Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 445/2018

 Αριθμός    445 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ/Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.).

Έτσι, ο διάδικος που δικάστηκε πρωτοδίκως σαν να ήταν παρών, εκτος από αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, δικαιούται να ασκήσει και έφεση κατά της αποφάσεως από τη δημοσίευσή της. Για την εξαφάνιση της αποφάσεως στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία η υπόθεση ερευνήθηκε κατ΄ουσίαν στον πρώτο βαθμό, δεν αρκεί μόνη η επιθυμία του εκκαλούντος να δικασθεί κατ΄αντιμωλία, αλλά απαιτείται να προβάλλονται λόγοι εφέσεως (άρθρ. 520 παρ.1 και 528 ΚΠολΔ). Αν οι λόγοι αυτοί είναι νόμιμοι, ορισμένοι και λυσιτελείς, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται, χωρίς να ερευνηθεί αν είναι βάσιμοι και κατ΄ουσίαν, έτσι ώστε στην αντίθετη περίπτωση (δηλ. αν οι λόγοι της έφεσης είναι μη νόμιμοι ή αόριστοι ή αλυσιτελείς), να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (πρβλ Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. ΣΤ΄2009, σελ. 227 αριθμ. 540α, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).Από τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ και από την αντιπαραβολή του προς το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ που ορίζει  «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται..», προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης εφέσεως, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ΄ουσίαν (βλ. Σαμουήλ όπ.σελ. 104 αριθμ. 228δ).Από τη διάταξη δε του άρθρου 513 παρ. 1 στοιχ. β’ εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, κατά την οποία έφεση επιτρέπεται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως και απεκδύουν το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, που αφορά το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (βλ. ΑΠ 300/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 240/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 644/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010 851, ΕφΠατρ 84/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010 563, ΕφΑθ 6264/2007 ΕλλΔνη 2008 562). Περαιτέρω, ενόψει του ότι στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία έννομη προστασία μπορεί να ζητηθεί μόνο με αγωγή (κύρια η παρεμπίπτουσα), ανταγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, ανακοπή και προσεπίκληση, οριστική είναι η απόφαση, που δέχεται η απορρίπτει στο σύνολό του ή κατά ένα μέρος, κάποιο από τα ένδικα αυτά βοηθήματα (βλ. ΕφΑθ 410/2008 ΕλλΔνη 2008 828, Δ. Κονδύλη «Το Δεδικασμένο» εκδ. 2η παρ. 9 αρ. 1 σελ. 132). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ: «αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως». Από τις διατάξεις των άρθρων 1511, 1512, 1513 και 1514 του ΑΚ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο των γονέων του, ασκείται από τους τελευταίους από κοινού, περιλαμβάνει δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1510 και 1518 του ιδίου κώδικα, την επιμέλεια του προσώπου του, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του. Το λειτουργικό δε δικαίωμα της γονικής μέριμνας είναι υποχρεωτικό για τους γονείς και προσωποπαγές, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατή ούτε η παραίτηση από αυτό ούτε η υποκατάσταση του φορέα του, με μεταβίβαση του σε άλλον.Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1515 ΑΚ, “η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί, αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα το δικαστήριο μπορεί, και σε κάθε άλλη περίπτωση και ιδίως, αν συμφωνεί η μητέρα, να αναθέσει και σ` αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους της, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου…”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η γονική μέριμνα ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει εκτός γάμου των γονέων του, έχει δε αναγνωρισθεί εκουσίως από τον φυσικό του πατέρα, κατά τους όρους των άρθρων 1475-1476 του ΑΚ, ασκείται αποκλειστικά από τη μητέρα, ενώ στον εξ αναγνωρίσεως πατέρα επιφυλάσσεται ένας ρόλος αναπληρωματικός, αλλά και η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παραμερίσει δικαστικά το προνόμιο αυτό της μητέρας. Ειδικότερα, ο εξ αναγνωρίσεως πατέρας μπορεί να ασκεί τη γονική μέριμνα: α) αυτοδικαίως, αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας λόγω θανάτου ή κηρύξεως της σε αφάνεια ή ένεκεν εκπτώσεως της, κατ` άρθρο 1510 παρ. 3 του ΑΚ, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς (ανικανότητα ή περιορισμένη ικανότητα της για δικαιοπραξία) ή πραγματικούς λόγους (αποδημία της ή βαριά ασθένεια της), οπότε την αναπληρώνει ο ίδιος στην άσκηση της, β) σε κάθε άλλη περίπτωση με δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση του ιδίου του πατέρα, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Η δικαστική δε αυτή απόφαση μπορεί να αναθέτει την άσκηση της γονικής μέριμνας είτε αποκλειστικά στον εξ αναγνωρίσεως πατέρα, είτε από κοινού σ` αυτόν και τη μητέρα, είτε να κατανείμει μεταξύ αυτών τις λειτουργίες της (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1515, αριθ. 6-7). Στο περιεχόμενο δε της γονικής μέριμνας του τέκνου εντάσσεται μεταξύ άλλων η επιλογή και δόση του κυρίου ονόματός του ως διακριτικού της προσωπικότητάς του στοιχείου.Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 58 ΑΚ και 415 ΠΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης προσέβλεψε στο κύριο όνομα ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητος και θέλησε να διατηρείται αυτό σταθερό και αμετάβλητο χάριν της ίδιας της προσωπικότητας, αλλά παράλληλα και της ασφάλειας των συναλλαγών. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 § 2 του ν.δ. 610/1970, με το οποίο είναι επιτρεπτή η προσθήκη και άλλου κύριου ονόματος και 13 § 1 ν. 344/1976, με το οποίο απαιτείται δικαστική απόφαση για διόρθωση οποιασδήποτε ληξιαρχικής πράξης και συνεπώς και γι` αυτήν της γέννησης κάποιου προσώπου της οποίας πράξης στοιχείο είναι το κύριο όνομα αυτού κατά το άρθρο 22 § 1 του ίδιου ως άνω ν.δ/τος, προκύπτει ότι ο νομοθέτης από την άνω αρχή για το σταθερό και αμετάβλητο του ονόματος δέχτηκε παρεκκλίσεις που επιβάλλονται στις άνω περιπτώσεις χάριν πάλι του ίδιου του προσώπου. Εν όψει αυτών και του ότι με το άρθ. 5 § 1 του Συντάγματος αναγορεύεται στον καθένα το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητός του προς όλες τις εκφάνσεις της που συνθέτουν αυτή, συνάγεται περαιτέρω ότι το πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς την διόρθωση του κύριου ονόματος, που δόθηκε σ` αυτό, εφόσον τούτο, έχει δικαιολογημένα, μη επιθυμητές συνέπειες, όπως συμβαίνει όταν δεν είναι εύηχο (ΟλΑΠ 99/85 ΝοΒ 33.1178, ΑΠ 573/1981 ΝοΒ 30.422 και ΕφΑθ 2064/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ), θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μη υφισταμένων συνταγματικώς κατοχυρωμένων ιερών αποστολικών και συνοδικών κανόνων και ιερών παραδόσεων, η ονοματοδοσία ανηλίκου τέκνου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, που τελείται εφάπαξ, αναγόμενο δηλαδή στην ουσία του δόγματος μη αναφερομένη ούτε στους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες ούτε στις παραδόσεις (βλ. ΟλΑΠ 240/1975, 99/1985, ΑΠ 744/19999 ΕλΔ 41.52). Συνεπώς, η κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος πραγματοποιούμενη ονοματοδοσία συνιστά ένα εκ των τρόπων κτήσεως του κυρίου ονόματος, γεγονός που προκύπτει και από το άρθρο 25 § 1 του ν. 344/1976, όπως τούτο ήδη ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 15 του ν. 1438/1984, κατά το οποίο το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στην ληξιαρχική πράξη γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του, που ασκούν την γονική μέριμνα ή του ενός εξ αυτών εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, δηλαδή κατά την διάταξη αυτή το όνομα αποκτάται και με σχετική δήλωση των προαναφερομένων προσώπων προς τον αρμόδιο ληξίαρχο και επομένως δεν απαιτείται οπωσδήποτε η τέλεση του μυστηρίου της βαπτίσεως για την απόκτηση του κυρίου ονόματος (πρβλ. ΑΠ 730/ 2006, ΕφΑθ 3718/2008, ΕφΑθ 4287/2005, ΣΤΕ 536/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Βαθρακοκοίλη: ΕΡΝΟΜΑΚ: υπό το άρθρο 1518 αριθ. 22 σημ. 39 έως 41 και τις εκεί παραπομπές σε συγγραφείς και νομολογία, βλ. και Τσαπίνη: Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα ονοματοδοσίας και μεταβολής του κυρίου ονόματος ΕλΔ 38 σε 996 επ.).Με άλλα λόγια η ονοματοδοσία δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος και τελείται μία μόνο φορά. Το δικαίωμα ονοματοδοσίας ανήκει στον πυρήνα του δικαιώματος της γονικής μέριμνας και δεν αρκεί η επιμέλεια για τον αποκλειστικό καθορισμό του ονόματος του τέκνου. Στην περίπτωση δε που η μητέρα ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, ασκεί και το δικαίωμα της ονοματοδοσίας νομίμως, χωρίς την έγκριση του πατέρα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, άσκησε κατά του εναγομένου ήδη εκκαλούντα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 16-12- 2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της με την οποία εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι με τον εναγόμενο απέκτησε εκτός γάμου δύο δίδυμα τέκνα που γεννήθηκαν στις 24-6-2014 και τα οποία αναγνώρισε ο εναγόμενος στις 15-7-2014 δυνάμει της υπ΄αριθμ. ……. «Πράξης Αναγνώρισης Εξωγάμων Τέκνων» της συμβ/φου Πειραιά ………. Ότι ο εναγόμενος στις 23-1-2015 εγκατέλειψε την κοινή τους οικία και επέστρεψε οριστικά στην πατρική του οικία. Ότι λόγω των μεγάλων ταλαιπωριών, των πολλών προβλημάτων υγείας και των κινδύνων ακόμη και της ζωής τους που έχουν υποστεί τα ανήλικα ως άνω τέκνα τους (όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή), επέλεξε να τους δώσει τα ονόματα «΄…..» στο αγόρι και «….» στο κορίτσι, τα οποία (ονόματα) δεν είναι ονόματα ούτε των δικών της γονέων, ούτε των γονέων του εναγομένου, αλλά αντιπροσωπεύουν αυτό που νιώθει για τα παιδιά της και είναι εύηχα. Ότι τα ονόματα αυτά τους τα έδωσε με την από 15-6-2015 δήλωση ονοματοδοσίας στο Ληξιαρχείο Πειραιά ενημερώνοντας και τον εναγόμενο.Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέθετε ότι με δεδομένο ότι τόσο η ίδια όσο και ο εναγόμενος είναι χριστιανοί ορθόδοξοι,  θέλησε στη συνέχεια να βαπτίσει τα παιδιά της καθορίζοντας με τον τρόπο αυτό, δια του μυστηρίου δηλαδή του βαπτίσματος, και το θρήσκευμά τους, ως έχουσα νόμιμο δικαίωμα αφού ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών αλλά και την επιμέλειά τους. Ότι απευθύνθηκε στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στον Πειραιά όπου της όρισαν ημερομηνία της βάπτισης την 27-9- 2015 και με βάση την ημερομηνία αυτή έστειλε τα σχετικά προσκλητήρια σε περίπου 200 άτομα, συγγενείς και οικογενειακούς τους φίλους, ενώ παράλληλα κάλεσε και τον εναγόμενο να παραστεί στη βάπτιση των παιδιών τους τόσο ο ίδιος, όσο και οι γονείς τους και όποιος άλλος συγγενής ή φίλος του επιθυμούσε ο ίδιος.Ότι μια εβδομάδα πριν από την ως άνω ημερομηνία την κάλεσε ο εφημέριος του ανωτέρω Ιερού Ναού και την ενημέρωσε ότι με βάση το με αρ. πρωτ. …….. «Εγκύκλιον Σημείωμα» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν μπορούσε να τελέσει το μυστήριο εάν δεν έχει τη σύμφωνη γνώμη και του πατέρα των παιδιών ή σε περίπτωση αρνήσεώς του δικαστική απόφαση που να επιλύει τη διαφορά (γεγονός όμως που δεν ισχύει εν προκειμένω αφού η μητέρα ασκεί αυτή αποκλειστικά τη γονική μέριμνα των εκτός γάμου τέκνων της και η οποία δεν της έχει αφαιρεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας). Στη συνέχεια η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος αρνείται να συναινέσει στην τέλεση του μυστηρίου της βάφτισης λόγω του ότι θέλει να προστεθεί στο όνομα κάθε τέκνου και δεύτερο όνομα αποτελούμενο από το όνομα του πατέρα του (…..) για το άρρεν τέκνο και το όνομα της μητέρας του (…..) για το θήλυ τέκνο, με αποτέλεσμα (λόγω της άρνησης του εναγομένου) να μην μπορεί (η ενάγουσα) να τελέσει τη βάπτιση των παιδιών της.Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, ως ασκούσα αποκλειστικά τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των ανηλίκων εκτός γάμου τέκνων της ΄….. και …., να καθορίσει το θρήσκευμά τους ως ορθόδοξων χριστιανών, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρ. 681 Β΄ επ. ΚΠολΔ), ερήμην του εναγομένου, αφού αυτός κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2189/2016 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατόπιν δέχθηκε την αγωγή (όπως την εκτίμησε)  ως νόμιμη και κατ΄ουσίαν βάσιμη και επέτρεψε στην ενάγουσα μητέρα των δύο ανηλίκων εκτός γάμου τέκνων της …………, να καθορίσει το θρήσκευμά τους ως ορθόδοξων χριστιανών και να προβεί στην τέλεση του μυστηρίου της βαπτίσεως σε Ιερό Ναό της αποκλειστικής επιλογής της και καταδίκασε τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, άσκησε την από 3-7-2017 (γεν.αριθμ. καταθ. ………) υπό κρίση  έφεσή του, εμπροθέσμως  εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 2-6-2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ΄αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, Διονύσιου ………. και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-7-2017 (άρθρα 495 παρ 1 και 2, 500,511,513 παρ.1 περ. β΄ εδ. α΄, β΄, 516 παρ.1, 517 εδ. α, 518 παρ.1ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα δικάσθηκε ερήμην, με την υπό κρίση έφεση και τους λόγους αυτής ισχυριζόμενος ότι υπάρχει ήδη μεταβολή των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (όπως αναλυτικά αυτά εκτίθενται στο εφετήριο) ζητεί να μεταρρυθμιστεί, άλλως να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να επιτραπεί σ΄αυτόν να τελέσει το μυστήριο της βαπτίσεως των ανηλίκων ως άνω τέκνων του και να τα βαπτίσει με τα ονόματα «….» το άρρεν και « …..» το θήλυ, άλλως « …. – ……» και « …..- ….» αντίστοιχα.Η ένδικη όμως έφεση με το παραπάνω αίτημα είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη δεκτής γενομένης ως βάσιμης και της αυτεπαγγέλτως ερευνωμένης από το Δικαστήριο σχετικής ένστασης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, καθόσον ούτε η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση είχε αίτημα περί ρύθμισης του ζητήματος της επιλύσεως των ονομάτων των ανηλίκων εκτός γάμου τέκνων των διαδίκων (δεν ασκήθηκε δηλαδή αγωγή ονοματοδοσίας τέκνου  ήτοι αγωγή άρσης διαφωνίας των γονέων περί του κυρίου ονόματος που θα δοθεί στα τέκνα), ούτε βέβαια η εκκαλούμενη απόφαση περιέλαβε στο διατακτικό της σχετική διάταξη και δεν θα ήταν τούτο δυνατόν δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα,  η ονοματοδοσία των ως άνω ανηλίκων είχε ήδη λάβει χώρα με δήλωση της ενάγουσας (όπως είχε νόμιμο δικαίωμα) στο αρμόδιο Ληξιαρχείο.Επομένως με βάση τα προεκτεθέντα και όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η κρινόμενη έφεση πρέπει κατ΄άρθρο 532 ΚΠολΔ να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2189/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών διατροφής και επιμέλειας τέκνων) ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   10 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ