Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 467/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   467/2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 4.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……… και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……… έφεση του εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3021/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) που κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω την εκδίκαση της από 19.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή του ήδη εκκαλούντος εναντίον της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρείας, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του λόγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων ……… στην από 19.12.2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε προφορικά στην Κάλυμνο στις 10.12.2015, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου και απασχολήθηκε έως 23.4.2016 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΚ», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, το οποίο διενεργούσε τους αναλυτικά αναφερόμενους πλόες από την Κάλυμνο προς τα νησιά των Δωδεκανήσων και το Πυθαγόρειο της Σάμου, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον κατά τις καθημερινές, Κυριακές και τα Σάββατα, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο από την Κάλυμνο προς το Πυθαγόρειο της Σάμου, εργαζόταν επί 19 ώρες ημερησίως και όταν εκτελούσε το δρομολόγιο προς Αστυπάλαια, επί 9 ώρες, τα δε Σάββατα, που δεν εκτέλεσε πλόες, επί 6 ώρες, ενώ τα Σάββατα και τις αργίες, που διενεργούνταν επισκευές, επί 8 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2016, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, επιπλέον ένεκα των ανωτέρω παραβιάσεων της εναγομένης περί των χρονικών ορίων εργασίας και καταβολής των αποδοχών του, υπέστη ηθική βλάβη και ως εκ τούτου, πρέπει να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση ύψους 10.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α)  να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων εκατόν τριάντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (14.130,28 €) ευρώ για υπερωριακή αμοιβή, δρομολόγια εξπρές, επιδόματα εορτών και μέρος της χρηματικής ικανοποίησης εκ 5.000 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά και β) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει επιπλέον να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ενός και δύο λεπτών (20.581,02) ευρώ, που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές του και την λοιπή χρηματική ικανοποίηση, με το νόμιμο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την ένσταση περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, που προέβαλε η εναγομένη, βάσει ρητής συμφωνίας παρέκτασης, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να δικάσει την αγωγή και την παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τον αναφερόμενο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την εκδίκαση της αγωγής και την εν συνόλω παραδοχή της.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 263 περ. α΄  ΚΠολΔικ, ως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) με έναρξη ισχύος 1.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν 4335/2015), κατά τη συζήτηση και στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 με τις προτάσεις, πρέπει να προτείνονται  από τον εναγόμενο με ποινή απαραδέκτου, μεταξύ άλλων, η αναρμοδιότητα, εκτός αν δεν επιτρέπεται η παρέκταση, διότι διαφορετικά θεμελιώνεται παρέκταση. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 42 ΚΠολΔ, θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην πρώτη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας. Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠολΔ,  πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για  διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει  αποκλειστική αρμοδιότητα, ενώ σύμφωνα  με το άρθρο 43 ΚΠολΔ, η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη, μόνον αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, απ’ την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του εναγομένου, καθώς και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο, όπως συμβαίνει όταν καθίστανται αρμόδια περισσότερα δικαστήρια, οπότε είναι δυνατή, κατ` επιλογή του ενάγοντος, η εισαγωγή της υπόθεσης σε οποιοδήποτε απ` αυτά.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 591 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 591-681Δ αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν.4335/2015), τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, όπως είναι και εκείνη των περιουσιακών διαφορών, στην οποία υπάγονται και οι εργατικές διαφορές (άρθρα 614 αρ.3, 621 και 622 ΚΠολΔ), εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: …γ) Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. δ) Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα.
ε) Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα. στ) Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στις υποθέσεις, που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, δεδομένου ότι δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις, όπως και οι δικονομικές ενστάσεις του άρθρου 263 ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με τις κατατιθέμενες το αργότερο σ’αυτήν προτάσεις τους, προσάγοντας υποχρεωτικά και όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και όχι με την προσθήκη, που κατατίθεται μετά την επ’ακροατηρίω συζήτηση, επιπλέον δε οι περιεχόμενοι στις προτάσεις ισχυρισμοί πρέπει να προβάλλονται και προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ώστε να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρ. 262 παρ.1 ΚΠολΔ). Απαιτείται δηλαδή σε κάθε περίπτωση και προφορική πρόταση των ισχυρισμών που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά (256 παρ.1 στοιχ.δ΄ ΚΠολΔ). Επομένως, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν υποβάλλονται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, είναι απαράδεκτοι και απορρίπτονται, για το λόγο αυτό από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Με την προσθήκη, νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν και να προσκομιστούν νέα έγγραφα, όπως και ένορκες βεβαιώσεις, μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις, αλλιώς είναι απαράδεκτα. Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου Δικαστηρίου, που θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, δηλαδή σε περιστατικό διαφορετικό από τα εκτιθέμενα στην αγωγή, που θεμελίωναν τη νόμιμη δωσιδικία του Δικαστηρίου, προτείνεται επί ποινή απαραδέκτου, μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση μεταγενέστερη προβολή του, μήτε μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Σημειωτέον ότι το άρθρο 269 ΚΠολΔ έχει πλέον καταργηθεί (άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν.4335/2015), πλην όμως, ούτως ή άλλως, τα διαδικαστικά κωλύματα του άρθρου 263 ΚΠολΔ και υπό την ισχύ του, εξέφευγαν των εξαιρέσεων (269 παρ.2 ΚΠολΔ) του συγκεντρωτικού συστήματος.

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, πρότεινε την ένσταση ελλείψεως της κατά τόπο αρμοδιότητας τούτου, λόγω αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Κω, ένεκα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, κατ’άρθρο 22 ΚΠολΔ, επειδή, ως εναγομένη, έχει την έδρα της στην Κάλυμνο και ένεκα της δωσιδικίας της δικαιοπραξίας, κατ’άρθρο 33 ΚΠολΔ, επειδή η επικαλούμενη με την αγωγή από 11.12.2015 προφορική σύμβαση ναυτικής εργασίας μεταξύ των διαδίκων, καταρτίστηκε στην Κάλυμνο, όπου ναυτολογήθηκε ο ενάγων, που ομοίως είναι κάτοικος Καλύμνου, όπως η εν λόγω ένσταση  αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναπτύχθηκε συνοπτικώς προφορικά και καταχωρήθηκε στα τηρούμενα φωνοληπτικά πρακτικά και προκύπτει από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο τους. Η εν λόγω ένσταση αναρμοδιότητας θεμελιωμένη στα ανωτέρω περιστατικά περιλαμβάνεται και στις κατατεθείσες στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου από 1.6.2017 έγγραφες προτάσεις της εναγομένης εταιρείας. Περαιτέρω, η εναγομένη με την προσθήκη-αντίκρουση της, που κατατέθηκε μετά την συζήτηση στο ακροατήριο, γεγονός που δεν αμφισβητείται, ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι η επίδικη από 11.12.2015 σύμβαση εργασίας, καταρτίστηκε εγγράφως και όχι προφορικά, περιλαμβάνει δε τον υπό στοιχείο V ρητό όρο μεταξύ των συμβαλλομένων ότι για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς προκύψει απ’αυτήν, αρμόδια θα είναι αποκλειστικά τα δικαστήρια του Πρωτοδικείου Κω και συνάμα προσκόμισε το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεων της φωτοτυπικό αντίγραφο αυτής.

Ο ισχυρισμός όμως αυτός περί ρητής παρέκτασης της αρμοδιότητας, που διαλαμβάνεται στην μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας και καθιστά αποκλειστικά αρμόδια για κάθε μελλοντική εκ της συμβάσεως αυτής διαφορά τα Δικαστήρια της Κω, δεν προτάθηκε νόμιμα, εφόσον η εναγομένη εταιρεία, αν και παρέστη στην συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν πρότεινε την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας τούτου, λόγω αποκλειστικής αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου Κω, συνεπεία ρητής συμφωνίας παρέκτασης, αλλά προέβαλε την γενική δωσιδικία της έδρας της και την συντρέχουσα δωσιδικία του τόπου κατάρτισης της δικαιοπραξίας, που όμως δεν δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Κω και, συνεπώς, δεν καθιστούν αναρμόδιο το Πρωτοδικείο Πειραιά, που για τις λοιπές ναυτικές διαφορές εκτός Νομού Αττικής, για τις οποίες μόνο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα, κατ’άρθρο 51 παρ.2 εδ.β΄ Ν.2172/1993, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ.17 του ένατου άρθρου 1 Ν.4335/2015. Έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέστη αρμόδιο από το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή, κατά επιλογή του ενάγοντα (άρθρο 41 ΚΠολΔ), ο δε προβληθείς ισχυρισμός περί υπερέχουσας αποκλειστικής αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου Κω, έλαβε χώρα άκαιρα με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις και επομένως, αποκρούεται, ως απαράδεκτος.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί ρητής συμφωνίας παρέκτασης της αρμοδιότητας προβλήθηκε με τις προτάσεις της εναγομένης και με δήλωση της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και, ως εκ τούτου, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω, ως αποκλειστικά αρμόδιο, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου, ως ουσιαστικά βασίμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης έφεσης.

  1. V. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 535 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 46 ΚΠολΔ, ώστε οι διάδικοι να μην στερηθούν τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3021/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Παραπέμπει την εκδίκαση της από 19.12.2016 αγωγής στο αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 18 Ιουλίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ