Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 409/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   409/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ. Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 21.06.2016 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/27-06-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./27-06-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/20-12-2012 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./20-12-2016, κατά της με αριθμό 752/09-03-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 05/12/2014, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20-07-2014, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …/23-07-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./23-07-2014 αγωγής της εφεσίβλητης, εναντίον της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, από τη με αριθμ. ……/27-05-2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……, που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη, προκύπτει ότι η επίδοση ακριβούς αντιγράφου της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα έλαβε χώρα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις 27/05/2016 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 27-06-2016, ήτοι εντός της τασσομένης από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολα, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, στις 19-12-2012, απεβίωσε στην Αίγινα ο πατέρας των διαδίκων, …….., κάτοικος, όσο ζούσε, ….. Αιγίνης, καταλείποντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του αυτές, καθόσον η σύζυγός του και μητέρα τους, ………., είχε προαποβιώσει. Ότι το Μάϊο του έτους 2013, η εναγομένη εμφάνισε μία, φερόμενη, με ημερομηνίες 15-02-2011 και 15-12-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, η οποία δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 4/2013 απόφαση – πρακτικά του Ειρηνοδικείου Αίγινας, χωρίς να κηρυχθεί κυρία και βάσει της οποίας εγκαθίστατο η ίδια μοναδική κληρονόμος σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του ανωτέρω κληρονομουμένου. Ότι η ως άνω διαθήκη δεν είναι γνήσια, αφού δεν γράφηκε και υπογράφηκε από τον πατέρα των διαδίκων, αλλά αντίθετα είναι πλαστή και άκυρη, ως καταρτισθείσα από κάποιον τρίτο, διότι ο πατέρας τους ήταν αγράμματος, έχοντας τη δυνατότητα να θέτει μόνο μια υποτυπώδη υπογραφή και να γράφει με μεγάλη δυσκολία το όνομά του. Ότι, ελλείψει έτερης διαθήκης, έχει επέλθει εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και αυτή (ενάγουσα) έχει καταστεί εξ αδιαθέτου κληρονόμος πρώτης τάξης του ανωτέρω αποβιώσαντος σε ποσοστό 50%. Ότι επικουρικά, στην περίπτωση που η ανωτέρω διαθήκη κριθεί γνήσια, τότε αυτή προσβάλει τη νόμιμη μοίρα της, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως μη γραμμένη, ως προς το ανερχόμενο στο 25% ποσοστό της. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε: Α] α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης και β) να αναγνωριστεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, κατά ποσοστό 50%, σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του πατρός της …… και Β] επικουρικά, εφόσον η ανωτέρω διαθήκη κριθεί γνήσια, να αναγνωριστεί ως νόμιμος μεριδούχος, κατά ποσοστό 25%, σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του πατρός της και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 752/09-03-2016 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 05/12/2014, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι περίληψη της εν λόγω αγωγής ενεγράφη εμπρόθεσμα, στις 20/07/2014, κατ’ άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων της περιφέρειας, όπου βρίσκονται τα κληρονομιαία ακίνητα (βλ. σχετ. από 06/08/2014 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακος Αίγινας) και ότι είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, ως προς την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1, 2, 3, 180, 1710 παρ. 1, 1813 Α.Κ. και ως προς την επικουρική, στις διατάξεις των άρθρων 1813 παρ. 1, 1825 Α.Κ., καθώς και στα άρθρα 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίο απερρίφθη ως νόμω αβάσιμο, έκανε δεκτή αυτήν ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την κύρια βάση της, και αναγνώρισε α) ότι είναι άκυρη η με ημερομηνίες 15-02-2011 και 15-12-2011 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στην Πέρδικα Αίγινας, στην οικία του, στις 19-12-2012, ……….., κατοίκου εν ζωή Πέρδικας Αίγινας, η οποία (διαθήκη) δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 4/2013 απόφαση – πρακτικά του Ειρηνοδικείου Αίγινας, και β) ότι η ενάγουσα είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος πρώτης τάξης του εν λόγω αποβιώσαντος, σε ποσοστό ½, σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, επέβαλε δε σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 ευρώ). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΑΚ “Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος” (ΟλΑΠ 7/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 616/2016 Δημ. Νόμος). Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη, για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της, όπως και η χρονολογία της, να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της, σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔικ. Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της (ΑΠ 725/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 726/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2015 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 1721 παρ. 1 Α.Κ, ο νομοθέτης ρητά ρυθμίζει το θέμα, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά, αλλά καθορίζοντας αυτήν ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από το συνδυασμό της ως άνω διατάξεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, της αληθούς βουλήσεως του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης, όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι “Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”, συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία (όπως η χρονολογία) της ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων, που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης (ΟλΑΠ 7/2017 ό.π., ΟλΑΠ 1234/1982, ΟλΑΠ 97/1979). Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη σκοπίμως ή εκ πλάνης του διαθέτου, μόνο δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του αρθρ. 1721 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης” και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται, εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, που συγκαλύπτεται (ΟλΑΠ 7/2017 ό.π.). Οι δύο ως άνω περιπτώσεις δεν είναι όμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους, προβλέπονται από ξεχωριστές διατάξεις και η μεν πρώτη (αρθ. 1721 παρ. 1 ΑΚ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (αρθρ. 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης. Άλλωστε, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, λόγω της μυστικότητας, με την οποία συντάσσεται. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς, της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή, που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αληθείας, αλλά διαφορετική. Επομένως, ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Για κάθε μία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή, στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση. Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (αρθρ. 1721 παρ. 1 ΑΚ), το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει με κατ’ αναλογία εφαρμογή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού, αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα, καθόσον προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεως προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις. Εάν, όμως, υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων (ΟλΑΠ 7/2017 ό.π.). Με έλλειψη δε της χρονολογίας αυτής ισοδυναμεί και η πλαστογραφημένη χρονολογία, εκείνη δηλαδή που έχει τεθεί στο σώμα της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο, κατ` απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη (ΑΠ 726/2016 ό.π.). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1723 Α.Κ., όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίσθηκε για να καταστεί σεβαστή η θεμελιώδης αρχή, που διέπει το δίκαιο των διαθηκών, κατά την οποία δεν υπάρχει ισχυρή διαθήκη, παρά μόνον όταν αυτή εκφράζει τη θέληση του συντάκτη της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης απαιτείται, εκτός από την ιδιόχειρη σύνταξή της, ο διαθέτης να μπορεί να διαβάσει και εννοήσει αυτά που έγραψε, ελέγχοντας έτσι αν πράγματι το κείμενο, που ιδιοχείρως έχει γραφεί από αυτόν, ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση. Ανίκανος να διαβάζει χειρόγραφα είναι προφανώς εκείνος που δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Έτσι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, που συνέταξε διαθέτης αγράμματος, ο οποίος ιχνογράφησε μηχανικά σχέδιο διαθήκης, το οποίο έγραψε τρίτος. Την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας, που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομία του (ΑΠ 195/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2015 ό.π.). Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρι αποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα απ` αυτή και κάποιου εκ των βλαπτομένων (1777 ΑΚ) (ΑΠ 707/2015 Δημ. Νόμος). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι όλο το περιεχόμενο της γράφτηκε, ιδιοχείρως, από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 618/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 726/2016 ό.π., ΑΠ 708/2015 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 460 ΚΠολΔικ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Κατά το άρθρο δε 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου, είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔικ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός, που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης. ΄Οταν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρ. 463 ΚΠΔικ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρ. 216, 270, 341 ΚΠΔικ [ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 726/2016 ό.π.].

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Εκ τούτων συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 254 παρ.1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, αυτών, που θα διεξαχθούν και εκείνων, που η εκκαλουμένη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου της εφέσεως και ως εκ τούτου, κατά την επιλογή του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανίσει τότε την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 1983 σελ. 569, ΑΠ 755/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2006 ΕλΔ/νη 47 σελ. 1047, ΕφΛαρ 2/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 2382/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 139/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2516/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΚρητ 93/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 3671/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 163/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 95/2005 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της κύριας βάσης της αγωγής, συνίσταται στο εάν η φερόμενη, με ημερομηνίες 15-02-2011 και 15-12-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, στις 19-12-2012, στην Αίγινα, …………, κατοίκου, όσο ζούσε, Πέρδικας Αίγινας, πατέρα των διαδίκων, η οποία δημοσιεύθηκε με τα με αριθμ. 4/10-05-2013 πρακτικά δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Αίγινας, γράφτηκε ολόκληρη, χρονολογήθηκε και υπογράφτηκε με το χέρι του ως άνω διαθέτη. Για το εριζόμενο κρίσιμο τούτο θέμα, το οποίο απαιτεί ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης (δικαστικής γραφολογίας), το Δικαστήριο, λόγω της αδυναμίας συναγωγής ασφαλών συμπερασμάτων από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια της ενάγουσας και την ανωμοτί κατάθεση της εναγομένης, ως διαδίκου, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αναγκαίο, χωρίς προηγουμένως το Δικαστήριο να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος), να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254 παρ. 1, 368 παρ. 2 και 369 του ΚΠολΔ, από ειδικό Γραφολόγο – Πραγματογνώμονα, που ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, περί του κρίσιμου αυτού θέματος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος, της εκκαλούσας – εναγομένης, υποβληθέντος και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, να επιφυλαχθεί δε το Δικαστήριο να ερευνήσει μετά ταύτα την ουσία της υπό κρίση εφέσεως, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως (βλ. σχετ. ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Τέλος, δεν επιβάλλονται εν προκειμένω δικαστικά έξοδα σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα δεν είναι οριστική (βλ. αρθρ. 191 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση από 21/06/2016 έφεση κατά της με αριθμ. 752/09-03-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ να αποφασίσει επ’ αυτής κατ’ ουσίαν οριστικά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συζητήσεως της υποθέσεως, προκειμένου να διενεργηθεί η αμέσως κατωτέρω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

 

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την ………., Δικαστική Γραφολόγο, κάτοικο Αθηνών, οδός …….., Τ.Κ. .. (τηλ. ……..), το όνομα της οποίας περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, η οποία αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής, καθώς και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή της, εάν η φερόμενη, με ημερομηνίες 15-02-2011 και 15-12-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, στις 19-12-2012, στην Αίγινα, …………, κατοίκου, όσο ζούσε, Πέρδικας Αίγινας, πατέρα των διαδίκων, η οποία δημοσιεύθηκε με τα με αριθμ. 4/10-05-2013 πρακτικά δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Αίγινας, γράφτηκε ολόκληρη, χρονολογήθηκε και υπογράφτηκε με το χέρι του ως άνω διαθέτη. Η άνω έκθεσή της (γνωμοδότηση) πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως. Η νέα συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 17/05/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28/06/2018, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ