Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 496/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  496 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα .Γ.Λ .

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Α) ……. και Β) ……., οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) .

 Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1698/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4335/23-7-2015 , που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου),όπως η ένδικη, έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι, όσον αφορά στην πρώτη  έφεση, αυτή ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης στην εναγομένη – εκκαλούσα, έλαβε χώρα στις 22-6-2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής, του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……… και η έφεση αυτή (όπως και η δεύτερη έφεση) κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στις 13-7-2017, όπως προκύπτει από τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας εκθέσεις κατάθεσης, ενώ, ως προς την δεύτερη έφεση, δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στους εκκαλούντες πριν την άσκησή της  (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ) . Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων, αντίστοιχα.

Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω , από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους ( άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς ( άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες  ήδη εφεσίβλητοι στην πρώτη (A) ως άνω έφεση και εκκαλούντες στην δεύτερη (B) έφεση, εξέθεταν στην από 23-6-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …… αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι συγκύριοι σε ποσοστό 20%  εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 7,50 %  εξ αδιαιρέτου καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες (2η , 3η , 4ος ) του ακινήτου, που βρίσκεται στο ……. Πειραιά Αττικής (οικοπέδου μετά της επ’ αυτού πολυώροφης οικοδομής – ξενοδοχείου με εστιατόριο και σνακ-μπάρ) και περιγράφεται λεπτομερώς στην αγωγή, στο οποίο, κατά το υπόλοιπο ποσοστό (57,50 % εξ αδιαιρέτου), συγκυρία είναι η εναγόμενη. Ότι, με την υπ΄αρ. 3452/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), παραχωρήθηκε στην τελευταία (εναγομένη), που τότε ήταν συγκυρία ποσοστού 50% του ακινήτου, η αποκλειστική χρήση του εν λόγω ακινήτου αντί μηνιαίου ανταλλάγματος συνολικού ποσού 10.000 ευρώ, κατά το ποσοστό συγκυριότητας κάθε συγκύριου, ήτοι ποσού 4.000 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και ποσού 1.500 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες, καθώς και για τον έτερο τότε συγκύριο, σε ποσοστό 7,50%, ………., καταβλητέου εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα από τις 18-10-2012 και εφεξής. Ότι ο τελευταίος στις 20.12.2013 µεταβίβασε το ποσοστό του στην εναγοµένη, η οποία κατέστη έτσι συγκυρία του ακινήτου σε ποσοστό 57,50%.  Ότι, από 1-1-2014 και μετά η εναγόμενη δεν καταβάλει στους ενάγοντες το παραπάνω ποσό που ορίστηκε με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση, αλλά μικρότερο από αυτό και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.400 ευρώ και σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 900 ευρώ (μηνιαίως). Ζητούσαν δε οι ενάγοντες, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, για το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 30-6-2015, να τους καταβάλει για την προαναφερόμενη αιτία ,με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 20.800 ευρώ (4.000 – 2.400 =1.600 ευρώ Χ 13 μήνες)  στον πρώτο ενάγοντα και το συνολικό ποσό των  7.800 ευρώ ( 1.500 – 900 =600 ευρώ Χ 13 μήνες) σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τριακοστή ημέρα κάθε μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1698/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ορθώς έκρινε ορισμένη την αγωγή, παρά του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με την ένδικη έφεσή της, (καθώς δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής, όπως αυτή αβάσιμα υποστηρίζει, να αναφέρεται στο δικόγραφό της, η τυχόν προγενέστερη υφιστάμενη απόφαση της πλειοψηφίας των συγκοινωνών και το κύρος αυτής, αφού οι ενάγοντες επικαλούνται, για να στηρίξουν την αξίωσή τους, την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων). Ακολούθως δε, αφού  την έκρινε νόμιμη, την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το κύριο αίτημά της, και υποχρέωσε την εναγόμενη, να καταβάλει στους ενάγοντες τα αιτούμενα ποσά, ήτοι στον μεν πρώτο εξ αυτών το ποσό των 20.800 ευρώ, σε καθένα δε από τους λοιπούς εξ αυτών το ποσό των 7.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και όχι από την τρίτη ή τριακοστή ημέρα κάθε μήνα για τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά, κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε σχετική όχληση, ενώ τέλος επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων εις βάρος της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 850 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των 350 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγομένη ήδη εκκαλούσα στην κρινόμενη Α΄έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν, εκτός του ως άνω απαντηθέντος, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η άνω αγωγή των αντιδίκων της.

Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονούνται ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για το λόγο που εκθέτουν σ΄αυτήν και αφορά μόνο την επιδίκαση των τόκων από την επίδοση της αγωγής, ζητούν δε την μεταρρύθμισή της μόνο ως προς το κεφάλαιό της αυτό, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή  τους .

Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔικ, που ορίζει, ότι “αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη …”, προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία, γι` αυτό η κρίση του περί της αναβολής ή μη της εκδίκασης αυτής δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. (ΑΠ 194/2017, Εφ. Λαρ. 268/2012, Εφ. Δωδ.26/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη δε αυτή, έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρµόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά µε το ίδιο ζήτηµα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίµηση της διαφοράς και η κατά ταυτόσηµο τρόπο επίλυση αυτής ή αξιώσεως που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινοµένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά, αλλά και για την οικονοµία της δίκης (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, Εφ.Λαρ. 42/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,Εφ.Αθ. 370/1993 ΕλλΔνη 1994.492) .

Ή εναγοµένη – ήδη εκκαλούσα στην πρώτη ένδικη έφεση, αρνούµενη αιτιολογηµένα την αγωγή, ισχυρίζεται τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις της όσο και με την έφεσή της και τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι η επικαλούµενη από τους ενάγοντες µείωση του καταβαλλοµένου σε αυτούς ανταλλάγµατος, εκ μέρους της, στηρίζεται σε απόφαση που έλαβε στις 27-12-2013, στα πλαίσια τακτικής διοίκησης του κοινού ακινήτου ως πλειοψηφούσας συγκυρίας, κατέχουσας πλέον το 57,50% του επίμαχου ακινήτου, κατά τα προαναφερθέντα, δυνάµει της οποίας αποφασίστηκε η συνέχιση της εκµετάλλευσής του από την ίδια µε µηνιαίο αντάλλαγµα, για το συνολικό µερίδιο των εναγόντων, το ποσό των 5.100 ευρώ (ανάλογα με το ως άνω ποσοστό της μερίδας του καθένα εξ αυτών). Όπως προκύπτει δε και από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, την απόφαση αυτή πρόσβαλαν οι ενάγοντες µε την από 23-6-2014 (με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ……….. και µε Αριθµό Κατάθεσης δικογράφου ……….) αγωγή τους, ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον της εναγομένης, µε την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της παραπάνω από 27-12-2013 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ) της, επικουρικά δε να καθοριστεί το ύψος του καταβλητέου από την εναγόμενη ανταλλάγματος σε αυτούς ως συγκυρίων του εν λόγω ακινήτου, από 1-1-2014, το ποσό των 8.500 ευρώ (4.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων και 1.500 ευρώ στον καθένα από τους λοιπούς). Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή, ως προς την κύρια βάση της, µε την υπ’ αρ. 559/2016 οριστική απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (όπως αυτή διορθώθηκε µε την υπ’ αρ. 1009/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και αυτή με τη σειρά της διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 2354/2017 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου), που αναγνώρισε την ακυρότητα της παραπάνω από 27-12-2013 απόφασης του Δ.Σ της εναγοµένης. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγόμενη έχει ασκήσει την από 26-6-016 και με αριθμό κατάθεσης …………, έφεση,  που είχε αρχικά προσδιορισθεί, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιµο της 12ης-1-2017 και η οποία συζητήθηκε, τελικά, στις 2-11-2017, ενώ δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί απόφαση επί της εν λόγω έφεσης. Με βάση τα παραπάνω, δεν υφίσταται μεν εκκρεμοδικία, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη –εκκαλούσα, διότι το κύριο αντικείμενο της ως άνω δίκης δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της παρούσας, αλλά είναι προφανές ότι η διάγνωση της κρινόμενης διαφοράς εξαρτάται από το αντικείµενο της δίκης που έχει ανοιχθεί µε την άσκηση της προαναφερθείσας από 23-6-2014 αγωγής, καθώς για την επιδίκαση της ένδικης αγωγικής αξίωσης, θα πρέπει να κριθεί παρεµπιπτόντως, ως προδικαστικό ζήτηµα, το κύρος της ως άνω από 27-12-2013 απόφασης της εναγοµένης, (δεδομένου ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων που επικαλούνται οι ενάγοντες, με την οποία καθορίστηκε το αιτούμενο με την αγωγή αντάλλαγμα αυτών ως συγκυρίων του επίδικου ακινήτου εκ μέρους της έτερης συγκυρίας –εναγομένης που το εκμεταλλεύεται, έχει εκδοθεί πριν την απόκτηση του πλειοψηφούντος μεριδίου από την εναγομένη και πριν την επικαλούμενη από αυτήν ως άνω απόφαση του Δ.Σ της περί του καθορισμού της χρήσης του κοινού ακινήτου και του ανταλλάγματος, το κύρος της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα, αποτελεί το κύριο αντικείµενο της παραπάνω εκκρεμούσας δίκης).

Κατόπιν τούτων, κρίνεται αναγκαίο, όπως  αιτείται η εναγόμενη -εκκαλούσα, αλλά και κατ΄αυτεπάγγελτη κρίση του δικαστηρίου, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατ’ εφαρµογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, χωρίς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς το δικαστήριο επιφυλάσσεται για τη διάγνωση της βασιμότητας των λοιπών, μη απαντηθέντων, λόγων των ένδικων εφέσεων στην μετά την αναβολή συζήτηση, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που αφορά στην από 23-6-2014 με αριθμό κατάθεσης ……… αγωγή, επί της οποίας έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αρ. 559/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της οποίας έχει ασκηθεί η ως άνω, υπ΄αρ. κατάθεσης ………., έφεση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Α) ……… και Β) ……,κατά της υπ’αρ. 1698/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις .

Αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της από 23-6-2014 με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγής, για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αρ. 559/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας έχει ασκηθεί η υπ΄αρ. κατάθεσης ……… έφεση .

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 8 Αυγούστου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

                  Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         H  ΓPAMMATEAΣ