Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 181/2019

Αριθμός     181/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-6-2017 (γεν. αρθ. καταθ. ….., ειδ. αριθ. καταθ. …..) έφεση του ενάγοντος της από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …..) αγωγής και εναγομένου της από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 394/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές κατά την τακτική διαδικασία καθώς έχει ασκηθεί στις 15-6-2017, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 24-5-2017 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. επί της εκκαλουμένης) και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχει κατατεθεί το οριζόμενο παράβολο σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ. όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Α.Κ., θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως απάτη, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386,361, 362 και 363 του Π.Κ.. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητα του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο αρθρ. 367 παρ. 1 του Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος, αφού οι διατάξεις των αρθρ. 361-367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικώς για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του Π.Κ.) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 389/16). Επίσης κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ο λ. Α.Π. 17/95, Ο λ. Α.Π. 62/90). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ. Α.Π. 62/90), το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 1321/2014, Α.Π.321/2002).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι με τον εκκαλούντα διατηρούσε ερωτικό δεσμό από το έτος 2000 και ότι στις 8-5-2010 και άσκησε σε βάρος της σωματική βία κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο προκαλώντας στην τελευταία τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες και επιπλέον την εξύβρισε με λόγο και έργο όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή της. Ζητούσε, εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εκκαλούντος, να υποχρεωθεί ο τελευταίος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 49.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ για το οποίο η εφεσίβλητη επιφυλάσσεται για να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα σε σχετική ποινική δίκη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Περαιτέρω, ο εκκαλών με την από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη με το περιεχόμενο της παραπάνω αγωγής της περιέλαβε εν γνώσει της γεγονότα ψευδή ως αληθινά τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εκκαλούντος με την διάδοσή τους ενώπιον τρίτων. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του , κατά το μέρος που εκκαλείται η απόφαση, να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, το ποσό των 20.000 ευρώ από το οποίο αφαιρεί το ποσό των 50 ευρώ για το οποίο επιφυλάσσεται για να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική ποινική δίκη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε νόμιμες τις παραπάνω αγωγές στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932 του ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 περ. δ και 1047 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. στη συνέχεια αφού διέταξε την συνεκδίκασή τους, απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ….) αγωγή επιβάλλοντας σε βάρος του εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή υποχρεώνοντας τον εκκαλούντα να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 1.500 ευρώ και επέβαλλε σε βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης την οποία όρισε στο ποσό των 350 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή του ο εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που εκκαλείται, να απορριφθεί η από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγή και να γίνει δεκτή η από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή καθώς και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων εκτός από την με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που επαναπροσκομίζεται από τον εκκαλούντα και η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον δεν αποδεικνύεται προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είχαν συνάψει ερωτικό δεσμό τουλάχιστον από το έτος 2002 κατά την διάρκεια του οποίου συμβίωναν στην οικία του εκκαλούντος που βρίσκεται στην Ηλιούπολη Αττικής. Την 7-5-2010 η εφεσίβλητη ενημέρωσε τον εκκαλούντα ότι είχε προγραμματίσει νυκτερινή έξοδο με συναδέλφους της για διασκέδαση πλην όμως ο τελευταίος (εκκαλών) αρνήθηκε να τη συνοδεύσει. Η εφεσίβλητη επέστρεψε στην πατρική της οικία τις πρωινές ώρες της 8ης-5-2010 όπου την περίμενε ο εκκαλών ο οποίος χειροδίκησε σε βάρος της αρπάζοντας το τριχωτό της κεφαλής της και χτυπώντας την στο κεφάλι την οδήγησε με την βία στην είσοδο της πολυκατοικίας αποκαλώντας την ” τσούλα ” και “πουτάνα”. Τα παραπάνω έγιναν αντιληπτά από την μητέρα της εφεσίβλητης η οποία λόγω της παρουσίας του εκκαλούντος στην είσοδο της πολυκατοικίας πριν την άφιξη της θυγατέρας της, βρίσκονταν ήδη στο παραπάνω σημείο και προσπάθησε να ηρεμήσει τον εκκαλούντα. Στη συνέχεια ο εκκαλών, αφού αποχώρησε προσωρινά από την οικία της εφεσίβλητης, επανήλθε χτυπώντας το κουδούνι εισόδου της πολυκατοικίας και προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αναστάτωση, η εφεσίβλητη του επέτρεψε την είσοδό του στην οικία όπου διέμενε. Συγκεκριμένα ο εκκαλών εισήλθε στο δωμάτιο της εφεσίβλητης και κατόπιν χειροδίκησε σε βάρος της χτυπώντας την με το χέρι του στο αριστερό της αυτί ενώ ταυτόχρονα της απεύθυνε την λέξη ” πουτάνα”. Εξαιτίας του παραπάνω χτυπήματος, η εφεσίβλητη έχασε για λίγο χρονικό διάστημα τις αισθήσεις της και κατόπιν μεταφέρθηκε από τους οικείους της στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί τραυματική ρήξη τυμπάνου αριστερού ωτός. Τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από τις προαναφερόμενες ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που λήφθησαν κατά την προανάκριση και δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό μέσο δεδομένου ότι ο εκκαλών συνομολογεί και το προαναφερόμενο χτύπημα προς την εφεσίβλητη Επίσης η επικαλούμενη μεταγενέστερη συμπεριφορά του προς την εφεσίβλητη για την εξεύρεση εργασίας δεν αναιρεί την παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του (του εκκαλούντος) και δεν καθιστά το ασκηθέν με την αγωγή της εφεσίβλητης ως καταχρηστικό. Ενόψει των παραπάνω αποδεικνύεται η βασιμότητα των αναφερομένων πραγματικών γεγονότων στην από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της εφεσίβλητης και συνεπώς τα ανωτέρω αναγραφόμενα δεν συνιστούν ψευδή γεγονότα που έχουν σκοπό να θίξουν την τιμή και την υπόλειψη του εκκαλούντος. Έτσι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή του εκκαλούντος καθόσον η εφεσίβλητη, στα πλαίσια άσκησης νομίμου αγωγικού δικαιώματος ενέγραψε στην αγωγή της γεγονότα που ήταν αληθή. Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εφεσίβλητου που τέλεσε σε βάρος της (της εκκαλούσας) τα αδικήματα της πρόκλησης σωματικής βλάβης και της εξύβρισης, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη και είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης. Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη την ένταση του πταίσματος του εκκαλούντος, το είδος και την έκταση της ζημίας της εφεσίβλητης καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών πρέπει να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 5.000 ευρώ το οποίο μετά την στάθμιση των παραπάνω στοιχείων κρίνεται εύλογο.

Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της εφεσίβλητης υποχρεώνοντας τον εκκαλούντα να της καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η τελευταία, και απέρριψε την από18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή του εκκαλούντος δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεση καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω τη ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).

Επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12-6-2017 (γεν. αρθ. καταθ. ………, ειδ. αριθ. καταθ. …….) έφεση του ενάγοντος της από 18-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής και εναγομένου της από 4-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 394/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της έφεσής του των παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών