Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 494/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  494/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 24.5.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …….. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. και β) από 30.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …… και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …… και αφετέρου της εδρεύουσας στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.100/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 3.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 3.12.2014 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 11.12.2012 μέχρι τις 28.10.2014, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «Δ», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τις αναφερόμενες πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, περιλαμβανομένων και πλόων άγονης γραμμής, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 15 ώρες κατά μέσο όρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων πλόων άγονης γραμμής και δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2013 και 2014, μήτε του χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτά περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι ενός χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (21.502,23 €) για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το  υπόλοιπο ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (14.923,46 €), που αντιστοιχεί στα λοιπά αγωγικά κονδύλια συνολικά, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (4.996,80 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (8.832,81 €) για τις προαναφερθείσες λοιπές αιτίες συνολικά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επίσης η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 4.996,80 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως ναύτης, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 15 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία επτά ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκαπέντε ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση της περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, διότι δεν εξειδικεύονται σε αυτή οι διαφοροποιήσεις της απασχόλησης του εν πλω και στο κάθε λιμάνι, αλλά και σε σχέση με το εκάστοτε δρομολόγιο, που πραγματοποιούσε το πλοίο και αναφορικά με την κάθε χρονική περίοδο, ούτε συγκεκριμενοποιούνται οι ανάγκες του πλοίου, που επέβαλαν την υπερωριακή απασχόληση του, καθώς και τα ειδικότερα καθήκοντα του, μήτε ο ενάγων προσδιόρισε επακριβώς τις εργασίες, που εκτελούσε και την κατανομή τούτων εντός του 24ώρου, αλλά και πόση ήταν η διάρκεια κάθε εργασίας του, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011), της υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26-8-2013) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2013» και της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις  ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ε, προκειμένου για ναύτη αυτή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,38 € (με προσαύξηση 25%) και 10,05 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%  (ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351).

  1. V. Από την υπ’αριθμ……… ένορκη βεβαίωση του . ……, που συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικη Πειραιά, με την επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας (υπ’αριθ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), και την υπ’αριθμ……… ένορκη βεβαίωση του …….., εξετασθέντα εντός της προθεσμίας προσθήκης- αντίκρουσης μετά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της ένορκης βεβαίωσης του ενάγοντος, που προτάθηκε κατά τη συζήτηση, κατ’άρθρο 591 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, η οποία λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης τούτου και ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο απορριπτομένης της περί του αντιθέτου αιτίασης του εκκαλούντος-ενάγοντος, που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως ουσιαστικά αβάσιμης, οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «Δ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 9834 και του ενάγοντος, ……….., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 11-12-2012 έως 2-5-2013, οπότε και απολύθηκε λόγω αδείας, από 6-6-2013 έως 3-12-2013, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, από 7-1-2014 έως 7-6-2014, που απολύθηκε ομοίως και από 15-7-2014 έως 28-10-2014, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση των συμβληθέντων. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 3.117,21 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε αρχικά η από 31.3.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011), ενώ από 26-8-2013, αυτές καθορίζονταν από την από 6-6-2013 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26-8-2013) και από 24-6-2014 μέχρι την απόλυση του (28-10-2014) από εκείνη του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), σύμφωνα με την οποία παρέμειναν ως είχαν κυρωθεί με την προηγούμενη Σ.Σ.Ε. Σημειωτέον ότι στις Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2013 και 2014 αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1-1-2013 και 1-1-2014 αντίστοιχα, όμως ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που τις κύρωσε, ήτοι από 26-8-2013 και 24-6-2014 αντιστοίχως, διότι οι κανονιστικές αυτές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δεν μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια, τα οποία αφορούσαν και συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (άγονης γραμμής), από τον Πειραιά προς τα λιμάνια της Καλύμνου, της Κω και της Ρόδου, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις σε μικρότερα νησιά και λιμένες. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, με εξαίρεση τις παρακάτω σημειούμενες διαφοροποιήσεις, το πλοίο αυτό εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την κάθε ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης και συγκεκριμένα:

 

                                                1. Από 1.1.2013 έως 2.5.2013, 6.6.2013 έως 15.6.2013, 

                                                    28.6.2013 έως 6.7.2013 και 9.9.2013 έως 3.12.2013

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 7.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Καστελό-ριζο 10.40 11.00 Πειραι-άς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Ρόδος 14.40 16.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Τήλος 18.10 18.30  

 

Κως 05.10 05.40
Νίσυρος 19.40 20.00 Σύμη

 

08.00 08.15
Κως 21.20 21.50  

 

Ρόδος 09.40 15.00
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

Κως 18.55 19.25
 

 

Κάλυμνος 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
 

 

Λειψοί 23.40 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Κάλυμνος 01.00 01.20 Κως 01.20 01.50 Κάλυμνος  06.10 06.40
Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος 02.50 03.10 Κως 07.40 08.00
Νίσυρος  04.10   04.30  Πειραιάς 13.10 19.00 Νίσυρος 09.20 09.40
Τήλος  05.40   06.00  Αστυπά-λαια 03.30 03.50 Τήλος 10.50 11.10
Σύμη  07.30   07.45 Ρόδος 13.15
Ρόδος  09.10   10.00  

 

Καστελό-ριζο  13.40   14.00
Ρόδος 17.40 19.00
Σύμη 20.25 20.40
Τήλος 22.10 22.30
Νίσυρος 23.40 23.59
 

  1. Από 7.7.2013 έως 8.9.2013

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 02.10 07.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.50 01.05
Καστελό-ριζο 10.40 11.00 Πειραιάς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.45 15.00
Ρόδος 14.40 16.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Τήλος 18.10 18.30  

 

Κως 05.10 05.40
Νίσυρος 19.40 20.00 Σύμη

 

08.00 08.15
Κως 21.20 21.50  

 

Ρόδος 09.40 15.15
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη 16.40 16.55  

 

 

 

Κως 19.10 19.40
 

 

Κάλυμνος 20.40 20.55
 

 

Λέρος 22.40 22.55
 

 

Λειψοί 23.50 23.59

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
                   ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧΩΡΗΣ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ   ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ |           ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Κά            Kάλυμνος  01.00    01.20 Κως      01.20        01.50 Πειραιάς   08.00
                 Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος      02.50          03.10 Αστυπάλαια 16.30 16.50
                 Νίσυρος 04.10   04.30  Πειραιάς     13.10 Κάλυμνος 19.10 19.30
                Τήλος 05.40   06.00  

 

Κως 20.30 21.00
                Σύμη 07.30   07.45 Νίσυρος 22.15  22.35
                Ρόδος 09.10   10.00  

 

Τήλος 23.40 23.59
               Καστελό-      ριζ          ριζο 13.40   14.00
                Ρόδος 17.40 19.00
                Σύμη 20.25 20.40
                Τήλος 22.10 22.30
Ν             Νίσυρος 23.40 23.59

 

3.Από 7.1.2014 έως 28.2.2014

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 7.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Καστελό-ριζο 10.40 11.00 Πειραι-άς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Ρόδος 14.40 16.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Τήλος 18.10 18.30  

 

Κως 05.10 05.40
Νίσυρος 19.40 20.00 Σύμη

 

08.00 08.15
Κως 21.20 21.50  

 

Ρόδος 09.40 15.00
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

Κως 18.55 19.25
 

 

Κάλυμνος 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
 

 

Λειψοί 23.40 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
                 ΛΙΜΑΝΙ    ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ              ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡ
                Κάλυμνος 01.00 01.20 Κως 01.20 01.50 Κάλυμνος  06.10 06.40
Κως             Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος 01.50 02.10 Κως 07.40 08.00
                  Νίσυρος  04.10   04.30  Πειραιάς 13.10 19.00 Νίσυρος 09.20 09.40
                  Τήλος  05.40   06.00  Αστυπά-λαια 03.30 03.50 Τήλος 10.50 11.10
                  Σύμη  07.30   07.45 Ρόδος 13.15
                  Ρόδος  08.10   10.00  

 

                Καστελό

ριζο

 13.40   14.00
                 Ρόδος 17.40 19.00
                 Τήλος 21.10 21.30
                 Σύμη 22.10 22.30
                Νίσυρος 23.40 23.59

 

 

4.Από 1.3.2014 έως 7.6.2014  και 8.9.2014 έως 28.10.2014
 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 16.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Τήλος 18.10 18.30 Πειραι-άς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Νίσυρος 19.40 20.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Κως 21.20 21.50  

 

Κως 05.10 05.40
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη

 

08.00 08.15
 

 

Ρόδος 09.40 15.00
Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

 

 

 

Κως 18.55 19.25
 

 

Κάλυμνος 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
 

 

Λειψοί 23.40 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
                ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ           | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
                  Κάλυμνο   01.00     01.20 Κως 01.20      01.50 Κάλυμνος  06.10 06.40
                  Κως 02.20     02.50 Κάλυμνος 02.50        03.10 Κως 07.40 08.00
                   Νίσυρος   04.10      04.30  Πειραιάς 13.10 19.00 Νίσυρος 09.20 09.40
                  Τήλος  05.40   06.00  Αστυπά-λαια 03.30 03.50 Τήλος 10.50 11.10
                  Σύμη  07.30   07.45 Ρόδος 13.15
                  Ρόδος  09.10   19.00  

 

                 Σύμη 20.25 20.40
                Τήλος 22.10 22.30
                 Νίσυρο  23.40 23.59

 

5.Από 15.7.2014 έως 7.9.2014
 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 02.10 16.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Τήλος 18.10 18.30 Πειραι-άς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Νίσυρος 19.40 20.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Κως 21.20 21.50  

 

Κως 05.10 05.40
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη

 

08.00 08.15
 

 

Ρόδος 09.40 15.00
Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

 

 

 

Κως 18.55 19.25
 

 

Κάλυμνος 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
 

 

Λειψοί 23.40 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
             ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ                  | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Κ       Κάλυμνος 01.00 01.20 Κως 01.20 01.50 Πειραιάς 08.00
               Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος 02.50 03.10 Αστυπά-λαια 16.30 16.50
               Νίσυρος  04.10   04.30  Πειραιάς 13.10 Κάλυμνος 19.10 19.30
              Τήλος  05.40   06.00 Κως 20.30 21.00
              Σύμη  07.30   07.45 Νίσυρος 22.15   22.35
              Ρόδος  09.10   19.00  

 

Τήλος 23.40 23.59
              Σύμη 20.25 20.40
              Τήλος 22.10 22.30
             Νίσυρος 23.40 23.59

 

 

 

Παρεκτός, στις 2.3.2013, ημέρα Σάββατο, το πλοίο της εναγόμενης μετά την επιστροφή του στον Πειραιά την 13.30 δεν εκτέλεσε άλλο δρομολόγιο. Στις 3.3.2013, ημέρα Κυριακή, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά την 08.00πμ και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Αστυπάλαια (17.30 – 17.50) – Κάλυμνο (20.10- 20.30) – Νίσυρο (23.15 – 23.35)­ – Τήλο (00.40 – 01.00 της Δευτέρας 4.3.2013) και ακολούθως κατέπλευσε στην Ρόδο στις 4.10. Από 15.6.2013 έως και 28.6.2013 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο. Στις 10.10.2013, ημέρα Πέμπτη, αναχώρησε από Πειραιά στις 15.00 προς Πάρο (20.15-20.35) – Κάλυμνο (02.20-02.50) – Κω (03.50-04.10) –Νίσυρο (05.30-05.50) – Τήλο (07.05-07.25) –Σύμη (09.00-09.15) –Ρόδο (10.45-12.00) –Καστελόριζο (15.40 της επομένης), ενώ την Παρασκευή 11.10.2013 αναχώρησε από Καστελόριζο στις 16.00 προς Ρόδο (19.50-21.00) – Σύμη (22.25-22.40) –Τήλο (00.10-00.30) – Νίσυρο (01.40-02.00) –Κω (03.20-03.50) – Κάλυμνο (04.50-05.10) και επέστρεψε στον Πειραιά το Σάββατο 12.10.2013 στις 15.10.  Στις 14.10.2013, ημέρα Δευτέρα, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο την 16.00μμ και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Τήλο (18.10 – 18.30) – ­Νίσυρο (19.40 – 20.00) – Κω (21.20 – 21.50) – Κάλυμνο (22.50 – 23.10) ­Αστυπάλαια (01.30 – 01.50 της επομένης) – Πάρο (06.50 – 07.05) – Πειραιά (12:10). Στις 16.10.2013, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 15.15 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (16.40 – 16.55) – ­Κω (19.10 – 19.40) – Κάλυμνο (20.40 – 20.55) – Λέρο (22.40 – 22.55) ­- Λειψούς (23.50 – 23.59) – Πάρο (05.20 – 05.35 της επομένης) – Πειραιά (10.35). Στις 19.10.2013, ημέρα Σάββατο, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 19.00 εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο προς Νάξο (00.40-00.55 της επομένης), Αστυπάλαια (05.15-05.35) – Κάλυμνο (08.00­-8.20) – Κω (09.20-09.50) – Νίσυρο (11.05-11.25) -Τήλο (12.30­-12.50) – Ρόδο (15.30). Την 1.11.2013, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο την 19.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (20.25-20.40) – Τήλο (22.10-22.30) – Κω (1.20-1.50 της επομένης) – Κάλυμνο (02.50-03.10) – Τήνο (08.40-08.55) – Πειραιά (13.30). Στις 3.11.2013, ημέρα Κυριακή, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Τήνο (12.40-12.55) – Αστυπάλαια (17.30-17.50) – Κάλυμνο (20.10- 20.30) – Κω (21.30-22.00) – Νίσυρο (23.15-23.35) – Τήλο (00.40-01.00 της επομένης) – Ρόδο (04.10). Στις 9.11.2013, ημέρα Σάββατο, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 19.00 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο: Αστυπάλαια (03.30-03.50 της επομένης) – Κάλυμνος (06.10- 06.40) – Κως (07.40-08.00) – Νίσυρος (09.20-09.40) -Τήλος (10.50 – 11.10) – Σύμη (12.40 – 13.00)- Ρόδος (14.25). Στις 27.11.2013, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από την Ρόδο στις 20.00 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο: Σύμη (21.25-21.40) – Κως (23.55-00.25 της επομένης) – Κάλυμνος (01.25 – 01.45) – Λέρος (03.30-03.45) – Λειψούς (04.40-04.55) – Πάτμος (05.45-06.00) – Πειραιάς (14.40). Στις 28.11.2013, ημέρα Πέμπτη, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 17.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Κάλυμνο (03.00-03.20 της επομένης)- Κω (04.20-04.50) – Νίσυρο (06.10-06.30) – Τήλο (07.40 – 08.00) – Σύμη (09.30-09.45) – Ρόδο (11.10). Στις 29.11.2013, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο αναχώρησε από την Ρόδο 21.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (22.25- 22.40) -Τήλο (00.10-00.30 της επομένης) – Νίσυρο (01.40-02.00) – Κω (03.20- 03.50) – Κάλυμνο (04.50-05.10) – Πειραιά (15.10). Ενώ, τις Κυριακές 4.8.2013 και 11.8.2013, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08.00 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο: Πάρο (13.15-13.40) – Νάξο (14.35-14.55) – ­Αστυπάλαια (18.40-19.00)- Κάλυμνο (21.30-21.50) – Κω (22.50-23.10) ­Νίσυρο (00.40-01.00 της επομένης) – Τήλο (02.10-02.30) – Ρόδο (04.50). Τις Παρασκευές 16.8.2013 και 23.8.2013, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 19.00 και εκτέλεσε  δρομολόγιο προς Σύμη (20.25-20.40) – Τήλο (22.10-22.30) ­Νίσυρο (23.40-23.59) – Κω (1.20-1.50 της επομένης) – Κάλυμνο (02.50-03.10) – ­Νάξο (08.20-08.50) – Πάρο (09.45-10.15) – Πειραιά (15.30). Στις 14.8.2013, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 15.15  και εκτέλεσε το εξής δρομολόγιο: Σύμη (16.40 – 16.55) – Νίσυρος (18.45-19.00)- Κως (20.15-20.45) ­Κάλυμνος (21.40 – 22.00) – Λέρος (23.45 – 00.05 της επομένης) – Λειψοί (01.00 – 01.15) – Πάτμος (02.00 – 02.20) – Πειραιάς (10.50). Περαιτέρω, στις 29.01.2014 ημέρα Τετάρτη, το ως άνω πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 19.00 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο: Σύμη (20.25-20-40) – Κως (22.55-23.25) – Κάλυμνος (00.25­-00.45 της επομένης) – Λέρος (02.30-02.45) – Λειψοί (03.40-03.55) – Πάτμος (04.45-­05.00) – Πειραιάς (13.40). Ενώ στις 16.3.2014, ημέρα Κυριακή, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08.00 και εκτέλεσε τροποποιημένο δρομολόγιο προς: Αστυπάλαια (16.30-16.50) – Κάλυμνο (19.10.-19.30) – Κω (20.30-21.00) – Νίσυρο (22.15-22.35) – ­Τήλο (23.40 – 23.59)- Ρόδο (02.10 της επομένης). Στις 18.4.2014, Μ.Παρασκευή, μέχρι την 20.4.2014, Κυριακή του Πάσχα, το πλοίο της εναγομένης δεν εκτέλεσε τα τακτικά δρομολόγια του από Καστελόριζο προς Ρόδο και από Πειραιά προς Αστυπάλαια. Στις 21.4.2014, ημέρα Δευτέρα του Πάσχα, το πλοίο της εναγομένης αναχώρησε από την Ρόδο στις 16.00 και εκτέλεσε τροποποιημένο δρομολόγιο προς: Τήλο (18.50-19.10) – Νίσυρο (20.15­-20.35) – Κω (21.55-22.25) – Κάλυμνο (23.25-23.45) – Αστυπάλαια (02.20-02.40 της επομένης) – Πάρο (07.20-07.45) – Πειραιά (13.00). Στις 22.4.2014 ημέρα Τρίτη, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 16.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Πάτμο (00.40-00.55 της επομένης) – Λειψούς (01.45-02.00) – Λέρο (02.55 -03.10) – Κάλυμνο (04.50-05.10) – Κω (06.10-06.40) – Σύμη (09.00- 09.15) – Ρόδο (10.40). Στις 23.4.2014, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από την Ρόδο στις 15.00 και εκτέλεσε το εξής δρομολόγιο : Σύμη (16.25-­16.40) – Νίσυρος (18.35-18.50) – Κως (20.10-20.40) – Κάλυμνος (21.40­-22.00) – Λέρος (23.45-00.05 της επομένης) – Λειψοί (01.00 – 01.20) – Πάτμος (02.10-02.30) – Πειραιάς (11.30). Στις 29.9.2014, ημέρα Δευτέρα, αναχώρησε από την Ρόδο στις 16.00 μ.μ. και εκτέλεσε δρομολόγιο προς: Τήλο (18.10-­18.30) – Νίσυρο (19.40-20.00) – Κω (21.20-21.50) – Κάλυμνο (22.50-­23.10) – Αστυπάλαια (01.30-01.50 της επομένης) – Τήνο (06.20-06.35) – Πειραιά (11.10). Επίσης, τις Πέμπτες 24.7.2014, 31.7.2014, 7.8.2014 και 14.8.2014, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15.00 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο: Πάτμος (23.40­-23.55) – Λέρος (01.00-01.15 της επομένης) – Κάλυμνος (02.25 – 02.45) – Κως (03.45 – 04.15) – Νίσυρος (05.40-06.00) – Τήλος (07.10 – 07.30) – Σύμη (09.10 ­09.30) – Ρόδος (11.00). Στις 25.7.2014, 1.8.2014 και 8.8.2014, Παρασκευές, αναχώρησε από την Ρόδο στις 21.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (22.25-22.40) – Τήλο (00.10 – 00.30) – Νίσυρο (01.40-02.00) – Κω (03.20-03.50) – Κάλυμνο (04.50-05.10) – Πειραιά (15.10). Στις 27.7.2014, ημέρα Κυριακή, το πλοίο της εναγομένης αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Πάρο (13.15-13.40) – Νάξο (14.35 – 14.55) – Αστυπάλαια (18.40-19.00) – Κάλυμνο (21.30-21.50) – Κω (22.50-23.10) – Νίσυρο (00.40-01.00 της επομένης) – Τήλο (02.10 – 02.30) – Ρόδο (04.50). Στις 13.8.2014, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο της εναγομένης αναχώρησε από την Ρόδο στις 15.00 και εκτέλεσε τροποποιημένο δρομολόγιο προς Σύμη (16.25-16.40) – Νίσυρο (18.30-18.45) – Κω (20.00-20.30) – Κάλυμνο (21.25-21.40) – Λέρο (23.30-23.45) – Λειψούς (00.45-01.00 της επομένης) – Πάρο (09.45-10.15) – Πειραιά (15.30). Στις 15.8.2014, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο αναχώρησε από την Ρόδο στις 21.00 με τροποποιημένο δρομολόγιο προς Σύμη (22.25-22.40) – Τήλο (00.10- 00.30 της επομένης) – Νίσυρο (01.40-02.00) – Κω (03.20-03.50) – Κάλυμνο (04.50 – 05.10) – Νάξο (10.20- 10.50) – Πάτμο (01.45-02.10) – Πειραιά (10.40). Τέλος, στις 22.8.2014, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο αναχώρησε από την Ρόδο στις 19.00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (20.25-20.40) – Τήλο (22.10- 22.30) – Νίσυρο (23.40-23.59) – Κω (01.20-01.50 της επομένης) – Κάλυμνο (02.50 -03.10) – Νάξο (08.20- 08.50) – Πάρο (09.45-10.15) – Πειραιά (15.30). Επιπλέον, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα του έτους 2014 το εν λόγω πλοίο κάθε Δευτέρα εκτελούσε δρομολόγιο από Ρόδο (07.00) για Καστελόριζο (10.40-11.00) και επιστροφή στην Ρόδο (14.40), ενώ κάθε Παρασκευή από Ρόδο (10.00) για Καστελόριζο (13.40-14.00) με επιστροφή στην Ρόδο (17.40). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το πλοίο δεν πραγματοποίησε καθόλου δρομολόγια τις παρακάτω ημερομηνίες, είτε λόγω απαγορευτικού ένεκα δυσμενών καιρικών συνθηκών, είτε λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο., ή ένεκα ακινησίας για εργασίες ετήσιας επιθεώρησης και επισκευών και συγκεκριμένα στις 1.1.2013, 17.1.2013 (Πέμπτη), 18.1.2013 (Παρασκευή), το διάστημα από 31.1.2013 έως 5.2.2013 (απεργία Π.Ν.Ο.), στις 21.3.2013 (Πέμπτη), την αργία της 25ης.3.2013, στις 26.3.2013 (Τρίτη), 6.4.2013 (Σάββατο), 8.4.2013 (Δευτέρα), 16.4.2013 (Τρίτη), 17.4.2013 (Τετάρτη), το χρονικό διάστημα από 15-6-2013 έως 28-6-2013 (εργασίες δεξαμενισμού), στις 6.7.2013 (Σάββατο), 2.11.2013 (Σάββατο), στις 3.12.2013 (Τρίτη), 15.3.2014 (Σάββατο), 1.4.2014 (Τρίτη), 2.4.2014 (Τετάρτη), 19.4.2014 (Μ.Σάββατο), 20.4.2014 (Κυριακή Πάσχα), 1.5.2014, 2.5.2014 (Παρασκευή) και το χρονικό διάστημα από 10-5-2014 έως 6-6-2014 (εργασίες ετήσιας επιθεώρησης-επισκευές). Όσον αφορά τις λοιπές ημερομηνίες που εξαιρεί η εκκαλουμένη [22.2.2013, 8.3.2013, 15.3.2013, 4.10.2013, 18.10.2013, 22.11.2013, 2.12.2013 και 3.3.2014 (καθημερινές) και τις αργίες 18.4.2014 (Μ.Παρασκευή) και 21.4.2014 (Δευτέρα του Πάσχα)], δεν αποδείχθηκε ότι το πλοίο δεν πραγματοποίησε κανένα δρομολόγιο, αλλά ότι το πλοίο δεν εκτέλεσε μόνο κάποια μεμονωμένα δρομολόγια και συγκεκριμένα από Ρόδο για Καστελόριζο και από Καστελόριζο για Ρόδο, κατά την βάσιμη αιτίαση του εκκαλούντος-ενάγοντος, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), είτε σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες ανά 24ωρο, είτε ως ημερεργάτης (dayman/ντεϊμάνης), απασχολούμενος ακόμα και ως ναύτης βάρδιας, εκτός από τις φυλακές γέφυρας και καταπέλτη και τις περιπολίες στο πλοίο, ακόμα και πριν την έναρξη της βάρδιας του είτε μετά τη λήξη της, με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες καθαριότητας του χώρου τούτου, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά και της Ρόδου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο δεκαπέντε λεπτά πριν τον κατάπλου και άλλα 15-20 λεπτά κατά την διαδικασία κατάπλου και απόπλου στο εκάστοτε λιμάνι, πλην του Πειραιά, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας καταστρώματος, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), ένας ναύκληρος, δυο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.  Σημειωτέον ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 15-6-2013 μέχρι 28-6-2013 και από 10-5-2014 μέχρι 6-6-2014, που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο και διενεργούνταν εργασίες ετήσιας επιθεώρησης και επισκευών, ο ενάγων απασχολούνταν επί οκταώρου στην εκτέλεση τέτοιων εργασιών μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό καταστρώματος, που υπηρετούσε στο πλοίο και δεν πραγματοποιούσε υπερωρίες. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσε ενόρκως τόσο ο μάρτυρας του, ………, ενώπιον του Ειρηνοδικη Πειραιά, συντασσομένης της υπ’αριθμ……….. ένορκης βεβαίωσης, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως ναύκληρος, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, ………., συντασσομένης της υπ’αριθμ…. ένορκης βεβαίωσης, ύπαρχος στο εν λόγω πλοίο για μικρά διαστήματα κατά το έτος 2013 και 2014 και εξακολουθεί να απασχολείται σ’αυτό, διαφοροποιούνται όμως ως προς την χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας, κυρίως με το επιχείρημα εκ μέρους του δεύτερου της σύντομης παραμονής του πλοίου στα ενδιάμεσα λιμάνια, που όμως δεν αποτελεί αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο για την μη ύπαρξη ανάγκης υπερωριακής εργασίας, ενόψει των εκτιθέμενων περιστάσεων, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με την πρώτη εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει  άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη.  Αμφότερες οι μαρτυρίες αυτές  λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής.

Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δεκατρείς (13) ώρες και όχι δεκαπέντε (15) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές πέντε (5) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δεκατρείς (13) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, για πενήντα εννέα (59) ώρες ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας καθ’ όλες τις ημέρες, καθημερινές και εργάσιμες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δεκατρείς (13) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ως άνω εφαρμοζομένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούνται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,38 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,05 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του εξαιρουμένων των προαναφερομένων ημερών, που το πλοίο δεν εκτέλεσε καθόλου δρομολόγια, λόγω καιρού ή απεργίας της Π.Ν.Ο. ή ακινησίας ένεκα δεξαμενισμού και επισκευών, οπότε είτε δεν εργάστηκε καθόλου, περιλαμβανομένων των σημειωμένων αργιών, είτε δεν απασχολήθηκε πέραν του οκταώρου, ήτοι από 1-1-2013 έως 2-5-2013, από 6-6-2013 έως 3-12-2013, από 7-1-2014 έως 7-6-2014 και από 15-7-2014 έως 28-10-2014, που απολύθηκε οριστικά, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 338 καθημερινών και 72 Κυριακών, δηλαδή 410 ημερών  Χ 5 ώρες υπερωρίας = 2.050 ώρες Χ 8,38 ευρώ το ωρομίσθιο = 17.179 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 65 Σαββάτων και 15 αργιών και συνολικά 80 ημερών Χ 13 ώρες υπερωρίας = 1.040 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 10.452 ευρώ + 12 ημέρες (11 Σάββατα + 1 αργία: 29.5.2014 Αναλήψεως, που αντιστοιχούν στα ανωτέρω διαστήματα ετήσιου δεξαμενισμού – διενέργειας επισκευών και μη εκτέλεσης πλόων, λόγω καιρού) Χ 8 ώρες υπερωρίας = 96 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 964,80 ευρώ και συνολικά 11.416,80 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 28.595,80 ευρώ (17.179 ευρώ + 11.416,80 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 17.644,64 (9.157,76 + 8.486,88) ευρώ, όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας και όχι τα ποσά των 10.247,33 ευρώ και 9.496,60 ευρώ αντίστοιχα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 10,951,16 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, δικαιούνταν ο ενάγων, το συνολικό ποσό των 9.912,46 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο μερικώς δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος.

  1. VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 29-6-2013, 7-1-2014, 27-3-2014 και 8.4.2014 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθη ο υπ’αριθμόν 4 όρος στην πρώτη και οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι στις λοιπές με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από τον Ιανουάριο 2013 μέχρι και τον Οκτώβριο 2014, διάφορα χρηματικά ποσά, αφενός με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.857,34 ευρώ και αφετέρου με την αιτιολογία «ρολόγια ναυτών», ανερχόμενα στο σύνολο σε 2.058,35 ευρώ, όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας και συνολικά, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα κατέβαλε στον ενάγοντα, ως επιμίσθιο, το ποσό των 4.915,69 ευρώ. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, ενόψει του ότι η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι οι χρηματικές παροχές, ως έκτακτες αμοιβές, αφορούσαν αμοιβές για εργασίες, που εκτέλεσε στο πλοίο ο ενάγων, τις οποίες μάλιστα ουδόλως προσδιορίζει και για τις οποίες προβλεπόταν έκτακτη αμοιβή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα ανωτέρω  ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος και συνεπώς, πρέπει να καταλογιστούν στην οφειλόμενη σ’αυτόν πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 4.915,69 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 6.035,47 ευρώ (10,951,16 – 4.915,69), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του στις 28-10-2014. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των ανωτέρω καταβαλλομένων επιμίσθιων ποσών με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως δέχθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου, ως αβασίμου, του περί του αντιθέτου τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος.

VII. Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε του έτους 2011 ορίζεται: «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, το προβλεπόμενο, σ’ αυτήν επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας των ναυτικών, που συμμετέχουν σ’ αυτά, δεν υπολογίζεται μηνιαίως, αλλά εβδομαδιαίως και χορηγείται, πλήρες για απασχόληση επί επτά ημέρες την εβδομάδα, αναλόγως μειούμενο για λιγότερες ημέρες (εβδομαδιαίας) απασχόλησης τους. Έτσι, στην περίπτωση, που η απασχόληση του ναυτικού στα προαναφερθέντα δρομολόγια επαναλαμβάνεται σε περισσότερες της μιας εβδομάδος, εντός του ιδίου μηνός, το εν λόγω επίδομα υπολογίζεται προσαυξημένο, σε ποσοστό, ανάλογο με τις ημέρες της εβδομαδιαίας απασχόλησης του σ’ αυτά, διότι υπό την αντίθετη, εσφαλμένη κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, εκδοχή θα προέκυπτε το  άνισο και άρα, άτοπο και μη προσήκον στην ως άνω διάταξη, αποτέλεσμα να αμείβονται, αδιακρίτως, με το ίδιο ποσοστό αμοιβής (7%) μηνιαίως τόσο οι ναυτικοί που συμμετέχουν σε τέτοια δρομολόγια επί μία εβδομάδα (7/7) μηνιαίως, όσο και αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτά, για περισσότερες από επτά ημέρες ή, ακόμη, και όλες τις ημέρες στον ίδιο μήνα. Συνεπώς, το ως άνω ποσοστό επιδόματος, μειούμενο αναλόγως, όπως προαναφέρθηκε, χορηγείται και υπολογίζεται για εβδομαδιαία και όχι μηνιαία απασχόληση των ναυτικών σε δρομολόγια άγονων γραμμών (ΕφΠειρ 200/2016, ΕφΠειρ 369/2013, ΕφΠειρ 488/2012, ΕφΠειρ 1128/2006).  Εξάλλου, με το άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε του έτους 2013, ο προαναφερθείς τρόπος υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος μεταβλήθηκε και καθορίσθηκε ότι αυτό υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση σε γραμμές δημοσίας υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες και για απασχόληση επί ολιγοτέρων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογικώς.  Σημειωτέον ότι στην τελευταία Σ.Σ.Ν.Ε. (έτους 2013) αναγράφεται ότι αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την 1-1-2013, όμως ανεξαρτήτως του εάν οι διάδικοι είναι μέλη των οργανώσεων, που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της, αυτή δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα (26-8-2013) δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε, διότι η τελευταία κανονιστική διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895). Μάλιστα, ενόψει του ότι με τη Σ.Σ.Ν.Ε. τίθενται κανόνες που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών περισσοτέρων ατομικών συμβάσεων εργασίας, ούτε τα σχετικώς συμβληθέντα μέρη έχουν την εξουσία να ορίσουν προγενέστερο χρονικό σημείο ισχύος της Σ.Σ.Ν.Ε., διότι, ο κανόνας δικαίου ισχύει για το μέλλον και μόνον ειδική διάταξη νόμου μπορεί να παράσχει στα συμβληθέντα μέρη την εξουσία της αναδρομικής ρυθμίσεως, όμως, όπως προεκτέθηκε, τέτοια νομοθετική διάταξη δεν υφίσταται (Α. Καρδαρά ΔΕΕ 2008 σελ. 447). Ειδικότερα, το νομοθετικό πλαίσιο, εντός του οποίου συνάπτονται οι Σ.Σ.Ν.Ε., εξακολουθούν να αποτελούν, λόγω της ιδιομορφίας της ναυτικής εργασίας, οι διατάξεις του  α.ν.3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία». Μάλιστα, οι τελευταίες διατάξεις ίσχυαν και υπό το καθεστώς του ν.3239/1955 «περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κ.λ.π.», ο οποίος, στο άρθρο 41 παρ. 3, ρητώς όριζε ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, συνθηκών και αμοιβής εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας, το ίδιο δε ισχύει και υπό το καθεστώς του ν.1876/1990,  ο οποίος ναι μεν δεν περιέχει ρητή διάταξη, όπως η προαναφερθείσα (άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 3239/1955), όμως από την εν γένει διατύπωση και το πνεύμα του ευθέως συνάγεται ότι δεν εφαρμόζεται για τους εργαζόμενους στην εμπορική ναυτιλία (ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000 967).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σχετικό έγγραφο της Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας & Αιγαίου, σε συνδυασμό με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε μεταξύ άλλων επιδοτούμενα δρομολόγια, δυνάμει των οικείων συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων γραμμών) προς εξυπηρέτηση των εξής δρομολογιακών γραμμών: α) Πειραιάς – Πάτμος -Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος μετ’επιστροφή, β) Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος, μετ’επιστροφή, γ) Ρόδος – Καστελόριζο – Ρόδος και δ)Πειραιάς – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος μετ’επιστροφή. Ειδικότερα, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα σε σχέση με τις περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος : α) από 1.1.2013 έως 2.5.2013 και από 7.6.2013 έως 26.8.2013 (δημοσίευση ΣΣΝΕ έτους 2013), μετ’αφαίρεση εκείνου που ήταν ακινητοποιημένο για εργασίες ετήσιας επιθεώρησης (15.6.2013 έως 28.6.2013) και των ανωτέρω ημερών, που δεν εκτέλεσε πλόες, δρομολόγια «άγονης γραμμής» και τις επτά ημέρες της κάθε εβδομάδος, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται για το εν λόγω ειδικό επίδομα το συνολικό ποσό των  1.702,24 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7%  Χ  21 επταήμερα) και β) από 26.8.2013 έως 3.12.2013, από 7.1.2014 έως 7.6.2014 και από 15.7.2014 έως 28.10.2014, μετ’αφαίρεση του διαστήματος, που ήταν ακινητοποιημένο τελώντας εργασίες ετήσιας επιθεώρησης (10.5.2014 έως 6.6.2014) και των προαναφερθέντων ημερών, που δεν εκτέλεσε πλόες, δρομολόγια «άγονης γραμμής» ομοίως και τις επτά ημέρες της κάθε εβδομάδος, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 937,85 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7%  Χ  11,57 μήνες) και συνολικά 2.640,09 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 1.067,27 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά ποσού 1.572,82 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της συγκεκριμένης οφειλής (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί του επιδόματος γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι για την εν λόγω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 1.518,53 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο συναφής πέμπτος λόγος της έφεσης  της εναγομένης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως  ουσιαστικά βάσιμος.

VIII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010 και 2011, που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του (ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝΔ 2012 19, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ., ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 111/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ540/2006 ΕΝΔ 2006 363, ΕφΠειρ 148/2006, ΕφΠειρ 768/2005, ΕφΠειρ 740/2005, ΕφΠειρ 245/2003 αδημ.). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝΔ 2012 107, ΕφΠειρ 34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 768/2005 αδημ.). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για τα δρομολόγια «εξπρές» δικαιούνται  πρόσθετης αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο  ή 1/60ο  ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ετών 2013 και 2014, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών και συγκεκριμένα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 10.20, 09.40 και 13.10 αντίστοιχα και αναχωρούσε για το επόμενο ταξίδι στις 15.00, 15.00 και 19.00 αντιστοίχως, πλην των Σαββάτων του χρονικού διαστήματος από 15.7.2014 μέχρι 7.9.2014, που παρέμενε στο ίδιο λιμάνι μέχρι το πρωί της Κυριακής, το δε άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα ανέρχεται συνολικά σε 183,13 ώρες, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη και επομένως, κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 των εφαρμοζομένων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2011 και 2013, πραγματοποίησε 22,89 «εξπρές» δρομολόγια (183,13 : 8) κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένης της αιτίασης της εναγομένης, που διαλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης της περί μη νόμιμου υπολογισμού των εξπρές δρομολογίων, ως αβάσιμης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 4.645,15 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,30 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €) + 1.551,59 € μέσος όρος υπερωριών (28.595,80  € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 18,43 μήνες) + 143,24 € μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (2.640,09 € : 18,43 μήνες) +  242,04 € μέσος όρος αμοιβής έχμασης οχημάτων (4.460,93 € : 18,43 μήνες) + 155,03 € μέσος όρος έκτακτων αμοιβών (2.857,34 € : 18,43 μήνες  ) + 111,68 € μέσος όρος επιδόματος ρολογιών (2.058,35 € : 18,43 μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.544,05 ευρώ (4.645,15 € Χ 1/30 = 154,83 € Χ 22,89 δρομολόγια εξπρές). Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 1.987,07 ευρώ, όπως ο ίδιος παραδέχεται και προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και, κατά συνέπεια, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 1.556,98 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα, το ποσό των 1.688,54 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις αποδοχές του ενάγοντος την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής σε 1.708.08 ευρώ και του επιδόματος άγονης γραμμής σε 160,27 ευρώ,   έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει βάσιμους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένων  τούτων, όπως και του τέταρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ως αβασίμων, σχετικά με τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών προς εύρεση της κρινόμενης αμοιβής, όπως και των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή απασχόληση και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις, συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος ιματισμού και μη συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας αντιστοίχως.

  1. IX. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α)η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β)η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ)το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ναύτη, ανέρχονταν, ως προεκτέθηκε, στο ποσό των 4.645,15 ευρώ και με συνυπολογισμό και της αναλογίας της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, εφόσον καταβαλλόταν παγίως και σταθερά, ανερχομένης σε 192,29 ευρώ (3.544,05 ευρώ : 18,43 μήνες), τελικά στο ποσό των 4.837,44 ευρώ.   Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2013, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή μηνιαίος μισθός 4.837,44 ευρώ : 2 = 2.418,72 ευρώ Χ 1/15 = 161,24 ευρώ Χ 15 8ήμερα = 2.418,60 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 1.180,07 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης,  που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και όχι το ποσό των 694,62 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 1.238,53 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 3.664,79  ευρώ (4.837,44 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 386,99 Χ 9,47 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.800,94 ευρώ, κατά το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και όχι το ποσό των 1.042,17 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.863,85 ευρώ, γ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2014, το ποσό των 2.257,36 ευρώ (4.837,44  ευρώ : 2 = 2.418,72 ευρώ Χ 1/15 = 161,24 ευρώ Χ 14 8ήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.156,53 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και όχι το ποσό των 679,40 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.100,83 ευρώ και δ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 2.890,81  ευρώ (4.837,44€ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 386,99  Χ 7,47 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.420,89 ευρώ, κατά το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και όχι το ποσό των 836,37 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.469,92 ευρώ και συνολικά 5.673,13 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών: α) Πάσχα 2013 και 2014 τα ποσά των 1.228,48 ευρώ και 1.090,79 ευρώ αντίστοιχα και β) Χριστουγέννων 2013 και 2014 τα ποσά των 1.848,60 ευρώ και 1.457,87 ευρώ αντίστοιχα, λαμβάνοντας, ως μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής, το ποσό των 1,708,08 ευρώ και επιδόματος άγονης γραμμής το ποσό των 160,27 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει βάσιμους τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένων  τούτων, ως αβασίμων, σχετικά με τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις, συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος ιματισμού και μη συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας αντιστοίχως.

  1. X. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, όπως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα μόνο από την κατάθεση του μάρτυρα του, συνεπεία της εγγενούς αοριστίας της στο ζήτημα αυτό, εφόσον αυτός καταθέτει γενικά ότι «άδειες διανυκτέρευσης δεν δίνονταν τα τελευταία χρόνια, παρά μόνο κατ’εξαίρεση..», που σημαίνει ότι δίνονταν κάποιες άδειες διανυκτέρευσης, συνάμα όμως δεν διευκρινίζει τί ακριβώς συνέβαινε με τον ενάγοντα και αν αυτός διανυκτέρευε εκτός ή εντός του πλοίου κατ’επιλογή του ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πλοίο, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, δεδομένου ότι ούτε ο ίδιος ο ενάγων υποστηρίζει ότι εκτελούσε νυκτερινές βάρδιες, λαμβανομένου υπόψη ότι το ελεύθερο υπηρεσίας πλήρωμα διανυκτέρευε εκτός του πλοίου, εφόσον το επιθυμούσε, αλλιώς μπορούσε να διανυκτερεύσει εντός αυτού, η δε μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτου, το σχετικό αγωγικό κονδύλι παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού πέμπτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Τέλος, η ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, απορριπτομένου του κρινόμενου έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

  1. XI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.996,80 ευρώ και αναγνώρισε ότι υποχρεούται επιπλέον να του καταβάλλει το ποσό των 8.832,81 ευρώ, κατά τους σχετικούς μερικά βάσιμους αντίστοιχα λόγους των εφέσεων των εκκαλούντων διαδίκων, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι ένδικες εφέσεις, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εκκαλούσα, αφενός να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο το ποσό των 6.035,47 ευρώ, ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 8.802,93 ευρώ, για τις λοιπές ως άνω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2014 ποσού 1.469,90 ευρώ, που δεν είχε καταστεί τότε ληξιπρόθεσμο, ούτε κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής και κατέστη τοκοφόρο από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του, ήτοι από 1.1.2015. Όσον αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελικώς επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μεγαλύτερο του καταβληθέντος, σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.100/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 3.12.2014 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των έξι χιλιάδων τριάντα πέντε  και  σαράντα επτά λεπτών (6.035,47) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων δύο και ενενήντα τριών λεπτών (8.802,93) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2014, ποσού   1.469,90 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1η.1.2105.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν  το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εκκαλούσα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 7 Αυγούστου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ