Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 226/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  226/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της, ήτοι εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔνη 2005/1100, ΕφΠειρ. 197/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΕφΠειρ. 59/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011 ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013/132, ΕφΠειρ. 195/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την επέλευση, όμως, του δικονομικού αυτού αποτελέσματος, προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος  εκκαλούντος και να ερευνηθούν από το Εφετείο, προϋποτίθεται, πρώτον, ότι οι λόγοι της έφεσης είναι λυσιτελείς (Γ.Αποστολάκης, Η αποδεικτική διαδικασία μετά την άσκηση της έφεσης κατ’ ερήμην αποφάσεως, σε ΑρχΝ 2009/35 επομ.), ορισμένοι (ΕφΑθ. 4634/2009 ΕλΔνη 2010/1054, ΕφΑθ. 6525/2005 ΕλΔνη 2006/1482) και νόμιμοι (ΕφΠειρ. 557/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 52/2012 ΕλΔνη 2013/1036), αφού σε κάθε αντίθετη περίπτωση η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΕφΛαρ. 145/2014 Δικογραφία 2014/707, ΕφΑθ. 1600/2004 ΕλΔνη 2004/1078, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, § 228δ, σελ. 104, Β.Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 2099, σελ. 524) και, δεύτερον, ότι ο εκκαλών εναγόμενος, που δικάστηκε ερήμην στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε αρνείται με την έφεση του την ιστορική βάση της αγωγής που έγινε δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της, που συνήχθη από την απουσία του, είτε υπό το ισχύον καθεστώς της μονομερούς συζητήσεως υποθέσεων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου στις ειδικές διαδικασίες, προσβάλλει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σαν να ήταν και αυτός παρών και έγινε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, οπότε η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε, χωρίς να αρνείται την ιστορική βάση της, επικαλείται με την έφεση του είτε (αοριστία ή άλλο) απαράδεκτο είτε νομική αβασιμότητα της εναντίον του αγωγής, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τη βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ. 5998/2007 ΕλΔνη 2009/235, ΕφΑθ. 9960/2005 Αρμ. 2007/379), αφού τότε η εξαφάνιση της δεν είναι απαραίτητη για να ανατραπεί το τεκμήριο ομολογίας (ΤριμΕφΔωδ. 15/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε για να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, αφού δεν αντιφάσκουν προς αυτό. Το ίδιο συμβαίνει όταν ο ερημοδικασθείς πρωτοδίκως εναγόμενος, χωρίς να αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε στην αγωγή επίκληση, προτείνει ενστάσεις καταλυτικές, όπως π.χ. εξόφλησης ή παραγραφής, των αξιώσεων του ενάγοντος που επιδικάστηκαν (ΕφΛαρ. 145/2014, ο.π., ΕφΑθ. 6525/2005, ο.π., ΕφΑθ. 2439/2002 ΕλΔνη 2002/1480, ΕφΑθ. 7321/2001 ΕλΔνη 2002/495). Στις περιπτώσεις αυτές η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μόνον αν κριθεί βάσιμος κάποιος από τους ισχυρισμούς αυτούς, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013, ΕφΠειρ 64/2018, ΕφΑθ 3706/2015, ΕφΛαρ 232/2015, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΘρ 73/2014, ΕφΛαμ 9/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 565/2003 Δικογραφία 2004/91, ΕφΘεσ 1376/2003 ΕλΔνη 2004/557, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Σ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεων, ΕλΔνη 1995/11 επομ. [14], M.Μαργαρίτης, σε Κ.Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 528, αρ. 1, Δ.Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 164, Ε. Ποδηματά, Η ερημοδικία και τα τακτικά ένδικα μέσα επί ερήμην αποφάσεων μετά τον ν. 2915/2001, σε ΕΔνη 2002/15 επομ. [23]).

Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 15.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……… και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …… έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που στρέφεται κατά της με αριθμό 2296/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτής, ωσεί παρούσας,  κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ)  και έκανε εν μέρει δεκτή την από 5.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, …….., κατά αυτής, υποχρεώνοντας την να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 19.494,75 ευρώ και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 24.543,77 ευρώ, νομιμοτόκως, για διαφορές αποδοχών από την εργασία του, ως αρχιπλοίαρχος, στο εγκατεστημένο στον Πειραιά γραφείο της και εκτός έδρας στα υπό την διαχείριση της πλοία, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, στις 16.10.2017 στην εναγομένη-εκκαλούσα, συντασσομένης της υπ’αριθμ. ……….. έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ιωάννη Αγγελόπουλου, που προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15.11.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της περί εξόφλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς να προηγηθεί εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθόσον η εκκαλούσα δεν προβάλει άρνηση, αλλά  ισχυρισμό  καταλυτικό των επιδικασθεισών αξιώσεων του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ……, στην από 5.11.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίστηκε στον Πειραιά το έτος 2004, μεταξύ αυτού και της εναγομένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας εγκατεστημένης νομίμως στον Πειραιά, που τυγχάνει διαχειρίστρια ποντοπόρων φορτηγών πλοίων πλοιοκτησίας αλλοδαπών εταιρειών, προσλήφθηκε, υπό την ειδικότητα του Αρχιπλοίαρχου για να παρέχει τις υπηρεσίες του, τόσο στο γραφείο της εναγομένης, όσο και εκτός αυτού στους τόπους ελλιμενισμού των υπό την διαχείριση της πλοίων στην Ελλάδα και την αλλοδαπή, αντί μηνιαίων αποδοχών ανερχομένων κατά το έτος 2010 σε 3.784 ευρώ, ενώ η αποζημίωση του για την απασχόληση του εκτός έδρας ορίστηκε σε 83,33 ευρώ ημερησίως και αναπροσαρμόστηκε από τον Απρίλιο του έτους 2010 σε 100 ευρώ την ημέρα, πλέον των εξόδων κίνησης και διαμονής και απασχολήθηκε σ’αυτήν μέχρι τις 30.6.2011, που παραιτήθηκε, λόγω μη καταβολής του συνόλου των δεδουλευμένων αποδοχών του, η δε παραβίαση των διατάξεων περί εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των πάσης φύσεως αποδοχών του, ισχυρίζεται ότι του προκάλεσε ηθική βλάβη δικαιουμένου χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, μετά παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό,  να υποχρεωθεί η εναγομένη, με βάση την σύμβαση και επικουρικά με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων και εβδομήντα πέντε ευρώ (19.494,75 €), που αντιστοιχεί στις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του, του χρονικού διαστήματος από 1.1.2010 μέχρι 30.6.2011 και των επιδομάτων αδείας των ετών 2010 και 2011 και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τριών και εβδομήντα εννέα λεπτών (34.543,79 €) ευρώ, που αντιστοιχεί στις διαφορές των επιδομάτων εορτών των ανωτέρω ετών, την αποζημίωση εκτός έδρας και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης,  όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την λύση της εργασιακής του σύμβασης, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας ωσεί παρούσα την απολιπομένη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος περί χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, που το απέρριψε ως νόμω αβάσιμο, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων και εβδομήντα πέντε ευρώ (19.494,75 €), αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τριών και εβδομήντα εννέα λεπτών 24.543,77 ευρώ, για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ωσεί παρούσα δικαζομένη πρωτοδίκως εναγομένη ισχυριζόμενη με τον μοναδικό περιλαμβανόμενο στο δικόγραφο λόγο, ότι ο ενάγων έχει πλήρως εξοφληθεί για δεδουλευμένες αποδοχές, δώρα εορτών και λοιπά επιδόματα, όπως προκύπτει από τις υπογραφείσες από τον ίδιο αποδείξεις πληρωμής, που θα προσκομίσει κατά την συζήτηση της και από σειρά καταβολών στις αναφερόμενες ημερομηνίες. Σχετικά δε με το αγωγικό κονδύλι για τα εκτός έδρας του έτους 2010 ισχυρίζεται ότι έχει εξοφληθεί πλήρως με τις αναφερόμενες καταβολές κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες. Επιπλέον, αναφέρει ότι διατηρεί ανταπαίτηση κατά του εναγομένου, ποσού 6.462,75 ευρώ, από την προσωπική χρήση κινητού, που του είχε χορηγήσει, κατά το χρονικό διάστημα μετά την διακοπή της συνεργασίας τους και με βάση τα ανωτέρω ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

III. Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΑθ 721/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικώς, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008, ΕφΑθ 1826/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γενόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματα του. Σε κάθε δε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη  (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η με το ανωτέρω περιεχόμενο ένσταση εξόφλησης, που προβάλει με την έφεση της, η ωσεί παρούσα δικαζομένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, κατά το σκέλος, που αφορά τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αδείας, κρίνεται απορριπτέα, ως αόριστη, καθόσον δεν προσδιορίζονται τα ποσά, που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία ξεχωριστά και ο χρόνος καταβολής τους, παρά μόνο διατείνεται η εναγομένη-εκκαλούσα ότι με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά μισθοδοσίας-αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, προκύπτει ότι αυτός έχει πλήρως εξοφληθεί και, προς επίρρωση τούτου, παραθέτει στο μεν δικόγραφο ορισμένες ημερομηνίες καταβολών από Μάρτιο 2011 έως Ιούνιο 2011, χωρίς όμως συνάμα να εξειδικεύεται το συγκεκριμένο καταβαλλόμενο κάθε φορά ποσό και σε ποία αιτία αντιστοιχούσε, στις δε προτάσεις της περιλαμβάνει διαφορετικές ημερομηνίες καταβολών ορισμένων ποσών μείζονος διαστήματος, ήτοι από 19.1.2011 έως 12.8.2011, χωρίς όμως πάλι να προσδιορίζει τη συγκεκριμένη εκάστοτε αιτία των επικαλούμενων καταβολών. Επομένως, η ένσταση εξόφλησης, κατά το μέρος αυτό, δεν περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, εφόσον δεν διαλαμβάνει τα καταβληθέντα επιμέρους ποσά για καθεμία από τις ανωτέρω αξιώσεις του ενάγοντος και τον χρόνο καταβολής τους, αλλά παραπέμπει στις προσκομιζόμενες αποδείξεις και συνεπώς, πάσχει εγγενούς αοριστίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, ως εν μέρει απαράδεκτη.  Περαιτέρω, η κρινόμενη ένσταση εξόφλησης, κατά το σκέλος, που αφορά το αγωγικό κονδύλι για αποζημίωση εκτός έδρας για το έτος 2010, διαλαμβάνοντας τις παρατιθέμενες επιμέρους καταβολές διαφορών ποσών κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες, κρίνεται ορισμένη και νόμιμη και πρέπει να εξεταστεί, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

  1. IV. Από την υπ’αριθμ……… ένορκη βεβαίωση, του …….., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που συντάχθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης – εκκαλούσας (υπ’αριθ…… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), που εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται για το ερευνώμενο ζήτημα τα ακόλουθα: Πέραν των συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, ως Αρχιπλοίαρχου, ανερχομένων κατά τον κρίσιμο χρόνο σε 3.784 ευρώ, βάσει της εργασιακής του σύμβασης με την εναγομένη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά και διαχειρίζεται ποντοπόρα φορτηγά πλοία, είχε συμφωνηθεί επιπλέον ημερήσια αποζημίωση για την εκτός έδρας απασχόληση του με μετάβαση στους εκάστοτε τόπους ελλιμενισμού των υπό την διαχείριση της πλοίων, η οποία ορίστηκε αρχικά σε 83,33 ευρώ και αναπροσαρμόστηκε από τον Απρίλιο 2010 σε 100 ευρώ, ενώ δικαιούνταν επιπλέον τα έξοδα κίνησης και διαμονής. Ενόψει τούτων, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά, ως αποζημίωση εκτός έδρας για τα ακόλουθα διαστήματα: α) από 16.2.2010 έως 18.2.2010 στην Σμύρνη το ποσό των 250 ευρώ (3 ημέρες Χ 83.33), β) από 22.2.2010 έως 4.3.2010 στις Φιλιππίνες, το ποσό των 917 ευρώ (11 ημέρες Χ 83,33), γ) από 15.3.2010 έως 1.4.2010 στις Φιλιππίνες το ποσό των 1.500 ευρώ (18 ημέρες Χ 83,33), δ) από 19.4.2010 έως 18.5.2010 στη Μανίλα το ποσό των 3.000 ευρώ (30 ημέρες Χ 100), ε) από 9.6.2010 έως 16.6.2010 στη Μανίλα το ποσό των 800 ευρώ (8 ημέρες Χ 100), στ) από 13.7.2010 έως 21.7.2010 στη Μανίλα το ποσό των 900 ευρώ (9 ημέρες Χ 100), ζ) από 28.10.2010 έως 10.11.2010 στις Φιλιππίνες το ποσό των 1.400 ευρώ (14 ημέρες Χ 100), η) από 26.12.2010 έως 12.2.2011 στις Φιλιππίνες το ποσό των 4.900 ευρώ (49 ημέρες Χ 100), θ) από 2.4.2011 έως 20.4.2011 στη Μανίλα το ποσό των 1.900 ευρώ (19 ημέρες Χ 100) και ι) από 30.5.2011 έως 18.6.2011 στις Φιλιππίνες το ποσό των 2.000 ευρώ (20 ημέρες Χ 100) και συνολικά 17.567 ευρώ. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι επικαλούμενες από την εναγομένη καταβολές δεν αφορούν την συμφωνημένη αποζημίωση του ενάγοντος για την απασχόληση του εκτός έδρας, αλλά είτε έξοδα για τα διαχειριζόμενα πλοία, όπως η καταβολή ποσού 600 ευρώ στις 17.2.2010 και όχι στις 16.2.2010, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και προκύπτει από την προσκομιζόμενη σχετική λογιστική καρτέλα του με αριθμό 318.0079 λογαριασμού χρεοπιστώσεων του ενάγοντος, που τηρούσε η εναγομένη και αφορούσε «μετρητά για έξοδα» (cash for exps), όπως επιγράφεται, είτε την μισθοδοσία του και συγκεκριμένα εκείνες στις ημερομηνίες 5.3.2010, 1.4.2010, 28.4.2010, 19.5.2010, 9.6.2010, 11.11.2010 και 24.12.2010, οι οποίες έχουν περιληφθεί στον αντίστοιχο λογαριασμό χρεοπιστώσεων με αριθμό 318.0106, όπως εμφαίνονται στην οικεία προσκομιζόμενη καρτέλα τούτου με την ένδειξη «εντολή πληρωμής», εκ των οποίων οι μεν δύο πρώτες, αφορούν το χρεωστικό υπόλοιπο μέχρι 31.12.2009, που δεν περιλαμβάνεται στο επίδικο διάστημα, οι δε λοιπές έχουν αφαιρεθεί από τα αντίστοιχα αιτούμενα από τον ενάγοντα ποσά αναφορικά με τις λοιπές αγωγικές εργασιακές του αξιώσεις, που αποτελούσαν την αιτία καταβολής των καταβληθέντων αυτών ποσών αντιστοίχως. Όσον αφορά δε τις επικαλούμενες καταβολές στις ημερομηνίες 27.12.2010 και 31.12.2010, δεν αποδεικνύεται η βασιμότητα τους από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Κατόπιν τούτων, η ένσταση εξόφλησης της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για την κρινόμενη αιτία το ποσό των 17.567 ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και συνεπώς, τα περί του αντιθέτου, που διαλαμβάνονται στην κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, απορριπτομένου του μοναδικού λόγου της, κατά το σκέλος αυτό, ως ουσιαστικά αβασίμου. Σημειωτέον ότι, ο επικαλούμενος ισχυρισμός περί ανταπαίτησης της εναγομένης από την χρήση του κινητού, που είχε χορηγήσει στον ενάγοντα, καθίσταται ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, προεχόντως ένεκα αοριστίας, καθόσον δεν συνοδεύεται από ορισμένο αίτημα.
  2. V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2296/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 18 Απριλίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ