Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 585/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    585       /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1393/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 17/3/2009 ενώ το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 8/3/2012 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, στην από 30/10/2008 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι κατόπιν σχετικής προκήρυξης προσλήφθηκαν από την εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία με δοκιμαστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διάρκειας επτά μηνών, για να εργαστούν ως λιμενεργάτες στο λιμάνι του Πειραιά, ότι μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου και αφού κρίθηκε η καταλληλότητα και επάρκειά τους κατάρτησαν με την εναγόμενη, στις αναφερόμενες στην αγωγή τους ημερομηνίες, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι έκτοτε εκτελούν τις εργασίες των λιμενεργατών, όπως αυτές προβλέπονται στον οικείο Κανονισμό Εργασίας και ότι παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί όροι της εργασίας τους και κυρίως οι αποδοχές τους καθορίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, από τον ισχύοντα από την 1/3/2004 Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε.», από την υπ’ αριθμ. 61/2005 Διαιτητική απόφαση και από ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνήφθηκαν μεταξύ της εναγόμενης και του σωματείου τους με την επωνυμία «Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ», κατ’ εφαρμογή των οποίων το βασικό ημερομίσθιό τους, επί του οποίου υπολογίζονται τα πάσης φύσεως επιδόματα και λοιπές προσαυξήσεις, προσδιορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο, η εναγόμενη από την αρχή των εργασιακών συμβάσεών τους, τους καταβάλλει το προβλεπόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ κατώτατο ημερομίσθιο, επί του οποίου υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, άδειας, οι αποδοχές τους για την υπερωριακή και νυκτερινή εργασία και την εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Ζητούσαν, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης α) να υπολογίσει το σύνολο των αποδοχών τους με βάση τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 385/69 με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε.», ο οποίος κυρώθηκε με τη με αριθμό 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, από τη Δ.Α. 61/2005, από τη συμπληρωματική ΣΣΕ της 28/9/2006 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας Ο.Λ.Π Α.Ε., που ισχύει από 28/9/2006 και από τη ΣΣΕ της 10/12/2007 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας Ο.Λ.Π Α.Ε., που ισχύει από 1/1/2007, β) να τους καταβάλει τις διαφορές που προκύπτουν από τον ορθό υπολογισμό των αποδοχών τους με βάση τα ανωτέρω και γ) να υπολογίζει και στο μέλλον τις αποδοχές τους με βάσει τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ για το λιμενεργατικό προσωπικό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας τα δυο πρώτα αιτήματά της ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας και το τρίτο αίτημα ως μη νόμιμο. Κατά της απόφασης αυτής οι εμφανισθέντες εκκαλούντες παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν να γίνει η έφεσή τους δεκτή, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει η αγωγή τους δεκτή. Επίσης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, καθώς και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις τους, οι εκκαλούντες δήλωσαν ότι η ένδικη έφεση δεν εισάγεται ως προς τους απολειπόμενους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, δωδέκατο, εικοστή τρίτη, εικοστή τέταρτη, εικοστό πέμπτο, εικοστό έκτο, εικοστό όγδοο, τριακοστό πρώτο, τριακοστό έκτο, τριακοστό έβδομο και τριακοστό ένατο αυτών.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ η αγωγή ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, δηλαδή ιστορική βάση με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία προς θεμελίωση του αξιουμένου δικαιώματος, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να είναι η διάγνωση της ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή βιοτικής σχέσης που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία συμπίπτει με δικαίωμα ή μπορεί να καταλήξει σε δικαίωμα. Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν’ αναγνωρισθεί α) το δικαίωμα του ενάγοντος εργαζόμενου προς ένταξη στο ορθό μισθολογικό καθεστώς και β) η υποχρέωση του εναγόμενου εργοδότη για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ’  ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σε αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσό. Και τούτο, γιατί στην περίπτωση αυτή η οφειλή του εναγόμενου εργοδότη, που είναι το αντικείμενο της διαφοράς, είναι συγκεκριμένη και οριστή, απλώς δε απομένει να προσδιορισθεί, με μαθηματικό (λογιστικό) υπολογισμό, το ακριβές ύψος της (ΑΠ 45/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 421/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 819/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το άρθρο 70 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από την ουσιαστικού δικαίου αυτή διάταξη προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί κατόπιν αγωγής η ύπαρξη ή η ανυπαρξία έννομης σχέσεως, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Το έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Αφετηρία του, όταν η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από τα πράγματα, είναι η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της επίδικης έννομης σχέσεως, από την οποία πρέπει να απειλείται βλάβη, για την αποτροπή της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση να αποτελεί πρόσφορο μέσο. Εξάλλου, από τη δικονομικού δικαίου, ως εκ της φύσεώς της, διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν η παροχή εξαρτάται από αντιπαροχή, όπως στη σύμβαση εργασίας, δεν επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία, έστω και υπό τη μορφή της αναγνωριστικής αγωγής, εκτός αν ήδη είναι απαιτητό το δικαίωμα. Μόνο όταν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής στο μέλλον, όταν θα καταστεί απαιτητή η αξίωση μετά τη διεξαγωγή της δίκης, επιτρέπεται να ζητηθεί προληπτική δικαστική προστασία, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο στ΄ της ως άνω παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1976/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1914/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1913/2007 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τα άρθρα 511, 520, 522 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως είναι το παραδεκτό, η νομική βασιμότητα και το ορισμένο της αγωγής. Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε, εν όλω ή εν μέρει, ως μη νόμιμη και παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων για την απόρριψη για το λόγο αυτό, τότε το Εφετείο μπορεί να κρίνει την αγωγή απορριπτέα για λόγο μη ουσιαστικό – δικονομικό, όπως ως απαράδεκτη (λόγω αοριστίας ή ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης) και να την απορρίψει για τους λόγους αυτούς και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, χωρίς δηλαδή ειδικό παράπονο, αφού η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα και επομένως δεν υφίσταται κώλυμα από τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την έκδοση από το Εφετείο επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης. Και είναι επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής ως απαράδεκτης αφορά, όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης περί του νομικά βασίμου της αγωγής. Στην περίπτωση όμως αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό από την απόρριψή της ως νομικά αβάσιμης, το Εφετείο εξαφανίζει την εκκαλουμένη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτήν και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους τυπικούς ως άνω λόγους, δηλαδή ως απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (ΑΠ 40/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 103/2001 ΕλλΔνη 42, 714, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42, 925).

Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα όσα πιο πάνω εκτέθηκαν η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη διότι στο δικόγραφό της αναφέρονται τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος των εναγόντων περιστατικά, δηλ. η κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας, το είδος της απασχόλησής τους, τα καθήκοντα τους, το νομικό πλαίσιο που καθορίζει τις αμοιβές τους, ο τρόπος που η εναγόμενη προσδιορίζει την αμοιβή τους και το σχετικό αναγνωριστικό αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με συγκεκριμένα αριθμητικά ποσά το ύψος των δικαιούμενων και αιτούμενων μισθολογικών διαφορών που προκύπτει από το νόμιμο υπολογισμό των αποδοχών τους, ώστε να καθίσταται απαραίτητη η απαρίθμηση των ωρών που κάθε ένας αυτών εργάζεται τις Κυριακές και αυτών της υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τα δυο πρώτα αγωγικά αιτήματα ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένες Κυριακές που κάθε ένας αυτών εργάστηκε και συγκεκριμένες ώρες νυχτερινής και υπερωριακής εργασίας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής τους ως προς τα αιτήματα αυτά να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά αβάσιμος και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη διάταξή της αυτή. Περαιτέρω το αίτημα των εναγόντων – εκκαλούντων να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης – εφεσίβλητης να υπολογίζει στο μέλλον τις αποδοχές τους με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες επιχειρησιακές ΣΣΕ είναι απαράδεκτο, λόγω πρόωρης ασκήσεώς του, διότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής αναγνωρίσεως η ένδικη παροχή, που εξαρτάται από την αντιπαροχή στο μέλλον των υπηρεσιών των εναγόντων – εκκαλούντων ως εργαζομένων στην εναγόμενη – εφεσίβλητη, ενόψει του ότι αυτοί δεν επικαλέστηκαν με την ένδικη αγωγή τους τη συνδρομή των όρων της περιπτώσεως στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ΚΠολΔ, την οποία περίπτωση απαράδεκτα, μη συντρέχουσας ουδεμίας από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ περιπτώσεις, επικαλούνται πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Η απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης, κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, αποτελεί απόρριψη για λόγο μη ουσιαστικό, δικονομικό δηλαδή λόγο, χωρίς μάλιστα, ακόμα και επί τελεσίδικης απόρριψης, να ανακύπτει δεδικασμένο για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικά με την νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια μεν έκρινε, απέρριψε όμως το σχετικό αγωγικό αίτημα ως μη νόμιμο, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επομένως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου εκ μέρους των εναγόντων – εκκαλούντων (με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμο το σχετικό αίτημά τους) κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος που επάγεται η ένδικη έφεση, κατά τα όσα σχετικά παρατίθενται στην μείζονα σκέψη  και ενόψει του ότι η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος της αγωγής ως απαράδεκτου λόγω πρόωρης άσκησής του, δηλ. για τυπικό λόγο, είναι επωφελέστερη από την απόρριψή του ως μη νόμιμου, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και κατά το κεφάλαιο αυτό.

Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, η οποία, σύμφωνα με όσα πιο πάνω αναπτύχθηκαν, είναι ως προς το τρίτο αίτημα της απαράδεκτη ως προώρως ασκηθείσα και κατά τα λοιπά επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένης για τους ανωτέρω λόγους της παραδεκτά επαναφερθείσας με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Εφετείου, κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔ, σχετικής ένστασης της εναγόμενης – εφεσίβλητης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 657 του ΑΚ, 68, 70, 176 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της κατά την ίδια, ως άνω, ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, μετατράπηκε με το άρθρο πρώτο (παρ.1) του ν. 2688/1999 σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» και διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε». Σύμφωνα με την ίδια διάταξη «Η Ο.Λ.Π. Α.Ε. είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν». Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου «Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του μετατρεπόμενου νομικού προσώπου περιέρχεται στην εταιρία Ο.Λ.Π. Α.Ε., η οποία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του . . .». Εξάλλου, στο καταστατικό της Ο.Λ.Π. Α.Ε., που περιλαμβάνεται στο άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 3. 1. Σκοπός της Εταιρίας είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων. . . . 2. . . .», «Άρθρο 6. 1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας . . . αναλαμβάνεται και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο και διαιρείται σε μετοχές, . . . Οι μετοχές της Εταιρίας είναι ονομαστικές. 2. Οι μετοχές της Εταιρίας μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή και σε οποιοδήποτε διεθνώς αναγνωρισμένο Χρηματιστήριο Αξιών με απόφαση της γενικής Συνέλευσης των μετόχων, με την προϋπόθεση ότι το ποσοστό συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας παραμένει τουλάχιστον 51%». Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005: «1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου: α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της. . .  5. Το Κεφάλαιο Β΄ του νόμου αυτού εφαρμόζεται: α) στις ανώνυμες εταιρίες των οποίων μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο), εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής. . .». Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)»: «1. Οι ανώνυμες εταιρείες του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να προσλαμβάνουν το πάσης φύσεως προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, μετά από δοκιμαστική περίοδο ή μη. Οι συμβάσεις αυτές διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. 2. Οι συμβάσεις αυτές μπορούν να καταγγέλλονται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εκάστοτε ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας. 3. Για όσες των εταιρειών του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος νόμου το Δημόσιο εξακολουθεί να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και αντ’ αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 3429/2005, όπως οι παρ. 1 και 4 ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 56 παρ.1 και 2 αντίστοιχα του ν. 3691/2008, (ΦΕΚ Α 166/5.8.2008): «1. Οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν στο εξής, για λόγους γενικού συμφέροντος που συνδέονται με τη λειτουργία τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών τους που έχουν ισχύ νόμου ή ισχύ κανονιστική ή οποιαδήποτε άλλη ισχύ, καθώς και κατά παρέκκλιση οποιωνδήποτε διατάξεων ή συμφωνιών, να προσλαμβάνουν το πάσης φύσεως προσωπικό τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας μέχρι επτά (7) μηνών, ύστερα από προκήρυξη στην οποία καθορίζονται, από την ίδια τη δημόσια επιχείρηση, τα κριτήρια πρόσληψης. Η διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού των δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και της μετέπειτα σύναψης της σχετικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ύστερα από αξιολόγηση της δοκιμαστικής περιόδου από την οικεία δημόσια επιχείρηση, ελέγχεται από το Α.Σ.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητές του και τις ειδικότερες ρυθμίσεις της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου διέπεται αποκλειστικά από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα. 2. Ειδικότερα, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των προσλαμβανομένων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μπορούν να καταγγέλλονται σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της εκάστοτε ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας. 3. Η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν επιτρέπεται να γίνεται καταχρηστικά, αλλά μέσα στα όρια που ορίζονται από το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του εποπτεύοντος την οικεία δημόσια επιχείρηση Υπουργού ρυθμίζονται τα κάθε είδους ειδικότερα θέματα, τα οποία αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων κατά παρέκκλιση των τυχόν αντίθετων διατάξεων εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν στις επιχειρήσεις αυτές». Εξάλλου στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3429/2005 όσον αφορά το άρθρο 13 αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Με το άρθρο 13, και όσον αφορά το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό, ορίζεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δύνανται να προσλαμβάνουν το προσωπικό τους μετά από δοκιμαστική περίοδο επτά μηνών και κατόπιν να μετατρέπουν τη σύμβαση αυτή σε αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Σ.Ε.Π. Οι συμβάσεις αυτές θα διέπονται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της καταγγελίας των συμβάσεων εκ μέρους των διοικήσεων δεν θα μπορεί να γίνεται καταχρηστικά. Δίδεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και στον εποπτεύοντα κατά περίπτωση Υπουργό, να καθορίσουν με κοινή υπουργική απόφαση τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με το άρθρο αυτό διαφοροποιούνται οι εργασιακές σχέσεις για το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό με στόχο τη σύγκλιση προς τα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας». Επομένως, σύμφωνα με το νόμο και την αιτιολογική έκθεση προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να εισαγάγει παρεκκλίσεις στις Δημόσιες Επιχειρήσεις του Κεφαλαίου Β΄ και στις υπαγόμενες στο Κεφάλαιο αυτό ανώνυμες εταιρίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ΟΛΠ Α.Ε., που αφορούν μόνο το νεοπροσληφθέν προσωπικό τους και μόνο για τα θέματα που αναφέρονται αφενός μεν στην πρόσληψή τους, δηλ. στη διαδικασία, στις προϋποθέσεις και στα κριτήρια προσλήψεων, στον εισαγωγικό βαθμό και στην τοποθέτηση νεοπροσλαμβανομένων, στους όρους εργασίας νεoπρoσλαμβανoμένων, στη δοκιμαστική περίοδο μέχρι επτά μηνών, στην αξιολόγηση των υπό δοκιμή προσλαμβανομένων και στη μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου) και αφετέρου στην καταγγελία των συμβάσεων των νεοπροσλαμβανομένων, μετά την μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία περί καταγγελίας της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς οι νεοπροσλαμβανόμενοι να απολαμβάνουν της ειδικής προστασίας κατά την καταγγελία που τυχόν προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός ή οργανισμός ή άλλες διατάξεις ή συμφωνίες που ισχύουν στη Δημόσια Επιχείρηση ή ανώνυμη εταιρία. Μάλιστα η εξουσιοδότηση που δίνει ο νόμος στους αρμόδιους Υπουργούς για τη ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων, ρητά οροθετείται στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 παρ. 1, 2 και 3 δηλαδή περιορίζεται μόνο στα θέματα που αφορούν αποκλειστικά την πρόσληψη και την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων και δεν περιλαμβάνει όλους γενικά τους εργασιακούς όρους που διέπουν τη σύμβαση εργασίας τους και κυρίως τα μισθολογικά θέματα. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω και κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων, δηλ. του άρθρου 17 παρ. 3 και του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3429/2005, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1760/4.4.2006 (ΦΕΚ Β΄ 416/5.4.2006) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας με θέμα «Καθορισμός της διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού στην ανώνυμη εταιρία ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Στο άρθρο 2 της εν λόγω ΚΥΑ ορίζονται ειδικότερα τα εξής: «1. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται βάσει των πινάκων προσληπτέων συνάπτει με την ανώνυμη εταιρία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας μέχρι επτά (7) μηνών. Η χρονική διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου αναγράφεται στο κείμενο της σύμβασης που υπογράφει ο νεοπροσλαμβανόμενος. 2. Ένα μήνα πριν τη λήξη του χρόνου της δοκιμαστικής περιόδου συντάσσεται φύλλο αξιολόγησης του υπαλλήλου από τον άμεσο προϊστάμενο του, για την καταλληλότητα και την επάρκειά του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα για τα οποία προσλήφθηκε. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας λαμβάνοντας υπόψη το φύλλο αξιολόγησης, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για τη σύναψη, ή μη, της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Η απόφαση αυτή, θετική ή αρνητική, ελέγχεται από το Α.Σ.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του. 3. Μετά τον έλεγχο από το Α.Σ.Ε.Π. και εφόσον τούτο αποφανθεί θετικά, το αρμόδιο όργανο της ανώνυμης εταιρίας συνάπτει με τον προσλαμβανόμενο σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. 4. Ο χρόνος της δοκιμαστικής περιόδου αναγνωρίζεται για κάθε συνέπεια». Ακολούθως, με βάση τις ίδιες ως άνω διατάξεις (των άρθρων 17 παρ. 3 και 13 παρ. 4 του ν. 3429/2005) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5111.20/3/9.6.2007 ΚΥΑ των υπουργών Εσωτερικών, Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 1206/13.7.2007) με την οποία στην πιο πάνω υπ’ αριθμ. 1760/2006 ΚΥΑ προστέθηκε άρθρο 3 με τον τίτλο «Αμοιβές» στο οποίο ορίζονται τα ακόλουθα: «α) Ο καθορισμός της αμοιβής και των αποδοχών του προσωπικού που προσλαμβάνεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της παρούσας, γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας ΟΛΠ Α.Ε., εντός των ορίων των επιμέρους κλαδικών ή και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων ανά ειδικότητα και όπου δεν υπάρχουν σχετικές κλαδικές, ή και ομοιοεπαγγελματικές εντός των ορίων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας τόσο για τη δοκιμαστική περίοδο των 7 μηνών όσο και κατά τη σύναψη εργασίας αορίστου χρόνου. β) Ο καθορισμός αυτός γίνεται για την ορθολογική ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων στην εταιρεία ΟΛΠ Α.Ε., κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της Ανώνυμης εταιρίας ΟΛΠ ΑΕ., της υπ’ αριθμ. 61/13.12.2005 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ.» και του κανονισμού εργασίας λιμενεργατών (κωδικοποίηση μέχρι του έτους 1977 με ειδικότερες παραπομπές σε ΣΣΕ, νόμους, αποφάσεις Δ.Σ. μετά το έτος 1977 και μέχρι το 1997 με ειδικές Σ.Σ.Ε.) της από 14.10.2006 συλλογικής σύμβασης εργασίας για το υπαλληλικό προσωπικό της ανώνυμης εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ., της υπ’ αριθμ. 3 από 17.5.2005 συλλογικής σύμβασης εργασίας του Συνδέσμου Εποπτών και Αρχιεργατών της ανώνυμης εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ., όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2/1119 από 19.4.2006 συλλογική σύμβαση καθώς και κάθε άλλης σχετικής ισχύουσας Ειδικής, Επιχειρησιακής, ή άλλης φύσεως και έκτασης Συλλογικής Σύμβασης ή Διαιτητικής Απόφασης, Κανονισμού Εργασίας, Πρωτοκόλλων ή Πρακτικών Συμφωνίας, Κανονισμών Λειτουργίας Διευθύνσεων ή άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου, Αποφάσεων ή Εγκυκλίων της Διοίκησης Εργασιακού χαρακτήρα, ή άλλες πάσης μορφής και είδους Συλλογικών Συμφωνιών εργασιακού ενδιαφέροντος που αναφέρονται και ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις του Προσωπικού της εταιρείας ΟΛΠ Α.Ε. Η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, για την καταπολέμηση των στρεβλώσεων που έχουν δημιουργηθεί με τους προνομιακούς όρους εργασίας που ισχύουν σήμερα, οι οποίοι αποσυνδέουν την πορεία και εξέλιξη της εργασιακής σχέσης από την κατάσταση, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική πορεία της εταιρείας και δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες δημιουργηθείσες συνθήκες και τις εξ αυτών ανάγκες, και επειδή είναι αναγκαίο η αντικατάσταση του μέχρι τώρα ισχύοντος εργασιακού καθεστώτος του προσωπικού στην ΟΛΠ Α.Ε. με ένα νέο ενιαίο, σαφές, ευέλικτο, λειτουργικό, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες συνθήκες, το οποίο θα αποτελέσει πρόσφορο και αποτελεσματικό εργαλείο για την πρόοδο και ευημερία του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ΑΕ αλλά και του προσωπικού του. γ) . . .». Περαιτέρω το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Περαιτέρω, με την διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως (ΟλΣτΕ 3299/2014, ΣτΕ 805/2018 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 312/2018 ΝΟΜΟΣ).  Αυτονόητο και αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της Διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστική πράξη της Διοίκησης που στερείται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρη (ΟλΑΠ 11/2017 ΝΟΜΟΣ) και δεν μπορεί, υπό τη μορφή αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με την αναδρομική κύρωσή της με νόμο. Συνεπώς, νόμος που κυρώνει αναδρομικώς κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή καθ’ υπέρβαση αυτής, καθώς, επίσης, και όταν με την κανονιστική πράξη επιχειρείται η ρύθμιση ζητημάτων που εξαιρούνται της νομοθετικής εξουσιοδότησης, είναι ανίσχυρος κατά το μέρος που ισχυροποιεί αναδρομικώς τον κατά παράβαση του Συντάγματος τεθέντα με αυτήν κανόνα δικαίου, χωρίς να θίγεται, πάντως, η ισχύς του για το μέλλον, η δε κυρωθείσα κανονιστική πράξη δεν αποκτά, με την κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματική κύρωσή της, ισχύ τυπικού νόμου (ΣτΕ 716/2015 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 477/2014 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 338/2011 ΝΟΜΟΣ). Τέλος υπέρβαση δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 4 του ΚΠολΔ, υπάρχει στις περιπτώσεις που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υποθέσεως, η οποία κατά νόμον ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου από τη φύση της ή υποθέσεως, η οποία κατ’ αρχήν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, όμως με ρητή διάταξη νόμου έχει εξαιρεθεί από αυτή. Τα πλαίσια της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζονται από το άρθρο 1 του ΚΠολΔ. Περίπτωση, όμως, τέτοιας υπερβάσεως δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν το πολιτικό δικαστήριο εξετάζει παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία του, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται στο νόμο (άρθρα 2 και 282 του ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την απλή εξέταση αλλά όχι και τη διάγνωση του ζητήματος, το οποίο αποτελεί το παρεμπίπτον (όταν το δικαστήριο στερείται σχετικής δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας), οπότε η απόφασή του για το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 331 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 547/2016 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση την ως άνω εκτεθείσα υπ’ αριθμ. 1760/4.4.2006 Κοινή Υπουργική Απόφαση, εξεδόθη από την εναγόμενη η υπ’ αριθμ. 1/361Μ/26.7.2006 προκήρυξη για την πλήρωση θέσεων προσωπικού με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο επτά (7) μηνών. Ειδικότερα, προκηρύχθηκαν συνολικά διακόσιες σαράντα δύο (242) θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ (πλήρωση με σειρά προτεραιότητας). Όπως ρητά σημειώνεται και στην προκήρυξη, μετά την πάροδο της δοκιμαστικής περιόδου των επτά (7) μηνών το Δ.Σ. της εναγόμενης, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για τη σύναψη ή μη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Η απόφαση αυτή θετική ή αρνητική ελέγχεται από τον ΑΣΕΠ. Μετά τον έλεγχο από τον ΑΣΕΠ και εφόσον τούτο αποφανθεί θετικά, το αρμόδιο όργανο της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας συνάπτει με τον προσλαμβανόμενο σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Με βάση την παραπάνω προκήρυξη, η εναγόμενη προσέλαβε λιμενεργατικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας επτάμηνης δοκιμαστικής διάρκειας, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες και συγκεκριμένα την 1/12/2006 τους πρώτους είκοσι δύο, την 5/12/2006 τους εικοστό τρίτο, εικοστός τέταρτο και εικοστό πέμπτο, την 4/1/2007 τους εικοστό έκτο έως και τριακοστό ένατο, την 23/4/2007 τους τεσσαρακοστό και τεσσαρακοστό πρώτο και την 1/11/2007 τον τεσσαρακοστό δεύτερο. Μετά το πέρας της επτάμηνης δοκιμαστικής περιόδου όλοι οι ενάγοντες συνήψαν με την εναγόμενη συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Την σύναψη και το χρόνο σύναψης των συμβάσεων εργασίας της δοκιμαστικής περιόδου και εκείνων της αορίστου χρόνου με τους ενάγοντες η εναγόμενη δεν αμφισβητεί. Επειδή στην ως άνω προκήρυξη δεν υπήρχε πρόβλεψη για τον καθορισμό των αμοιβών των νεοπροσλαμβανομένων, το Δ.Σ. της εναγόμενης έλαβε την υπ’ αριθμ. 144/14.6.2007 απόφαση του, με την οποία αποφάσισε «Τον καθορισμό των αμοιβώv του νεοπροσλαμβανόμενου, σύμφωνα με την 1/361Μ/2006 προκήρυξη, προσωπικού του ΟΛΠ Α.Ε., ως εξής: 1. Για το υπαλληλικό προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο επτά (7) μηνών, θα εφαρμόζεται αναλογικά η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του Υπαλληλικού Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε. . . . 2. Μετά την ολοκλήρωση και την αξιολόγηση της δοκιμαστικής περιόδου το προσωπικό (υπαλληλικό και λιμενεργατικό) θα εντάσσεται πλήρως στην ισχύουσα για το υφιστάμενο προσωπικό Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Επομένως η εναγόμενη ενεργώντας εντός του τότε υφιστάμενου νομικού πλαισίου που καθόριζε τον τρόπο πρόσληψης του προσωπικού της, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 3429/2005 και την κατά εξουσιοδότησή του εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 1760/2006 Κοινή Υπουργική Απόφαση, αποφάσισε ότι τα μισθολογικά θέματα των νεοπροσληφθέντων λιμενεργατών, επομένως και των εναγόντων, θα καθορίζονται από την Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που ισχύει μεταξύ της εναγόμενης και των εργαζόμενων σε αυτή. Δηλαδή η εναγόμενη αποφάσισε η αμοιβή του νεοπροσλαμβανομένου λιμενεργατικού προσωπικού να ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο που ρυθμιζόταν η αμοιβή του τακτικού λιμενεργατικού προσωπικού της που ήδη τότε εργάζονταν. Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που καταρτίσθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 385/1969 με την υπ’ αριθμ. 15058/7/71 απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας της 7/22 Ιουλ.1971 (ΦΕΚ Β΄ 579) και, όπως και στο προοίμιο του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ), ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησης τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), οι οποίες είναι: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσης τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ’ εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι’ αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού, ενώ, κατά την περαιτέρω ρύθμιση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερομένων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατ’ εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί (άρθρο 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1. 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σε αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπής αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, (άρθρο 24) δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ, κατά το άρθρο 31 παρ. 1, σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα τέταρτο παρ. 3 και πέμπτο του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της εναγόμενης από ν.π.δ.δ. σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την υπ’ αριθμ. 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26.2.2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευση του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σε αυτήν, σύμφωνα δε με το άρθρο 66 παρ. 1 οι όροι καταβολής των αποδοχών και οι λοιποί όροι εργασίας του προσωπικού της εναγόμενης (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1 α, 2 και 4α), καθορίζονται από τον παρόντα Κανονισμό Εργασίας, από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις οποίες αυτό υπάγεται ή τις αντίστοιχες διαιτητικές αποφάσεις και ιδίως από τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις που υπογράφει η εναγόμενη και συμπληρωματικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας καθώς και οι τυχόν υφιστάμενες για το προσωπικό του Ο.Λ.Π. ειδικές διατάξεις. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθμ. 61/2005 Διαιτητικής Απόφασης «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» με χρόνο έναρξης της ισχύος της η 1/12/2005 στο άρθρο 1 της οποίας ρητά ορίζεται ότι «στις διατάξεις της παρούσας απόφασης υπάγεται Α) Το πάσης φύσεως τακτικό Λιµενεργατικό προσωπικό, που υπηρετούσε µε σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου κατά το χρόνο μετατροπής του Ο.Λ.Π. σε Α.Ε. (Επόπτες, Αρχιεργάτες, Λιµενεργάτες εργάτες και φύλακες φορτηγίδων). . . Β) Το πάσης φύσεως τακτικό Λιµενεργατικό προσωπικό, που έχει / ή θα προσληφθεί µετά την ισχύ του νόµου 2688/1999. Γ) Το έκτακτο Λιμενεργατικό προσωπικό που προσλαμβάνεται για να καλύψει αποκλειστικά έκτακτες, εποχικές πρόσκαιρα και επείγουσες ανάγκες της εταιρείας και συνδέεται µε αυτή µε σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου (άρθρο 5 παρ. 1 περίπτ. Β΄ Γενικού Κανονισµού Προσωπικού Ο.Λ.Π.)» και η από 28/9/2006 «Συμπληρωματική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρίας Οργανισμός Λιμένος Πειραιά», που συνήφθη μεταξύ της εναγόμενης και του σωματείου με τη επωνυμία «Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ», στο άρθρο 1 της οποίας ορίζεται ότι στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης υπάγεται το προσωπικό που αναφέρεται στο άρθρο 1 της με αριθμ. 61/2005 Διαιτητικής Απόφασης.

Παρά τα ανωτέρω όμως οι ενάγοντες ουδέποτε αμείφθηκαν με βάση τα ισχύοντα για τον καθορισμό της αμοιβής των λιμενεργατών της εναγόμενης, καθώς το Δ.Σ. της τελευταίας με την υπ’ αριθμ. 186/31.7.2007 απόφαση του ανακάλεσε την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 144/14.6.2007 απόφασή του και αποφάσισε τον καθορισμό της αμοιβής των λιμενεργατών, που θα συνάψουν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μετά την επιτυχή αξιολόγησή τους όπως προβλέπεται στην 1/361Μ/2006 προκήρυξη πρόσληψης, βάσει της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ενώ με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε το σχέδιο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των λιμενεργατών, την οποία υπέγραψαν και οι ενάγοντες, στο Κεφάλαιο ΙΙΙ της οποίας περί αμοιβής αναφέρεται ότι: «Οι αποδοχές καθορίζονται σύμφωνα με την 186/31-7-2007 απόφαση ΔΣ/ΟΛΠ όπως αυτή τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε από την 325/19-12-2007 όμοια με αναλογική εφαρμογή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας». Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο καθορισμός αυτός έγινε για την ορθολογική ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων σε αυτή, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, της υπ’ αριθμ. 61/13.12.2005 διαιτητικής απόφασης κ.λ.π. και στηρίζεται στην υπ’ αριθμ. 5111/2007 ΚΥΑ, με την οποία προστέθηκε τρίτο άρθρο στην υπ’ αριθμ. 1760/2006 ΚΥΑ, το οποίο ρυθμίζει τις αμοιβές του λιμενεργατικού προσωπικού της και το οποίο επέφερε αποκλίσεις και στα μισθολογικά θέματα τα οποία έκτοτε δεν ρυθμίζονται από τα τότε ισχύοντα για τους υπόλοιπους λιμενεργάτες της εναγόμενης, αλλά με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΓΣΣΕ, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τούτο, διότι η εν λόγω ΚΥΑ βρίσκεται εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3429/2005, καθώς τα ειδικότερα θέματα, για τη ρύθμιση των οποίων παρείχε την εξουσιοδότηση στους αρμόδιους Υπουργούς, αφορούν αποκλειστικά τη διαδικασία πρόσληψης και τον τρόπο καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων λιμενεργατών και όχι τις αμοιβές τους, για τις οποίες (αμοιβές) ο ν. 3429/2005 δεν κάνει αναφορά και για το λόγο αυτό είναι αντισυνταγματική και νομικά ανίσχυρη, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Και ναι μεν με το άρθρο 56 παρ. 1 και 2 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166/5.8.2008), ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, τροποποιήθηκαν οι παρ. 1 και 4 αντίστοιχα του άρθρου 13 και επεκτάθηκε το ρυθμιστικό πεδίο του νόμου αυτού και στις αμοιβές του προσωπικού της εναγόμενης, αφού προβλέφθηκε πλέον ρητά ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος και για την αποφυγή των στρεβλώσεων του παρελθόντος ως προς τα εργασιακά θέματα του προσωπικού της εναγόμενης οι αμοιβές καθορίζονται κατά παρέκκλιση των ισχυόντων από την επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον Κανονισμό Εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη συλλογική συμφωνία ή συλλογική ρύθμιση ή επιχειρησιακή συνήθεια, διευρύνοντας ακολούθως και την εξουσιοδότηση προς τους αρμόδιους Υπουργούς ώστε οι κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις τους να ρυθμίζουν και τα θέματα που άπτονται των αμοιβών των νεοπροσλμβανομένων, πλην όμως ο νόμος αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ (αφού στην παρ. 5 του άρθρου 56 ρητά αναφέρει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεση του στη Βουλή των Ελλήνων») και αφετέρου δεν μπορεί να ισχυροποιήσει και να προσδώσει ισχύ τυπικού νομού στην κείμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης υπ’ αριθμ. 1511/2006 ΚΥΑ. Επομένως το Δικαστήριο τούτο ελέγχοντας παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα της εν λόγω διάταξης προκειμένου να κρίνει το μισθολογικό καθεστώς των εναγόντων, που άπτεται της αρμοδιότητάς του, χωρίς να υπερβεί τη δικαιοδοσία του, κρίνει ότι η υπ’ αριθμ. 5111/2007 ΚΥΑ δεν εφαρμόζεται για τους ενάγοντες, οι οποίοι βάσιμα ζητούν να αναγνωριστεί το ενοχικό δικαίωμα τους να καθορίζεται ο βασικός μισθός τους και οι βάσει αυτού λοιπές αποδοχές τους, από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 385/1969, από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε.», από τη Δ.Α. 61/2005 και από τη συμπληρωματική ΣΣΕ της 28/9/2006 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας Ο.Λ.Π Α.Ε. που ισχύει από 28/9/2006, όχι όμως και από τη ΣΣΕ της 10/12/2007 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας Ο.Λ.Π Α.Ε., που ισχύει από 1/1/2007, η οποία δεν εφαρμόζεται για τους ενάγοντες, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, στις διατάξεις της δεν υπάγεται όλο το προσωπικό που αναφέρεται στο άρθρο 1 της με αριθμ. 61/2005 Διαιτητικής Απόφασης, όπως οι ενάγοντες ισχυρίζονται, αλλά μόνο οι μόνιμοι και δόκιμοι λιμενεργάτες και εργάτες και φύλακες φορτηγίδων που υπηρετούσαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά το χρόνο μετατροπής του Ο.Λ.Π. σε AE (1/5/1999).

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 8/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1148/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η μελλοντική άσκηση και από τρίτους παρόμοιων αξιώσεων, στην περίπτωση κατά την οποία ευδοκιμήσει η επίδικη, δεν συνιστά καθεαυτήν ειδική περίσταση, αφού η ενέργεια αυτή αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση του ήδη ασκηθέντος δικαιώματος και δεν συνδέεται με την προηγηθείσα της άσκησης του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη. Αν, όμως, συντρέχουν οι προερχόμενες από την συμπεριφορά αυτών ειδικές περιστάσεις, οι ενέργειες των τρίτων που έχουν ήδη ασκήσει ή αναμένεται βασίμως ότι θα ασκήσουν όμοιες αξιώσεις, μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση επαχθών συνεπειών που θα έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης, στις περιπτώσεις ιδίως που κρίνεται ότι η ικανοποίηση μόνο αυτής δεν θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη (ΟλΑΠ 5/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 223/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1618/2006 ΕλλΔνη 2006, 1644). Εν προκειμένω η εναγόμενη με την υποβληθείσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της και νομίμως επαναφερθείσα κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔ ενώπιον του Εφετείου αυτού ένστασή της ισχυρίστηκε ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά διότι οι ενάγοντες γνώριζαν ή τουλάχιστον όφειλαν να γνωρίζουν ότι η πρόσληψή τους ακολουθούσε μια ρητή νόμιμη διαδικασία που παρέκκλινε από τα ισχύοντα μέχρι εκείνη χρονική περίοδο και ρύθμιζε διαφορετικά και τις αμοιβές των εναγόντων όπως αυτό ρητά αναφερόταν όχι μόνο στην προκήρυξη αλλά και στις ατομικές συμβάσεις πρόσληψής τους που υπέγραψαν, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι ως προς τις αμοιβές τους εφαρμόζεται αναλογικά η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ ενδεχόμενη ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων θα προξενήσει τεράστια ζημία σε αυτήν, καθόσον και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι επικαλούμενοι ομοίως την εφαρμογή του ίδιου νομικού πλαισίου περί αμοιβών θα απαιτήσουν παράνομα χρηματικά ποσά που θα την οδηγήσει σε βέβαιη οικονομική καταστροφή. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφενός μεν διότι η υπογραφή των ατομικών συμβάσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική αποδοχή της αμοιβής τους και ως συνειδητή αποβολή της πρόθεσής τους προς δικαστική επιδίωξη των σχετικών απαιτήσεών τους, ούτε μπορούσε η κατάσταση αυτή να στηρίξει εύλογη πεποίθηση της εναγόμενης ότι οι ενάγοντες δεν πρόκειται ν’ ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο μέλλον, ενόψει και του ότι η συνδικαλιστική οργάνωσή τους («Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ») αξίωσε ρητά τον καθορισμό της αμοιβής και των νεών λιμενεργατών όπως τότε ίσχυε, αλλά αποκρούσθηκε από την εναγόμενη, με την οποία βρίσκονταν έκτοτε διαρκώς σε σχετικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες από 17/11/2005, 8/12/2005, 12/12/2005, 18/12/2006, 16/1/2007, 11/5/2007, 13/6/2007, 20/7/2007, 6/4/2008, 6/5/2008, 10/6/2008, 30/6/2008, 29/8/2008, 18/9/2008 και 9/10/2008 ανακοινώσεις της και δελτία τύπου ενώ κοινοποίησε στην αντίδικη εταιρεία και στους αρµόδιους φορείς µε δικαστικούς επιµελητές και τις από 22/4/2008, 30/4/2008, 9/7/2008, 17/2/2009 και 23/2/2009 γνωστοποιήσεις απεργιακών κινητοποιήσεων µε το συγκεκριμένο αίτηµα. Επιπρόσθετα, ως προς τις επαχθείς οικονομικές συνέπειες που η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι πρόκειται να υποστεί από την ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής και άλλων παρομοίων, ανεξάρτητα από την έκταση της ζημίας που επικαλείται, η ζημία αυτή δεν βρίσκεται σε αιτιώδη σχέση με επιλήψιμη συμπεριφορά των εναγόντων, αλλά με την αρνητική και αντίθετη προς τον οικείο Κανονισμό και τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τακτική της ίδιας να δεχθεί τον προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμού των αποδοχών των εναγόντων και δεν είναι επιτρεπτό σε αυτήν να επικαλείται την ύπαρξη ζημίας για την απόκρουση των αγωγικών αιτημάτων. Επομένως η συμπεριφορά των εναγόντων πριν από την άσκηση της αγωγής, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στην οφειλέτρια εναγόμενη (και δη στους ασκούντες την διοίκηση αυτής) την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, έτσι ώστε η μεταγενέστερη με την ένδικη αγωγή άσκησή του να μην δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει, και δη προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω του ιδιαίτερου δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 1393/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης α) να υπολογίσει το σύνολο των αποδοχών των εναγόντων – εκκαλούντων με βάση τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 385/1969 με την υπ’ αριθμ. 15058/7/71 απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας της 7/22 Ιουλ.1971 (ΦΕΚ Β΄ 579), από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε.», ο οποίος κυρώθηκε με τη με αριθμό 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26.2.2004), από την υπ’ αριθμ. 61/2005 Διαιτητική Απόφαση «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και από τη συμπληρωματική ΣΣΕ της 28/9/2006 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας Ο.Λ.Π Α.Ε., β) να καταβάλει τις διαφορές που προκύπτουν από τον ορθό υπολογισμό των αποδοχών τους με βάση τα ανωτέρω.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 18 Σεπτεμβρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ