Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 458/2018

 Αριθμός  458/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 20.06.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., ειδ. αριθμ. καταθ. ……..) έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος  κατά των εναγομένων – εφεσιβλήτων και της υπ΄ αριθμ. 5/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), που έκρινε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 – 676 ΚΠολΔ την από 28.12.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ……….) αγωγή κάνοντας αυτή δεκτή εν μέρει, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα  προκύπτει ότι με επιμέλεια του ενάγοντος χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στις εναγόμενες, στις 23.05.2017 (βλ. σχετική  επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επί του επιδοθέντος επικυρωμένου φωτοτυπικού αντιγράφου της αποφάσεως), ενώ το πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 21.06.2017 (βλ. την από 21.06.2017 σχετική έκθεση της αρμόδιας Γραμματέα). Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1,2, 496, 499, 500, 511, 513 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517 εδάφ. α΄, 518§1, 520§2 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591§1 εδάφ. α΄, 621 και 622 ΚΠολΔ, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ).
  2. Ο ενάγων (………..) στην από 28.12.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι όντας Έλληνας, νόμιμα απογεγραμμένος ναυτικός και κάτοχος των απαραίτητων προσόντων, ναυτολογήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα, στις 11.10.2012, στο με Ελληνική σημαία Δ/Ξ, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας («…….»), με το όνομα «ΤXV», αμειβόμενος με μηνιαίο «κλειστό» μισθό, ποσού 3.033,46€ ενώ, κατά τα λοιπά, συμφωνήθηκε η σύμβαση ναυτικής εργασίας του να διέπεται από την οικεία σ.σ.ν.ε. . Ότι εργάστηκε στο πλοίο με την ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε, δηλαδή αυτή του κυβερνήτη, έως τις 18.05.2013, οπότε απολύθηκε. Ότι, την 01.10.2013, επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο, με την αυτή ειδικότητα και τους αυτούς όρους αμοιβής και εργασίας, υπηρέτησε δε σε αυτό έως τις 26.05.2014, οπότε απολύθηκε. Ότι, την 01.01.2013, ο μηνιαίος «κλειστός» μισθός του ανήλθε στο ποσό των 3.583,46€. Ότι, στις 29.09.2014, επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο, με την αυτή ειδικότητα και τους αυτούς όρους αμοιβής και εργασίας, υπηρέτησε δε σε αυτό έως τις 16.04.2015, οπότε απολύθηκε λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του από την πρώτη εναγόμενη. Ότι, από την 01.01.2014, λάμβανε μηνιαίως επιμίσθιο («δώρο πλοιοκτητών») ποσού 550,00€, το οποίο, από τις 29.09.2014, ανήλθε στο ποσό των 653,12€. Ότι το επιμίσθιο αυτό είχε συμφωνηθεί να καταλογίζεται («συμψηφίζεται») στην περίπτωση που θα αναπροσαρμόζονταν οι πάσης φύσεως αμοιβές του, μετά από αλλαγή της ισχύουσας σ.σ.ν.ε. . Τέλος, ότι λάμβανε ποσό 550,00€ μηνιαίως από την αρχή της ναυτολογήσεώς του για τον λόγο ότι χειριζόταν ως οδηγός,  στους λιμένες προορισμού του πλοίου,  το βυτιοφόρο  που μετέφερε το πλοίο με σκοπό την διανομή των μεταφερόμενων καυσίμων σε πρατηριούχους, ότι διευθετούσε τα των λογαριασμών, ότι παραλάμβανε επιταγές κτλ. Ισχυρίστηκε, επίσης,  ότι, λόγω υπερβάσεως κατά πολύ των χρονικών ορίων κατά την παροχή της εργασίας του, δικαιούται να λάβει επιπλέον αμοιβές τις οποίες η πρώτη εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία («……….»), συνδεόμενη με αυτόν με σύμβαση έργου, τυγχάνει συνυπόχρεη με την πρώτη εναγόμενη εις ολόκληρον να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.581,65€, στο οποίο συμποσούνται οι αμοιβές του των 550,00€ μηνιαίως κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Ζήτησε δε, για τους ανωτέρω νόμιμους λόγους και λόγω αναγνωρίσεως των απαιτήσεών του εκ μέρους των νόμιμων εκπροσώπων των εναγόμενων,  να γίνει δεκτή η αγωγή του, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει ποσό 34.248,92€, άλλως ποσό 30.566,39€, πλέον ποσού 6.581,65€, νομιμοτόκως κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει εις ολόκληρον ενεχόμενη με την πρώτη εναγόμενη ποσό 6.581,65€ νομιμοτόκως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των εναγομένων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 5/2017) έκρινε την ως άνω έχουσα αγωγή παραδεκτή και εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας αυτή κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε από την πρώτη εναγόμενη η καταβολή μισθού για την απασχόληση του ενάγοντος ως οδηγού του βυτιοφόρου του πλοίου και τούτο για τον λόγο ότι η απασχόλησή του συνέπιπτε με τον χρόνο της υπερωριακής, κατά την αγωγή, απασχολήσεως του ενάγοντος για την οποία (απασχόληση) ζητιόταν ιδιαίτερη αμοιβή.  Απέρριψε, επίσης, την επικουρική νομική (από το άρθρο 904 Α.Κ.) βάση της αγωγής κατά της δεύτερης εναγόμενης  καθότι ο ενάγων για την αναζήτηση του χρηματικού ποσού των 6.581,65€ επικαλέστηκε έγκυρη συμβατική μεταξύ τους σχέση.  Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προήλθε στον έλεγχο της ουσίας της αγωγής, απέρριψε τις αξιώσεις που ασκήθηκαν με αυτή και αφορούσαν το χρονικό διάστημα από την 01.01.2013 έως τις 31.12.2013 ως ουσιαστικά αβάσιμες λόγω παραγραφής, δεχθέν την σχετική ένσταση της πρώτης ενάγουσας και απορρίψαν την αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνωρίσεως των αξιώσεων που προέβαλε ο ενάγων, δέχτηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από την 01.01.2014 έως τις 16.04.2015 παρέσχε υπερωριακή εργασία για την οποία δικαιούταν συνολική αμοιβή ποσού 13.263,17€ στο οποίο καταλόγισε συνολικό ποσό 6.987,26€, το οποίο είχε λάβει ο ενάγων ως επιμίσθιο, δεχθέν σχετικό ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης, και έκρινε ότι πρέπει να προστεθεί στο ποσό της αποζημιώσεως του ενάγοντος λόγω της εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και ποσό 51,56€ που αφορούσε την αναλογία τους επιδόματος της τροφοδοσίας άδειας. Περαιτέρω, το αυτό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη δεχθέν ότι μεταξύ αυτής και του ενάγοντος ουδεμία συμβατική σχέση υπήρξε και συγκεκριμένα αυτή της συμβάσεως έργου αναφορικά με την εκ μέρους αυτού οδήγηση του βυτιοφόρου αυτοκινήτου, το οποίο μετέφερε το πλοίο. Μετά από αυτές τις παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη και υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικά ποσό 6.328,17€ νομιμοτόκως ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.
  1. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω σημειώνεται παραπονείται με την ένδικη έφεσή του ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων. Ειδικότερα με την έφεσή του, που διαρθρώνεται σε έξι λόγους παραπονείται τόσο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και για κακή ερμηνεία του εισφερθέντος κατά την αποδεικτική διαδικασία υλικού. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το απορριπτικό της αγωγής του μέρος, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την παραδοχή αυτής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στις αντιδίκους της.
  2. Επειδή, κατά μεν την διάταξη του άρθρου 289 αριθμ. 1 ΚΙΝΔ σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών από την σύμβαση ναυτολογήσεως κατά δε την διάταξη του άρθρου 291 εδάφ. α΄ ΚΙΝΔ η παραγραφή των στα προηγούμενα άρθρα αξιώσεων αρχίζει με την λήξη του έτους μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 260  Α.Κ., που ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι για την διακοπή της παραγραφής αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη έναντι του δανειστή από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός (οφειλέτης), γνωρίζοντας την εναντίον του αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται, κατά τον χρόνο της ενέργειας ή της συμπεριφοράς του, κατά τρόπο που να μη θεωρείται αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής από τον δανειστή. Ενέργειες δε, που συνιστούν αναγνώριση (εκτός βεβαίως από την ρητή τοιαύτη) είναι, μεταξύ των άλλων, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφάλειας της αξιώσεως, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους. Δεν εξετάζεται αν η ενέργεια του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 Α.Κ., ούτε απαιτείται η ενέργεια αυτή να υποβληθεί σε κάποιον τύπο ή να γίνει δεκτή από τον δανειστή (ΑΠ 315/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναγνώριση της αξιώσεως για να επιφέρει αποτελέσματα, δηλαδή διακοπή της παραγραφής, πρέπει να γίνει πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου. Η εκτίμηση δε των πραγματικών γεγονότων, που συνιστούν αναγνώριση, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται, κατ’ άρθρο 561§1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.                                                                                                                                                                                                                                                                                            Περαιτέρω, κατά αυτό άρθρο του ίδιου Κώδικα, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με την οποία θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος  το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με την μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352§2 ΚΠολΔ) είτε στην διακοπή της παραγραφής (άρθρο 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272§2 ΑΚ, είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στην διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα, όμως, με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με την σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για την σύμβαση αναγνωρίσεως. Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης συμβάσεως, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ΄ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρο 437 ΑΚ) (ΑΠ 598/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).  Επιπροσθέτως, κατά την διάταξη του άρθρου 591§1 ΚΠολΔ,  τα άρθρα 1- 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (όπως είναι και εκείνη των περιουσιακών διαφορών – εργατικές διαφορές των άρθρων 614, 621 – 622), εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά α)…β)…γ) οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση, δ) τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επιθέσεως και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα, ενώ κατά το άρθρο 256§1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, τα πρακτικά συνεδριάσεως που συντάσσονται από τον γραμματέα πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως… τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές … . Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων. Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου (πρβλ ΑΠ 1099/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 ΑΚ και 53 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας  τάξεως, ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γιαυτό μπορεί με την σύμβαση ναυτολογήσεως να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ΄ ελάχιστο όριο, πλήρεις αποδοχές όπως είναι νόμιμα καθορισμένες για την καθεμία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40,  261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕΠ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, 877/1999 ΕΝΔ 1999.294) εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ο.π). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντίστοιχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει την λεγόμενη ρήτρα υποαπασχολήσεως, η οποία επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239,  178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕΠ 877/1999 ο.π., 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374, 648, 653 και 656 ΑΚ, 53 και 60 ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζόμενου (ΕΠ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211). ΄Ομως οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ΄ άρθρο 57§1  ΚΙΝΔ (ΕΠ 45/2004 ΕΝΔ 2004.118). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν (άρθρα 361, 679 ΑΚ) και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδάφ. β΄  ΚΙΝΔ για ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στον ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή άλλες διατάξεις δημόσιου δικαίου που αφορούν την σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν, όπως π.χ. το άρθρο 89§4 ΚΔΝΔ   διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 ν.δ. 2651/1953 (ΕΠ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, 49/1996 ΕΝΔ 1996.520). Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί η εκτέλεση καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στην σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμία επιρροή στο κύρος της συμβάσεως ναυτολογήσεως, γιατί και ο υπεράριθμος, κατά την νόμιμη σύνθεση, ναυτικός δικαιούται το μισθό της ειδικότητας, της οποίας τα καθήκοντα εκτελεί (ΕΠ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, 1415/1995 στον τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994-1995, σελ 404 έως και 406). Επιπροσθέτως, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕΠ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και την συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογιστεί στον καταλογισμό (ΕΠ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267). Αλλιώς, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, καταλογισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζόμενου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕΠ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, 465/2009 ΕΝΔ 2009.276). Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στην σύμβαση εργασίας ή γεννάται αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ΄ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της συμβάσεως κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή χωρίς προσήλωση στις λέξεις και σύμφωνα με την   καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΕΠ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895).
  3. Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε την ένσταση παραγραφής της πρώτης εναγόμενης – πρώτης εφεσίβλητης για τις αγωγικές αξιώσεις του της χρονικής περιόδου από τις 11.10.2012 έως και τις 31.12.2013, απορρίπτοντας την αντένστασή του περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνωρίσεως των απαιτήσεών του από τους νόμιμους εκπροσώπους της εν λόγω διαδίκου με τον αιτιολογία ότι ο ισχυρισμός περί διακοπής της παραγραφής δεν προβλήθηκε κατά την συζήτηση. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβλήθηκε αλλά δεν είναι βάσιμος. Συγκεκριμένα ναι μεν ο ισχυρισμός περί διακοπής της παραγραφής δεν προτάθηκε στο ακροατήριο (βλ. τα πρακτικά της συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στα οποία γίνεται αναφορά μόνο σε αρνητική απάντηση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος στις ενστάσεις της πρώτης εναγόμενης) πλην όμως ο αυτός ισχυρισμός είχε καθ΄ υποφοράν διατυπωθεί στο δικόγραφο της αγωγής (βλ. σελ. 51 της αγωγής) στην οποία αναφέρεται ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης επανειλημμένα διαβεβαίωναν αυτόν (ενάγοντα) και λοιπά μέλη του πληρώματος ότι δεν πρόκειται να χάσουν τα λεφτά τους και να βάλουν πλάτη για την υπερνίκηση των δυσκολιών της εταιρείας. Ωστόσο, από τα αποδεικτικά μέσα που σημειώνονται κατωτέρω δεν αποδεικνύεται ότι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης προέβησαν στις ως άνω διαβεβαιώσεις προς τον ενάγοντα. Η αόριστη αναφορά στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως κατά την εκδίκαση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου («Η…… μας έλεγε να βάλουμε πλάτη και θα παίρναμε τα χρήματά μας αλλά δεν έγινε έτσι.») χωρίς συγκεκριμένη αναφορά των προσώπων που προέβαιναν στην εν λόγω διαβεβαίωση και των χρονικών σημείων στα οποία αυτή παρασχέθηκε καθιστούν τον σχετικό ισχυρισμό αναπόδεικτο.
  • Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του ο αυτός διάδικος διαμαρτύρεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε τον ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης ότι μεταξύ αυτής και του ενάγοντος είχε συμφωνηθεί το καταβαλλόμενο από αυτή στον ενάγοντα επιμίσθιο να καταλογίζεται σε απαιτήσεις του κατ΄ αυτής απορρέουσες από την σύμβαση ναυτικής εργασίας του και καταλόγισε στο ποσό που έκρινε ότι δικαιούται το ποσό των 6.987,26€ επιδίκασε δε το λοιπό ποσό των 6.276,61€ υπέρ αυτού. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβλήθηκε και πρέπει να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν. Από τα έγγραφα των από 11.10.2012, 01.10.2013, 01.01.2014 και 29.09.2014 συμβάσεων ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον Κ.Ι.Ν.Δ. (άρθρα 53 & 54) που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων αποδεικνύεται ότι κατά τις χρονικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται τα πρώτο και δεύτερο έγγραφα η πρώτη εναγόμενη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα κάποιο χρηματικό ποσό ως επιμίσθιο. Αντιθέτως, κατά τις χρονικές περιόδους που ρυθμίζουν οι συμφωνίες που διαλαμβάνοντα στα λοιπά έγγραφα η αυτή διάδικος κατέβαλε στον ενάγοντα επιμίσθια ποσών 550,00€ και 653,12€ για τα οποία, όμως, είχε επιφυλάξει υπέρ αυτής το δικαίωμα του καταλογισμού τόσο στην περίπτωση αναπροσαρμογής των χρηματικών ποσών που θα δικαιούταν ο ενάγων σε περίπτωση καταρτίσεως νέας συλλογικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας (άρθρο 11 των ως άνω ατομικών συμβάσεων του ενάγοντος) όσο και στην περίπτωση που θα ασκούσε το δικαίωμά της αυτό με μονομερή δήλωσή της σε σχέση με απαιτήσεις του ενάγοντος από την σχέση τους (άρθρο 17 των ως άνω ατομικών συμβάσεων του ενάγοντος). Νοείται ότι το δικαίωμα αυτό μπορούσε να ασκήσει η πρώτη εναγόμενη και στην περίπτωση εγέρσεως αγωγής για την διεκδίκηση από των ενάγοντα απαιτήσεων από την σύμβαση ναυτικής εργασίας και όχι μόνο κατά την διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο ενάγων. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε τον πλήρως ορισμένο σχετικό ισχυρισμό του ενάγοντος ως παραδεκτό, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο καταλόγισε δε στο δικαιούμενο από αυτόν χρηματικό ποσό λόγω της παροχής της ναυτικής του εργασίας το ανωτέρω χρηματικό ποσό (6.987,26€).
  • Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως (…………) που περιέχονται στα πρακτικά της συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από το σύνολο όλων ανεξαίρετα των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό μητρώου 3728 της ΚΑ ναυτικής περιφέρειας, προσλήφθηκε με σύμβαση ναυτικής εργασίας αόριστου χρόνου για να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του κυβερνήτη Β στο με Ελληνική σημαία Δ/Ξ – Π/Φ, με το όνομα «ΤXV», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρείας, νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, κ.ο.χ. 470,24, κ.κ.χ. 263,30, Δ.Δ.Σ…., με τους όρους αμοιβής και εργασίας που προέβλεπε η από 28.02.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ., έτους 2010, που είχε κυρωθεί με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.7/01/10.05.2011 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1187/2011) απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας. Ναυτολογήθηκε στο πλοίο στο Πέραμα Ν. Αττικής, την 01.10.2013, απολύθηκε από αυτό, στις 08.11.2013, στον ίδιο τόπο, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν, στον ίδιο τόπο, στο πλοίο, απολύθηκε στην Σαλαμίνα Ν. Αττικής, στις 08.05.2014, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε στο πλοίο αυθημερόν, στον ίδιο τόπο, και απολύθηκε από αυτό, στο Πέραμα Ν. Αττικής, στις 26.05.2014,  μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Ακολούθως, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο στο Κερατσίνι Ν. Αττικής στις 29.09.2014, απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο στην Κάλυμνο Ν. Δωδεκανήσου, στις 07.11.2014, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν στο αυτό λιμάνι και απολύθηκε στο Κερατσίνι Ν. Αττικής, στις 16.04.2015, τυπικά μεν  μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του, όπως ορθά δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κρίση του δε αυτή δεν διατυπώνεται λόγος εφέσεως. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το ενδιαφέρον χρονικό διάστημα (από την 01.01.2014 έως και τις 16.04.2015) η  σύνθεση του πληρώματος του πλοίου (Φ/Γ πλοίο ολικής χωρητικότητας μέχρι 500 κόρων) διεπόταν από το π.δ. 382/09.05.1978 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 80/16.05.1978) και περιελάμβανε ένα πλοίαρχο Γ, ένα κυβερνήτη Β, ένα ναύκληρο και τρεις ναύτες ενώ σε αυτό (ένδικο πλοίο) υπηρετούσαν ένας πλοίαρχος Γ (………), δύο κυβερνήτες Β (……….), ένας ναύκληρος (……….) και δύο ναύτες (………). Κατά το αυτό χρονικό διάστημα, ο μεικτός μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 3.583,46€  ήτοι βασικός μισθός 1.080,06€ + επίδομα Κυριακών 237,61€ + «δώρο» πλοιοκτητών 550,00€ + επίδομα Δ/Ξ 432,02€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 16,54€ + υπερωρίες Σαββάτων και αργιών 265,26€ + υπερωρίες καθημερινών 262,60€ + αποζημίωση μη λαμβανόμενης αυτουσίως άδειας 636,25€ + τροφοδοσία άδειας 103,12€ (από την 01.01.2014 έως και τις 28.09.2014) και στο αυτό ποσό ήτοι βασικός μισθός 1.080,06€ + επίδομα Κυριακών 237,61€ + «δώρο» πλοιοκτητών 653,12€ + επίδομα Δ/Ξ 432,02€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 16,54€ + υπερωρίες Σαββάτων και αργιών 265,26€ + υπερωρίες καθημερινών 262,60€ + αποζημίωση μη λαμβανόμενης αυτουσίως άδειας 636,25€ (από τις 29.09.2014 έως και τις 16.04.2015). Στο αυτό χρονικό διάστημα (από την 01.01.2014 έως και τις 16.04.2015) ο ενάγων, υπηρετώντας στο πλοίο με την προαναφερόμενη ειδικότητά του, σε οποιαδήποτε φάση λειτουργίας βρισκόταν (εν πλω, εν όρμω, αγκυροβολία) το πλοίο, πραγματοποιούσε δύο εξάωρες βάρδιες (00:00 – 06:00 και 12:00 – 18:00) ως αξιωματικός φυλακής καταστρώματος. Επομένως, ο ενάγων πραγματοποίησε 432 ώρες υπερωριακές απασχολήσεως κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του χρονικού διαστήματος από την 01.01.2014 έως και τις 26.05.2014 (21 Σάββατα, 21 Κυριακές, 8 αργίες) ήτοι 29 Σάββατα και αργίες χ 12 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως + 21 Κυριακές χ 4 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως και 384 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως κατά τις καθημερινές ήτοι 96 ημέρες χ 4 ώρες  υπερωριακής απασχολήσεως  ημερησίως. Επιπροσθέτως, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29.09.2014 έως και τις 16.04.2015 ο ενάγων πραγματοποίησε 532 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες (28 Σάββατα, 28 Κυριακές, 9 αργίες) ήτοι 35 Σάββατα και αργίες χ 12 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως + 28 Κυριακές χ 4 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως και 540 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως κατά τις καθημερινές ήτοι 135 ημέρες χ 4 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση συνολικά ποσό 16.230,24€ [(432 ώρες + 532 ώρες) χ 9,36€ ωρομίσθιο + (384 ώρες + 540 ώρες) χ 7,80€ ωρομίσθιο = 9.023,04€ + 7.207,20€ = 16.230,24€) ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε ως δικαιούμενο  ποσό αυτό των 16.492,32€ (2.995,20€ + 4.118,40€ + 4.212,00€ + 5.166,72€ = 16.492,32€) για τις αντίστοιχες νόμιμες αιτίες, ποσό το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί από το Δικαστήριο τούτο χωρίς την άσκηση εφέσεως εκ μέρους των εναγομένων. Από το χρηματικό αυτό ποσό ο ενάγων έλαβε περιοδικά χρηματικά ποσά τα οποία αθροιζόμενα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των  6.172,79€ (527,86€ + 527,86€ + 1.055,72€ + 457,48€ + 120,00€ + 35,19€ + 527,86€ + 527,86€ + 527,86€ + 527,86€ + 527,86€ + 527,86€ + 281,52€ = 6.172,79€) με αποτέλεσμα να του οφείλεται ακόμη ποσό 10.319,53€ (16.492,32€ – 6.172,79€ = 10.319,53€). Στο χρηματικό αυτό ποσό πρέπει να καταλογιστεί και το μη αμφισβητούμενο ποσό το οποίο έλαβε τμηματικά ο ενάγων από την πρώτη εναγόμενη ως «δώρο» πλοιοκτητών και ανέρχεται συνολικά σε 6.987,26€ με αποτέλεσμα να απομένει καταβλητέο ποσό αυτό των 3.323,27€ (10.319,53€ – 6.987,26€ = 3.323,27€). Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι ο ενάγων, πέραν του δωδεκάωρου κατά το οποίο πρόσφερε, κατά τα ανωτέρω, τις υπηρεσίες του στο πλοίο κάποιες ημέρες πρόσφερε και επιπλέον εργασία στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή που πρόσφερε ως, κεκτημένος τα σχετικά προσόντα, οδηγός του βυτιοφόρου, το οποίο μεταφερόταν σε μόνιμη βάση με το πλοίο, με σκοπό να μεταφέρονται  και να παραδίδονται καύσιμα σε πρατήρια νησιών των οποίων (πρατηρίων) οι ιδιοκτήτες στερούνταν ίδιου μέσου για ανεφοδιασμό των δεξαμενών τους. Σημειώνεται, ότι κατά το προηγούμενο του ενδιαφέροντος χρονικό διάστημα, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε σταθερά κατά μήνα χρηματικό ποσό (550,00€) στον ενάγοντα χαρακτηριζόμενο ως «επίδομα οδηγού βυτιοφόρου» το οποίο από την 01.01.2014 μονομερώς περιέκοψε και, για τον λόγο αυτό, η σχετική απασχόληση του ενάγοντος λογίζεται ως υπερωριακή τέτοια. Οι ημέρες, κατά τις οποίες ο ενάγων παρέσχε υπερωριακά απασχόληση πέραν του δωδεκάωρου ήσαν οι ακόλουθες: Τον 01/2014 17 ημέρες (02, 03, 04, 05, 06, 07, 13, 14, 15, 16, 20, 23, 24, 26, 27, 29 και 30/01), τον 02/2014 13 ημέρες (01, 04, 05, 06, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 27 και 28/02), τον 03/2014 12 ημέρες (07, 08, 10, 11, 15, 16, 17, 19, 20, 21, 28 και 31/03), τον 04/2014 15 ημέρες (01, 02, 03, 04, 07, 11, 12, 13, 15, 23, 24, 25, 26, 27 και 28/04), τον 10/2014 15 ημέρες (01, 03, 04, 07, 08, 10, 15, 16, 17, 18, 19, 21, 22, 24 και 25/10), τον 11/2014 11 ημέρες (05, 06, 07, 10, 13, 20, 22, 24, 25, 27 και 28/11), τον 12/2014 8 ημέρες (08, 09, 10, 11, 12, 16, 19 και 20/12), τον 01/2015  10 ημέρες (03, 09, 10, 11, 12, 14, 15, 16, 17 και 19/01) και 02/2015 9 ημέρες (02, 04, 05, 07, 08, 15, 16, 17 και 20/02) ήτοι 83 καθημερινές και 27 Σάββατα, Κυριακές και αργίες. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για την παροχή υπερωριακής απασχολήσεως κατά τις ημέρες αυτές συνολικά ποσό 2.700,36€ (83 καθημερινές χ 3 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως χ 7,80€ ωρομίσθιο + 27 Σάββατα, Κυριακές και αργίες χ 3 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ημερησίως χ 9,36€ ωρομίσθιο = 1.942,20€ + 758,16€ = 2.700,36€). Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων πέραν της προαναφερόμενης υπερωριακής του απασχολήσεως (επί τετράωρο και επί τρίωρο) απασχολήθηκε κατά τις διαδικασίες αφίξεως του πλοίου σε λιμένες των νησιών προορισμού του, αγκυροβολίας, αποδέσεως, απάρσεως αγκυρών και πρυμνιοδετήσεως αυτού ως ακολούθως: Στις 21.01.2014 επί 45΄, στις 22.01.2014 επί 80΄, στις 28.01.2014 επί 45΄, στις 31.01.2014 επί 30΄, στις 02.02.2014 επί 30΄, στις 03.02.2014 επί 75΄, στις 07.02.2014 επί 30΄, στις 26.2.2014 επί 55΄, στις 18.03.2014 επί 65΄, στις 08.04.2014 επί 30΄, στις 14.04.2014 επί 155΄, στις 16.04.2014 επί 130΄, στις 30.04.2014 επί 35΄, στις 02.10.2014 επί 30΄, στις 06.10.2014 επί 30΄, στις 09.10.2014 επί 75΄, στις 04.11.2014 επί 105΄, στις 19.11.2014 επί 120΄, στις 21.11.2014 επί 30΄, στις 23.11.2014 επί 45΄, στις 26.11.2014 επί 90΄, στις 14.12.2014 επί 60΄, στις 15.12.2014 επί 85΄, στις 21.12.2014 επί 135΄, στις 02.01.2015 επί 100΄, στις 18.01.2015 επί 45΄, στις 03.02.2015 επί 80΄, στις 10.02.2015 επί 75΄, στις 13.02.2015 επί 30΄και στις 14.02.2015 επί 45΄ ήτοι επί 27,08 ώρες σε καθημερινές και 6 ώρες σε Σάββατα και Κυριακές. Επομένως, για την παροχή της ως άνω υπερωριακής εργασίας του ο ενάγων έπρεπε να λάβει συνολικά ποσό 267,38€ (27,08 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως κατά τις καθημερινές χ 7,80€ ωρομίσθιο + 6 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές χ 9,36€ ωρομίσθιο = 211,22€ + 56,16€ = 267,38€) και συνολικά, σύμφωνα με τα παραπάνω,  ποσό 6.294,97€ (3.327,23€ + 2.700,36€ = 267,38€ = 6.294,97€) στο οποίο πρέπει να προστεθεί ποσό 51,56€ που αφορά διαφορά της δικαιούμενης από τον ενάγοντα αποζημιώσεως απολύσεως το οποίο προσδιόρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κρίση του δε αυτή δεν διατυπώνεται λόγος εφέσεως.     Συνεπώς, το τελικά οφειλόμενο χρηματικό ποσό στον ενάγοντα ανέρχεται σε 6.346,53€ (6.294,97€ + 51,56€ = 6.346,53€). Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται μεν ότι έως τις 31.12.2013 ο ενάγων λάμβανε από την πρώτη εναγόμενη επίδομα, ποσού 550,00€ μηνιαίως, λόγω της εκ μέρους του παροχής εργασίας οδηγού βυτιοφόρου, κατά τα ανωτέρω, πλην όμως από την 01.01.2014, η αυτή εναγόμενη περιέκοψε το επίδομα αυτό και το κατέβαλε ως «δώρο» πλοιοκτητών. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι δεν δικαιούταν το εν λόγω επίδομα κατά το ενδιαφέρον χρονικό διάστημα δεν είναι βάσιμος και τούτο γιατί η σχετική συμφωνία (δηλαδή αυτή περί περικοπής του επιδόματος) των μερών περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο και, επιπλέον, δεν συνδιατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω περικοπή αντιβαίνει τις ρυθμιστικές του νόμου διατάξεις για τον κλειστό μισθό, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή της σχετικής εργασίας του ενάγοντος εντάσσεται στην εκ μέρους του παροχή υπερωριακής εργασίας και ως τέτοια την υπολόγισε. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος εφέσεως, που παραδεκτά προβλήθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς του ο ενάγων παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τον ισχυρισμό της δεύτερης εναγόμενης ότι δεν είναι συνυπόχρεη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη για την καταβολή σ΄ αυτόν (ενάγοντα) του αμέσως προηγουμένως αναφερόμενου επιδόματος και τούτο γιατί με την χρήση του βυτιοφόρου λάμβανε χώρα παράδοση καυσίμων κυριότητάς της προς τους πελάτες της πρατηριούχους και επιπλέον η λειτουργία του βυτιοφόρου δεν εντάσσονταν στην ναυτική του εργασία. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβλήθηκε πλην όμως είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί τούτο δε ενόψει του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγόμενη ουδέποτε συνήψε με τον ενάγοντα σχετική σύμβαση, αλλά, απλώς, υπήρξε ναυλώτρια του πλοίου (όχι «γυμνού» πλοίου) και, επιπλέον, δεν κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούταν του σχετικού επιδόματος κατά το ενδιαφέρον χρονικό διάστημα. Τέλος, με τον έκτο λόγο της εφέσεώς του ο ενάγων παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του επέβαλε σ΄ αυτό τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγόμενης, ποσού 250,00€, ως προς την οποία (δεύτερη εναγόμενη) η αγωγή του απορρίφθηκε ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή του και κατά της δεύτερης εναγόμενης και να επιβληθούν εις βάρος της τα ανάλογα δικαστικά έξοδα. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, αποβαίνει απορριπτέος γιατί στηρίζεται στην μη ισχύουσα προϋπόθεση ότι η αγωγή, εγερθείσα κατά της δεύτερης εναγόμενης, ήταν βάσιμη κατ΄ ουσίαν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσίαν η έφεση ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη, να απορριφθούν οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι εφέσεως ως προς την πρώτη εναγόμενη, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο δεύτερος λόγος εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη στο σύνολό της (ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος), να διακρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει δεκτή εν μέρει, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έξι χιλιάδων τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (6.346,53€) νομιμοτόκως για μεν τα χρηματικά ποσά που συναπαρτίζουν το ποσό των 6.294,97€ από την πρώτη ημέρα του επόμενου αυτού που αφορούν μήνα και από την επίδοση της αγωγής για το ποσό των 51,56€, κατά τα στο διατακτικό.
  1. Τα δικαστικά έξοδα τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος που αφορούν και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν εις βάρος της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης ενώ τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης τα αφορώντα τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2, 591§1 ΚΠολΔ, 58§§1, 4 α, 63§1 i α, 68§1, 69§1 εδάφ. α, 166 και Παραρτήματος Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 20.06.2017 έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 5/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς την εν λόγω διάδικο.

Διακρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 28.12.2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έξι χιλιάδων τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (6.346,53€) νομιμοτόκως για μεν τα χρηματικά ποσά που συναπαρτίζουν το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του ευρώ (6.294,97€) από την πρώτη ημέρα του επόμενου αυτού που αφορούν μήνα και από την επίδοση της αγωγής για το ποσό των πενήντα ενός ευρώ και πενήντα έξι λεπτών του ευρώ (51,56€). Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε τετρακόσια είκοσι ευρώ (420,00€) και την πρώτη εναγόμενη – πρώτη εφεσίβλητη  στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος ορίζει δε το ποσό αυτών σε πεντακόσια εβδομήντα ευρώ (570,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  13 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ