Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 435/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    435/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 3218/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι σχετικές διατάξεις ίσχυσαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως στην προκειμένη περίπτωση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης. Έχουν κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, τα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Από την υπ` αρ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..,την οποία επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εφεσίβλητη, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τέταρτο των  εφεσίβλητων. Επομένως, εφόσον ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει, να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έφεση, κατ΄αρχήν, απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος, οι οποίοι ωφελούνται από την προσβαλλόμενη απόφαση, όχι δε κατ΄ εκείνων, οι οποίοι ήταν ομόδικοί του και υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη. Δεν αποκλείεται, όμως, από την ίδια ως άνω διάταξη, ο διάδικος που ηττήθηκε ν΄απευθύνει την έφεσή του και κατά των ομοδίκων στην πρωτόδικη δίκη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην εκκαλουμένη απόφαση περιέχεται διάταξη επιβλαβής για τον εκκαλούντα και ωφέλιμη για τους ομοδίκους του και ότι με την έφεση διώκεται και η διόρθωση της απόφασης κατά τη διάταξη αυτή. Αν οι ομόδικοι του εκκαλούντος είναι περισσότεροι, η απεύθυνση της έφεσης επιτρέπεται μόνο ως προς εκείνους, για τους οποίους υφίσταται ωφέλιμη διάταξη. Ενώ για τους λοιπούς ,που δεν υφίσταται τέτοια, αλλά όμοια με εκείνη για τον εκκαλούντα, δεν είναι επιτρεπτή η απεύθυνση της έφεσης. Αυτό ισχύει σε περίπτωση απόρριψης αίτησης ομοδίκου κατ΄ άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η ως άνω προυπόθεση, η έφεση, που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος, είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί αφορά τη νομιμοποίηση (Εφ.Αθ.4397/2010,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 522 παρ.14, και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία).

Όσον αφορά στην ένδικη έφεση, ο εκκαλών – έκτος εναγόμενος  στρέφει αυτήν, πλην της ενάγουσας –ήδη πρώτης εφεσίβλητης , και κατά των (απλών) ομοδίκων του, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγομένων, ήδη δεύτερης, τρίτης και τέταρτου των εφεσίβλητων αντίστοιχα, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή. Σχετικά με αυτούς, όμως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, διότι ο εκκαλών δεν αναφέρει στο δικόγραφο της έφεσής του ειδικό παράπονο για την ύπαρξη διατάξεων στην εκκαλουμένη ευνοϊκών για τους ως άνω ομοδίκους του και συγχρόνως δυσμενών για τον ίδιο, ούτε διώκεται η διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης κατά τις διατάξεις αυτές.

Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή μόνο ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της  και μέσα στα πλαίσια, που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Kατά την σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, τα οποία το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, τα οποία τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικώς από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. (ΑΠ 427/2013, ΑΠ 1312/2015, Eφ.Αθ. 6205/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εξέθετε στην από 20-4-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι δραστηριοποιείται στη μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων, από και προς διάφορους προορισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος και ότι είναι μέλος της Διεθνούς ‘Ενωσης Αεροπορικών Μεταφορών (International Αir Transport Association-ΙΑΤΑ). Ότι, μέσω της Διεθνούς αυτής Ένωσης, καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, (η οποία ιδρύθηκε το έτος 2010 και είχε ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη διοργάνωση αεροπορικών ταξιδιών για λογαριασμό των πελατών της, καθώς και την έκδοση αεροπορικών και ακτοπλοϊκών εισιτηρίων), σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας, ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη η εξουσία παροχής σε επιβάτες υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, με την αντίστοιχη έκδοση εισιτηρίων, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος κεντρικής διάθεσής τους και την είσπραξη του αντιτίμου, που, ακολούθως, όφειλε η πρώτη εναγομένη να αποδίδει στην ενάγουσα, όσον αφορά τις δικές της πωλήσεις, μέσω Προγράμματος Τιμολόγησης και Διακανονισμού (Billing and Settlement Plans-BSP), σύμφωνα με το οποίο γίνονταν αυτόματη καταχώρηση των κρατήσεων στο ηλεκτρονικό αρχείο του, για κάθε αεροπορική εταιρία. Ότι, επίσης, συμφωνήθηκε αμοιβή (προμήθεια) της πρώτης εναγομένης για την ως άνω διαμεσολαβητική δραστηριότητά της, είχε δε την υποχρέωση να αποδώσει την αξία των εισιτηρίων, που εξέδωσε για λογαριασμό της ενάγουσας, σε αυτήν, μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον μέσα στον οποίο έγιναν οι πωλήσεις, αφού προηγουμένως, αφαιρούσε τη συμφωνημένη προμήθεια. Ότι, ενώ τα τρία πρώτα έτη η ως άνω συνεργασία λειτούργησε ομαλά, κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-8-2014, η πρώτη εναγομένη εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας, τα αναφερόμενα στις συνημμένες στην αγωγή καταστάσεις της αντίστοιχης περιόδου εισιτήρια, συνολικού ποσού 3.602.595,92 ευρώ και ότι, αν και εισέπραξε το ποσό αυτό, δεν το απέδωσε στην ενάγουσα, ως όφειλε με βάση την παραπάνω συμφωνία τους. Ότι, κατόπιν καταβολών της πρώτης εναγομένης, έναντι του ως άνω ποσού, η οφειλή της στην ενάγουσα μειώθηκε στο ποσό των 1.219.054,97 ευρώ, το οποίο δεν της έχει καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. ΄Ότι, ο μεν δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας, οι δε  τρίτη, τέταρτη και πέμπτος των εναγομένων, ως μέλη του Διοικητικού συμβουλίου (Δ.Σ) της, καθώς και ο έκτος εναγόμενος, ο οποίος διοικούσε «εν τοις πράγμασι» την ως άνω εταιρία, ως νόμιμος εκπρόσωπός της, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή, δεν απέδωσαν στην ενάγουσα τα εισπραχθέντα ποσά, τα οποία ιδιοποιήθηκαν για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Ότι  με την ως άνω συμπεριφορά τους, οι εναγόμενοι έχουν διαπράξει την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, σε βάρος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή να έχει υποστεί ζημία, ισόποση με το ως άνω ποσό. Ότι, συνεπώς, οι λοιποί εναγόμενοι, ευθύνονται απέναντί της (ενάγουσας), σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρίας . Ζητούσε, ακολούθως, η ενάγουσα, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό με τις προτάσεις της και με δήλωση του  πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού (άρθρα 223, 224, 294, 295 εδ. β’ ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας σε ολόκληρο, να της καταβάλουν: α) το ποσό των 200.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που αυτή υπέστη από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη τους, με το νόμιμο τόκο, ως προς το ποσό των 195.832,85 ευρώ, από 16-7-2014, ως προς το ποσό των 2.211,15 ευρώ από 16-8-2014 και ως προς το ποσό των 1.956 ευρώ, από 16-9-2014, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και β) το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την εν λόγω αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, επίσης ο καθένας σε ολόκληρο: α) το ποσό του 1.019.054,97 ευρώ ως αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο από 16-7-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) το ποσό των 200.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζητούσε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος  του καθενός από τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, διάρκειας δώδεκα µηνών, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόµενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3218/2017) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της πρώτης εναγομένης και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρία, λόγω κήρυξης, εν τω μεταξύ, της τελευταίας σε πτώχευση και συνακόλουθα αναστολής των ατομικών διώξεων σε βάρος της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη), στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, ενώ την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την τρίτη, τέταρτη και πέμπτο των εναγομένων  και την έκανε εν μέρει δεκτή στην ουσία της  ως προς τους δεύτερο και έκτο των εναγομένων. Yποχρέωσε δε τους τελευταίους, τον καθένα σε ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 215.000 ευρώ, (200.000 ευρώ ως αποζημίωση και 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) , µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και µέχρι την εξόφληση, απαγγέλλοντας, σε βάρος τους, προσωπική κράτηση, διάρκειας έξι μηνών στον καθένα, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της καταψηφιστικής αυτής διάταξης, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωση των ως άνω εναγομένων (δεύτερου και έκτου), να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας σε ολόκληρο, το ποσό των 1.019.054,97 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Ήδη ο έκτος εναγόμενος -εκκαλών προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση, με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του εναντίον του  και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν, ο έκτος εναγόμενος – ήδη εκκαλών υποστηρίζει ότι η αγωγή πάσχει από αοριστία και συνεπώς η εκκαλουμένη εσφαλμένα την έκρινε ορισμένη. Αντίθετα,  με τους ισχυρισμούς του, όμως, στην αγωγή προσδιορίζονται επαρκώς όλα τα απαιτούμενα από το νόμο περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύνης, μεταξύ των άλλων, και του ίδιου, ήτοι σε τι συνίσταται η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, από την οποία ζημιώθηκε η ενάγουσα, καθώς και η ζημία αυτή και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του και της επελθούσας ζημίας  της ενάγουσας. Ειδικότερα, αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, στην οποία ενσωματώνονται οι σχετικές καταστάσεις, ο αριθμός των εκδοθέντων εισητηρίων (1η στήλη), η ημερομηνία της έκδοσης καθενός από αυτά, (2η στήλη) η καθαρή αξία (3η στήλη), το ποσό του φόρου (4η στήλη), η προμήθεια της εναγομένης εταιρίας (5η στήλη), η τυχόν πρόσθετη έκπτωση ( 6η στήλη)  και ο τυχόν φόρος επί προμηθειας (7η στήλη) και τέλος το καθαρό οφειλόμενο πληρωτέο ποσό στην ενάγουσα (8η στήλη), με βάση τη συμφωνία τους. Οι ως άνω δε καταστάσεις είναι μεν ξενόγλωσσες, αλλά περιέχουν αριθμούς που δεν χρειάζονται μετάφραση, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, καθώς επίσης, όσον αφορά του τίτλους της κάθε στήλης, η έννοια αυτών μεταφράζεται και εξειδικεύεται στην ένδικη αγωγή (σελ. 4 αυτής). Ακόμη, περιέχονται στην αγωγή τόσο οι ημερομηνίες πώλησης του καθενός από τα εισιτήρια, κατά τα προαναφερθέντα, όπως και ο χρόνος, που όφειλαν να αποδοθούν στην ενάγουσα τα εισπραχθέντα από την εναγόμενη ποσά, όπως αυτά αναλυτικά αναγράφονται στις προαναφερθείσες καταστάσεις –πίνακες. Επίσης, αναφέρεται ότι υπαίτια, οι εναγόμενοι, ενθυλάκωσαν στην περιουσία της εναγομένης εταιρίας τα εν λόγω εισπραχθέντα από αυτούς ποσά των εισιτηρίων, υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή ιδιότητές τους και ειδικότερα ο έκτος εναγόμενος ως ‘’εν τοις πράγμασι’’ νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, αφού, αν και γνώριζαν ότι αυτά έπρεπε να αποδοθούν από την πρώτη εναγομένη στην ενάγουσα, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, μέσα στο πρώτο 15ηθερο του επομένου από την έκδοσή τους μηνός, παραταύτα δεν το έπραξαν αλλά τα παρακράτησαν, ζημιώνοντας, έτσι, την ενάγουσα, κατά τα παραπάνω ποσά. Τέλος, το ότι η ενάγουσα αναφέρει ότι ο έκτος εναγόμενος, ως ο πραγματικός νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, υπήρξε ο αυτουργός της πράξης της υπεξαίρεσης και οι λοιποί εναγόμενοι (2η -5ος) οι συνεργοί του, άλλως επικουρικά, αν κριθούν ως αυτουργοί οι τελευταίοι, αυτός ήταν ηθικός αυτουργός, δεν καθιστά βέβαια την αγωγή αόριστη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, όπως, αβασίμως επίσης, ισχυρίζεται ο εκκαλών.

Επομένως, με βάση τα προκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεχόμενο ότι αυτή περιέχει όλα τα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ απαραίτητα στοιχεία, για τη νομική της θεμελίωση, έστω χωρίς να παραθέσει περαιτέρω αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του ως άνω σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης. Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη , όπως επίσης, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά τα όσα αβάσιμα υποστηρίζει ο έκτος εναγόμενος –εκκαλών, ότι δηλ. έπρεπε να απορριφθεί, όσον αφορά σ΄ αυτόν, ως νομικά αβάσιμη ‘’ελλείψει περιστατικών, που να δικαιολογούν την άρση της νομικής προσωπικότητας της εναγομένης εταιρίας ‘’, διότι, ανεξαρτήτως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, τα διοικούντα αυτήν πρόσωπα, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ευθύνονται προσωπικά σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, αν έχουν διαπράξει αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, (άρθρο 71 ΑΚ), όπως ιστορείται, τουλάχιστον, στην ένδικη αγωγή από την ενάγουσα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Η ενάγουσα είναι γνωστή αεροπορική εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στη διενέργεια αερομεταφορών, έναντι χρηµατικού ανταλλάγµατος, επιβατών και εµπορευµάτων, σε διάφορα µέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού και είναι µέλος της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (International Αir Transport Association – ΙΑΤΑ). Η πρώτη εναγοµένη ανώνυµη εταιρία είχε ως αντικείµενο, πάσης φύσεως τουριστικές επιχειρήσεις, µεταξύ των οποίων, την πρακτόρευση αεροµεταφορέων, δια της έκδοσης εισιτηρίων, καθώς και τη διοργάνωση εκδρομών οδικώς, αεροπορικώς, ή ατμοπλοϊκώς,  για λογαριασµό των πελατών της. Δυνάµει της από 5-8-2011 «Σύµβασης Πρακτορείας Πωλήσεων προς επιβάτες», που συνάφθηκε µεταξύ της ΙΑΤΑ, ενεργούσας για λογαριασµό όλων των µελών της, συµπεριλαµβανοµένων της ενάγουσας εταιρίας -ήδη πρώτης εφεσίβλητης και της ως άνω πρώτης εναγοµένης εταιρίας µε το διακριτικό τίτλο, «……», η τελευταία ανέλαβε την πρακτόρευση της πρώτης, και συγκεκριμένα τη διαμεσολάβηση κατά την πώληση αεροπορικών εισιτηρίων αυτής (ενάγουσας) προς το επιβατικό κοινό,  εισπράττοντας την καθαρή αξία των πωληθέντων εισιτηρίων, πλέον των αναλογούντων φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων επί του τιµήµατος αυτών, επ’ ονόµατι και για λογαριασµό της ενάγουσας, την οποία (αξία) απέδιδε ακολούθως στην τελευταία, αφού κρατούσε τη συμφωνηθείσα  προµήθεια. Πιο συγκεκριμένα, ως προς την έκδοση των αεροπορικών εισιτηρίων, η ΙΑΤΑ έχει οργανώσει ανά χώρα για λογαριασμό των μελών της αεροπορικών εταιριών, ένα ηλεκτρονικό σύστημα κεντρικής διάθεσης των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολούθησης και είσπραξης των χρημάτων, που ανήκουν στις επιμέρους αεροπορικές εταιρίες, το λεγόμενο «BiIIing and Settlement Plan» ή «BSP» (Πρόγραμμα Τιμoλόγησης και Διακανονισμoύ»). Σύμφωνα, δε, με το πρόγραμμα αυτό, η πρώτη εναγόμενη εταιρία, αλλά και κάθε άλλος, συνεργαζόμενος με την ΙΑΤΑ, πράκτορας, προέβαινε σε κρατήσεις αερoπορικών εισιτηρίων, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων (CRS), με αυτόματη καταχώρηση των κρατήσεων αυτών στο αρχείο της, ενώ, κατά την έκδοση των εισιτηρίων, τα, ήδη καταχωρημένα στο σύστημα CRS, στοιχεία διαβιβάζονταν στο ανωτέρω «Πρόγραμμα Τιμολόγησης και Διακανονισμού» (BSP) της ΙΑΤΑ υπέρ της ενάγουσας. Η πρώτη εναγομένη εταιρία, είχε επιπλέον αναλάβει την υποχρέωση να πωλεί στους πελάτες της τα εκδοθέντα με τον ως άνω τρόπο εισιτήρια της ενάγουσας, έναντι εισπράξεως από αυτούς της αξίας τους, πλέον φόρων και λοιπών τελών, και ακολούθως να αποδίδει, στην ενάγουσα έως την 15η  ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον, εντός του οποίου είχε γίνει η έκδοση –πώληση των εν λόγω εισιτηρίων, αφού αφαιρούσε τη συμφωνημένη αμοιβή της –προμήθεια, (σύμφωνα με τον υπ΄αρ. 818 κανονισμό της ΙΑΤΑ, ο οποίος είναι δεσμευτικός για τα συμβαλλόμενα μέρη, και τον όρο 2.1α της ως άνω από 5-8-2011 σύμβασης). Τα χρηματικά ποσά δε που εισέπραττε (η πρώτη εναγομένη), αποτελούσαν, σύμφωνα με τον όρο 7.2 της, μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, ως άνω σύμβασης, περιουσία της τελευταίας (αερομεταφορέα) και η πρώτη εναγομένη (πράκτορας) τα κρατούσε, ως θεματοφύλακας, μέχρι το διακανονισμό. Η, μεταξύ των διαδίκων εταιριών, συνεργασία λειτούργησε ομαλά, κατά τα συμφωνηθέντα, για διάστημα περίπου τριών ετών. Κατά το χρονικό διάστημα, όμως, από 1-6-2014 έως 15-8-2014, η πρώτη εναγομένη εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας τα εισιτήρια, που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα καταστάσεις της αντίστοιχης περιόδου, (στις οποίες, όπως προεκτέθηκε, αναγράφονται αναλυτικά η αξία αυτών, η ημερομηνία έκδοσης, οι τυχόν επιβαρύνσεις και εκπτώσεις, καθώς και η προμήθεια της εναγομένης εταιρίας και το τελικό καταβλητέο στην ενάγουσα ποσό), συνολικής αξίας, αφαιρούμενων των προμηθειών της, ποσού 3.602.595,82 ευρώ, το οποίο, οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι διοικούντες την εναγομένη εταιρία, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, αν και το εισέπραξαν για λογαριασμό της ενάγουσας, δεν το απέδωσαν σε αυτήν, ως όφειλαν, κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες. Κατόπιν δε επανειλημμένων οχλήσεων της ενάγουσας, η πρώτη εναγομένη προέβη σε καταβολή μέρους της ως άνω οφειλής της,  η οποία τελικά  ανήλθε στο αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 1.219.064,97 ευρώ. Το ύψος της εν λόγω οφειλής, δεν αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο έκτος εξ αυτών και ήδη εκκαλών. Ο τελευταίος, πέραν του ισχυρισμού του ότι δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας είτε ως  μέλος του  Δ.Σ αυτής, είτε κατόπιν εξουσιοδότησης αυτού, αλλά ούτε  ‘’εν τοις πράγμασι’’, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, (ζήτημα, με το οποίο θα ασχοληθεί το παρόν δικαστήριο παρακάτω), υποστηρίζει ότι η μη καταβολή των επίμαχων ποσών δεν έγινε από δόλο, αλλά οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας, συνιστάμενο σε σοβαρή ταµειακή δυσχέρεια της εταιρίας ‘……… Η οικονομική δυσχέρεια, όμως, δεν συνιστά εύλογη αιτία μη καταβολής των οφειλομένων, ούτε, πολύ περισσότερο, γεγονός ανωτέρας βίας και δεν αίρει την αδικοπρακτική ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσώπων (Α.Π 1080/2001, Εφ.Αθ. 6205/2013, Εφ.Θεσ. 1689/2011, Εφ. Πατρ. 1112/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).΄Αλλωστε, τα ως άνω χρηµατικά ποσά που εισπράχθηκαν, και δεν αποδόθηκαν  στην ενάγουσα, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα,  αποτελούν εισπράξεις, που έγιναν για λογαριασµό της, χωρίς δικαίωµα των εναγοµένων να κάνουν χρήση αυτών για οποιαδήποτε αιτία, αλλά µε υποχρέωση να τα αποδώσουν σε εκείνη ως µόνη δικαιούχο (Εφ.Αθ. 6205/2013, ο.π). Πιο συγκεκριμένα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, ο δεύτερος εναγόμενος, κατά τον επίδικο χρόνο, τύγχανε πρόεδρος του Δ.Σ, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, σύμφωνα με το από 4-12-2013 πρακτικό της Γ.Σ, που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο στις 14-1-2014 και δημοσιεύθηκε την 21-1-2014 στο με αριθμό …../21-1-2014 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.), στο οποίο αναφέρεται πως δεσμεύει την εταιρία με μόνη την υπογραφή του, συμμετείχε, δε, ενεργά στη διοίκηση του νομικού προσώπου. Ως προς το κεφάλαιο δε της εκκαλουμένης, που αφορά το δεύτερο εναγόμενο και την ευθύνη του, δεν έχει ασκηθεί έφεση. Όσον αφορά δε στον έκτο εναγόμενο, παρόλο που δεν μετείχε στο Δ.Σ της εταιρίας, εντούτοις ενεργούσε, στην πραγματικότητα, ως νόμιμος εκπρόσωπός της, έχοντας, από κοινού με το δεύτερο εναγόμενο, την ουσιαστική διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας και της περιουσίας της, αφού αυτός εμφανιζόταν στους εκπροσώπους της ενάγουσας ως εκπρόσωπός της, πριν και μετά την κατάρτιση της εμπορικής συμφωνίας, διαπραγματεύονταν με αυτούς και γενικά συναλλάσσονταν για λογαριασμό της εταιρίας. Έτσι, ο δεύτερος και ο έκτος των εναγομένων, εκπροσωπώντας το νομικό πρόσωπο της εταιρίας ‘’…………’’, ενώ γνώριζαν ότι τα εισπραχθέντα για λογαριασμό της ενάγουσας ποσά, από αυτούς, ως αντίτιμο από τα εν λόγω πωληθέντα εισιτήρια, δεν ανήκαν στην εναγομένη ως άνω εταιρία, η οποία είχε την ιδιότητα του θεματοφύλακα, κατά τα προαναφερθέντα, αλλά στην ενάγουσα και έπρεπε με βάση την  ως άνω σύμβαση πρακτορείας, να αποδοθούν στην τελευταία το πρώτο 15ημερο του επόμενου μήνα,  κατά τον οποίο εκδόθηκε το κάθε ένα από αυτά, αφού αφαιρεθεί η συμφωνηθείσα προμήθεια της εναγομένης εταιρίας, παραταύτα, δεν τα απέδωσαν, ιδιοποιούμενοι αυτά χωρίς δικαίωμα. Η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και του έκτου εναγομένου, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 Π.Κ), είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα, ισόποση με το ποσό του μη αποδοθέντος τιμήματος των πωληθέντων εισιτηρίων, ύψους 1.219.064,97 ευρώ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη των ως άνω εναγομένων φυσικών προσώπων ως εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης εταιρίας, (του δεύτερου εναγομένου ως νομικού εκπροσώπου, ως έκρινε η εκκαλουμένη και του έκτου εναγομένου ως εν τοις πράγμασι νομικού εκπροσώπου της εναγομένης εταιρίας), οι οποίοι ευθύνονται σε ολόκληρο με την τελευταία για την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας, που προκάλεσαν στην ενάγουσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Ο ισχυρισμός δε του έκτου εναγομένου –εκκαλούντος, ότι αυτός δεν ενθυλάκωσε τα εν λόγω χρηματικά ποσά, που παρακρατήθηκαν σε προσωπικό του λογαριασμό, αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω αδικοπραξίας εκ μέρους του, ως ουσιαστικού εκπροσώπου και διαχειριστή, της εταιρίας, καθώς αρκεί η ιδιοποίησή τους και για λογαριασμό της εναγομένης εταιρίας, ανεξάρτητα δε αν τα ως άνω ποσά σώζονται ή χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη άλλων υποχρεώσεων της τελευταίας ή του εκκαλούντος, αφού κάτι τέτοιο δεν είχαν δικαίωμα να πράξουν, διότι τα χρήματα αυτά δεν τους ανήκαν.

Εξάλλου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς αυτούς, η τρίτη και τέταρτη των εναγομένων αλλά και ο πέμπτος αυτών, ναι μεν συμμετείχαν στο Δ.Σ της εναγομένης εταιρίας, αλλά η συμμετοχή τους ήταν τυπική και δεν είχαν ενεργό ρόλο στη διοίκησή της. Πέραν δε του ότι, ως προς τους ως άνω εναγόμενους και τις σχετικές με αυτούς διατάξεις της, δεν πλήττεται ( η εκκαλουμένη), εφόσον ως προς τους τελευταίους, απορρίφθηκε κατά τα ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση ως απαράδεκτη, σε κάθε δε περίπτωση , προέκυψε ότι οι μεν δεύτερη και τρίτη εναγόμενες ήταν απλοί υπάλληλοι της εταιρίας και δεν είχαν καμία αποφασιστική αρμοδιότητα στη διοίκηση της εταιρίας. Ο δε τέταρτος εναγόμενος, πατέρας του έκτου εναγομένου , ο οποίος αντικατέστησε τη δεύτερη εναγόμενη στο Δ.Σ , ως αντιπρόεδρος, όταν αυτή παραιτήθηκε στις 30-6-2014, επίσης δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διοίκηση και εκπροσώπηση της εταιρίας, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια και οξυγονοθεραπεία κατ’ οίκο), αλλά τοποθετήθηκε σε αυτό με προτροπή του πραγματικού νομίμου εκπροσώπου της- έκτου εναγομένου , όπως και οι ως άνω εναγόμενες, για λόγους τυπικούς, χωρίς να συμμετέχουν στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των λοιπών εναγομένων (2ου και 6ου).

Ο έκτος εναγόμενος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, υποστήριξε τόσο πρωτόδικα, όσο και με την κρινόμενη έφεσή του ( δεύτερο λόγο της), ότι ποτέ δεν υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας, σύμφωνα με το καταστατικό της, ή μέλος του Δ.Σ αυτής, ούτε του είχαν ανατεθεί τέτοια καθήκοντα με εξουσιοδότηση των μελών του, αλλά ήταν απλός υπάλληλος αυτής, ασχολούμενος με τις δημόσιες σχέσεις.

Το γεγονός, όμως, ότι ο έκτος εναγόμενος – εκκαλών ,ενώ τυπικά δεν ήταν μέλος του Δ.Σ της εναγομένης εταιρίας, εντούτοις ενεργούσε στην πραγματικότητα ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής,  όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διενεργώντας σχεδόν το σύνολο των διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών με την ενάγουσα εταιρία δια των εκπροσώπων αυτής και συναλλασσόμενος μαζί τους, προκύπτει από σωρεία στοιχείων (μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα). Ειδικότερα, ο μάρτυρας της ενάγουσας ………., ο οποίος ήταν διευθυντής πωλήσεων αυτής, αναφέρει χαρακτηριστικά στην κατάθεσή του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι δεν είχε δει το καταστατικό (της εναγομένης εταιρίας), αλλά με τον …… (έκτο εναγόμενο) είχε συνεργασία από το 2011, με αυτόν μιλούσε και με αυτόν είχε ανταλλάξει mails για διάφορα θέματα. Η δε μάρτυρας της τρίτης εναγομένης ………, η οποία ήταν υπάλληλος της εναγομένης εταιρίας, από τον Απρίλιο του 2011 έως τον Αύγουστο του 2015, που οι εργαζόμενοι σε αυτήν προέβησαν σε επίσχεση εργασίας , καταθέτει ότι ο …….. ήταν αυτός, που έπαιρνε αποφάσεις και διοικούσε την εταιρία, κι ότι με αυτόν συζητήθηκε και ζητήθηκε από την τρίτη εναγόμενη, η οποία ήταν κι αυτή εργαζόμενη στην εταιρία στο λογιστήριο, να συμμετέχει στο Δ.Σ, πράγμα που έπραξε φοβούμενη μη χάσει τη δουλειά της , καθώς επίσης ότι ‘’…στις περιπτώσεις που έπρεπε να πραγματοποιηθεί κάποια πληρωμή, υπήρχε σχετική γραπτή επικοινωνία, όπου έπρεπε να υπάρξει η έγκριση του κυρίου ……. για να προχωρήσουμε σε πληρωμή… ‘’. Ακόμη, το ιδιωτικό συμφωνητικό του έτους 2012, περί παροχής κινήτρων, που συνάφθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης εταιρίας, υπογράφεται εκ μέρους της τελευταίας από τον έκτο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, ενώ υπάρχει πληθώρα  ηλεκτρονικών επιστολών (mails) του έκτου εναγομένου, με εκπροσώπους και δικηγόρους της εναγομένης αλλά και δικηγόρους στη Μεγάλη Βρετανία, εκπροσωπούντες έτερες αεροπορικές εταιρίες, στις οποίες επίσης οφείλονταν χρήματα από την ‘’…………’’, όπου εμφανίζεται ως εκπρόσωπός της και αυτός που ουσιαστικά τη διοικεί. Μάλιστα και το γεγονός ότι, όπως αναφέρει στην έφεσή του, ανέλαβε από τον Οκτώβριο του 2012, καθήκοντα Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου της ‘’ …….’’, μητρικής εταιρίας του ομίλου ‘.. …. .., είναι ενισχυτικό της θέσης του ως ‘’εν τοις πράγμασι’’ εκπροσώπου της εναγομένης εταιρίας, αντίθετα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει. Εξάλλου, στο από 16-9-2015 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Εργασίας, στα πλαίσια της σύσκεψης, που είχε πραγματοποιηθεί υπό το Γ. Γραμματέα σχετικά με την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών στους εργαζομένους της εναγομένης εταιρίας, αναφέρεται, σύμφωνα με τους εκπροσώπους αυτών, ότι ‘’το μοναδικό πρόσωπο από πλευράς της εταιρίας που πληροφορεί, συναλλάσσεται, διαβεβαιώνει ή συνομιλεί μαζί τους, έστω και μερικώς, είναι ο κ. ……….’’. Προσκομίζονται, τέλος, από την ενάγουσα πλήθος  δημοσιευμάτων στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, όπου ο ……., αναφέρεται ρητά ως Πρόεδρος και ιδρυτής της ‘’…………’’ και γενικά το κεντρικό πρόσωπο αυτής και, ως τέτοιο, δίνει συνεντεύξεις, φωτογραφίζεται μαζί με διάσημα πρόσωπα και φέρεται να προσφέρει εισιτήρια της εν λόγω εταιρίας για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου και του έκτου των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 15.000 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, το οποίο είναι εύλογο ενόψει των συνθηκών της άνω αδικοπραξίας, του βαθμού πταίσματος των ως άνω εναγομένων, του είδους της ζημίας, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ως προς το ύψος του οποίου, άλλωστε, δεν υπάρχει ειδικό παράπονο στην ένδικη έφεση.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη  έφεση, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη για την οποία κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει ν΄ απορριφθεί, κατά τα προαναφερθέντα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων πλην του τέταρτου εξ αυτών, ο οποίος δεν παραστάθηκε κι ως εκ τούτου δεν υποβλήθηκε σε έξοδα για  το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό .Τέλος, πρέπει να οριστεί το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατ΄ άρθρ. 502 παρ.1 και 505 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, όσον αφορά στον τέταρτο εφεσίβλητο, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών στο Δημόσιο Ταμείο, κατ΄ άρθρο  495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, κατά τα, επίσης, οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, ερήμην του τέταρτου εφεσίβλητου και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 3218/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, όσον αφορά στον τέταρτο εφεσίβλητο, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά την έφεση, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των παρόντων εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο  ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου με αρ. ………/2017, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, (είδος e- ΠΑΡΑΒΟΛΟ), που κατέθεσε ο εκκαλών, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17 Μαΐου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις  6 Ιουλίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

            Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ