Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 453/2018

Αριθμός     453/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 26-3-2015, με ΓΑΚ ……. και αριθμ. κατ. ………, έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄ αριθμ. 904/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ (Εργατικών διαφορών]. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ.,652 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και, επιπλέον, δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της.

Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά σαφή έννοια του άρθρου  1 του κωδικοποιημένου με το από 24.7/25.8.1920 β.δ. ,ν.551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών η υπαλλήλων», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ.α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα  από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε εργάτη ή υπάλληλο, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού και την αναφερόμενη σε αυτές έκταση, θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο δεν θα λάμβανε χώρα, χωρίς την εργασία και την υπό τις δεδομένες συνθήκες εκτέλεσή της (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 1602/1998 ΔΕΝ 1999.200, ΕψΑΘ 11116/1996 EEpyA 1997.1126, Α. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. 1985, σελ. 414 γ’, Γκούτου- Αεβέντη, Εργατική Νομοθεσία, εκδ. 1988, παρ. 43, σελ. 119). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Εξάλλου, από τα άρθρα 914, 932 ΑΚ και 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος και πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του άρθρου 16 § 1 του ν. 551/1915 [βλ. ΑΠ 73/2007 ΝοΒ 55(2007). 1149=ΕλΑ 48(2007). 1411]. [ii] Στην αγωγή με την οποία αξιώνεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος από τον τραυματισμό του συνεπεία εργατικού ατυχήματος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, πρέπει και αρκεί να αναφέρονται, οι συνθήκες του ατυχήματος, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία έλαβε χώρα τούτο, το πταίσμα του εργοδότη ή του υπ’ αυτού προστηθέντος, η ηθική βλάβη και η έκταση αυτής, καθώς και η κοινωνική και οικονομική θέση του ενάγοντος και του εναγομένου [βλ. ΑΠ 961/2007 ΕλΔ 48(2007).1350]. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν κατεβάλετο, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος δηλαδή, αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 [βλ. ΑΠ 1168/2007 EEργΔ 2008, 604, ΑΠ 1045/2007 ΕΕργΔ 2008, 470, ΑΠ 793/2007 ΕΕργΔ 2008, 536, ΑΠ 73/2007 ΝοΒ 2007, 1149]. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση [σχτ. ΑΠ 118/2006 ΕλΔ 48(2007). 117].

Με την από  16-10-2014 υπό κρίση  αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ….., ιστορούσε ότι προσλήφθηκε στις 18-11-2013 από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ……….., ο οποίος διατηρεί εμπορική επιχείρηση, με αντικείμενο δραστηριότητας τη λειτουργία εργαστηρίου επεξεργασίας και εμπορίας προϊόντων κρέατος, στη Νίκαια, επί της ……….., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως ανειδίκευτος εργάτης, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του στο ανωτέρω εργαστήριο που διατηρεί ο εναγόμενος  και ειδικότερα στο τμήμα διαλογής των πουλερικών [κοτόπουλα],δηλαδή να ξεχωρίζει τα διάφορα μέρη τους [στήθος ,μπούτι κλπ],εργασία που δεν απαιτεί εξειδίκευση η εμπειρία ,αλλά ούτε και τα τυπικά προσόντα κρεοπώλη, με οκτάωρο ωράριο από Δευτέρα έως και Παρασκευή. ΄Οτι από την πρώτη ημέρα εργασίας ο εναγόμενος – εκκαλών του έδωσε εντολή να μετακινηθεί στο τμήμα  επεξεργασίας και κοπής κατεψυγμένων κρεάτων και δη στο χειρισμό αντίστοιχης μηχανής κοπής αυτών και ότι στις 30-11-2013, κατά το χρόνο όπου ο ανωτέρω εργαζόμενος εργαζόταν στο προαναφερόμενο μηχάνημα του ανωτέρω τμήματος, όταν κάτω από τις συνθήκες που λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή, υπέστη ακρωτηριασμό στο δείκτη του δεξιού χεριού. ΄Οτι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου εργοδότη του, ο οποίος δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, που περιγράφονται στην αγωγή προς αποτροπή του ατυχήματος. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, ειδικότερα, δε, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ……… και του μάρτυρος ανταπόδειξης, ………, οι οποίοι και εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως οι καταθέσεις αυτών εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες καθ’ εαυτές και σε συνδυασμό, κατά το μέτρο της γνώσης και της αξιοπιστίας του καθενός, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που επαναπροσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι [άρθρα 106, 335, 339, 341, 432, 670 και 674 του ΚΠολΔ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (βλ. σχετ. ΑΠ 1351/2003 ΕλΔ 45(2004). 1037, ΑΠ 1150/2003 ΕλΔ 46(2005).405], από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚπολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων και ήδη, εφεσίβλητος, ………, προσλήφθηκε στις 18-11-2013 από τον εναγόμενο και ήδη, εκκαλούντα, ο οποίος διατηρεί εμπορική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας τη λειτουργία εργαστηρίου επεξεργασίας και εμπορίας προϊόντων κρέατος, στη Νίκαια, επί της ………, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως ανειδίκευτος εργάτης, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του στο ανωτέρω εργαστήριο που ο εναγόμενος διατηρεί με πενθήμερο καθεστώς απασχόλησης [με 8ωρη ημερησία απασχόληση] και ειδικότερα στο τμήμα επεξεργασίας και κοπής κατεψυγμένων κρεάτων και δη κατά την αρχική συμφωνία των διαδίκων μερών στον τομέα διαλογής πουλερικών και στη συνέχεια κατ’ εντολή και υπόδειξη του ιδίου του εναγομένου-εκκαλούντος στο χειρισμό μηχανής κοπής κατεψυγμένων κρεάτων, μέσω της οποίας μεγάλα και ογκώδη κομμάτια κατεψυγμένου κρέατος τεμαχίζονται σε μικρότερα κομμάτια τα οποία αργότερα μέσω άλλων μικροτέρων μηχανημάτων γίνονται κιμάς. Ειδικότερα, στα πλαίσια των ως άνω ανατιθέμενων από τον εκκαλούντα λειτουργικών καθηκόντων, ο εφεσίβλητος όφειλε κατά το χειρισμό της ανωτέρω μηχανής, να εισάγει στην είσοδο αυτής από το επάνω τμήμα αυτής, με τα χέρια του, μεγάλα κομμάτια κατεψυγμένου κρέατος, προκειμένου αυτά στη συνέχεια να εισέλθουν στο κυρίως τμήμα της μηχανής και δη στο θάλαμο κοπής, από τον οποίο στη συνέχεια έβγαιναν τεμαχισμένα σε μικρότερα επιμέρους τμήματα, προκειμένου αυτά να μεταβληθούν στη συνέχεια και, υπό κατάλληλη περαιτέρω επεξεργασία να μετατραπούν σε κιμά. Καίτοι όμως στο ανωτέρω επάνω τμήμα της μηχανής έπρεπε να υφίσταται τοποθετημένο προστατευτικό κάλυμμα, το οποίο να βιδώνει στα αντίστοιχα σημεία της μηχανής, εντούτοις κατά το χρόνο επέλευσης του επιδίκου βλαπτικού αποτελέσματος κατ’ εντολήν του εκκαλούντος αυτό είχε ήδη αφαιρεθεί προκειμένου να επιτυγχάνεται η ευχερέστερη και ποσοτικώς μεγαλύτερη τοποθέτηση κατεψυγμένων (προς επεξεργασία) κρεάτων, στην καθιστάμενη, έτσι, ευρύτερη είσοδο  αυτής. Η αφαίρεση αυτού του προστατευτικού καλύμματος είναι συνήθης σε ομοειδείς με του εκκαλούντος επιχειρήσεις, αυτό δε είχε πράξει και ο εκκαλών στην δική του από ετών ,όπως προκύπτει από την επ’ ακροατηρίου κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, …….., ο οποίος μάλιστα κατά το παρελθόν είχε εργαστεί στην  επιχείρηση του εκκαλούντος και γνωρίζει το χειρισμό της συγκεκριμένης μηχανής κοπής κρέατος, αλλά και το τι συνήθως συμβαίνει στα ομοειδή εργαστήρια επεξεργασίας κρέατος. Η ένορκη κατάθεση του ……… μηχανικού – συντηρητή της συγκεκριμένης μηχανής, αλλά και όλων των μηχανών της επιχειρήσεως και συνεργαζομένου με τον εκκαλούντα, ο οποίος καταθέτει ότι υπήρχε το προστατευτικό κάλυμμα, δεν κρίνεται πειστική, ενόψει της επαγγελματικής συνεργασίας, που διατηρεί με τον εναγόμενο, από την οποία αντλεί οικονομικό όφελος. Εξάλλου, από την επισκόπηση των προσκομιζομένων με επίκληση φωτογραφιών ενός παρομοίου μηχανήματος- χωρίς να αποδεικνύεται ότι πρόκειται για το επίδικο μηχάνημα-,  καταδεικνύεται ότι η είσοδος χεριού από το πλάϊ είναι αν όχι αδύνατη, όλως δυσχερής, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα παρατήρησης εντός του κυρίως θαλάμου κοπής κρέατος του μηχανήματος, οπότε αν κάποιος σκοπεύει να εξάγει κάποιο ξένο σώμα, όπως ένα κομμάτι νάϋλον, όπως προέκυψε ότι σκόπευε να πράξει ο ενάγων- εφεσίβλητος, στην ένδικη περίπτωση, μόνο αν δεν υπάρχει και έχει αφαιρεθεί το προστατευτικό κάλυμμα, μπορεί να πράξει τούτο. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, στις 30-11-2013 και κατά το χρόνο όπου ο ανωτέρω εργαζόμενος εργαζόταν στο προαναφερόμενο μηχάνημα του ανωτέρω τμήματος, υπέστη ακρωτηριασμό στο δείκτη του δεξιού χεριού, όταν ο ίδιος κατά την απόπειρα εισόδου κατεψυγμένου κρέατος στην ανωτέρω είσοδο της μηχανής επεξεργασίας χωρίς χρήση προστατευτικών μέσων, η οποία τελούσε σε λειτουργία, και στην προσπάθειά του να εξάγει κομμάτι νάυλον που είχε στο μεταξύ εισαχθεί στο θάλαμο της μηχανής, προερχόμενο από συσκευασία τυποποιημένου κατεψυγμένου κρέατος, εγκλωβίστηκε το δεξί του άκρο στο στρόβιλο του θαλάμου της ανωτέρω μηχανής, με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό στο δείκτη του δεξιού χεριού, πριν ο ίδιος προλάβει να απενεργοποιήσει το μηχανισμό λειτουργίας αυτής, που βρισκόταν μακρυά του, σε άλλο σημείο της μηχανής. Διακομίσθηκε αυθημερόν στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής [ΚΑΤ], όπου και πιστοποιήθηκε η ανωτέρω κατάσταση της υγείας του, η οποία ειδικά δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εναγομένου και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, χορηγουμένης και αναρρωτικής αδείας δύο συνολικά μηνών. Τα ανωτέρω προκύπτουν και: [α] από την από 2-12- 2013 βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής -ΚΑΤ-, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων υπέστη ακρωτηριασμό δείκτη ΔΕ στη ζώνη II με διαμόρφωση κολοβώματος, οπότε και προς αποκατάσταση της ως άνω βλάβης απαιτήθηκε ακρωτηριασμός αντίχειρα ή δακτύλων στο επίπεδο άρθρωσης και συνεστήθη αντίστοιχη ιατροφαρμακευτική αγωγή, αναρρωτική άδεια δύο μηνών και κοπή ραμμάτων σε δέκα ημέρες από την έκδοση της ως άνω ημεροχρονολογίας, [β] από την ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος μετά λόγου αμέσου γνώσης και αντίληψης τόνισε ότι δεν χρησιμοποιείτο προστατευτικό κάλυμμα στην οπή του επιδίκου μηχανήματος, όπως απαιτείται για την ασφαλή και ενδεδειγμένη χρήση του [απ’όπου και ο ενάγων κατ’ εντολήν του ιδίου του εναγομένου εισήγαγε το κατεψυγμένο προς επεξεργασία κρέας] διότι όπως εμφατικά τόνισε, αιτιολογώντας την αντίστοιχη ενέργεια του εναγομένου «γιατί έτσι βγαίνει περισσότερη παραγωγή» καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση από τη γνώση και την εμπειρία του η λειτουργία του επιδίκου μηχανήματος άνευ της χρήσης προστατευτικού καλύμματος είναι επίσης ευχερής, δεδομένου ότι το μοτέρ που χρησιμοποιεί ο χειριστής της μηχανής είναι τοποθετημένο στο κάτω τμήμα της μηχανής και δεν εμποδίζει την εν γένει λειτουργία αυτής ακόμα και χωρίς τη χρήση προστατευτικού καλύμματος [βλ. ρητή του δήλωση, κατά την οποία «Μπορεί να λειτουργήσει το μηχάνημα χωρίς το προστατευτικό. Το κόβουνε το προστατευτικό…Μπαίνουν περισσότερα κομμάτια έτσι… Σε όλα τα εργαστήρια αφαιρούν το προστατευτικό της μηχανής…Το κάνουν για να βγαίνει πιο γρήγορα η παραγωγή…. Μεγαλώνει η παραγωγή γιατί είναι πιο μεγάλη η τρύπα και έτσι μπαίνουν περισσότερα κομμάτια»]. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι το  προστατευτικό κάλυμμα είχε αφαιρεθεί ενισχύεται και από ότι μετά την επέλευση του επιδίκου ως άνω ατυχήματος ο εναγόμενος δεν προέβη στις εκ του νόμου απαραίτητες αναγγελίες αυτού, καθόσον, δεν προέβη στη σύνταξη ένορκη βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκη, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 ν. 551/1915, δεν προέβη στην υποβολή εγγράφου αναφοράς προς την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και δη εντός 48 ωρών από τη συντέλεση του ατυχήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ(γ) ν.δ. 2954/1954, λόγο για τον οποίο η αρμοδία Υπηρεσία, δεν επελήφθη του επίδικου ατυχήματος και ως εκ τούτου δεν συντάχθηκε (και δεν προσκομίζεται) έκθεση αυτοψίας από αρμοδίους Επιθεωρητές αυτής. Επίσης από υπαιτιότητά του δεν προέβη στην υποβολή έγγραφης αναφοράς προς την Αστυνομία [10 ν.δ. 2954/1954, 41 π.δ. 13/1934], 8 παρ.2 π.δ.17/1996 και άρθρο 2 παρ.6 ππ.δ. 159/1999 ΦΕΚ Α 157/3.8.1999], δεν προέβη στην υποβολή έγγραφης αναφοράς προς το ΙΚΑ [Άρθρο 8 παρ.2 εδ(α) π.δ.17/199621-22 Κανονισμός Αρμοδιότητας Ι.Κ.Α. και παράλληλα  δεν προκύπτει ότι τήρησε αμετάβλητα τα στοιχεία τα οποία και χρησιμεύουν στην διακρίβωση του ατυχήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 π.δ. 17/1996, όπως και δεν τηρούσε βιβλία εργατικών ατυχημάτων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 ν. 1568/1985 σε συνδυασμό με άρθρο 8 παρ.2 περ.(β) π.δ. 17/1996, επιπλέον, δε, δεν προκύπτει ότι τηρούσε και κατάλογο εργατικών ατυχημάτων, ενόψει του ότι στην επίδικη περίπτωση έλαβε χώρα ατύχημα, το οποίο και αιτιωδώς προκάλεσε την εν γένει ανικανότητα προς εργασία του παθόντος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3 ημερών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 περ. (γ) π.δ. 17/1996.Περαιτέρω, η όλη στάση του εργαζομένου στην επιχείρηση ………., συγγενούς του παθόντος εφεσιβλήτου, ο οποίος μάλιστα είχε μεσολαβήσει για να προσληφθεί αυτός στην επιχείρηση, να καταθέσει κατ’ ουσία, σε βάρος αυτού και στην συνέχεια να ανακαλέσει την κατάθεση του ελέγχεται για την αξιοπιστία της, κάτω από ποιες συνθήκες έγινε  και τον σκοπό που επεδίωξε. Περαιτέρω, κατά το χρόνο επέλευσης του ανωτέρω ατυχήματος ο εργαζόμενος ενάγων-εφεσίβλητος δεν έφερε επάνω του οιοδήποτε ατομικό μέσο προστασίας, ήτοι δεν ήταν εφοδιασμένος επιμελεία του εναγομένου- εκκαλούντος με μέσα ατομικής προστασίας και δη, με ειδικά γάντια, ούτε δε και αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο επέλευσης του ανωτέρω ατυχήματος ο εναγόμενος διατηρούσε αποθήκη με πλήρεις ατομικούς εξοπλισμούς προστασίας του προσωπικού της και τους οποίους ο εργαζόμενος από δική του πρωτοβουλία δεν χρησιμοποίησε, δεδομένου ότι από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο προέκυψε κάτι τέτοιο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και αν όντως υπήρχε τέτοιος εξοπλισμός, τότε ο εναγόμενος υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών επικινδυνότητας της εργασίας του ενάγοντος όφειλε όχι απλώς να προτείνει, αλλά να επιβάλλει τη χρήση του προστατευτικού αυτού εξοπλισμού στο προσωπικό του.

Παράλληλα, δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω εργαζόμενος διέθετε τα απαιτούμενα εκ του νόμου τυπικά προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος του κρεοπώλη ήτοι δεν διέθετε το απαιτούμενο εκ του νόμου «Πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητος κρεοπώλη» [Άρθρο 3 παρ.2 του ΠΔ 468/1990], ούτε διέθετε επαρκή εμπειρία ή είχε ενημερωθεί και εκπαιδευτεί κατάλληλα από τον εργοδότη σχετικά είτε με τη χρήση της συγκεκριμένης μηχανής, είτε με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση και ιδιαίτερα για τους κινδύνους που ενδεχομένως δημιουργούνται κατά τη χρησιμοποίηση του, καθώς και για τα μέτρα πρόληψης που πρέπει να ληφθούν όσο αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, όπως αυτά προβλέπονται αντίστοιχα από το άρθρο 6 και 7 του Π.Δ. 395/94 (Φ.Ε.Κ. 220/Α/19-12-1994) και από το άρθρο 7 παράγραφος 5, 6, 7 και 8 του ΠΑ 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α/18-1-96). Αιτία της επέλευσης του ανωτέρω ατυχήματος και στην έκταση που συνδέεται με τις συνθήκες απασχόλησής του ως άνω εργαζομένου αποτελεί η μη τήρηση των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας και μάλιστα στην πλήρη τους έκταση στο επίδικο ως άνω έργο και στο συγκεκριμένο χώρο απασχόλησης αυτού και δη στη χρήση της επίδικης μηχανής κοπής κατεψυγμένων κρεάτων από την πλευρά του εναγομένου – εκκαλούντος και δη πρώτον ότι ο ενάγων δεν είχε προμηθευτεί επιμελεία του εναγομένου-εκκαλούντος, ειδικά γάντια (ως μέσον προστασίας κατά των φυσικών προσβολών, καθόσον ο εργαζόμενος εργαζόταν σε «επιβεβαρημένες» πραγματοπαγείς συνθήκες, διότι κατά την εκτέλεση της ως άνω ανατεθείσας εργασίας και στα πλαίσια των λειτουργικών του καθηκόντων ο ενάγων-εφεσίβλητος εκτός του ότι δεν είχε εκπαιδευτεί στο χειρισμό της ανωτέρω μηχανής από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, παράλληλα ήταν εντελώς απροστάτευτος σε συνθήκες που εκ των περιστάσεων χαρακτηρίζονται λίαν επικίνδυνες, η δε πρόκληση του ατυχήματος οφείλεται επιπρόσθετα στο γεγονός ότι η εμπλοκή του δακτύλου της δεξιάς χειρός του στην επάνω οπή του μηχανήματος οφείλεται στην έλλειψη επ’ αυτού προστατευτικού καλύμματος, οπότε και σε αυτό ενυπήρχε κενό της τάξης των 35 εκατοστών από τη θέση όπου έπρεπε εκ των περιστάσεων να ευρίσκεται το άνω τμήμα του προστατευτικού καλύμματος έως και την είσοδο [οπή] για την εισαγωγή του κατεψυγμένου κρέατος, καθώς και στην έλλειψη οιουδήποτε μέτρου ασφαλείας επί του κενού αυτού προστασίας των εργαζομένων, δεδομένου ότι στο σημείο αυτό [υφιστάμενη οπή] γινόταν πάντα η αποκοπή του κατεψυγμένου κρέατος και στην συνέχεια η διά χειρός των εργαζομένων του εναγομένου αποκοπή τούτων, τέλος, δε, ο ίδιος ο ενάγων-εφεσίβλητος ως εργαζόμενος ευθύνεται αιτιωδώς παράλληλα μετά του εναγομένου-εκκαλούντος στην αιτιώδη πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος κατά ποσοστό 20%, κατά μερική παραδοχή της αντίστοιχης ένστασης του εναγομένου περί συνυπαιτιότητας στο πρόσωπο του ενάγοντος), καθόσον ο ίδιος άνευ ουσιαστικής εξειδίκευσης στη χρήση αυτής της μηχανής, επεχείρησε πράξη εφαρμόζοντας ουσιαστικά κανόνες απεμπλοκής υλικού από το θάλαμο της μηχανής αυτής, ιδιοχείρως, χωρίς πρώτα να προβεί σε ενημέρωση του εργοδότη του για τις δέουσες και δη ενδεδειγμένες περαιτέρω ενέργειες, όπως και χωρίς να φροντίσει για την πρότερη άμεση απενεργοποίηση της λειτουργίας της μηχανής.

Από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ένδικο ατύχημα ήταν εργατικό, υπό την έννοια του νόμου 551/1915, δεδομένου ότι η προκληθείσα βλάβη της υγείας του εργαζομένου ήταν αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου και δη εξαιτίας των εν γένει συνθηκών εργασίας του στο χώρο του ανωτέρω εργαστηρίου κατά την εκτέλεση της εξαρτημένης εργασίας του, που ενήργησε στην ουσία ως «εκλυτικό αίτιο», στο χώρο εκμεταλλεύσεως της επιχείρησης του εναγομένου, που δεν αναγόταν αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεσή του, το οποίο (ατύχημα) δεν θα λάμβανε χώρα, χωρίς την εξαρτημένη εργασία τον ενάγοντος και την -υπό τις δεδομένες συνθήκες- εκτέλεσή της (βλ.ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 1602/1998 ΔΕΝ 1999.200. ΕφΑθ 1116/1996 ΕΕργΔ 1997.1126, Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. 1985, σελ. 414 γ’, Γκούτου-Λεβέντη, Εργατική Νομοθεσία, έκδ.1988, παρ. 43, σελ. 119). Το ατύχημα, επομένως, συνδέεται προς την εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας του εργαζόμενου, με τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας αυτής καθ’ εαυτής  δημιουργήθηκαν εκείνες οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες, ως εκλυτικό αίτιο για την  αιτιώδη επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία – έμμεση αιτιώδης συνάφεια.

Ο ενάγων-εφεσίβλητος, από το πιο πάνω εργατικό ατύχημα, υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται, προς αποκατάσταση της, εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες συνέβη ο τραυματισμός του, της υφισταμένης μερικής υπαιτιότητας του ιδίου [σε ποσοστό της τάξης του 20%] αλλά και του πταίσματος του εναγομένου-εκκαλούντος, ως υπευθύνου της επιχείρησης, της ηλικίας του ενάγοντος (20 ετών), της βαρύτητας του τραυματισμού του και της βλάβης της υγείας του (μερικός ακρωτηριασμός), προς αποκατάσταση της οποίας υποβλήθηκε σε σειρά ιατρικών εξετάσεων, του ψυχικού και σωματικού πόνου, που αυτός δοκίμασε εξαιτίας της πλήρους τρώσης της χρήσης της χειρός του, η οποία και μπορεί να αποκατασταθεί στην αρχική της μορφή και έκταση, γεγονός που του στερεί τη δυνατότητα άσκησης επαγγέλματος, που απαιτεί χειρονακτική εργασία, αλλά και της κατάταξής του στην ΕΛ.ΑΣ., όπως επιθυμούσε, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, από τους οποίους ο, μεν, ενάγων-εφεσίβλητος είναι εργάτης, ο, δε, εναγόμενος-εκκαλών διατηρεί επί σειρά 50, περίπου, ετών λειτουργούσα  εύρωστη οικογενειακή, εμπορική επιχείρηση, η οποία απασχολεί και προσωπικό τεσσάρων τουλάχιστον ατόμων,  ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου [ΑΠ 762/2007 ΝοΒ 55(2007). 1561], στο εύλογο ποσό των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που  με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε τα ίδια και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.000 ευρώ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τον πρώτο λόγο της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμα να απορριφθούν, όπως και ο σχετικός λόγος της έφεσης, απορριπτομένων, επίσης, ως αβάσιμων των περί μη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας προβαλλόμενων από τον εκκαλούντα, αόριστων ισχυρισμών, που συνιστούν το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ο οποίος και πρέπει, ως  αόριστος και αλυσιτελώς προβαλλόμενος, να απορριφθεί. Πρέπει, επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος με την άσκησή της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Πρέπει, τέλος, λόγω της ήττας του να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας(άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 904/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά [Διαδικασία εργατικών διαφορών].

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που τα ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500€)

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  10 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ