Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 170/2019

Αριθμός     170/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 495 §1 και 538 επ. του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτη­σης αναψηλάφησης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθε­ται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδικάζεται από το ίδιο δι­καστήριο, αφού η άσκηση της αναψηλάφησης δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 545 παρ. 5 εδ. α΄ ΚΠολΔ, αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία αναψηλαφήσεως είναι τρία χρόνια από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την ημέρα που έγινε τελεσίδικη. Από τη διάταξη αυτή, στην οποία ουδεμία διάκριση γίνεται ως προς την έναρξη της προθεσμίας ανάλογα με τους λόγους αναψηλαφήσεως, προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση αναψηλαφήσεως και συνεπώς και στην περίπτωση του προβλεπομένου από το άρθρο 544 αρ.7 ΚΠολΔ λόγου αναψηλαφήσεως, ήτοι της ανευρέσεως από τον διάδικο μετά την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης νέων κρίσιμων εγγράφων. Και ναι μεν στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ  η προθεσμία της αναψηλαφήσεως αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 545 παρ. 3 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, από την ημέρα που εκείνος, ο οποίος ζητεί την αναψηλάφηση, έμαθε ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα, ο χρόνος, όμως, αυτός ενάρξεως της προθεσμίας αφορά τη διαφοροποίηση της ενάρξεώς της, όταν αυτή άρχισε με την επίδοση της αποφάσεως και όχι στην περίπτωση συμπληρώσεως τριετίας από την ημέρα που αυτή (απόφαση) έγινε τελεσίδικη. Με την προαναφερόμενη, δηλαδή, διάταξη του άρθρου 545 παρ. 5 εδ. α΄ ΚΠολΔ καθιερώνεται καταχρηστική προθεσμία, αντίστοιχη προς εκείνες των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 2 ΚΠολΔ  (για την έφεση) και 564 παρ. 3  ΚΠολΔ (για την αναίρεση), τριών ετών για την άσκηση της αναψηλαφήσεως, προς το σκοπό ασφαλείας των συναλλαγών, με τη θέση ακραίου χρονικού σημείου, ώστε το ένδικο αυτό μέσο να μη μπορεί να ασκηθεί μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η προθεσμία αυτή αρχίζει, σε κάθε περίπτωση από τη δημοσίευση της τελεσίδικης ή ανέκκλητης αποφάσεως και επομένως και στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ως προς τους λόγους αναψηλαφήσεως (ΑΠ 78/2007 ΕλλΔνη 48.1360, ΑΠ 101/2005, ΕφΔυτΜακ 105/2007 δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, η εκπρόθεσμη αναψηλάφηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, το οποίο κατ’ άρθρο 548 ΚΠολΔ  εφαρμόζεται και στη δίκη της αναψηλάφησης (ΑΠ 606/1990 ΕλλΔνη 32.319, ΕφΠατρ 91/2018, ΕφΔυτΜακ 105/2007, ΕφΑθ 2090/1996 ΕλλΔνη 38.1607). Η αναφορά δε στην ανωτέρω διάταξη (545 παρ. 5 ΚΠολΔ) “αν δεν επιδόθηκε η απόφαση” δεν σημαίνει ότι στην περίπτωση, που αυτή έχει επιδοθεί, θα ισχύσει χρόνος μεγαλύτερος της τριετίας από τη δημοσίευσή της  (της προσβαλλομένης) διότι, αφού ο νομοθέτης, για την ασφάλεια των συναλλαγών, όπως προαναφέρεται, καθιερώνει ως ανώτατο χρονικό σημείο την τριετία για τον διάδικο, στον οποίο δεν επιδόθηκε η απόφαση και ο οποίος, κατά τεκμήριο, αγνοεί το σε βάρος του περιεχόμενο της αποφάσεως, την οποία έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει με αναψηλάφηση, πολύ περισσότερο ισχύει το ακρότατο αυτό σημείο της τριετίας από τη δημοσίευσή της και για τον διάδικο, στον οποίο έχει αυτή (προσβαλλομένη απόφαση) επιδοθεί (ΑΠ 78/2007, όπ.α, ΑΠ 101/2005, Εφ Πατρ. 990/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Επιπρόσθετα,  από τις διατάξεις των άρθρων 538 επ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της αναψηλάφησης διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο, το δικαστήριο εξετάζει το παραδεκτό της αναψηλάφησης, αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νό­μιμες διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παρα­δεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της αναψηλά­φησης, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητά τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης και το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δι­καστήριο εξετάζει την ουσία της υπόθεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση (ΑΠ 1364/2005 ΝοΒ 2006/545, ΕφΠατρ 91/2018, ΕφΔωδ 200/2014,  ΕφΔυτΜακ 105/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τέλος, στο άρθρο  544 ΚΠολΔ  απαριθμούνται περιο­ριστικά οι λόγοι αναψηλάφησης (ΑΠ 1845/2005, ΕφΠειρ 339/2016, ΕφΔωδ 200/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 544 αριθ. 7 ΚΠολΔ, «αναψη­λάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος που τη ζητεί βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλό­μενης απόφασης, νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπο­ρούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του συ­γκεκριμένου λόγου αναψηλαφήσεως πρέπει, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικώς, το έγγραφο να είναι κρίσιμο, υπό την έννοια ότι από αυ­τό προκύπτει αμέσως και πλήρως απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβλη­θεί στη διεξαχθείσα δίκη, εις τρόπον ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμέ­νη και θα μπορούσε να είναι διαφορετική υπέρ του αιτούντος την αναψηλάφηση αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου και ο αιτών να αγνοούσε την ύπαρξή του ή την κατοχή του από τον αντίδικό ή τον τρίτο κατά τη δι­άρκεια της δίκης. Ως κρίσιμο έγγραφο κατά την προδιαληφθείσα του όρου τούτου έννοια, δεν θεωρείται το έγ­γραφο εκείνο που μπορεί απλώς να χρησιμεύσει ως αρχή εγγράφου απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκ­μηρίων (ΑΠ 1169/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΠατρ 91/2018, όπ.α, ΕφΠειρ 94/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΔυτΜακ 105/2007, όπ.α). Εξάλλου από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφη­ση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει, πλην άλ­λων, να υπήρχε κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλ­λόμενης απόφασης. Επομένως, έγγραφα, που συντάχθη­καν μετά τον χρόνο αυτόν, δεν μπορούν να θεμελιώσουν τον ανωτέρω λόγο αναψηλάφησης. Κατ’ εξαίρεση, μπο­ρεί να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός και με τέτοια μεταγενέ­στερα έγγραφα, όταν από το περιεχόμενό τους προκύπτει η ύπαρξη και το περιεχόμενο κρίσιμου εγγράφου, που εί­χε εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και του οποίου η έγκαιρη προσκόμιση δεν ήταν δυνατή για κάποια από τις αναφερόμενες στην ειρημένη διάταξη αιτίες (ΑΠ 142/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 1456/2003, ΕλλΔ/νη 2005/1067).

Στην προκειμένη περίπτωση,  στην  υπό κρίση από 16.1.2018  (αριθμ.εκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…….) αίτηση αναψηλάφησης ο αιτών εκθέτει ότι σε βάρος των καθ’ ων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.7.2003 και με αριθμ.εκθ.καταθ……. αγωγή του, στην οποία εξέθετε ότι κατά τη συζήτηση της από 30.6.1998 αίτησης λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η πρώτη των καθ’ ων, ………, μεταξύ άλλων και σε βάρος του, αμφότερες οι καθ’ ων και δη η πρώτη ως αιτούσα και η δεύτερη ως μάρτυρας σ’ αυτήν τη δίκη παρουσίασαν εν γνώσει τους αναληθή περιστατικά ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και απέκρυψαν δολίως στοιχεία, τα οποία γνώριζαν, σχετικά με την κίνηση των αναφερόμενων στο αγωγικό δικόγραφο τραπεζικών λογαριασμών, μεταξύ των οποίων και ο ….., που ήταν στο όνομα της πρώτης, με σκοπό να τον συκοφαντήσουν και βλάψουν παρανόμως την περιουσία του προς όφελος αντίστοιχα της δικής τους, ενώ, εξάλλου, οι εναγόμενες στην ως άνω αγωγή και ήδη καθ’ ων με την άσκηση της από 11.2.1999 αγωγής τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (η πρώτη ως ενάγουσα και η δεύτερη ως πληρεξούσια δικηγόρος της κατά τη συζήτηση αυτής), παρουσιάζοντας εν γνώσει τους ψευδή περιστατικά δολίως επιδίωξαν και πέτυχαν την καταδίκη του για παραβίαση του διατακτικού της εκδοθείσας επί της ανωτέρω αίτησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, θίγοντας βαρύτατα και σκόπιμα την τιμή και την υπόληψή του σε ευρύ κύκλο προσώπων, καθόσον τον εμφάνισαν ως συνειδητό παραβάτη δικαστικής απόφασης που με πρόθεση επιχειρεί να σφετεριστεί την περιουσία της πρώτης των καθ’ ων-εναγόμενης. Ότι μετά ταύτα ζητούσε με την ως άνω αγωγή του, το δικόγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένδικη αίτηση αναψηλάφησης, να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενες-καθ’ ων, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν νομιμοτόκως, από την επομένη επίδοσης της αγωγής, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις, κατά τα ανωτέρω, τελεσθείσες σε βάρος του άδικες πράξεις και να απαγγελθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Ότι η δεύτερη των καθ’ ων, ………., άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 7.3.2005 αγωγή της (αριθμ.εκθ.καταθ………), στην οποία εξέθετε ότι αυτός  (αιτών) στους αναφερόμενους στο δικόγραφό της, το οποίο, σημειωτέον επίσης επισυνάπτεται στην ένδικη αίτηση αναψηλάφησης, τόπους και χρόνους την απείλησε και επίσης προέβη ενώπιον τρίτων στους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (αγωγή) υβριστικούς χαρακτηρισμούς και ισχυρισμούς για το πρόσωπό της, οι οποίοι ήταν αναληθείς, συκοφαντικοί και δυσφημιστικοί για εκείνη, ενώ, εξάλλου, στην ασκηθείσα σε βάρος της ως άνω αγωγή του ενάγοντος ( και ήδη αιτούντος) εμπεριέχονται σε βάρος της αναληθή περιστατικά και ιδιαιτέρως καταφρονητικοί ισχυρισμοί για εκείνη, οι οποίοι προσβάλλουν την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική της φήμη και υπόσταση. Ζητούσε δε με την ως άνω αγωγή, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματός της, αφ’ ενός μεν να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 370.000 ευρώ και αφ’ ετέρου να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την, κατά τα ανωτέρω, τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπρακτική συμπεριφορά του και να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Ότι επί των ανωτέρω αγωγών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκδόθηκε η με αριθμό 2685/2007 απόφασή του, που απέρριψε την ως άνω αγωγή του, ενώ αντίθετα έκανε εν μέρει δεκτή την από 7.3.2005 αγωγή της δεύτερης των καθ’ ων-τότε ενάγουσας, υποχρεώνοντάς τον να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Ότι κατά της ως άνω απόφασης άσκησε την από 30.8.2007 και με αριθμ.καταθ. …….. έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. 861/2008 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο δέχτηκε τυπικά αλλά απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεσή του, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στην ως άνω απόφαση, το αιτιολογικό και διατακτικό της οποίας επισυνάπτει στην κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, στην οποία σημειωτέον αναφέρει ότι κατά της ως άνω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου (προσβαλλόμενης) άσκησε  και την από 3.4.2009 αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθμό 109/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με το μοναδικό δε λόγο της ένδικης αίτησής του, ο αιτών ζητά την αναψηλάφηση της προσβαλλόμενης με αριθμό 861/2008 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου διότι αυτός πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοσή της, νέο κρίσιμο έγγραφο, το οποίο δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως στην δίκη από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα επικαλείται ως τέτοιο νέο έγγραφο την με αριθμό 4621/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, της οποίας έλαβε γνώση, κατά τα ιστορούμενα στο κρινόμενο δικόγραφο, το πρώτον στις 17.11.2017, την οποία, επίσης, επισυνάπτει στο κρινόμενο δικόγραφο, η οποία αποφάνθηκε τελεσίδικα επί της από 15.1.2002 αγωγής της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία ……….., συμφερόντων, κατά την αίτηση, του αιτούντος κατά της πρώτης των καθ’ ων-τότε εναγόμενης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην ως άνω τελεσίδικη απόφαση, η ως άνω εταιρία με την προαναφερόμενη αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει των καταρτισθεισών κατά τους μήνες Νοέμβριο του έτους 1986, Φεβρουάριο του έτους 1989 και Απρίλιο του έτους 1992 τριών (3) συμβάσεων παρακαταθήκης και κατά παραδεκτή δια των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διευκρίνιση μιας και μόνης συμβάσεως και όχι τριών συμφώνησε μετά του εταίρου και διαχειριστή αυτής ………. και της εναγομένης συζύγου του, οι οποίοι τηρούσαν στην τράπεζα υπό την επωνυμία «…….» τον υπ’ αριθ. ….. κοινό λογαριασμό συναλλάγματος (δολαρίων Η.Π.Α.), να κατατίθενται σε αυτόν (κοινό τραπεζικό λογαριασμό) τα σε δολάρια Η.Π.Α. εμβάσματα των πολωνικών ναυπηγείων «….» και «….. .», τα οποία αποτελούσαν την οφειλομένη σε αυτή  (ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης) προμήθεια (αμοιβή) εκ των αναφερομένων στο αγωγικό δικόγραφο συμβάσεων αποκλειστικής αντιπροσωπεύσεως κατά την επισκευή πλοίων τρίτων στα ως άνω ναυπηγεία, με την υποχρέωση των δικαιούχων του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού (………. και εναγομένης) να αποδίδουν τα κατατεθέντα από τα ως άνω ναυπηγεία χρηματικά ποσά (είτε σε δολάρια Η.Π.Α. είτε σε ελληνικές δραχμές), όταν τους ζητηθεί από αυτήν (ενάγουσα). Ότι, καίτοι τα εν λόγω ναυπηγεία κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1986 έως και την 15.1.1997 ενέβασαν στον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό συναλλάγματος (σε δολάριο Η.Π.Α.) έναντι οφειλομένων προμηθειών από την επισκευή των λεπτομερώς παρατιθεμένων στο αγωγικό δικόγραφο πλοίων το συνολικό ποσό των 4.837.866,83 δολαρίων,  η συνδικαιούχος και μόνη δικαιούχος μετά το θάνατο (την 20.2.1997) του ετέρου συνδικαιούχου ……… εναγομένη καίτοι οχλήθηκε από αυτήν (ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης) περί τα τέλη μηνός Ιανουάριου του έτους 2001, αρνήθηκε να προβεί σε απόδοση του ως άνω ποσού, το οποίο και υπεξαίρεσε.  Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης ζητούσε, κατόπιν μερικής παραιτήσεως και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει επί τη βάσει των περί παρακαταθήκης (άρθρα 822 επ. ΑΚ), άλλως και επικουρικώς των περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ), άλλως και επικουρικότερα των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) διατάξεων το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής του συνολικού ποσού των 3.053.613,71 δολαρίων, εντόκως νομίμως από το τέλος μηνός Ιανουάριου του έτους 2001, άλλως από την επίδοσή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 6482/2005 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή. Μετά δε από άσκηση της από 5.3.2007 εφέσεως της ως άνω εταιρίας εκδόθηκε η με αριθμό 6198/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία έγινε τυπικά και εν μέρει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά την επικουρική της βάση εκ της αδικοπραξίας, κρατήθηκε και δικάσθηκε η υπόθεση κατά την βάση της αυτή και απορρίφθηκε η αγωγή και κατά την εκ της αδικοπραξίας βάση της. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση από την ως άνω εταιρία, ο Άρειος Πάγος δε με την με αριθμό 1296/2012 απόφασή του αναίρεσε την ως άνω με αριθμό 6198/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκ νέου εκδίκασή της από άλλους δικαστές, το δε τελευταίο με την με αριθμό 4621/2017 απόφασή του δέχτηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της εν λόγω εταιρίας, εξαφάνισε την με αριθμό 6482/2005 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δικάζοντας επί της προαναφερόμενης από 15.1.2002 αγωγής της ενάγουσας εταιρίας δέχτηκε εν μέρει αυτή και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο βάσει της επισήμου ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των  2.097.165,83 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επικαλούμενος δε ακολούθως ο αιτών ότι εκ της ανωτέρω απόφασης 4621/2017 – νέου κρίσιμου κατ’ αυτόν έγγραφου και δη από το διατακτικό και αιτιολογικό της οποίας αποδεικνύεται η βασιμότητα της δικής του αγωγής και αντίστοιχα η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής της δεύτερης των καθ’ ων, ζητά την αναψηλάφηση της ως άνω υπ’ αριθ. 861/2008 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και την εξαφάνισή της, έτσι ώστε στη συνέχεια να  απορριφθεί η από 7.3.2005 ως άνω αγωγή της δεύτερης των καθ’ ων και  να γίνει δεκτή, καθ’ όλο το ως άνω αιτητικό της, η από 25.7.2003 δική του αγωγή και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφα­ση, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, αφού αυτή [αναψηλάφηση] ασκήθηκε, ήτοι κατατέθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο από τον εκκαλούντα και ήδη αιτούντα στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς στις 16.1.2018,  όπως προκύπτει από την παρά πόδας του ένδι­κου δικογράφου από 16.1.2018 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού και για την οποία ταυτοχρόνως, κατατέθηκε στη Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς το υπ’ αριθ. [ηλεκτρονικό] e-παράβολο, ……..ποσού 500,00 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 § 3 εδ. ΚΠολΔ.

Πλην, όμως, κατά το πρώτο αυτό στάδιο διερεύνησης του παρα­δεκτού της ένδικης αναψηλάφησης, αν δηλαδή αυτή έχει ασκη­θεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, – και συνε­πώς ανεξαρτήτως του νόμω βασίμου του προβαλλόμενου λό­γου αναψηλάφησης αφού η τοιαύτη έρευνα ανήκει στο επόμενο στάδιο διερεύνησης –, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η ένδικη αίτηση αναψηλάφη­σης είναι απορριπτέα προεχόντως, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, καθώς, με βάση τα εκτενώς αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, κατ’ άρθρο 545 §5 ΚΠολΔ η προθεσμία προς άσκηση αναψηλάφησης είναι τριετής, η έναρξη δε της διαδρομής αυτής τοποθετείται στη δημοσίευση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης, που δημοσιεύθηκε εν προκειμένω, στις 11.12.2008, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης ασκήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, στις 16.1.2018, ήτοι πολύ μετά την πάροδο των τριών [3] ετών από τη δημοσί­ευση της ως άνω τελεσίδικης και ήδη αμετάκλητης (μετά και την έκδοση της με αριθμό 109/2012 απόφασης του Αρείου Πάγου)  προσβαλλομένης απόφασης. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους της σύνθεσης (του Προέδρου του Δικαστηρίου), η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και δεν έπρεπε ν’ απορριφθεί για το λόγο αυτόν ως απαράδεκτη διότι η §5 εδ. α΄ του άρθρου 545 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την τριετή προθεσμία άσκησης της αναψηλάφησης από την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση (του άρθρου 544 αριθμ. 7 του ίδιου κώδικα). Ειδικότερα, οι προθεσμίες, καθώς και το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία τους σε κάθε επιμέρους περίπτωση, είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου. Άλλοτε, δηλαδή, οι προθεσμίες αυτές έχουν ως αφετηρία την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 544 αριθμ. 2, 3, 4, 5 και 9) και άλλοτε συναρτώνται προς άλλα (ή και άλλα), πέρα από την επίδοση της απόφασης, πραγματικά γεγονότα (άρθρο 544 αριθμ. 1, 6, 7 και 8). Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις το δικαίωμα της αναψηλάφησης γεννάται από τη στιγμή που επισυμβαίνει το οικείο γεγονός, το οποίο αποτελεί και την αφετηρία της αντίστοιχης προθεσμίας, δηλαδή από τη στιγμή που εκδίδεται δεύτερη αντιφατική απόφαση για την ίδια υπόθεση ή που καθίσταται αμετάκλητη η καταδίκη για ψευδορκία ή πλαστογραφία ή που περιέρχονται στην κατοχή του διαδίκου τα νέα κρίσιμα έγγραφα (όπως στην κρινόμενη αίτηση) ή που ανατρέπεται η απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Υπό την εκδοχή της εφαρμογής και στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθμ. 7 της διάταξης της §5 εδ. α΄ του άρθρου 545 ΚΠολΔ, ο Νομοθέτης θα εμφανιζόταν ανακόλουθος, αφού από το ένα μέρος θα καθιέρωνε (με το άρθρο 544 ΚΠολΔ) δικαίωμα αναψηλάφησης, με την προϋπόθεση επέλευσης συγκεκριμένων περιστατικών, και από το άλλο θα προέβλεπε την κατάργηση του δικαιώματος αυτού πριν καν αποκτηθεί. Ενόψει τούτων (αλλά και της ανάγκης να ερμηνεύονται εν αμφιβολία στενά οι διατάξεις περί προθεσμιών γενικά, αφού μ’ αυτές θεσπίζονται χρονικοί περιορισμοί στην άσκηση δικαιωμάτων, που ουσιαστικά συνιστούν λόγους πλήρους κατάργησης αυτών, δεν ισχύει για την περίπτωση του άρθρου 544 § 7 ΚΠολΔ (της περιέλευσης στην κατοχή του διαδίκου νέων κρίσιμων εγγράφων) η διάταξη της §5 εδ. α΄ του άρθρου 545, αλλά μόνο εκείνη του άρθρου του άρθρου 545§3 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία η προθεσμία της αναψηλάφησης αρχίζει από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την αναψηλάφηση έμαθε ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα (πρβλ ΟλΑΠ 13/2011 ΕλΔ 2011.1327, ΝοΒ 2012.79, ΕΦΑΔ 2011.1190, ΧρΙΔ 2012.133).

Περαιτέρω, κατά την ομόφωνη γνώμη όλης της σύνθεσης του Δικαστηρίου, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης ασκήθηκε παραδεκτά από απόψεως χρόνου και δη  εμπρόθεσμα, αυτή θα ήταν και πάλι απορριπτέα ως μη νόμιμη, εφόσον το επικαλούμενο σ’ αυτήν κρίσιμο έγγραφο και δη η με αριθμό 4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, συντάχθηκε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω και ως εκ τούτου, με βάση την προηγηθείσα νομική σκέψη,  δεν αποτελεί νέο έγγραφο που δεν μπορούσε ο αιτών να θέσει υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση από ανώτερη βία κατά την έννοια του αριθμ. 7 του άρθρου 544 ΚΠολΔ, ούτε συντρέχει, εν προκειμένω, η περίπτωση κατά την οποία από το επικαλούμενο, κατά τον αιτούντα, ως άνω νέο έγγραφο-απόφαση προκύπτει η ύπαρξη και το περιεχόμενο κρίσιμου εγγράφου, το οποίο έχει εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, η δε έγκαιρη προσκόμισή του από τον  αιτούντα δεν ήταν δυνατή από, κατά την ανωτέρω έννοια, ανωτέρα βία,  καθόσον  ο  αναφερόμενος στην ως άνω με αριθμό 4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με αριθμό …….. λογαριασμός που τηρούνταν στην τράπεζα υπό την επωνυμία «……….», ως κρίσιμος, κατά τον αιτούντα, προς απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής του και αντίστοιχης αβασιμότητας της αγωγής της δευτέρας των καθ’ ων, ήταν γνωστός σ’ αυτόν (βλ.  5η σελίδα της αίτησης αναψηλάφησης, όπου επί λέξει ο αιτών χαρακτηριστικά αναφέρει «Για την είσπραξη των προμηθειών από τα πολωνικά Ναυπηγεία (…  και .. ….) …..από το 1986 για συναλλαγματικούς λόγους χρησιμοποιούσαμε τον ναυτικό λογαριασμό…. ….………………….» και ως εκ τούτου δεν πληροφορήθηκε την ύπαρξή του εκ των υστέρων, με την έκδοση της με αριθμό 4621/2017 απόφασης, ούτε κατακρατήθηκε αυτός από τις καθ’ ων, την επίδειξη δε της κίνησης αυτού μπορούσε ευχερώς να αιτηθεί και επιτύχει ο αιτών πολύ πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση (άρθρ. 183, 176 και 191 §2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί (κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τον αιτούντα για την αναψηλάφηση παραβόλου ποσού 500 ευρώ για την άσκηση της ένδικης αναψηλάφησης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση αναψηλάφησης.

Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση, που ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τον αιτούντα την ένδικη αναψηλάφηση παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Μαρτίου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ