Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 587/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    587/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ, 76 § 1  και 328 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι όταν ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής του ασκούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους με βάση το κατάλοιπο συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, που καταγγέλθηκε από τον δανειστή, υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους καθ’ ο μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα, είναι η ύπαρξη και η έκταση της κύριας σε βάρος τους οφειλής (ΑΠ 1946/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 76 §§  1 και 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες οι πράξεις του καθενός από τους αναγκαίους ομοδίκους ωφελούν ή βλάπτουν τους άλλους  και ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους έχει αποτελέσματα και για τους άλλους, συνάγεται ότι οι συνέπειες που εξαρτώνται από την επίδοση ως διαδικαστικής πράξης επέρχονται  από την επίδοση και προς τον τελευταίο ομόδικο (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 76, αριθ. 38, Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό άρθρο 76, αριθ. 6).

Η από 14-12-2015 (με αρ. κατάθ. …….) υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της με αρ. 3686/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 4-10-2013 ανακοπής κατά της υπ’ αρ. …… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η τελευταία επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στους εκκαλούντες, οι οποίοι συνδέονται με τον δεσμό της αναγκαίας ομοδικίας [καθόσον πρόκειται για την πρωτοφειλέτρια εταιρεία-πρώτη ανακόπτουσα  και τους εγγυητές-υπόλοιποι ανακόπτοντες σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και το αντικείμενο της δίκης, που ανοίχθηκε με την ως ένδικη ανακοπή, αφορά την ύπαρξη της οφειλής], έγινε στις 20-11-2015 (βλ. με αρ. . …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …….) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 15-12-2015 (άρθρα 76 § 1, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη λόγω συνάφειας (άρθρα 31 § 1, 246 ΚΠολΔ) με τους από 3-11-2017  (με ειδ. αρ. κατάθ. …….) πρόσθετους λόγους, οι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά με χωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου τούτου και αντίγραφο τους επιδόθηκε στο εφεσίβλητο στις 6-11-2017 (βλ. με αρ. …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή περιφέρειας Εφετείου Αθηνών …….), ήτοι τριάντα ημέρες πριν την συζήτηση της ένδικης έφεσης (άρθρα 520 § 2 ΚΠολΔ).

Με την από 4-10-2013 ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζήτησαν την ακύρωση της με αριθμό …..  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση του καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητου, πιστωτικού ιδρύματος, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στο τελευταίο το ποσό των 388.005,37 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως κατάλοιπο δύο  οριστικώς κλεισθέντων λογαριασμών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνάφθηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και του καθ’ ου, την τήρηση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν  οι υπόλοιποι ανακόπτοντες ως αυτοφειλέτες. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε  αυτή και επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι ανακόπτοντες με την ένδικη έφεση τους για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ορθώς εκτιμώμενοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά και με τους από 3-11-2017 πρόσθετους λόγους αυτής, με τους οποίους επαναφέρουν προς δευτεροβάθμια κρίση τους περιεχόμενους στην ανακοπή τους λόγους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά

περιστατικά : Με την υπ’ αρ. ……. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ του καθ’ ου, ήδη εφεσίβλητου, πιστωτικού ιδρύματος, του οποίου η άδεια λειτουργίας ανακλή­θηκε και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με την υπ’ αρ. 85/26-7-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 1831/26-7-2013), και της πρώτης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας ως πιστούχου χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με όριο το ποσό των 600.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε δυνάμει της υπ’ αρ. ……. πρόσθετης πράξης αυξήσεως ορίου πίστωσης κατά το ποσό των 200.000 ευρώ και ανήλθε  συνολικά στο ποσό των 800.000 ευρώ. Στην ίδια ως άνω σύμβαση συμβλήθηκαν και οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτης και πέμπτος των ανακοπτόντων ως εγγυητές, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, ως πρωτοφειλέτες, για την εξόφληση κάθε οφειλής απορρέουσας από αυτήν, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Στην εν λόγω σύμβαση πίστωσης περιλήφθηκαν και οι εξής όροι : «2. Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει στην τράπεζα τόκο, ο υπολογισμός του οποίου γίνεται τοκαριθμικά επί του πραγματικού ημερήσιου χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης σε ευρώ, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο που καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα και ανακοινώνει στον τύπο και το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 7,70% μονάδες μειωμένο κατά 2,2 εκατοστιαίες μονάδες ή το ισχύον κατά την ημέρα εκταμίευσης Euribor για τη συμφωνηθείσα περίοδο … Η τράπεζα σταθμίζοντας εκάστοτε τις διαμορφούμενες συνθήκες της αγοράς, διατηρεί το δικαίωμα να εφαρμόζει κατά περίπτωση οποιοδήποτε εκ των δύο ως άνω επιτοκίων κατάλληλο. 3. Ο τόκος λογίζεται και καταβάλλεται στο τέλος κάθε τριμήνου, ήτοι 31 Μαρτίου, 30 Ιουνίου, 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου. Για τον υπολογισμό των τόκων, συμβατικών, υπερημερίας και τόκων επ’ αυτών, συνομολογείται έτος καθορισμού 360 ημερών. Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει όλες τις εκάστοτε ισχύουσες εισφορές, ενδεικτικά δε και όχι περιοριστικά, την εισφορά του Ν. 128/1975, η οποία ανέρχεται σε 0,6% ετησίως … 4. Η τράπεζα σταθμίζοντας εκάστοτε τις διαμορφούμενες συνθήκες της αγοράς ή και βάσει τραπεζικών κριτηρίων, δύναται με ανακοίνωση στον τύπο ή με άλλον τυχόν τρόπο επιβαλλόμενο από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, να αναπροσαρμόζει το βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο ή το περιθώριο ή τον τρόπο υπολογισμού χωρίς τη σύμπραξη του πιστούχου, ο οποίος δηλώνει από τώρα ότι αποδέχεται οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου ή του περιθωρίου ή/και του τρόπου υπολογισμού. Κάθε αναπροσαρμογή του βασικού κυμαινόμενου επιτοκίου ισχύει από την οριζόμενη από τη σχετική δημοσίευση ημέρα. Ο χρόνος της τυχόν ενημέρωσης του πιστούχου από την τράπεζα για τη μεταβολή του βασικού κυμαινόμενου επιτοκίου δεν επηρεάζει τον ανωτέρω χρόνο έναρξης της ισχύος της μεταβολής … 8. Η τράπεζα δικαιούται μονομερώς είτε κατά την απόλυτη κρίση της είτε εξαιτίας αποφάσεων νομισματικών αρχών να προβαίνει σε αναστολή ή και περιορισμό της χρήσης του ορίου  της πίστωσης σε οποιοδήποτε χρόνο, ακόμη και πριν γίνει η χρήση της χωρίς προγενέστερη ειδοποίηση προς τον πιστούχο. Ο πιστούχος υποχρεούται σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου της πίστωσης να καταθέτει  αμέσως τη διαφορά σε πίστωση του ή των λογαριασμών διαφορετικά η τράπεζα δικαιούται να κλείνει οριστικά αυτοτελώς κάθε ένα από τους τυχόν περισσότερους λογαριασμούς της πίστωσης και να επιδιώκει την είσπραξη του και πριν από το οριστικό κλείσιμο ολόκληρης της πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο πιστούχος αυτοδίκαια, χωρίς προγενέστερη ειδοποίηση, περιέρχεται σε υπερημερία, το κατάλοιπο είναι αμέσως απαιτητό και εκτοκίζεται με τόκο υπερημερίας υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 5 της παρούσας…. 12. Η τράπεζα  έχει το δικαίωμα να κλείνει περιοδικά ανά τρίμηνο τον ή τους λογαριασμούς της πίστωσης. Στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου η τράπεζα θα αποστέλλει στον πιστούχο αντίγραφο του ή των λογαριασμών που θα αποδεικνύουν την κίνηση του/ς καθώς και το υπόλοιπο του/ς κατά το τρίμηνο αυτό. Ο πιστούχος αφού ελέγξει τα κονδύλια του/των λογαριασμού/ών οφείλει να αναγνωρίσει το υπόλοιπο αυτού/ών, επιστρέφοντας υπογεγραμμένο προς την τράπεζα το αντίγραφο της επιστολής της. Ο πιστούχος οφείλει μέσα σε 20 ημέρες από το τέλος του ημερολογιακού τριμήνου να γνωστοποιήσει με έγγραφο προς την τράπεζα ότι δεν έλαβε αντίγραφο του/των λογαριασμού/ών ή ότι διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου που παρέλαβε. Εάν ο πιστούχος δε προβεί στην ως άνω γνωστοποίηση θεωρείται ότι έλαβε γνώση του αντιγράφου του λογαριασμού/ών και ότι έχει αναγνωρίσει την ακρίβεια του ή των λογαριασμών και το υπόλοιπο αυτού/ών παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα του να αμφισβητήσει το κατάλοιπο αυτό. Ο πιστούχος κάνοντας χρήση της πίστωσης θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει την ακρίβεια του ή των λογαριασμών της. Ρητά επίσης συμφωνείται ότι την αυτή ισχύ και αποδεικτική δύναμη έχει αφενός μεν το απόσπασμα του ή των αντίστοιχων λογαριασμών καθυστερήσεων από τα βιβλία της τράπεζας, αφετέρου δε και οι καταστάσεις ή αντίστοιχη μηχανογραφική απεικόνιση της τράπεζας στις οποίες εμφαίνεται η απαίτηση της τράπεζας από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων σύμφωνα με την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία…. 14. Οι τόκοι υπολογίζονται πάνω στο ανεξόφλητο κάθε φορά υπόλοιπο κάθε ανάληψης, με βάση έτος 360 ημερών και τον χρόνο που πράγματι πέρασε και σύμφωνα με όσα ισχύουν στη διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση…. 22. Ο πιστούχος έχει την υποχρέωση να αποπληρώνει στην τράπεζα τα ποσά που αναλαμβάνει τους τόκους και κάθε γενικά οφειλή του από την πίστωση αυτή, μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται στην παρούσα σύμβαση σε τυχόν παρατάσεις τους ή /και σε πρόσθετες σ’ αυτήν πράξεις. Σε περίπτωση καθυστερήσεως της πληρωμής οποιασδήποτε οφειλής του εντός των συνομολογούμενων προθεσμιών ο πιστούχος καθίσταται υπερήμερος αυτοδικαίως με μόνη την πάροδο της ημέρας κατά την οποία η οφειλή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και υποχρεούται από την ημέρα αυτή και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του, να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του καθυστερούμενου ποσού της οφειλής, με τα επιτόκια που ορίζονται ανωτέρω για οφειλές σε δραχμές/ευρώ ή σε ξένο νόμισμα. Η τράπεζα εξάλλου δικαιούται ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με απλή επιστολή να κλείσει τον λογαριασμό της πίστωσης είτε μερικώς ως προς το ποσό της αναλήψεως η εξόφληση του οποίου καθυστερεί είτε και ολικώς ως προς το σύνολο της πίστωσης και αν ακόμη οι προθεσμίες εξοφλήσεως άλλων τυχόν αναλήψεων από την πίστωση αυτή δεν έχουν ακόμη παρέλθει. Σε κάθε τέτοια περίπτωση το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο που θα προκύπτει από το κλείσιμο αυτό του λογαριασμού της πίστωσης (μερικό ή ολικό) θα καθίσταται αμέσως, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος θα οφείλει από τότε χωρίς άλλη όχληση, τόκους υπερημερίας πάνω στο ποσό αυτό, σύμφωνα με τα αυτά ως άνω επιτόκια….. 26. Σε κάθε περίπτωση οριστικού κλεισίματος της πίστωσης, το υπόλοιπο αυτής καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος θεωρείται αυτοδικαίως υπερήμερος και οφείλει τόκους  υπερημερίας σύμφωνα με τα επιτόκια υπερημερίας που ορίζονται ανωτέρω… 27… Ο πιστούχος και ο εγγυητής συμφωνούν ότι η οφειλή που θα προκύπτει κατά το περιοδικό ή οριστικό κλείσιμο του/των λογαριασμού/ών της πίστωσης θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των βιβλίων της τράπεζας ή από στοιχεία που τηρεί για την πίστωση αυτή, τα οποία εκδίδει η ίδια και στα οποία εμφανίζεται η κίνηση του ή των οικείων λογαριασμών της πίστωσης από την έναρξη της πίστωσης ή από την τελευταία αναγνώριση μέχρι το οριστικό κλείσιμο της. Ρητά συμφωνείται  ότι τα αποσπάσματα των βιβλίων της τράπεζας ή τα στοιχεία της τράπεζας που εμφανίζουν τις χρεοπιστώσεις την κίνησης του /των λογαριασμού/ών της πίστωσης από την έναρξη της λειτουργίας της ή από την τελευταία αναγνώριση του πιστούχου και το υπόλοιπο που οφείλεται αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας κατά του πιστούχου και του εγγυητή, οι οποίοι δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν τα ποσά του/των λογαριασμού/ών. 28. Ο πιστούχος βαρύνεται με κάθε φόρο ή εισφορά που επιβάλλεται ή θα επιβληθεί τυχόν και στο μέλλον σχετικά τόσο με την κατάρτιση της παρούσας σύμβασης και των παρεπομένων αυτής συμφωνητικών όσο και με τους τόκους της πίστωσης (με εξαίρεση μόνο τον φόρο εισοδήματος της τράπεζας), όπως επίσης βαρύνεται και με κάθε δαπάνη που θα απαιτηθεί από την κατάρτιση και μέχρι την εξόφληση της πίστωσης για οποιοδήποτε λόγο περιλαμβανομένων και των τυχόν δικαστικών δαπανών προς επιδίωξη της εισπράξεως των οφειλών του ως και των δαπανών αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ αυτού, τα ποσά δε αυτά προκαταβαλλόμενα τυχόν από την τράπεζα υποχρεούται ο πιστούχος να της τα αποδώσει αμέσως και σε περίπτωση τυχόν καθυστερήσεως τους με τον επ’ αυτών τόκο υπερημερίας που καθορίζεται στο άρθρο 5 της παρούσας από την ημέρα κατά την οποία πληρώθηκαν από την τράπεζα και μέχρι την εξόφληση… 32. Συμφωνείται ότι παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην τράπεζα εγγράφως με απόδειξη μέσα σε 20 ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που του ταχυδρομήθηκε …. 41. Ο/Οι συμβαλλόμενος/οι ως τρίτος/οι εγγυητής/ές αφού έλαβε/αν γνώση των όρων τη παρούσας σύμβασης πίστωσης δηλώνει/νουν ότι εγγυάται/ώνται προς την τράπεζα υπέρ του πιστούχου την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής και την πλήρη εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του/των λογαριασμού/ών, που εξυπηρετεί/ούν την πίστωση κατά κεφάλαιο, τόκους, πάσης φύσεως προμήθειες, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, ανεξάρτητα από τα δικαιόγραφα σε διαταγή που τυχόν έχουν παραδοθεί… ευθύνεται/ονται δε εις ολόκληρο ως αυτοφειλέτης/ες και παραιτείται/ούνται  από τώρα ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867, 868 και 869 του Αστικού Κώδικα καθώς και από κάθε άλλη ένσταση ή δικαίωμα κατά της τράπεζας…..». Η επίδικη σύμβαση εξυπηρετήθηκε με δύο αλληλόχρεους λογαριασμούς, μέσω των οποίων η πιστούχος έκανε χρήση της χορηγηθείσας πίστωσης, και συγκεκριμένα τον υπ’ αρ. GR ……., που λειτούργησε από τις 5-12-2006 μέχρι τις 16-4-2013 (ημερομηνία οριστικού κλεισίματος του) και τον υπ’ αρ. GR ……., που λειτούργησε από τις 15-4-2011 μέχρι τις 16-4-2013 (ημερομηνία οριστικού κλεισίματος του). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 5-12-2006 στα πλαίσια της άνω σύμβασης χορηγήθηκε από το καθ’ ου στην πιστούχο εταιρεία το ποσό των 500.000 ευρώ, καταχωρούμενο στον πρώτο από τους ανωτέρω δανειακούς λογαριασμούς, ενώ στις 15-4-2011  χορηγήθηκε στην πιστούχο εταιρεία και το ποσό των 290.000 ευρώ, το οποίο καταχωρήθηκε στον δεύτερο από τους ανωτέρω λογαριασμούς και μεταφέρθηκε ως πίστωση στον πρώτο από αυτούς (τους λογαριασμούς), ο οποίος κατ’ εκείνη την ημερομηνία εμφάνιζε υπόλοιπο 542.468,16 ευρώ. Παράλληλα, η πιστούχος με την από 12-4-2011 υποσχετική επιστολή της υποσχόταν προς το καθ’ ου πιστωτικό ίδρυμα ότι η εξόφληση του ποσού των 290.000 ευρώ  θα γινόταν σε μηνιαίες δόσεις, ποσού η καθεμία 4.833,33 ευρώ, αρχής γενομένης από 12-5-2011 και με τελευταία  δόση στις 12-4-2016. Στη συνέχεια, η πρώτη ανακόπτουσα με τις με ημερομηνία 30-9-2011 δύο έγγραφες δηλώσεις προς το καθ’ ου αναγνώρισε ότι το κατά την ημερομηνία αυτή υφιστάμενο χρεωστικό υπόλοιπο των δύο ως άνω αλληλόχρεων λογαριασμών,  όπως προέκυπτε από το αντίγραφο των χρεοπιστώσεων που της απέστειλε το καθ’ ου, ανερχόταν για τον μεν GR ……. λογαριασμό στο ποσό των 95.431,97 ευρώ και για τον GR …….. λογαριασμό στο ποσό των 278.005,72 ευρώ. Περαιτέρω, όπως εμφαίνεται από τις επισυναπτόμενες στην διαταγή πληρωμής αναλυτικές καταστάσεις κινήσεως των δύο λογαριασμών, που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση της επίδικης σύμβασης, από τον Σεπτέμβριο του 2012, για τον πρώτο εξ αυτών, και από τον Μάρτιο του 2012, για τον δεύτερο λογαριασμό, η πρώτη ανακόπτουσα είχε σταματήσει τις όποιες καταβολές, οπότε το καθ’ ου, όπως είχε δικαίωμα από την επίδικη σύμβαση, στις 16-4-2013 έκλεισε αυτούς οριστικά. Ακολούθως, η καθ’ ης με τις από 8-5-2013 εξώδικες δηλώσεις – γνωστοποιήσεις, τις οποίες επέδωσε στους ανακόπτοντες, όπως προκύπτει από τις με αρ. …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …… και τις υπ’ αρ.  ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……, γνωστοποίησε σε αυτούς ότι  έκλεισε οριστικώς, σύμφωνα με τους υπ’ αρ. 22 και 25 όρους της επίδικης σύμβασης, ως είχε δικαίωμα, του τηρηθέντες  προς εξυπηρέτηση της άνω σύμβασης λογαριασμούς στις 16-4-2013, οπόταν αυτοί εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο 306.169,11 ευρώ και 81.836,26 ευρώ αντίστοιχα και τους προσκάλεσε συγχρόνως να της καταβάλλουν άμεσα αυτό. Στη συνέχεια,   με βάση την από 5-6-2013 αίτηση του καθ’ ου  εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. ……  διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία οι ανακόπτοντες επιτάσσονταν να καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 388.005,37 ευρώ πλέον τόκων από 17-4-2013 και εξόδων. Προκειμένου για την έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής το καθ’ ου η ανακοπή προσκόμισε : 1) την προαναφερόμενη σύμβαση πίστωσης και την πρόσθετη πράξη αυτής, επικαλούμενη α) ότι το επιτόκιο, με βάση τα οριζόμενα στην επίδικη σύμβαση και ως δημοσιεύτηκε στον τύπο, ανερχόταν κατά την υπογραφή αυτής σε 7,70%, ενώ στη συνέχεια διαμορφώθηκε από 14-12-2006 σε 7,95%, από 12-3-2007 σε 8,20%, από 14-6-2007 σε 8,45%, από 23-1-2008 σε 8,75%, από 27-3-2008 σε 9%, από 17-6-2008 σε 9,20%, από 14-7-2008 σε 9,45%, από 3-10-2008 σε 10,25% και από 10-5-2011 σε 10,75%, μειωμένο κατά 2,20%  πλέον της εισφοράς Ν. 128/1975, που κατά την υπογραφή της σύμβασης ανερχόταν σε 0,6% ετησίως, β)το επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σε 2,5% ετησίως μεγαλύτερο από το συμβατικά οριζόμενο καθώς και τη συμφωνία ανατοκισμού ανά εξάμηνο, γ) τη σύμβαση εγγύησης, με την οποία οι εγγυητές ανέλαβαν την ευθύνη εξόφλησης κάθε οφειλής που θα προέκυπτε από την επίδικη σύμβαση πίστωσης ως αυτοφειλέτες, 2) τις δύο έγγραφες δηλώσεις αναγνώρισης υπολοίπου της πρώτης ανακόπτουσας, 3) τα αποσπάσματα από τα επίσημα εμπορικά της βιβλία, εξηγμένα από την περιφερειακή μονάδα του υποκαταστήματος Νίκαιας, στα οποία εμφαίνεται όλη η κίνηση των δύο λογαριασμών, που τηρήθηκαν κατά τη λειτουργία της σύμβασης, με τα κατάλοιπα αυτών κατά το οριστικό κλείσιμο τους στις 16-4-2013, ανερχόμενα σε 81.836,26 ευρώ και 306.169,11 ευρώ αντίστοιχα, και τα οποία (αποσπάσματα) σύμφωνα με τον όρο 27   της σύμβασης  αναγνωρίζεται ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης του καθ’ ου, 4) τις επιδοθείσες στους ανακόπτοντες εξώδικες δηλώσεις, με τις οποίες τους γνωστοποίησε το κλείσιμο των λογαριασμών. Ακολούθως, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως την ένδικη ανακοπή τους, ήτοι κατέθεσαν και επέδωσαν αυτή στο καθ’ ου η ανακοπή πιστωτικό ίδρυμα στις 10-1-2013,  εντός της προθεσμίας των 15 εργάσιμων  ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής σε αυτούς,  η οποία έλαβε χώρα στις 19 και 20-9-2013 (βλ. με αρ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …….  ). Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την ανακοπή, με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, αφού την δέχθηκε τυπικά, έκρινε εν μέρει ως αόριστο και εν μέρει μη νόμιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο τους δεύτερο, πέμπτο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο λόγους, ως αόριστο τους τρίτο, τέταρτο και έκτο  λόγους, ως εν μέρει νόμω αβάσιμο και εν μέρει αλυσιτελώς τον  έβδομο λόγο, ως νόμω αβάσιμους τους  όγδοο, δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο λόγους, ως αόριστο άλλως νομικά αβάσιμο τον δέκατο τρίτο λόγο και απέρριψε εν τέλει στο σύνολό της την ανακοπή επικυρώνοντας τη διαταγή πληρωμής.

             Ι. Κατά το άρθρο 2 § 6 του Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τον Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως, από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ, θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο ως καταχρηστικών, μεταξύ των οποίων και οι εξής όροι, που «…ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση…ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή …. ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή…. κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή παράπονα ή να εγείρει αξιώσεις του κατά του προμηθευτή… λ)επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση …». Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου, από τον νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη νέα διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 2 του άνω νόμου, που επέφερε το άρθρο 10 § 24 του Ν. 2741/1999, σημαντική ή ουσιώδης (ΟλΑΠ 6/2006, 15/2007) σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου, που ελέγχεται, και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος, και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την (καθοδηγητική) αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 1242/2017, ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1219/2001, ΕΘ 166/2017,  ΝΟΜΟΣ).

  1. II. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τον Ν. 3587/2007, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή κατά τον Ν. 2251/1994 αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο, διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Άλλωστε, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994, όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με τον Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο, διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (Ολ ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017, ΑΠ 1242/2017, ΝΟΜΟΣ).

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, σύμφωνα με όσα στην παραπάνω  μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, η πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 2251/1994, που προστατεύουν τον καταναλωτή, παρόλο που προέβη στην κατάρτιση αυτής με το καθ’ ου πιστωτικό ίδρυμα στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, αφού γι’ αυτήν προορίζεται το προϊόν της πίστωσης, που προσφέρεται στην αγορά από το τελευταίο, και η ίδια κάνει χρήση του προϊόντος, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη του. Όσον όμως αφορά τους υπόλοιπους ανακόπτοντες,  που συμβλήθηκαν εγγράφως ως εγγυητές υπέρ της πρωτοφειλέτριας πιστούχου εταιρείας, τόσο στην κύρια σύμβαση όσο και στην πρόσθετη αυτής, αποδεχόμενοι τους όρους αυτών, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο με την πιστούχο ως αυτοφειλέτες για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική (κατά κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και λοιπά έξοδα) εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, που θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της εν λόγω συμβάσεως πιστώσεως λογαριασμών, αυτοί αποδείχθηκε ότι συμβλήθηκαν στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, καθόσον συμβλήθηκαν ως επιχειρηματίες, μέλη του ΔΣ της πρώτης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, εκ των οποίων μάλιστα ο δεύτερος ανακόπτων,  ………., ήταν διευθύνων σύμβουλος αυτής και ο πέμπτος ανακόπτων Β’ διευθύνων σύμβουλος  με αναπλήρωση στα καθήκοντα τους από τους άλλους δύο ανακόπτοντες (βλ. ανακοίνωση καταχώρησης στο ΜΑΕ που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ  ΑΕ & ΕΠΕ ….. ),  και άρα θα επωφελούνταν και οι ίδιοι από την χορηγηθείσα πίστωση στην εταιρεία τους, συμβλήθηκαν, δηλαδή, εξυπηρετώντας και δικά τους, ατομικά, οικονομικά συμφέροντα. Συνεπώς,  οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτη και πέμπτος  ανακόπτοντες δεν υπάγονται στην προστατευτική λειτουργία, που επιτελεί για τους καταναλωτές ο Ν. 2251/1994.

             III. Περαιτέρω, μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτατο ύψος τους υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά, σύμφωνα και με ρητή διάταξη του άρθρου 6 ΝΔ/τος 548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αρ. 1087/29-6-1987 ΠΔ/ΤΕ άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας  μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών (τραπεζικών). Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας (ΠΔ/ΤΕ 1088/29-6-1987, 1108/21-7-1987, 1143/1987, 1183/1987, 1574/1989, 1715/1990, 1969/1991, 2007/1991, 1976/1991, 2091/1992). Στη συνέχεια με την υπ’ αρ. 2326/1994 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα όρια όλων σχεδόν των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ’ αριθμό 2393/1996 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε «πλαφόν» προς τα άνω μόνο για το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Εξάλλου, στην υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: «… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη «επιτοκίων χορηγήσεων», πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα «χορηγήσεων» αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη «χορηγήσεις» υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων (πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων), τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια, που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κ.τ.λ.), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κ.λπ.), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Η απελευθέρωση ειδικώς των τραπεζικών επιτοκίων έγινε και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Επίσης, η απελευθέρωση αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ο τραπεζικός τόκος δεν είναι μόνο μέσο πιστωτικής πολιτικής, αλλά και νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και έχει ως στόχο την προστασία της αξίας του ενιαίου νομίσματος των χωρών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου ένα εθνικά καθοριζόμενο ποσοστό ανώτατου ορίου τραπεζικού επιτοκίου θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές αυτές. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων και δεν βρίσκει έρεισμα στις ισχύουσες διατάξεις η άποψη ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο Διοικητής της Τράπεζας παραλείψει να ορίσει το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων, προκαλείται «κενό» και πρέπει να ισχύουν αναλογικώς και επί των τραπεζικών συναλλαγών τα υπό του Υπουργικού Συμβουλίου οριζόμενα εξωτραπεζικά επιτόκια (ΑΠ 2037/2014, ΕΠατρ 364/2017, ΝΟΜΟΣ) . Στη συνέχεια, η υπ’ αριθ. 178/19-7-2004 (ΦΕΚ 1872 Α’ 26/27-12-2006) απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας  Ελλάδος (ΕΤΠΘ/ΤΕ), διευκρινίζοντας τις Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994, 2326/1994 και 2501/2002, που αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ι­δρυμάτων, αφού έλαβε υπ’ όψη: α) τις διατάξεις του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικότερα των άρθρων 2 και 55Α, όπως ισχύουν, β) τις διατάξεις του ΝΔ 588/1948 περί ελέγχου της πίστεως, όπως ισχύουν, γ) τα άρθρα 13 § 5 και 18 § 5 εδ. πρώτο του Ν. 2076/1992 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις», όπως ισχύουν, δ) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ί­δρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987 καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ) την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτι­κών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων, εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορε­τικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτό­μενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 § 3 ΝΔ 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15 § 5 Ν. 876/1979, αντιστοίχως), η) το γεγονός ότι, κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοι­κτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπε­ζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατά­ξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ, ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη δια­μόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια) το από 23-5-2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί ανάλο­γου αιτήματος της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 καθώς και τις δια­τάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β § 1 εδ. στ, § 2 εδ. α (ίν), (νί), § 3, Κεφ. Γ § 1 εδ. ε’, § 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1) Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο και ότι το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επι­τοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, κα­θώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για τον λόγο αυτό (ΑΠ 2037/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 652/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.486, ΕΠατρ 364/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 144/2016 ΑΡΜ 2016.1138).

  1. IV. Εξάλλου, από τα άρθρα 623, 626 §§ 2 και 3, στοιχ. γ, 630 στοιχ. γ και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί  μόνο εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση, δίχως να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αιτία. Επομένως, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβασης έκδοσης πιστωτικού δελτίου ή δανειακής σύμβασης μετά τραπέζης, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόµενο χρηματικό ποσό αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης.  Αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 626 § 2 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117, ως και το άρθρο 119 § 1 ΚΠολΔ, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Η διάταξη αυτή διαφοροποιείται από τη σχετική για το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης, αλλ’ αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνον των περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησης της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 623 και 624   1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι μπορεί να ζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 επ. ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής για το οφειλόμενο κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού (άρθρο 112 ΕισΝΑΚ), εφόσον τούτο είναι ορισμένο κατά ποσό και δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται εγγράφως: α) η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, β) το κλείσιμο του και γ) το υπόλοιπο που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού  (ΕΠειρ 37/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 § 1, 217, 583, 585, 632 § 1 και 633 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 1684/1998 ΕλΔνη 1999.93,  ΕΑ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327) μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε στην ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις. Γι’ αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.  Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της (ΕΑ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1778/2010 Αρμ. 2010, 1829). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης. Ακόμη, ειδικότερα, επί ανακοπής   κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής, που αναφέρονται στην απαίτηση, πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς, που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασμού, μόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΑΠ 488/2017, ΕΘ 166/2017, ΕΠατρ 364/2017, ΕΠειρ 37/2016, ΕΔωδ 1/2016, ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 144/2016 ΑΡΜ 2016.1138).

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους, όπως επιτρεπτώς εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται α) ότι ο μονομερώς επιβληθείς από την καθ’ ης τράπεζα όρος της επίδικης σύμβασης πίστωσης, σύμφωνα με τον οποίο, «Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει στην τράπεζα τόκο ο υπολογισμός του οποίου γίνεται τοκαριθμικά επί του πραγματικού ημερησίου χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης σε ευρώ, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο που καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα και ανακοινώνεται στον τύπο και το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 7,70% μονάδες μειωμένο κατά 2,2% εκατοστιαίες μονάδες», είναι διατυπωμένος κατά τρόπο αόριστο, ώστε να μην καθίσταται σαφές και ορισμένο το επιτόκιο που εφαρμόστηκε, ενώ το επιτόκιο δεν προκύπτει ούτε από τα αποσπάσματα των λογαριασμών, που προσκόμισε η καθ’ ης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, η καθ’ ης εφάρμοσε τα επιτόκια, που αναφέρει αναλυτικά, τα οποία είναι ανώτερα από τα εξωτραπεζικά επιτόκια, συμπεριφορά που αντίκειται στην ΠΔ/ΤΕ 2286/1994, καθώς και επιτόκιο υπερημερίας ανώτερο του νομίμου και ότι συνακόλουθα η απαίτηση της για τα ποσά των τόκων δεν είναι νόμιμη. β) Ότι, επίσης, στη διαταγή πληρωμής δεν προσδιορίζεται ποιο ποσό από το ενιαίο επδικαζόμενο με αυτή  αντιστοιχεί στο αρχικό κεφάλαιο, ποιο στο ποσό των τόκων και ποιο στο ποσό των εξόδων και έτσι δεν προκύπτει η ακριβής αιτία της διαταγής πληρωμής.  Ο λόγος αυτός, ως προς το πρώτο σκέλος του, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια τόκων και δεν αναφέρεται κατά ποια ποσά επιβαρύνθηκαν παράνομα οι ανακόπτοντες από την εφαρμογή των συγκεκριμένων επιτοκίων, όταν μάλιστα ο καθορισμός των τραπεζικών επιτοκίων, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. III νομική σκέψη διαμορφώνονται ελεύθερα και ανεξάρτητα από τα εξωτραπεζικά, ενώ ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται με την ανακοπή, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ως προς  το δεύτερο σκέλος του ο παραπάνω λόγος είναι νόμω αβάσιμος, δεδομένου ότι,  αφενός από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση αποσπάσματα αρκεί να αποδεικνύεται εγγράφως η σύμβαση πίστωσης και εγγύησης, που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, β) το κλείσιμο του λογαριασμού και γ) το υπόλοιπο που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ειδικότερη αναφορά των επιμέρους κονδυλίων και του επιτοκίου, που εφαρμόστηκε για καθένα από αυτά, αφετέρου δε η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν συνιστά δικαστική απόφαση, για το έγκυρο της αρκεί να αναφέρει συνοπτικά το συνολικά διατασσόµενο χρηματικό ποσό, που αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η χωριστή αναφορά κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του κατά το πρώτο σκέλος του και ως νόμω αβάσιμο κατά το δεύτερο σκέλος του, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, που συμπληρώνονται από τις παρούσες, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν.

  1. V. Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβα­σης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρού­σαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιά­σπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο κα­ταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ. Ειδικότερα, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάτα­ξης, ολική είναι η ακυρότητα, όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή, όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι, και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ι­σχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτε­λούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βού­λησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, ΕΘρακ 21/2017, ΕΛαρ 17/2017, ΕΠατρ 364/2017, ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο  όρος 4 της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «Η τράπεζα σταθμίζοντας εκάστοτε τις διαμορφούμενες συνθήκες της αγοράς ή και βάσει τραπεζικών κριτηρίων δύναται με ανακοίνωση της στον τύπο ή με τυχόν άλλο τρόπο επιβαλλόμενο από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις να αναπροσαρμόζει το βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο ή περιθώριο ή τον τρόπο υπολογισμού χωρίς τη σύμπραξη  του πιστούχου ο οποίος δηλώνει από τώρα ότι αποδέχεται οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου ή του περιθωρίου ή /και του τρόπου υπολογισμού …Κάθε αναπροσαρμογή του βασικού κυμαινόμενου επιτοκίου ισχύει από την οριζόμενη από τη σχετική δημοσίευση ημέρα…»,  είναι καταχρηστικός, σύμφωνα με την περίπτωση (ια) της παραγ. 7 του άρθρου 2  Ν. 2251/1994, διότι αφήνει το επιτόκιο της πίστωσης αόριστο, και άρα άκυρος,  με αποτέλεσμα να είναι και η σύμβαση άκυρη στο σύνολο της. Ότι  ο όρος αυτός αντίκειται στην περ. ε’ της παραγ. 7 και της παραγ. 6 του άρθρου 2 του ίδιου ως άνω νόμου σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, αφού δεν αναφέρονται τα κριτήρια με βάση τα οποία διαμορφώνεται το επιτόκιο και έτσι παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, οδηγώντας σε ουσιώδη διατάραξη τη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθόσον οι ανακόπτοντες αρκούνται σε μία γενική και αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του υπολογισμού της οφειλής τους,  ενώ για την αντίθεση του όρου αυτού στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 δεν αναφέρουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, με αναφορά στο είδος της παροχής, της αντιπαροχής, στις συνθήκες σύναψης και στον σκοπό της επίδικης σύμβασης. Επιπλέον δε  η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου δεν συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης και οι τελευταίοι (ανακόπτοντες) δεν ισχυρίζονται ότι όλη η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (άρθρο 181 ΑΚ). Επιπρόσθετα, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως προς τη νομική του βασιμότητα, καθόσον προβάλλεται από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτη  ανακόπτοντες-εγγυητές, αφού, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αυτοί δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή ώστε να υπαχθούν στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του δεν απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, όπως όφειλε, αλλά τον απέρριψε μόνον επειδή  οι ανακόπτοντες δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, ήτοι ως μη νόμι­μο, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη. Το σφάλμα αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου, που απορρέει από την απόφαση, και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας με την ορθή (άρθρο 534 ΚΠολΔ), γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό, κατά αποτέλεσμα, διατακτικό, αφού η απόρριψη λόγου ανακοπής ως μη νόμιμου είναι κατ’ ουσίαν απόρριψη, ενώ η απόρριψη του ως αόριστου είναι για τυπικούς λόγους. Η διαφορά γίνεται πιο φα­νερή από το ότι, η αοριστία είναι ελάττωμα του δικογράφου και δημιουργεί απαράδε­κτο, ενώ το βάσιμο κατά νόμο αφορά την ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού δικαιώματος, με βάση τα περιστατικά του λόγου ανακοπής. Σε μία τέτοια περίπτωση η θέση του εκκαλούντος καθίσταται ευνοϊκότερη και γι’ αυτό το εφετείο έχει την εξουσία να απορρίψει την αγωγή του ως αόριστη (ΑΠ 1190/1974 ΝοΒ 1974.729, Σ. Σαμουήλ, Η έ­φεση κατά τον ΚΠολΔ, Ε’ εκδ. [2003], § 855 σελ. 333-334 και § 902 σελ. 344). Ε­πομένως, αφού το δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το ορισμένο του λόγου ανακοπής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), μπορεί να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, έστω και αν ο ανακόπτων εκκαλεί και παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψή του (ΑΠ 298/2010, ΕΠατρ 364/2017 ΝΟΜΟΣ).Συνεπώς, αφού δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση της αιτιολογίας αυτής, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, καθώς η προκειμένη απόφαση είναι ευνοϊκότερη για τους εκκαλούντες, πρέπει ο δεύτερος  λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκα­λούντες υποβάλλουν σχετικό παράπονο για την απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανα­κοπής τους ως μη νόμιμου, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ,  πρέπει το παρόν ο Δικαστήριο,  αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό (δεδομένου ότι κάθε λόγος ανακοπής συνιστά ιδιαίτερη βάση και άρα χωριστό κεφάλαιο της απόφασης, ΑΠ 1286/2012 ΕΔικΠολ  2013.562) κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και στη συνέχεια να απορρίψει τον δεύτερο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

  1. VI. Περαιτέρω, επειδή από τον Ν. 128/1975 δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται, η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων και κατ’ επέκταση και ο με συμφωνία των μερών εκτοκισμός και ανατοκισμός αυτού. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕΘ 1034/2013, ΕΑ 1159/2012, ΕΑ 3670/2012, ΕΘ 492/2010, ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι η καθ’ ης τράπεζα καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σύμβασης προέβαινε σε ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, που όλως παρελκυστικά έχει συμπεριλάβει στο τελικό ετήσιο επιτόκιο, και έχει δημιουργήσει επιβαρύνσεις σε βάρος τους πέραν των νομίμων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον  οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την ένδικη σύμβαση, χωρίς να αναφέρουν ειδικότερα τα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού, τα οποία συνιστούν τους παρανόμως χρεωθέντες τόκους επί της εισφοράς του Ν. 128/1975. Ο ειδικότερος προσδιορισμός, όμως, των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, για το λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολο της.  Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως αόριστο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

VII. Περαιτέρω, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 § 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι ΓΟΣ των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σα­φή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζε­ται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 § 3 ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή/δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889%, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κά­ποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο ιδίως σε μία εποχή, όπου τα η­λεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολο­γισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και ε­φαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β` 255/8-3-2001), στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέ­μει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802, ΕΠατρ 364/2017, ΕΠειρ 37/2016, ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 1034/2013 ΑΡΜ 2014.623).

Με τον τέταρτο λόγο  ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης τράπεζα με το τέχνασμα της χρήσης ως χρονικής βάσης για  υπολογισμού των τόκων του ημερολογιακού έτους των 360 ημερών, όπως περιέχεται στον όρο 5.3 της σύμβασης, τους χρέωνε καθ’ όλη της διάρκεια λειτουργίας των αλληλόχρεων λογαριασμών με τόκους παράνομα αυξημένους κατά 1,389%. Ότι συνακόλουθα η απαίτηση της καθ’ ης δεν είναι εκκαθαρισμένη ούτε βεβαία, διότι περιλαμβάνει ποσά τόκων που έχουν προσαυξηθεί παράνομα. Ο λόγος αυτός ως προς την πρώτη αιτίαση του για χρήση του ημερολογιακού έτους των 360 ημερών είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του,  εφόσον δεν προσδιορίζεται κατά ποια ειδικά ποσά υπήρξε επιβάρυνση της συνολικής οφειλής των ανακοπτόντων, η οποία προέκυψε από τον  επικαλούμενο τρόπο  υπολογισμού και χρέωσης. Κατά δε την δεύτερη αιτίαση του, ότι η επιδικασθείσα απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη διότι περιλαμβάνει και παράνομες επιβαρύνσεις συνεπεία του άνω υπολογισμού τόκων, είναι νόμω αβάσιμος, διότι η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, όταν από τον τίτλο, εδώ τη διαταγή πληρωμής, προκύπτει το ποσό αυτής κατά ποσό και ποιόν, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1099/2010 ΝΟΜΟΣ). Η αμφισβήτηση, όμως εκ μέρους του οφειλέτη του ύψους της απαίτησης, ο οποίος θεωρεί ότι ανέρχεται σε μικρότερο ποσό λόγω διαφορετικού υπολογισμού αυτής, δεν την καθιστά μη εκκαθαρισμένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως αόριστο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον πέμπτο λόγο ανακοπής, όπως επιτρεπτώς εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι όροι 22 και 26 της επίδικης σύμβασης πίστωσης, που ορίζουν ότι «22… Η τράπεζα εξάλλου δικαιούται ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με απλή επιστολή να κλείσει τον λογαριασμό της πίστωσης είτε μερικώς είτε ως προς το ποσό της αναλήψεως ή εξόφλησης του οποίου καθυστερεί είτε και ολικώς ως προς το σύνολο της πιστώσεως και αν ακόμη οι προθεσμίες εξοφλήσεως άλλων τυχόν αναλήψεων από την πίστωση αυτή δεν έχουν ακόμη παρέλθει. Σε κάθε τέτοια περίπτωση το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο που θα προκύπτει από το κλείσιμο αυτό του λογαριασμού της πίστωσης (μερικό ή ολικό) θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και  ο πιστούχος θα οφείλει από τότε, χωρίς άλλη όχληση τόκους υπερημερίας πάνω στο ποσό αυτό, σύμφωνα με τα αυτά ως άνω επιτόκια… 26. Σε κάθε περίπτωση οριστικού κλεισίματος της πίστωσης το υπόλοιπο αυτής καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος θεωρείται αυτοδικαίως υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τα επιτόκια υπερημερίας που ορίζονται ανωτέρω στο πέμπτο άρθρο (5) για οφειλές σε δραχμές/ευρώ και σε ξένο νόμισμα», είναι καταχρηστικοί, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 6 Ν. 2251/1994, και προκαλούν ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ότι η  καθ’ ης παρανόμως κατήγγειλε τη σύμβαση κάνοντας χρήση του άκυρου αυτού όρου τον λογαριασμό τους ενήργησε, ότι η επίδικη σύμβαση, που περιέχει τον παράνομο όρο, είναι άκυρη και συνακόλουθα το ποσό της διαταγής πληρωμής δεν είναι νόμιμο.  Ο λόγος αυτός είναι πρωτίστως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι  οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν με ποιο τρόπο οι παραπάνω όροι επέδρασαν στη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων τόσο των δικών τους όσο και της καθ’ ης τράπεζας, έτσι ώστε να προκύπτει σημαντική διατάραξη από την εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συμφέροντος της τελευταίας για διατήρηση των ελεγχόμενων όρων και του συμφέροντος των ιδίων για κατάργηση τους. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. V νομική σκέψη, η ακυρότητα ενός όρου της σύμβασης δεν προκαλεί αυτόματα ολική ακυρότητα αυτής, αλλά ο οφειλέτης οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την υποθετική βούληση των συμβαλλομένων ότι αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους αυτού της σύμβασης (του άκυρου δηλαδή όρου), δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση της, στοιχεία όμως που δεν επικαλούνται εν προκειμένω οι ανακόπτοντες. Οπωσδήποτε, πάντως, ο λόγος αυτός ανακοπής προβαλλόμενος εκ μέρους των δεύτερου, τρίτου, τέταρτης και πέμπτου των ανακοπτόντων, οι οποίοι δεν έχουν, όπως προαναφέρθηκε, την ιδιότητα του καταναλωτή, δεν είναι νόμω βάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο, διότι όλοι οι ανακόπτοντες δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, ήτοι, ουσιαστικά, λόγω νομικής αβασιμότητας, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη, αφού έπρεπε να τον απορρίψει ως αόριστο. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και για τον δεύτερο λόγο ανακοπής,  πρέπει το παρόν Δικαστήριο,  κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και να απορρίψει τον πέμπτο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

Με τον έκτο λόγο ανακοπής  οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστικός ο όρος και η πρακτική της καθ’ ης τράπεζας, σύμφωνα με την οποία εκταμιεύσεις από δανειακούς ή καταθετικούς λογαριασμούς είναι τοκοφόρες αυθημερόν, ενώ οι καταβολές από την επομένη εργάσιμη, και ότι με τη μεθόδευση αυτή η καθ’ ης επιτυγχάνει να εισπράττει παράνομα επιπλέον ποσά και άρα υπάρχει ακυρότητα των επιτασσόμενων κονδυλίων. Ο λόγος αυτός είναι πρωτίστως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρουν πως επιδρά ο όρος αυτός, που επικαλούνται, στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του επιτασσόμενου με τη διαταγή πληρωμής ποσού, αλλά αντίθετα οι ανακόπτοντες αρκούνται σε μία γενική και αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του υπολογισμού της οφειλής της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, καθόσον προβάλλεται από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είναι νόμιμος, διότι δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως αόριστο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει ο σχετικός λόγος πρώτος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον έβδομο λόγο ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης έχει χρεώσει τους λογαριασμούς τους με τα αναφερόμενα στη ανακοπή ποσά δικαστικών και λοιπών εξόδων, βάσει των όρων 3 και 28 της επίδικης σύμβασης, οι οποίοι ωστόσο είναι καταχρηστικοί, ως αντίθετοι στις διατάξεις των άρθρων 178 ΑΚ και 2 § 6 του Ν. 2251/1994. Ότι, επίσης, η καθ’ ης παράνομα έχει προβεί σε ανατοκισμό  των προαναφερόμενων εξόδων, των προμηθειών και των φόρων, με αποτέλεσμα  την παράνομη επιβάρυνση τους με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις, οι οποίες καθιστούν τη διαταγή πληρωμής ακυρωτέα. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρουν σε τι συνίσταται η καταχρηστικότητα των όρων που επικαλούνται και πως προκάλεσε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ενόψει του είδους και του ύψους της παροχής και αντιπαροχής, ούτε περιστατικά αναγόμενα στη συμπεριφορά της καθ’ ης, που να φανερώνουν αντίθεση στα χρηστά ήθη,  ενώ, εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. V νομική σκέψη, η ακυρότητα ενός όρου της σύμβασης δεν προκαλεί αυτόματα ολική ακυρότητα αυτής, αλλά ο οφειλέτης οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την υποθετική βούληση των συμβαλλομένων ότι αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους αυτού της σύμβασης (του άκυρου δηλαδή όρου), δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση της, στοιχεία όμως που δεν επικαλούνται εν προκειμένω οι ανακόπτοντες. Σε κάθε δε περίπτωση μη νομίμως προβάλλεται η καταχρηστικότητα των εν λόγω ΓΟΣ από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, διότι δεν αποτελούν καταναλωτές υπό την έννοια του Ν. 2251/1994. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εκτίθενται τα κατ’ ιδίαν κονδύλια των τόκων, που χρεώθηκαν κατόπιν των ανατοκισμών, στα ποσά των εξόδων, των προμηθειών και των φόρων, ώστε να αφαιρεθούν από το συνολικό ποσό της απαίτησης ή η επιβάρυνση που προέκυψε από τον  επικαλούμενο ανατοκισμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο με την ίδια αιτιολογία, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και πρέπει οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Με τον όγδοο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι ο όρος 32 της επίδικης σύμβασης, που ορίζει ότι «συμφωνείται ότι παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην τράπεζα εγγράφως με απόδειξη μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του, θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που του ταχυδρομήθηκε», είναι αντίθετος προς την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, προκαλεί σημαντική χωρίς λόγο οικονομική επιβάρυνση τους και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων άνευ επαρκούς αιτίας, ενώ  ο αποκλεισμός της ανταποδείξεως καθιστά αυτόν αντίθετο στο άρθρο 2 §§ 6-7 περ. κζ’ και κη’ του Ν. 2251/1994. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι επικαλούμενες από την καθ’ ης αναγνωρίσεις του περιοδικού καταλοίπου των επίδικων λογαριασμών λόγω μη αντίθετης δήλωσης τους, δεν συνιστούν αναγνώριση χρέους κατ’ άρθρο 874 ΑΚ και άρα δεν είναι κατάλληλες, κατ’ άρθρο 623 ΚΠολΔ, για να αποδείξουν την απαίτηση της καθ’ ης από αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται πως ο όρος αυτός προκάλεσε σημαντική διατάραξη στην ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και πως επέδρασε στη διαμόρφωση του τελικά επιδικασθέντος ποσού,  ούτε όμως επικαλούνται, επιπλέον, ότι η τυχόν ακυρότητα του όρου αυτού  θα οδηγούσε σε ακυρότητα όλης της σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ), διότι εάν το γνώριζαν οι συμβαλλόμενοι δεν προχωρούσαν στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, καθόσον ο λόγος αυτός προβάλλεται από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, είναι απορριπτέος λόγω νομικής αβασιμότητας, διότι αυτοί δεν αποτελούν καταναλωτές υπό την έννοια του Ν. 2251/1994. Κατά το δεύτερο σκέλος του, εξάλλου, ο λόγος είναι νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τέτοιο έγγραφο, κατ’ άρθρο 445 ΚΠολΔ, ικανό να αποτελέσει πλήρη απόδειξη, συνιστούν  και οι έγγραφες δηλώσεις  της πιστούχου ανακόπτουσας, περί αναγνώρισης του περιοδικού καταλοίπου των δύο λογαριασμών, φέρουσες την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, που προσκόμισε η καθ’ ης,  και την γνησιότητα των οποίων ουδέποτε αμφισβήτησε η ανακόπτουσα εταιρεία, χωρίς να είναι απαραίτητο η απόδειξη της απαίτησης, για την οποία διώκεται η έκδοση διαταγή πληρωμής, να προέρχεται από σύμβαση αναγνώρισης χρέους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο κατά το πρώτο σκέλος του ως νομικά αβάσιμο, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη, αφού έπρεπε να τον απορρίψει ως αόριστο κατά το σκέλος αυτό. Ε­πομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν  και για τον δεύτερο λόγο ανακοπής,  πρέπει το παρόν δικαστήριο, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του δεύτερου και πέμπτου λόγων έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και να απορρίψει τον όγδοο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

VIII. Εξάλλου, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, εφόσον δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, οπότε με την απόδειξη της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου υποχρεούται η πιστώτρια (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 35/2011, ΝΟΜΟΣ). Ο πιστούχος, ωστόσο, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή,  του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται ότι, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως μέχρι το κλείσιμο της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ).

Με τον ένατο λόγο ανακοπής ισχυρίζονται ότι ο όρος 27 της επίδικης σύμβασης, που ορίζει ότι «Ρητά συμφωνείται ότι τα αποσπάσματα των βιβλίων της τράπεζας ή τα στοιχεία της τράπεζας που εμφανίζουν τις χρεοπιστώσεις, την κίνησης του/των λογαριασμού/ών της πίστωσης από την έναρξη λειτουργίας της ή από την τελευταία αναγνώριση του πιστούχου και το υπόλοιπο που οφείλεται αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας κατά του πιστούχου και του εγγυητή, οι οποίοι δε δικαιούνται να αμφισβητήσουν τα ποσά του/των λογαριασμού/ών», είναι καταχρηστικός και άρα απόλυτα άκυρος, διότι  έχει τεθεί αποκλειστικά προς αποδεικτική διευκόλυνση της καθ’ ης, η οποία έτσι δύναται να καταχωρεί στο λογαριασμό και παράνομα ποσά χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύει την αναγκαιότητα ή τη νομιμότητα ή το ακριβές ύψος τους, ενώ με την μετακύλιση του βάρους απόδειξης στην πιστούχο ανακόπτουσα υπάρχει υπέρμετρη δέσμευση της, που εμπίπτει στο άρθρο 372 ΑΚ. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του προβάλλεται μη νομίμως από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, διότι δεν αποτελούν καταναλωτές υπό την έννοια του Ν. 2251/1994, ενώ όσον αφορά την επίκληση του από την πρώτη ανακόπτουσα είναι νόμω αβάσιμος, διότι, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, εφόσον δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, ο δε πιστούχος,  διατηρεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά φέροντας το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του (υπέρμετρη δέσμευση διότι με τον όρο αυτό στερούνται το δικαίωμα αμφισβήτησης) αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι η τυχόν ακυρότητα του όρου αυτού δεν οδηγεί σε ακυρότητα της σύμβασης και κατ’ επέκταση της διαταγής πληρωμής για το επιδικασθέν με αυτή ποσό, αλλά η ακυρότητα περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη συμφωνία, με αποτέλεσμα η πιστούχος να  έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα του λογαριασμού (ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο, ουσιαστικά, ως μη νόμιμο, και δη διότι οι ανακόπτοντες δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε,  με εσφαλμένη, ωστόσο, αιτιολογία  η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον δέκατο λόγο ανακοπής  τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο όρος 41 της επίδικης σύμβασης, με βάση τον οποίο οι εγγυητές -ανακόπτοντες παραιτούνται του δικαιώματος της διζήσεως,  αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 6 και 7 εδ. ιγ΄και κστ του Ν. 2251/1994, με αποτέλεσμα την περιέλευσή τους σε δυσμενή θέση και τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι προβάλλεται αορίστως, καθόσον οι ανακόπτοντες ουδόλως περιγράφουν, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, πως η χρήση του όρου αυτού επέφερε διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων στην επίδικη σύμβαση, δεδομένου μάλιστα ότι η διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, προβάλλεται και μη νομίμως από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, αφού αυτοί δεν θεωρούνται καταναλωτές και άρα δεν μπορούν να επικαλεστούν τις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 2251/1994. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε τα ίδια, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος  λόγος έφεσης, κατά το σκέλος του που πλήττει τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Με τον ενδέκατο λόγο ανακοπής ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση είναι σύμβαση προσχώρησης και η πιστούχος πρώτη ανακόπτουσα, που δεν γνώριζε από τραπεζικούς και οικονομικούς όρους και χωρίς να λάβει αντίγραφο των ΓΟΣ, που τη διέπουν, αναγκάστηκε να προσχωρήσει σε αυτή μην έχοντας τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους όρους της, πολλοί από τους οποίους έχουν κριθεί καταχρηστικοί. Ο λόγος αυτός  είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον οι ανακόπτοντες αρκούνται σε μια γενική και αόριστη αναφορά στην καταχρηστικότητα των όρων της επίδικης σύμβασης και στον χαρακτήρα της ως σύμβασης προσχώρησης, χωρίς να εκθέτουν το ακριβές περιεχόμενο των προσβαλλόμενων ως καταχρηστικών όρων, τους συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους για τους οποίους είναι καταχρηστικοί, αλλά και ούτε και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκε να συνάψει τη συγκεκριμένη σύμβαση, τις οποίες εκμεταλλεύτηκε η καθ’ ης προς όφελος της συνάπτοντας παράνομα ωφελήματα. Σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέος λόγω νομικής αβασιμότητας, καθόσον προβάλλεται από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, αφού δεν είναι καταναλωτές, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και πιο πάνω. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως νομικά αβάσιμο, λόγω μη ύπαρξης της ιδιότητας του καταναλωτή στα πρόσωπα των ανακοπτόντων, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη, αφού έπρεπε να τον απορρίψει πρωτίστως ως αόριστο. Ε­πομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και για τον δεύτερο λόγο ανακοπής,  πρέπει το παρόν δικαστήριο, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και να απορρίψει τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

Με τον δωδέκατο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται, ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση περιλαμβάνει πλήθος προδιατυπωμένων, αδιαπραγμάτευτων και καταχρηστικών  όρων, όπως αυτούς που ενδεικτικά επικαλούνται, γεγονός που οδηγεί σε διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με την υπέρμετρη εκμετάλλευση της ανάγκης τους για πιστοδότηση, επιπλέον δε η καθ’ ης έκανε χρήση του όρου που της επιτρέπει να καταγγείλει τη σύμβαση και να κλείσει τους λογαριασμούς οποτεδήποτε κατά την απόλυτη κρίση της και έτσι λόγω των τεχνασμάτων, που εφάρμοσε, το κατάλοιπο είναι μεγαλύτερο του νομίμου. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον  οι ανακόπτοντες αφενός αρκούνται σε μια γενική και αόριστη αναφορά σε καταχρηστικότητα κάποιων ΓΟΣ, αφετέρου  σε μία γενική αμφισβήτηση της απαίτησης της καθ’ ης χωρίς να αναφέρουν ποιο είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, το νόμιμο κατάλοιπο του λογαριασμού, το οποίο και τελικά οφείλουν και τον τρόπο που αυτό προέκυψε. Σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέος ως προς τη νομική του βασιμότητα, καθόσον προβάλλεται από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων, αφού δεν είναι καταναλωτές υπό την έννοια του ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και πιο πάνω. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο, ουσιαστικά, ως νομικά αβάσιμο, λόγω μη ύπαρξης της ιδιότητας του καταναλωτή στα πρόσωπα των ανακοπτόντων ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη, αφού έπρεπε να τον απορρίψει πρωτίστως ως αόριστο. Ε­πομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν για τον δεύτερο λόγο ανακοπής,  πρέπει το παρόν Δικαστήριο,  κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και να απορρίψει τον δωδέκατο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

Με τον δέκατο τρίτο λόγο ανακοπής ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης τράπεζα με τη χρήση δόλιων, αδιαφανών και παράνομων μεθοδεύσεων έχει αποκτήσει ωφελήματα μεγαλύτερα των νομίμων, και τα έσοδα της συνιστούν προϊόντα εγκλήματος και έσοδα από νομιμοποίηση παράνομων συναλλαγών, ενώ με τον τρόπο αυτό  προσβάλλεται βάναυσα η αξιοπρέπεια τους και είναι συμπεριφορά, που αντίκειται στο άρθρο 106 § 2 του Συντάγματος. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθεται σε αυτόν κανένα συγκεκριμένο περιστατικό, όπως οι παράνομες και υπαίτιες μεθοδεύσεις, που χρησιμοποίησε  το καθ’ ου πιστωτικό ίδρυμα και το ύψος των παράνομων ωφελημάτων, που αποκόμισε μέσω αυτών των μεθοδεύσεων. Επίσης, οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν το ποσό κατά ο οποίο θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Πλην όμως, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος, διότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επί μέρους κονδύλια χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής κυρίως ως αόριστο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

IX. Κατά το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας, κρίνεται από το περιεχόμενό της, ενόψει όχι μεμονωμένα της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων, που τη συνοδεύουν (ΑΠ 281 /2014 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, μόνο ο τρόπος σύναψης της δικαιοπραξίας ή το αίτιο που υποκίνησε στην κατάρτισή της τους δικαιοπρακτούντες, αμφότερους ή τον έναν από αυτούς, ως και ο σκοπός, για τον οποίο καθένας τους επεδίωξε την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, και αν ακόμη δεν συμφωνούν προς τα παραγγέλματα της ηθικής, δεν προσδίδουν αναγκαίως στη δικαιοπραξία αντίθεση προς τα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ Ολ 2/1999, ΟλΑΠ 398/1975, ΑΠ 2105/1986, ΕΑ 4777/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το επόμενο άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγουμένου άρθρου (178 ΑΚ), άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρί­σκονται σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174 και 180 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία, ήτοι: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, δηλαδή αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας, κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού πε­ριεχομένου, με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά τον χρόνο της κατάρ­τισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών. β) Ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του αντισυμβαλλομένου. Ανάγκη είναι η πρόσκαιρη ή μό­νιμη κατάσταση ενός προσώπου που βρίσκεται σε σοβα­ρό, άμεσο και πραγματικό κίνδυνο (οικονομικό ή άλλο), η αντιμετώπιση του οποίου είναι ανεπίδεκτη αναβολής. Απειρία, είναι η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, ενώ ως κουφότητα νοεί­ται η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων. Δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της μη επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που έχουν αυτές. Τόσο, δε, η κουφότητα όσο και η απειρία είναι δυνατόν να προέρχονται από μεγάλη ηλικία, πνευματική αδυναμία κ.λπ. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άνω άρθρου 179 ΑΚ, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά. γ) Εκμετάλλευση της γνωστής στο συμβαλλόμενο ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του, που συντρέχει, όταν επωφελεί­ται ο πρώτος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 973/2015, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 2139/2013, ΑΠ 1726/2011 NΟΜΟΣ). Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω τρία στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτεί­ται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν, ό­πως παραπάνω, καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 1470/2014, ΑΠ 1186/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 890/2011 ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω δε στοιχεία (προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής και εκμετάλλευση της  ανάγκης, απειρίας και κουφότητας) είναι και οι μόνες ερευνητέες προϋποθέσεις της ακυρότητας της δικαιοπραξίας, που διαγράφουν οι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, ανεξάρτητα αν η δικαιοπραξία στηρίχθηκε σε αληθείς ή εσφαλμένες νομικά ή ουσιαστικά προϋποθέσεις (ΑΠ 541/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 366/2017 ΔΕΕ 2017.538)

Με τον δέκατο τέταρτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση αντίκειται στο άρθρο 179 ΑΚ, καθόσον η καθ’ ης με δόλο και κακοβουλία εφάρμοσε αδιαφανείς και πολλαπλά βλαπτικές μεθοδεύσεις και συμπεριφορές και ειδικότερα α)καθόρισε το επιτόκιο μονομερώς, μεγαλύτερο από το δικαιοπρακτικό, και με τρόπο ώστε να μην είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς, β)ενοποίησε τα ποσά των τόκων με τα ποσά εισφοράς του Ν. 128/1975 σε ένα ποσό, με αποτέλεσμα οι ανατοκισμοί να περιλαμβάνουν και το τελευταίο ποσό, γ)έκανε χρήση του ημερολογιακού έτους των 360 ημερών, γεγονός που είχε ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση τους με την προσαύξηση των νόμιμων τόκων κατά 1,389%, δ)τους χρέωσε με παράνομα έξοδα και προμήθειες, ε) χρησιμοποίησε ως έναρξη τοκοφορίας  για την εκταμίευση διαφορετική από αυτήν για τις καταθέσεις, και στ) τους χρέωσε με δικαστικά έξοδα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προκειμένου να εισπράξει την παράνομη απαίτηση της, χωρίς να έχουν συναινέσει σε αυτό. Ότι με τις άνω παράνομες μεθοδεύσεις της εισέπραξε ωφελήματα πέραν των νομίμων, κατά άρθρο 404 ΠΚ, τα οποία βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή και δεσμεύουν υπερβολικά την ελευθερία τους, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη, την κουφότητα και την απειρία τους. Ότι συνακόλουθα η από 16-4-2013 καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη, όπως το ίδιο και η από 5-6-2013 αίτηση της καθ’ ης για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, για την απόδειξη της οποίας προσήγαγε έγγραφα, που ενσωματώνουν παράνομες αξιώσεις της, και παραπλάνησε το Δικαστή να εκδώσει την εν λόγω διαταγή πληρωμής. Ότι σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και η επίδικη δανειακή σύμβαση είναι άκυρη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι, κατ’ αρχήν, οι ανακόπτοντες δεν εξειδικεύουν τα ωφελήματα,  που κατάφερε η καθ’ ης να εισπράξει εκμεταλλευόμενη την απειρία, την ανάγκη και την κουφότητα τους, τα οποία βρίσκονται σε δυσαναλογία με την παροχή της, ούτε όμως και συγκεκριμένα περιστατικά εκμετάλλευσης των συνθηκών αυτών, που συνέτρεχαν στο πρόσωπο τους κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως νομικά αβάσιμο, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλ­μένη, αφού έπρεπε να τον απορρίψει πρωτίστως ως αόριστο. Ε­πομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν  και για τον δεύτερο λόγο ανακοπής,  πρέπει το παρόν  Δικαστήριο, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του πέμπτου λόγου έφεσης, να κρατήσει την ένδικη ανακοπή και να απορρίψει τον δέκατο τέταρτο λόγο της ανακοπής κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

Με τον δέκατο πέμπτο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι,  με τις δόλιες και παράνομες πρακτικές, που εφάρμοσε η καθ’ ης, έχει προσβάλει βάναυσα τα συνταγματικά τους δικαιώματα, που επικαλούνται στην ανακοπή, καθώς και τα δικαιώματα τους από τα άρθρα 57, 59 και 932 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι  νόμω αβάσιμος, καθόσον με αυτόν δεν πλήττεται η διαταγή πληρωμής είτε ως προς τα τυπικά στοιχεία έκδοσης της είτε ως προς το ποσό της απαίτησης που ενσωματώνει, αλλά γίνεται μόνο μία γενική αναφορά σε προσβαλλόμενα συνταγματικά και αστικά δικαιώματα των ανακοπτόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε αυτόν κατά επάλληλη αιτιολογία, στηρίζουσα επαρκώς το διατακτικό της απόφασης, ως νομικά  αβάσιμο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει ο σχετικός πέμπτος λόγος έφεσης να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

  1. X. Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. Κ.Πολ.Δ., ασκείται όπως και η αγωγή. Γι’ αυτό πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλες οι ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με την έφεσή του κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, ή με την αίτηση αναιρέσεως, και αν ακόμα οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269, 527, 562 § 2 ΚΠολΔ, γιατί έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδ. β ΚΠολΔ -όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τον Ν. 4335/2015-, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής, μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της ανακοπής (ΑΠ 999/2013 ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1199/2010, ΑΠ 1313/2007 ΝΟΜΟΣ).

Οι ανακόπτοντες με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, όπως επιτρεπτώς εκτιμάται το περιεχόμενο τους, ισχυρίζονται ότι, η επιδικασθείσα με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση του καθ’ ου πιστωτικού ιδρύματος δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη, διότι, σύμφωνα με προκύψαντα μεταγενέστερα  της κατάθεσης της ένδικης έφεσης  πραγματικά περιστατικά, οι επιταγές, που είχε παραδώσει η πρώτη ανακόπτουσα -πιστούχος στο καθ’ ου, με σκοπό να πιστωθούν στους δύο αλληλόχρεους λογαριασμούς της, συνολικού ποσού 206.500 ευρώ, και τις οποίες αναλυτικά αναφέρει, δεν πιστώθηκαν όπως συμφωνήθηκε, αλλά  το τελευταίο προχώρησε αφενός στην έκδοση διαταγών πληρωμής, αφετέρου ζητεί τα ποσά αυτών και με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι δύο φορές. Επιπλέον,  ισχυρίζονται ότι, η συμπεριφορά  του καθ’ ου πιστωτικού ιδρύματος υπήρξε αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον αυτό, εκμεταλλευόμενο την οικονομική υπεροχή του και την εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι ίδιοι (οι ανακόπτοντες), απέκρυψε τις επιταγές πελατείας τους, που του είχαν οπισθογραφήσει, τις σφράγισε πριν τη λήξη τους,  ενώ το δάνειο  εξυπηρετείτο κανονικά,  και στη συνέχεια εξέδωσε βάσει αυτών διαταγές πληρωμής, τις οποίες ουδέποτε τους κοινοποίησε,  με συνέπεια να απωλέσουν μεγάλο κύκλο πελατών τους. Ότι υπήρξε εκ μέρους του καθ’ ου ελλιπής ενημέρωση σχετικά τόσο με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο όσο και με την είσπραξη ή μη των ανωτέρω επιταγών, τις οποίες αντισυμβατικά ενεργώντας δεν καταχώρησε στους λογαριασμούς τους. Ότι δεν μερίμνησε για τα συμφέροντα της επιχείρησής τους, όπως όφειλε, αντιθέτως ενήργησε σε βάρος τους, οδηγώντας τους στην οικονομική καταστροφή.  Ο  ανωτέρω πρόσθετος λόγος έφεσης, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του (μη βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση λόγω ύπαρξης των επιταγών – 281 ΑΚ), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για νέους λόγους ανακοπής, οι οποίοι δεν μπορούν να προταθούν με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά τα αναφερόμενα στην πιο πάνω μείζονα σκέψη.

Με βάση, συνεπώς, τις παραπάνω σκέψεις, πρέπει να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, η δε έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά παραδοχή των λόγων έφεσης, που αναφέρονται παραπάνω στο σκεπτικό της παρούσας, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη  απόφαση ως προς τους λόγους ανακοπής (2ος , 5ος, 8ος, 11ος , 12ος και 14ος) ως προς τους οποίους έγιναν δεκτοί οι λόγοι έφεσης και ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο. Στη συνέχεια, πρέπει η ένδικη ανακοπή, ως προς τους ανωτέρω λόγους ανακοπής, να απορριφθεί και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου- καθ’ ου η ανακοπή, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, λόγω της νίκης του, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων -ανακοπτόντων, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους καταθέσαντες, λόγω του ότι η έφεση έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους με χωριστό δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη (ως προς τα κεφάλαια που αφορούν τους 2ο, 5ο, 8ο , 11ο , 12ο και 14ο λόγους ανακοπής).

            ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ. 3686/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το αντίστοιχο μέρος (ως προς τους ανωτέρω λόγους ανακοπής).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την ανακοπή (ως προς του ανωτέρω λόγους) και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. …….. διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή-εφεσίβλητου σε βάρος των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

            ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους καταθέσαντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18-9-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ