλλά τούτο θα συνέβαινε αμέσως μετά την έναρξη λειτουργίας του κινητήρα ή σε χρόνο εγγύτατο προς αυτήν και όχι μετά από παρέλευση τριακοσίων [300] περίπου ωρών, ακριβώς διότι προϋποθέτει την εγκάρσια μετακίνηση αμφοτέρων των κοχλιών που συγκρατούν τα διαιρούμενα τμήματα του διωστήρα, γεγονός που σημαίνει ότι και οι δύο (2) κοχλίες έχουν ανεπαρκή σύσφιξη. Η ενδεδειγμένη σύσφιξη του ενός αποκλείει το ενδεχόμενο της εγκάρσιας μετακίνησης των τμημάτων του διωστήρα ακόμα και αν ο έτερος είναι πιο χαλαρός και πολύ περισσότερο το ενδεχόμενο ακαριαίας θραύσης του χαλαρού, ο οποίος δεν μπορεί να υφίσταται εναλλασσόμενη κάμψη (δηλαδή να ταλαντώνεται) αν οι οδοντώσεις των επιφανειών των διαιρούμενων τμημάτων του διωστήρα παραμένουν, λόγω της πίεσης που εξασφαλίζει η συγκράτηση του άλλου κοχλία, σε εμπλοκή, αφού αυτή αποτρέπει την εγκάρσια μετακίνηση. Αν πάλι αμφότεροι οι κοχλίες έχουν ελλιπώς συσφιχθεί τότε υπόκεινται στην ίδια εγκάρσια φόρτιση και υφίστανται μέχρι την αστοχία τους την ίδια καταπόνηση από εναλλασσόμενη κάμψη, γεγονός που αποκλείει κατά λογική και φυσική αναγκαιότητα την προηγούμενη αστοχία του ενός από εναλλασσόμενη κάμψη και τη μεταγενέστερη αστοχία του έτερου από υπερφόρτιση λόγω της αστοχίας του πρώτου (περί αυτών βλ. σελ. 11 της από 5.4.2016 τεχνικής έκθεσης των ……… και σελ. 18 της από μηνός Απριλίου 2015 όμοιας των ιδίων με τη συμμετοχή και του ……), καθόσον αμφότεροι θα έπρεπε να αστοχήσουν από εναλλασσόμενη κάμψη. Με βάση αυτά δεν διαπιστώνεται υπαιτιότητα των κυρίως εναγομένων για τις ζημίες του αριστερού κύριου κινητήρα του πλοίου W ούτε αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς τους κατά την καθολική ανακατασκευή του συγκεκριμένου κινητήρα με τη ζημία του, όπως αυτή επήλθε. Ομοίως δεν επιβεβαιώνεται νόμιμος λόγος ευθύνης τους για την αποκατάσταση των δαπανών επισκευής και των υπολοίπων δύο (2) κινητήρων, ιδίως ενόψει των αναφερομένων στην από 28.11.2007 τεχνική έκθεση του εμπειρογνώμονα της γερμανικής κατασκευαστικής εταιρίας MTU. Άλλωστε, επί του ζητήματος αυτού, που τέθηκε στους πραγματογνώμονες με το με αριθμό 5 ερώτημα της ως άνω προδικαστικής απόφασης («Οι φερόμενες ως διαπιστωθείσες επιμέρους ζημίες στις λοιπές κύριες μηχανές του πλοίου σε ποια ή ποιες αιτίες είναι δυνατόν να οφείλονται;») προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο μεν ……… αρχικώς διευκρίνισε ότι «οι φερόμενες ως διαπιστωθείσες ζημίες» της δεξιάς και της μεσαίας μηχανής αποτελούν κυρίως φθορές των επιμέρους εξαρτημάτων αυτών, οι οποίες (φθορές) θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία αλλά στη συνέχεια θεώρησε ότι «οι επιμέρους ζημίες στις λοιπές κύριες μηχανές του πλοίου, αποτελούν τόσο ζημίες όσο και φθορές των επιμέρους εξαρτημάτων των μηχανών, εφόσον οι δύο αυτές μηχανές δεν αστόχησαν και οφείλονται στην μη αντικατάσταση των επιμέρους εξαρτημάτων αυτών κατά τη γενική επισκευή W6 της μηχανής, λόγω της μη ορθής επαγγελματικής συμπεριφοράς των εργαζομένων των επισκευαστών ..», ενώ στην έκθεσή του ο έτερος πραγματογνώμονας ……….. διαπιστώνει σχετικώς ότι «Η συντριπτική πλειοψηφία των επιμέρους ζημιών οι οποίες διαπιστώθηκαν στις δύο κύριες μηχανές που δεν αστόχησαν αφορούν σε γδαρσίματα και επιφανειακή φθορά («άρπαγμα») μιας σειράς εξαρτημάτων του κινηματικού μηχανισμού των δύο κινητήρων (κομβία βάσεως και στροφάλου, έδρανα βάσεως και στροφάλου, χιτώνια κυλίνδρων, έμβολα)» και απαριθμεί τα πλέον συνήθη αίτια που προκαλούν τέτοιες φθορές, μνημονεύοντας την ελλιπή λίπανση, την παρουσία σωματιδίων στο λιπαντικό, την παρουσία ξένων σωμάτων στον αέρα εισαγωγής, την υπερθέρμανση και την υπερφόρτιση. Όλες, όμως, αυτές τις αιτίες δεν συσχετίζει με τη διαδικασία επισκευής W6 που προηγήθηκε αλλά με τη μετέπειτα χρήση και συντήρηση του κινητήρα, την άποψη δε αυτή ως ορθή υιοθετεί και το Δικαστήριο. Ορθές ομοίως κρίνονται και οι ακόλουθες επισημάνσεις του ιδίου πραγματογνώμονα, που αναφέρει: «Υπάρχουν επίσης ειδικότερες αστοχίες που αναφέρονται στις εκθέσεις της ενάγουσας που θα έπρεπε να αποκλεισθούν ως εξής: [Α] Ποδιές των εμβόλων οι οποίες βρέθηκαν να φέρουν κάθετα γδαρσίματα και σημάδια από κτυπήματα με μεταλλικό αντικείμενο. Εάν αυτά υπήρχαν εξ’ αρχής δηλ. αμέσως μετά την συντήρηση W6 θα είχαν άμεσα καταστρεπτικά αποτελέσματα τα οποία δεν έλαβαν χώρα. Να σημειωθεί ότι οι δύο  μηχανές που δεν είχαν ζημία συνέχισαν να λειτουργούν κατά την ίδια καλοκαιρινή περίοδο με αυξημένο φόρτο λόγω της απουσίας της τρίτης και χωρίς να παρουσιάσουν δυσλειτουργία. [Β] Στροφαλοφόρος, ο οποίος φέρει αριθμό κατασκευής KRUPP 305/888780, μετρήθηκε και βρέθηκε στρεβλωμένος. Ένας εξ’ αρχής στρεβλωμένος στροφαλοφόρος θα προκαλούσε την εμφάνιση κραδασμών, άρρυθμη και ανεπίτρεπτη λειτουργία, η οποία έπρεπε να έχει γίνει αντιληπτή στη δοκιμαστική λειτουργία και στον ειδικό έλεγχο G84.002 της ημερήσιας επιθεώρησης W1 που γίνεται με ευθύνη του πληρώματος. [Γ] Ο στροφαλοφόρος άξονας με τα αντίβαρα της αριστερής  μηχανής είχε τοποθετηθεί στη δεξιά μηχανή. Εάν είχαν τοποθετηθεί λανθασμένα αντίβαρα θα υπήρχαν ανεπίτρεπτοι και άμεσα αντιληπτοί κραδασμοί και άμεση καταστροφική αστοχία που δεν υπάρχει από τα ευρήματα καθότι ο συγκεκριμένος κινητήρας δεν αστόχησε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Με βάση τη ρητή δήλωση του κατασκευαστή και τη διεθνή πρακτική ο στροφαλοφόρος άξονας με τα αντίβαρά του (δηλ. ζυγοσταθμισμένος) είναι πλήρως εναλλάξιμος. [Δ] Τοποθέτηση στη μεσαία κύρια μηχανή της ρεβέρσας αναστροφής της αριστερής μηχανής: Η ρεβέρσα ως γνωστόν (μειωτήρας – αναστροφέας) δεν αποτελεί «αναπόσπαστο» τμήμα του κινητήρα, είναι πλήρως εναλλάξιμη και ουσιαστικά υπάρχει απομόνωση από το κινητήρα με τη χρήση του ελαστικού συνδέσμου. Εδώ θα έπρεπε επίσης να σημειωθεί ότι η πλοιοκτήτρια με σκοπό τη συνέχιση πλόων το καλοκαίρι, προέβη μόνη της σε εναλλαγή της μεσαίας μηχανής με την αριστερή (που παρουσίασε ζημία) γεγονός που αποδεικνύει την γνώση των ιδιοκτητών για τη δυνατότητα εναλλαγής των μερών», καθώς και ότι «Υπάρχει επίσης ένα σημαντικό πλήθος αναφερόμενων ζημιών οι οποίες είτε δεν στοιχειοθετούνται από κανένα εύρημα είτε είναι τελείως άσχετες με τις αναφερόμενες βλάβες των άλλων δύο μηχανών».

  1. IV. Κατ’ ακολουθίαν όλων όσα προαναφέρθηκαν, η ένδικη αγωγή κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Τα δικαστικά έξοδα των κυρίως εναγομένων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα βαρύνουν την κυρίως ενάγουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Μετά δε την απόρριψη της αγωγής παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας της από 25.1.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 105/7.2.2011 έφεσης, η οποία ασκήθηκε υπό την ενδοδιαδικαστική αναβλητική αίρεση της ευδοκιμήσεως της κύριας έφεσης (ΑΠ 1315/1993, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΤριμΕφΠειρ. ΤΕΠ 100/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2416/2010, Δνη 2011/850). Θα οριστεί, όμως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ) από την ερημοδικασθείσα επικουρικώς εφεσίβλητη, δεδομένου ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της μπορεί να κριθεί μόνο από το δικαστήριο που θα επιληφθεί της εκδικάσεώς της και όχι εκ των προτέρων (ΟλΑΠ 15/2001, ΝοΒ 2002/678 = Δ 2002/510, ΑΠ 285/2017, ΤριμΕφΘεσ. 497/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 22/2016, ΔΕΕ 2017/517).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 3.3.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… κύρια έφεση και την από 25.1.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… επικουρική έφεση ερήμην της επικουρικώς εφεσιβλήτου και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους της επικουρικώς εφεσίβλητης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Απορρίπτει την από 7.7.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε ένδεκα χιλιάδες ευρώ (11.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 3 Μαΐου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ