Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 451/2018

Αριθμός  451/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτες   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, υπ` αριθ. καταθ. ………. και από 9.10.2017 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης, κατά του ενάγοντος και της υπ΄αριθ. 3522/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (καθώς και της συνεκκαλουμένης, καίτοι δεν μνημονεύεται ρητά, υπ΄αριθ. 3435/2015 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΚΠολΔ 513 παρ. 2), το οποίο δίκασε επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δυνάμει της οποίας διετάχθη η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής του επίδικου ακινήτου χωρίς να μειώνεται η αξία των μερίδων που περιέρχονται στους κοινωνούς, καθώς και σε καταφατική, υπέρ της διανομής, περίπτωση, ο καθορισμός των τεχνικών θεμάτων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), όπως προκύπτει από το συνδυασμό της υπ΄αριθ. ………. έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιώς ……  και της από 10.10.2017 έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης που συνέταξε ο Γραμματέας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επίσης καταβλήθηκε το αναγκαίο για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου παράβολο, (ηλεκτρονικό παράβολο υπ΄αριθ…. /2017 της Alpha Bank), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Α’ περ. γ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ, «στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς» (παρ. 1). «Αν δεν έγινε η προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 το δικαστήριο με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη» (παρ. 2). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, εν όψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σ` αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλουμένου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάσσει την διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενα που με την διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο, και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεώς του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου έτσι να εξισωθούν οι μερίδες τους. Με δεδομένα αυτά και το περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδάφ. τελευταίο του ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σ` αυτόν της προσεπικλήσεως καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. Έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καλείται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη σε όλα τα στάδια της προαναφερομένης δίκης. Αν το εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανισθεί στην δίκη της διανομής κοινού πράγματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι διευρύνονται και ως προς αυτό τα υποκειμενικά όρια της δίκης. Εξ άλλου, η δίκη διανομής είναι, όχι μόνο διαπλαστική, αλλά και διπλού χαρακτήρα σε όλη την πορεία της, ως προς το επίκοινο δικαίωμα, αφού τόσον στον πρώτο, όσον και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δημιουργείται, για όλους τους κοινωνούς, διπλή δίκη, στην οποία, ανεξαρτήτως από το ποιος κοινωνός άσκησε την αγωγή, ο εναγών είναι συγχρόνως και εναγόμενος, καθώς και κάθε εναγόμενος είναι συνάμα αντίδικος του συνεναγομένου του, εφ` όσον οποιοσδήποτε από τους εναγομένους κοινωνούς μπορεί να υποβάλει αίτηση η οποία θεμελιώνεται σε διαφορετικούς πραγματικούς ισχυρισμούς από εκείνους του ενάγοντος ως προς το δικαίωμα του στο κοινό πράγμα και την διάπλαση του, χωρίς όμως η αίτηση αυτή να έχει χαρακτήρα ανταγωγής. Αν η εν λόγω αίτηση γίνει δεκτή, η δίκη αποβαίνει εις βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με την διάπλαση της έννομης σχέσεως κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον του ενάγοντος ή των εναγομένων που, κατά τούτο, είναι αντίδικοι μεταξύ τους, δεσμευόμενοι από την διαπλαστική ενέργεια της κατά τον τρόπο αυτό εκδιδόμενης αποφάσεως. Η ιδιομορφία αυτής της δίκης διανομής έχει ως αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται εδώ η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, «η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους», αλλά ο εναγόμενος αν ασκήσει έφεση, οφείλει, με ποινή απαραδέκτου, να την απευθύνει και εναντίον του αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου) στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 517 εδ. β` ΚΠολΔ). Πράγματι, ο τελευταίος, στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα, εξ αιτίας δε του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει και την ιδιότητα του αντιδίκου. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι στην άσκηση της εφέσεως θεωρείται αντιπροσωπευόμενος από τον εκκαλούντα αναγκαίο ομόδικο του (βλ. ΟλΑΠ 321/1983). Αντιθέτως, τα πρόσωπα που έχουν μόνον δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου σε μερίδα κάποιου ή κάποιων από τους κοινωνούς, ο νόμος (άρθρο 491 ΚΠολΔ) δεν θέλησε να συμμετέχουν στην δίκη διανομής, ως ενάγοντες ή εναγόμενοι (πρβλ. άρθρο 478 ΚΠολΔ), αλλά εν όψει του προαναφερομένου διαπλαστικού αποτελέσματος που συνεπάγεται γι` αυτά η δίκη, ως προς τα προεκτιθέμενα δικαιώματά τους, απαιτεί απλώς να προσεπικαλούνται σ` αυτήν υποχρεωτικώς, προκειμένου, αν θέλουν, να ασκήσουν με παρέμβαση τους, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 492 ΚΠολΔ δικαιώματά τους. Συνεπώς, ως προς τα πρόσωπα αυτά, η δίκη της διανομής σε όλη την διαδρομή της δεν μπορεί να θεωρηθεί διπλή, υπό την έννοια ότι οι προσεπικαλούμενοι ενυπόθηκοι ή ενεχυρούχοι δανειστές έχουν ταυτοχρόνως και την ιδιότητα του προσεπικαλούντος κοινωνού. Έτσι, στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ. Τούτο σημαίνει ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων της εφέσεως (και της αναιρέσεως) από έναν κοινωνό, σχετικώς προς την διανομή, επιφέρει αποτελέσματα και για τον ενυπόθηκο ή ενεχυρούχο δανειστή, με συνέπεια να θεωρείται από τον νόμο ότι τα άσκησε και αυτός, μολονότι αδράνησε, χωρίς να είναι απαραίτητο να στρέφονται και εναντίον του, αρκεί μόνον ο εν λόγω δανειστής να καλείται, με ποινή απαραδέκτου, στην αντίστοιχη δίκη (δευτεροβάθμια ή αναιρετική) στην οποία, αν δεν εμφανισθεί, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς), (βλ. ΟλΑΠ 20/1995 ΕλΔ 1995 1534, ΑΠ 1822/2017, ΕφΠατρ 33/2017, ΕΠειρ 58/2014, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την πρωτοβάθμια δίκη προσεπικλήθηκαν α) το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας» και β) το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου,  (ανώνυμη τραπεζική εταιρία) με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», τα οποία εδρεύουν αμφότερα στην Αθήνα κι εκπροσωπούνται νόμιμα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ΄αριθ. 3435/2015 ως άνω μη οριστικής απόφασης, στην οποία μνημονεύονται, τόσο η από 10.2.2012 (υπ΄ αριθ. κατάθ. …….) προσεπίκληση που ασκήθηκε από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, όσο και οι υπ΄αριθ. ……….. εκθέσεις επίδοσης των Δικαστικών Επιμελητών, Αθηνών ……… και Πειραιώς …….., αντίστοιχα. Ετσι, τ΄ανωτέρω νομικά πρόσωπα κατέστησαν διάδικοι. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των ανωτέρω πρωτοδίκως προσεπικληθέντων διαδίκων (ν.π.δ.δ. και τραπεζικής εταιρίας), αφού τόσο η εκκαλούσα (εναγομένη), όσο και ο εφεσίβλητος (ενάγων, με την επιμέλεια του οποίου επισπεύδεται η παρούσα συζήτηση), ουδόλως επικαλούνται, ούτε αποδεικνύουν ότι κάλεσαν τα ως άνω προσεπικληθέντα νομικά πρόσωπα προκειμένου να παραστούν στην παρούσα συζήτηση, τα τελευταία δε δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Εύλογο είναι ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις για το παραδεκτό της συζήτησης δεν μπορούν ν΄ αναπληρωθούν από τη δήλωση στα πρακτικά της υπ΄ αριθμ 3435/2015 συνεκκαλουμένης ότι πρόκειται για εξοφλημένη οφειλή, που όμως δεν έχει τακτοποιηθεί. ΄Ετσι, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη έφεση παραδεκτώς μεν ασκήθηκε, αλλά η παρούσα συζήτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη εφόσον δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των ανωτέρω προσεπικληθέντων διαδίκων και να διαταχθεί η κλήτευση αυτών (προσεπικαλουμένων) στην ορισθησομένη  δικάσιμο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την συζήτηση της υπ` αριθ. εκθ. καταθ. ……… έφεσης κατά της υπ` αριθμ. 3522/2017 οριστικής απόφασης  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κλήτευση των πρωτοδίκως προσεπικληθέντων νομικών προσώπων, ήτοι  α) του νομικού  προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας» και β) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», τα οποία εδρεύουν αμφότερα στην Αθήνα κι εκπροσωπούνται νόμιμα, στην ορισθησομένη δικάσιμο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 5η Ιουλίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουλίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ