Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 464/2018

  

Αριθμός    464/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ. Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την με αριθμ. έκθ. κατάθ. …….κλήση, νομότυπα επαναλαμβάνεται η συζήτηση της με αριθμ. έκθ. κατάθ. …… έφεσης καθώς και των  με αριθμ. έκθ. κατάθ. ….. πρόσθετων λόγων αυτής,  κατά της 1844/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της με αριθμό 705/2015 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, παραδεκτά υπό την παρούσα σύνθεση λόγω υπηρεσιακής μεταβολής του ορισθέντος ως δικαστή που συμμετείχε στην  αρχική σύνθεση αυτού (ΑΠ 871/2011 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω, μη οριστική, απόφαση το Δικαστήριο  αφού  δέχθηκε κατά το  τυπικό της μέρος  την έφεση στη συνέχεια, διέταξε, αυτεπαγγέλτως, την επανάληψη της συζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί του θέματος που όρισε στο διατακτικό της.

Συγκεκριμένα η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 90.000 ευρώ μετά την ματαίωση της πώλησης του πλοίου της τελευταίας στην ίδια και το οποίο η ενάγουσα είχε καταβάλει εξ ιδίων σε τρίτους για την απόσβεση οφειλών της εναγομένης και προς το σκοπό να πραγματοποιηθεί η πώληση του πλοίου, επικαλούμενη προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσής της, το από 6-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό σε δακτυλογραφημένο κείμενο στο οποίο  αναγραφόταν, στη δεύτερη σελίδα του μοναδικού φύλλου του, ότι  η εναγομένη υποσχόταν ότι θα επιστρέψει το άνω ποσό  εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Η εναγομένη προς αντίκρουση της σε βάρος της ένδικης απαίτησης προσκόμισε το ίδιο από 6-5-2010 συμφωνητικό σε δυο φύλλα με χειρόγραφη προσθήκη στην σελίδα τέσσερα αυτού, σύμφωνα με την οποία το άνω ποσό  θα απαιτήσει  η ενάγουσα στην περίπτωση που πωληθεί το πλοίο, κάτω δε από την προσθήκη και πάνω στην εταιρική σφραγίδα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, είχε τεθεί ενώπιον του δικού της  νόμιμου εκπρόσωπου η μονογραφή του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, η οποία ωστόσο αρνείται το γεγονός αυτό και επομένως τη γνησιότητα της εν λόγω μονογραφής. Ενόψει αυτής της, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, τροποποίησης της εμπεριεχόμενης στο συμφωνητικό  επιμέρους συμφωνίας των διαδίκων περί του χρόνου καταβολής των 90.000 ευρώ που συνομολογείται από αυτούς ότι κατέβαλε η ενάγουσα για εξόφληση οφειλών της εναγομένης, και την άρνησής της από την ενάγουσα, το Δικαστήριο διέταξε, όπως προαναφέρεται, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διερευνηθεί το αμφισβητούμενο θέμα και συγκεκριμένα  αν η εν λόγω μονογραφή έχει τεθεί ιδιοχείρως από τον εκπρόσωπο της ενάγουσας, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προκειμένου να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της ……… ένορκης βεβαίωσης του …..  ενώπιον του συμβολαιογράφου Ζακύνθου  ……….που δόθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης και μετά από νομότυπη, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, κλήτευση της αντιδίκου της (σχετ. η …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου ……….), της …….. ένορκης βεβαίωσης του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ζακύνθου που δόθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας και μετά από  από νομότυπη σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ κλήτευση της αντιδίκου της (σχετ. η …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου ……..) και οι οποίες, παραδεκτά, λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 1 α ΚΠολΔ, ως νέο αποδεικτικό μέσο, αντίθετα δεν λαμβάνεται υπόψη η ………. ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως και άνω μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου ……. που δόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας καθώς αυτή δεν κλήτευσε εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ, την αντίδικό της (σχετ. η ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου ……….) και κατά συνέπεια αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, της από 22-5-2017 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σε συνδυασμό με όσα τα διάδικα μέρη ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία «……» και διακριτικό τίτλο «……» που εδρεύει στον …….. Ζακύνθου  είχε, κατά τον επίδικο χρόνο, στη κυριότητά της το υπό ελληνική σημαία ε/γ-δ/ρ πλοίο «ΠΑ» με αριθμό νηολογίου Θεσσαλονίκης …, 149,76 κ.ο.χ.. Με το από 9-4-2010 προσύμφωνο αγοραπωλησίας πλοίου, που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ αφενός του ……… που ενεργούσε για λογαριασμό της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας – πωλήτριας και αφετέρου του ………. που ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρίας – αγοράστριας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «….» και έδρα το ….. Ζακύνθου, συμφωνήθηκε να συνάψουν  οι συμβληθείσες στο ως άνω προσύμφωνο, εταιρίες, οριστική, σύμβαση πώλησης του άνω πλοίου στην ενάγουσα και συγκεκριμένα (συμφωνήθηκε) ότι η μεταβίβαση της κυριότητάς του  σ’ αυτήν θα ολοκληρωνόταν με την υπογραφή  της σύμβασης πώλησης, η δε νομή και κατοχή του  πλοίου θα παραδινόταν στην αγοράστρια έως και την 30-4-2010. Το τίμημα της πώλησης καθορίστηκε στο ποσό των 650.000 ευρώ η δε ενάγουσα είχε καταβάλει στην εναγομένη, πριν την κατάρτιση του ανωτέρω προσυμφώνου, ως προκαταβολή,  το ποσό των 41.900 ευρώ.  Στη συνέχεια και ενόψει της αδυναμίας της εναγομένης να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες με το παραπάνω προσύμφωνο πώλησης,  υποχρεώσεις της, οι αντίδικες εταιρίες  κατάρτισαν το από 6-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό «λύσεως προσυμφώνου αγοραπωλησίας». Στην με αριθμό 4 παράγραφο  του εν λόγω συμφωνητικού εμπεριέχεται η δήλωση αμφοτέρων των μερών ότι ακυρώνουν και καθιστούν ανίσχυρο το από 9-4-2010 προσύμφωνο αγοραπωλησίας του πλοίου, συγκεκριμένα ότι «ματαιώνουν την αγοραπωλησία αυτού αζημίως για αμφότερα τα μέρη με εξαίρεση τα ποσά τα οποία κατέβαλε μέχρι και σήμερα για λογαριασμό της πωλήτριας σε τρίτους (πληρώματα, ΝΑΤ κλπ.)   η αγοράστρια εταιρία κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων τα οποία ποσά και μέχρι του ύψους αυτών  ποσού ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, υπόσχεται η πωλήτρια να καταβάλει στην αγοράστρια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Με το δεύτερο αυτό συμφωνητικό καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης και υπόσχεσης χρέους  αφού η εναγόμενη εταιρία αναγνώρισε την οφειλή της στην ενάγουσα, την οποία εξάλλου δεν αρνείται  και περαιτέρω, υποσχέθηκε την καταβολή της σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερόμενη παράγραφο 4 του συμφωνητικού, εντός  ευλόγου χρονικού διαστήματος. Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συνομολόγησε την κατάρτιση των δυο ως άνω συμφωνητικών και την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας, πλην όμως  ισχυρίστηκε ότι το ως άνω εύλογο χρονικό διάστημα,  εν τέλει, προσδιορίστηκε με ρητή προσθήκη στο ως άνω συμφωνητικό λύσεως (4η σελίδα)  στην  οποία  ρητά αναφέρεται: «το παραπάνω ποσό η αγοράστρια εταιρία θα το απαιτήσει στην περίπτωση που πωληθεί το σκάφος», ισχυριζόμενη μάλιστα στη συνέχεια ότι την προσθήκη αυτή υπέγραψε ενώπιον της (εννοεί του νομίμου εκπροσώπου της) ο εκπρόσωπος της αντιδίκου και έθεσε στην προσθήκη αυτή δυο σφραγίδες της εταιρίας πάνω και κάτω από το κείμενο. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού, τον οποίο επαναλαμβάνει και στις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομισθείσες προτάσεις της, κατά τη συζήτηση της 7-5-2015 οπότε και εκδόθηκε η μη οριστική με αριθμό 705/2015 απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός της προσκόμισης με επίκληση του από 6-5-2010 συμφωνητικού στην μορφή που περιγράφεται παραπάνω και την οποία αμφισβητεί η ενάγουσα, επιμελήθηκε την κατάρτιση της ………. ένορκης βεβαίωσης του …….,  αδελφού του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της εναγομένης, ενώπιον του  συμβολαιογράφου Ζακύνθου  ……… Ο εν λόγω μάρτυρας ενόρκως βεβαιώνει ότι ήταν παρών σε όλα  τα στάδια των διαπραγματεύσεων  της πώλησης του πλοίου,  αφού ο ίδιος, όπως καταθέτει,  είχε αναλάβει για λογαριασμό του αδελφού του τις διαπραγματεύσεις με τον ………, ιδιοκτήτη της ενάγουσας. Αναφέρει στη συνέχεια στην ένορκη βεβαίωσή του ότι την αμφισβητούμενη από την ενάγουσα προσθήκη συμπλήρωσε παρουσία όλων  με στυλό και ιδιοχείρως ο λογιστής της εταιρίας ………… και ο ίδιος ο …. ….. έβαλε τη σφραγίδα της εταιρίας του πάνω και κάτω από το κείμενο για να μην μπορεί να συμπληρωθεί κάτι άλλο και στη συνέχεια έβαλε τη μονογραφή του. Ωστόσο ο ισχυρισμός της αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από την διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη στην οποία, ο ορισθείς με την 705/2015 απόφαση πραγματογνώμονας, ……, δικαστικός γραφολόγος, συμπέρανε ότι η υπογραφή (μονογραφή) στην ως άνω προσθήκη δεν είναι γνήσια υπογραφή του ……… και η χάραξη της γραφολογικά δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ αυτόν. Καταλήγει δε ότι το συμπέρασμά του διατυπώνεται με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας και ότι αυτή η διατύπωση αποτελεί την επιστημονικά ορθή διατύπωση της απόλυτης βεβαιότητας του δικαστικού γραφολόγου και δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ή αβεβαιότητας στη διατύπωση συμπεράσματος. Η εναγομένη με τις προτάσεις της  μετ’ απόδειξη συζήτησης δεν αμφισβητεί  το συμπέρασμα της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ούτε προσκομίζει αποδεικτικά μέσα που το αντικρούουν, αντίθετα αυτό ενισχύεται και από την ένορκη βεβαίωση του ……….., ωστόσο η εναγομένη  εγκαταλείπει τον ισχυρισμό της ότι την μονογραφή στην εριζόμενη  προσθήκη και μάλιστα ενώπιον του νομίμου εκπροσώπου της, έθεσε ο ίδιος ο …….., ζητά την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για να διαπιστωθεί αν την εν λόγω υπογραφή έθεσε ο ……. ή ο ………..  Ο ισχυρισμός της αυτός όμως, προβαλλόμενος στο παρόν στάδιο, μετά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου   κατά την οποία εκδόθηκε η μη οριστική απόφαση αυτού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθώς,  σύμφωνα με το συνδυασμό των  άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη   επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή  ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δίκη,  μόνο αν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτούς διάδικος (ΑΠ 105/2017, 536/2017, 9/2014  δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Η εναγομένη δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε και συντρέχουν, εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού της ότι άλλος, πλην του ………, υπέγραψε την προσθήκη κατ’ εντολή αυτού. Πλέον αυτού ο ίδιος ως άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ερχόμενος σε αντίθεση με το καθήκον αληθείας που επιβάλλει την αποφυγή προβολής αντιφατικών ισχυρισμών.  Από την διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις» προκύπτει ότι ειδική έκφανση της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης αποτελεί και η τήρηση του καθήκοντος αληθείας, που συνιστά γνήσια υποχρέωση και όχι απλά δικονομικό βάρος των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων τους. Στο περιεχόμενο του καθήκοντος αληθείας υπάγεται και η απαγόρευση προβολής αντιφατικών ισχυρισμών, όταν ο διάδικος που τους προτείνει έχει επίγνωση της αναλήθειας του ενός από αυτούς. Αντιφατικοί είναι οι ισχυρισμοί και δη οι ενστάσεις, όταν οι ιστορικές βάσεις τους αποκλείεται να συνυπάρχουν λογικά, όταν δηλ. αντιφάσκουν μεταξύ τους, η αντιφατικότητα δε αυτή έχει ως συνέπεια να  κρίνεται ως απαράδεκτος ο κατά σειράν προβολής μεταγενέστερος ισχυρισμός. Σύμφωνα με τα παραπάνω η προβολή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος κατά την συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της  7-5-2015, ισχυρισμού ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας υπέγραψε ενώπιον των εκπροσώπων της εναγομένης την προσθήκη στο από 6-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, αντιφάσκει με τον όλως όψιμα, αντιφατικά και ασαφώς προβαλλόμενο ισχυρισμό με τις προτάσεις που κατέθεσε στην  μετ’ απόδειξη συζήτηση, ότι μπορεί να έχει τεθεί από άλλα πρόσωπα  τα οποία και κατονομάζει καθόσον λογικά αποκλείεται να ισχύουν και τα δυο, να υπέγραψε ενώπιον της ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας και κατ’ εντολή του ένας εκ των δυο άλλων προσώπων που κατονομάζει. Σύμφωνα επομένως με τις προεκτεθείσες σκέψεις ο εν λόγω όψιμος ισχυρισμός της εναγομένης, ο οποίος στηρίζεται σε περιστατικά που αν είχαν πράγματι συμβεί θα ήταν σε γνώση της σε πολύ προγενέστερο της προβολής τους στην πρωτοβάθμια δίκη χρόνο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και συνακόλουθα και το αίτημά της για την διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης.

Επομένως με βάση τα προεκτεθέντα δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο εμπεριεχόμενος στην παρ. 4 του από 6-5-2010 συμφωνητικού όρος καταβολής των 90.000 ευρώ εντός ευλόγου χρόνου, διευκρινίστηκε με την προσθήκη, η οποία πράγματι γράφτηκε από τον λογιστή της ενάγουσας, όπως και ο ίδιος αποδέχεται στην ένορκη βεβαίωσή του (…..), πλην όμως ουδέποτε υπογράφηκε  από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως αν πράγματι  υπήρξαν σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιδίκων, δεν αποδεικνύεται ότι καταρτίστηκε  συμφωνία να καταβληθεί το ποσό των 90.000 ευρώ στην ενάγουσα στην περίπτωση που πωληθεί το πλοίο. Εξάλλου εγείρονται εύλογα απορίες για τον επιλεγέντα κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης τρόπο διευκρίνησης του σημαντικότερου όρου του εν λόγω συμφωνητικού. Και αυτό διότι  ενώ τα μεταξύ των αντιδίκων δυο συμφωνητικά, το προσύμφωνο αγοραπωλησίας και το συμφωνητικό ματαίωσής της, είναι δακτυλογραφημένα με σαφή διατύπωση του περιεχομένου τους, επιλέγεται για την προσθήκη η όλως πρόχειρη και χειρόγραφη σημείωσή της, εκτός του κειμένου που φέρει τις μη αμφισβητούμενες υπογραφές των νομίμων αντιπροσώπων των συμβληθέντων εταιριών. Αν πράγματι είχε συμφωνηθεί να διευκρινιστεί ποιος είναι ο εύλογος χρόνος απόδοσης από την εναγόμενη στην ενάγουσα των 90.000 ευρώ,   θα επιλεγόταν από τα μέρη, κατά την κοινή πείρα και λογική, σαφέστερη του όρου 4 διατύπωση της προσθήκης,  η οποία όπως έχει τελικά διατυπωθεί καθιστά ακόμα πιο ασαφή και αβέβαιη την καταβολή των 90.000 ευρώ αφού δεν προβλέπει συγκεκριμένο χρονικό όριο για αυτήν, αντίθετα την  θέτει υπό την αναβλητική αίρεση της πώλησης του πλοίου, χωρίς κανένα χρονικό όριο γεγονός που δεν συνάδει με τις βουλήσεις των αντιδίκων εταιριών οι οποίες συνομολογούν την ένδικη οφειλή και ερίζουν μόνο ως προς το χρόνο καταβολής της.

Μετά ταύτα και με βάση τα όσα έγιναν δεκτά παραπάνω ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη οφείλει, όπως και η ίδια συνομολογεί την καταβολή του ποσού των 90.000 ευρώ στην ενάγουσα, το οποίο κατά τον ρητό όρο του από 6-5-2010 συμφωνητικού πρέπει να το καταβάλει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Από το κείμενο αυτό όμως γεννάται ασάφεια ως  προς έννοια των δηλώσεων βουλήσεως των συμβληθέντων και, ειδικότερα, ως προς τη διάρκεια του εύλογου αυτού χρόνου  εντός του οποίου η εναγομένη  υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το άνω ποσό. Ενόψει της διαπίστωσης, της ασάφειας αυτής, το Δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει την πραγματική βούληση των συμβληθέντων μερών βάσει των ερμηνευτικών κανόνων  των άρθρων 173  και  200  του  ΑΚ, χωρίς να διατάξει αποδείξεις αφού αυτή δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός ώστε να αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως (άρθρο 335 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατά τις οποίες, αντίστοιχα, «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις» και «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», προκύπτει ότι, όταν η σύμβαση παρουσιάζει κενό, κενό δε υφίσταται όταν τα μέρη άφησαν κάποιο σημείο αρρύθμιστο, το οποίο όμως πρέπει να ρυθμιστεί για να επιτευχθεί ο σκοπός της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1608/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ή γεννάται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βούλησης, το δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει την πραγματική βούληση των συμβαλλόμενων βάσει των, ως άνω, ερμηνευτικών κανόνων, ο μεν πρώτος των οποίων εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο, τη βούληση, δηλαδή, των δηλούντων και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθής βούληση, ο δε δεύτερος εξαίρει τα αντικειμενικά στοιχεία και επιβάλλει να ερμηνεύεται η δήλωση όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση του χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας (ΑΠ 1608/2014 οπ. π.). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση και τον σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις της βούλησης των μερών, τις τοπικές, γλωσσικές,  χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν αυτές  καθώς και τη φύση της σύμβασης, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγουμένη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί και πως οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο καθώς και το δικαιοπρακτικό σκοπό. Για να συνάγει δε το ερμηνευτικό πόρισμά του το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής, τα οποία  θα προταθούν από τους διαδίκους. Περαιτέρω, από τις ίδιες, ως άνω, διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 335 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έννοια δικαιοπραξίας ή κάποιου άλλου όρου αυτής, η οποία δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο απόδειξης, αλλά αυτή εξευρίσκεται από το δικαστήριο της ουσίας που διαπιστώνει κυριαρχικά, με ερμηνεία του περιεχομένου τους, την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτούντων, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς να δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, δεν είναι δε υποχρεωμένο να διατάξει για τα ζητήματα αυτά απόδειξη (ΑΠ 1608/2014,  1214/2010,  1746/2009, ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44. 1305, ΕΠ 628/2015 και 163/2015 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων αυτών, το Δικαστήριο, με βάση την καλή πίστη και λαμβάνοντας υπόψη τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες δηλώθηκαν οι ως άνω βουλήσεις, και μάλιστα του χρόνου που είχε προβλεφθεί στο ματαιωθέν προσύμφωνο πώλησης του πλοίου να καταρτιστεί η οριστική σύβαση πώλησης σε συνδυασμό, τέλος, με την διατυπωθείσα στις προτάσεις της ενάγουσας θέση της για την διάρκεια του εύλογου χρόνου, καταλήγει στην κρίση ότι κατά την αληθή βούληση των συμβληθέντων μερών, ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου η εναγόμενη  όφειλε να καταβάλει το ποσό των 90.000 ευρώ στην ενάγουσα ήταν το χρονικό διάστημα ενός έτους από την κατάρτιση του από 6-5-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού.  Επομένως μετά την πάροδο του εν λόγω χρόνου, χωρίς την εκτέλεση της υποχρέωσης που είχε αναλάβει με το συμφωνητικό η εναγόμενη πωλήτρια εταιρία, παραδεκτά και βάσιμα η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή, την 28-12-2011, ήτοι μετά την συμπλήρωση ενός έτους την 6-5-2011, έχοντας βάσιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης στηριζόμενη στο από 6-5-2010 συμφωνητικό, χωρίς πλέον αυτή να υπόκειται σε οποιαδήποτε  αίρεση ή άλλο όρο. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων δέχθηκε ότι η ένδικη αξίωση τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πώλησης του πλοίου της εναγομένης,  η οποία δεν είχε πληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους λόγους της έφεσής της η ενάγουσα και θα πρέπει η έφεσή της και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 3-5-2011 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ενόψει των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών οι ισχυρισμοί της εναγομένης και να υποχρεωθεί η τελευταία  να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 90.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της,  να επιβληθούν, σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της  (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή στην ενάγουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσής της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την με  αριθμ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση καθώς και τους  με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……… πρόσθετους λόγους αυτής,  κατά της 1844/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία,      Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη, με αριθμό 1844/2013, οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ΠειραιώςΚρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 3-5-2011 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. …….. αγωγής.Δέχεται την αγωγή.Υποχρεώνει την εναγόμενη εταιρία  να καταβάλει  στην ενάγουσα, το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Καταδικάζει την  εναγομένη  στα  δικαστικά έξοδα  της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων με αριθμούς ………. στην ενάγουσα-εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ