Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 442/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                                  

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης:       442         /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 61 παρ. 1 του ν.δ. 86/1969 «Δασικός Κώδικας», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ. 996/1971, προβλέπεται: α) η έκδοση, από τον αρμόδιο Διευθυντή δασών ή Νομοδασάρχη ή Δασάρχη, πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, κατά εκείνου που επιχειρεί εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη διακατοχική πράξη επί δημοσίων, δημοτικών κ.λ.π. εν γένει δασών, αναδασωτέων εκτάσεων, χορτολιβαδικών εδαφών και μερικών δασοσκεπών εκτάσεων ή μερικώς δασοσκεπών λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών και ασχέτως του χρόνου κατά τον οποίο οι πράξεις αυτές επιχειρήθηκαν και β) η βεβαίωση επί δημοσίων δασών κ.λ.π., από τους άνω (διευθυντή δασών κ.λ.π.), κατά του καταλάβοντος των άνω εκτάσεων της εις βάρος του δημοσίου τυχόν επελθούσα ζημία του ποσού αποκατάστασης αυτής και του ποσού της οφειλόμενης αποζημιώσεως χρήσης. Με τις παρ. 2 και 4 του ίδιου άρθρου, πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 362 παρ. 2 του ν. 4072/2012, οριζόταν, αφενός ότι κατά του άνω (της παρ. 1) πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής επιτρέπεται ανακοπή κατά του Δημοσίου, ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδικείου, αφετέρου, ότι, κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδίκη επιτρέπεται έφεση, ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου (βλ. σχετ. ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, Ι. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδ., 2016, σελ. 594 επ.). ΄Ηδη, όμως, με το άρθρο 326 παρ. 2 του ν. 4072/2012, που άρχισε να ισχύει από 11-4-2012, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2, 4 και 6 του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7), ως εξής: «2. Η ανακοπή κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής ασκείται κατά του Δημοσίου ή κατά των νομικών προσώπων της παρ. 1, στα οποία ανήκει η έκταση επί της οποίας επιχειρείται η παράνομη ενέργεια και απευθύνεται στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου…. 4. Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο. Σε περίπτωση κατά την οποία, η απόφαση, που εκδίδεται, ακυρώνει το πρωτόκολλο, για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή, εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ.». Σύμφωνα δε με το άρθρο 52 παρ. 17 του Ν. Ν 4280/2014 (ΦΕΚ Α 159 08/08/2014): Περιοχή Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης / Δάση, «.17. Κάθε διαδικασία διοικητικής αναγνώρισης της ιδιοκτησίας των δασών και των δασικών εκτάσεων του πρώτου εδαφίου και των περιπτώσεων α` και β` της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 15 του ν. 3208/2003 (Α`303), το οποίο δεύτερο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο αυτό με την παράγραφο 9 του άρθρου 43 του παρόντος νόμου, καθώς και οι σχετικές με την ιδιοκτησία εκκρεμείς δίκες σε αντιδικία με το Δημόσιο καταργούνται. Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου και αναφέρονται στις παραπάνω εκτάσεις ανακαλούνται από τότε που εκδόθηκαν…» (βλ. σχετ. Ι. Χαμηλοθώρη, ό.π., σελ. 594 υποσημ. 423). Περαιτέρω, με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του ΠΔ της 11/12.11.1929 “περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων”, το οποίο εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4266/1929 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 5895/1933, όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 του ΑΝ 1540/1938, 19 του ΑΝ 1919/1939, 2 του ΑΝ 1925/1951 και 5 παρ. 4 του ΑΝ 263/1968, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι σε βάρος εκείνων, που, χωρίς συμβατική σχέση, καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημοσίων κτημάτων ή κτημάτων, των οποίων τη νομή ή κατοχή έχει με οποιοδήποτε σχέση το Δημόσιο, βεβαιώνεται, κατά την κρίση αγαθού ανδρός και για το χρονικό διάστημα που έκαναν χρήση, αποζημίωση με πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιείται σε αυτόν που καρπώνεται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο, ο οποίος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή μέσα σε ένα μήνα στον Ειρηνοδίκη ή στον Πρόεδρο Πρωτοδικών, ανάλογα με το ποσό της αποζημίωσης, αυτοί δε, κρίνοντας εκ των ενόντων, ακυρώνουν ή επικυρώνουν το πρωτόκολλο ή περιορίζουν την αποζημίωση και ότι κατά της απόφασης αυτής, ουδέν ένδικο μέσο επιτρέπεται. Μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, καθύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της άνω ανακοπής είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 εδ. ε και στ, 3 παρ. 1, 2, 4, 24 παρ. 1 και 39 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 1765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1408/2012, ΑΠ 67/2012, ΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΙωαν 151/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 148/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 ό.π.). Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου τέμνει οριστικά τη διαφορά, ως προς την οφειλή και το ποσό της αποζημίωσης για την κατάληψη δημόσιου κτήματος, παρά την ακολουθούμενη διαδικασία, η παραπομπή στην οποία έγινε για λόγους ταχύτητας και μόνον και δεν αφορά τη λήψη ασφαλιστικού ή ρυθμιστικού της κατάστασης μέτρου. Για το λόγο αυτό δεν ίσχυε γι’ αυτήν την απόφαση η απαγόρευση του άρθρου 699 ΚΠολΔ, αλλά υπέκειτο στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (αρθ. 511 και 552 ΚΠολΔ), καθόσον η άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 115 του ΠΔ της 11/12-11-1929, που απαγόρευε την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής, θεωρήθηκε ότι έχει καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ (ΟλΑΠ 38, 21, 22/2002, ΑΠ 1765/2017 ό.π., ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1379/2013, ΑΠ 40/2013, ΑΠ 374/2012, ΑΠ 67/2012, ΑΠ 1945/2009, ΑΠ 481/2008, ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΕφΠειρ 474/2016 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π.). Ήδη, όμως, με το άρθρο 326 παρ. 3 του ν. 4072/2012, που άρχισε να ισχύει από 11-4-2012, αντικαταστάθηκαν τα εδάφια δέκατο και ενδέκατο του άνω άρθρου 115 του π.δ. από 11/12-11-1929 και ρητά επαναλήφθηκε η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων (ΑΠ 1765/2017 ό.π., ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 ό.π., ΑΠ 285/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΕφΠειρ 474/2016 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π., ΜονΕφΛαρ 148/2015 ό.π., ΜονΕφΛαμ 12/2014 ό.π.). Το παραδεκτό δε των ενδίκων μέσων, κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1765/2017 ό.π., ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 ό.π., ΑΠ 285/2016 ό.π., ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΕφΠειρ 474/2016 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π., ΜονΕφΛαμ 12/2014 ό.π.). Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που επιβάλλει μεν στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σε αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν, με το άρθρο 6 παρ. 1, το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε άσκησης ένδικων μέσων (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 ό.π., ΑΠ 285/2016 ό.π., ΑΠ 929/2014, ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π.,  Ι. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδ., 2016, σελ. 598 υποσημ. 447). Ο περιορισμός δε αυτός της άσκησης ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων επί αυτών των υποθέσεων, που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 326 παρ. 3 του νόμου 4072/2012, οι εν λόγω υποθέσεις είναι νομικά απλές, με την έννοια ότι η επ’ αυτών κρίση αποτελεί κατά κύριο λόγο εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και στοιχείων και επιτυγχάνεται περιορισμός περιττής επιβάρυνσης των δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη ότι ζητήματα που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή των κτημάτων επιλύονται μόνο κατά την τακτική διαδικασία, δεν είναι δυσανάλογος και δεν αντιβαίνει στην καθιερούμενη με το άρθρο 25 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 ό.π., ΑΠ 285/2016 ό.π., ΑΠ 929/2014, ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π.,  Ι. Χαμηλοθώρη, ό.π., σελ. 598 υποσημ. 447).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Απαράδεκτη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η έφεση, η οποία απευθύνεται κατά απόφασης, που δεν υπόκειται ή δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με ένδικα μέσα και, συνεπώς, με έφεση, κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας (ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΕφΠειρ 474/2016 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π., ΕφΑΘ 6338/2011 Δημ. Νόμος). Η παρ. 1 δε του άρθρου 535 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 16 του Ν. 2915/2001, ορίζει ότι: “Αν ο λόγος έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ` ουσίαν”. Περαιτέρω, η παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζει ότι: “Αν η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται για αναρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46. Αν πρόκειται για κατά τόπον αναρμοδιότητα και κριθεί αρμόδιο άλλο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υπάγεται στην Περιφέρεια του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δικάζει την έφεση, αυτό μπορεί ή να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή να την κρατήσει και να τη δικάσει κατ’ ουσία”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε αγωγή, χωρίς να είναι αρμόδιο καθ` ύλην και η απόφασή του προσβληθεί με έφεση και εξαφανισθεί, τότε η υπόθεση παραπέμπεται υποχρεωτικά στο καθ` ύλην αρμόδιο Δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46, ενώ, αν εξαφανισθεί επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο και αρμόδιο είναι άλλο δικαστήριο που υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, τότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο είτε να την κρατήσει και να την δικάσει κατ` ουσία. Αν, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε εσφαλμένα εαυτό αναρμόδιο καθ` ύλην και παρέπεμψε την αγωγή στο κατ’ αυτό αρμόδιο καθ` ύλην Δικαστήριο, τότε η απόφασή του, αν προσβληθεί με λόγο έφεσης ή κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ` ύλην αρμοδιότητας από το Εφετείο, εξαφανίζεται δυνάμει της πρώτης παραγράφου του άρθρου 535 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρατεί υποχρεωτικά την υπόθεση και δικάζει αυτή κατ` ουσία, μη δυνάμενο να την παραπέμψει στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, η δε ρύθμιση αυτή, που γίνεται με το ως άνω άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν είναι αντισυνταγματική, διότι έχει τεθεί από λόγους γενικότερου συμφέροντος για καλύτερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και του άρθρου 28 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το κράτος μεριμνά για την απονομή της δικαιοσύνης (ΑΠ 1803/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 182/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 317/2015 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 18-02-2016 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. ….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., κατά της με αριθμό 1519/24-09-2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 31/03/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί της από 3-7-2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ανακοπής, κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, το οποίο εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 και των από 26-01-2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….. πρόσθετων λόγων αυτής. Ειδικότερα, με την ως άνω ανακοπή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, την ακύρωση του προσβαλλόμενου με αριθμ. 3/2014 και με αριθμ. πρωτ. ……. πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πόρου, δυνάμει του οποίου αποβλήθηκε από τμήμα δύο όμορων αγροτεμαχίων, όπως περιγράφονται στην ανακοπή, που βρίσκονται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας Κοινότητας Δρυόπης Δήμου Τροιζηνίας, ιδιοκτησίας του, όπως ισχυρίζεται, πλην, όμως, φερόμενο (κατά το πρωτόκολλο) ως δημόσια δασική έκταση και βεβαιώθηκε εναντίον του, λόγω της κατάληψης της ως άνω εκτάσεως, ποσό για την αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας του καθ’ ου η ανακοπή. Δυνάμει δε της ως άνω εκκαλούμενης με αριθμ. 1519/24-09-2015 απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε τις υποθέσεις προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Με την υπό κρίση έφεσή του, το εκκαλούν  παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ, εάν ορθώς ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο, θα κρατούσε και θα εκδίκαζε αυτήν, ως καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Για τους λόγους αυτούς, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με αριθμ. 1519/2015, απόφασης, προκειμένου, όπως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά καταστεί εκ νέου αρμόδιο και προχωρήσει στην εκδίκαση της διαφοράς και να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορούσε το ζήτημα της ακύρωσης του προσβαλλομένου με αριθμ. ….. πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πόρου, το οποίο είχε εκδοθεί στις 23-6-2014, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4280/2014 (ΦΕΚ Α΄ 159/08.08.2014) (βλ. σχετ. άρθρο 52 παρ. 17 του Ν. 4280/2014, Ι. Χαμηλοθώρη, ό.π. σελ. 594, υποσημ. 423), εφόσον δημοσιεύθηκε στις 24/09/2015, ήτοι υπό την ισχύ του άρθρου 326 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, δεν μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα και συνεπώς δεν υπόκειται σε έφεση, καθόσον δεν παρέχεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως προς την απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου για την κύρια διαφορά, διότι, κατά το χρόνο της δημοσίευσής της, στις 24.09.2015 ίσχυε [από 11-4-2012] ο Νόμος 4072/2012, με το άρθρο 326 παρ. 2 του οποίου αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2, 4 και 6 του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7), ρητά δε επαναλήφθηκε η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής αυτής, όπως και η προσβαλλόμενη (βλ. σχετ. Κ. Οικονόμου, Η ΄Εφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, έκδ. 2017, σελ. 34 επ., 43, 46, 47, 49, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 71, 81, Ι. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2η (μετά το Ν. 4335/2015), 2016, σελ. 594 επ., 598 (σημ 202) υποσημ. 447). Η ως άνω δε ρύθμιση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει, ως προς το εκκλητό αυτής, αντικείμενο διάθεσης, μέσω δικονομικής συμφωνίας, των διαδίκων (βλ. σχετ. την υπό κρίση έφεση και τις προτάσεις αμφοτέρων των διαδίκων). Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, με την οποία δεν εισάγεται διάκριση ως προς τους λόγους και το είδος της μη υποκειμένης σ’ ένδικα μέσα αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που επιβάλλει μεν στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρο 6 παρ.1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε άσκησης ένδικων μέσων. Ο περιορισμός δε αυτός της άσκησης ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων επί αυτών των υποθέσεων, που εκδικάζονται, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 326 παρ. 3 του νόμου 4072/2012, οι εν λόγω υποθέσεις είναι νομικά απλές, με την έννοια ότι η επ’ αυτών κρίση αποτελεί, κατά κύριο λόγο, εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και στοιχείων και επιτυγχάνεται περιορισμός περιττής επιβάρυνσης των δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη ότι ζητήματα, που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή των κτημάτων επιλύονται μόνο κατά την τακτική διαδικασία, δεν είναι δυσανάλογος και δεν αντιβαίνει στην καθιερούμενη, με το άρθρο 25 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, καθώς ο διάδικος, σε περίπτωση ήττας του, δεν στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να ζητήσει, με τις εγγυήσεις της τακτικής διαδικασίας, την αναγνώριση του όποιου δικαιώματός του επί της αμφισβητούμενης έκτασης (βλ. σχετ. ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π.). Εξάλλου, εφόσον η ως άνω παραπεμπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν κατήργησε την εκκρεμοδικία και οι διάδικοι δύναται να επανέλθουν με κλήση, ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση, θα υπήρχε κίνδυνος αποφατικής σύ­γκρουσης της αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, στην περίπτω­ση, όπου, παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, είχε τη δυνατότητα κάποιος από τους διαδίκους ν’ ασκήσει έφεση κατά της ως άνω ανέκκλητης απόφασης (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 92/2016 Δημ. Νόμος). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, εάν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κηρύξει εσφαλμένα εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμψει την αγωγή στο κατ’ αυτό αρμόδιο καθ` ύλην Δικαστήριο, τότε η απόφασή του, αν προσβληθεί με λόγο έφεσης ή κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ` ύλην αρμοδιότητας από το Εφετείο, εξαφανίζεται δυνάμει της πρώτης παραγράφου του άρθρου 535 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρατεί υποχρεωτικά την υπόθεση και δικάζει αυτή κατ’ ουσία, μη δυνάμενο να την παραπέμψει στο καθ` ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, η δε ρύθμιση αυτή, που γίνεται με το ως άνω άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν είναι αντισυνταγματική, διότι έχει τεθεί από λόγους γενικότερου συμφέροντος για καλύτερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και του άρθρου 28 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το κράτος μεριμνά για την απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, εάν το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Εφετείο), δεκτού γενομένου του λόγου της υπό κρίση εφέσεως, περί της εσφαλμένης κήρυξης της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξαφάνιζε την εκκαλουμένη, θα έπρεπε, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, να κρατήσει υποχρεωτικά την υπόθεση και να δικάσει αυτήν κατ’ ουσία, μη δυνάμενο να την παραπέμψει στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) (βλ. σχετ. ΑΠ 1803/2017 ό.π., ΑΠ 182/2015 ό.π.), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι διάδικοι.

Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον στρέφεται κατά ανέκκλητης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 532 του ΚΠολΔ, ως απαράδεκτη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την Υ.Α. 134423/1992, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 αρ. 1, 36 παρ. 1 και 43 Ν. 4389/2016 (βλ. σχετ. ΑΠ 104/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2003, ΑΠ 780/2001, ΑΠ 755/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 210/2009 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση από 18-02-2016 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. ……., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………, κατά της με αριθμό 1519/24-09-2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 09-07-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Ν.Σ.Κ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ