Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 434/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  434/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 286, 287, 288, 289, 290, 291 και 292 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του Α.Κ., προκύπτει, ότι, η πολιτική δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος, με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξεως, που ενεργείται μετά από αυτήν και πριν την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο, μεταξύ άλλων, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ή από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να είναι είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων, τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στη δικονομική του θέση, όχι όμως και του ομοδίκου του, έστω και αναγκαίου, είτε και αναγκαστική, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας, η οποία, κατ’ άρθρο 1847 εδ. α’ του ΑΚ, είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (βλ. σχετ. ΑΠ 1058/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 241/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 33/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 288/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 272/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 992/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1054/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1562/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 81/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 131/2005 (μεταβ. Κω) (Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις περιπτώ­σεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ίδιου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους, οι πράξεις δε και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους. Στην απλή ομοδικία σωρεύονται υποκειμενικά, σε κοινή διαδικασία, περισσότερες, ανε­ξάρτητες, μεταξύ τους, δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι. Η συνένωση των δικών των απλών ομοδίκων έχει αμιγώς δικονομικό, εξωτερικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις εσωτερικές τους έννομες σχέσεις. Επο­μένως, οι διαδικαστικές πράξεις κρίνονται για κάθε δίκη χωριστά. Ο ομόδικος είναι τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 113/2013 Δημ. Νόμος, Κε­ραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ΚΠολΔ I (2000) 75 αριθ.1, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 75 αρ.1). Συνεπώς, επί απλής ομοδικίας, η διακοπή επέρχεται μόνον ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 288 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 241/2017 ό.π., ΑΠ 379/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1721/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 477/2013 Δημ. Νόμος). ΄Ετσι, ο θάνατος ενός εκ των ομοδίκων δεν επιφέρει, με τη γνωστοποίησή του, τη διακοπή της δίκης, έναντι των λοιπών διαδίκων, ως προς τους οποίους η διαδικασία συνεχίζεται ακωλύτως, δίχως να απαιτείται προηγούμενη επανάληψη της δίκης, ούτε κλήτευση σε αυτή των κληρονόμων του θανόντος ομοδίκου, εκτός αν η κλήτευσή τους διαταχθεί από το δικαστήριο (άρθρα 75 και 288 ΚΠολΔ) (ΑΠ 1584/2006 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, δύναται το Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της φερομένης, ενώπιον του, κατ’ έφεση υποθέσεως, σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 524 παρ. 1, 74 και 75 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, να διατάξει τον επισπεύδοντα την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής διάδικο, να κλητεύσει τους κληρονόμους του θανόντος διαδίκου, εφόσον κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης αυτής, αναβάλλοντας προς τούτο την κατ’ ουσίαν έρευνα της όλης υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που θα προσδιορισθεί με επιμέλεια του ως άνω επισπεύδοντος την προκείμενη της υπόθεσης συζήτηση διαδίκου (ΑΠ 1584/2006 ό.π., ΕφΛαρ 113/2013 ό.π., ΕφΠατρ 709/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 9085/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 9304/1991 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, όμως, οπότε ο θάνατος και ενός μόνο ομοδίκου επιφέρει τη διακοπή της δίκης, ως προς όλους τους διαδίκους, η επανάληψη πρέπει να γίνει από όλους τους κληρονόμους (ΑΠ 655/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1280/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ: “Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν”. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αποφασιστικό κριτήριο, για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας (ΑΠ 382/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2016 Δημ. Νόμος). Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο, υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος, με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1564/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 177/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1485/2006 Δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός, που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 225 ΚΠολΔ “Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (παρ. 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει κάποια μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση, όμως, του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος, που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1073/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1136/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1345/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 870/2006 Δημ. Νόμος) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού (ΑΠ 1073/2015 ό.π., ΑΠ 1136/2013 ό.π., ΑΠ 1920/2006 ΤΝΠΔΣθ, ΑΠ 127/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 644/2000, ΕφΑθ 4047/2007 Δημ. Νόμος). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολομ. ΑΠ 1/1996, ΑΠ 1073/2015 ό.π., ΑΠ 1136/2013 ό.π., ΑΠ 1345/2009 ό.π., ΑΠ 127/2004 ό.π.), όχι, όμως, και τη δικονομική δυνατότητα να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδή­ποτε διαδικαστική πράξη, που έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Εάν δε ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες αδιακρίτως περιλαμβάνεται και η κατάθεση και η επίδοση κλήσεως για νέα συζή­τηση της υποθέσεως, αυτές είναι άκυρες και η ακυρό­τητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτε­παγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 § 1 και 160 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1411/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2010 ό.π.). Μόνο δε εφόσον ασκηθεί, εκ μέρους του ειδικού διαδόχου, παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι, ο ειδικός διάδο­χος μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρου 85 ΚΠολΔ), ενώ, εάν υπάρχει μόνον παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πρά­ξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου αρχικού διαδίκου (άρθρο 82 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1028/2010 ό.π., Κε­ραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ΚΠολΔ I (2000) ό.π., άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2η, άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι …… άσκησαν, εναντίον της …………, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 25-09-1999 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. …….. αγωγή τους (αναγνωριστική κυριότητας και αρνητική αγωγή), λόγω δε αποβιώσεως της πρώτης εξ αυτών, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τη δίκη συνέχισε ο εκ διαθήκης κληρονόμος της, ………… Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 23/05/2003, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 5190/28-11-2003 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Ειδικότερα, αναγνωρίστηκε: 1) Ο πρώτος ενάγων, …….., κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 451,50 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «……» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, εμφαίνεται, με τους αριθμούς εννέα [9] και τέσσερα [4], στο από Ιουνίου 1968 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ……… συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. και συνορεύει βορειοανατολικά εν μέρει με ιδιωτική οδό, επί προσώπου μέτρων σε τεθλασμένη γραμμή 12 συν 2,90 και εν μέρει με το υπ’ αριθμ. 8 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 3, νοτιοανατολικά με τα υπ’ αριθμ. 2 και 8 αγροτεμάχια του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 13,50 συν 16, νοτιοδυτικά με το υπ’ αριθμ. 3 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 17 και βορειοδυτικά με ιδιωτική οδό, επί προσώπου μέτρων 14 συν 13,50 και 2) Η δεύτερη των εναγόντων, ………., κυρία ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 224 τ.μ., που βρίσκεται στην ιδία ως άνω θέση της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, εμφαίνεται, με τον αριθμό …., στο προαναφερόμενο σχεδιάγραμμα και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιωτική οδό, επί προσώπου μέτρων 14, νοτιοανατολικά με το υπ’ αριθμ. …. αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 16, νοτιοδυτικά με τα υπ’ αριθμ. …….. αγροτεμάχια του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 14 και βορειοδυτικά με το υπ’ αριθμ. …….. αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, επί πλευράς μέτρων 16. Επίσης, υποχρεώθηκε η εναγομένη, όπως, εντός προθεσμίας (10) ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης, απομακρύνει την περίφραξη εκ πασάλων και συρματοπλέγματος από τμήμα των ορίων των ως άνω ακινήτων και επιχωματώσει το χάνδακα, μήκους 10-15 μέτρων περίπου και βάθους 1-2 μέτρων περίπου, σε τμήμα των ορίων αυτών, επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, άλλως επέτρεψε τούτο στους ενάγοντες, με δαπάνες της εναγομένης, κηρύχθηκε η εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστή, ως προς την ως άνω, περί άρσεως της προσβολής της κυριότητας των εναγόντων επί των επιδίκων ακινήτων, διάταξη, υποχρεώθηκε η εναγομένη να παύσει κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητας των εναγόντων, απειλήθηκε κατά της εναγομένης χρηματική ποινή τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση, διάρκειας δύο (2) μηνών, για κάθε μελλοντική διατάραξη και επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης, τα οποία ορίστηκαν σε τετρακόσια δέκα (410) ευρώ. Εν συνεχεία, εναντίον της ως άνω με αριθμ. 5190/28-11-2003 αποφάσεως, η εναγομένη άσκησε την από 22/09/2006 υπό κρίση έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. ……… Κατά τη συζήτηση αυτής, στις 03/03/2011, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, η ……….επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ως ειδική διάδοχος του πρώτου των εφεσιβλήτων, ………, άσκησε την από 10-3-2010 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ΒΑΒ ……. πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ του πρώτου των εφεσιβλήτων και κατά της εκκαλούσας, ……….. Επί της ως άνω εφέσεως και της ασκηθείσας πρόσθετης παρεμβάσεως, μετά από συνεκδίκασή τους, εκδόθηκε, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, η με αριθμ. 277/09-6-2011 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, έγιναν τυπικά δεκτές η έφεση και η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση και ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης, διατάχθηκε δε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί η αναφερόμενη σε αυτήν πραγματογνωμοσύνη. Με την από 26/07/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …………… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………, αίτηση – κλήση δε για επανάληψη της συζήτησης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ως άνω …….., όπως αναγράφεται στην υπό κρίση κλήση, «ατομικά, ως έχουσα ασκήσει παρέμβαση στη δευτεροβάθμια δίκη, και ως ειδική διάδοχος του αποβιώσαντος, στην Αθήνα, την 31/08/2011, πατέρα της και πρώτου εφεσιβλήτου, ………., κατοίκου εν ζωή Αθηνών», και η δεύτερη ενάγουσα (………), επισπεύδουν την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, για την έκδοση οριστικής απόφασης, μετά τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ……….., επικαλείται, με την από 26/07/2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……… «αίτηση – κλήση για επανάληψη της συζήτησης», ότι, πριν από τη συζήτηση της ως άνω έφεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 277/09-6-2011 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατέστη ειδική διάδοχος του πρώτου των εφεσιβλήτων, …….., πατέρα της, κατοίκου εν ζωή Αθηνών, ο οποίος απεβίωσε, στις 31/08/2011, στην Αθήνα, χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη και ότι την κληρονομία του τελευταίου αποποιήθηκαν, νόμιμα και εμπρόθεσμα, οι κατά νόμο εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του με αριθμ. ….. συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμος …. αρ. ….), απέκτησε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το πρώτο από τα επίδικα ακίνητα, με ΚΑΕΚ ….., με γονική παροχή, από τον πατέρα της και πρώτο εφεσίβλητο, ……., και ότι άσκησε την από 10/03/2010 με αριθμό κατάθεσης …… πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ αυτού, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, επί της οποίας, μετά από συνεκδίκασή της με την ως άνω έφεση, εκδόθηκε η ως άνω με αριθμ. 277/09-6-2011 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δήλωσε δε με το δικόγραφο της ως άνω κλήσεως ότι συνεχίζει την ανοιγείσα δίκη. Προσκομίζει, επίσης, το από 31/08/2011 απόσπασμα της με αριθμ. ….. τόμ. …. έτους 2011 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων, από το οποίο προκύπτει ότι ο εν λόγω πρώτος εφεσίβλητος, ……, απεβίωσε, στις 31/08/2011, στην Αθήνα, τα με αριθμ. …… και με αριθμ. …… πιστοποιητικά της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης του αποβιώσαντος, το με αριθμ. πρωτ. ………. πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Αθηναίων, καθώς και τις με αριθμ. …….. εκθέσεις αποποίησης κληρονομίας του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, των: 1) ………., γεννηθείσας το έτος 1964, έγγαμης, τέκνου του αποβιώσαντος, 2) …………, γεννηθέντος το έτος 1966, έγγαμου, τέκνου του αποβιώσαντος, 3) ………, γεννηθείσας το έτος 1970, έγγαμης, τέκνου του αποβιώσαντος, 4) ………., γεννηθέντος το έτος 1994, στην Αθήνα, 5) ……….., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους, εγγονών του αποβιώσαντος, ………….. και 6) των …………., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους και εγγονού του αποβιώσαντος, ………… Η παρέμβαση αυτή, σύμφωνα και με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως, διότι, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν, η παρεμβαίνουσα, ………., φέρεται ότι απέκτησε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το πρώτο από τα επίδικα ακίνητα, με ΚΑΕΚ ……, από τον πατέρα της και πρώτο εφεσίβλητο, …………, προ του θανάτου του, δυνάμει του με αριθμ. …….. συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμος …. αρ. …..), κατέστη ειδική διάδοχος του πρώτου εφεσιβλήτου, οπότε η ισχύς της αποφάσεως επί της κύριας δίκης εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτής (προσθέτως παρεμβαίνουσας) προς την αντίδικό της. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι, όπως προαναφέρθηκε, η δημιουργία μεταξύ του κυρίως διαδίκου (πρώτου εφεσιβλήτου) και της προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσας, σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1564/2017 Δημ. Νόμος). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η πρώτη καλούσα, ……….., η οποία είχε ασκήσει παραδεκτά, στις 03/03/2011, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση, νομιμοποιείται μεν να επισπεύσει τη συζήτηση της υπόθεσης (ήτοι της υπό κρίση έφεσης και της πρόσθετης παρέμβασής της) με την ένδικη κλήση, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς φέρεται ότι κατέστη, προ της συζητήσεως της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ειδική διάδοχος του πρώτου εφεσιβλήτου, λόγω γονικής παροχής (άρθρα 80, 81, 82, 83 και 225 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1028/2010 ό.π.), πλην, όμως, εφόσον επικαλείται μόνον ειδική διαδοχή, ως προς τον αποβιώσαντα και όχι καθολική διαδοχή τούτου, ως μοναδική κληρονόμος του, δεν νομιμοποιείται για την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης με την ένδικη κλήση, λόγω του θανάτου του πρώτου των εφεσιβλήτων, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε περίπτωση μεταβίβασης του επιδίκου πράγματος, ο τελευταίος (δικαιοπάροχος) εξακολουθεί να νομιμοποιείται ως διάδικος, οπότε σε περίπτωση θανάτου του δικαιοπαρόχου, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη είναι ο κληρονόμος αυτού, ήτοι, εν προκειμένω, αυτός που θα είχε κληθεί, αν εκείνοι, που, κατά τ’ ανωτέρω, αποποιήθηκαν, δεν ζούσαν, κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, ήτοι κατά το θάνατο του κληρονομουμένου και εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 1824 Α.Κ., το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. και άρθρο 1848 εδ. β΄ Α.Κ.), το οποίο καλείται, λόγω των ως άνω αποποιήσεων, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου στην έκτη τάξη (βλ. σχετ. άρθρα 1813 έως 1824 Α.Κ., σε συνδυασμό με τ’ άρθρα 1846, 1847, 1848, 1854, 1856, 1857 Α.Κ.). Η ειδική διάδοχος, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπεισήλθε στη θέση του δικαιοπαρόχου της, διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αφού δεν επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ούτε, άλλωστε, προέκυψε, συμφωνία των αρχικών διαδίκων, ότι, ως ειδικός διάδο­χος, υπεισήλθε, κατ’ άρθρο 85 του ΚΠολΔ, στη θέση του μεταβιβάσαντος (βλ. σχετ. ΑΠ 111/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 890/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2010 ό.π., ΑΠ 53/1996 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον, σε περίπτωση μεταβίβασης του επιδίκου πράγματος, ο δικαιοπάροχος εξακολουθεί να νομιμοποιείται ως διάδικος, σε περίπτωση θανάτου του, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η δίκη διακόπτεται (άρθρο 286 ΚΠολΔ) και επαναλαμβάνεται από τους κληρονόμους του και όχι από τον ειδικό διάδοχο. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον οι καλούσες γνωστοποίησαν το θάνατο του πρώτου των εφεσιβλήτων στην αντίδικό τους, με το ίδιο δικόγραφο της κλήσης τους, το οποίο υπογράφεται από την, κατά το χρόνο που επήλθε ο λόγος της διακοπής, πληρεξουσία δικηγόρο του πρώτου των εφεσιβλήτων, αλλά η δήλωση της πρώτης καλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας, με το δικόγραφο της υπό κρίση κλήσης, ότι συνεχίζει την ανοιγείσα δίκη δεν επάγεται την επανάληψη της δίκης, κάθε διαδικαστική πράξη, πλην της εκδόσεως της απόφασης, η οποία έγινε μετά τη διακοπή της δίκης και πριν από την επανάληψή της είναι άκυρη, διότι, εν προκειμένω, δεν την ενήργησε ο διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή (άρθρο 289 ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, εφόσον, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, μεταξύ του κυρίως διαδίκου (πρώτου εφεσιβλήτου), ο οποίος απεβίωσε και της προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσας, είχε δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, η επελθούσα διακοπή της δίκης, ως προς τον αποβιώσαντα, επιφέρει ακυρότητα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ως προς τον τελευταίο και την αναγκαία ομόδικό του, προσθέτως παρεμβαίνουσα, ανεξαρτήτως εάν η διάδικος κατά της οποίας απευθύνεται η κλήση παρέστη. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων (…………, κατοίκου εν ζωή Αθηνών), καθώς και η συζήτηση της πρόσθετης υπέρ αυτού παρέμβασης, λόγω της αναγκαίας ομοδικίας του τελευταίου με την προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα, φερόμενη ως ειδική διάδοχό του (…….).

Περαιτέρω, εφόσον ο δεσμός που συνδέει τους αρχικώς εφεσιβλήτους – ενάγοντες, στην προκειμένη περίπτωση, η οποία αφορά σώρευση αγωγών αναγνώρισης κυριότητας και αρνητικής αγωγής, επί διαφορετικών ακινήτων για κάθε ενάγοντα, είναι αυτός της απλής ομοδικίας, ως προς τους λοιπούς διαδίκους, ήτοι ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη – ενάγουσα και την εκκαλούσα – εναγομένη, η δίκη συνεχίζεται μεν κανονικά  (βλ. σχετ. ΑΠ 382/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 241/2017 ό.π.), πλην, όμως, επειδή η δίκη, ως προς τον αποβιώσαντα, πρώτο εφεσίβλητο – ενάγοντα, δεν συνεχίστηκε νόμιμα, κατά τ’ αναφερόμενα ανωτέρω, από τον καθολικό διάδοχό του (ήτοι εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 1824 Α.Κ. από το Ελληνικό Δημόσιο -βλ. και άρθρο 1848 εδ. β΄ Α.Κ.-, το οποίο καλείται, λόγω των ως άνω αποποιήσεων, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου στην έκτη τάξη -βλ. σχετ. άρθρα 1813 έως 1824 Α.Κ., σε συνδυασμό με τ’ άρθρα 1846, 1847, 1848, 1854, 1856, 1857 Α.Κ.), καθώς, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από Δικαστικό Αντιπρόσωπο του Ν.Σ.Κ., κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και οι παριστάμενοι διάδικοι δεν προσκομίζουν, ούτε επικαλούνται, ότι ο κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για την επανάληψη της δίκης, ενόψει ιδίως της ως άνω διάταξης της εκκαλουμένης περί άρσεως από την εναγομένη της προσβολής της κυριότητας των εναγόντων επί των επιδίκων ακινήτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαία η ενιαία διεξαγωγή της δίκης και θα πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 § 2 ΚΠολΔ, να διατάξει τη δεύτερη καλούσα – δεύτερη εφεσίβλητη, ως επισπεύδουσα την παρούσα διαδικασία, να καλέσει στη δίκη τον καθολικό διάδοχο του ομοδίκου της – πρώτου εφεσιβλήτου, προκειμένου να πάρει θέση επί της κρινόμενης έφεσης και της πρόσθετης παρέμβασης, για την ενότητα της κρίσεως και την αποφυγή εκ­δόσεως αντιφατικών αποφάσεων (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 113/2013 ό.π., ΕφΠατρ 709/2004 Νόμος, ΕφΑθ 9085/2001 ό.π.,  ΕφΑθ 9304/1991 ό.π.). Κατά συνέπεια, καθ’ ο μέρος η υπό κρίση έφεση στρέ­φεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, θα πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να κληθεί, με επιμέλεια της δεύτερης καλούσας – εφεσίβλητης, ο ως άνω καθολικός διάδοχος του πρώτου των εφεσιβλήτων και η προσθέτως υπέρ του τελευταίου παρεμβαίνουσα, σε άλλη δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια του επιμελεστέρου από του διαδίκους, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του αποβιώσαντος ………., κατοίκου εν ζωή Αθηνών), καθώς και τη συζήτηση της ασκηθείσας πρόσθετης υπέρ αυτού παρέμβασης από τη φερόμενη ως ειδική διάδοχο αυτού (………..).

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, κατά το μέρος κατά το οποίο η υπό κρίση έφεση στρέ­φεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, προκειμένου να κληθεί, με επιμέλεια της δεύτερης καλούσας –εφεσίβλητης, ο, κατά τ’ αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, καθολικός διάδοχος του πρώτου των εφεσιβλήτων και η προσθέτως υπέρ του τελευταίου παρεμβαίνουσα, σε άλλη δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια του επιμελεστέρου από του διαδίκους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 03/05/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στις 06/07/2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιες Δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ