Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 456/2018

 Αριθμός  456/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 11.9.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …. έφεση της ηττηθείσας καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» κατά της με αριθμό 3969/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 10.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… ανακοπής των ανακοπτόντων, η οποία συνεκδικάστηκε με τους από 18.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… προσθέτους λόγους ανακοπής που άσκησε ο ήδη έκτος εφεσίβλητος, κατά της εκδοθείσας σε βάρος τους, κατόπιν της από 31.3.2015 κα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αίτησης της ήδη εκκαλούσας τράπεζας με αριθμό  …….. διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 516 παρ.1, 517, 518  παρ. 1, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 72 παρ. 13 του Ν.3994/2011) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο, όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……./2017 ποσού 100 ευρώ, δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 10.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. ανακοπή των εφεσιβλήτων, η οποία συνεκδικάστηκε με τους από 18.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. προσθέτους λόγους ανακοπής που άσκησε ο ήδη έκτος εφεσίβλητος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, αιτήθηκαν την ακύρωση για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο ανωτέρω δικόγραφο λόγους, της εκδοθείσας σε βάρος τους με αριθμό …… διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης και ήδη εκκαλούσας τράπεζας, δυνάμει της εξ Ευρώ 500.000 προερχόμενης από την από 9.11.2010 σύμβαση δανείου αρχικού ποσού Ευρώ 11.923.521 μεταξύ της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας «……..» ως δανείστριας, της 1 ης και 2ης των εφεσιβλήτων που φέρονται να δανείστηκαν από κοινού (εκάστης ευθυνόμενης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά της ετέρας), για την αποπληρωμή του οποίου οι 3η – 7ος των αντιδίκων είχαν παράσχει την ανέκκλητη και ανεπιφύλακτη εγγύησή τους, παραιτούμενοι από τις ενστάσεις διαιρέσεως και διζήσεως και όλες τις προβλεπόμενες υπέρ του εγγυητή ενστάσεις του Αστικού Κώδικα, το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου σύμφωνα με τα αναφερόμενα από την αιτούσα καθής η ανακοπή ήδη εκκαλούσα κατά την ημέρα της καταγγελίας του από αυτήν ανερχόταν σε 6.910.831,72 ευρώ. Ακολούθως με την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκαν οι ήδη εφεσιβλητοι να καταβάλουν στην εκκαλούσα το ποσό των 500.000 ευρώ εντόκως από τις 2.7.2012 με επιτόκιο 7,40% ετησίως πάνω από το επιτόκιο euribor, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων εκ κεφαλαίου και τόκων ποσών, υπολογιζομένων με το ανωτέρω επιτόκιο υπερημερίας και λογιζόμενων ανά εξάμηνο, πλέον της εισφοράς της επιβαλλόμενης από το ν. 128/1975 που ανέρχεται σε 0,6% ετησίως και μέχρι την εξόφληση και ποσό ύψους 8.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.  Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη απόφαση του που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, δέχθηκε κατ’ουσίαν τον τρίτο λόγο ανακοπής (παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών και προσθέτων λόγων) κρίνοντας ότι δεν προέκυπτε το ληξιπρόθεσµο της απαίτησης της εκκαλούσας, ούτε η αιτία και το ύψος αυτής καθόσον από τα επικυρωµένα αντίγραφα και αποσπασµατικές µεταφράσεις της από 9-11-2010 σύµβασης δανείου, που ήταν συντεταγµένη στην αγγλική γλώσσα, δεν αποδεικνυόταν ότι είχε συµφωνηθεί ο επικαλούμενος στην αίτηση με αριθμό 8.04 όρος της σύµβασης ότι αποσπάσµατα και φωτοαντίγραφα ή άλλες αναπαραγωγές από τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά αρχεία από το λογαριασµό του δανείου, θα θεωρούνταν ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη, δεσµευτική για τις δανειζόµενες εταιρείες ως προς την ύπαρξη και το εκάστοτε ανεξόφλητο ποσό εκ κεφαλαίου, τόκων και άλλων ποσών οφειλοµένων δυνάµει της εν λόγω σύµβασης δανείου, αφού ο επικαλούµενος σχετικά από την εκκαλούσα στην αίτησή της όρος 8.04 εξέλιπε τελείως από την αποσπασµατική µετάφραση της σύµβασης αυτής, αν και προκειµένου για ξενόγλωσσα έγγραφα απαιτείται, όπως αυτά υποβάλλονται κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ µαζί µε επίσηµη µετάφρασή τους επικυρωµένη από το υπουργείο εξωτερικών ή άλλο αρµόδιο κατά το νόµο πρόσωπο. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ήδη η εκκαλούσα καθής η ανακοπή με την υπό κρίση έφεσή της και τους δύο σε αυτή αναφερόμενους συναφείς λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή.

Κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 του κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρ. 626 παρ.2 και 3 του ίδιου κώδικα, πρέπει στην αίτηση να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1349/2013). Με βάση δικονομική συμφωνία αυτή, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού, η περιλαμβανόμενη δε στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 370/3012), και το υπέρ της τράπεζας κατάλοιπο, που διαφορετικά δεν θα είχε τέτοια αποδεικτική δύναμη, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση προς έκδοσή της (ΑΠ 1094/2006, 1022/2003, 1117/2002 δημ. νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 628 παρ. 1 α ΚΠολΔ, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής και να απορρίψει τη σχετική αίτηση, στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, εάν δε παρά την έλλειψη εκδώσει διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 ή 633 ΚΠολΔ λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου, δηλαδή ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου κατά το άρθρο 454 ΚΠολΔ, αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφραση του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας, σε οποιαδήποτε δε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα (ΑΠ 1627/2010, ΕΦΔΩΔ 67/2013 δημ. νόμος). Διαφορετικά το έγγραφο τούτο δεν μπορεί να ληφθεί καθόλου υπόψη, η δε διαταγή πληρωμής, που τυχόν εκδίδεται επί τη βάσει τέτοιου εγγράφου, είναι άκυρη (ΑΠ 464/84 ΝοΒ 1986.193, 194, ΕφΑθ 12724/87 ΕλλΔνη 1989.112, Β. Μπρακατσούλας, Διαταγή πληρωμής – Πιστωτικοί τίτλοι, έκδ. 1982, σελ. 25). Εξάλλου, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη, ωστόσο, της ανακοπής δεν εκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής, οι οποίοι, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκησή της και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και του ποσού αυτής, τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ` αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής (Ολ.ΑΠ 43/2005, ΑΠ 294/2014, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1347/2011 ΑΠ 2206/2009, ΑΠ 665/2006, δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, με την σύμβαση εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγυήσεως είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρεώσεως απέναντι στον δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη (Α.Π. 1500/2008, Ελλ.Δνη 2008. 1449) Α.Π. 843/201 1, Ελλ.Δνη 2012.1259). Παθητική εις ολόκληρον οφειλή δεν δημιουργείται από την εγγύηση, ακόμη και αν ο εγγυητής παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως (ΑΚ 857 αρ. 1), αφού και τότε η ευθύνη του εξακολουθεί να είναι παρεπόμενη. Αν υπάρχει σχετική ειδική συμφωνία ο εγγυητής γίνεται εις ολόκληρον συνοφειλέτης. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα είναι πια εγγυητής (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλος ο.π. άρθρ. 847 σελ. 368 σημ. 33, Εφ.Πειραιά 107/1994, Ελλ.Δνη 1994.1700). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 853 ΑΚ ο εγγυητής μπορεί να προτείνει κατά του δανειστού τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτου και αν αυτός ήθελε παραιτηθεί αυτών μετά τη συνομολόγηση της εγγυήσεως. Ο κανόνας αυτός είναι απόρροια του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως εν σχέσει προς την κυρία οφειλή. Ο εγγυητής ευθύνεται εάν και εφόσον ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης (βλ. και άρθρο 851 ΑΚ). Επομένως έχει υπέρ αυτού κάθε άμυνα την οποία έχει και ο πρωτοφειλέτης κατά του δανειστού αυτού, ήτοι ο εγγυητής έχει όλες τις ενστάσεις του πρωτοφειλέτου, είτε αυτές προϋπήρχαν της εγγυήσεως, είτε γεννήθηκαν μετά την σύσταση αυτής και μέχρι του χρόνου κατά τον οποίον ο εγγυητής ενάγεται από το δανειστή προς εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του (Εφ.Αθ. 1917/2002, Ελλ.Δνη 2004.1070). Η διάταξη του άρθρου 853 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου. Η συμφωνία περί παραιτήσεως από τις ενστάσεις του πρωτοφειλέτη στη σύμβαση εγγυήσεως μπορεί να γίνει τόσο κατά τη σύναψη της συμβάσεως όσο και μετ’ αυτήν, τις περισσότερες δε φορές η παραίτηση αυτή υποκρύπτει άλλη σύμβαση, όπως είναι η υπόσχεση ή αναγνώριση ή αναδοχή χρέους (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος ό.π. άρθ. 853, σελ. 382, Εφ.Πειρ. 853/1993, Ελλ.Δνη 1994.1699). Η ΑΚ 447 ορίζει κατ’ απόκλιση από τη θεμελιώδη αρχή, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης μόνο δικές του ανταπαιτήσεις μπορεί να προβάλει σε συμψηφισμό, ότι ο εγγυητής πέρα από τις δικές του ανταπαιτήσεις έναντι του δανειστή μπορεί να αντιτάξει σε συμψηφισμό και τις απαιτήσεις του πρωτοφειλέτη. Η νομοθετική αυτή εξαίρεση δικαιολογείται από την φύση της εγγυήσεως ως παρεπόμενης υποχρεώσεως, που ακολουθεί την κύρια οφειλή και συνεπώς προστατεύεται και με τα μέσα αυτής. Αντίθετα ο πρωτοφειλέτης κατά την ΑΚ 447 εδ. β` δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις του εγγυητή. Εξάλλου η ελευθέρωση του εγγυητή δεν αποκλείεται, από ενδεχομένη παραίτηση αυτού εκ των προτέρων από το δικαίωμα διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της σχετικής ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων της θεσπιζόμενης με αυτή ελευθερώσεως, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου αφού κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Με την διάταξη αυτή, τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητού, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστού κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται, από ενδεχομένη παραίτηση του εκ των προτέρων από του, κατ` άρθρο 855 Α.Κ., δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρος της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστού θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι κατά την διάταξη του άρθρου 332 εδ.1 Α.Κ. είναι άκυρη (Α.Κ. 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρεία αμέλεια (Ολ.Α.Π. 6/2000). Πταίσμα του δανειστού περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1886/2014  ΕΕΜΠΔ 2015/328, ΑΠ 1763/2009, ΑΠ 1658/2006, ΑΠ 579/01, ΕφΠατρ 379/2008 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου της εκκαλουμένης απόφασης διότι αφενός η προσκόμιση αντιγράφων των λογαριασμών παρακολούθησης του δανείου (και άρα και η αναφορά στη δικονομική σύμβαση του όρου 8.04) δεν ήταν καν απαιτούμενη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά προσκομίσθηκε εκ περισσού. Ισχυρίζεται δηλαδή, όπως εκτίθεται στο σχετικό λόγο ότι ναι μεν σύμφωνα με τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, θα πρέπει η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, δηλαδή να προσδιορίζεται ως προς το ύψος της από έγγραφο ή συνδυασμό εγγράφων, δημοσίων ή ιδιωτικών αλλά ότι κάτι τέτοιο απαιτείται προκειμένου περί πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αφού ειδικά σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφές ότι η απαίτηση και το εκκαθαρισμένο αυτής μπορούν να προκύψουν και αποδειχθούν μόνον από τον αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος και αποτελεί τη βάση της σχετικής συμφωνίας των μερών, η οποία μπορεί να προκύπτει από μια έγγραφη σύμβαση πλαίσιο, επειδή, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του αλληλοχρέου λογαριασμού, η συμφωνία των μερών να εισάγουν τις μεταξύ τους απαιτήσεις σε ένα λογαριασμό, υπό την μορφή πιστοχρεωστικών κονδυλίων, από τον οποίο, κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών, θα προκύψει ένα κατάλοιπο υπέρ του ενός ή του άλλου. Αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, επί τοκοχρεωλυτικού δανείου η απαίτηση και το εκκαθαρισμένο αυτής προκύπτουν και αποδεικνύονται από την ίδια την σύμβαση, με μαθηματικούς υπολογισμούς, δεδομένου ότι σε αυτήν αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου ποσού, δηλαδή ο τρόπος και ο χρόνος εξόφλησης του κεφαλαίου, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των τόκων συμβατικών και υπερημερίας, το επιτόκιο καθώς και οι προϋποθέσεις κηρύξεως του δανείου ληξιπροθέσμου και απαιτητού κυρίως λόγω μη καταβολής των δόσεων και τόκων κατά τις οριζόμενες στη σχετικοί σύμβαση ημερομηνίες. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων διότι τελικά για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν σε πλήρη μετάφραση οι εγγυητικές συμβάσεις οι οποίες περιελάµβαναν τον όρο 2.04 αναφορικά με την τρίτη των ήδη εφεσιβλήτων, τον 2.03 όρο αναφορικά με την ήδη τέταρτη των εφεσιβλήτων και τον 4.01 όρο αναφορικά με τους 5ο, 6ο και 7ο των ήδη εφεσιβλήτων, ο οποίος έχει περιεχόμενο ταυτόσημα με το μη μεταφρασμένο όρο της σύμβασης του δανείου που δεν προσκομίστηκε σε μετάφραση και ότι δηλαδή :  «Δια της παρούσης ρητώς συµφωνείται και αναγνωρίζεται από τον Εγγυητή ότι αποσπάσµατα ή φωτοτυπίες από τα βιβλία της Τράπεζας, ή µηχανογραφηµένα αποσπάσµατα των αρχείων ή φακέλων της καθώς και αντίγραφα κινήσεως λογαριασµού ή µια βεβαίωση υπογεγραµµένη από αρµόδιο υπάλληλο της Τράπεζας χορηγούµενο κατά τα αναφερόµενα στη ρήτρα 19 της Σύµβασης Δανείου θα αποτελούν αποκλειστική, δεσµευτική και πλήρη απόδειξη, εκτός προφανούς λάθους, για τον Εγγυητή σχετικά µε το. εκάστοτε οφειλόµενο από τις Δανειζόµενες ποσό σύµφωνα µε τη Σύµβαση Δανείου σε σχέση µε το κεφάλαιο, τον τόκο και άλλες επιβαρύνσεις ή το ποσό το οποίο, εκάστοτε θα οφείλεται από τις Δανειζόµενες ή οποιονδήποτε άλλο Συµβαλλόµενο στα Έγγραφα Εξασφάλισης, την αξία των επιπρόσθετων εξασφαλίσεων σύµφωνα µε τη ρήτρα 12.04 της Σύµβασης Δανείου, την πληρωµή ή µη πληρωµή οιουδήποτε ποσού και/ή την επέλευση οιουδήποτε άλλου Γεγονότος Υπερηµερίας. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα δικαιούται να προβεί σε διαδικασία εκτέλεσης ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική ή εξώδικη διαδικασία επί τη βάσει των προαναφερθέντων µέσων απόδειξης συµπεριλαµβανοµένων αντιγράφου κινήσεως λογαριασµού ή βεβαίωσης της Τράπεζων». Επί των παραπάνω πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρώτος λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενδιαφέρει το αν το κατάλοιπο τοκοχρεωλυτικού δανείου μπορεί να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς από τα προσκομιζόμενα, αλλά η ύπαρξη ή μη της δικονομικής σύμβασης με την οποία καθίσταται αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την ίδια την απαίτηση, το ύψος και το ληξιπρόθεσμο αυτής έγγραφο που έχει εκδώσει το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η εκκαλούσα εδώ συνομολογεί ότι δεν προσκομίστηκε σε μετάφραση ο σχετικός όρος 8 της σύμβασης του τοκοχρεωλυτικού δανείου από την οποία προέκυπτε πρωτίστως η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας και συνεπώς τα προσκομιζόμενα από αυτή στην αγγλική έγγραφα δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως προς την ίδια την ύπαρξη της απαίτησης (όχι μόνο το ύψος) και το ληξιπρόθεσμο αυτής, το οποίο θα αποδειχτεί από το συνδυασμό της δικονομικής αυτής συμβάσεως με άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα περί οχλήσεως κλπ. Δηλαδή το υπέρ της τράπεζας κατάλοιπο, με βάση την ανωτέρω σύμβαση μόνο έχει τέτοια αποδεικτική δύναμη και επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ακολούθως η διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση τα παραπάνω μη προσκομιζόμενα σε μετάφραση έγγραφα ήταν άκυρη διότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς ο προαναφερόμενος πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για το αντίθετο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αναφορικά με το συναφή δεύτερο λόγο εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, ισχυριζόμενη ότι σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο της κατά τα ανωτέρω αναφερόμενης δικονομικής σύμβασης προέκυπτε από το περιεχόμενο των παραπάνω αναφερόμενων όρων παρόμοιου περιεχομένου που με τις εγγυητικές συμβάσεις προσκομίστηκαν πράγματι σε μετάφραση. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς καθώς τυχόν παραδοχή του δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Και τούτο διότι υπό τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας η σύμβαση εγγυήσεως ακόμη και όταν ο εγγυητής έχει παραιτηθεί της ένστασης ελευθερώσεως και διζήσεως δεν παύει να είναι σύμβαση παρεπόμενη και γι’αυτό εξάλλου ουδέποτε ο πρωτοφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί ενστάσεις του εγγυητή, ενώ ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, και επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αλυσιτελώς η εκκαλούσα επικαλείται ότι πράγματι τελικά προσκόμισε σε μετάφραση σχετικούς όρους δικονομικών συμβάσεων που αφορούσαν την παρεπόμενη σύμβαση της εγγυήσεως, διότι προϋπόθεση έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή αποτελεί το να έχει εκδοθεί προηγουμένως νομίμως σε βάρος του πρωτοφειλέτη. Ακολούθως των ανωτέρω ο συναφής δεύτερος λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Τούτων δοθέντων και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα λόγου έφεσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α`, 51/12-3-2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 11.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση κατά της με αριθμό 3969/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 10.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. ανακοπής που συνεκδικάστηκε με το με αριθμό ……….. δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……/2017 ποσού 100 ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ