Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 462/2018

Αριθμός  462/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις με αριθμό …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ….. που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του με αριθμό ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ … δικογράφου εφέσεως (κατά της με αριθμό 3852/22.8.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……… αγωγής της πρώτης των εφεσιβλήτων) με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στις απολιπόμενες δεύτερη των εφεσιβλήτων κάτοικο …….. και τρίτη των εφεσιβλήτων, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της εκ του οικείου πινακίου. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ) και επιπλέον θα ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που κάποια από αυτές (απολιπόμενες εφεσίβλητες) ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ),

Η κρινόμενη με αριθμό ……….. έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 3852/22.8.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …….. αγωγής της πρώτης των εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε στρέφεται, μόνο κατά της ενάγουσας αντιδίκου της εκκαλούσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όχι και κατά των απλών σε κάθε περίπτωση ομοδίκων της (άρθρο 80 του ΚΠολΔ) πρώτη και δεύτερη εναγομένη (ήδη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητη) που δεν είναι αντίδικοι της, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 517 Κ.Πολ,Δ., και συνεπώς δεν δύνανται να προσλάβουν την ιδιότητα της εφεσίβλητης, προσέτι δε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρέσεως από τον κανόνα της προαναφερθείσης διατάξεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει επιβλαβή διάταξη για μία από τις ανωτέρω ομοδίκους και υπέρ άλλης, ούτε απορρίφθηκε αίτηση που υποβλήθηκε από μία των ομοδίκων κατά των λοιπών (βλ. Σ. Σαμουήλ: “Η Έφεση”, έκδ. στ (2009), §§ 336 και 338, σελ.160), παρόλο που οι τέταρτος και πέμπτος λόγος εφέσεως αφορούν φερόμενη εσφαλμένη κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε ότι συντρέχει λόγος άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της τρίτης εφεσίβλητης. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση κατά των παραπάνω ν` απορριφθεί ως απαράδεκτη ενώ ως προς αυτές δε θα γίνει λόγος για έξοδα διότι ουδόλως παραστάθηκαν οπότε δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα και κατά τα λοιπά να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012).

Με τη με αριθμό …… αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ήδη πρώτη εφεσίβλητη ενάγουσα, όπως τη διευκρίνησε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι δυνάµει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 14-04-2005 στον Πειραιά µεταξύ αυτής και της εταιρείας µε την επωνυµία «……………», που εκπροσωπείτο νόμιμα από την δεύτερη εναγοµένη ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, προσελήφθη ως υπάλληλος λογιστηρίου για εργασία 8 ωρών από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ότι στις 31-03-2007 µεταφέρθηκε στην πρώτη εναγοµένη ήδη τρίτη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία “.. . .” που τυπικά εδρεύει στα νησιά …, αλλά στην πραγματικότητα στον … µε τους ίδιους όρους και εργάσθηκε σε αυτήν έως τις 17-06-2016, οπότε καταγγέλθηκε η σύµβαση εργασίας της. Ότι από την εργασία της αυτή της οφείλεται το συνολικό ποσό των 94.889,52 ευρώ προερχόµενο από οφειλόµενους µισθούς, επίδοµα ισολογισµού, δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων 2016, επίδοµα αδείας 2016, αποζηµίωση µη ληφθείσας αδείας ετών 2014,2015 και 2016, υπερεργασία, υπερωρίες και υπόλοιπο αποζηµίωσης απόλυσης, όπως τα κονδύλια αυτά αναλύθηκαν στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι για την καταβολή του ανωτέρω ποσού ευθύνονται εις ολόκληρον τόσο η προαναφερόμενη εταιρία πρώτη εναγοµένη τρίτη εφεσίβλητη ως εργοδότρια και η δεύτερη και τρίτη αυτών δεύτερη εφεσίβλητη και εκκαλούσα ως εφοπλίστριες των πλοίων και µέτοχοι της πρώτης εναγοµένης και ως ασκούσες τη διοίκηση αυτής, χρησιµοποιώντας καταχρηστικά τη νοµική µορφή της πρώτης εναγοµένης για τον περιορισµό των εµπορικών κινδύνων τους και την αποφυγή των υποχρεώσεών τους που πηγάζουν από την εκµετάλλευση των πλοίων, επιβαρύνοντας την εταιρική περιουσία της πρώτης εναγοµένης και των πλοιοκτητριών εταιρειών µε τις οφειλές των πλοίων, αποκοµίζοντας οι ίδιες τα έσοδα από την εκµετάλλευσή τους, καταθέτοντάς τα σε λογαριασµούς προσωπικούς ή τρίτων εταιρειών. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από εν μέρει περιορισμό του αιτήµατος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, αιτήθηκε, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ευθυνόµενες εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό 42.225,85 ευρώ για οφειλόµενους µισθούς, επίδοµα ισολογισµού, δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων 2016, επίδοµα αδείας 2016, αποζηµίωση µη ληφθείσας αδείας ετών 2014, 2015 και 2016 και υπόλοιπο αποζηµίωσης απόλυσης και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν ευθυνόµενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 52.663,67 ευρώ για αµοιβή υπερεργασίας και υπερωριών. Τα ανωτέρω ποσά δε αιτήθηκε µε το νόµιµο τόκο από την δήλη ηµέρα καταβολής εκάστου ποσού, άλλως από 17-06-2016, οπότε και απολύθηκε, άλλως από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την πλήρη εξόφληση. Οι εναγόμενες (ήδη εκκαλούσα και δεύτερη τρίτη εφεσιβλήτων) αρνήθηκαν την ιστορική βάση της αγωγής, ενώ επιπλέον η τρίτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα αρνήθηκε τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης αφού ισχυρίστηκε ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι ειδικές πραγματικές καταστάσεις που απαιτεί ο νόμος και οι οποίες αδιάσειστα οδηγούν στο συμπέρασμα της κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και της εις ολόκληρον ευθύνης αυτής, ενώ ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η δεύτερη εναγομένη την έχει αποξενώσει από τη διαχείριση της εταιρίας και σε κάθε περίπτωση αυτή έχει απολυθεί από το υποκατάστημα της εταιρείας από το έτος 2013, έχει δε προσπαθήσει επανειλημμένα να αποχωρήσει από την εταιρεία και στις σχέσεις και συναλλαγές της με τρίτους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, και στη συνέχεια τη δέχθηκε κατ’ουσία κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εταιρία και αμφότερες τις εταίρους να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 42.225,85 ευρώ καθώς και να αναγνωριστεί ότι επιπλέον της οφείλουν το ποσό των 36.310,85 ευρω και αμφότερα τα ποσά εντόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ήδη εκκαλούσα τρίτη εναγομένη για εσφαλμενη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων επαναφέροντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς της α) περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων περί άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και β) περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς, που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του (ΑΠ Ολ 5/1996 ΕΕμπΔ 1996,758, ΑΠ Ολ 17/1994 ΕλλΔνη 35,(1994),1262, βλ. και Ρόκα σε ΕΕμπΔ 1995,211). Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται, όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του ΚΝ 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα, η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζομένων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Πρόκειται για τις λεγόμενες περιπτώσεις άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, όπου κατ` εφαρμογήν ειδικού κανόνα δικαίου, όπως στην περίπτωση της ευθύνης του μοναδικού εταίρου ΕΠΕ για χρέη της τελευταίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας της (άρθρο 42 παρ. 2 Ν 3190/1955), της μη έγκαιρης υποβολής αιτήσεως για πτώχευση Α.Ε, καθώς και της πρόκλησης από δόλο ή βαριάς αμέλειας πτώχευσης της Α.Ε. (άρθρο 98 του Ν. 3588/2007) ή γενικής ρήτρας, όπως η καλή πίστη (ΑΚ 281, 288), παρακάμπτεται η χωριστή προσωπικότητα του νομικού προσώπου, ως έννομη συνέπεια κανόνα δικαίου. Οι περιπτώσεις άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κυρίως των κεφαλαιουχικών εταιριών, μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: α) σε εκείνες όπου η αρχή του χωρισμού κάμπτεται προς όφελος τρίτων (εχθρική άρση), δηλαδή των δανειστών του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα την ευθύνη των εταίρων για χρέη της εταιρίας και β) εκείνες όπου η αρχή του χωρισμού κάμπτεται προς όφελος των μελών του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα την επέλευση ευμενών ή τη μη επέλευση δυσμενών για αυτά συνεπειών, που θα επέβαλε κανονικά ο σεβασμός της αρχής της νομικής προσωπικότητας. Ειδικότερα, ή «εχθρική άρση» της νομικής προσωπικότητας του νομικού προσώπου, προς όφελος των δανειστών του, μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα της κατάχρησης από τους εταίρους της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας. Τέτοια κατάχρηση θεωρείται ότι υπάρχει όταν οι εταίροι χρησιμοποιούν το νομικό πρόσωπο της εταιρίας ως προκάλυμμα για να ασκούν δραστηριότητα, με την οποία καταστρατηγείται ο νόμος η αποφεύγεται η εκπλήρωση υποχρεώσεων, ή προκαλείται δόλια ζημία σε τρίτους, χωρίς να καθίστανται υπεύθυνοι γι` αυτήν τους τη δραστηριότητα. Για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης υποχρεώσεων κριτήρια είναι, ενδεικτικώς: α) η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας, β) η σύγχυση ατομικής και Εταιρικής περιουσίας (βλ ΕφΠειρ 473/2011, ΔΕΕ 2012, σ. 661 ΕφΠειρ 567/2008 δηλ. νόμος με περαιτέρω παραπομπές), γ) το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, δ) η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης (ΕφΠειρ 473/2011, ΔΕΕ 2012, σ. 661, ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος,) και ε) η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος,) ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΠειρ 473/2011, ΔΕΕ 2012, σ. 661, ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος). Εξάλλου, κατάχρηση του θεσμού της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατό να γίνει και από άλλο νομικό πρόσωπο και συγκεκριμένα από μητρική εταιρία σε βάρος θυγατρικής της ή από εταιρίες του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων, εφόσον η μία από αυτές ενεργεί ως εντολοδόχος της άλλης ή δρα ως φαινόμενος έμπορος, με καλυπτόμενη και πραγματικά συμβαλλόμενη την άλλη εταιρία (βλ. και ΕφΑΘ 1702/2006 ΔΕΕ 2007,322, ΕφΑΘ 5367/2003 ΕλλΔνη 2004,1478). Επίσης ,σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει (ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος, ΕφΠειρ 403/2002, ΕΝΛ 30, σ. 129, ΕιρΠειρ 606/2001, ΕΝΔ 30, σ. 108): α) η χρήση του νομικού προσώπου ως παρένθετου. Σκοπός εν προκειμένη είναι ο αποκλεισμός της καταστρατήγησης του νόμου και η προστασία του αντισυμβαλλομένου του παρενθέτου. Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση, πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990, σ. 483, ΑΠ 623/1970, ΝοΒ 19, σ. 309. ΕφΠειρ 473/2011, ΔΕΕ 2012, σ. 661, ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος), β) η ύπαρξη κυρίου μετόχου, κριτήριο, (ωστόσο, που δεν είναι από μόνο του αρκετό για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας (ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994, σ. 1263, ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔνη 1999, σ. 407, ΕφΠειρ 473/201 1, ΔΕΕ 2012, σ. 661, ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος). Αν λοιπόν διαπιστωθεί κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, μπορεί να επέλθει η άρση της νομικής της προσωπικότητας και να ταυπσθεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας με τα πρόσωπα των εταίρων της, σε τρόπο ώστε για τα εταιρικά χρέη ευθύνονται προσωπικά και απεριόριστα οι εταίροι (βλ. ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013,964, ΠΠρΠειρ 3105/2007, ΠΠρθεσ 15920/1999 ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΑΘ 3098/97 ΕΕμπΔ 1998.534). Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΑΠ Ολ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή ΕΠΕ, βλ. άρθρου 1 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν 3604/2007, 41 παρ. 2 Ν 959/1979, 43α Ν 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρου 2 του ΠΔ 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά, επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση, μέσω αυτής, επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες, που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή, αντιστρόφως, επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Στις παραπάνω περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή, κατ’ άλλη έκφραση, η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές, με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ’ αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι’ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από τον μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ Ολ 2/2013 ΕφΑΔ 2013,228, ΠειρΝομ 2013/48, ΕΕμπΔ 2013,78, ΔΕΕ 2013,321, NοB 2013,363, ΕΝΔ 2013/1, ΧρΙΔ 2013,258, Ε7 2013,747, ΕφΑΔ 2013,317, ΕπισκΕΔ 2013,573, ΜΕφΠ 316/2016 δημ νόμος). Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι  οι  κατά  το  Αγγλοσαξωνικό   δίκαιο  εταιρείες με την μορφή της “LIMITED” δεν αντιστοιχούν προς τις ΕΠΕ του ημεδαπού δικαίου, αλλά προσιδιάζουν τόσο  ως  προς  τα  γενικά     χαρακτηριστικά   τους   (μετοχικό   κεφάλαιο,   γενικές   συνελεύσεις,    διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση κλπ), όσο και ως προς  τον     τρόπο   συγκροτήσεως   και  λειτουργίας  τους,  περισσότερο  προς  τις Ελληνικές ΑΕ (βλ. την υπ` αριθ. 353/79 νομική πληροφορία του Ελλην. – Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού  Δικαίου  εις  ΕΝΔ  11.311). Το ζήτημα της ευθύνης των μετόχων ή του Προέδρου του Δ.Σ. στις κεφαλαιουχικές εταιρείες για τα χρέη της τελευταίας (και αντιστρόφως) κρίνεται κατ` άρθρ. 10 ΑΚ, από το δίκαιο της  πραγματικής έδρας  της,  το οποίο είναι εφαρμοστέο και στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει την προηγουμένη  άρση  της  αυτοτέλειας  του  νομικού προσώπου  της  εταιρείας. Τα  αμέσως  προηγουμένως  εκτεθέντα  ισχύουν  και στην περίπτωση των εταιρειών που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρ. 25  του Ν.  27/1975 ή του ΑΝ 89/1967 και 378/1968. Τούτο δε διότι οι εταιρείες αυτές διέπονται μεν κατ` άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 791/1978, από το δίκαιο της καταστατικής τους  έδρας,  πλην  μόνο  ως  προς  τη  σύσταση  και  την     ικανότητα  δικαίου  (ΕφΠειρ.  939/80 ΕΝΔ 9.139).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων μερών (ενός για κάθε πλευρά) που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τη με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., η οποία λήφθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …..), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, όπως η με αριθμό …… ένορκη βεβαίωση του …. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία ελήφθη στα πλαίσια άλλης δίκης, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη και ήδη τρίτη μη παρισταμένη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «……” εδρεύει κατά το καταστατικό της στις .. και διατηρεί νομότυπη εγκατάσταση γραφείου στον Πειραιά επί της ….., αφού έχει τηρηθεί η διοικητική διαδικασία χορηγήσεως σε αυτήν άδειας εγκαταστάσεως στην Ελλάδα και των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (βλ. τη με αριθμό πρωτ. 3122/.1/4049/07/6.4.2015 βεβαίωση του Υπουργείου Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής Διεύθυνσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης). Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής σύμφωνα με το από 12.4.2006 πρακτικό ήσαν η …….., ως Πρόεδρος και διευθυντής (δεύτερη εναγομένη ήδη μη παρισταμένη δεύτερη εφεσίβλητη), η ……. ως Γραμματέας Ταμίας (εκκαλούσα τρίτη εναγομένη) και η μητέρα τους ….. ως αντιπρόεδρος. Οι …… και η εκκαλούσα ήσαν μέτοχοι της εταιρίας κατά ποσοστό 50% έκαστη ενώ εκπρόσωπος του γραφείου της που είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα είναι η …….. Με την από 19.11.2009 επιστολή, ανατέθηκε στην προαναφερόμενη εταιρία η διαχείριση του πλοίoυ M/V Α πλοιοκτησίας της εταιρίας …… που εδρεύει στη ….., ενώ δυνάμει της από 3.1.2011 επιστολής, της ανατέθηκε και η διαχείριση του πλοίου «m/v AP.» πλοιοκτησίας της εταιρείας «……..», που ομοίως εδρεύει στη ……. Οι ως άνω επιστολές υπογράφονται από τον διευθυντή των εταιρειών αυτών ……., ο οποίος είναι γιός της .. ……., δεύτερης εναγομένης ήδη μη παρισταμένης δεύτερης εφεσίβλητης. Επομένως η παραπάνω εταιρία προσομοιάζει στην ελληνική ανώνυμη εταιρία, έχει νομική προσωπικότητα και πραγματική έδρα στην Ελλάδα και με το ελληνικό δίκαιο του άρθρου 10 ΑΚ θα κριθεί το θέμα της ευθύνης των εταίρων μετόχων. Σύμφωνα με το δίκαιο αυτό ισχύουν τρεις αρχές αναγκαστικού δικαίου σχετικά με τη νομική θέση του μετόχου αφού: α) δεν μπορεί με απλές διατάξεις του καταστατικού να ανατεθούν σε αυτόν διαχειριστικές και εκπροσωπευτικές εξουσίες, αλλά μπορεί ο μέτοχος να εκλεγεί ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου από τη γενική συνέλευση όπως και κάθε τρίτος, β) μπορεί να μεταβιβάσει ελεύθερα τη μετοχική σχέση και γ) δεν έχει υποχρεώσεις οι οποίες να απορρέουν από τη μετοχική σχέση (βλ. Ρόκα Εμπορικές εταιρίες 5η έκδοση 1992, 95). Επομένως για τυχόν θεμελίωση ευθύνης της εκκαλούσας για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου απαιτείται άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρείας,  πράγμα  που  μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα της κατάχρησης από τους εταίρους της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη με την αγωγή εταιρία είναι πραγματικά υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, που εδρεύει πραγματικά στην Ελλάδα και ασκεί πραγματική συναλλακτική δράση σχετικά με την εκμετάλλευση των πλοίων που διαχειρίζεται, απασχολώντας προσωπικό και έχοντας συναλλαγές. Βέβαια και οι τρεις εταιρείες (……………) ανήκουν στη δεύτερη εναγόμενη. Αναφορικά με την εκκαλούσα αποδεικνύεται ότι αυτή συμμετείχε ως γραμματέας στα πρακτικά συνελεύσεως του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας εταιρίας με έδρα τα νησιά ……, η οποία έλαβε χώρα στον Πειραιά στις 12.4.2006 και είχε ως αντικείμενο την εγκατάσταση υποκαταστήματος της εταιρίας στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των Ελληνικών νομοθετικών διαταγμάτων 89/1967, 378/1968, το ν. 27/1975 και το νδ 814/1978 με σκοπό τη διαχείριση πλοίων ανηκόντων στην εταιρία ή σε τρίτους, τη μεσιτεία αγοραπωλησιών, ναυλώσεων, ναυπηγήσεων αποκλειστικά και μόνο επί πλοίων υπό Ελληνική ή ξένη σημαία άνω των 500 κόρων που εκτελούν διεθνείς πλόες, την αντιπροσώπευση αλλοδαπών εταιριών και επιχειρήσεων και το διορισμό διευθύντριας και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας στην Ελλάδα. Διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπος ορίστηκε η …….. ενώ η εκκαλούσα γραμματέας είχε ως μόνη αρμοδιότητα να εκδίδει θεωρημένα αντίγραφα των πρακτικών. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της ……… με πρόεδρο την …., γραμματέα την εκκαλούσα και αντιπρόεδρο τη μητέρα τους …. παρέμεινε ίδια μέχρι και τις 21.7.2016 σύμφωνα με το πιστοποιητικό παροχής στοιχείων του τμήματος ναυτιλιακών εταιριών της διευθύνσεως ποντοπόρου ναυτιλία του Υπουργείου Ναυτιλίας. Η εκκαλούσα στις 15.12.2011 κοινοποίησε στην κατοικία της αδερφής της …. καταγγελία της εταιρίας µε την επωνυµία «……..», η οποία έχει την καταστατική αυτής έδρα στον …… πλην όµως λειτουργούσε µεταξύ τους ως «εν τοις πράγµασι» µόνο εταιρία µε µοναδικό σκοπό να διατηρεί τραπεζικούς λογαριασµούς, οι οποίοι εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ταµειακές τους εισπράξεις από πλοιοκτήτριες ναυτιλιακές εταιρίες που έχουν νόµιµα συσταθεί και λειτουργούν σύµφωνα µε τους νόµους του καταστατικού αυτών ως αλλοδαπές πλοιοκτήτριες ναυτιλιακές εταιρίες αποκλειστικών τους συµφερόντων κατά ποσοστό 50%. Η εκκαλούσα που είχε ήδη από 24.3.2011 διαμαρτυρηθεί για μη επαρκή ενημέρωση σε συνάντηση σχετικά με την αναφορά νέου πλοίου, επεσήμανε στην ……….. ότι η εν λόγω εταιρία «……….» ουσιαστικά και πραγµατικά δρά µεταξύ τους και συµβάλλεται µε Τράπεζες για τον ως άνω και µόνο σκοπό, χωρίς να έχει τηρήσει καµία διατύπωση για τη σύσταση και δηµοσιότητα που επιτάσσει ο Ελληνικός νόµος και ότι είναι άκυρη ως εταιρία S.A. -δηλονότι ως ανώνυµη µετοχική εταιρία -αλλά αναµφίβολα ισχύει µεταξύ τους ως «εν τοις πράγµασι» µόνο εταιρία και ότι οι ίδιες είναι (κατά την άποψη της) οµόρρυθµοι και µοναδικοί εταίροι αυτής και δικαιούχοι ως εκ τούτου της κατατεθειµένης σε Τραπεζικές καταθέσεις περιουσίας. Ακολούθως της δήλωσε ότι η συνέχιση της εταιρίας αυτής δεδοµένης της ακυρότητας της δεν είναι δυνατή ειδικά για τον ιδιαίτερα σοβαρό λόγο της άκυρης νοµικής προσωπικότητας αυτής και τους εκ του λόγου αυτού επικείµενους κινδύνους ουσιαστικούς, οικονοµικούς και φορολογικούς που ενέχει η συνέχισή της ως εταιρίας εν τοις πράγµασι με δεδομένο ότι  η µοναδική αυτή λειτουργία της εν λόγω εν τοις πράγµασι εταιρίας είχε επί πλέον σοβαρά διαταραχθεί µετά από σοβαρές συνεχιζόµενες και αγεφύρωτες διαφωνίες μεταξύ τους σχετικά µε τη διαχείριση, διάθεση και διανοµή των διαθεσίµων αυτών χρηµατικών καταθέσεων και την απόδοση αυτών. Στις 4.4.2012 η εκκαλούσα κοινοποίησε στον ανιψιό της …… πρόσκληση στα γραφεία της … επί της οδού ……. στον Πειραιά πρόσκληση για σύγκληση διοικητικού συμβουλίου για τη λήψη αποφάσεως περί διανομής μερίσματος και για τη σύγκληση ετήσιας γενικής συνέλευσης. Την πρόσκληση τότε υπέγραψε ως πρόεδρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ….. πλοιοκτήτριας του πλοίου Ap. Να σημειωθεί ότι το ίδιο έτος 2012 η εκκαλούσα έχει περιληφθεί στον πίνακα προσωπικού που απασχολήθηκε όλο το έτος στην εταιρία  «……….» με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου, ενώ σύμφωνα με τη μισθοδοτική κατάσταση του έτους 2013 αυτή φέρεται να απασχολείται ως έμμισθη υπάλληλος γραφείου με μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.372,24 ευρώ μικρότερες δηλαδή των 3.151,51 ευρώ που φέρεται να λάμβανε τότε η εφεσίβλητη. Παράλληλα στις 25.4.2013 η εκκαλούσα απηύθυνε στην αδερφή και τον ανιψιό της πρόσκληση για συνάντηση προκειμένου να ρυθμιστεί η επικείμενη καταβολή των δόσεων για την αποπληρωμή των τραπεζικών δανείων και για τον περιορισμό των κονδυλίων που καταβάλουν οι εταιρίες τους στη διαχειρίστρια αυτών. Η εκκαλούσα φέρεται να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως εργαζομένη έως τις 12.6.2013, οπότε η ……. δια της νομίμου εκπροσώπου της ………..κατήγγειλε με εξώδικο την εργασιακή της σχέση, ενώ με νέο εξώδικο που της κοινοποίησε στις 13.6.2013 της γνωστοποίησε ότι δεν μπορεί να παραμένει στους χώρους της εταιρίας επί της ……… Η εκκαλούσα προσέφυγε στα Δικαστήρια με τη με αριθμό …….. αγωγή της ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η απόλυση, αφού δεν της είχε καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Ακολούθως με τη με αριθμό 5532/30.10.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 12.6.2013 καταγγελίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και υποχρεώθηκε η …….. να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 9.251,73 ευρω ως μισθούς υπερημερίας. Η εταιρία …….. κοινοποίησε εξώδικη δήλωση στις 20.11.2011 στην εκκαλούσα δηλώνοντας ότι καταγγέλει την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της και ότι της καταβάλλει αποζημίωση ύψους 8.302,84 ευρώ την οποία αν αυτή δεν προσέλθει να εισπράξει έως τις 28.11.2013 θα καταθέσει δημόσια στο ταμείο παρακαταθηκών. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μία οικογενειακή επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων από τις ……, με πραγματική έδρα στον Πειραιά (….), για αυτό άλλωστε η δεύτερη των εναγομένων ήδη δεύτερη μη παρισταμένη εφεσίβλητη αλλά και η εκκαλούσα, εγγυήθηκαν για τα δάνεια των πλοιοκτητριών εταιρειών στην Τράπεζα Hsbc, η πρώτη ως εταιρική και δεύτερη ως προσωπική εγγυήτρια. Εξάλλου αν και η μητέρα τους ……. μέλος του διοικητικού συμβουλίου είχε τεθεί πριν από πολλά έτη σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και απεβίωσε στις 15.11.2016, η Γενική Συνέλευση των Μετόχων, ουδέποτε συνήλθε για την αντικατάσταση αυτής και την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου.  Επιπλέον αποδείχθηκε ότι επειδή αυτές διαφωνούσαν ήδη από το 2011, κατά τα προαναφερόμενα, ως προς την εκμετάλλευση των πλοίων M/V «AT.» και «M.», αλλά και των προηγούμενων πλοίων που εκμεταλλεύονταν, την περίοδο εκείνη καθεμία από τις αδελφές, έκαναν ανάληψη του ημίσεως του ποσού των 10.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρείτο στο όνομα της εταιρείας «…………». Όπως αποδείχθηκε από την από 14.12.2011 καταγγελία η ως άνω εταιρεία είχε ως μοναδικό σκοπό να διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς για την κατάθεση των εσόδων από την εκμετάλλευση των πλοίων και δεν είχε καμία σχέση με την εκμετάλλευση αυτών. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πράγματι κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας με την επωνυμία ………… αφού όλο το προαναφερόμενο διάστημα τα συμφέροντα της εταιρίας ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της νομίμου εκπροσώπου ………..και η ίδια εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα να επέλθει και σύγχυση των περιουσιών τους. Η ύπαρξη συγχύσεως των περιουσιών της …….. αλλά και των πλοιοκτητριών εταιρειών με την περιουσία της ………..συνάγεται από το ότι αυτή έχει εγγυηθεί ως εταιρική εγγυήτρια για δάνεια των πλοιοκτητριών εταιρειών στην Τράπεζα Hsbc που λάμβαναν χώρα μέσω λογαριασμών που τηρούνταν στο όνομα της εταιρείας «,……….», η οποία ουδεμία δραστηριότητα είχε και ουσιαστικά χρησίμευε προκειμένου ……….. να μπορεί να διαχειρίζεται και να κινεί τα έσοδα από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες αλλά και από τη διαχειρίστρια, κατά το δοκούν, ως να ήταν ατομική της περιουσία. Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά ως αποτέλεσμα  την ελλιπή χρηματοδότηση των πλοιοκτητριών εταιρειών γεγονός που αποτέλεσε και αντικείμενο συναντήσεων κατά τα προαναφερόμενα, και την εκπλειστηρίαση τελικά του πλοίου Ap. την 1-10-2016, και του πλοίου «Α» την 1-11-2016. Επίσης παρέμειναν απλήρωτοι τουλάχιστον από το Μάρτιο του έτους 2016 οι εργαζόμενοι στην πρώτη εναγομένη ήδη μη παρισταμένη τρίτη εφεσίβλητη, ήτοι ο ……….. και η ήδη εφεσίβλητη. Η ……….. δραστηριοποιούνταν κατά τον κρίσιμο χρόνο κυρίως για λογαριασμό της και καθίσταται σαφές ότι αυτή ασκούσε, συνεπώς, στην πραγματικότητα για τον εαυτό της την εκμετάλλευση των πλοίων και τη διαχείρισή τους, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών, πρέπει να επωμίζεται η ίδια και τον οικονομικό κίνδυνο από τη δραστηριότητα της εταιρία και δε δικαιούταν να επικαλείται ότι υφίσταται αυθύπαρκτη νομική προσωπικότητα της εταιρίας τρίτης, διότι αυτό, ενέχει προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματος και είναι, ως εκ τούτου, καταχρηστική, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας αυτής. Και τούτο διότι κατά τα προαναφερόμενα η …… δεν είχε απολύτως κανένα περιουσιακό στοιχείο και ο τραπεζικός της λογαριασμός εφοδιαζόταν από το λογαριασμό της «…….», για την πληρωμή υποχρεώσεων εάν, όταν και όταν έκρινε η ……….., η οποία εκπροσωπούσε την «……» έκρυβε τα εισοδήματα της αι χρέωνε όλες τις υποχρεώσεις των πλοίων στη διαχειρίστρια εταιρία. Συνάγεται συνεπώς ότι υπήρχε σύγχυση των περιουσιών της πρώτης εναγομένης ήδη μη παρισταμένης δευτέρας εφεσιβλήτου, αλλά και των πλοιοκτητριών εταιρειών με την περιουσία της. Επομένως οι σχετικοί τέταρτος και πέμπτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κακή ερμηνεία νόμου και εκτίμηση αποδείξεων επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει λόγος άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης από τη δεύτερη εναγομένη νόμιμο εκπρόσωπο είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όμως από όλα τα παραπάνω αποδείχθηκε επιπλέον ότι η ενεργής συμμετοχή της εκκαλούσας στο παραπάνω εταιρικό σύστημα ατόνησε πολύ από το έτος 2011 και μετά, οπότε και άρχισαν οι διαφωνίες και οι διενέξεις με την νόμιμη εκπρόσωπο αδερφή της. Αποδείχθηκε ότι αυτή λόγω της μεταξύ τους αντιδικίας δεν μετείχε σε οποιαδήποτε απόφαση, τουλάχιστον από το έτος 2011, ομοίως δε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας είναι σε αδράνεια, καθώς η εκκαλούσα δεν μετέχει σε καμία απόφαση, ενώ η μητέρα τους αντιπρόεδρος της ……… που είναι το έτερο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ήδη απεβίωσε και ήταν επί πολλά έτη υπό δικαστική συμπαράσταση, με αποτέλεσμα ουσιαστικά η ……….. να λαμβάνει όλες τις αποφάσεις που αφορούν την εταιρεία στην οποία και διοχετεύει την επιχειρηματική δραστηριότητά της, χρησιμοποιώντας τη νομική προσωπικότητα της ανωτέρω εταιρίας ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της εν λόγω δραστηριότητας της, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Ομοίως διατηρεί τον έλεγχο και των πλοιοκτητριών εταιρειών, στις οποίες διευθυντής φέρεται ο γιός της, ο σύνδεσμός της δε με την …….. δεν εξαντλείται μόνο στην πραγματική συμμετοχή της στο εταιρικό της κεφάλαιο, αλλά επιπλέον ενισχύεται από τη συνεχή παρουσία και ανάμειξή της στις υποθέσεις της και στην κυριολεκτικά εξάρτηση της τελευταίας από την ίδια, με περαιτέρω συνέπεια να μην είναι νοητή στους τρίτους η ύπαρξη της, χωρίς την παρουσία της. Αντιθέτως η εκκαλούσα είχε διατυπώσει πολύ πιο πριν την απόλυση της εφεσίβλητης η βούληση της να μην έχει ευθύνη ομορρύθμου εταίρου λόγο της ακυρότητας της «…….», προφανώς αιτήθηκε μετά από κάποιο διάστημα να εμφανίζεται ως εργαζόμενη στην ….. από την οποία και απολύθηκε, όταν δε επανήλθε με εξώδικη δήλωση ότι θα συνεχίσει να προσέρχεται στα γραφεία στην …… για να ασκήσει τα καθήκοντα της διευθύντριας (βλ. το από 16.1.2014 εξώδικο), η ……….. της απάντησε εξωδίκως στις 22.1.2014 ότι έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας της, ενώ όταν αυτή παρουσίασε αξιώσεις που προέρχονται από την εταιρική σχέση με αίτηση για διενέργεια ελέγχου στις πλοιοκτήτριες εταιρίες με έδρα τη ….., αφού έλαβε και προσωρινή διαταγή στις 29.10.2014 από το Ειρηνοδικείο Πειραιά ώστε να λάβει ασφαλή και πλήρη γνώση των εγγράφων, βιβλίων και στοιχείων, των ισολογισμών και της τότε οικονομικής κατάστασης της ……… άρχισαν να δημιουργούνται επεισόδια ανάμεσα σε αυτή και την αδερφή της ……….. η οποία προέβη στην αλλαγή της κλειδαριάς της εταιρίας (βλ. τα από 22.10.2014, 24.10.2014 και 17.2.2015 αντίγραφα από το βιβλίο συμβάντων Καλλίπολης και Καμινίων). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα παραπάνω αφορούν την εσωτερική σχέση των εταίρων της …… και ότι δεν μπορούν να αντιταχθούν στους τρίτους. Σε κάθε περίτπωση όμως η προαναφερόμενη εταιρία που έχει λάβει άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα κατά τα προεκτεθέντα δεν είναι μια άκυρη εταιρία δηλαδή μια εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία γεγονός που θα καθιστούσε τους εταίρους της εις ολόκληρον υπόχρεους με την εταιρία, αλλά παραμένει μια έγκυρη κεφαλαιουχική εταιρία και η μέτοχος – εταίρος (που εδώ και έτη δεν έχει καν πρόσβαση στα γραφεία της εταιρίας) δεν ευθύνεται για οφειλές της κεφαλαιουχικής εταιρίας προς τρίτους και μάλιστα μεταγενέστερες της πραγματικής αποχώρησης της εκκαλούσας από την εταιρία, δηλαδή για τις αξιώσεις εκ της εργασιακής σχέσης της εφεσίβλητης, δηλαδή οφειλόμενους μισθούς, επίδομα ισολογισμού, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για το έτος 2016 , επίδομα αδείας 2016, αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας ετών 2014, 2015 και 2016 και υπερωριακή απασχόληση. Κρίνοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εκκαλούσα τρίτη εναγομένη με την αγωγή της ευθύνεται με την προσωπική της περιουσία για οφειλή της κεφαλαιουχικής εταιρίας αφενός και αφετέρου λόγω κατάχρησης από μέρους της, της νομικής προσωπικότητας παρόλο που η ίδια δεν έχει καν πρόσβαση στα γραφεία της εταιρίας και έχει αποχωρήσει από το έτος 2013, αφενός εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως κατά παραδοχή των συναφών τριών πρώτων λόγων εφέσεως περί μη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης θα πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί μόνο ως προς την εκκαλούσα η εκκαλουμένη απόφασης της οποίας οι υπόλοιπες διατάξεις ως προς τις δύο πρώτες εναγόμενες δεν θίγονται. Ακολούθως το παρόν Δικαστήριο θα κρατήσει και θα δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) την με αριθμό ……… αγωγή της πρώτης των εφεσιβλήτων την οποία θα απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη μόνο ως προς την εκκαλούσα τρίτη εναγόμενη με βάση τις προαναφερθείσες σκέψεις. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας τρίτης εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εφεσίβλητη ενάγουσα λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική απουσία τη δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων τη με αριθμό … έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 3852/22.8.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ….. αγωγής της πρώτης εφεσίβλητης

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για κάθε εφεσίβλητη.

Απορρίπτει τη με αριθμό …….. έφεση ως προς τη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητη και ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται ως προς την πρώτη εφεσίβλητη τη με αριθμό ….. έφεση τυπικά και στην ουσία της

Εξαφανίζει μόνο ως προς την εκκαλούσα τη με αριθμό 3852/22.8.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει στην ουσία  την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγή

Απορρίπτει αυτή ως προς την τρίτη εναγομένη ήδη εκκαλούσα ……

Επιβάλει σε βάρος της ενάγουσας πρώτης εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της τρίτης εναγομένης εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100)

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων της εκκαλούσας και της 1ης εκ των εφεσιβλήτων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ