Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 455/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός       455        /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το ν.δ. 4421/1964 κυρώθηκε η από 20.6.1956 διεθνής Πολυμερής Σύμβαση της Νέας Υόρκης “Περί διεκδικήσεως διατροφής στην αλλοδαπή” (εφεξής Σύμβαση). Σύμφωνα με το άρθρο 1, σκοπός της σύμβασης αυτής, είναι να διευκολύνει τη διεκδίκηση διατροφής όταν ο δικαιούχος και ο υπόχρεος βρίσκονται στην επικράτεια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, μέσω των αντίστοιχων “Αντιπροσωπειών Διαβίβασης και Λήψης” της αίτησης και των σχετικών εγγράφων. Στο άρθρο 5 της σύμβασης ορίζονται οι επιβεβλημένες ενέργειες της “Αντιπροσωπείας Διαβίβασης” και στο άρθρο 6 οι αρμοδιότητες της “Αντιπροσωπείας Λήψης”, η οποία πρέπει μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης να λαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την επιδίωξη της διατροφής, μεταξύ των οποίων ο διακανονισμός της αξίωσης και, όταν είναι αναγκαίο, η έγερση αγωγής, η διεξαγωγή της δίκης και η εκτέλεση της επιταγής προς πληρωμή. Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με τα ζητήματα που ανακύπτουν σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια ή διαδικασία είναι το δίκαιο του κράτους του υπόχρεου. Δυνάμει δε του από 9.11.1966 εγγράφου της Διεύθυνσης Διοικητικού του Υπουργείου Εξωτερικών ως “Αντιπροσωπεία Λήψης” για την Ελλάδα ορίστηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο δια του Θπουργού ασκεί τις παραπάνω ενέργειες. Η εν λόγω Σύμβαση καθιερώνει, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας διοικητικών αρχών και δεν πρόκειται για σύμβαση που θεσπίζει κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων. Όπως δε συνάγεται από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεών της η Σύμβαση, λόγω του ανθρωπιστικού σκοπού της, έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα διατάξεων και ένα μηχανισμό άμεσης και αποτελεσματικής διεκδίκησης των αξιώσεων διατροφής στην αλλοδαπή. Ουσιώδεις και καίριες έννοιες, κατά τη Σύμβαση, είναι αυτές της Αντιπροσωπείας Διαβίβασης και της Αρχής Λήψης, έτσι ώστε να απαλλάσσεται ο ίδιος ο “εν χρεία ευρισκόμενος” δικαιούχος από κάθε πρόσθετη ταλαιπωρία και επιβάρυνση (βλ σχ. Εισαγωγή της Σύμβασης). Η δε διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της Σύμβασης υποδηλώνει ότι ο σκοπός είναι η μέγιστη δυνατή παροχή μέτρων και μέσων προστασίας και επίλυσης των αναφυομένων προβλημάτων. Ενόψει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης δεν ταυτίζεται και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσής της με τις διατάξεις των άρθρων 32 επ. του Κανονισμού 44/2001/ΕΚ “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, (εφεξής “Κανονισμός”), ο οποίος αντικατέστησε την προϊσχύσασα “Σύμβαση των Βρυξελλών” και ισχύει από την 1.3.2002. Είναι, επομένως, νοητή η συνδυαστική-συμπληρωματική εφαρμογή της Σύμβασης και του Κανονισμού. Έτσι, ο δικαιούχος διατροφής, ο οποίος ευρίσκεται στο έδαφος Κράτους-Μέλους της Ε.Ε., όπου ισχύει η παραπάνω Σύμβαση, και πέτυχε την έκδοση εκτελεστής απόφασης από δικαστήριο αυτού του Κράτους-Μέλους, δύναται να υποβάλει στην “Αντιπροσωπεία Διαβίβασης” του τελευταίου αίτηση με περιεχόμενο την εκτέλεση της απόφασης σε άλλο Κράτος- Μέλος, συμβαλλόμενο, ομοίως, μέρος στην ανωτέρω Σύμβαση, όπου κατοικεί ο υπόχρεος. Η “Αντιπροσωπεία Διαβίβασης” του πρώτου Κράτους-Μέλους διαβιβάζει την αίτηση στην “Αντιπροσωπεία Λήψης” του δεύτερου Κράτους-Μέλους, η οποία, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, ασκεί την αίτηση του άρθρου 38 παρ. 1 του Κανονισμού (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της Σύμβασης). Στην ως άνω περίπτωση, αιτών παραμένει ο δικαιούχος της διατροφής, η δε “Αντιπροσωπεία Λήψης”, η οποία ενεργεί, ως προελέχθη, στο όνομα και για λογαριασμό του, δεν αποκτά την ιδιότητα της αιτούσας, ούτε θεωρείται ως τρίτη κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη προς υποβολή της αίτησης διάδικος, αφού η Σύμβαση δεν περιέχει ρητή σχετική πρόβλεψη. Αντίθετο πόρισμα θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3, 9 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης (ΑΠ 247/2016 Δημ. Νόμος).       Περαιτέρω, από 1-3-2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22.12.2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο ανωτέρω κανονισμός αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως αυτή ίσχυε τροποποιηθείσα από την Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26 Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον ν. 1814/1988 και του ν. 2004/1992 αντιστοίχως και έχει αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. σχετ. ΑΠ 93/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος). Η θέσπιση του ανωτέρω Κανονισμού κατέστη αναγκαία μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ από 1η Μαΐου 1999 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 2691/1999, οπότε τα ζητήματα συνεργασίας των κρατών – μελών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις πέρασαν από τον τρίτο πυλώνα της διακυβερνητικής συνεργασίας των κρατών -μελών, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάστριχτ (1992) υπό τον ευρύτερο τίτλο “Συνεργασία στην Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές υποθέσεις”, όπου το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών ήταν η σύναψη Διεθνούς Συνθήκης (βλ. και παλαιό άρθρο 220 Συνθ. ΕΟΚ), στον πρώτο πυλώνα που ενσωματώνεται πλέον στην Συνθήκη, στο τρίτο μέρος αυτής, υπό τον τίτλο IV (αρθ. 61- 69), με στόχο την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου πλέον το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών είναι η θέσπιση κανόνων στα πλαίσια του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου. Στόχος της καταρτίσεως του πιο πάνω Κανονισμού ήταν αφ` ενός μεν εισαγωγή συγχρόνων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφ` ετέρου δε η περαιτέρω απλούστευση των απαραιτήτων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές, μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας, και συνακόλουθα η αντιμετώπιση και η λύση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών. Αναφορικά με την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων στις υποθέσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, κατά το άρθρο 1 αυτού, ορίζονται με τις παρακάτω διατάξεις του κεφαλαίου III αυτού, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδομένη από δικαστήριο κράτους – μέλους, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα” (αρθ. 32), “Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος – μέλος αναγνωρίζεται στα κράτη – μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία” (αρθ. 33 παρ.1), “Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (αρθ. 36), “Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος – μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου” (άρθρ. 38 παρ. 1), “1. Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρμοδία αρχή, των οποίων ο κατάλογος σημειώνεται στο παράρτημα II. 2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης” (αρθ. 39 παρ. παρ. 1, 2), “1. Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης. 2. Ο αιτών οφείλει να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του Δικαστηρίου ή της αρμοδίας αρχής στην οποία απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους- μέλους εκτελέσεως δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, ο αιτών διορίζει αντίκλητο. 3. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 53” (αρθ. 40 παρ. παρ.1 – 3), “Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή, ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53, χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης, που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να καταθέσει προτάσεις” (αρθ. 41), “1. Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον αιτούντα κατά την διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης. 2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφ` όσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο” (αρθ. 42 παρ. παρ.1, 2) “1. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δύο διαδίκους 2. Το ένδικο μέσο ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου, που αναφέρεται στο παράρτημα III. 3. Το ένδικο μέσο εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. 4….5. Το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή κοινοποίησή της. Αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι δύο μήνες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση της προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω απόστασης” (αρθ. 43 παρ. παρ.1, 2, 3 και 5), ” Κατά της απόφασης επί του ενδίκου μέσου μπορεί να ασκηθεί μόνο το ένδικο μέσο, που αναφέρεται στο παράρτημα IV (αρθ. 44), “1. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας, μόνον εφ` όσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35. Αποφασίζει αμελλητί 2. Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (αρθ. 45 παρ. παρ.1, 2). Περαιτέρω με τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού προβλέπονται, κατά τρόπο περιοριστικό, οι λόγοι για τους οποίους δεν αναγνωρίζεται η απόφαση, ενώ με το άρθρο 53 ορίζονται τα έγγραφα που πρέπει να προσκομίσει ο διάδικος που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την κήρυξη της εκτελεστότητας. Τέλος υλικά αρμόδιο στην Ελλάδα για την κήρυξη της εκτελεστότητας Δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθ. 740 επ. Κ. Πολ. Δ. σε συνδ. προς άρθρο 905 παρ.1 του ιδίου Κωδικός) σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού, για την εκδίκαση του “ενδίκου μέσου” του άρθρου 43 του Κανονισμού είναι το Εφετείο, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού, ενώ το “ένδικο μέσο” που μπορεί να ασκηθεί, κατά το άρθρο 44 του Κανονισμού, είναι η αναίρεση, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, που κατά βάση διατηρεί την δομή και το ρυθμιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει ότι στα πλαίσια της θεσπιζόμενης, κατά τα ανωτέρω, ταχείας και απλής διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστής αλλοδαπής αποφάσεως κράτους – μέλους, το Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο για την Ελλάδα) του κράτους- μέλους εκτελέσεως, περιορίζεται στο να διαπιστώσει ότι πρόκειται περί εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως προερχομένης από άλλο κράτος- μέλος, της οποίας το αντικείμενο υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, χωρίς να έχει δικαίωμα πλέον να ερευνήσει, εάν συντρέχει κάποιος από τους λόγους που δικαιολογούν την άρνηση της εκτελεστότητας, κατά τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού (σε αντίθεση προς το υπό την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύσαν δίκαιο) και χωρίς ο καθ` ού η εκτέλεση να δικαιούται να παραστεί στην ως άνω δίκη και να υποβάλλει παρατηρήσεις (ομοίως κατά το άρθρο 34 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών). Συνακόλουθα η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δέχεται την αίτηση κηρύξεως εκτελεστής της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, δεν συνιστά ουσιαστικά δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική διαταγή, που υπόκειται στο κατά το άρθρο 43 παρ.1 του Κανονισμού ένδικο μέσο, το οποίο προσομοιάζει, στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου, προς την ανακοπή του άρθρου 583 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1024/2001). Το εν λόγω “ένδικο μέσο”, παρά την ως άνω ατυχή ονομασία του (υπό τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών εχρησιμοποιείτο ο ορθότερος όρος “προσφυγή”), δεν συνιστά “έφεση” κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά το Εφετείο, επιλαμβανόμενο αυτού, ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 12 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ. Για το λόγο αυτό, τούτο ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται (Εφετείο) και με επίδοση αυτού στον καθ` ού απευθύνεται (ΚΠολΔ 585§1, 215§1) εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 43§ 5 του Κανονισμού αποκλειστικής προθεσμίας του ενός ή των δύο μηνών (βλ. σχετ. ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος, Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία σελ. 318-320).

Εξάλλου, ο Κανονισμός ΕΚ 4/2009 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής», υποκατέστησε τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, οι οποίες εφαρμόζονταν και σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Συνεπώς, μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ 4/2009), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού όσον αφορά τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση, την κήρυξη της εκτελεστότητας και εκτέλεσης των αποφάσεων, καθώς και τη νομική αρωγή αντί των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 4/2009, σύμφωνα με τη διάταξη 76 αυτού (έναρξη ισχύος), ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εδ. α`), τα άρθρα 2 § 2, 47 § 3, 71, 72 και 73, εφαρμόζονται από τις 18 Σεπτεμβρίου 2010 (εδ. β`), ενώ οι λοιπές διατάξεις αυτού εφαρμόζονται από τις 18 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 είναι εφαρμοστέο στην Κοινότητα την ημερομηνία αυτή, άλλως εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω Πρωτοκόλλου στην Κοινότητα. Από το ως άνω άρθρο προκύπτει ότι ο εν λόγω Κανονισμός εξαρτά άμεσα την εφαρμογή του από το από 23 Νοεμβρίου 2007 Πρωτόκολλο της Χάγης, που καταρτίστηκε στα πλαίσια της διάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο από την Κοινότητα και τα Κράτη Μέλη της, τα οποία συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα της ικανοποίησης απαιτήσεων σε διεθνές επίπεδο διατροφής για παιδιά και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής. Στις 30.11.2009 η Επιτροπή, με την 2009/941/ΕΚ (L 331/17/16.12.2009) Απόφαση, κατ’ εξουσιοδότηση του Συμβουλίου της ΕΕ, υπέγραψε το ως άνω Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στις αιτιολογικές σκέψεις (7) και (8) του προοιμίου της ως άνω απόφασης της Επιτροπής, αναφέρεται ότι «το πρωτόκολλο θα πρέπει να εφαρμόζεται μεταξύ των κρατών μελών το αργότερο μέχρι την 18η Ιουνίου του 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009» και ότι «λόγω του στενού δεσμού μεταξύ του Πρωτοκόλλου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009, οι κανόνες του Πρωτοκόλλου θα πρέπει να εφαρμόζονται στην Κοινότητα σε προσωρινή βάση, εάν το Πρωτόκολλο δεν έχει τεθεί σε ισχύ την 18η Ιουνίου 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνει μονομερής δήλωση κατά τη σύναψη του Πρωτοκόλλου». Με βάση αυτές τις σκέψεις η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή κατά τα πιο πάνω, δήλωσε κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου ότι «εντός της Κοινότητας οι κανόνες του Πρωτοκόλλου, εφαρμόζονται σε προσωρινή βάση, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης από τη 18η Ιουνίου 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009, εάν το πρωτόκολλο δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή» (άρθρο 3). Σημειωτέον δε ότι το ως άνω Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007, το οποίο έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από την Ένωση από τις 8.4. 2010, τέθηκε τελικά σε ισχύ την 1.8.2013. Πάντως, και παρά το γεγονός ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 τέθηκε σε ισχύ την 1.8.2013, αυτό ίσχυε για τα κράτη μέλη της Κοινότητας, εκτός από τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήδη από τις 18 Ιουνίου 2011, δηλαδή εφαρμοζόταν στα κράτη μέλη και πριν την 1.8.2013 σε προσωρινή βάση από την ως άνω ημερομηνία, δυνάμει της ως άνω δήλωσης κατά την υπογραφή και σύναψη του Πρωτοκόλλου της Χάγης. Επομένως, από την ίδια αυτή ημερομηνία (18.6.2011) έχει εφαρμογή και ο Κανονισμός 4/2009 στο εσωτερικό της Κοινότητας (πλην της Δανίας), βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 76 του Κανονισμού, που εξαρτά την εφαρμογή του τελευταίου από την ημερομηνία εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Χάγης στην Κοινότητα. Εξάλλου, ο εν λόγω Κανονισμός, αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 249 § 2 της Συνθήκης της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 του Συντάγματος. Όσον αφορά στα ζητήματα της αναγνώρισης και της κήρυξης εκτελεστών των εκδιδομένων αποφάσεων, ο νομοθέτης του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009, τα αντιμετωπίζει συστηματικά υπό δύο οπτικές: α) εκείνη που αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 και β) αυτήν που αναφέρεται στις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 (άρθρο 16 §§ 1, 2). Στην μεν πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται το τμήμα 1 του κεφαλαίου IV του Κανονισμού, στη δε δεύτερη το τμήμα 2 αυτού. Υπάρχει, όμως, περίπτωση το τμήμα 2 του κεφαλαίου IV του Κανονισμού να εφαρμοστεί και σε κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007. Αυτό θα συμβεί στις περιπτώσεις του άρθρου 75 του Κανονισμού (μεταβατικές διατάξεις). Στο άρθρο αυτό και δη στην § 1 αυτού, όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε (βλ. διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, Ε.Ε. αριθ. L 131 της 18.5.2011), προβλέπεται ότι «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν κινηθεί, σε δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί από την ημερομηνία εφαρμογής του και εφεξής, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3». Στις δε παραγράφους 2 και 3, όπως τροποποιήθηκαν (βλ. διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, Ε.Ε. αριθ. L008 της 12.1.2013), προβλέπεται ότι τα τμήματα 2 και 3 του κεφαλαίου IV εφαρμόζονται και: «α) στις αποφάσεις που εκδίδονται στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και των οποίων η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτλεστότητας ζητούνται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής…». Σύμφωνα, λοιπόν, με το τμήμα 2 του Κανονισμού (άρθρα 23-38), ο κανόνας για την αναγνώριση της ισχύος των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, το οποίο δε δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, ή σε περίπτωση εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75, είναι ότι η απόφαση αναγνωρίζεται χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία (άρθρο 23 § 1), και μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτής, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση απόφασης μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 2, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί (άρθρο 23 § 2). Για την κήρυξη δε της εκτελεστότητας, ο κανόνας είναι ότι η απόφαση καθίσταται εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον έχει κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται, κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερόμενου (άρθρο 26). Για την αίτηση αυτή δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, η ονομασία του οποίου έχει κοινοποιηθεί από το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 71 του Κανονισμού (27 § 1), ενώ η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνήθη διαμονή του καθού η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης (άρθρο 27 § 2). Περαιτέρω, η παραπάνω αίτηση κήρυξης εκτελεστότητας πρέπει να συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται αναλυτικά στο άρθρο 28 του Κανονισμού, το δε Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης, περιορίζεται σε έναν τυπικό, απλό έλεγχο των εγγράφων αυτών, όπως προβλέπονται στον Κανονισμό (άρθρο 30), χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτεπάγγελτα την ύπαρξη τυχόν λόγων μη εκτέλεσης (μη αναγνώρισης), οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 24 του Κανονισμού. Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού δεν επιβάλλεται καμία φορολογική επιβάρυνση ή τέλος στο κράτος μέλος εκτέλεσης, κατά τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας. Επίσης, για την υποβολή της ανωτέρω αίτησης και της ορισθείσας δικασίμου δεν ειδοποιείται ο καθού η εκτέλεση, ο οποίος, ακόμη και αν λάβει γνώση με άλλο τρόπο, δεν έχει δικαίωμα να παραστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης και να καταθέσει προτάσεις (άρθρο 30 εδ. τελ.) κι επομένως δεν είναι υποχρεωτική η κλήτευση εκείνου, εναντίον του οποίου θα εκτελεστεί η αλλοδαπή απόφαση, στη δίκη περί κήρυξης της εκτελεστότητας της απόφασης αυτής. Άλλωστε, η απόφαση, που κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση, γνωστοποιείται στον καθού η εκτέλεση, ο οποίος μπορεί με προσφυγή να αμφισβητήσει τη διαδικασία και το κύρος της κατά το δεύτερο στάδιο (άρθρα 31-35), αν θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη εκτέλεσης, που προβλέπονται στο άρθρο 24, με αποτέλεσμα να θεραπεύεται, με τον τρόπο αυτό, ο αποκλεισμός του κατά το πρώτο στάδιο. Επιπροσθέτως, η απόφαση επί της αίτησης για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον επισπεύδοντα την εκτέλεση κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Οι διατάξεις δε του κεφαλαίου IV του Κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, και ειδικότερα το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχουν την έννοια ότι ο δικαιούχος διατροφής που επέτυχε την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν αποφάσεως σε κράτος μέλος και επιδιώκει την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος δύναται να υποβάλει αίτηση περί εκτελέσεως απευθείας στην αρμόδια αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, όπως είναι ένα εξειδικευμένο δικαστήριο, και δεν μπορεί να υποχρεωθεί να υποβάλει την αίτησή του στο τελευταίο μέσω της κεντρικής αρχής του κράτους μέλους εκτελέσεως (απόφαση 9-2/2017 ΔΕΚ C-283/2016 Δημ. Νόμος).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/11 (ΦΕΚ Α` 165/25-7-11). “Στην αρμοδιότητα των Μονομελών Εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Μονομελών Πρωτοδικείων και στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πολυμελών Πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους”. Κατά δε το άρθρο 72 του ίδιου νόμου: Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο (παρ. 2) …Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησής τους κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 (παρ.4)…Στην αρμοδιότητα των Μονομελών Δικαστηρίων του άρθρου 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (παρ. 13) (βλ. σχετ. ΑΠ 1289/2014 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων, Υπουργός Δικαιοσύνης, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, με την ιδιότητά του, ως «Αρχή Λήψεως», κατά το Ν.Δ. 4421/1964, «περί κυρώσεως της υπογραφείσης υπό της Ελλάδας εν Ν. Υόρκη την 20η Ιουνίου 1956 Πολυμερούς Συμβάσεως, περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν», ενεργώντας, εν προκειμένω, για λογαριασμό της ανήλικης, ………, εκπροσωπουμένης από τη μητέρα της, ……., ζητά, κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001, την εξαφάνιση – ακύρωση της με αριθμ. 358/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με σκοπό όπως γίνει δεκτή η από 4/2/2009 και με αριθμ. κατάθ. ……. αίτηση, με την οποία ζητούσε, υπό την ως άνω ιδιότητά του, να αναγνωρισθεί και να κηρυχθεί εκτελεστή η με αριθμ. 276172/F2RK07-23/3-8-2007 απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου Rotterdam Rechtbak, με την οποία ο καθ’ ου η προσφυγή υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην αρχή εκάστου μηνός, ως πατέρας της ανήλικης, ………., στην έχουσα τη γονική μέριμνα αυτής, μητέρα της, ………., μηνιαία διατροφή ύψους 200 ευρώ, αρχής γενομένης από 01/01/2007 και κατόπιν της με αριθμ. …. κλήσεώς του προσφεύγοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για επαναφορά προς συζήτηση της ως άνω αίτησής του, όπως διατάχθηκε με τη με αριθμ. 3511/2009 αναβλητική απόφαση, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. 358/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκουσία δικαιοδοσία), ερήμην του καθ’ ου, με την οποία κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, κατ’ ορθή εκτίμηση, η υπό κρίση προσφυγή, η οποία εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της αμφισβητουμένης διαδικασίας, κατ’ άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001, όπως προκύπτει και από την παραδεκτή επισκόπηση της απόφασης, της οποίας ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας, αναρμοδίως καθ’ ύλην εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς δεν έχει το χαρακτήρα «ενδίκου μέσου» κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Καθ’ ύλην αρμόδιο για την υπόθεση (προσφυγή) αυτή, η οποία, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έχει χαρακτήρα «ενδίκου βοηθήματος» (βλ. σχετ. ΑΠ 1028/2009 ό.π.), το οποίο κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται, και όχι στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι το ιεραρχικώς ανώτερο δικαστήριο, δηλαδή το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3994/11), το οποίο, επιλαμβανόμενο της προσφυγής αυτής, ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 12 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η Ελλάδα κοινοποίησε στην Επιτροπή ότι η προσφυγή θα εκδικάζεται από το Εφετείο. Για το λόγο δε αυτό ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται (Εφετείο) και με επίδοση στον καθ’ ου απευθύνεται (άρθρο 585 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπομένης από τον Κανονισμό αποκλειστικής προθεσμίας του ενός ή των δύο μηνών. Μετά δε την τροποποίηση του άρθρου 19 με το άρθρο 5 αριθμ. 2 του Ν. 3994/2011, το άρθρο 19 παρ. 1 ΚΠολΔ προβλέπει μεν ότι οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγονται πλέον στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου, πλην, όμως, η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε νεότερη ανακοίνωση προς την Επιτροπή μεταβάλλοντας την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ως προς την άσκηση της ως άνω προσφυγής. Συνεπώς, για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής παραμένει αρμόδιο το Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Ν. 3994/2011, αλλά και τον εξαιρετικό χαρακτήρα της ρυθμίσεως του άρθρου 19 αριθμ. 1, που απέσπασε από την υλική αρμοδιότητα της τριμελούς συνθέσεως του Εφετείου ειδικά τις εφέσεις κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου, διότι ορθότερο είναι να προκριθεί η εκδοχή ότι το τεκμήριο αρμοδιότητας παραμένει υπέρ της Τριμελούς συνθέσεως, η οποία παραμένει αρμόδια για τα ένδικα βοηθήματα που εισάγονται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, όπως η υπό κρίση προσφυγή (βλ. σχετ. Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία σελ. 318-320) (βλ. σχετ. και μεταβατική διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του Κανονισμού 4/2009). Κατόπιν τούτων, εφόσον η ύπαρξη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πριν από οποιαδήποτε άλλη έρευνα επί της προσφυγής, πρέπει να παραπεμφθεί αυτεπαγγέλτως η υπόθεση στο ιεραρχικώς ανώτερο αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπο δικαστήριο, ήτοι στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κατά τη διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας (άρθρο 46 ΚΠολΔ) και να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κατά τη διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 11/07/2018, στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιες Δικηγόρους τους.

    Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ