Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 572/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     572         /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 18/06/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. ….. , αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν.Αριθμ.Κατάθ. ….. και Αριθμ. Κατάθ. …….., κατά της με αριθμ. 6659/20-12-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 10/11/2010 και με αριθμό κατάθεσης ……. αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –έναρξη ισχύος από 1.1.2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση αυτής στις 20-12-2013 μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-06-2014. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και προ της αντικαταστάσεώς της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 10/11/2010 και με αριθμό κατάθεσης ……    αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ομόρρυθμη εταιρία, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, μεταξύ αυτής και της εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, συνήφθη σύμβαση πώλησης των αναφερομένων στην αγωγή προϊόντων, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος 70.621,24 ευρώ. Ότι, ενώ η ίδια προσέφερε προσηκόντως τα παραγγελθέντα από την εναγομένη εμπορεύματα σε αυτήν, στις 02/06/2009, η τελευταία αρνήθηκε να τα παραλάβει, χωρίς νόμιμο λόγο, επικαλούμενη ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση. Ότι, συνεπώς, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς τις αναληφθείσες συμβατικές υποχρεώσεις της, χωρίς να τάξει προθεσμία, δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άσκοπο ενόψει της όλης στάσης της, καθόσον αρνήθηκε να παραλάβει στον συμφωνηθέντα τόπο και κατά τον ορισθέντα χρόνο το εμπόρευμα, που είχε παραγγείλει στην ίδια (ενάγουσα), ενώ δεν της κατέβαλε και το συμφωνηθέν τίμημα, ζημιώνοντάς αυτήν (ενάγουσα), (μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της), κατά το ποσό των 15.293,60 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο κέρδος, το οποίο θα αποκόμιζε από την ένδικη σύμβαση πώλησης. Για τους λόγους αυτής ζήτησε να της καταβάλει η εναγομένη, ως αποζημίωση για την παραπάνω αιτία, το ποσό των 15.293,60 ευρώ, νομιμότοκα από την ημερομηνία, κατά την οποία είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους η παραλαβή από αυτήν των πωληθέντων εμπορευμάτων, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 6659/20-12-2013 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 22-05-2013, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 385, 387 § 1, 389 § 2, 340, 341 Α.Κ., προκύπτει ότι αν κάποιος από τους συμβαλλόμενους είναι υπερήμερος ως προς την οφειλόμενη προς αυτόν παροχή, δικαιούται ο άλλος να τάξει σ’ αυτόν εύλογη προθεσμία εκπληρώσεως, δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο (ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 576/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 31/2015 Δημ. Νόμος) ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Πότε συμβαίνει τούτο κρίνεται κατά τους όρους της συναλλακτικής καλής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις (ΑΠ 576/2017 ό.π., ΜονΕφΛαρ 31/2015 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 και 516 ΑΚ, με τη σύμβαση της πώλησης ο μεν πωλητής έχει την υπο­χρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα, ο δε αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 513, 516, 288 και 343 εδ. α’ ΑΚ συνάγεται ότι ο αγοραστής που δεν παραλαμβάνει το πράγμα, το οποίο προσφέρεται προσηκόντως από τον πωλητή, περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη, οπότε ο πωλητής μπορεί να ασκήσει τα κατά το άρθρο 383 ΑΚ δικαιώματα (ΑΠ 576/2017 ό.π.). Αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγο­ραστής έχει όσα δικαιώματα έχει και ο δανειστής στις αμ­φοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερη­μερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Ειδικότερα, από τα άρθρα 298, 340, 341 και 343 Α.Κ., συνάγεται ότι, αν ο πωλητής βρίσκεται σε υπερημερία, ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, της μεταβίβασης δηλαδή κατά κυριότητα και παράδοσης του πωληθέντος πράγματος στον αγοραστή, με την παρέλευση της σχετικής δήλης ημέρας, ή μετά προηγηθείσα όχληση, ο τελευταίος έχει κατ’ επιλογή, πέραν του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, να εμμείνει σ’ αυτήν και να ζητήσει αποζημίωση για τις θετικές και τις αποθετικές ζημίες (διαφυγόντα κέρδη), που κατ’ αιτιώδη συνάφεια προκλήθηκαν σ’ αυτόν, από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή και ειδικότερα, από την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής του (ΑΠ 1558/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 653/2008 Δημ. Νόμος). Όταν επέλθει δε η υπαναχώρηση λύνεται η σύμβαση αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως σε απόδοση των παροχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι παραπάνω διατάξεις για τις συνέπειες της υπερημερίας, εφαρμόζονται σε όλες γενικά τις συμβάσεις, κατ’ αναλογία (ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος). Μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τον δανειστή (αγοραστή) αποκλείεται η άσκηση του δικαιώματος προς καταβολή της οφειλομένης από τον οφειλέτη παροχής, αφού με την υπαναχώρηση επήλθε συγκέντρωση στο διαζευκτικώς παρεχόμενο στον δανειστή κατ` επιλογή του δικαίωμα, απλοποιουμένης έτσι της ενοχής, υπό την έννοια, ότι η υποχρέωση του οφειλέτη περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή που επιλέχτηκε, η οποία και είναι η μόνη εκπληρωτέα από τον οφειλέτη (ΑΠ 653/2008 ό.π.). Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος για υπαναχώρηση απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός η οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η υπαναχώρηση είναι παράνομη και επομένως άκυρη, κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων με αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις οι οποίες μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 20/2018 ό.π.). Το ποσό, εξάλλου, της πιο πάνω αποζημίωσης (διαφέρον μη εκπληρώσεως) μπορεί να συνίσταται, κατά τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που επιτεύχθηκε με την εκ νέου πώληση του πράγματος και εκείνου, στο οποίο ο πωλητής είχε πωλήσει αρχικώς το πράγμα (ΑΠ 576/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 401 ΑΚ: «Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία, σε περίπτωση αμφιβολίας ο δανειστής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει για μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη. Αν ο δανειστής προτιμά την απαίτηση της παροχής, οφείλει να το ανακοινώσει αμέσως στον οφειλέτη, αλλιώς δεν έχει την απαίτηση αυτή”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εκ μέρους των μερών πρόσδοση ακριβόχρονου χαρακτήρα στη σύμβαση έχει, σε περίπτωση αμφιβολίας, την έννοια ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερήσει την εκπλήρωση της παροχής του δικαίωμα συμβατικής υπαναχωρήσεως, περαιτέρω δε ότι ο δανειστής χάνει την προς εκπλήρωση της παροχής αξίωσης, πλην αν αμέσως ανακοινώσει στον οφειλέτη την εμμονή του σ` αυτήν. Για την εφαρμογή της προκειμένης διατάξεως δεν απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη, αφού ρητώς ορίζεται ότι το προς υπαναχώρηση δικαίωμα του δανειστή γεννιέται από μόνη την καθυστέρηση ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του οφειλέτη. Δεν παρέχεται πάντως το δικαίωμα υπαναχωρήσεως στο δανειστή, αν η καθυστέρηση οφείλεται σε πταίσμα αυτού του ίδιου ή των προσώπων, για τη συμπεριφορά των οποίων ευθύνεται αυτός κατ` άρθρα 330 και 334 ΑΚ (ΑΠ 1410/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1369/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 866/1997 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 534/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 8/2008 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ό,τι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, αν ο οφειλέτης για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντι του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βουλήσεως των μερών κανόνα που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η ανάληψη νέας υποχρεώσεως από τον οφειλέτη, όπως είναι και η έκδοση επιταγής, προς ικανοποίηση του δανειστή, δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση του χρέους, διότι θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής και όχι αντί καταβολής, εκτός αν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή ότι έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής, με τη σύσταση της νέας. Μόνη η παράδοση της τραπεζικής επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Ο οφειλέτης με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρεώσεως από αυτήν υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή δημιουργείται μόνο ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και για το λόγο αυτό δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής. Άλλωστε, ενόψει του ότι, σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, που είναι φορέας αξίας, παρούσας και βέβαιης, η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαιτήσεως και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη. Έτσι, ενώ το χαρτονόμισμα χρησιμεύει για την απόσβεση της ενοχής, κατά τρόπο οριστικό και δε μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή, το αξιόγραφο, όπως είναι και η τραπεζική επιταγή, μπορεί να αποκρουσθεί από το δανειστή και λαμβάνεται από αυτόν, μόνον εάν αυτός θελήσει, η δε λήψη του δεν θεωρείται ότι γίνεται αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει από τη συμφωνία των μερών το αντίθετο (ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1289/2013, ΑΠ 1623/2011).

Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ που εφαρμόζεται για ενοχή αποζημίωσης από το νόμο, αδικοπραξία και σύμβαση, “αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε”. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης της παρ. 1 εδ. α’ απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) υποχρέωση, κατ’ αρχήν, προς αποζημίωση, β) συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας του και γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος προς την επέλευση ή την έκταση της ζημίας. Το πταίσμα του ζημιωθέντος, δηλαδή η υπαίτια πράξη ή παράλειψή του, δύναται να εκδηλωθεί είτε πριν, είτε κατά, είτε μετά τη γένεση της ζημίας, καθόσον δεν οριοθετείται χρονικά από το νόμο. Η συμβολή του ζημιωθέντος θεωρείται ότι υπάρχει και κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, όταν αυτός προέβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι η παράλειψη της αποτροπής ή της μείωσης της ζημίας ασκούσε επιρροή και, έτσι, με τη συμπεριφορά του αυτή συντέλεσε στην επέλευση ή την επέκταση της ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 300, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα είτε να απαλλάξει το ζημιώσαντα είτε να μειώσει την ευθύνη του είτε, τέλος, και να κρίνει ότι, παρά το συντρέχον πταίσμα, αυτός θα πρέπει να φέρει πλήρη ευθύνη  (ΑΠ 576/2017 ό.π.).

Τέλος, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της υπάρξεως κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών, οπότε ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεση, κενού ή αμφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σ` αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Έμμεση διαπίστωση κενού στη σύμβαση ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, από την οποία αποκαλύπτεται, ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως των συμβαλλομένων, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει εκ του γεγονότος ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της συμβάσεως, έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της συμβάσεως ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα (ΑΠ 245/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ  220/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 108/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 669/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 303/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2008, ΑΠ 1581/2007).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της εναγομένης και την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 22/05/2009 ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…» (και ήδη με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……… .» -βλ. σχετ. με αριθμ.  φύλλ. ……  της Εφ.τ.Κ., τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γεν. Εμπορ. Μητρώου-), η οποία εδρεύει στον  …. Αττικής, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, ……., ανακοίνωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία «……..», με έδρα τον ….. Αττικής (ήδη Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «. ….», η οποία προήλθε από μετατροπή και μετασχηματισμό της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2166/1993, η οποία εδρεύει στο  … Αττικής, ……. και εκπροσωπείται νόμιμα –βλ. σχετ. με αριθμ.  φύλλ. …… της Εφ.τ.Κ., τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γεν. Εμπορ. Μητρώου-),), ……, την πρόθεση της εναγομένης να προβεί στην προμήθεια από την ενάγουσα 1.400 σκηνών 2-3 ατόμων, 800 σκηνών 4 ατόμων και 6.000 υπνοσάκκων και ζήτησε σχετικές πληροφορίες για την πώλησή τους, προσκαλώντας αυτόν να υποβάλει σχετική προσφορά. Στη συνέχεια ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας απέστειλε, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mail), στην εναγομένη, στις 25/05/2009 και ώρα 1.35 μ.μ., έγγραφη προσφορά με ανάλυση των τιμών των προϊόντων που ενδιέφερε την εναγομένη εταιρία και με φωτογραφικό υλικό για την αρχική ποσότητα των 1.400 σκηνών 2-3 ατόμων, 800 σκηνών 4 ατόμων και των 6.000 υπνοσάκκων. Επίσης, στο ως άνω από 25/05/2009 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας προς την εναγομένη αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι «…πληρωμή επιταγής 75 ημερών. Παραδοτέα 1 ημέρα πριν την παραγγελία. Παράδοση στις αποθήκες σας 4 ημέρες από την παραγγελία.». Κατόπιν τούτου, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας, …….. , γνωστοποίησε στην εναγομένη εταιρία και δη, εγγράφως, την 26/05/2009 και ώρα 7.40 μ.μ., με ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail), την απόφασή της, περί αναθέσεως σε αυτήν της προμήθειας 5.680 υπνοσάκκων και την 27/05/2009 και ώρα 09.20 π.μ., επιβεβαίωσε με ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) την παραγγελία 820 σκηνών για παράδοση μαζί με τους υπνόσακους το πρωϊ της Παρασκευής 29 Μαϊου, που χρειαζόταν για την κάλυψη των αναγκών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, ήτοι προς περαιτέρω διάθεση αυτών σε πελάτες της, ο δε νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας αποδέχθηκε την πρόταση αυτή. Ειδικότερα, στο ως άνω από 26/05/2009 ηλεκτρονικό μήνυμα αναγράφεται «…Παρακαλώ όπως προχωρήσετε παραγγελία μας για 5.680 υπνόσακους. Με παράδοση το πρωϊ της Παρασκευής 29 Μαϊου. Περιμένω απάντηση για διαθεσιμότητα σε σκηνές…» και στο από 27/05/2009 ηλεκτρονικό μήνυμα αναγράφεται «…επιβεβαιώνω την παραγγελία 820 σκηνών για παράδοση μαζί με τους υπνόσακους το πρωϊ της Παρασκευής 29 Μαϊου…». Συνεπώς, συμφωνήθηκε η πώληση 320 σκηνών τεσσάρων ατόμων τύπου ΝΑΞΟΣ (και όχι 300 σκηνών όπως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στην εκκαλουμένη), 500 σκηνών τύπου ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ και 5.680 υπνόσακων τύπου HUNTER, αντί συνολικού τιμήματος ποσού 70.621,74 ευρώ, το οποίο θα εξοφλούνταν τμηματικά, με την είσπραξη των κατωτέρω αναφερομένων τεσσάρων (4) μεταχρονολογημένων επιταγών, καθώς και η ακριβόχρονη παράδοση, στις 29-5-2009, των πωληθέντων εμπορευμάτων στην έδρα της εναγομένης εταιρίας (βλ . ιδίως την από 18/05/2010 παροχή εξηγήσεων του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, ……… ενώπιον της Πταισματοδίκη Νίκαιας). Από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει τη πώληση των αναφερομένων στην αγωγή διαφορετικών τύπων σκηνών και υπνόσακων πέραν των ανωτέρω, όπως προκύπτει ιδίως από τη διαφορά ως προς την τιμή αγοράς τους από την ενάγουσα των σκηνών τύπου zakinthos αντί 28 ευρώ, Amorgos αντί 27,50 ευρώ και υπνόσακκων τύπου metsovo αντί 24,24 ευρώ, σε σχέση με την τιμή μεταπώλησής τους στην εναγομένη προς 22,50 ευρώ για κάθε σκηνή και προς 7,20 ευρώ για κάθε υπνόσακκο. Ενώ, όμως, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας είχε διαβεβαιώσει το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ότι η ενάγουσα διέθετε το σύνολο των παραγγελθέντων εμπορευμάτων στις αποθήκες της και ήταν σε θέση να της τα παραδώσει εμπρόθεσμα, στις 29/05/2009, λόγω της ανάγκης άσκησης της δικής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ενάγουσα εταιρία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτήν παραστατικά έγγραφα, κατά το χρόνο λήψης της παραγγελίας της εναγομένης, δεν διέθετε στους αποθηκευτικούς της χώρους το σύνολο των παραγγελθέντων εμπορευμάτων, οπότε άρχισε τις διαδικασίες προμήθειάς τους από τρίτους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 28/05/2009 και ώρα 2.47 μ.μ. ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης προώθησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, κατόπιν τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail), e-mail) που είχε αποστείλει σε αυτόν ο πελάτης της, …….., περί ακύρωσης της παραγγελίας του (βλ. σχετ. την αναγραφή στο «Θέμα» του ηλεκτρονικού μηνύματος «FW: Ακύρωση παραγγελίας» του . ….), το οποίο αναγνώστηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας στις 29/05/2009 και ώρα 08.23 π.μ. και στο οποίο αναφέρεται ότι «…Αγαπητέ κ. ….. σας ενημερώνω ότι πρέπει να ακυρωθεί η παραγγελία στην οποία είχαμε συμφωνήσει – προχωρήσει σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με αρ. πρωτ. Π2α/οικ. 69577 όπου προβλεπόταν η αγορά σκηνικού υλικού μαζί με τον υποστηρικτικό μηχανισμό (υπνοσάκους) για τις ανάγκες στέγασης στην Πάτρα αλλοδαπών που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Οι λόγοι για την ακύρωση του προγράμματος δεν μας έχουν ακόμη διευκρινιστεί από την πλευρά του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Μ’ εκτίμηση ………». Στο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα, όμως, το οποίο προωθήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, προκειμένου να του γνωστοποιήσει την ακύρωση της ως άνω παραγγελίας του πελάτη της, η εναγομένη ουδεμία αναφορά κάνει περί ακυρώσεως και της δικής της παραγγελίας προς την ενάγουσα ή περί αιτήματος παρατάσεως στην προθεσμία παράδοσης από την ενάγουσα και παραλαβής από την εναγομένη των πωληθέντων εμπορευμάτων για τις 2/6/2009. Στις 29-5-2009 δε, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης παρέδωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, χάριν καταβολής, τέσσερις (4) επιταγές, ήτοι: α) την υπ’ αριθ. …….. επιταγή της Marfin Egnatia Bank, ποσού 10.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 15-12-2009, β) την υπ’ αριθ. ……. επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 10.250 ευρώ, με ημερομηνία 5-11-2009, γ) την υπ’ αριθ. …. επιταγή της Τράπεζας Eurobank, ποσού 12.750 ευρώ, με ημερομηνία 28-7-2009 και δ) την υπ’ αριθ. …..    επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 37.621,74 ευρώ, με ημερομηνία 25-7-2009, ήτοι συνολικού ποσού 70.621,74 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο συνολικό συμφωνηθέν τίμημα των παραγγελθέντων εμπορευμάτων (βλ. σχετ. από 04/06/2009 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία της εναγομένης προς την ενάγουσα, η οποία κοινοποιήθηκε στην τελευταία στις 05/06/2009, την από 08/09/2010 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία της εναγομένης προς την ενάγουσα, η οποία κοινοποιήθηκε στην τελευταία στις 17/09/2010, σε συνδυασμό με την από 04/06/2009 έγκληση της εναγομένης ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, το από 25/02/2010 σημείωμα της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από 20/01/2010 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………  ανακοπή της). Από τις επιταγές αυτές οι τρεις πρώτες ήταν επιταγές πελατών της εναγομένης, η δε τέταρτη εκδόθηκε από την εναγομένη εις διαταγήν της ενάγουσας. Την ίδια ημέρα, στις 29/05/2009, εκδόθηκε από την εναγομένη η με αριθμ. 106/29-05-2009 «Απόδειξη πληρωμής» ποσού 70.621,74 ευρώ, με αιτιολογία πληρωμής «Εξόφληση τιμολογίου». Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η παράδοση των επιταγών έγινε στις 28-5-2009 δεν κρίνεται βάσιμος, διότι η προσκομιζόμενη απόδειξη με αριθμό 106, για ποσό 70.621,71 ευρώ, δια των ως άνω επιταγών, φέρει ημεροχρονολογία 29/05/2009 και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός δε του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, κατά την ανωμοτί κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ημερομηνία 29/05/2009 στην ως άνω απόδειξη ανεγράφη εκ παραδρομής ενώ στην πραγματικότητα η παράδοση των επιταγών σε αυτόν έγινε στις 28/05/2009, ουδόλως αποδείχθηκε βάσιμος. Συνεπώς, μετά την παραλαβή των ως άνω επιταγών η ενάγουσα είχε υποχρέωση από τη μεταξύ τους σύμβαση να παραδώσει μέχρι τις 29/05/2009 τα ω άνω εμπορεύματα, πλην, όμως, δεν έπραξε τούτο, παρά μόνο στις 2-6-2009 απέστειλε, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. φορτηγό ΔΧ, με οδηγό τον …… , μέρος μόνο των εμπορευμάτων, παρά το γεγονός ότι στο από 2-6-2009 Δελτίο Αποστολής αναγραφόταν, μη νόμιμα, ότι παραδίδεται το σύνολο αυτών, ήτοι 820 σκηνές 4 ατόμων και 5.680 υπνόσακοι, ήτοι συνολικά 6.500 τεμάχια. Ειδικότερα στο κιβωτολόγιο που παρέδωσε η ενάγουσα στην εναγομένη, κατά τη σύναψη της πώλησης, αναγραφόταν ότι η προς παράδοση ποσότητα ανερχόταν σε 718 κιβώτια συσκευασμένων εμπορευμάτων, ενώ η ποσότητα που κατέφτασε με το Δ.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο της μεταφορικής εταιρίας, το οποίο δεν ήταν γεμάτο, κατά την παράδοση, ανερχόταν περίπου σε 132 κιβώτια. Για το λόγο αυτό η εναγομένη αρνήθηκε την παραλαβή των εμπορευμάτων, επικαλούμενη τη μη έγκαιρη παράδοση του συνόλου των πωληθέντων εμπορευμάτων στις 29/05/2009, ανεγράφη δε από το νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας στο με αριθμ. …./2-6-2009 δελτίο αποστολής της ενάγουσας ότι «…δεν παραλαμβάνονται λόγω καθυστέρησης και λάθος ποσότητας, η παραγγελία ήταν αυστηρά για Παρασκευή πρωϊ 29-5-2009…». Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πωλήσεως φέρει το χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης ακριβόχρονης εκτελέσεως, της προβλεπομένης από το άρθρο 401 ΑΚ, αφού ρητώς οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο χρόνος παράδοσης θα ήταν μέχρι τις 29/05/2009, και κατά συνέπεια η παροχή του πωλητή θα ήταν εκπληρωτέα, αποκλειστικώς εντός ορισμένης προθεσμίας. Συνεπώς, εφόσον παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα υπό των συμβληθέντων διαδίκων αποκλειστική προθεσμία εκπληρώσεως της παροχής, η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πωλήσεως κατέστη ανενεργής, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης (ενάγουσα) απώλεσε την αξίωση προς εκπλήρωση της παροχής και αντιστοίχως ο δανειστής (εναγομένη) απαλλάχθηκε από την βαρύνουσα αυτόν από τη σύμβαση υποχρεώσεως προς καταβολή του τιμήματος. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη προέβη στην ακύρωση της παραγγελίας από τις 28-5-2009 κρίνεται αβάσιμος, διότι αφενός μεν στην ηλεκτρονική αλληλογραφία που επικαλείται προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού, ήτοι στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) που στάλθηκε από την εναγομένη με περιεχόμενο την προώθηση του ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) με θέμα «Ακύρωση παραγγελίας» του πελάτη της (της εναγομένης) …….  , δεν αναφέρει ότι ακυρώνει και τη δική της παραγγελία προς την ενάγουσα, αφετέρου δε διότι η εναγομένη δεν θα προέβαινε δηλαδή μία ημέρα μετά από την επικαλούμενη από την ενάγουσα ακύρωση της παραγγελίας, στις 29/05/2009, στην παράδοση των επιταγών σε αυτήν, συνολικού ποσού 70.621,74 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο συνολικό συμφωνηθέν τίμημα των παραγγελθέντων εμπορευμάτων και στη συνέχεια σε άρνηση της αυθημερόν παραλαβής των εμπορευμάτων. ΄Αλλωστε, ενώ η ενάγουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι μετά από την αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) της εναγομένης προς αυτήν με θέμα την ακύρωση της παραγγελίας του πελάτη της, ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας υποσχέθηκε, στις 28/05/2009, στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ότι θα τακτοποιήσει το θέμα που ανέκυψε και αιτήθηκε παράλληλα πίστωσης χρόνου μέχρι τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 2009 για τη διευθέτησή του, παρατείνοντας το χρόνο της παραλαβής από την 29η Μαϊου 2009, παραδίδοντάς του, στις 28/05/2009, τα σώματα των ανωτέρω επιταγών, από το προσκομιζόμενο φωτ/φο του ηλεκτρονικού μηνύματος προκύπτει ότι το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα αναγνώστηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας στις 29/05/2009 και ώρα 08.23 π.μ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, ……… , υπό την ιδιότητά του αυτή, μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον ίδιο, ατομικά, την υπ’ αριθ. 00100135-3 επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 37.621,74 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 25-7-2009, στον Κορυδαλλό, σε χρέωση του με αριθμ. ……….  λογαριασμού της, η οποία (επιταγή) είχε εκδοθεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, σε διαταγή της ενάγουσας και την είχε παραδώσει στο νόμιμο εκπρόσωπό της, στις 29/05/2009. Εν συνεχεία και ενώ η εναγομένη δεν παρέλαβε, κατά τ’ ανωτέρω, τα πωληθέντα προϊόντα, προέβη στην εμφάνιση της επιταγής αυτής, στις 03/06/2009, στην πληρώτρια τράπεζα. Η επιταγή αυτή, όμως, δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, όπως προκύπτει από την από 03/06/2009 βεβαίωση στο σώμα αυτής από την πληρώτρια τράπεζα, καθώς ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης προέβη σε κάλυψη του ποσού αυτού την ίδια μεν μέρα, στις 03/06/2009, αλλά μετά από την εμφάνιση αυτής στην πληρώτρια τράπεζα από τον ανωτέρω κομιστή της (βλ. σχετ. απόσπασμα μηνιαίας κίνησης του με αριθμ. … .. λογαριασμού, που διατηρεί η εναγομένη στην Τράπεζα Κύπρου, για το χρονικό διάστημα από 01/06/2009 έως 30/06/2009, στο οποίο αναγράφεται στις 03/06/2009 κατάθεση ποσού 20.000 ευρώ, με υπόλοιπο 37.859,86 ευρώ). Εν συνεχεία, κατόπιν της από 01/09/2009 αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής του ……., εκδόθηκε σε βάρος της εναγομένης η με αριθμ. 20804/2009 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της ως άνω υπ’ αριθ. .. τραπεζικής επιταγής, με την οποία υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ως άνω, …….  , το ποσό των 37.621,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή και το ποσό των 639,56 ευρώ για δικαστική δαπάνη και κοινοποιήθηκε στις 19/01/2 010 στην εναγομένη η από 08/01/2010 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της με αριθμ. …… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συνολικού ποσού 41.994,39 ευρώ (βλ. σχετ. με αριθμ. ….. έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …..). Εναντίον δε  της ως άνω διαταγής πληρωμής και του Σταματίου Τσοχατζή, η εναγομένη άσκησε την από 20/01/2010 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …… ανακοπή της και τους από 30/08/2010 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ….. και Αριθμ. Κατάθ. Δικογρ. …  πρόσθετους λόγους ανακοπής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η συζήτηση των οποίων εκκρεμεί. Δεν υπέβαλε δε η ενάγουσα αίτημα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, δυνάμει των λοιπών τριών (3) επιταγών, εκδόσεως πελατών της εναγομένης, οι οποίες, επίσης, είχαν παραδοθεί σε αυτήν, στις 29/05/2009. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κοινοποίησε στην ενάγουσα, στις 05/06/2009, την από 04/06/2009 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, με την οποία δηλώνει προς αυτήν ότι ανακαλεί τις ως άνω τέσσερις (4) επιταγές, οι οποίες είχαν παραδοθεί σε αυτήν. Παράλληλα, η εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη, υπέβαλε, στις 05/06/2009, την από 04/06/2009 έγκλησή της, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και προέβη σε σχετική καταγγελία προς το Σ.Δ.Ο.Ε. σχετικά με την αναγραφή της ως άνω ποσότητας των εμπορευμάτων επί του με αριθμ. ….  /2-6-2009 δελτίου αποστολής της ενάγουσας και της διαθέσιμης, στις 02/06/2009, στις αποθήκες της τελευταίας ποσότητας εκ των αναφερομένων εμπορευμάτων. Στα πλαίσια δε διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως κατόπιν της ως άνω εγκλήσεως της εναγομένης, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας στην από 18/05/2010 παροχή εξηγήσεών του, ουδεμία αναφορά κάνει περί συμφωνίας των διαδίκων για τη χορήγηση παρατάσεως στην παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων για τις 02/06/2009. Λόγω δε της έκδοσης της με αριθμ. …/2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εναγομένης, η εναγομένη κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 08/09/2010 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία της, στις 17/09/2010. Σε απάντηση δε αυτής η ενάγουσα κοινοποίησε στη εναγομένη, στις 22/09/2010 και 27/09/2010, τις από 22/09/2010 και 27/09/2010 αντίστοιχα εξώδικες δηλώσεις – προσκλήσεις – διαμαρτυρίες και εν συνεχεία άσκησε την 10/11/2010 και με αριθμό κατάθεσης ……   /17-12-2010 υπό κρίση αγωγή. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι, λόγω καθυστερήσεως της πωλήτριας ενάγουσας να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση για την παράδοση της συμφωνηθείσας ποσότητας εμπορευμάτων σε ορισμένο και ρητά συνομολογημένο χρόνο, η εναγομένη άσκησε νόμιμα το διαπλαστικό δικαίωμά της υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας της ενάγουσας, υπό την έννοια ότι η ενάγουσα απαλλάχθηκε από την υποχρέωση παράδοσης του πωληθέντος πράγματος και αντιστοίχως η εναγομένη απαλλάχθηκε από την βαρύνουσα αυτήν από τη σύμβαση υποχρέωση προς καταβολή του τιμήματος, με αποτέλεσμα την αναδρομική απόσβεση των αμοιβαίων υποχρε­ώσεων των συμβαλλομένων – διαδίκων από τη σύμβαση. Η δήλωση αυτή, όμως, περί υπαναχωρήσεως είναι αμετάκλητη (βλ. σχετ. Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρα 383-385 σημ. 13 σελ. 360). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της συμφωνηθείσης παροχής της, καθώς τα παραδοθέντα σε αυτήν εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου αυτής και του αντιστοίχου της εκκαλούσας εταιρείας τους συμβάσεως και ειδικότερα ως προς το χρόνο παράδοσης αυτών και την ποσότητά τους, και, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται στην καταβολή του αιτουμένου ποσού αποζημίωσης, ύψους 15.293,60 ευρώ, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αντιστοιχεί στο κέρδος, το οποίο θα αποκόμιζε η ενάγουσα από την ένδικη σύμβαση πώλησης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και εκτιμήθηκαν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος και η ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 6659/20-12-2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 18/06/2014 έφεση, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …….    αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν.Αριθμ.Κατάθ. ……..και Αριθμ. Κατάθ. …….., κατά της με αριθμ. 6659/20-12-2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ογδόντα ευρώ (780) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 13/09/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ