Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 431/2018

Αριθμός απόφασης 431/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αριθμ.719/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 10-3-2017 (βλ. με αρ. ….  έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …… ….) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10-4-2017, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Εξάλλου, για το παραδεκτό της άσκησης της δεν απαιτείται η καταβολή  του κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ παραβόλου, δεδομένου ότι η εκκαλούσα, δυνάμει της υπ’ αρ. 192/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά  την ίδια  διαδικασία (άρθρα 533 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

Με την αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον των εναγομένων 1)………. και 2) …………, ιστορούσε ότι ο ίδιος και οι εναγόμενοι κατοικούν σε όμορα διαμερίσματα πολυόροφης οικοδομής στη Νίκαια Αττικής. Ότι οι εναγόμενοι τυγχάνουν κάτοχοι ενός κατοικίδιου σκύλου, ο οποίος παραμένει νυχθημερόν στον εξώστη του διαμερίσματός τους και από τα συνεχή γαυγίσματα του διαταράσσεται η ησυχία του ιδίου και της οικογένειάς του. Ότι σε σχετικές παρακλήσεις και συστάσεις του ιδίου και της συζύγου του για τις ενοχλήσεις, που υφίστανται, οι εναγόμενοι, όχι μόνο αδιαφορούσαν, αλλά επιπλέον αντιδρούσαν με  προσβλητική και επιθετική συμπεριφορά προκαλώντας τα επεισόδια, που αναφέρονται λεπτομερώς στην αγωγή, κατά τη διάρκεια των οποίων τον εξύβριζαν και τον απειλούσαν, ενώ στο επεισόδιο, που συνέβη στις 16-6-2015 ο πρώτος εναγόμενος τον γρονθοκόπησε και άφησε το σκύλο να του επιτεθεί προκαλώντας του σωματική κάκωση.  Επικαλούμενος δε την υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητά του από τις ενέργειες των εναγομένων ζητούσε  1) να υποχρεωθούν να άρουν κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του, ήτοι να παύσουν τις εξυβρίσεις, απειλές και παρενοχλήσεις με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον του, να παύσουν να προκαλούν θορύβους και να φιλοξενούν στο διαμέρισμά τους τον ως άνω σκύλο, 2) να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του με την απειλή σε βάρος εκάστου χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης  6 μηνών, 3) να υποχρεωθούν να του καταβάλουν  έκαστος το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ποινικό δικαστήριο, εντόκως τα ποσά αυτά από την επίδοση της αγωγής, 4) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει αυτήν και ακολούθως, υποχρέωσε  τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση, ο μεν πρώτος το ποσό των 2.000 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη το ποσό των 500 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, απαγόρευσε σε αυτούς να επιδεικνύουν έναντι του ενάγοντος εξυβριστική, απειλητική και εν γένει επιθετική συμπεριφορά καθώς και να φιλοξενούν το άνω κατοικίδιο στην οικία τους, υποχρέωσε αυτούς να παραλείπουν τις άνω ενέργειες στο μέλλον με την απειλή σε βάρος εκάστου χρηματικής ποινής 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός μηνός  για κάθε παραβίαση και επέβαλε σε βάρος τους μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εκ ποσού 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα,  με τους λόγους, που εκθέτει στην ένδικη έφεση της, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από την όλη δομή του Συντάγματος και ιδίως από τα άρθρα 2 § 1 και 25 αυτού συνάγεται ως γενική αρχή, και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία είτε προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη in abstracto, είτε απαγγέλλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, ήτοι να μην υπερβαίνει τα ακραία ανεκτά όρια, κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση). Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά στον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 302/2016, ΑΠ 1406/2015, ΑΠ 1043/2014 ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 N. 4039/2012, «1. Επιτρέπεται η διατήρηση δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς σε κάθε κατοικία. Στις πολυκατοικίες, που αποτελούνται από δύο διαμερίσματα και πάνω, επιτρέπεται η διατήρηση δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς σε κάθε διαμέρισμα με την προϋπόθεση ότι αυτά : α) διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα με τον ιδιοκτήτη τους ή τον κάτοχο τους, β) δεν παραμένουν μόνιμα στις βεράντες ή στους ανοικτούς χώρους του διαμερίσματος, γ) η παραμονή στα διαμερίσματα πολυκατοικιών τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των κανόνων ευζωίας, των υγειονομικών διατάξεων και των αστυνομικών διατάξεων περί κοινής ησυχίας και δ) έχουν ελεγχθεί ηλεκτρονικά, έχουν σημανθεί, καταγραφεί και φέρουν βιβλιάριο υγείας… Δεν μπορεί να απαγορευθεί η διατήρηση ζώων συντροφιάς με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου… 3. Απαγορεύεται η διατήρηση και παραμονή ζώων συντροφιάς σε κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας… Επιτρέπεται, όμως, στην πυλωτή, στην ταράτσα, στον ακάλυπτο χώρο και στον κήπο, εφόσον υφίσταται η ομόφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών».

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 176/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο δικαστής προβαίνει στην έκδοση της απόφασης, χωρίς να εξετάσει μάρτυρες, βασιζόμενος στα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Θέλοντας ο νομοθέτης να περιορίσει στο ελάχιστο την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο,  προσπαθεί να την υποκαταστήσει από ένορκες βεβαιώσεις, που με το Ν. 3994/2011 έχουν αναχθεί σε επώνυμο αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 Ν. 4335/2015 και έναρξη ισχύος από 1-1-2016,   προβλέπεται ότι οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς, μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου προ δύο (2) εργασίμων ημερών,  μέχρι πέντε (5) ένορκες βεβαιώσεις, για κάθε διάδικο, και μέχρι τρεις (3) για την αντίκρουση, που λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων. Προβλέπεται, επίσης, ότι κατά την εξέταση των ενόρκως βεβαιούντων θα μπορούν να παρίστανται οι διάδικοι, οι οποίοι θα έχουν δικαίωμα να προβάλλουν ενστάσεις, που καταχωρίζονται στο προοίμιο της βεβαίωσης, αλλά κρίνονται από το δικαστήριο, ενώ ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν νομίμως μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, και επαναπροσκομίζονται στο Δικαστήριο τούτο, ήτοι της υπ’  αρ. ……. ένορκης βεβαίωσης της ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, ύστερα από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (βλ. με αρ. ……… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), των υπ’ αρ. ………. ενόρκων βεβαιώσεων των……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά,  οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήση του αντιδίκου τους (βλ. με αρ. ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών …………..) και  των εγγράφων, μεταξύ των οποίων οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και από τα έγγραφα, που παραδεκτά για πρώτη φορά προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι εναγόμενοι, …………. -ήδη εκκαλούσα- διαμένουν σε διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της κείμενης στη Νίκαια Αττικής και επί της οδού ………. πολυόροφης οικοδομής, ενώ ο ενάγων -ήδη εφεσίβλητος- διαμένει στο όμορο αυτού διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας μετά της συζύγου του, ……., και των δύο ανήλικων τέκνων τους, ……, ηλικίας 4,5 ετών και  ……….., ηλικίας 1 έτους (κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής). Οι εναγόμενοι φιλοξενούν σε μόνιμη βάση στο άνω διαμέρισμά τους ένα σκύλο, που φέρει το όνομα ……, φυλής “……….”, γένους αρσενικού, χρώματος άσπρου-μαύρου, γεννηθέντα την 20-9-2013, ιδιοκτησίας του συζύγου της θυγατέρας τους, ………, και συνεπώς θεωρούνται κάτοχοι αυτού, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα.  Στο σκύλο αυτόν, κατά παράβαση των διατάξεων του προαναφερόμενου νόμου, επιτρέπουν να παραμένει  μόνιμα στη βεράντα του διαμερίσματός τους, όπου γαυγίζει συνεχώς,  διαταράσσοντας  την ησυχία του ενάγοντος και της οικογένειάς του. Μάλιστα, επειδή ο τοίχος της κρεβατοκάμαρας του ενάγοντος γειτνιάζει με το μπαλκόνι του διαμερίσματος των εναγομένων, όπου διατηρούν το άνω τετράποδο, διαταράσσεται τόσο ο δικός τους ύπνος όσο και της ενός έτους θυγατέρας τους, που κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο. Το γεγονός ότι ο σκύλος παρέμενε σχεδόν μόνιμα στη βεράντα του διαμερίσματος των εναγομένων και γαύγιζε διαρκώς, χωρίς οι εναγόμενοι να  ενδιαφερθούν να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο για αποτροπή της ενόχλησης, παρά τις παρακλήσεις του ενάγοντος και της συζύγου του, αποτέλεσε την αφορμή για να διαρρηχθούν οι κατά τα προηγούμενα έτη καλές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 2014 η σύζυγος του ενάγοντος, έχοντας λάβει την από 23-9-2014 εισαγγελική παραγγελία, απευθύνθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Νίκαιας, για να εκφράσει τα παράπονά της σε βάρος των εναγομένων σχετικά με την όχληση, που προκαλούσε το παραπάνω ζώο. Έκτοτε οι σχέσεις των διαδίκων υπήρξαν τεταμένες και στις 13-6-2015, ενώ βρίσκονταν στις βεράντες των διαμερισμάτων τους, με αφορμή και πάλι το συνεχές γαύγισμα του σκύλου, έλαβε χώρα μεταξύ τους φραστικό επεισόδιο, κατά το οποίο οι εναγόμενοι εξύβρισαν τον ενάγοντα και τη σύζυγό του. Συγκεκριμένα δε, ο πρώτος εναγόμενος εξύβρισε τον ενάγοντα με τις φράσεις «αδελφή, πούστη, μαλάκα», ενώ η δεύτερη εναγομένη απηύθυνε σε αυτόν τη φράση, «μαλάκα.. σας ξέρει όλη η γειτονιά», εξυβρίζοντας παράλληλα και  τη σύζυγό του με τις φράσεις «τσόκαρο, πατσαβούρα». Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος προκάλεσε τρόμο και ανησυχία στον ενάγοντα απειλώντας τον με τη φράση «θα τον ρίξω (εννοώντας το σκύλο) να σας φάει»  και ταυτόχρονα επιχείρησε να εισέλθει παράνομα στη βεράντα του διαμερίσματος του ενάγοντος,  διαπερνώντας το διαχωριστικό μεταξύ των δύο διαμερισμάτων, όταν δε, δεν κατάφερε να εισέλθει, μετέβη στην είσοδο του διαμερίσματος του ενάγοντος και χτυπώντας με γροθιές την εξώπορτα τούτου τον απειλούσε  με τις φράσεις «βγες έξω, δεν θα σε πετύχω κάτω…». Το παραπάνω επεισόδιο, που έλαβε χώρα στα μπαλκόνια των διαδίκων, έγινε αντιληπτό από τους γείτονες, που είχαν εξέλθει στα δικά τους μπαλκόνια και παρακολουθούσαν. Με τις ανωτέρω εξυβριστικές φράσεις η δεύτερη εναγομένη προσέβαλε από πρόθεση την προσωπικότητα του ενάγοντος στις ειδικότερες εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, επιπλέον δε η συμπεριφορά της να διατηρεί τον άνω σκύλο, σε μόνιμη βάση, στη βεράντα του διαμερίσματός της, όπου με το συνεχές γαύγισμά του προκαλεί όχληση στον ενάγοντα, πέραν του ότι αντίκειται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4039/2012, προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος και ως προς την έκφανσή της να απολαμβάνει αυτός ακώλυτα την κατοικία του. Τα ανωτέρω περιστατικά (αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης) προκύπτουν τόσο από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία και τα αντίγραφα από τα βιβλία αδικημάτων και συμβάντων του ΑΤ Νίκαιας Αττικής, όσο και από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα του ενάγοντος, ……………., ενώ αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί  από τις ένορκες βεβαιώσεις των ………. (πατριός της εναγομένης), ο οποίος αναφέρεται μόνο στο επεισόδιο, που έλαβε χώρα στις 16-6-2015,  και ………… (κόρης της εναγομένης), η οποία, αναφερόμενη στο επεισόδιο της 13-6-2015, δεν αρνείται την εξύβριση του ενάγοντος εκ μέρους της μητέρας της, αλλά επισημαίνει την εξυβριστική συμπεριφορά του ενάγοντος απέναντι στην τελευταία και την ίδια. Περαιτέρω, η ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης προκάλεσε στον ενάγοντα ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται εύλογο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση. Το ποσό αυτό,  ενόψει των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, του βαθμού πταίσματος  της εναγομένης, της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών (ο ενάγων είναι τραπεζικός υπάλληλος, ηλικίας 50 ετών κατά το χρόνο του επεισοδίου, η δε εναγομένη πολίτης  χαμηλού εισοδήματος) πρέπει να οριστεί σε 500 ευρώ. Επίσης, προκειμένου να αρθεί η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, με την έννοια που  εκτέθηκε ανωτέρω, και να παύσει στο μέλλον, πρέπει να απαγορευτεί στην εναγομένη να φιλοξενεί το ανωτέρω ζώο στο διαμέρισμά της, επί της οδού …………, στη Νίκαια Αττικής, ενόψει και της απροθυμίας, που επέδειξε να λάβει μέτρα αποτροπής της ενόχλησης του ενάγοντος. Χαρακτηριστικό είναι  ότι, καίτοι είχε εκδοθεί η από 3-9-2015 προσωρινή διαταγή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, που απαγόρευσε σε αμφότερους τους εναγόμενους να επιτρέπουν την παραμονή του σκύλου στους εξώστες και τους ανοιχτούς χώρους του διαμερίσματός τους και τους υποχρέωνε να τον κυκλοφορούν στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας με φίμωτρο, στις 19-9-2015  αλλά και στις 24-9-2015, υπήρξε πάλι ενόχληση του ενάγοντος από το σκύλο, για την οποία κλήθηκε από μέρους του η Άμεση Δράση. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια και  υποχρέωσε τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση, επιπλέον δε απαγόρευσε την παραμονή του εν λόγω ζώου στο διαμέρισμα των εναγομένων, αφενός  ορθά εφάρμοσε το νόμο και συγκεκριμένα την αρχή της αναλογικότητας κατά τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, απορριπτομένου ως αβάσιμου  του πρώτου και τέταρτου λόγων έφεσης, αφετέρου σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των δεύτερου και τρίτου λόγων έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα διατείνεται τα αντίθετα. Αναφορικά, εξάλλου, με την αιτίαση της εκκαλούσας, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του τις προσκομισθείσες από τους εναγόμενους ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον δεν τις μνημονεύει ειδικά στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή είναι αβάσιμη. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση, ναι μεν δεν γίνεται σε αυτήν ειδική μνεία για τις ένορκες βεβαιώσεις, πλην όμως συνάγεται από όλο το περιεχόμενό της ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη, καθόσον, όπως ρητά και επί λέξει αναφέρεται σε αυτήν, η κρίση του στηρίχτηκε στο «σύνολο όλων ανεξαιρέτως των τιθέμενων υπόψιν του δικαστηρίου τούτου αποδεικτικών μέσων των διαδίκων και αντίστοιχων διαδικαστικών εγγράφων» -ενόψει και της εφαρμογής του νέου συστήματος διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων μετά τον Ν. 4335/2015, που δεν προβλέπει κατ’ αρχήν εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο- , ενώ σε προγενέστερη σκέψη του γίνεται ειδική αναφορά για τη μη αναγκαιότητα να εξαίρει το Δικαστήριο τη λήψη υπόψη των ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες πλέον συνιστούν επώνυμο αποδεικτικό μέσο. Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο 5ος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφενός δεν συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα, αφετέρου προέβη σε εκκαθάρισή τους χωρίς να υποβληθεί σχετικός κατάλογος εκ μέρους του ενάγοντος. Ειδικότερα, για το λόγο αυτόν έφεσης πρέπει να λεχθούν τα εξής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178 § 1 ΚΠολΔ,  «σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας του κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 191 §§ 1- 2 ΚΠολΔ, «1. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή για ένα μέρος της, πρέπει, εφόσον υποβληθεί ο κατάλογος του άρθρου 190, να περιλάβει διάταξη στην απόφαση για την υποχρέωση της πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό τους. 2. Αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος εξόδων, το δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν έχει υποβληθεί αίτημα για την επιδίκασή τους». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, επομένως, ότι, σε περίπτωση μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, το δικαστήριο  δεν συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, αλλά πρέπει να τα κατανείμει ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας καθενός, ενώ, σε περίπτωση που δεν υποβληθεί κατάλογος εξόδων, το δικαστήριο οφείλει να προχωρήσει σε καθορισμό τους, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα. Εν προκειμένω, λοιπόν, ενόψει της μερικής νίκης του ενάγοντος και του υποβληθέντος με την αγωγή του αιτήματος για καταδίκη των αντιδίκων του στα δικαστικά έξοδα, ορθά κρίνοντας  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επέβαλε αυτά κατά ένα μέρος, ανάλογα με την έκταση της νίκης του ενάγοντος, σε βάρος των εναγομένων. Συνακόλουθα, αφού κανένα λόγος έφεσης δεν κρίθηκε βάσιμος, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 § 1 και 9 του Ν. 3226/2004 προκύπτει ότι η παροχή νομικής βοήθειας στους δικαιούχους αυτής, χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης, ύστερα από αίτησή τους, συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στον διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν το δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια, που χρειάζεται,   για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις, η απαλλαγή δε περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς, ενώ η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων, που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 §§  1 και 2 του ιδίου νόμου, α) η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα, από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά τον νόμο αυτόν, το Δημόσιο και β) εάν η απόφαση επιβάλλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου, που βαρύνει το δημόσιο, επιδικάζονται υπέρ του δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου, που έλαβε τη νομική βοήθεια, να επιβάλει σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, η είσπραξη, όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν παύσουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμοδίου δικαστή (ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 1403/2012 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αρ. 192/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης της εκκαλούσας περί παροχής σε αυτήν νομικής βοήθειας, ορίστηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 3226/2004, ο δικηγόρος Πειραιά …………, προκειμένου να την εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την ίδια δε πράξη η εκκαλούσα απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 9 §§ 1-2 Ν. 3226/2004. Πράγματι, ο άνω διορισθείς δικηγόρος άσκησε για λογαριασμό της εκκαλούσας την ένδικη έφεση και εκπροσώπησε αυτήν στην παρούσα δίκη, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης. Ενόψει όμως της ήττας της εκκαλούσας στην παρούσα δίκη, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου να επιβληθούν σε βάρος της, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 3 Μαΐου 2018, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους  στις  5 Ιουλίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ