Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 436/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 436/2018   

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 1559/2016  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε επί της α) από 4.12.2014 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ………..) αγωγής της ανωτέρω, διώκουσας, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της, την επιδίκαση σ’αυτήν του αναφερομένου στην αγωγή χρηματικού ποσού, πλέον τόκων, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί  ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (σύμβαση σωρευτικής αναδοχής αλλότριου χρέους, προερχομένου από σύμβαση πώλησης από την ενάγουσα σε μη διάδικο ποσότητας καυσίμων, παραδοθέντων σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, καταρτισθείσας εγγράφως μεταξύ τους), επικουρικώς δε τις διατάξεις των αδικοπραξιών, και επικουρικότερα του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και β) της από από 7.8.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………….)ανακοίνωσης της εκκρεμούς επί της αγωγής δίκης της εναγομένης προς 1) την εταιρία με την επωνυμία “………..” και 2) την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “…………”  και το διακριτικό τίτλο “…..”, οι οποίες δεν παραστάθηκαν και δεν άσκησαν παρέμβαση στη δίκη, και με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα προαναφερθέντα δικόγραφα, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, απορρίφθηκε η αγωγή λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκασή της, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά την 1η.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ενώ και η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 30.6.2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 30.6.2016, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την από  4.12.2014 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ………) αγωγή της, κατ’εκτίμηση του δικογράφου αυτής από το παρόν Δικαστήριο, η ενάγουσα – αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, εδρεύουσα στη …….., νόμιμα εγκατεστημένη στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, επικαλούμενη ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης, που κατήρτισε εγγράφως με την εταιρία με την επωνυμία “……..”, με έδρα το … των … ……., παρέδωσε στις 20.10.2014, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, την αναφερόμενη στο δικόγραφο ποσότητα καυσίμων στο λιμένα Φουτζάϊρα (Fujairah) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο πλοίο Μ/Τ “G.” σημαίας Λιβερίας, και πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει επίσης στη .. …, αλλά στην πραγματικότητα στο ……, αντί συνομολογηθέντος τιμήματος, συνολικού ποσού 1.771.854,70 δολλαρίων Η.Π.Α., που ορίσθηκε καταβλητέο εντός 30 ημερών από την παράδοση των καυσίμων, εκδοθέντος για τη συναλλαγή αυτή του επίσης αναφερομένου στην αγωγή τιμολογίου της για την αξία των πωληθέντων, σε χρέωση, τόσο της αγοράστριας, όσο και της εναγομένης, ότι στην απόδειξη παραλαβής της πωληθείσης ποσότητας, που υπογράφηκε από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια – εναγόμενη, αναγράφεται ότι 1) οι πλοιοκτήτες, ή/και οι ναυλωτές, ή/και οι εκμεταλλευόμενοι το πλοίο ευθύνονται, από κοινού και ο καθένας ξεχωριστά, για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης, 2) η ίδια (ενάγουσα) διατηρεί την κυριότητα των καυσίμων μέχρι την εξόφληση του τιμήματος αυτού, και 3) όλες οι διαφορές, που τυχόν θα προκύψουν από την εν λόγω σύμβαση θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια, με αποτέλεσμα, τοιουτοτρόπως, να καταρτισθεί εγγράφως μεταξύ αυτής και της εναγομένης, αφενός μεν σύμβαση, με την οποία η τελευταία, εκτός από την αγοράστρια, ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το συνομολογηθέν τίμημα της πώλησης, αφετέρου δε συμφωνία τους περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των μελλοντικών διαφορών τους από τη συγκεκριμένη σύμβαση, και, τέλος, ότι το εν λόγω τίμημα δεν εξοφλήθηκε εντός της συμφωνημένης προθεσμίας, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω ποσό δολλαρίων Η.Π.Α. με το νόμιμο τόκο από την 20η.11.2014, επομένη της παρέλευσης της συνομολογηθείσης προθεσμίας αποπληρωμής του, και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτού με την συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής του, άλλως κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως της άσκησής της, κυρίως μεν με βάση τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, την οποία χαρακτηρίζει ως “σύμβαση εγγυοδοσίας”, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αντιδίκου της, η οποία, με πρόθεση ενεργώντας, ιδιοποιήθηκε, διά της άνευ δικαιώματος ανάλωσης, άλλως ανάμιξης, την παραδοθείσα  σ’αυτήν ποσότητα καυσίμων, για τις ανάγκες του πλοίου της, της οποίας, όμως την κυριότητα, δυνάμει σχετικού όρου στην απόδειξη παραλαβής των καυσίμων, που υπογράφηκε από τον πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπό της, είχε παρακρατήσει η ίδια (η ενάγουσα),  και επικουρικότερα με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, διότι η εναγόμενη κατά το ποσό αυτό κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας. Περαιτέρω η εναγόμενη της αγωγής αυτής με την από 7.8.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……….) ανακοίνωσης δίκης, που άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και απηύθυνε προς 1) την εταιρία με την επωνυμία “…. ………” και 2) την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “……….” και το διακριτικό τίτλο “……”, ισχυρίσθηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου Μ/Τ “G”, τη διαχείριση του οποίου ασκεί για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, η εταιρία με την επωνυμία “…….”, η οποία, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της αυτή, συνήψε με την πρώτη των ανωτέρω εταιριών σύμβαση πώλησης ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του προαναφερθέντος πλοίου. Ότι η πετρέλευση πραγματοποιήθηκε από την εταιρία με την επωνυμία “……….”, από την οποία η εταιρία “……….” προμηθεύτηκε τα καύσιμα, που στη συνέχεια μεταπώλησε στη διαχειρίστρια του πλοίου της, ότι το δελτίο παράδοσης καυσίμων της “……….” υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό του ως άνω πλοίου, που τοιουτοτρόπως βεβαίωσε ότι πράγματι παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν οι ποσότητες καυσίμων, που αναγράφονταν στο δελτίο αυτό, καθώς και ότι η πωλήτρια εταιρία “……….” εξέδωσε για την εν λόγω σύμβαση το αντίστοιχο τιμολόγιο για το ποσό του 1.777.936,21 Η.Π.Α., σε χρέωση της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, καταβλητέο μέχρι τις 18.11.2014, σε λογαριασμό, που τηρείτο στη δεύτερη των εταιριών, προς τις οποίες απευθύνεται η ανακοίνωση – τραπεζική εταιρία. Ότι διαρκούντος του χρόνου πίστωσης του τιμήματος της πώλησης, η εδρεύουσα στη ….. εταιρία με την επωνυμία ” ………..”, μητρική εταιρία του ομίλου, στον οποίο ανήκει και η πωλήτρια των καυσίμων εταιρία, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, με αποτέλεσμα να πτωχεύσει και η πωλήτρια. Ότι η ως άνω τραπεζική εταιρία “……..” ζήτησε από την ίδια (την εναγόμενη) να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης, ως εκδοχέας της σε βάρος της απαίτησης της πωλήτριας, καθώς και ότι, λόγω της αμφισβήτησης από τους εκκαθαριστές της πτωχής της εγκυρότητας της εκχώρησης, δεν προέβη τελικά στην αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού του τιμήματος, διότι δε γνώριζε μετά βεβαιότητας το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης αυτής, αφού δεν είχε αποσαφηνισθεί εάν τελικά δανειστής της ήταν η πτωχεύσασα εταιρία, από την οποία η διαχειρίστρια του πλοίου της αγόρασε για λογαριασμό της τα καύσιμα, ή η ως άνω τράπεζα. Ότι, επιπροσθέτως, και η εταιρία “………..”, με την οποία ουδεμία συμβατική σχέση τη συνδέεει,  ζήτησε να της καταβληθεί η  ίδια απαίτηση, και στη συνέχεια, άσκησε σε βάρος της την προαναφερθείσα αγωγή, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης, διεκδικώντας με τη σειρά της το ποσό του 1.771.854,70 δολλαρίων Η.Π.Α, πλέον τόκων, ισόποσο της αξίας του τιμολογίου, που αυτή (η ενάγουσα) εξέδωσε προς την “…….” για την πώληση προς την τελευταία της επίμαχης ποσότητας καυσίμων. Ενόψει τούτων, ζήτησε ακολούθως από τις ως άνω εταιρίες να παρέμβουν κυρίως στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενό της, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι αυτές, ή σε κάθε περίπτωση οιαδήποτε εξ αυτών, δικαιούνται να εισπράξουν το τίμημα της πώλησης των καυσίμων, και όχι η ενάγουσα, ώστε να δεσμευθούν από το δεδικασμένο της επί της αγωγής εκδοθησόμενης απόφασης, και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής, ή και τριπλής, πληρωμής από την ίδια του ποσού του τιμήματος. Επί των προαναφερθεισών αγωγής και ανακοίνωσης δίκης, κατά τη συζήτηση των οποίων στο ακροατήριο  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι εταιρίες, προς τις οποίες απευθύνθηκε η ανακοίνωση δίκης δεν παραστάθηκαν, και, επομένως, δεν παρενέβησαν στη δίκη, ώστε να απαιτείται κλήτευσή τους κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, η υπ’αριθμ. οριστική 1559/2016 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα δικόγραφα αυτά, απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς άπασες τις βάσεις, τις οποίες η ενάγουσα επικαλείται για τη νομική θεμελίωση της αξίωσής της σε βάρος της εναγομένης προς καταβολή του αναφερομένου στο δικόγραφο χρηματικού ποσού, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης. Ειδικότερα έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων επί των διαφορών εκ της επίδικης πετρέλευσης, ούτε όμως και σύμβαση, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της πώλησης ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του πλοίου, που η ενάγουσα συνήψε με την εταιρία με την επωνυμία “……….”,  ως ενδιάμεσο της συναλλαγής έμπορο, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων να επιληφθεί της υπόθεσης λόγω του τόπου της πραγματικής έδρας της ενάγουσας ως εκ της επικαλούμενης ιδιότητάς της της δανείστριας της επίδικης (κομίσιμης) χρηματικής οφειλής, διότι κρίθηκε ότι το δελτίο αποστολής και παράδοσης των πωληθέντων καυσίμων στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο δεν ήταν πλοιοκτησίας της εναγομένης, αλλά μόνο κυριότητας αυτής, καθώς την αποκλειστική εκμετάλλευσή του είχε αναλάβει και ασκούσε, ως εφοπλίστριά του, η εταιρία με την επωνυμία “……….”, δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης ναύλωσης “γυμνού πλοίου”, υπογράφηκε, όχι από τον πλοίαρχο αυτού, αλλά από τον πρώτο μηχανικό του, ο οποίος είχε προσληφθεί από την εφοπλίστρια εταιρία, και ουδεμία σχέση, συμβατική ή άλλη, τον συνέδεε με την εναγόμενη, ούτε σε καθε περίπτωση είχε εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία, καθ’οιονδήποτε τρόπο, ώστε να την εκπροσωπεί νόμιμα και να συνάπτει έγκυρα, στο όνομα και για λογαριασμό της, συμβάσεις και συμφωνίες, δεσμευτικές γι’αυτήν, ως αντιπρόσωπός της. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ούτε με βάση τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής της εναγομένης μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα, και, συνακόλουθα, διεθνής δικαιοδοσία αυτού προς εκδίκαση της αγωγής, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 321 του ΑΚ, διότι το τίμημα της πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του ενδιάμεσου εμπόρου, το οποίο, κατά την ενάγουσα, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει και η εναγόμενη, δυνάμει σχετικής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, διά της επικαλούμενης στο δικόγραφο της αγωγής υπογραφής από πρόσωπο, που εκπροσωπεί την εναγόμενη, του περιεχομένου στο δελτίο παράδοσης και παραλαβής της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων, σχετικού όρου, προδιατυπωμένου και τεθέντος μονομερώς από την ενάγουσα, είχε συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη της πώλησης να καταβληθεί όχι στην έδρα της ενάγουσας, αλλά σε τραπεζικό λογαριασμό, που αυτή τηρούσε σε τράπεζα της Ολλανδίας. Περαιτέρω, όσον αφορά την πρώτη επικουρικά προβληθείσα βάση της αγωγής, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η αξίωση της ενάγουσας, ήτοι τις διατάξεις των αδικοπραξιών, έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση ότι η επικαλούμενη στο δικόγραφο συμπεριφορά της εναγομένης, που χαρακτηρίζεται ως αδικοπρακτική, δε συνδέεται τοπικά με την Ελλάδα, αλλά με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου, αφενός μεν παραδόθηκαν τα καύσιμα και έλαβε χώρα η αναφερόμενη στο δικόγραφο παράνομη ιδιοποίηση αυτών από την εναγόμενη διά της ανάλωσης/ανάμιξής τους για τις ανάγκες του πλοίου της, των οποίων η κυριότητα φέρεται ως παρακρατηθείσα από την ενάγουσα δυνάμει σχετικού όρου, περιληφθέντος στο εν λόγω δελτίο παράδοσης – παραλαβής  των πωληθέντων, και, επομένως, εκδηλώθηκε το κατά την ενάγουσα ζημιογόνο γεγονός, αφετέρου δε  επήλθε στην ενάγουσα η πρωταρχική ζημία της, δηλαδή η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό της, και εν προκειμένω στην κυριότητα των πωληθέντων καυσίμων. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής, και ως προς την επικουρικότερα προβληθείσα στο δικόγραφο αυτής – προς θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας – βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς δέχθηκε ότι για την εν λόγω αξίωση τοπικά αρμόδιο τυγχάνει το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή, εδρεύει κατά το καταστατικό της στη ….., αλλά στην πραγματικότητα στα ………, δηλαδή σε κάθε περίπτωση εκτός της ελληνικής επικράτειας, όπως και για την αξίωση σε βάρος της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου για απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, ως προς την οποία έγινε, επιπροσθέτως, δεκτό πρωτοδίκως ότι προβλήθηκε απαράδεκτα από την ενάγουσα το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, καθώς συνιστά ανεπίπρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί απόρριψης της αγωγής στο σύνολό της, ήτοι ως προς άπασες τις βάσεις, στις οποίες επιχειρείται να θεμελιωθεί κατά νόμο η αξίωση της ενάγουσας, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού να επιληφθεί της υπόθεσης. Ειδικότερα ισχυρίζεται με την έφεσή της 1) ότι η εναγόμενη σιωπηρά αποδέχθηκε τη διεθνή δικαιοδοσία του ανωτέρω Δικαστηρίου επί της αγωγής, διότι άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την προαναφερθείσα (μη επικουρική) ανακοίνωση δίκης, χωρίς επιφύλαξη, και χωρίς αμφισβήτηση στο δικόγραφό της της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκασή της, ως το Δικαστήριο της κύριας δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, πολλώ δε μάλλλον που σ’αυτήν περιέλαβε αμυντικούς ισχυρισμούς και επιχειρηματολόγησε επί της ουσίας της διαφοράς, τους οποίους, επιπροσθέτως, και στις προτάσεις της, που κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της αγωγής, παρέθεσε προ της προβολής της ένστασής της περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της υπόθεσης, δικονομική συμπεριφορά εκ της οποίας επίσης θεμελιώνεται σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του ως άνω Δικαστηρίου, 2) ότι μεταξύ τους συμφωνήθηκε εγγράφως και ρητώς παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της αγωγής, διά της υπογραφής του – περιέχοντος τον όρο αυτό και εκδοθέντος από την ίδια – δελτίου παράδοσης στο ανωτέρω πλοίο της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων, διότι ο υπογράψας αυτό πρώτος μηχανικός του πλοίου είχε τη σιωπηρή ή φαινόμενη πληρεξουσιότητα της εναγομένης να καταρτίζει συμβάσεις και να αναλαμβάνει υποχρεώσεις, που αφορούσαν την προμήθεια των καυσίμων, στο όνομα και για λογαριασμό της, η οποία, άλλωστε,  είναι πλοιοκτήτρια, και όχι απλώς κυρία του πλοίου, όπως και η ίδια εξάλλου συνομολόγησε και στην ασκηθείσα απ’αυτήν ανακοίνωση δίκης, και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν τηρήθηκαν στην υπό κρίση περίπτωση οι προβλεπόμενες στο νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας της περί εφοπλισμού του πλοίου δήλωσης, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται κατά νόμο ότι το εκμεταλλεύεται η ίδια στο όνομα και για λογαριασμό της, και 3) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι κατά τόπον αρμόδιο, και, συνακόλουθα, έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, διότι στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα της, επήλθε η άμεση ζημία στην περιουσία της από τη διαπραχθείσα σε βάρος της αδικοπραξία της εναγομένης, η οποία παράνομα ιδιοποιήθηκε  τα πωληθέντα καύσιμα, χωρίς να της έχει καταβάλει το τίμημα για την αγορά τους, και χωρίς να έχει αποκτήσει την κυριότητά τους, την οποία είχε η ίδια παρακρατήσει δυνάμει σχετικού όρου στο υπογραφέν δελτίο παράδοσης των πωληθέντων στο πλοίο. Ζήτησε δε για τους λόγους αυτούς, να γίνει δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεσή της, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της ως νόμω και ουσία βάσιμη.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία, και δη αρμοδιότητα κάποιου Ελληνικού Δικαστηρίου (ΑΠ  8/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε το άρθρο 4 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του ΚΠολΔ: “1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα. 2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας”. Η συμφωνία παρέκτασης είναι καταρχήν άτυπη, μπορεί δε να είναι και σιωπηρή. Η σιωπηρή συμφωνία μπορεί να συναχθεί από την όλη συμπεριφορά του προσώπου  και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται πάντως, και μάλιστα αμαχήτως, ότι υπάρχει, όταν ο εναγόμενος παρίσταται (όχι όταν ερημοδικεί) στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα (άρθρο 42 παρ.2 και 263 στοιχ.α΄του ΚΠολΔ, πριν από την κατ’ουσίαν απάντηση στην αγωγή, ένσταση αναρμοδιότητας (βλ. σχετ. σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β΄έκδοση, 2016, παρ.18, I, υπ’αριθμ.5, σελ.134).  Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που ισχύει από 1.3.2002, και εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (17.12.2014) συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα αυτών, για τον καθορισμό της οποίας (έδρας) εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού δικαίου του δικάζοντος δικαστή. Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζεται: “Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22”. Εκ τούτου προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας, που θεσπίζει η διάταξη αυτή, δεν έχει εφαρμογή, όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικά της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (ΔΕΚ 24.6.1981 Elefanten Schoh, εκδοθείσα υπό την ισχύ του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών, ΑΠ 1542/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2015.205). Ειδικότερα η ερμηνευτική δυσχέρεια της πιο πάνω διάταξης, η οποία είναι αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών,  αφορά το ότι, αν ο εναγόμενος, πέραν από την ένσταση της έλλειψης της διεθνούς δικαιοδοσίας, επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής είτε ως απαράδεκτης, είτε ως μη νόμιμης, είτε ως αβάσιμης στην ουσία (Κ.Δ. Κεραμεύς – Γ.Δ. Κρεμλής – Χ.Ν. Τάγαρης: Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως ισχύει στην Ελλάδα, Αθήνα, Σάκκουλας 1989 σελ.171-172). Έχει δε κριθεί, παγίως πλέον, πως το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί, κατά την έννοια, ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο, όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά να προβάλλει, ταυτόχρονα, επικουρικά, ισχυρισμούς άμυνας για την ουσία, χωρίς να χάνει, από αυτό το λόγο το δικαίωμα προβολής των λοιπών ενστάσεων για την ουσία της υπόθεσης. Υπό τον όρο ότι ο ισχυρισμός της έλλειψης δικαιοδοσίας προηγείται εκείνων για την ουσία [ΔΕΚ 24.6/1989 (Elefanten Schuh/Jacqmain 150/1980, ΔΕΚ 22.10.81 (Rohr/Ossberger), 27/81, ΔΕΚ 31.3.1982 (C.H.W/GJ.H) 25/81, ΔΕΚ 14.7.1983 (Gerling/ Amminstratione del Tesoro dello strato) 201/82, ΔΕΚ 7.3.1985 (Spitzlen Isomev 48/54), ΑΠ 1697/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2014.371). Όταν δηλαδή ο εθνικός δικαστής θεωρεί ότι ο εναγόμενος οργανώνει την άμυνά του μόνον ως προς το βάσιμο της υπόθεσης εφαρμόζεται το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Το ΔΕΚ θεωρεί ότι προβάλλεται καθυστερημένα η ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, όταν προταθεί μετά από οποιαδήποτε πράξη άμυνας επί της ουσίας. Εάν η αντίρρηση για τη διεθνή δικαιοδοσία έπεται χρονικά της ενέργειας, με την οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση για την ουσία της υπόθεσης, και η οποία λογίζεται, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω εθνικό δικονομικό δίκαιο, ως η πρώτη πράξη επί της ουσίας άμυνάς του, τότε η άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτη  και πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώθηκε η διεθνής δικαιοδοσία του αναρμόδιου κατά τα άλλα δικαστηρίου (βλ.σχετ. σε Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, 2000, σελ. 225 και 226). Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εναγομένου, ως αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, αποτελεί ζήτημα που πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται αυτόνομα. Αρκεί να διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνας του εναγομένου, που αποβλέπει σε απόρριψη της αγωγής για κάθε άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας ενός αναρμόδιου δικαστηρίου δε χρειάζεται να γίνει ρητά, ή με κάποια ειδική ενέργεια του εναγομένου. Μπορεί να συνάγεται από τη γενικότερη συμπεριφορά του. Κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι το επίπεδο, στο οποίο κινείται η επιχειρηματολογία του. Με άλλα λόγια το άρθρο 42 παρ.2 του ΚΠολΔ και το άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού δεν εφαρμόζονται, όταν ο ενάγων και το επιληφθέν δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι η άμυνα αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας. Εάν αντίθετα προηγηθεί η προσπάθεια κατ’ουσίαν αντίκρουσης της αγωγής, η μεταγενέστερη αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποτρέπει τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του αναρμόδιου δικαστηρίου. Η άσκηση ανταγωγής ενώπιον του διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς του δικαιοδοσίας, αρκεί να μη γίνεται απλώς επικουρικά. Εάν η ανταγωγή ασκείται μόνον για την περίπτωση, που το επιληφθέν δικαστήριο θεωρήσει εαυτόν αναρμόδιο, δεν υπάρχει σιωπηρή παρέκταση (βλ. σχετ. όσον αφορά την άσκηση μη επικουρικής ανταγωγής σε κατά τόπον και διεθνώς αναρμόδιο δικαστήριο, σε Νίκα – Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 432, 435, σε Κεραμέα – Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, τόμος I, υπό άρθρο 42, αριθμ.4, σελ.100, σε Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β΄έκδοση, ό.π., σελ.134, αριθμ.5). Ενόψει των προεκτεθέντων θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος αποδέχεται τη τοπική αρμοδιότητα, και, κατ’επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ασκεί προηγουμένως στο ίδιο δικαστήριο, εκτός από την ανταγωγή, και οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα, όπως είναι και η ανακοίνωση της επί της αγωγής δίκης του άρθρου 91 του ΚΠολΔ σε τρίτο μη διάδικο, αποβλέποντας συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη υπέρ του (σπανίως κύρια) παρέμβαση, χωρίς αμφισβήτηση της αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, στο οποίο την απευθύνει, να επιληφθεί αυτής, κυρίως και όχι επικουρικώς, δηλαδή όχι μόνον για την περίπτωση, που το δικαστήριο θεωρήσει εαυτόν αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, διότι στην περίπτωση αυτή, η άσκηση (μη επικουρικής) ανακοίνωσης δίκης στο δικαστήριο της κύριας δίκης, η κατά τόπον αρμοδιότητα του οποίου προς εκδίκαση αυτής θεμελιώνεται από τον εναγόμενο κατά νομική αναγκαιότητα στην επίκληση της διάταξης του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται για τις παρεπόμενες δίκες, που συναρτώνται με, ή προκύπτουν από, την κύρια δίκη, αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης, ουσιαστικά ισοδυναμεί με σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω δικαστηρίου. Στην κρινόμενη περίπτωση η εναγόμενη, προ της συζήτησης της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, με τις προτάσεις της επί της οποίας προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκασή της, κατέθεσε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την ανωτέρω ανακοίνωση δίκης, με την οποία γνωστοποιούσε την εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε, άλλωστε, αυτούσιο στην ανακοίνωση, στα σ’αυτήν αναφερόμενα δύο (2) νομικά πρόσωπα, προσκαλώντας τα να παρέμβουν κυρίως στην εν λόγω δίκη, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενο αυτής, ως πραγματικοί δικαιούχοι του ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, που η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί με την αγωγή, και μάλιστα κυρίως, και όχι επικουρικώς, δηλαδή όχι μόνον για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, την οποία, αντίθετα, ουδόλως αμφισβήτησε στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης. Διά της άσκησης της ανωτέρω (μη επικουρικής) ανακοίνωσης το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η εναγόμενη σιωπηρά αποδέχθηκε την κατά τόπον αρμοδιότητα, και, κατ’επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας στην αλλοδαπή των διαδίκων – νομικών προσώπων, εφόσον η κατά τόπον αρμοδιότητα και, συνακόλουθα, η διεθνής δικαιοδοσία του ιδίου δικαστηρίου να επιληφθεί της ανακοίνωσης δίκης στηρίζεται κατά νομική αναγκαιότητα στη διάταξη του άρθρου 31 του ΚΠολΔ (αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας), στην εφαρμογή της οποίας, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά παραπέμπει η άσκηση της ανακοίνωσης στο εν λόγω δικαστήριο, αν και χωρίς να γίνεται ρητή μνεία στο δικόγραφο αυτής, ως το δικαστήριο της κύριας δίκης, στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή, με την οποία, εκ των πραγμάτων συναρτάται, ως παρεπόμενη, η δίκη επί της ανακοίνωσης. Ενόψει των προεκτεθέντων, σαφώς συνάγεται από τη συγκεκριμένη ενέργεια της εναγομένης ότι η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε αλλά αντίθετα, σιωπηρά συνομολογήθηκε από την ανωτέρω διάδικο, αφού η τελευταία, σ’αυτήν στηριζόμενη, προσβλέποντας στην εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, προέβη στην άσκηση στο ίδιο δικαστήριο του ένδικου βοηθήματος της ανακοίνωσης δίκης, όπερ ισοδυναμεί με σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του, την οποία προϋποθέτει η άσκηση σ’αυτό της ανακοίνωσης δίκης. Πολλώ δε μάλλον, που στην εν λόγω ανακοίνωση, όπως εκτιμάται το  ήδη εκτεθέν περιεχόμενό της από το Δικαστήριο, η άσκηση της οποίας προηγήθηκε της συζήτησης της αγωγής, η ανωτέρω διάδικος, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της να γνωστοποιήσει την εκκρεμή δίκη στα νομικά πρόσωπα, προς τα οποία η ανακοίνωση απευθύνεται, ώστε να προσέλθουν και να συμμετάσχουν στη δίκη, ασκώντας κύρια παρέμβαση, ανέπτυξε, επιπροσθέτως, το πρώτον και αμυντικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας της υπόθεσης προς απόκρουση της αγωγής, επιχειρηματολογώντας επί των λόγων, για τους οποίους δεν έχει ακόμη καταβάλει το τίμημα της αγοράς των καυσίμων, που αναλώθηκαν για τις ανάγκες του πλοίου, του οποίου ισχυρίσθηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια, και συνεπώς, οφειλέτρια του αιτουμένου από την  ενάγουσα για την πώληση της επίμαχης ποσότητας ποσού, συμπεριφορά, η οποία, επίσης αξιολογείται από το παρόν Δικαστήριο, ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, εφόσον, τοιουτοτρόπως, διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνάς της, που αποβλέπει σε απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, για άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, και προηγείται της με τις προτάσεις της επί της αγωγής προβληθείσας αμφισβήτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης. Κατ’ακολουθίαν των όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκασή της, αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης της εναγομένης, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, καθώς θα έπρεπε να δεχθεί ότι διά της συμπεριφοράς της ανωτέρω διαδίκου, που προηγήθηκε της προβολής της εν λόγω ένστασης, η οποία έλαβε χώρα με τις προτάσεις της, που κατατέθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής, και δη με την άσκηση απ’αυτήν της προαναφερθείσας (μη επικουρικής) ανακοίνωσης δίκης, στην οποία περιέλαβε και αμυντικούς επί της ουσίας της υπόθεσης ισχυρισμούς, προς απόκρουση της αγωγής, συνάγεται σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής, ως προς άπασες τις βάσεις αυτής, όπως βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός, και, συνακόλουθα, και η έφεση αυτή κατ’ουσίαν. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει ν’εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, κατά το μέρος, κατά το κεφάλαιο που αφορά την αγωγή, και, αφού κρατηθεί και εξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας των λοιπών λόγων έφεσης. Τέλος, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 847, 850, 471 και 477 του ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι με την άτυπη, υποσχετική σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, που καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κυρίας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή, δημιουργουμένης παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, δικαιουμένου του δανειστή, κατ’ επιλογή του, να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής είτε από τον παλαιό οφειλέτη είτε από τον αναδοχέα του χρέους. Η αναδοχή μπορεί να αφορά και μελλοντικό χρέος. Ως μελλοντικό χρέος νοείται είτε εκείνο του οποίου ο νομικός λόγος παραγωγής υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), είτε εκείνο του οποίου ούτε ο λόγος παραγωγής ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης (πλήρης μελλοντική απαίτηση), υπό την προϋπόθεση όμως ότι και στις δύο περιπτώσεις το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί κατά τον χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη (ΑΠ 1099/2015, ΑΠ 511/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 477 του ΑΚ σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μια πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο και μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρά. Η ευθύνη του αναδοχέα (υποσχεθέντος) έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική ενοχή εις ολόκληρον (άρθρο 481 επ. του ΑΚ, ΕφΠειρ 178/2004 ΠειρΝομ 2004.164). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στον χρόνο της  επαγωγής της ζημίας (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036, 15-16/1996 ΕλλΔνη 38.25, ΕφΠειρ 432/2014, ΕφΠειρ 481/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝαυτΔ 2011.401, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΑθ 773/1999 ΔΕΕ 10.1043). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικά) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως αν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1450/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, είναι νόμιμη, όσον αφορά την σ’αυτήν σωρευόμενη κύρια νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, κατά τις διατάξεις της σωρευτικής αναδοχής χρέους, όπως χαρακτηρίζεται από το παρόν Δικαστήριο η μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα από τον πλοίαρχο του πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, σύμβαση, σύμφωνα με τα επικαλούμενα από την ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής για τη θεμελίωση της ιστορικής της βάσης πραγματικά περιστατικά, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 477 και 513 επ. του ΑΚ, 84 του ΚΙΝΔ, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, και μάλιστα μόνον ως προς το αίτημα καταβολής σε ευρώ του οφειλομένου λόγω της επικαλούμενης στην αγωγή παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης ποσού δολλαρίων Η.Π.Α, το οποίο ταυτίζεται με το ποσό του τιμήματος της μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία “……… …….” σύμβασης πώλησης ποσότητας καυσίμων, που φέρεται ότι ανέλαβε η εναγόμενη την υποχρέωση να καταβάλει, ομού μετά της ανωτέρω αγοράστριας, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής του, ενώ τα αιτήματα περί καταβολής του οφειλομένου ποσού σε αλλοδαπό νόμισμα, ή του ισόποσου αυτού σε ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά την ημέρα της σύνταξης ή της συζήτησης της αγωγής, απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι το ελληνικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο στην κρινόμενη περίπτωση, που εισάγεται προς εκδίκαση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση  με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας των διαδίκων – νομικών προσώπων στην αλλοδαπή (και δε σε χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης),  κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 25 εδαφ.α΄του ΑΚ, που προβλέπει ότι «οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη», διότι η μεν ένδικη διαφορά προέρχεται από σύμβαση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, από δε την επισκόπηση της αγωγής, της έφεσης, και των  προτάσεων των διαδίκων στον πρώτο βαθμό, αλλά και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι αμφότερες αυτές ρητά επικαλέσθηκαν διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η μεν ενάγουσα προς θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών της, η δε εναγόμενη προς απόκρουση αυτών, κατά τρόπον ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβασή τους, στο οποίο, έτσι, έστω και μετασυμβατικώς, υποβλήθηκαν (βλ.σχετ. ΑΠ 1091/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την επικουρικά σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτής νομική βάση της αδικοπραξίας, πρέπει ν’απορριφθεί ως μη νόμιμη, και τούτο διότι στο αιτητικό της ζητείται αποζημίωση για την αποκατάσταση της επικαλούμενης περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας, απορρέουσας από την εκτιθέμενη στο δικόγραφο και χαρακτηριζόμενη ως αδικοπρακτική, συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία, παρά τη συνομολόγηση μεταξύ τους ρήτρας παρακράτησης από την ενάγουσα της κυριότητας της πωληθείσης στον ενδιάμεσο έμπορο ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του πλοίου της (της εναγομένης), με την υπογραφή από τον πλοίαρχό της, που την εκπροσωπεί νόμιμα, του δελτίου παράδοσης των πωληθέντων, το οποίο περιέχει το συγκεκριμένο όρο, μονομερώςπροδιατυπωμένο από την ενάγουσα, παράνομα ιδιοποιήθηκε τα καύσιμα με την ανάλωσή τους, αν και δεν είχε καταστεί κυρία αυτών, καθώς δεν είχε αποπληρώσει το τίμημά τους, κυρίως μεν σε δολλάρια Η.Π.Α., άλλως σε ευρώ, πλην όμως με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής του αιτουμένου ποσού, άλλως κατά το χρόνο της συζήτησης, άλλως της σύνταξης της αγωγής, διότι, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, θα έπρεπε, εφόσον πρόκειται περί οφειλής από αδικοπραξία, να ζητηθεί η καταβολή του ποσού της αποζημίωσης, όχι στο αλλοδαπό, αλλά σε εθνικό νόμισμα, και δη μετά την 1η.1.2002 σε ευρώ,  και μάλιστα του σε ευρώ ισόποσου του αιτουμένου ποσού δολλαρίων Η.Π.Α. με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, όταν η τελευταία και απώλεσε το εν λόγω ποσό, που διώκει να της επιδικασθεί. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’άρθρο 223 εδαφ. β΄του ΚΠολΔ θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’αυτόν η έναντι του ευρώ αξία του δολλαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της σύνταξης, ή της συζήτησης της αγωγής, ή της εξόφλησης, το οποίο, όμως, είναι αβέβαιο (βλ.σχετ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΠειρ 481/2014, ΕφΠειρ 145/2011 ό.π.).Τέλος, και η επικουρικότερα προβληθείσα νομική αγωγική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, διότι η ενάγουσα για τη θεμελίωσή της επικαλείται τα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή της κατά τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, αλλά και κατά τη βάση της απ’αυτήν τελεσθείσας αδικοπραξίας, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος, κατά το οποίο η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και δη ως προς την κυρίως επικαλούμενη από την ενάγουσα στο δικόγραφο αυτής νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, εφόσον έχει καταβληθεί ήδη από τον πρώτο βαθμό το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105  του ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος δι’ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου από αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, διότι σε περίπτωση έλλειψης της δήλωσης τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό είναι, δηλαδή, πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσιευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 76/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190, ΕφΠειρ 110/2013, ΕφΠειρ 764/2012, ΕφΠειρ 624/2012, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 259/2012, ΕφΠειρ 468/2011, ΕφΠειρ 327/2011, ΕφΠειρ 114/2011 Α΄δημοσίευση Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 19/1998 Α΄δημοσίευση Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39). Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και, εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 37/2011 A΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement coque nue), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (Αντ. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α`Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437-454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, παρ. 169, ΕφΠειρ 452/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 2/1998 ΠειρΝομ 1998.44, ΕΕμπΔ 1998.121, ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17.409). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναύλωσης, όταν στο ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού. Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’άρθρο 106 εδαφ. β΄ του ΚΙΝΔ. Αντίθετα, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας  ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος, παρ. 115, σελ. 20 επ., ΕφΠειρ 874/2013 αδημ., ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001.122, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121). Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε τη χρήση του πλοίου του γυμνού, διότι στην τελευταία περίπτωση ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχει δε τη βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του (Αντ. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι. Κοροντζής, όπ.π., σελ. 1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’άρθρο 106 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 777/2015, ΕφΠειρ 809/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 του ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ’εκείνες: 1)Του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) Δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007.26). Εξάλλου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ.4 και 106 εδαφ.α΄ του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι ο εφοπλιστής, δηλαδή αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, υπέχει δηλαδή κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις την ίδια ευθύνη με τον πλοιοκτήτη (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006. 436, Αρμ 2007. 549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001. 361). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 κα1 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα μεταβολή της βάσης της αγωγής που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.142). Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335 και 352 του ΚΠολΔ. προκύπτει ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνο εκείνη του διαδίκου που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΑΠ 691/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής δάταξης, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, η διάταξη του άρθρου  536 παρ.1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκήσει ο εφεσίβλητος δική του έφεση ή αντέφεση, δεν εφαρμόζεται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 536 παρ.2 του ΚΠολΔ), διότι τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλ. δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Για την εξέταση της ουσίας της διαφοράς δεν απαιτείται ειδικό αίτημα, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβαίνει οίκοθεν στην ενέργεια αυτή, ως αναγκαία κατά νόμο (535 παρ.1 του ΚΠολΔ) συνέπεια της εξαφάνισης της απόφασης (ΑΠ 538/2014 Αρμ 2014.1459, ΑΠ 641/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1437/2012 ΝοΒ 2013.974).

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ………., που δόθηκε στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Περαιώς κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης εξετασθέντος μάρτυρος …………., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………, περιέχεται δε στην υπ’αριθμ. …… ένορκη βεβαίωση, δοθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αφού σημειωθεί ότι επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι περιεχόμενοι στις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης προτάσεις της εκκαλούσας ισχυρισμοί της, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση αναφέρονται στους λόγους της έφεσής της και στην αγωγή της, καθόσον εν προκειμένω, ναι μεν στο κείμενο των προτάσεων της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται αυτούσιες οι προτάσεις του πρώτου βαθμού, πλην όμως δεν πρόκειται περί ενσωμάτωσης των πρωτοδίκως κατατεθεισών προτάσεων, ώστε οι αναφερόμενοι σ’αυτές ισχυρισμοί να μη ληφθούν υπόψη, ως επαναφερθέντες απαραδέκτως, καθώς τοιουτοτρόπως δημιουργήθηκε ένα ενιαίο κατά περιεχόμενο κείμενο, το οποίο καλύπτεται από την υπογραφή των πληρεξουσίων δικηγόρων της, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εφεσίβλητης, που διαλαμβάνονται στην προσθήκη -αντίκρουση των προτάσεών της απορριπτομένων ως αβασίμων: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία, με καταστατική έδρα τη ………, και εγκατεστημένη στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, όπου διατηρεί γραφεία στον Πειραιά (………), δραστηριοποιείται επιχειρηματικά επί σειρά ετών στον τομέα της εμπορίας καυσίμων για τον ανεφοδιασμό πλοίων, μέσω του δικτύου της σταθμών, που διατηρεί σε λιμένες ανά τον κόσμο, δυνάμει συμβάσεων πώλησης, τις οποίες καταρτίζει, είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ή τους καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους πλοία, είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων. Μεταξύ των ενδιάμεσων εμπόρων, με τους οποίους συνεργαζόταν επί μακρόν χρονικό διάστημα, υπήρξε και ο όμιλος εταιριών “”……..”, στον οποίο ανήκει πλήθος εταιριών, που έδρευαν σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο και αναλάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως προμηθευτεί από την ίδια. Η πολυετής εμπορική συνεργασία της ενάγουσας με τις εταιρίες του ανωτέρω ομίλου ειδικότερα συνίστατο κάθε φορά στην πώληση απ’αυτήν σε μία από τις εν λόγω εταιρίες ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, καταβληθησομένου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους, υπό τον όρο διατήρησης από την ίδια της κυριότητας της πωλούμενης ποσότητας μέχρι την εξόφληση του τιμήματος. Τα καύσιμα, στα οποία έκαστη σύμβαση αφορούσε, συμφωνούντο πάντοτε παραδοτέα από την ενάγουσα συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα, και σε συγκεκριμένο πλοίο, και μεταπωλούντο στο μεσοδιάστημα από την εκάστοτε αντισυμβαλλόμενή της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το εν λόγω πλοίο, για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζοντο. Αποδείχθηκε επίσης ότι στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας η ενάγουσα κατήρτισε εγγράφως με την εδρεύουσα στο ……., εταιρία του ανωτέρω ομίλου με την επωνυμία “…….” σύμβαση πώλησης προς την τελευταία ποσότητας 3.300 μετρικών τόνων (+/- 10%) καυσίμων (πετρελαίου τύπου Fueloil 380 – CST 3,5%), παραδοτέων την 19η.10.2014 στο λιμένα Φουτζάϊρα (Fujairah) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο πλοίο με την ονομασία M/T “G”, σημαίας Λιβερίας, (πρόκειται περί μεταφορέα υγροποιημένου φυσικού αερίου), αντί τιμήματος 539 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, που συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από την παράδοση στο πλοίο της πωλούμενης ποσότητας, διά της αποστολής από την ανωτέρω εταιρία προς την ενάγουσα σχετικής παραγγελίας της με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 7.10.2014, όπου αναγράφονταν τα προαναφερθέντα, υπέχουσας θέση πρότασης προς αυτήν για την σύναψη σύμβασης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, και της στη συνέχεια αποσταλείσας στην ως άνω εταιρία – επίσης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο – επιβεβαίωσης από την ενάγουσα αυθημερόν της ληφθείσης παραγγελίας, υπέχουσας θέση δήλωσης αποδοχής από την τελευταία της πρότασης της εν λόγω εταιρίας, διά της περιέλευσης της οποίας (της αποδοχής) στην εταιρία αυτή την ίδια ημέρα η μεταξύ τους σύμβαση συντελέσθηκε. Η εν λόγω σύμβαση μεταξύ των ανωτέρω νομικών προσώπων διέπεται – μεταξύ άλλων – από τους κάτωθι όρους, τους οποίους έθεσε αρχικά μονομερώς η ενάγουσα (περιλαμβάνονται μάλιστα στους γενικούς όρους  πώλησης απ’αυτήν ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών) και αποδέχθηκε η προαναφερθείσα εταιρία – αγοράστρια, διά της κατάρτισης της πώλησης με τον τρόπο, που προαναφέρθηκε, περί: 1) Υπαγωγής αυτής (της σύμβασης) στο ελληνικό δίκαιο, 2) αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Πειραιά για την εκδίκαση κάθε διαφοράς απορρέουσας απ’αυτήν, 3) ανάληψης υποχρέωσης, εκτός από την αγοράστρια, και του πλοιοκτήτη, διαχειριστή, ναυλωτή, και του καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενου το πλοίο για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης, όπως και του ιδίου του πλοίου, του τιμήματος συνιστώντος βάρος (lien) αυτού, και 4) διατήρησης από την ενάγουσα της κυριότητας των καυσίμων μέχρι την εξόφληση του τιμήματος. Αποδείχθηκε επίσης ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα παρέδωσε στις 20.10.2014 στο συγκεκριμένο πλοίο και στo λιμένα Koρφακκάν (Khorfakkan) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πλησίον του συμφωνηθέντος λιμένος, ποσότητα 3.287,3 μετρικών τόνων πετρελαίου, διά της εδρεύουσας στο …. θυγατρικής της εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία εν προκειμένω ενεργούσε για λογαριασμό της, ως βοηθός εκπλήρωσης της αναληφθείσας υποχρέωσής της. Η εν λόγω ποσότητα καυσίμων πράγματι παραλήφθηκε για τον ανεφοδιασμό του  προαναφερθέντος πλοίου, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπό στοιχεία ………… απόδειξη, που εξέδωσε η εταιρία «………» για λογαριασμό της ενάγουσας, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτήν, της παραλαβής της αναγραφομένης ως παραδοθείσας στο πλοίο ποσότητας πετρελαίου ουδόλως αμφισβητουμένης εν προκειμένω από την εναγόμενη. Στην ανωτέρω απόδειξη παραλαβής έχουν, επιπροσθέτως, περιληφθεί προδιατυπωμένοι όροι, τεθέντες μονομερώς από την ενάγουσα,  σύμφωνα με τους οποίους, 1) οι πλοιοκτήτες και/ή οι εκμεταλλευόμενοι και/ή οι ναυλωτές του πλοίου, στο οποίο παραδόθηκε η σ’αυτήν αναφερόμενη ποσότητα καυσίμων, είναι, από κοινού και ξεχωριστά έκαστος, υπεύθυνοι για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησής της, 2) μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος αυτού η ενάγουσα διατηρεί την κυριότητα των πωληθέντων καυσίμων, 3) όλες οι διαφορές, που τυχόν αναφυούν από την επίμαχη πετρέλευση, θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια. Αποδείχθηκε επίσης ότι για την εν λόγω σύμβαση η ενάγουσα εξέδωσε την επόμενη ημέρα της παράδοσης της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων το υπ’αριθμ. …… τιμολόγιό της, συνολικού ποσού 1.771.854,70 ευρώ, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της εταιρίας “………”, αλλά και του πλοιάρχου/πλοιοκτήτη/εφοπλιστή του ανωτέρω πλοίου, πλην όμως όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς, δηλαδή, να κατονομάζονται σ’αυτήν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ως επιπλέον υπόχρεοι, εκτός από την ρητά αναφερόμενη αγοράστρια, για την καταβολή της αξίας των καυσίμων, και ειδικότερα δεν αναγράφηκε ως οφειλέτρια του τιμήματος και η ίδια η εναγόμενη. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διά της υπογραφής της ανωτέρω απόδειξης παραλαβής, που περιέχει τους προαναφερθέντες όρους, από τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο δεσμεύει την πλοιοκτήτρια αυτού – εναγόμενη, καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ τους σύμβαση, δυνάμει της οποίας και η εναγόμενη, υπό την συγκεκριμένη ιδιότητά της, πέραν της αγοράστριας, ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης αυτής. Πλην όμως αποδείχθηκε ότι στην κρινόμενη περίπτωση την ως άνω απόδειξη παράδοσης και παραλαβής καυσίμων δεν υπέγραψε ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, όπως αβάσιμα αναφέρεται στην αγωγή, αλλά ο πρώτος μηχανικός αυτού .. ….., κάτωθι της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου, ο οποίος, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί, επόπτευσε τη διαδικασία της πετρέλευσης, λόγω της ειδικότητάς του και των γνώσεων που διαθέτει, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει, πέραν της εκτός δίκης ενώπιον Συμβολαιογράφου δοθείσης ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης, επιπροσθέτως και ιδίως και από την αντιπαραβολή των υπογραφών, που έχουν τεθεί στην απόδειξη αυτή και στην προσκομιζόμενη από την ανωτέρω διάδικο σύμβαση ναυτικής εργασίας του προαναφερθέντος, σύγκριση, που καταδεικνύει ότι και οι δύο υπογραφές έχουν προφανώς τεθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, καθώς οφθαλμοφανώς προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό, και σε κάθε περίπτωση δεν αναιρείται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών, που τέθηκαν στην κρίση του παρόντος Δικαστηρίου κυρίως από την ενάγουσα, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης της βάσης της αγωγής της. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη δεν ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, όπως επίσης αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της για την στοιχειοθέτηση της ιστορικής της βάσης και την κατά νόμο θεμελίωση της υποχρέωσης της αντιδίκου της να της καταβάλει το αιτούμενο ποσό του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, που αναμφίβολα παραδόθηκαν στο συγκεκριμένο πλοίο για τον ανεφοδιασμό του, αλλά απλή κυρία αυτού, ευθυνόμενη, επομένως, όχι απεριόριστα, όπως ο εφοπλιστής, αλλά περιορισμένα και πραγματοπαγώς με το εν λόγω πλοίο και μέχρι της αξίας του για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, κατά το άρθρο 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ,  όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς την αποκλειστική εκμετάλλευσή του για δικό της λογαριασμό, και τη ναυτική διεύθυνση και διαχείριση, απολαμβάνοντας τα κέρδη, και επωμιζόμενη παράλληλα τους κινδύνους από την επιχειρηματική της αυτή δραστηριότητα, ασκούσε κατά τον ίδιο χρόνο, η εδρεύουσα στο ……. εταιρία με την επωνυμία «”……..”» (εφεξής ………) , ως εφοπλίστρια αυτού, δυνάμει σύμβασης χρονοναύλωσης «γυμνού πλοίου» ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους , με το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη από 1.6.1995  ναυλοσύμφωνο, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 13.12.1997 έγγραφο, της διάρκειας της σύμβασης ορισθείσης μέχρι τις 31..3.2019 (+/ – 30 ημέρες κατ’επιλογήν της ναυλώτριας). Ειδικότερα με την ανωτέρω σύμβαση η εναγόμενη έθεσε, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση της εταιρίας … για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα το πλοίο, κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση, ενώ η μισθώτρια – χρονοναυλώτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να προσλάβει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα (όπερ και εγένετο, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη σύμβαση εργασίας του υπογράψαντος το δελτίο παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων πρώτου μηχανικού), στις εντολές της οποίας και αυτό υπάκουε αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου, δηλαδή η εναγόμενη παραχώρησε τη χρήση του πλοίου της γυμνού στην εταιρία αυτή, η οποία και, σε εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, το εξουσίαζε, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και απ’αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχοντας τη βούληση να ασκεί, και πράγματι ασκούσε, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του, με αποτέλεσμα να υφίσταται εν προκειμένω εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Μάλιστα, έχοντας αναλάβει την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου η χρονοναυλώτρια εταιρία επιμελείτο και μεριμνούσε για τον εφοδιασμό του με καύσιμα, ώστε να είναι κατάλληλο για την εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του, όπως προβλέπεται στο ανωτέρω ναυλοσύμφωνο, κατά το σύνηθες, άλλωστε, συμβαίνον στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, με σχετικό όρο, που παγίως τίθεται από τα μέρη σε τέτοια συμφωνητικά γυμνής ναύλωσης πλοίου, διά συμβάσεων πώλησης, που κατήρτιζε η ίδια και για δικό της λογαριασμό, απευθείας με προμηθευτές, είτε με ενδιάμεσους εμπόρους, καταβάλλοντας το εκάστοτε συμφωνημένο τίμημα, χωρίς ουδεμία συμμετοχή, ανάμειξη, ή παρέμβαση της εναγομένης στα ζητήματα αυτά, όπως και στην εν γένει λειτουργία και εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ασκούσε η χρονοναυλώτρια αποκλειστικά. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται, εκτός από το προσκομιζόμενο ναυλοσύμφωνο, και από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος ενώπιον Συμβολαιογράφου μάρτυρος της εναγομένης…………., ο οποίος έχει ίδιαν γνώση περί του είδους της σχέσης, που συνδέει τις δύο εταιρίες, εναγόμενη και ……….. ως αντιπρόεδρος του εμπορικού τμήματος της ανήκουσας στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο με την τελευταία, και εδρεύουσας στο …… εταιρίας με την επωνυμία «…….» (εφεξής …….), ασχολούμενος με τα ζητήματα πετρελεύσεων, ναυλώσεων και πρακτορεύσεων των πλοίων, που αυτή (η ………) διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται (κυρίως φορτηγά και δεξαμενόπλοια).  Επιβεβαιώνεται, επιπροσθέτως και από το γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρία χρονοναυλώτρια – εφοπλίστρια του πλοίου ……., ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της αυτής, και της αναληφθείσας από τη σύμβασή της με την εναγόμενη, υποχρέωσής της, στο πλαίσιο της ναυτικής διεύθυνσης και τεχνικής διαχείρισης του εν λόγω πλοίου, να επιμελείται του εφοδιασμού του με καύσιμα, διατηρούσε, ήδη κατά τον επίδικο χρόνο, εμπορική συνεργασία με την εταιρία “……….”, η οποία δραστηριοποιείτο ως ενδιάμεσος έμπορος ναυτιλακών καυσίμων, εξυπηρετώντας κυρίως τις εταιρίες, που εκμεταλλεύονταν πλοία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, και με την οποία η ενάγουσα συνήψε την επίμαχη σύμβαση πώλησης κατά τα προεκτεθέντα, αγοράζοντας καύσιμα από άλλες εταιρίες, που στη συνέχεια μεταπωλούσε. Ειδικότερα, προκειμένου η να εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές τιμές  για τις πετρελεύσεις των πλοίων, που εκμεταλλευόταν, στους λιμένες Fujairah και Khorfakkan των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων συνήψε στις 5.8.2014 συμφωνία – πλαίσιο με την εταιρία “…….”, η οποία προέβλεπε τους γενικούς όρους, βάσει των οποίων θα αγόραζε κάθε φορά καύσιμα από την ανωτέρω εταιρία. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε – μεταξύ άλλων  – ότι η υπογραφή του δελτίου παράδοσης καυσίμων από τον πλοίαρχο του πλοίου δεν θα αποτελούσε αποδοχή των σ’αυτό αναγραφομένων όρων του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων, ότι η κυριότητα των πωληθέντων θα μεταβιβαζόταν στην αγοράστρια κατά την παράδοσή τους, ότι το τίμημα θα καταβαλλόταν στην πωλήτρια εντός 30 ημερών από την παράδοση, ότι η σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, και ότι κάθε διαφορά εξ αυτής θα επιλύεται με διαιτησία στο Λονδίνο, δηλαδή επρόκειτο περί συμφωνίας, η οποία περιελάμβανε όρους, ουσιωδώς διαφορετικούς από τους αναφερόμενους στην προαναφερθείσα απόδειξη παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων στο πλοίο M/T “G””, αλλά και στη σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και  της εταιρίας “………”. Μάλιστα σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η …. (και όχι η εναγόμενη) ήταν αυτή που προέβη στις 7.10.2014 στην υπό κρίση περίπτωση στην παραγγελία προς την εταιρία “……..” ποσότητας 3.300 μετρικών τόνων καυσίμων για την πετρέλευση του εν λόγω πλοίου, που εκμεταλλευόταν αποκλειστικά και για δικό της λογαριασμό, στο λιμένα Fujairah, παραδοτέας στις 19.10.2014, διά της αποδοχής της οποίας (παραγγελίας υπέχουσας θέση πρότασης) από την τελευταία αυθημερόν καταρτίσθηκε μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, αντί τιμήματος ποσού 540,85 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, διεπόμενη από τους όρους της συγκεκριμένης σύμβασης – πλαίσιο, με προμηθευτή των καυσίμων την εναγόμενη. Εξάλλου, μετά την παράδοση των καυσίμων η εταιρία “…………” εξέδωσε το υπ’αριθμ. …….. τιμολόγιο για την επίμαχη πώληση, με χρέωση για την πληρωμή της αξίας των πωληθέντων, συνολικού ποσού 1.777.936,21 δολλαρίων Η.Π.Α., όχι της εναγομένης, η οποία δεν κατονομάζεται σ’αυτό ως οφειλέτρια, και με την οποία, άλλωστε, ουδεμία συμβατική σχέση τη συνέδεε, αλλά της αντισυμβαλλομένης της ….., καθώς και της προαναφερθείσης εταιρίας του ιδίου ομίλου ….. Σημειωτέον ότι η παραδοχή του παρόντος Δικαστηρίου περί της ιδιότητας της εναγομένης ως κυρίας του  εν λόγω πλοίου, και όχι ως πλοιοκτήτριας αυτού, όπως φέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, δεν αναιρείται από το γεγονός της μη καταχώρισης στην ένδικη υπόθεση κοινής περί εφοπλισμού του πλοίου αυτού δήλωσης της ανωτέρω και της  …… στο λιμένα νηολόγησής του, καθόσον, ναι μεν η παράλειψη αυτή δημιουργεί τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, πλην όμως, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο, αλλά μαχητό, διότι μπορεί να αποδειχθεί, όπως εν προκειμένω, ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι στην πραγματικότητα ο εφοπλιστής του, αφού είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. Εξάλλου επιχείρημα περί του αντιθέτου δε μπορεί ν’αντληθεί ούτε από το ότι αμφότερες οι ανωτέρω εταιρίες (εναγόμενη και ……) είναι ενταγμένες στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο συμφερόντων, διότι πρόκειται περί αυτοτελών και ανεξάρτητων νομικών προσώπων, που πράγματι αναπτύσσουν δραστηριότητα (ισχυρισμός περί εικονικότητας της …….  ή περί κατάχρησης της νομικής της προσωπικότητας δεν προβάλλεται εν προκειμένω), αλλά και περί συνηθισμένης στη ναυτιλία επιχειρηματικής πρακτικής, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται, είτε οι ίδιες για δικό τους λογαριασμό, είτε άλλες εταιρίες τους, οι οποίες προϋπάρχουν ή ιδρύονται απ’αυτούς για το σκοπό αυτό. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η αναφορά στο δικόγραφο της προαναφερθείσας ανακοίνωσης δίκης, που άσκησε η εναγόμενη, προκειμένου να προσκαλέσει τα σ’αυτήν αναγραφόμενα νομικά πρόσωπα να συμμετάσχουν στην επί της αγωγής εκκρεμή δίκη, περί της ιδιότητάς της ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου και της ……. ως διαχειρίστριας αυτού αντίστοιχα, συνιστά σε κάθε περίπτωση εξώδικη ομολογία της ανωτέρω διαδίκου, η οποία δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη, αλλά εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό με τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, όπως επίσης αναφέρθηκε  στη μείζονα σκέψη. Αποδείχθηκε επίσης ότι εν προκειμένω ο πρώτος μηχανικός του ανωτέρω πλοίου, διά της υπογραφής της εν λόγω απόδειξης, στον οποίο η ενάγουσα είχε μονομερώς περιλάβει τον προδιατυπωμένο όρο περί ευθύνης και του πλοιοκτήτη/ναυλωτή/ εκμεταλλευόμενου το πλοίο προς αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του (άρθρου 66 του Β.Δ. 683/1960), βεβαίωσε αυτό ακριβώς το γεγονός της παραλαβής της αγορασθείσης από τη χρονοναυλώτρια …….. ποσότητας πετρελαίου και μόνο, για λογαριασμό της τελευταίας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητάς του, ώστε να παραδοθούν στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των καθηκόντων του, που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, που είχε συνάψει με την ……., ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής  αποκλειστικά και μόνο κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς, επιπροσθέτως, να του έχει χορηγηθεί η εντολή και πληρεξουσιότητα από το νόμο ή δυνάμει δικαιοπραξίας, να δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος την ανωτέρω εργοδότριά του, την οποία κατά νόμο εκπροσωπεί ο πλοίαρχος, πολλώ δε μάλλον την κυρία του πλοίου – εναγόμενη, με την οποία, άλλωστε, ουδεμία συμβατική ή άλλη σχέση τον συνέδεε, αφού δεν πρόκειται περί δικού της εργαζομένου, και ιδίως να συνάπτει για λογαριασμό τους συμβάσεις, που συνεπάγονται την ανάληψη υποχρεώσεων. Ούτε όμως αποδείχθηκε ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, ότι η εναγόμενη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε προσλάβει τον υπογράψαντα την ανωτέρω απόδειξη παραλαβής καυσίμων πρώτο μηχανικό, είχε εξουσιοδοτήσει αυτόν, να την εκπροσωπεί και να συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, ώστε να δεσμεύεται από την υπογραφή του στην εν λόγω απόδειξη και να υποχρεούται σε πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο καυσίμων. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα, απαραδέκτως, το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, που κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, ισχυρίσθηκε, αφενός μεν ότι η εναγόμενη υποχρεούται σε καταβολή του αιτουμένου ποσού του τιμήματος,  ακόμη και υπό την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου αυτού, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ, ως απαίτηση από τον εφοπλισμό του, αφετέρου ότι δεσμεύεται σε κάθε περίπτωση από την υπογραφή του πρώτου μηχανικού του πλοίου λόγω φαινόμενης ή σιωπηρής πληρεξουσιότητας αυτού να την εκπροσωπεί έγκυρα και να συνάπτει συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, καθώς πρόκειται περί δικονομικά ανεπίπρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής της κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, ενώ, επιπροσθέτως, δεν πρόκειται περί «νέων» ισχυρισμών, που μπορούν παραδεκτά να προβληθούν για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγοι έφεσης, πολλώ δε μάλλον με τις προτάσεις της, εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ περιπτώσεων, που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Και τούτο διότι, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παρα­δεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 του  ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής. Μάλιστα γεγονός παραγωγικό του ασκουμένου με την αγω­γή δικαιώματος και, άρα, θεμελιωτικό κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, δε μπορεί να προταθεί ούτε με συμπλήρωση της αγωγής κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, αλλά πρέπει να εκτίθεται στο αγωγικό δικό­γραφο σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, γεγονός, το οποίο δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η ενάγουσα, ως εκκαλούσα, δε μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής της, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’αυτή (526 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, εφόσον η υπογραφή του πρώτου μηχανικού στην εν λόγω απόδειξη παραλαβής καυσίμων δε δεσμεύει την εναγόμενη, διότι ο ανωτέρω δεν την εκπροσωπεί κατά νόμο, ή δυνάμει δικαιοπραξίας, με την οποία να του έχει αυτή χορηγήσει την εντολή και την πληρεξουσιότητα να συνάπτει στο όνομα και για λογαριασμό της συμβάσεις, και, συνεπώς, τοιουτοτρόπως, δεν καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας σύμβαση, με την οποία ανέλαβε αυτή (η εναγόμενη) την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της μεταξύ της ενάγουσας και της ” …….” πώλησης ποσότητας καυσίμων, που παραδόθηκαν στο πλοίο, κυριότητάς της (της εναγομένης), ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, χωρίς να καθίσταται με την παρούσα απόφαση χειρότερη η θέση της εκκαλούσας – ενάγουσας, καθώς η αγωγή απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προς εκδίκασή της, διότι η διάταξη του άρθρου  536 παρ.1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκήσει ο εφεσίβλητος δική του έφεση ή αντέφεση, δεν εφαρμόζεται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 536 παρ.2 του ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης, και η περί συμψηφισμού της οποίας διάταξη της εκκαλουμένης επίσης εξαφανίσθηκε, θα επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1559/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα – ενάγουσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 4.12.2014 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ………) αγωγής.ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Απριλίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  9 Ιουλίου 2018, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ