Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 411/2018

 Αριθμός   411/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294, 297 και 299 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο των ενδίκων μέσων γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδρίασης ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Η δήλωση αυτή πρέπει να είναι σαφής. Με τη δήλωση αυτή δεν εξομοιώνεται η δήλωση του ασκούντος το ένδικο μέσο ότι «αυτό δεν εισάγεται προς συζήτηση», η οποία έχει την έννοια ότι ο ασκήσας το ένδικο μέσο δεν μετέχει της συζήτησης του (ΕφΛαρ 11/2003 δημ. Νόμος). Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους. Ως διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη νοούνται από την ως άνω διάταξη εκείνοι, οι οποίοι ήταν στη δίκη αυτή αντίδικοι του εκκαλούντος (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, αριθμ. 336). Εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος είναι περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους o εκκαλών θέλει να εξαφανισθεί η απόφαση, εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 561/1976 ΝοΒ 24,1076, ΕφΑθ 1595/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 125/2005 Δικογραφία 2005, 358). Εξάλλου, η έφεση, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη και όχι κατά των ομοδίκων αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια βλάβη με αυτόν (ΟλΑΠ 11/1992 ΕλλΔνη 1993, 759, ΕφΛαρ 510/2013 δημ. νόμος).

Η κρινόμενη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../26.9.2016 έφεση κατά της με αριθμό 1552/29.6.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), με τη δικονομική απουσία του τετάρτου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της με αριθμό …../2008 αγωγής των ήδη εφεσιβλήτων δια της παραπάνω εφέσεως, (που συνεκδικάστηκε με τη με αριθμό …./2008 αγωγή) έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε στρέφεται, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, μόνο κατά των εναγόντων αντιδίκων των εκκαλούντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όχι και κατά των μη εδώ διαδίκων δηλαδή του απλού σε κάθε περίπτωση ομοδίκου τους τετάρτου εναγομένου που ερημοδικάστηκε στον πρώτο βαθμό, ούτε κατά των λοιπών απλών ομοδίκων τους που νομίμως παραστάθηκαν στον πρώτο βαθμό δηλαδή κατά της δεύτερης εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και κατά του έκτου εναγομένου (δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τον τρίτο εναγόμενο). Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012). Με αυτή θα συνεκδικαστεί λόγω της προφανούς συνάφειας της αφού πλήττει την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ) η κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό …./31.8.2017 αντέφεση των εναγόντων εφεσιβλήτων η οποία ασκήθηκε ενόσω διαρκούσε η προθεσμία της εφέσεως (βλ. άρθρο 523 παρ. 1 έως 3 του ΚΠολΔ) και συνεπώς ισχύει ως αυτοτελής έφεση δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει (λόγω μη επιδόσεως) η μη γνήσια διετής προθεσμία για την άσκηση εφέσεως, και το δικόγραφο της αντεφέσεως κοινοποιήθηκε στους δύο πρώτους αντεφεσίβλητους τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη συζήτηση όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……. και τη με αριθμό …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ναυπλίου …….., ενώ ως προς τους άλλους δύο αντεφεσιβλήτους η πληρεξουσία δικηγόρος των αντεκκαλούντων, δήλωσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ότι η έφεση της δε θα συζητηθεί ως προς αυτούς, και επειδή αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της εκ του οικείου πινακίου η συζήτηση της αυτοτελούς εφέσεως ως προς αυτούς θα ματαιωθεί.

Περαιτέρω σύμφωνα με το αρ. 520 ΚΠολΔ το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα αρ. 118 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης που αναφέρονται σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου (ενίοτε και του ίδιου του εκκαλούντος). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, πρέπει δηλ. να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην απόφαση αιτιάσεις, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του αρ. 522 ΚΠολΔ που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους πρόσθετους λόγους έφεσης), και να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος ν` αμυνθεί αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε ν` αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Με την έννοια αυτή, όταν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, πρέπει να καθορίζονται οι παραβιασθείσες διατάξεις, διαφορετικά ο σχετικός λόγος έφεσης είναι αόριστος, ενώ δεν πάσχει αοριστίας ο λόγος της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όταν δεν εξειδικεύονται τα σφάλματα, αρκούσης της μνείας ότι λόγω της κακής αυτής εκτίμησης το διατακτικό είναι εσφαλμένο (Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. ΚΠολΔ, αρ. 520 αριθ. 9, 11-14, ΑΠ 59/1997 Δ 29.15, ΑΠ 155/1996, ΕλΔ 37. 1346/7, ΑΠ 408/1996 ΕλΔ 38.98, ΑΠ 1183/1995, ΕλΔ 38.830). Και τούτο διότι στην περίπτωση που οι πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως συνίστανται σε πραγματικά σφάλματα του δικαστή, στα οποία ανάγεται και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος εφέσεως επαρκώς προσδιορίζεται από την μνεία στο εφετήριο ότι συνεπεία της εσφαλμένης εκτιμήσεως των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύονται τα σφάλματα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 1537/2006 δημ. Νόμος).

Με τη με αριθμό …../2008 αγωγή τους ενώπιον Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της οποίας το καταψηφιστικό αίτημα περιόρισαν κατά ένα μέρος, οι αντεκκαλούντες ήδη εφεσίβλητοι συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού αποβιώσαντος σε εργατικό ατύχημα εργαζόμενου εξέθεταν ότι την 16.7.2007 ο έκτος εναγόμενος ήδη δεύτερος εκκαλών, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του πλοιάρχου του πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας που εδρεύει στον ….. και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από ανώνυμη εταίρα που εδρεύει στα ….. και κυρίας του έργου ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών στο πλοίο, προσέλαβε τον …….., σύζυγο της πρώτης, πατέρα της δεύτερης και του τρίτου και αδελφό του τετάρτου, πέμπτου, έκτης και έβδομης των εναγόντων. Ότι το συγγενικό τους πρόσωπο προσελήφθη, με την ειδικότητα του σωληνουργού, για να εργαστεί στις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες που πραγματοποιούνταν στο αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στο Πέραμα. Εξέθεταν ακολούθως ότι η δεύτερη εναγομένη της οποίας καθολική διάδοχος είναι η ήδη τρίτη αντεφεσίβλητη εταιρία περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στο Πέραμα (ως προς την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε) διατηρούσε συνεργείο επισκευών επί πλοίων και ότι σε αυτή είχε ανατεθεί, από την πλοιοκτήτρια, με σύμβαση έργου, η διενέργεια επισκευαστικών εργασιών στο πλοίο αυτό. Ότι ο τέταρτος εναγόμενος (μη διάδικος) ερημοδικασθείς ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο οποίος εργαζόταν ως προστηθείς αυτής – εργοδηγός του συνεργείου – υπέδειξε το χώρο εργασίας δηλαδή τη δεξαμενή του πλοίου στο συγγενικό τους πρόσωπο και στο ……, που είχε προσληφθεί την ίδια ημέρα για να εργαστεί ως βοηθός ελασματουργός, παρόλο που τελικά του ανατέθηκε να εργαστεί ως βοηθός σωληνουργός, αν και ήταν άπειρος για εργασία σε δεξαμενή πλοίων, ενώ αμφότεροι οι εργαζόμενοι είχαν άγνοια ως προς την επικινδυνότητα του χώρου στον οποίο θα εργάζονταν. Περαιτέρω εξέθεταν ότι, ακολούθως την 09.50 π.μ της ιδίας ημέρας, εκδηλώθηκε, στο χώρο της δεξαμενής του πλοίου όπου οι προαναφερόμενοι εργαζόμενοι απασχολούντο, πυρκαγιά εξαιτίας της οποίας αυτοί αποβίωσαν βιαίως υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι η πυρκαγιά οφειλόταν σε σπινθήρες που προκλήθηκαν από τη χορήγηση, στους δύο εργαζόμενους, ακατάλληλων, για την περίσταση, εργαλείων, από τον ανεπαρκή εξαερισμό του χώρου, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση εύφλεκτων αερίων στον χώρο όπου αυτοί εργάζονταν και από την παράλειψη των εναγομένων να προβούν στην έκδοση νέου πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια της δεξαμενής που εργάζονταν οι δύο θανόντες, και ότι οι παραλείψεις όλων των εναγομένων συνετέλεσαν στην επέλευση του αποτελέσματος δηλαδή επέφεραν το θάνατο στο συγγενικό τους πρόσωπο. Ότι παρόλο που στο παρελθόν είχε υποδειχθεί στην πρώτη εκκαλούσα πλοιοκτήτρια και στους λοιπούς η ανάγκη να τηρηθούν οι διατάξεις του νόμου (πδ. 70/1990 και 1568/1985) σχετικά με την ασφάλεια των εργαζομένων, αυτοί ουδόλως ανταποκρίθηκαν με αποτέλεσμα τόσο να ξεσπάσει η πυρκαγιά όσο και να μην υφίστανται τρόποι άμεσης αντιμετώπισης της με αποτέλεσμα το συγγενικό τους πρόσωπο να αποβιώσει ακαριαία, ο άλλος δε εργαζόμενος να παραμείνει εν ζωή μια και πλέον ώρα από τότε που ξέσπασε η πυρκαγιά αλλά να μην είναι δυνατό ούτε να του παρασχεθεί οποιαδήποτε βοήθεια, ούτε να απεγκλωβιστεί. Στον ήδη δεύτερο εκκαλούντα και δεύτερο αντεφεσίβλητο πλοίαρχο απεδωσαν, επιπλέον, ότι κατέθεσε ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις στο Λιμεναρχείο Πειραιά που αφορούσαν στη λήψη των αναγκαίων – για τη διενέργεια των εργασιών επί του πλοίου – μέτρων ασφαλείας, και ότι επομένως με ενέργειες του επιχείρησε τη συγκάλυψη των συνθηκών του δυστυχήματος, όπως εκτέθηκε στην αγωγή. Ακολούθως και με βάση την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων όπως εξειδικευόνταν στην αγωγή αιτήθηκαν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας των εναγομένων φυσικών προσώπων καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού αφαίρεσαν από κάθε αιτηθέν ποσό το ποσό των 40 ευρώ που επιφυλάχθηκαν να αιτηθούν κατά την παράσταση τους στο Ποινικό δικαστήριο, και ακολούθως η πρώτη ήδη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα (σύζυγος του θανόντος) να υποχρεωθούν η πρώτη, δεύτερη, τέταρτος, πέμπτος και έκτος των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 299.960,00 ευρώ, η δεύτερη ήδη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα (θυγατέρα του θανόντος) και τρίτος ήδη εφεσίβλητος αντεκκαλών (υιός του θανόντος) αιτήθηκαν κατά τα ανωτέρω ο καθένας το ποσό των 300.000,00 ευρώ, και οι λοιποί αδερφοί του θανόντος (τέταρτος, πέμπτος, έκτη και έβδομη) εφεσίβλητοι και ήδη αντεκκαλούντες αιτήθηκαν για την παραπάνω αιτία ο καθένας το ποσό των 65.000,00 ευρώ. Επιπλέον και με βάση το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής τους ζήτησαν η πρώτη ήδη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα να αναγνωριστεί ότι της οφείλουν οι εναγόμενοι το ποσό των 1.160.000,00 ευρώ, η δεύτερη και τρίτος να αναγνωριστεί ότι οφείλουν οι εναγόμενοι το ποσό των 700.000,00 ευρώ στον καθένα από αυτούς και οι τέταρτος, πέμπτος έκτη και έβδομη να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν 235.000,00 ευρώ στον καθένα από αυτούς. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά παρέπεμψε την αγωγή (και τη συνεκδικαζόμενή της με αριθμό …./2008) προς εκδίκαση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, το οποίο έκρινε την προαναφερόμενη με αριθμό …./2008 αγωγή ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 71, 299, 330, 345, 346, 481 επ., 648 επ. 681 επ, 914,922,926 εδ. α’ περ. πρώτη περίπτωση και 932 ΑΚ, 29 ΕισΝΑΚ, σε εκείνες του άρθρου 32 Ν. 1568/1985, 1,2 §§ 1 και 2,3 § 4 εδ. α’, 4, 6 § 1,9 §§ 1 και 2, 15 §§ 1,2 και 3, 16, 17, 18 ΠΔ 190/1984, 1, 2, 3, 4 §§ 1, 2, 7, 8, 15 και 16, 6 §§ 1, 2, 3, 5, 6, 7, 10, των άρθρων 12, 13, 14, 19,20 αρ. 1 και 71 αρ. 6α, β και γ του ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες», 2 και 6 § 2 ΠΔ 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία», και ακολούθως τη δέχτηκε κατά ένα μέρος ως βάσιμη στην ουσία της και επιδίκασε με καταψηφιστική διάταξη την οποία κήρυξε προσωρινά εκτελεστή ως προς το 1/10 της και με προσωπική κράτηση των εναγομένων φυσικών προσώπων διάρκειας ενός έτους, ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ύψους 90.000 ευρώ σε καθένα από τους τρεις πρώτους ήδη εφεσίβλητους και από 45.000 ευρώ στους τέσσερις λοιπούς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες πρώτη και έκτος εναγόμενος που είχαν αρνηθεί την αγωγή και επιπλέον είχαν προτείνει ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας του θανόντος  ……….. Οι εκκαλούντες ειδικότερα παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού επαναφέρουν τους ισχυρισμούς τους με τους οποίους αρνήθηκαν την ιστορική βάση της αγωγής αναφορικά με την ευθύνη τους, ενώ παραπονούνται και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ως προς τα επιδικασθέντα ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και τέλος παραπονούνται για την επιβολή προσωπικής κράτησης στο δεύτερο εξ αυτών πλοίαρχο που είναι μισθοσυντήρητος. Ζητούν ακολούθως την παραδοχή των λόγων εφέσεως προκειμένου να εξαφανιστεί  εκκαλουμένη και να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή. Εξάλλου με την αντέφεση τους οι αντεκκαλούντες εφεσίβλητοι ενάγοντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδείξεων αναφορικά με το ύψος των ποσών που επιδικάστηκαν λόγω ψυχικής οδύνης, και ζητούν τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει στο σύνολο της δεκτή η αγωγή τους κατ’ουσίαν. Το δικόγραφο της αντέφεσης είναι ορισμένο και παραδεκτό, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παρά τα όσα ισχυρίζονται οι αντεφεσίβλητοι εκκαλούντες αφού δεν πάσχει αοριστίας ο λόγος της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όταν δεν εξειδικεύονται τα σφάλματα, αρκούσης της μνείας ότι λόγω της κακής αυτής εκτίμησης το διατακτικό είναι εσφαλμένο αφού το Εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως και στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται στο δικόγραφο αντεφέσεως ότι «κατά κακή ερμηνεία του νόμου και κατ’εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν το ποσό που επιδικάζεται συνολικά ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση ψυχικής οδύνης ανέρχεται σε 450.000 ευρώ ενώ πρέπει να επιδικαστούν τα αιτηθέντα με την αγωγή ποσά».

Για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (βλ. ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46 71, ΑΠ 1840/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 187/1973 (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), «ο πλοίαρχος έχει την εν γένει διοίκησιν εν τω πλοίω και ασκεί εξουσίαν επί των επιβαινόντων, λαμβάνων παν αναγκαίον μέτρον εντός των υφισταμένων κανονισμών προς τον σκοπόν τηρήσεως της τάξεως, της πειθαρχίας και της υγιεινής και δια την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου». Διατάξεις περί των όρων ασφαλείας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα στο πλοίο δικαίωμα αποζημιώσεως, είναι εκείνες οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή το ατύχημα να επήλθε από τη μη τήρηση όρων οι οποίοι επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς αυτοί να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι και εκείνες του ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες» (ΦΕΚ Α 31/1990), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 § 2 και 36 του Ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177/18.10.1985) που στο άρθρο 32 ορίζει τα μέτρα γενικής ασφαλείας ως εξής: «ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα». Με το πδ 70/1990 ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής: Ως ναυπηγοεπισκευαστικό έργο θεωρείται κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση (άρθρο 2 αρ. 1). Ο κύριος του έργου είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος τούτου και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται σ’ αυτό (άρθρο 3 εδαφ. α`). Ως κύριος του έργου θεωρείται ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας, ο κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής όπου εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο. Ο κύριος του έργου μπορεί να εκπροσωπείται από το νόμιμα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή τον πλοίαρχο του πλοίου (άρθρο 2 αρ. 3). Ο παρέχων το χώρο πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 7 να παρέχει κλίμακες ανόδου στα πλοία σύμφωνα με το Π.Δ. 1349/81 (Α` 336) οι οποίες έχουν μέγιστη κλίση 45 βαθμούς, να διαθέτει δίκτυ προστασίας (και φωτισμό για την νύχτα, δίκτυο πυρόσβεσης ξηράς, ικανό για την κατάσβεση πυρκαγιάς σε οιοδήποτε σημείο κάθε πλοίου που βρίσκεται στο χώρο, να ρυθμίζει τις θέσεις ελλιμενισμού (αγκυροβολίας) έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα πρόσβασης σε περίπτωση ανάγκης, να διαθέτει παροχές ηλεκτρικού ρεύματος σύμφωνα με τους κανόνες ασφάλειας όπως ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις σ` όλο τον χώρο ευθύνης του και ικανό αριθμό κατάλληλων χώρων υγιεινής, φύλαξης των ενδυμάτων και παροχής ύδατος (πόσιμου και καθαριότητας, και επιπλέον να οριοθετεί τους χώρους που τυχόν διατίθενται σε συνεργεία για αποθήκευση υλικών, εργαλείων, εργοταξιακή χρήση ή συγκέντρωση απορριμμάτων, και τέλος στις δεξαμενές πλωτές ή μη πρέπει να τηρεί όλους τους κανόνες και τις διατάξεις υγιεινής και ασφάλειας (π.χ. κιγκλιδώματα ασφαλείας, παροχή κατάλληλης ηλεκτρικής τάσης, πυροσβεστικό δίκτυο, κλίμακες πρόσβασης σε πλοία κλπ). … Σύμφωνα με το άρθρο 11 πριν γίνει οποιαδήποτε εργασία σε δεξαμενή ή άλλο κλειστό χώρο πρέπει:  α) `Ολες ο σωληνώσεις που μπαίνουν στη δεξαμενή ή στον χώρο αυτό να αποσυνδεθούν πλήρως, ή να απομονωθούν καλώς σε σημείο μακριά από τη δεξαμενή.  β) `Ολα τα κινούμενα στοιχεία μηχανών να σταματούν και να εξασφαλίζεται η ακινησία τους.  γ) Να αφαιρούνται όλα τα καλύμματα των ανθρωποθυρίδων και τα άλλα καλύμματα που οδηγούν σε ανοικτούς χώρους και να ασφαλίζονται στην ανοικτή θέση. δ) Να προβλέπονται κλίμακες, ικριώματα ή εξέδρες εργασίας, αν τούτο απαιτείται για την πρόληψη κινδύνου και εφόσον ο χώρος εργασίας δε διαθέτει παρόμοια μέσα.  2. Εάν κατά την διάρκεια της εργασίας δημιουργηθούν βλαβεροί παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος, όπως σκόνη, ίνες, καπνός, αέρια και ατμοί πρέπει να γίνονται κατά το δυνατόν ακίνδυνοι στο σημείο δημιουργίας τους ή κοντά σ` αυτό με απαγωγή, δέσμευση, καταστολή ή άλλες αποτελεσματικές μεθόδους. Σε περίπτωση που οι πιο πάνω ρυπαντές δεν είναι δυνατό να γίνουν ακίνδυνοι, πρέπει όσοι απασχολούνται σε τέτοιο περιβάλλον να χρησιμοποιούν κατάλληλες προστατευτικές αναπνευστικές συσκευές. 3. Οι διαστάσεις των ελλειπτικών ανθρωποθυρίδων που πρόκειται να ανοιχθούν πρέπει να είναι τουλάχιστον 600 Χ 400 χιλιοστά και διάμετρος των κυκλικών τουλάχιστον 600 χιλιοστά. 4. Πριν τη δοκιμή στεγανότητας διαμερισμάτων σκάφους ή κλειστών χώρων με πλήρωση με νερό, πετρέλαιο ή αέρια, και πριν κλειστούν οι ανθρωποθυρίδες πρέπει ο επικεφαλής να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν εργαζόμενοι σ` αυτούς τους χώρους ή τα διαμερίσματα.  5. Πριν την διαδικασία δοκιμής των δεξαμενών καυσίμων με θερμό πετρέλαιο πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις κατά της πυρκαϊάς από πιθανή διαρροή κατά την δοκιμή.  6. Σε περίπτωση αδιαθεσίας οι εργαζόμενοι σε κλειστούς χώρους αναφέρουν το γεγονός στον επιβλέποντα, ο οποίος πρέπει να ειδοποιήσει αμέσως τις Α` Βοήθειες ή την ιατρική υπηρεσία. Το άρθρο 12 ορίζει ότι όταν καθαρίζονται δεξαμενές ή κλειστοί χώροι με επικίνδυνο περιβάλλον  1. Απαγορεύεται η είσοδος σε χώρους, στους οποίους μπορεί να σωρευτούν τοξικά, αδρανή, ασφυξιογόνα, εύφλεκτα, καυστικά ή άλλα επικίνδυνα αέρια ή πιθανό να υπάρχει έλλειψη οξυγόνου.  Ως τέτοιοι χώροι θεωρούνται:  α) Οι χώροι φορτίων ή άλλοι χώροι που περιέχουν ή περιείχαν καύσιμα ή εύφλεκτα υγρά ή αέρια χύμα.  β) Οι χώροι φορτίων ή άλλοι χώροι που περιέχουν ή περιείχαν φορτία χύμα από στερεά, υγρά ή αέρια δηλητηριώδη, διαβρωτικά, ερεθιστικά, καυστικά ή άλλα επικίνδυνα χημικά προϊόντα.  γ) Οι χώροι που είχαν αδρανοποιηθεί.  δ) Κλειστοί χώροι όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος Π.Δ/τος  δηλαδή ο χώρος, που από τη φύση του είναι πανταχόθεν κλειστός ή έχει περιορισμένη δυνατότητα φυσικού αερισμού. Ενδεικτικά αναφέρονται: στεγανό σύγκρουσης (FOREPEAK), χώρος ασφαλείας (COFFERDAM), δεξαμενές φορτίου διπύθμενα αντλιοστάσιο αγωγοί διέλευσης σωληνώσεων (τουνέλια), δεξαμενές έρματος, δεξαμενές λιπαντικών, δεξαμενές καταλοίπων, δεξαμενές καυσίμων.  2. Πριν την έναρξη εργασιών στους παραπάνω αναφερόμενους χώρους θα πρέπει να γίνει καθαρισμός του χώρου και εξαερισμός. Ο καθαρισμός πρέπει να γίνει όσο είναι πρακτικά δυνατό με τη χρήση μηχανικών μέσων χωρίς την είσοδο εργαζομένων στον υπόψη χώρο.  3. Οι εγκαταστάσεις καθαρισμού της ατμόσφαιρας του εργασιακού περιβάλλοντος πρέπει να είναι διατεταγμένες ώστε οι επικίνδυνοι χημικοί παράγοντες να απομακρύνονται ακίνδυνα και να μη συγκεντρώνονται σε άλλες θέσεις εργασίας.  4. Απαγορεύεται η χρήση οξυγόνου υπό πίεση για τον αερισμό οποιουδήποτε κλειστού χώρου του σκάφους.  5. Πριν γίνουν οι έλεγχοι αερίων, οι δεξαμενές, οι χώροι και οι σωληνώσεις πρέπει να ψυχθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία.  6. Μετά τον εξαερισμό του χώρου εκδίδεται από Χημικό Ναυτιλίας πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για την είσοδο εργαζομένων στο χώρο και την εκτέλεση των απαιτουμένων εργασιών.  7. `Οταν απαιτείται πρόσθετος καθαρισμός δεξαμενών, ή κλειστών χώρων που περιείχαν διαβρωτικά υλικά, ή που καθαρίστηκαν οι χώροι με διαβρωτικά υγρά, οι εργαζόμενοι πρέπει να φέρουν κατάλληλα προστατευτικά ενδύματα. Στο άρθρο 13 ορίζεται ότι πριν την είσοδο εργαζομένων για την εκτέλεση εργασιών στις δεξαμενές και τους χώρους του άρθρου 12 απαιτείται η έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS FREE) από Χημικό ή Χημικό μηχανικό, (Χημικό Ναυτιλίας) που έχει την προβλεπόμενη άδεια. Για να εκδοθεί πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για εκτέλεση θερμών εργασιών σε δεξαμενές ή άλλους κλειστούς χώρους για τους οποίους απαιτείται τέτοιο πιστοποιητικό, στους χώρους αυτούς πρέπει:  α) Η συγκέντρωση των αερίων να είναι κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια έκθεσης, όπως ορίζονται στην Ελληνική Νομοθεσία. Ειδικά για το πετρέλαιο και τα προϊόντα απόσταξής του το όριο είναι 1% του κατώτερου ορίου εκρηκτικότητας. β) H περιεκτικότητα σε οξυγόνο να είναι από 19,5% έως 22,5% κατ`όγκο. γ) Τα υπολείμματα που υπάρχουν να μην μπορούν με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν και με θερμές εργασίες να παράγουν αέρια σε επικίνδυνη συγκέντρωση κατά τη γνώμη του Χημικού Ναυτιλίας.  Στην περίπτωση αυτή, οι χώροι για τους οποίους εκδόθηκε το πιστοποιητικό χαρακτηρίζονται:  ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ – ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ ΘΕΡΜΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ (SAFE FOR ΜΕΝ- SAFE FOR FIRE).  3. Πριν εκδοθεί από Χημικό Ναυτιλίας πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για εκτέλεση θερμών εργασιών σε ένα χώρο απαγορεύεται να μπούν στο χώρο αυτό:  α) Γυμνό φως ή φλόγα ή άλλο πυρακτωμένο αντικείμενο.  β) Φωτιστικό που δεν είναι αντιεκρηκτικού τύπου. γ) Ηλεκτρικός εξοπλισμός ή αγωγός που δεν είναι αντιεκρηκτικού τύπου.  δ) Οποιοδήποτε άλλο εργαλείο ή εφόδιο (π.χ. ιμάντες, άξονες, υποδήματα εργασίας) που είναι δυνατόν να προξενήσει σπινθήρα.  ε) Εφόδια ή υλικά (π.χ. συνθετικό υφαντό ένδυμα ή μετάξι) που είναι δυνατόν να δημιουργήσουν στατικό ηλεκτρισμό.  στ) Οποιαδήποτε άλλη πηγή θερμότητας.  4. Προκειμένου να εκδοθεί πιστοποιητικό απαλλαγής, από επικίνδυνα αέρια για εκτέλεση ψυχρών εργασιών σε δεξαμενές ή άλλους κλειστούς χώρους για τους οποίους απαιτείται η έκδοση τέτοιου πιστοποιητικού, στους χώρους αυτούς πρέπει:  α) H συγκέντρωση των αερίων να είναι κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια έκθεσης, όπως αυτά ορίζονται στην ελληνική νομοθεσία. Ειδικά για το πετρέλαιο και τα προϊόντα απόσταξής του το όριο είναι 4% του κατώτερου ορίου εκρηκτικότητας.  β) Η περιεκτικότητα σε οξυγόνο να είναι από 19,5% έως 22,5% κατ`όγκο.  γ) Τα υπολείμματα που υπάρχουν να μη μπορούν με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν και χωρίς θερμές εργασίες να παράγουν αέρια σε επικίνδυνη συγκέντρωση κατά την γνώμη του Χημικού Ναυτιλίας.  Στην περίπτωση αυτή οι χώροι για τους οποίους εκδόθηκε το πιστοποιητικό χαρακτηρίζονται:  ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ TON ΑΝΘΡΩΠΟ – ΜΗ ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ ΘΕΡΜΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ (SAFE FOR ΜΕΝ – NOT SAFE FOR FIRE).  5. `Οταν μια δεξαμενή ή ένας χώρος για τον οποίο απαιτείται έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια δεν ελέγχθηκε από Χημικό Ναυτιλίας ή ελέγχθηκε και βρέθηκε να περιέχει:  α) Αέρια ή οξυγόνο που δεν είναι μέσα στα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου όρια ή  β) Υπολείμματα τα οποία με τις επικρατούσες ατμοσφαιρικές συνθήκες παράγουν επικίνδυνα αέρια, κατά τη γνώμη του Χημικού Ναυτιλίας, τότε οι δεξαμενές ή οι χώροι αυτοί χαρακτηρίζονται  ΜΗ ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ TON ΑΝΘΡΩΠΟ – MH ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ ΘΕΡΜΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ (ΝΟΤ SAFE FOR ΜΕΝ – ΝΟΤ SAFE FOR FIRE). Στους παραπάνω χώρους, απαγορεύεται η είσοδος ανθρώπων και η εκτέλεση εργασιών και για το σκοπό αυτό αναρτώνται κατάλληλα και εμφανή σήματα στην είσοδο τους,  6. Η διαδικασία χορήγησης άδειας σε Χημικούς ή Χημικούς Μηχανικούς για να θεωρούνται Χημικοί Ναυτιλίας και να εκδίδουν πιστοποιητικά απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS FREE) και οι ελάχιστες απαιτήσεις για την έκδοση τέτοιων πιστοποιητικών για επιθεώρηση, επισκευή, δεξαμενισμό, μετατροπή, κατασκευή, αγκυροβόλιο, παροπλισμό και οποιαδήποτε άλλη εργασία σε πλοία ή πλωτές κατασκευές για την οποία πρέπει να αρθεί η επικινδυνότητα ορισμένων χώρων, καθορίζονται στο παράρτημα της Υπουργικής Απόφασης 3232/41/89 (Β` 400). 7. Εάν μετά την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια δημιουργηθεί αμφιβολία εάν και κατά πόσο μια δεξαμενή, ένας κλειστός χώρος ή ένα δίκτυο σωληνώσεων είναι ελεύθερα από αέρια, η εργασία δεν πρέπει να αρχίζει ή να συνεχιστεί πριν εκδοθεί νέο πιστοποιητικό. Στο άρθρο 14 ορίζεται ότι κατά την εκτέλεση εργασιών στις δεξαμενές και τους κλειστούς χώρους του άρθρου 12 παρ. 1 μετά την έκδοση των απαιτούμενων πιστοποιητικών πρέπει πέρα από τις απαιτήσεις του άρθρου 11:  α) Να προβλέπεται ανάλογος και επαρκής εξαερισμός. Η εγκατάσταση του εξαερισμού πρέπει να επιτηρείται για να μην είναι δυνατή η διακοπή ή παρεμπόδιση λειτουργίας της.  Επίσης λαμβάνεται μέριμνα ώστε να υπάρχει ικανή απόσταση μεταξύ των διατάξεων προσαγωγής και απαγωγής για να εξασφαλίζεται η καθαρότητα του προσαγόμενου νωπού αέρα ως και η μη παρενόχληση των εργαζομένων σε άλλες θέσεις εργασίας από τον απαγόμενο αέρα. β) Να λαμβάνεται μέριμνα για την εξασφάλιση ταχείας και ασφαλούς μεταφοράς των εργαζομένων, που αισθάνθηκαν αδιαθεσία. γ) Να υπάρχουν και να διατηρούνται ελεύθερα εμποδίων μέσα εύκολης πρόσβασης και απέλευσης από τον τόπο εργασίας. Οι μεγάλοι χώροι να διαθέτουν τουλάχιστον δύο ξεχωριστές εισόδους – εξόδους.  δ) Για όλο το διάστημα που παραμένουν εργαζόμενοι στους υπόψη χώρους, ένα κατάλληλο πρόσωπο της επιχείρησης να ασκεί γενική εποπτεία των εργασιών και ιδιαίτερα να διατηρεί άμεση επαφή με τους εργαζόμενους και να εξασφαλίζει, ώστε ο αερισμός να είναι ο κατάλληλος και να τηρούνται τα προβλεπόμενα διαλείμματα εργασίας.  ε) Να υπάρχουν έτοιμες για διάθεση και χρήση στο πλοίο με μέριμνα του κύριου του πλοίου δύο πλήρεις κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές.  στ) Να υπάρχουν εκτός του πλοίου ευκολοπρόσιτες και έτοιμες για χρήση δύο επιπρόσθετες κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές με μέριμνα του εργολάβου ή υπεργολάβου που εκτελεί εργασία σε δεξαμενές που περιείχαν επικίνδυνα υλικά. Κάθε σειρά αναπνευστικών συσκευών να είναι εφοδιασμένη με μία λάμπα ή ηλεκτρικό φανάρι αντιεκρηκτικού τύπου. ζ) Να διατίθενται από τον εργολάβο ή υπεργολάβο που εκτελεί την εργασία για άμεση χρήση δύο ζώνες ασφάλειας και σχοινιά διάσωσης.  η) `Οπου είναι αναγκαίο για την πρόληψη κινδύνου, η ατμόσφαιρα του χώρου εργασίας πρέπει να ελέγχεται από τον Τεχνικό Ασφάλειας σε τακτικά χρονικά διαστήματα, για τον προσδιορισμό των εν λόγω βλαβερών παραγόντων. Οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να καταγράφονται σε πίνακα που θα δείχνει:  Την ημέρα, την ώρα, το είδος – αποτέλεσμα της μέτρησης ως και κάθε οδηγία που δίδεται από τον Τεχνικό Ασφάλειας. Για τον έλεγχο του εργασιακού περιβάλλοντος και την λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας των εργαζομένων σε ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις από κινδύνους φυσικών και χημικών παραγόντων, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες προβλεπόμενες οριακές τιμές έκθεσης από την υπάρχουσα Νομοθεσία και όπου δεν προβλέπονται λαμβάνονται υπόψη οι συνιστώμενες από τους Επιθεωρητές εργασίας. Για εργασίες ή επιθεωρήσεις στενών και κλειστών χώρων όπως τα διπύθμενα ή οι κλειστές δεξαμενές ζυγοστάθμισης επιπρόσθετα από τα αναφερόμενα στα άρθρα 13 και 14 πρέπει:  α) Να ορίζονται τουλάχιστον δύο άτομα που θα εργάζονται μαζί.  β) Ο επιβλέπων τις εργασίες να βρίσκεται στην ανθρωποθυρίδα ή σε άλλη είσοδο.  γ) Να χρησιμοποιούνται ατομικές φορητές ηλεκτρικές λάμπες έως 42 VOLTS. δ) Εάν υπάρχει ανάγκη, οι εργαζόμενοι να χρησιμοποιούν κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές.  2. Εφόσον στους παραπάνω χώρους έχουν χρησιμοποιηθεί βλαβερά βερνίκια ή χρώματα ή αυτά έχουν αφαιρεθεί με βλαβερά ή εύφλεκτα διαλυτικά μέσα, δεν επιτρέπεται καμία εργασία πριν ο χώρος εξαεριστεί τελείως και ο αέρας ελεγχθεί και βρεθεί καθαρός.  3. H εργασία σε στενούς και κλειστούς χώρους πρέπει κατά το δυνατόν να οργανώνεται έτσι ώστε να μη απασχολούνται ταυτόχρονα εργαζόμενοι με διαφορετικό αντικείμενο εργασίας, εκτός αν υπάρχει ανάγκη συντονισμού των διαφορετικών εργασιών. (άρθρο 18). Ειδικότερα πριν την έναρξη εργασιών σε δεξαμενές φορτίου δεξαμενοπλοίων θα πρέπει οι δεξαμενές αυτές να καθαριστούν και να εξαεριστούν. Ο καθαρισμός πρέπει να γίνεται με εκτόξευση ζεστού νερού, ατμού ή χημικών διαλυμάτων με τη χρησιμοποίηση μηχανικών μέσων χωρίς την είσοδο εργαζομένων σ` αυτές και σε χώρο εκτός του ναυπηγείου ή της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης. Ο καθορισμός να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να εξατμιστούν τα πτητικά καύσιμα και να απομακρυνθούν τα κατάλοιπα καυσίμων (λάσπη κ.λπ.) όσο είναι πρακτικά δυνατό με μηχανικά μέσα.  2. Τα εξαρτήματα για το πλύσιμο των δεξαμενών πρέπει:  α) Να μη επιτρέπουν τη διαρροή ατμού στη δεξαμενή.  β) Να μη προκαλούν τη δημιουργία σπινθήρων.  γ) Να διαθέτουν σωληνώσεις και συνδέσεις που είναι ηλεκτρικά γειωμένες μεταξύ τους και με το πλοίο.  δ) Να μη συμπεριλαμβάνουν οποιαδήποτε φορητά ηλεκτρικά εργαλεία ή αγωγούς που δεν είναι αντιεκρηκτικού τύπου. 3. `Υστερα από το πλύσιμο των δεξαμενών, πρέπει να αφαιρεθούν τα καλύμματα από τις ανθρωποθυρίδες και τα άλλα ανοίγματα και να εξαεριστούν οι δεξαμενές ώστε να απομακρυνθούν τα αέρια καύσιμα. 4. Σε περίπτωση που οι δεξαμενές φορτίου δεξαμενοπλοίων είχαν πληρωθεί με αδρανές αέριο (INERT GAS) θα πρέπει πριν τον εξαερισμό τους να γίνει εμφύσηση αδρανούς αέριου υποβιβασμός των υδρογονανθράκων ή άλλων καυσίμων αερίων σε ποσοστό κάτω του 20% κατ` όγκον της δεξαμενής. 5. Μετά τον εξαερισμό των δεξαμενών εκδίδεται από Χημικό Ναυτιλίας πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για την είσοδο του Δεξαμενοπλοίου σε Ναυπηγείο ή Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. `Υστερα από την έκδοση του παραπάνω πιστοποιητικού και εφόσον πρόκειται στη δεξαμενή να γίνουν θερμές εργασίες θα πρέπει τα υπολείμματα στα εσωτερικά τοιχώματα της δεξαμενής να πλυθούν ή να ξυστούν σύμφωνα με τις υποδείξεις του Χημικού Ναυτιλίας που εκδίδει το πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS FREE) για εκτέλεση θερμών εργασιών. 6. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται πτητικά καύσιμα δεξαμενών ρευστών καυσίμων, κλειστών χώρων ή σωληνώσεων.  Εφόσον η θερμοκρασία των δεξαμενών φορτίου παραμένει χαμηλή (κάτω των 15 βαθμών C) είναι  επιτρεπτή η χρησιμοποίηση πετρελαίου ή παρόμοιων υλικών, με σημείο ανάφλεξης μεγαλύτερο από 40 βαθμούς C, με την προϋπόθεση ότι τα κατάλοιπά τους θα αποξηρανθούν πλήρως και στη συνέχεια η δεξαμενή θα εξαεριστεί με ασφάλεια.  Σε περίπτωση χρησιμοποίησης τοξικών ουσιών καθαρισμού, όπως π.χ. τριχλωροαιθυλένιο, πρέπει να παίρνεται μέριμνα ώστε τα υπολείμματα να απομακρύνονται τόσο από τυχόν εσοχές του χώρου όσο και από τα αποθέματα του καθαρισμού.  Ακόμα θα πρέπει να προβλέπεται επαρκής εξαερισμός με σκοπό την παρεμπόδιση δημιουργίας συγκεντρώσεων επικίνδυνων αερίων.  7. Τα επιστόμια, οι αντλίες, τα φίλτρα και άλλα συναφή εξαρτήματα που ανήκουν στα δίκτυα σωληνώσεων του πλοίου καθώς επίσης και οι σερπαντίνες προθέρμανσης (HEATING COILS), στις δεξαμενές φορτίου δεξαμενοπλοίων, πρέπει να καθαρίζονται με ατμό ή νερό ή κάποιο άλλο αποτελεσματικό μέσο. 8. Δεξαμενές καυσίμων και σωληνώσεις που περιείχαν βενζόλιο πρέπει σε περίπτωση που η θερμοκρασία βρίσκεται κάτω από το σημείο απόψυξης του ρευστού (6 βαθμούς C) να απαλλαγούν εντελώς από στερεοποιημένο βενζόλιο με πλύση με ατμό ή ζεστό νερό ή ελαφρύ πετρέλαιο (DIESEL ΟΙL) ή ένα παρόμοιο με πτητικό υγρό.  9. Δεν επιτρέπεται η παρουσία στο κατάστρωμα του πλοίου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων στη διάρκεια καθαρισμού των δεξαμενών του πλοίου πριν από την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από εκρηκτικά αέρια.  10. Στη διάρκεια καθαρισμού δεξαμενής φορτίου δεξαμενοπλοίων και πριν από την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια δεν επιτρέπεται η εκτέλεση θερμών εργασιών στις γειτονικές δεξαμενές, στο κατάστρωμα πάνω από τη δεξαμενή, στους χώρους ασφαλείας (COFFERDAMS) και στη δεξαμενή που καθαρίζεται.(άρθρο 20). Επιπλέον, ειδικότερα μέτρα ασφαλείας για τις εργασίες σε ναυπηγεία καθορίζονται στο ΠΔ 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία» άρθρα 6 παρ. 1, 16 και 20 (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 2008, 388).  Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι κατά την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών επί του πλοίου ο πλοίαρχος υποχρεούται να ελέγχει την τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφαλείας που προβλέπονται από το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα, εάν δε υπαιτίως παραλείψει την ανωτέρω υποχρέωσή του με συνέπεια την πρόκληση ατυχήματος, ευθύνεται έναντι του παθόντος σε καταβολή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και στην περίπτωση θανάτου λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενικών προσώπων (ΕφΠειρ 250/2016 δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση της κατάθεσης τριών μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη δικάσιμο της 18.11.2008 και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 3817/2009 απόφαση εκείνου του Δικαστηρίου πρακτικά, το οποίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την ήδη αμετάκλητη, μετά τη με αριθμό 838/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με αριθμό 737/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που αφορά την ποινική ευθύνη, μεταξύ άλλων, επί της ποινικής δικογραφίας του δευτέρου εκκαλούντος για το περιγραφόμενο στην αγωγή δυστύχημα, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, από τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, μερικά των οποίων θα αναφερθούν κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες,  τη με αριθμό  ………./2007 Έκθεση Ατυχήματος των Επιθεωρητών Εργασίας, την Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης των ………, την Τεχνική Έκθεση και τα συνημμένα προς αυτήν έγγραφα, του Ναυπηγού-Διπλωματούχου Μηχανικού ….. τις με αριθμό …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά μετά από νόμιμη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους που αφορούν τη συγκεκριμένη αγωγή (ενώ ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης αγωγής εκτιμώνται για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το δεξαμενόπλοιο «A.C.» ναυπηγήθηκε το έτος 1993 σε Ισπανία και Γερμανία, φέρει σημαία Παναμά με αριθμό νηολογίου ….., Δ.Δ.Σ. …., ΙΜΟ ….., μεταφορικής ικανότητας 171.914 dwt. Το πλοίο αυτό χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ακατέργαστου πετρελαίου και πλοιοκτήτριά του είναι η πρώτη εκκαλούσα «………» με έδρα τον Παναμά η οποία νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τη διαχειρίστρια αυτής. Το ανωτέρω δεξαμενόπλοιο, κατά το χρόνο πριν το ατύχημα, λειτουργούσε ως αποθήκη – σταθμός φορτοεκφόρτωσης αργού πετρελαίου αγκυροβολημένο στη θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Αφρικής, στην Νιγηρία. Το τελευταίο φορτίο που μετέφερε στις δεξαμενές του ήταν αργό πετρέλαιο Νιγηρίας. Τον Ιούνιο του 2007 ταξίδευσε και κατέπλευσε στον Πειραιά, με σκοπό την εκτέλεση επιθεωρήσεων υπό του Νηογνώμονος του πλοίου και επισκευαστικών εργασιών, εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος. Το έργο των προγραμματισμένων επισκευαστικών εργασιών είχε ανατεθεί στην ναυπηγική εταιρεία “………”, με έδρα το Πέραμα Αττικής. Προ του κατάπλου του πλοίου στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, προερχομένου από την Γκάνα Δυτικής Αφρικής, είχαν καθαρισθεί οι χώροι φορτίου δι’ εκπλύσεως με κρύο νερό και οι πυθμένες των δεξαμενών είχαν καθαρισθεί με πριονίδι. Από το Ζ’ Λιμενικό Τμήμα Περάματος εκδόθηκε η Άδεια Εκτέλεσης Εργασιών για τις επισκευές στο πλοίο και οι εργασίες άρχισαν την 30.06.2007, εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος, όπου το πλοίο είχε μεθορμίσει. Στις 11 και 12-07-2007 έγινε έλεγχος του πλοίου από την μικτή Επιτροπή του Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕ.Π.Ε.Κ.) Πειραιά και μεταξύ των άλλων παρατηρήσεων που κατέγραψε στα δελτία ελέγχου, ανέφερε (προς το συνεργείο του «………..») την ενίσχυση του εξαερισμού σε όλους τους κλειστούς χώρους του πλοίου. Την 13-7-2007 έγινε πλήρωση των πρωραίων δεξαμενών του πλοίου, με θαλάσσερμα, (μπαλαστάρισμα) ούτως ώστε να πάρει κλίση και να βυθισθεί το πλοίο εν μέρει προς την πλώρη (έμπρωρο), για να κατέβει από το πλοίο, με άλλο ανυψωτικό μέσο από την προβλήτα ο αυτοκινούμενος γερανός που είχε ανατραπεί την προηγουμένη. Μέχρι την 16.07.2007, είχαν εκτελεσθεί αντικαταστάσεις ελασμάτων με χρήση φλόγας (θερμές εργασίες) και τροποποιήσεις στα δίκτυα σωληνώσεων χωρίς τη χρήση φλόγας (ψυχρές εργασίες) σε διάφορους χώρους. Την 16.07.2007 είχε η προγραμματιστεί, πέραν των άλλων εργασιών, να πραγματοποιηθεί η μετατροπή του στομίου υψηλής αναρρόφησης της σωληνώσεως της δεξιάς γραμμής φορτίου (Νο.3), εντός της κεντρικής δεξαμενής φορτίου Νο.2, σε επιστόμιο χαμηλής αναρρόφησης. Η εν λόγω εργασία περιλάμβανε την εξάρμωση του στομίου υψηλής αναρρόφησης, με αποκοχλίωση του από τη φλάντζα του επιστομίου, τη μετατόπιση και περιστροφή του κατά 180 μοίρες και την εν συνεχεία επαναπροσαρμογή και επανακοχλίωσή του στη φλάντζα του επιστομίου, καθισταμένου ούτω στομίου χαμηλής αναρρόφησης του πλοίου. Την προηγούμενη ημέρα (15.07.2008) και ώρα 10:30, είχε επισκεφθεί το πλοίο ο αρμόδιος Χημικός Μηχανικός …….., ο οποίος, εξέδωσε Πιστοποιητικό απαλλαγής αερίων (GAS FREE), σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 4 του πδ 1349/1981, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση (και όχι μόνο αυτές του πδ 70/1990 όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες) αφού με αυτές καθορίζονται μέτρα ασφαλείας που αφορούν τις κλίμακες, το φωτισμό, το δίκτυο πυρόσβεσης (άρθρο 7), τις προϋποθέσεις για εργασία σε κλειστό χώρο (άρθρο 11), τις προϋποθέσεις εργασίας σε δεξαμενές ή επικίνδυνους κλειστούς χώρους (άρθρο 12) και τη διαδικασία χορήγησης πιστοποιητικών (άρθρο 13). Στο προαναφερόμενο χορηγηθέν πιστοποιητικό ο χώρος της κεντρικής δεξαμενής φορτίου ΝΟ.2, καθώς και των γειτονικών με αυτή δεξαμενών, χαρακτηριζόταν ως «ασφαλής για τον άνθρωπο – μη ασφαλής για θερμές εργασίες» και είχε ισχύ μέχρι την 16.07.2007 και ώρα 22:00 (διάρκεια 35,5 ώρες). Αυτό σήμαινε σύμφωνα και με τις νομικές διατάξεις που παραπάνω προεκτέθηκαν και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 13 του πδ. 70/1990 ότι επιτρεπόταν (ήταν ασφαλής) η είσοδος και η παραμονή εργαζομένων εντός της κεντρικής δεξαμενής φορτίου Νο.2, για την εκτέλεση ψυχρών εργασιών (χωρίς τη χρήση φλόγας ή την παραγωγή σπινθήρα) κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και επομένως τα εργαλεία (κλειδιά, σφυριά και παλάγκα), που επιτρέπονταν να χρησιμοποιηθούν, έπρεπε να ήσαν αντιεκρηκτικού τύπου, ενώ δεν είναι επιτρεπτή σε τέτοια περίπτωση ούτε η χρήση κινητού τηλεφώνου διότι η παραγωγή ηλεκτρικού τόξου δημιουργεί σπινθήρα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο παραπάνω πιστοποιητικό απαλλαγής ευφλέκτων αερίων, ανεγράφη ως υποσημείωση, ότι για την είσοδο και κατά τη διάρκεια εργασιών στην συγκεκριμένη δεξαμενή φορτίου η δεξαμενή θα πρέπει να εξαερίζεται με φυσικό τρόπο από τα ανοίγματα πλην του πρωραίου ή με ανεμιστήρες, ενώ κάτι τέτοιο δε συνέβη το χρόνο που κατήλθαν στο χώρο εργασιών οι παρακάτω αναφερόμενοι δύο εργαζόμενοι, ενώ δεν παραβρισκόταν τρίτο άτομο για να εποπτεύει τις εργασίες τους. Αντίθετα από τις επιταγές του νόμου η ανωτέρω εργασία σε τμήμα της σωλήνωσης φορτίου εντός της Νο.2 κεντρικής δεξαμενής φορτίου, είχε ανατεθεί προς εκτέλεση, από τον εργοδηγό του εργολάβου του έργου, σε δύο μόνο εργαζόμενους, από τα συνεργεία που απασχολούσε στο πλοίο. Αυτοί δηλαδή, σύμφωνα με την ένορκη εξέταση του τεχνικού συμβούλου της πλοιοκτήτριας ……….. κατέβηκαν για να αλλάξουν τμήμα της σωλήνωσης και με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψουν την αναρρόφηση του φορτίου από υψηλής θέσης σε χαμηλή, αφού μετά την εξάρμωση θα έστρεφαν την αναρρόφηση προς τα κάτω και θα ξανασυναρμολογούσαν. Η εργασία αυτή πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πράγματι ψυχρού τύπου μόνο αν τα κλειδιά και λοιπά εργαλεία είναι αντιεκρηκτικού τύπου. Ακολούθως, περί ώρα 07: 15 της 16.07.2008, οι εργαζόμενοι ………. (εργατοτεχνίτης) και ………. (βοηθός εργατοτεχνίτου) οδηγήθηκαν, με εντολή του εργοδηγού, από άλλο εργαζόμενο στο πόστο τους εντός της κεντρικής δεξαμενής Νο.2 και τους υπεδείχθη η εργασία, η οποία περιλάμβανε, όπως προαναφέρθηκε, την εξάρμωση του στομίου της αναρρόφησης, την περιστροφή του κατά 180 μοίρες και την επανασύνδεση του στη φλάντζα του επιστομίου της σωλήνωσης (εργασία που έπρεπε να γίνει χωρίς φλόγα ή πυράκτωση ή παραγωγή σπινθήρα). Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μετά την αποσυναρμολόγηση και αφού γινόταν έλεγχος θα μπορούσε και έπρεπε να εκδοθεί πιστοποιητικό για θερμές εργασίες. Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα οι ανωτέρω εργαζόμενοι μετέφεραν τα εργαλεία τους (σφυριά, κλειδιά, παλάγκα) στο τόπο εργασίας (πλησίον του πυθμένα της δεξαμενής) και έγιναν οι απαιτούμενες προετοιμασίες (τακτοποίηση φορητού φωτισμού, τοποθέτηση μαδεριών για δάπεδο). Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι κατά παράβαση των διατάξεων του πδ 70/1990 οι εργαζόμενοι δεν φορούσαν διότι ο κύριος του έργου δεν τους είχε διαθέσει ειδικές στολές αφού θα εργάζονταν σε κλειστό χώρο δεξαμενής, ούτε ειδικές μάσκες, ενώ ο χώρος ήταν πανταχόθεν κλειστός διότι είχε σφραγιστεί η ανθρωποθυρίδα η οποία παρά το νόμο δεν είχε κλίμακα, ενώ θα έπρεπε καθ’όλη τη διάρκεια των εργασιών να υπάρχει επαρκής φυσικός ή τεχνητός φωτισμός ώστε η συγκέντρωση των επικίνδυνων αερίων να διατηρείται στα επιτρεπόμενα ανάλογα με το είδος της εργασίας όρια, δηλαδή έως 4% του 1,6 % του όγκου της δεξαμενής, ενώ οι φορητοί φωτισμοί δεν ήσαν αντιεκρηκτικού τύπου και σε ορισμένους από αυτούς δεν υπήρχε πλέγμα. Αντίθετα με το παράρτημα της υπουργικής απόφασης με αριθμό 3116.3/8/1993 (ΦΕΚ β, 28.7.1993) ο απαιτούμενος ελάχιστος εξοπλισμός συνεργείων για ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες σε πλοία σε κλειστό χώρο περιλαμβάνει δύο τουλάχιστον ανεμιστήρες εισαγωγής και απαγωγής αέρα και δύο τουλάχιστον αναπνευστικές συσκευές που εδώ δεν υπήρχαν και πέρασε μισή ώρα για να βρεθούν. Τέλος δεν τους είχαν χορηγηθεί εργαλεία που να μην προκαλούν σπινθήρα, αλλά χαλύβδινα, ούτε αντιεκρηκτικού τύπου μπαλαντέζες. Συνεπώς και σύμφωνα με τα όσα καταθέτει στην ένορκη βεβαίωση του ο διπλωματούχος ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός ……….. σχεδόν καμία από τις στοιχειώδεις προφυλάξεις δε λήφθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού σύντομα δημιουργήθηκε σπινθήρας ή παρήχθη φλόγα από τη χρησιμοποίηση κάποιων από των ακατάλληλων κα απαγορευμένων εργαλείων που είχαν μαζί τους οι εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα να αναφλεγεί τοπικώς πλησίον του πυθμένα της δεξαμενής θύλακας εύφλεκτων αερίων. Ειδικότερα περί ώρα 09:50 της 16-07-2007 και ενώ στην ανωτέρω δεξαμενή βρίσκονταν μόνον οι δύο προαναφερθέντες εργαζόμενοι, εκδηλώθηκε πυρκαγιά εντός της αναφερόμενης δεξαμενής υποδοχής φορτίου. Η πυρκαγιά έγινε αντιληπτή επί του κυρίου καταστρώματος από εργαζόμενους της εταιρείας …………… και από μέλη του πληρώματος του πλοίου, από την έντονη – βίαιη έξοδο καπνών από την κάθοδο (εισόδου – εξόδου) της Νο 2 κεντρικής δεξαμενής υποδοχής φορτίου. Πράγματι η πυρκαγιά προερχόταν από το χώρο που πραγματοποιούσαν εργασίες οι δύο εργαζόμενοι στην Νο 2 Κεντρική Δεξαμενή Υποδοχής Φορτίου του ανωτέρω πλοίου και συγκεκριμένα στο πρυμναίο κατώτερο τμήμα αυτής. Ο χώρος που ξέσπασε η πυρκαγιά περιγράφεται στην αυτοψία που έγινε ως εξής: Η δεξαμενή χωρίζονταν στο μέσον του μήκους της με μία μη στεγανή – διάτρητη φρακτή που έφτανε σε ύψος, από τον πυθμένα έως το κύριο κατάστρωμα του πλοίου. Ο χώρος της ήταν απλός, χωρίς ιδιαίτερες και πολύπλοκες εγκαταστάσεις, αποτελούμενος από μεταλλικά μόνο στοιχεία. Η είσοδος στην Νο 2 Κεντρική Δεξαμενή Υποδοχής Φορτίου του αναφερόμενου πλοίου, γίνονταν από το κύριο κατάστρωμα δια μέσου κυκλικού ανοίγματος, διαμέτρου 1,10 μέτρων περίπου, που βρίσκονταν στην πρυμναία δεξιά πλευρά της δεξαμενής και έφερε στεγανό αρθρωτό κάλυμμα, ελλειψοειδούς σχήματος. Ευθύς με την είσοδο εντός της δεξαμενής υπήρχε μεταλλική κεκλιμένη κλίμακα, αποτελούμενη από πέντε (5) επί μέρους τμήματα. Κάθε δε τμήμα της κλίμακας έφερε είκοσι (20) περίπου τον αριθμό σκαλοπάτια, ενώ η σύνδεση των τμημάτων μεταξύ των γίνονταν με ευρεία διαζώματα (πλατύσκαλα), τα οποία αποτελούσαν και ενισχυτικά της πρυμναίας εγκάρσιας στεγανής φρακτής της δεξαμενής (stringers). Επιπλέον, παρόμοια με την προαναφερθείσα είσοδο, υπήρχε άνοιγμα στο κύριο κατάστρωμα του πλοίου και στο πρωραίο άκρο της δεξαμενής στην δεξιά της πλευρά, έχοντας ελλειψοειδές σχήμα, διαστάσεων 1,30 Χ 0,60 του μέτρου περίπου, το οποίο έφερε μεταλλικό κάλυμμα συγκοχλιούμενο με το κύριο κατάστρωμα με κατάλληλους κοχλίες. Το άνοιγμα αυτό, κατά την ώρα του συμβάντος, παρέμενε κλειστό. Στο κύριο κατάστρωμα του πλοίου και πάνω από την αναφερόμενη δεξαμενή, υπήρχαν κυκλικά ανοίγματα ‘μάτια’, για την εισαγωγή εντός της δεξαμενής μηχανημάτων πλύσης καθώς και εύκαμπτων πλαστικών σωλήνων εξαερισμού της δεξαμενής. Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι ο χώρος των εργασιών ήταν δύσκολα προσβάσιμος. Ακολούθως η πυρκαγιά εκδηλώθηκε, αναπτύχθηκε και περιορίσθηκε στο πρυμναίο τμήμα της Νο 2 κεντρικής δεξαμενής υποδοχής φορτίου και συγκεκριμένα στην περιοχή μεταξύ της πρυμναίας εγκάρσιας στεγανής φρακτής και του πρώτου εγκάρσιου ενισχυμένου νομέα, μετρούμενου από πρύμα. Από την προαναφερόμενη διενεργηθείσα αυτοψία της δεξαμενής από τους ορισθέντες πραγματογνώμονες ……. και ……….. και ακολούθως διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Όλες οι πλευρές – ενισχυτικά αυτών, καθώς και τα οριζόντια διαζώματα, βρέθηκαν καθαρά από πετρελαιοειδή κατάλοιπα, με εξαίρεση τα ζυγά αλλά και άλλα ενισχυτικά του κυρίου καταστρώματος, όπου στα οριζόντια κατασκευαστικά στοιχεία βρέθηκαν επικαθήμενες ποικιλοτρόπως ποσότητες στερεών καταλοίπων. Στο διάζωμα (εύρους 1,5 μέτρου περίπου), μεταξύ της 4ης και 5ης κλίμακας, βρέθηκαν τα κάτωθι: Ένας αναπτήρας (μπλε χρώματος) και πέριξ αυτού σε επιφάνεια 25 τετραγωνικών εκατοστών, υγρά (προφανώς νερό κατάσβεσης το οποίο συγκεντρώθηκε στο σημείο αυτό λόγω μικρού εσωκοιλώματος του διαζώματος). Ο αναπτήρας αυτός βρέθηκε παραμορφωμένος και διογκωμένος λόγω της θερμοκρασίας και του πυροθερμικού φορτίου της πυρκαγιάς και στην ………../2007 έκθεση ατυχήματος αναφέρεται ότι δεν ήταν η πηγή ανάφλεξης διότι αυτός βρέθηκε στο οριζόντιο ενισχυτικό, δηλαδή πέντε μέτρα πιο κάτω από το χώρο της ανάφλεξης. Στην απόληξη της 5ης και τελευταίας κλίμακας και επί του Νο 1 διαμήκους ενισχυτικού του πυθμένα βρέθηκε ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο (μπουγέλο), επηρεασμένο από την πυρκαγιά (εξωτερικά καμένος ο χρωματισμός του). Μέσα στο δοχείο αυτό υπήρχαν διάφορα εργαλεία χειρός, ήτοι, ένα (1) σφυρί με μεταλλική χειρολαβή, έξι (6) πολυγωνικά κλειδιά και μία (1) πλατιά λίμα. Εκτός δοχείου και κοντά σε αυτό υπήρχε μία (1) βαριοπούλα να κείτεται πάνω στο ίδιο ως ανωτέρω διαμήκη, επηρεασμένη από την πυρκαγιά, που συνίσταται σε κόψιμο της ξύλινης χειρολαβής. Στον πυθμένα της δεξαμενής βρέθηκε ποσότητα καταλοίπων πετρελαιοειδών αναμεμιγμένα με νερό (κυρίως νερού που χρησιμοποιήθηκε, για την κατάσβεση της πυρκαγιάς), αλλά και πετρελαιοειδή κατάλοιπα τα οποία ως ελαφρύτερα επέπλεαν στην επιφάνεια. Από το ‘χείλος’ της ως άνω καμπάνας αναρροφήσεως και από γάντζο ο οποίος είχε διαμορφωθεί λυγίζοντας κατάλληλα ένα ηλεκτρόδιο ηλεκτροσυγκολλήσεως, βρέθηκε κρεμασμένο ένα ηλεκτρικό καλώδιο σε κουλούρα, (που αποτελούνταν από 7-8 περιστροφές καλωδίου), το οποίο στο άκρο του έφερε ένα λαμπτήρα πυρακτώσεως. Το εν λόγω ηλεκτροφόρο καλώδιο μαζί με τον λαμπτήρα πυρακτώσεως ήταν σαφές ότι αποτελούσαν φορητή λυχνία (μπαλαντέζα), η οποία είχε τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο σημείο για τοπικό φωτισμό, δεδομένου ότι, στο σημείο αυτό θα εκτελούνταν οι προαναφερόμενες εργασίες. Το καλώδιο παρουσίαζε έντονα ίχνη πυρκαγιάς που αναλύεται σε ολοκληρωτική τήξη του μονωτικού του υλικού. Σημειώνεται δε ότι δεν βρέθηκε πέριξ του λαμπτήρα πυρακτώσεως ούτε μεταλλικό πλαίσιο ούτε προστατευτικό κάλυμμα αντιεκρηκτικού τύπου. Το γεγονός ότι όλα τα εργαλεία χειρός (πλην της βαριοπούλας) βρέθηκαν μέσα στο μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά τους, καθώς και η μη διαπίστωση ύδατος περιμετρικά της φλάντζας, αν και όπως πιο πάνω αναφέρθηκε εντός της καμπάνας της αναρρόφησης βρέθηκε ποσότητα νερού η οποία εξασκούσε υδραυλική πίεση πέριξ της φλάντζας, ενισχύει την άποψη ότι, η παραπάνω αποκοχλίωση των περικοχλίων οφείλονταν σε προγενέστερη πλημμελή εκτέλεση εργασίας όταν για τις ανάγκες του πλοίου αποφασίστηκε να περιστραφεί η καμπάνα αναρροφήσεως κατά 180  μοίρες. Επίσης, παρόλο που όλα τα νερά από τον πυθμένα της ανωτέρω δεξαμενής φορτίου είχαν προηγουμένως απαντληθεί σε όλο το πρυμναίο τμήμα της, μεταξύ της πρυμναίας εγκάρσιας στεγανής φρακτής και της Νο 1 έδρας (μετρούμενης από την πρύμνη), βρέθηκαν υπολείμματα πετρελαιοειδών σε υγρή παχύρευστη μορφή σε διάφορα πάχη, μεταξύ 2 έως 4 εκατοστών του μέτρου. Συγκεκριμένα: α. Εκατέρωθεν του διαμήκη άξονα συμμετρίας της δεξαμενής φορτίου, το πάχος τους έφτανε μέχρι και 4 εκατοστά του μέτρου, β. Στη δεξιά πλευρά της δεξαμενής φορτίου και μεταξύ των διαμήκων ενισχυτικών Νο 3 και Νο 4 του πυθμένα, το πάχος τους έφτανε σε ύφος μέχρι και 3 εκατοστά του μέτρου, γ. Στη δεξιά πλευρά της δεξαμενής φορτίου και μεταξύ των διαμήκων ενισχυτικών Νο 5 και Νο 6 του πυθμένα, το πάχος τους έφτανε τα 4 εκατοστά του μέτρου, δ. Το πάχος των πετρελαιοειδών καταλοίπων στις άλλες περιοχές ήταν πολύ μικρότερο και ήταν της τάξεως των 1-2 εκατοστών του μέτρου. Στη δεξιά πλευρά της υπό εξέταση δεξαμενής φορτίου και μεταξύ των Νο 3 και Νο 4 διαμήκων ενισχυτικών του πυθμένα αυτής, βρέθηκε φορητή λυχνία (μπαλαντέζα) με τμήμα ηλεκτρικού καλωδίου εμποτισμένα μέσα στα πετρελαιοειδή κατάλοιπα, ενώ μεταξύ των Νο 6 και Νο 7 διαμήκων βρέθηκε ένα μικρού μήκους ηλεκτρικό καλώδιο, καθώς και ένα μεταλλικό πλαίσιο κελύφους φορητής λυχνίας (μπαλαντέζας). Να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι το φορτίο που μετέφερε το πλοίο και κατ’ επέκταση η υπό εξέταση Νο 2 Κεντρική Δεξαμενή Φορτίου είχε Τάση Ατμών Raid 8,6 και ως εκ τούτου ήταν ΒΑΘΜΟΥ (Β), ήτοι ήταν, λίαν πτητικό φορτίο, με σημείο ανάφλεξης κάτω από τους 60 βαθμούς κελσίου. Βέβαια αποκλείεται το ενδεχόμενο το εύφλεκτο μίγμα αερίων που προκάλεσε την πυρκαγιά εντός της κεντρικής δεξαμενής φορτίου Νο2 να προήλθε από τις σωληνώσεις του φορτίου. Η παραπάνω ιδιότητα (λίαν πτητικό) του φορτίου και κατ’ επέκταση των καταλοίπων αυτού, που βρέθηκαν σε σημαντική ποσότητα στο πρυμναίο άκρο της δεξαμενής, σε συνδυασμό με τις επικρατούσες τις ημέρες του συμβάντος πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 40 βαθμούς κελσίου) είχε σαν αποτέλεσμα την ανάδυση σημαντικής ποσότητας αερίων υδρογονανθράκων. Ποσότητα απελευθερωμένων αερίων η οποία, πέραν των προαναφερθέντων παραγόντων, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη εάν συνέβη και κίνηση (τριβή των μορίων μεταξύ τους) των ρευστών καταλοίπων. Η κίνηση των ρευστών καταλοίπων, θα οφείλονταν σε εκ νέου αλλαγή της διαγωγής του πλοίου μεταξύ της 15ης και 16ης lουλίου 2007 μετά την απομάκρυνση του προαναφερόμενου αυτοκινούμενου γερανού εκ του καταστρώματος. Στο πρυμναίο τμήμα του πυθμένα της δεξαμενής όπου θα εργάζονταν οι δύο άντρες, υπήρχαν νερά και ελάχιστα, σαν κηλίδα, λάδια σε έκταση περίπου 5 μέτρων, ενώ τα υπόλοιπα 45 μέτρα που είχε μήκος η δεξαμενή ήταν καθαρή στον πυθμένα. Με δεδομένο ότι τα αναδυόμενα αέρια υδρογονανθράκων έχουν πυκνότητα μεγαλύτερη από τον ατμοσφαιρικό αέρα και με δεδομένο ότι εντός της δεξαμενής επικρατούσε πλήρης άπνοια, τα αέρια αυτά δεν ανέβαιναν προς τα επάνω και δεν διασκορπίζονταν στον υπόλοιπο όγκο της δεξαμενής, αλλά κατακάθονταν στο κατώτερο τμήμα της (περιοχή αρχικής εστίας της πυρκαγιάς) ενωνόμενα με νέες ποσότητες αναδυόμενων αερίων με αποτέλεσμα, η αναλογία τους με το οξυγόνο του αέρα να δημιουργήσουν τοπική συγκέντρωση ατμών υδρογονανθράκων – οξυγόνου που έφτασε στην επικίνδυνη εύφλεκτη ζώνη και όταν το εύφλεκτο αυτό μίγμα συνάντησε εναυσματικό μέσο (φλόγα ή σπινθήρα) επακολούθησε η πυρκαγιά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την πυρκαγιά ακολούθησε κινητοποίηση του πληρώματος και των εργαζομένων και άρχισε η προσπάθεια κατάσβεσης με ρίψεις ύδατος τόσο από το παραπάνω άνοιγμα της αναφερόμενης δεξαμενής φορτίου στο κατάστρωμα, καθώς και από άλλα ανοίγματα ενώ ταυτόχρονα ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία και η Λιμενική Αρχή. Μετά από λίγο ο εργαζόμενος ………., μέλος του συνεργείου ……….., προσπάθησε να επικοινωνήσει από το κατάστρωμα του πλοίου με τους εργαζόμενους μέσω VHF που τους είχε δώσει, χωρίς όμως να πάρει απάντηση. Επικοινώνησε όμως με τον ……. με το κινητό του τηλέφωνο ο οποίος του είπε «Δεν έχω οξυγόνο, πνίγομαι». Μετά από λίγο, κατέβασαν με σχοινί από ‘μάτι’ του καταστρώματος μία φιάλη οξυγόνου, χωρίς όμως να την παραλάβει κάποιος από τους εργαζόμενους που βρίσκονταν στην δεξαμενή φορτίου λόγω του πυκνού καπνού και των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την στιγμή εντός της δεξαμενής από τα αποτελέσματα της εκδηλωθείσης πυρκαγιάς. Αργότερα, ο εργαζόμενος ……… έκανε προσπάθεια να κατέβη στην ανωτέρω δεξαμενή φορτίου φορώντας ατομική συσκευή οξυγόνου. Κατεβαίνοντας όμως στην δεξαμενή σκόνταψε στο σώμα του .. .. (βρίσκονταν στο Νο 1 διάζωμα (stringer) και λόγω του πυκνού και της υψηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε εγκατέλειψε την προσπάθειά του και επέστρεψε στο κύριο κατάστρωμα του πλοίου. Επίσης, ο φίλος και συνάδελφος του . .. ο οποίος εργάζονταν σε παρακείμενο πλοίο όταν ειδοποιήθηκε για το συμβάν πήρε στο κινητό τηλέφωνο τον .. .. ο οποίος του ανέφερε ότι, «πήραμε φωτιά έχω εγκλωβιστεί και δεν μπορώ να βγω έξω, περιμένω να με σώσουν, αλλά μάλλον εδώ θα πεθάνω» και μετά έκλεισε η γραμμή. Παράλληλα ενεργοποιήθηκε το σύστημα πυρόσβεσης του πλοίου ρίχνοντας νερό από το κύριο άνοιγμα εισόδου – εξόδου στην Νο 2 κεντρική δεξαμενή φορτίου. Η ολοκλήρωση της ανάσυρσης και του τελευταίου θύματος (του .. ..) έλαβε χώρα περί ώρα 18:00 της ίδιας ημερομηνίας από σωστικό συνεργείο αποτελούμενο από άνδρες της ΕΜΑΚ της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας το οποίο εισήλθε τελικά στην αναφερόμενη δεξαμενή. Ο τελευταίος επιζούσε της εκρήξεως τουλάχιστον μισή ώρα μετά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι καλώντας μάταια σε βοήθεια και τελικά απεβίωσε συνεπεία δηλητηρίασης από εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα. Το γεγονός αυτό από μόνο του καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε εξοπλισμός διάσωση και εκπαιδευμένα προς διάσωση άτομα στο χώρο, όπως επισημαίνεται στην ……../2007 έκθεση του ατυχήματος. Η πιο πιθανή αιτία πρόκλησης της πυρκαγιάς αποτελεί η δημιουργία των εύφλεκτου μίγματος ατμών υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού αέρα στην περιοχή της αρχικής εστίας της πυρκαγιάς που περιγράφηκε παραπάνω. Βέβαια η συγκέντρωση των αερίων υδρογονανθράκων σε επικίνδυνη εύφλεκτη ποσότητα θα είχε αποφευχθεί (αφού τα κατάλοιπα υπήρχαν και δεν είχαν απομακρυνθεί), εάν τα αέρια αυτά διασκορπίζονταν σε όλο τον όγκο της δεξαμενής. Κάτι τέτοιο θα επιτυγχάνονταν με την βοήθεια επαρκών σε ισχύ και αριθμό φορητών ανεμιστήρων, οι οποίοι από το κύριο κατάστρωμα, δια μέσου πλαστικών εύκαμπτων σωλήνων (παντελόνια) θα έστελναν αέρα στο κατώτερο σημείο της δεξαμενής, διασκορπίζοντας έτσι τα αναδυόμενα αέρια υδρογονανθράκων (μειώνοντας στο μίγμα αέριου υδρογονανθράκων και οξυγόνου το ποσοστό των αερίων υδρογονανθράκων έτσι ώστε το μίγμα να καταστεί μη εύφλεκτο), κάτι που δε συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό αποδεικνύεται πρωτίστως από την επιθεώρηση – αυτοψία της Νο 2 Κεντρικής Δεξαμενής Φορτίου η οποία τονίζει την έλλειψη επαρκούς αερισμού της. Ειδικότερα, και περαιτέρω διαπιστώνει τις εξής ελλείψεις – παραλείψεις μέτρων ασφαλείας: 1. Ύπαρξη ρευστών καταλοίπων φορτίου αργού πετρελαίου (crude οίl) στο πρυμναίο τμήμα του πυθμένα της Νο 2 Κεντρικής Δεξαμενής Υποδοχής Φορτίου. Επειδή τα ρευστά αυτά κατάλοιπα ήταν υπολείμματα αργού πετρελαίου (crude oil) τα οποία μπορούσαν να δημιουργήσουν εύφλεκτη τοπική συγκέντρωση μίγματος αερίων υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού αέρα και λαμβανομένων υπόψη της αυξημένης θερμοκρασίας του περιβάλλοντος (και κατά συνέπεια και εντός της δεξαμενής) και ότι οι αναφερόμενες σωληνουργικές εργασίες θα διαρκούσαν για αρκετές ημέρες (15 περίπου), τα υπολείμματα αυτά έπρεπε να καθαριστούν – απομακρυνθούν από το χώρο του πυθμένα της δεξαμενής. 2. Όλα τα ανοίγματα της υπό εξέταση δεξαμενής, επί του κυρίου καταστρώματος, έπρεπε να είναι ανοιχτά, πλην όμως, η δεύτερη ανθρωποθυρίδα πλησίον της δεξιάς πλευράς της πρωραίας εγκάρσιας στεγανής φρακτής της δεξαμενής, βρέθηκε συγκοχλιωμένη στο κύριο κατάστρωμα. Το εν λόγω άνοιγμα, ελλειψοειδούς σχήματος, διαστάσεων 1,30 Χ 0,60 μέτρα περίπου, θα μπορούσε (αν ήταν ανοιχτό), να συμβάλει στον αερισμό της δεξαμενής με νωπό ατμοσφαιρικό αέρα, καθώς και να χρησιμοποιηθεί σαν δεύτερη έξοδος διαφυγής από την δεξαμενή, τοποθετώντας φορητή κλίμακα. Το εν λόγω άνοιγμα, ανοίχτηκε μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς και από εκεί ανεσύρθη νεκρός περί ώρα 18:00 της 16-07-2007 (δηλαδή μετά από οκτώ ολόκληρες ώρες) από τον πυθμένα της δεξαμενής ο εργαζόμενος ……. Να σημειωθεί ότι όλα τα υδραυλικά επιστόμια μετά το δυστύχημα βρέθηκαν στην κλειστή θέση και δεν μπορούσαν να γίνουν χειρισμοί σε αυτά  αφού το υδραυλικό δίκτυο λειτουργίας τους βρισκόταν εκτός λειτουργίας καθ’όλη τη διάρκεια των επισκευών και το σπείρωμα του τροχού ανοίγματος φανέρωνε ότι αυτός δεν είχε περιστραφεί δηλαδή χρησιμοποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. 3. Ο φορητός φωτισμός (μπαλαντέζες με φωτιστικά σώματα στην άκρη τους) που βρέθηκε εντός της συγκεκριμένης δεξαμενής, έπρεπε να είναι τάσης 42 Volt και όχι 220 volt και αντιεκρηκτικού τύπου. Αντί αυτού οι μπαλαντέζες με τα φωτιστικά σώματα στα άκρα τους ήταν μεν τάσεως 42 Volt και όχι 220 Volt αλλά όχι αντιεκρηκτικού τύπου, με αποτέλεσμα να μπορούν να προκαλέσουν σπινθήρα (σπάσιμο λαμπτήρα, κακές επαφές, βραχυκύκλωμα, κλπ. 4. Τα φορητά εργαλεία τα οποία έφεραν μαζί τους. οι εργαζόμενοι έπρεπε να ήταν τέτοιου υλικού κατασκευής ώστε σε πιθανή κρούση τους με μεταλλικά στοιχεία της δεξαμενής να μην παράγουν σπινθήρα, ενώ κάτι τέτοιο δε συνέβαινε, καθώς η επιθεώρηση – αυτοψία απέδειξε ότι τα εργαλεία αυτά, ήτοι, σφυριά, κλειδιά, βαριοπούλα, παλάγκα, μεταλλικό δοχείο μεταφοράς των εργαλείων, ήταν με χαλύβδινα με αποτέλεσμα η κρούση τους με μεταλλικά στοιχεία της δεξαμενής να παράγουν σπινθήρα 5. Οι εργαζόμενοι δεν έπρεπε να φέρουν εντός της υπό εξέταση δεξαμενής για την συγκεκριμένη εργασία (ψυχρές εργασίες) κινητά τηλέφωνα ή V.H.F. μη αντιεκρηκτικού τύπου, κάτι που δε συνέβη αφού από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι και οι δύο άτυχοι εργαζόμενοι έφεραν μαζί τους κινητό τηλέφωνο. 6. Η υπό εξέταση δεξαμενή έπρεπε να εξαερίζεται επαρκώς και με μηχανικό τρόπο με εξαεριστήρες αντιεκρηκτικού τύπου (τουλάχιστον δύο εξαεριστήρες με 30 εναλλαγές αέρα την ώρα ο καθένας), οι οποίοι από το κύριο κατάστρωμα του πλοίου και δια μέσου πλαστικών ή εύκαμπτων σωλήνων (‘παντελόνια’) θα έπρεπε να διοχετεύουν νωπό ατμοσφαιρικό αέρα στην δεξαμενή και στο σημείο όπου θα εκτελούνταν οι εργασίες και έτσι θα συνέβαλλαν στην διασπορά των αναδυόμενων αερίων υδρογονανθράκων σε μεγαλύτερο όγκο της δεξαμενής καθιστώντας την συγκέντρωση αυτών στο μίγμα με τον ατμοσφαιρικό αέρα τόσο μικρή όσο το μίγμα αυτό να είναι μη εύφλεκτο ή εκρηκτικό. Η ανάγκη τοποθέτησης τέτοιων εξαεριστήρων για τον εξαερισμό της υπό εξέταση δεξαμενής, επιβεβαιώνεται και από τον εργοδηγό του συνεργείου «…….» …….., ο οποίος λίγο μετά τις 09:00 ώρας έδωσε εντολή, μετά δηλαδή από την έναρξη της εργασίας και ενώ οι εργαζόμενοι βρίσκονταν στο χώρο ήδη δύο ώρες, στον …….. να φέρει από το πρυμναίο μέρος του πλοίου έναν ανεμιστήρα για την παροχή αέρα πλησίον του σημείου του πυθμένα της δεξαμενής που θα εκτελούνταν οι εργασίες, χωρίς όμως να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, διότι προηγήθηκε η εκδήλωση της πυρκαγιάς. 7. Για όλο το διάστημα που οι δύο εργαζόμενοι βρίσκονταν εντός της Νο 2 Κεντρικής Δεξαμενής Υποδοχής Φορτίου, θα έπρεπε ένα κατάλληλο πρόσωπο του συνεργείου να ασκεί γενική εποπτεία των εργαζομένων και ιδιαίτερα να διατηρεί άμεση επαφή με αυτούς και να επιβλέπει. Όλες οι παραπάνω παραλείψεις συνετέλεσαν αιτιωδώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου στην εκδήλωση της πυρκαγιάς, που συνέβη περί την 09:50 ώρα της 16-07- 2007 στην Νο 2 κεντρική δεξαμενή υποδοχής φορτίου του δεξαμενόπλοιου A.C., με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο (2) προαναφερόμενων εργαζομένων εξωτερικού συνεργείου επισκευών. Το εναυσματικό μέσο (γυμνή φλόγα, σπινθήρας, θερμό αντικείμενο, κ.λ.π.) που πυροδότησε το εύφλεκτο μείγμα των ατμών υδρογoνανθράκων δεν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί με βεβαιότητα καθόσον, αφενός μεν δεν μένουν τέτοια ίχνη από πυρκαγιά τέτοιου είδους και έκτασης, αφετέρου δε η επιθεώρηση – αυτοψία απέδειξε ότι τέτοια μέσα θα μπορούσαν να είναι πέραν του ενός. Επίσης συνετέλεσαν τα γεγονότα του μη επαρκούς καθαρισμού του πυθμένα της δεξαμενής εκ των προαναφερόμενων καταλοίπων αργού πετρελαίου  και της έλλειψης μηχανικού ή φυσικού εξαερισμού της δεξαμενής και κυρίως στο πρυμναίο τμήμα του πυθμένα, όπου και θα εκτελούνταν οι εργασίες και δημιουργίας σπινθήρα, φλόγας, κλπ. εντός του χώρου της δεξαμενής που πυροδότησε το ανωτέρω εύφλεκτο μίγμα ατμών υδρογονανθράκων – οξυγόνου. Ευθύνη για τα παραπάνω φέρει ο δεύτερος εκκαλών …. …. που ήταν εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσας πλοιοκτήτριας και κυρίας του έργου, ως πλοίαρχος του Δ/Ξ πλοίου «AC», διότι από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, αφενός επέτρεψε στους εργάτες ………. και …., οι οποίοι ανήκαν σε συνεργείο της εταιρίας «……….», στην οποία είχε προηγουμένως αναθέσει τμήμα επισκευαστικών εργασιών του άνω πλοίου για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του και κυρίας του σχετικού έργου, να εισέλθουν στη Νο 2 κλειστή κεντρική δεξαμενή του άνω πλοίου, η οποία περιείχε κατάλοιπα καυσίμων επικίνδυνα για πρόκληση πυρκαγιάς και να επιχειρήσουν εργασίες εξάρμωσης των αναρροφήσεων του δικτύου σωληνώσεων φορτίου γεγονός που από μόνο του ακύρωνε το πιστοποιητικό gas frre που είχε εκδοθεί (βλ. σελ. 88 πραγματογνωμοσύνης), χωρίς να μεριμνήσει πριν από την έναρξη των άνω εργασιών τους  και κατά παράβαση των άρθρων 11, 12, 13, 14 και 20 του πδ 70/1990 που ήδη προαναφέρθηκαν: 1) να εξαεριστεί και να καθαριστεί η άνω δεξαμενή, όπως και οι υπάρχουσες σ’ αυτήν σωληνώσεις, από τα κατάλοιπα καυσίμων, όσο ήταν πρακτικά δυνατό με μηχανικά μέσα, 2) να ληφθούν πρόσθετα ειδικά μέτρα πρόληψης πυρκαγιάς και δη να ελεγχθεί, τυχόν ύπαρξη εύφλεκτων αερίων στην άνω δεξαμενή και να υπάρξει μέριμνα για το συνεχή καλό εξαερισμό της και για την απαγόρευση σ’ αυτήν του καπνίσματος, καθώς και των εργασιών οι οποίες συνεπάγονται ενδεχόμενα παραγωγή σπινθήρα, με επισήμανση της σχετικής απαγόρευσης σε ειδικές ευκρινείς επιγραφές, 3) να εξασφαλιστεί η ταχεία και ασφαλής μεταφορά των άνω, εργαζομένων σε περίπτωση που αισθάνονταν αδιαθεσία, καθώς και η ύπαρξη και διατήρηση ελεύθερων εμποδίων μέσων εύκολης πρόσβασης και αποχώρησης από τον άνω χώρο εργασίας τους, και 4) να εκδοθεί από Χημικό Ναυτιλίας νέο πιστοποιητικό απαλλαγής της άνω δεξαμενής από επικίνδυνα αέρια πριν αρχίσει σ’ αυτήν η εκτέλεση των άνω εργασιών και παρά την έκδοση την προηγούμενη ημέρα τέτοιου πιστοποιητικού, ενόψει της αμφιβολίας που δημιουργήθηκε εάν και κατά πόσο η συγκεκριμένη δεξαμενή, ήταν ελεύθερη από αέρια μετά. την αποσυναρμολόγηση μεγάλου. μέρους του δικτύου σωληνώσεων φορτίου του πλοίου. Αποτέλεσμα των άνω παραλείψεων του με αριθ. 1, 2, και 4, τις οποίες ο πλοίαρχος δεύτερος εκκαλών εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσας πλοιοκτήτριας και κυρίας του έργου είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποφύγει, ήταν να μην αποφευχθεί η πρόκληση πυρκαγιάς όταν οι άνω εργάτες περί ώρα 09.50′ ξεκίνησαν τις άνω σωληνουργικές εργασίες στην άνω δεξαμενή με χρήση μεταλλικών κοπιδιών, σφυριών και κλειδιών και τριών ηλεκτρικών φωτιστικών μη αντιεκρηκτικού τύπου, η οποία (πυρκαγιά) επεκτάθηκε γρήγορα στα κατάλοιπα καυσίμων που υπήρχαν στον πυθμένα και στις σωληνώσεις της άνω δεξαμενής και προκάλεσε το θάνατο των άνω εργατών, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν εξ αυτής στη δεξαμενή, από εισπνοή αιθάλης και μονοξειδίου του άνθρακα καθώς και από καθολικά εγκαύματα α’, β’ και γ’ βαθμού της πρόσθιας επιφάνειας κυρίως του σώματος όσον αφορά τον εξ αυτών .. .. και από διάφορα τοπικά εγκαύματα κυρίως β βαθμού όσον αφορά τον εξ αυτών ………. Και ήταν αναμενόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να μη διαπιστωθεί το έναυσμα της άνω πυρκαγιάς λόγω των συνθηκών της έκρηξης που εξαύλωσε τμήμα του χώρου, πλην όμως οπωσδήποτε αυτή δεν θα είχε προκληθεί ούτε θα είχε λάβει την άνω έκταση που επέφερε το παραπάνω τραγικό αποτέλεσμα αν δεν υπήρχαν οι άνω παραλείψεις του δευτέρου εκκαλούντος, εκ των οποίων η με αριθ. 3 εμπόδισε την άμεση έξοδο των άνω εργατών στο κατάστρωμα και την αποτελεσματική παροχή βοήθειας προς αυτούς και συνέβαλαν έτσι και αυτές στο θάνατο τους. Αναφορικά με τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του δευτέρου εκκαλούντος περί μη ευθύνης του τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο έφεσης του και τον οποίο πρότεινε και στο ποινικό δικαστήριο αρνούμενος την κατηγορία πρέπει να λεχθούν τα εξής: 1) Απεδείχθη εκ των ως άνω αποδεικτικών μέσων ότι κατά την ειρημένη χρονική περίοδο επελεύσεως του συμβάντος ευρίσκοντο επί του πλοίου και εκτελούσαν εργασίες συναφείς προς την επισκευή και άλλα συνεργεία, πλην εκείνου του ….. δηλαδή ως της …… και ……, και για το λόγο αυτό ο προαναφερόμενος δεύτερος εκκαλών είχε την ιδιότητα του κυρίου του έργου ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας και αφού ανέθεσε την εκτέλεση των εργασιών σε περισσοτέρους του ενός εργολάβους, ακολούθως είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στον εργολάβο ή υπεργολάβο ολόκληρου του έργου. 2) Ναι μεν με το με αριθμό …. Πιστοποιητικό Απαλλαγής από Επικίνδυνα Αέρια, ισχύος από τις 10:30 της 15-7-2007 έως τις 22: 00 της 16-7-2007 επετράπη η εκτέλεση ψυχρών εργασιών στο χώρο της δεξαμενής, το γεγονός όμως τούτο δεν απήλλασσε το δεύτερο εκκαλούντα πλοίαρχο της υποχρεώσεώς του να μεριμνήσει για τον καθαρισμό και εξαερισμό αυτής, με δεδομένο ότι αυτός γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη των καταλοίπων και την εντεύθεν πιθανότητα εκπομπής αερίων. Η γνώση αυτή και επί πλέον το γεγονός ότι, μετά την αποσυναρμολόγηση μεγάλου μέρους του δικτύου σωληνώσεων του φορτίου του πλοίου δημιουργήθηκε αμφιβολία του εάν και κατά πόσο η συγκεκριμένη δεξαμενή ήταν ελεύθερη από αέρια, επιβαλλόταν ο εκ νέου έλεγχος και νέες μετρήσεις στον συγκεκριμένο χώρο από τον Χημικό Ναυτιλίας και η έκδοση νέου πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια, πριν κατέλθουν στην δεξαμενή οι εργαζόμενοι για την εκτέλεση των εργασιών. Ακολούθως επειδή αποδείχθηκε από τα παραπάνω ότι η ως άνω αμελής συμπεριφορά του δευτέρου εκκαλούντος αντεφεσιβλήτου, βαρυνομένου με τις ανωτέρω παραλείψεις, συνδέεται αιτιωδώς με το συγκεκριμένο ατύχημα και τον εξ αυτού θάνατο των δύο εργαζομένων και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ……., εφ’ όσον αποτέλεσε αναγκαίο όρο για την επέλευσή του, ενώ ουδόλως εμεσολάβησε διακοπτικό γεγονός, και δη η συμπεριφορά των εργαζομένων, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται καθώς δεν βρέθηκε αποτσίγαρο στο χώρο της έκρηξης και συνεπώς ο ισχυρισμός ότι ο θανών αποφάσισε να καπνίσει στο διάλειμμα του κινείται στο χώρο της φαντασίας. Για τους λόγους αυτούς ο δεύτερος εκκαλών με την ήδη αμετάκλητη με αριθμό 737/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κηρύχθηκε ένοχος του. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο ορθά το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες αντεφεσίβλητοι με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους των εκκαλούντων αντεφεσιβλήτων που είχαν ως αποτέλεσμα την έκρηξη και τον θάνατο των δύο εργαζόμενων και εν προκειμένω του ……… ηλικίας 60 ετών εγγάμου με 2 ενήλικα τέκνα ηλικίας 28 και 29 ετών τα συγγενικά του πρόσωπα υπέστησαν βαρύτατη ψυχική οδύνη καθώς αυτός συμβίωνε με τη σύζυγο του και τα δύο ενήλικα τέκνα του στην ίδια οικία στην οδό …….. και συνδεόταν με σχέσεις στοργής και αγάπης. Επίσης ο θανών ήταν πολύ αγαπημένος με τα αδέρφια του τα οποία τώρα βοηθούν οικονομικά την χήρα και τα παιδιά του καθώς η οικογένεια δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και μισθώνει ακίνητο για τη στέγαση της, ενώ μόνο ο υιός του θανόντος εργάζεται αφού η θυγατέρα του προσπαθεί να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση θανατώσεως προσώπου εξετάζεται η ηλικία τόσο του θύματος όσο και των μελών της οικογένειας του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη ενώ επιπλέον λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη (βλ. Πατεράκη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995 σελ. 336 και 338) και στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι ο θανών απεβίωσε την ώρα της εργασίας του θεωρείται αυξητικός παράγων του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Η βαρύτητα της βλάβης δηλαδή της ψυχικής οδύνης επίσης θα ληφθεί υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς ο θανών παραμορφώθηκε κατά την έκρηξη και ο υιός του τον αναγνώρισε από ένα κομμάτι καφέ ζώνης που ήταν στη φόρμα εργασία του και δεν είχε λιώσει. Επιπλέον λαμβάνονται υπόψη οι βαρύτατες αμέλειες που περιγράφηκαν παραπάνω του δευτέρου εκκαλούντος πλοιάρχου, κυρίου του έργου και εκπροσώπου της πρώτης πλοιοκτήτριας, καθώς και η έλλειψη συνυπαιτιότητας από την πλευρά του θύματος (Πατεράκη ο.π. 339 και 343). Επομένως το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να τους επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών του δυστυχήματος, της ηλικίας του θανόντος (60 ετών), της βαρύτητας του πταίσματος του δευτέρου εκκαλούντος, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τους επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 50.000 ευρώ ως προς την πρώτη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα σύζυγο και από 45.000 ευρώ για καθένα από τα δύο τέκνα του θανόντος δεύτερη και τρίτο εφεσίβλητο αντεκκαλούντα και από 15.000 ευρώ για καθένα από τους αδερφούς του θανόντος. Τα παραπάνω ποσά κρίνονται δίκαια και εύλογα κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω ποσό χρηματικής ικανοποίησης οφείλουν οι ολόκληρον οι εναγόμενοι ανέρχονται σε 90.000 ευρώ για καθένα από τους τρείς εφεσιβλήτους αντεκκαλούντες και σε 45.000 ευρώ για καθένα από τους τέσσερις τελευταίους εφεσιβλήτους αντεκκαλούντες ερμήνευσε και εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου και συναφούς τρίτου λόγου της εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει ως προς αυτό την υπόθεση στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), ενώ θα πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος αντεφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων ως αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του αιτήματος  προσωπικής κρατήσεως για απαίτηση από αδικοπραξία, που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να τη διατάξει ή όχι, αρκεί η επίκληση στην αγωγή και η απόδειξη απαίτησης από αδικοπραξία και δεν απαιτείται   η επίκληση και άλλων στοιχείων, όπως η αφερεγγυότητα του εναγομένου (Βλ. Α.Π 867/88 ΕλλΔνη 1990/325, ΕφΠατ 911/2002 Επισκ.Εμπ.Δικ. 2002/1094), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του για την από αδικοπραξία απαγγελία προσωπικής κρατήσεως   διάφορα κριτήρια όπως το είδος, η βαρύτητα κ.λ.π. του ζημιογόνου γεγονότος, το μέγεθος της ζημίας του παθόντος, η καλή ή η κακή πίστη του υποχρέου, η αφερεγγυότητα και κάθε άλλο συναφές στοιχείο (Βλ.  ΕφΑθ. 26/84 Δ 15. 534).  Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένως επιβλήθηκε στο δεύτερο από αυτούς προσωπική κράτηση δώδεκα μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης διότι αυτός είναι μισθοσυντήρητος, η οποιαδήποτε ευθύνη του κινείται στη σφαίρα της αμέλειας και όχι της προθέσεως και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσει να καταβάλει το πρωτοδίκως επιδικασθέντα ποσά χρηματικής ικανοποίησης που ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Πέραν το ότι με τον τρόπο αυτό οι εκκαλούντες συνομολογούν την αφερεγγυότητα του δευτέρου εκκαλούντος ο λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης σύμφωνα και με τη σκέψη που προηγήθηκε αφού για την επιβολή ή όχι προσωπικής κράτησης λόγω αξιώσεως εξ αδικοπραξίας λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος (και εδώ πρόκειται για εργατικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια το βίαιο θάνατο εργαζόμενου), το μέγεθος της ζημίας του παθόντος (και οι εφεσίβλητοι είναι συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού που διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αποβιώσαντα), η καλή ή η κακή πίστη του υποχρέου, και η αφερεγγυότητα του. Επιπλέον η αξίωση υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ο δεύτερος εκκαλών δεν είναι κληρικός και δεν έχει υπερβεί τα 65 έτη. Οποιεσδήποτε δε αντιρρήσεις του μπορεί να τις υποβάλει με τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αιτηθεί η προσωπική του κράτηση με την προκαταβολή των τροφείων. Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος. Περαιτέρω από το συνδυασμό των  διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ` και 191 Κ.Πολ.Δικ. και 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 3026/1954) συνάγεται σαφώς ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε ολικά είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της  υποθέσεως, εξαφανίζει την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (Α.Π 192/1998 Δνη 1998/825 ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233). Επομένως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο σχετικός τελευταίος πέμπτος λόγος της έφεσης που πλήττει τη διάταξη της εκκαλουμένης περί επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης σε βάρος της, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή που γίνεται δεκτή η με αριθμό…….. έφεση, το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως και αντεφέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η με αριθμό …./31.8.2017 αντέφεση, και ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό ενώ να επιβληθούν σε βάρος των αντεκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των δύο αντεφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους (183, 191 παρ. 2 και 176 του ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, και να γίνει εν μέρει δεκτή κατά τα προαναφερόμενα ως βάσιμη κατ’ουσίαν η με αριθμό …../26.9.2016 έφεση και να εξαφανισθεί κατά ένα μέρος, δηλαδή ως προς τη με αριθμό ……../2008 αγωγή, τους δύο εκκαλούντες (πρώτη και πέμπτο των εναγομένων σε αυτή) και τα κεφάλαια περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, η εκκαλούμενη με αριθμό 1552/29.6.2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από …../2008 αγωγή των εναγόντων εφεσίβλήτων και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε αυτή εκκαλούντες (πρώτη και πέμπτος των εναγομένων) να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000) στη δεύτερη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000), στον τρίτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000), στον τέταρτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των δέκαπεντε χιλιάδων ευρώ (15.000) στον πέμπτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των δέκαπεντε χιλιάδων ευρώ (15.000) στην έκτη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των δέκαπεντε χιλιάδων ευρώ (15.000) και στην έβδομη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των δέκαπεντε χιλιάδων ευρώ (15.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων εναγομένων και των δύο βαθμών βαρύνουν τους εφεσίβλητους ενάγοντες λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ματαιώνει τη συζήτηση της με αριθμό ……./31.8.2017 αντεφέσεως ως προς τους τρίτη και τέταρτων των αντεφεσιβλήτων

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμό …../26.9.2016 έφεση και τη με αριθμό …./31.8.2017 αντέφεση κατά της με αριθμό 1552/29.6.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), με τη δικονομική απουσία του τετάρτου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της με αριθμό …./2008 αγωγής που συνεκδικάστηκε με τη με αριθμό …../2008 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση

Απορρίπτει τη με αριθμό …./31.8.2017 αντέφεση  και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Επιβάλει σε βάρος των αντεκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των δύο αντεφεσιβλήτων δηλαδή το συνολικό ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650)

Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τη με αριθμό …../26.9.2016 έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ κατά ένα μέρος τη με αριθμό 1552/29.6.2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δηλαδή κατά το μέρος που αφορά τους εκκαλούντες και τη με αριθμό …../2008 αγωγή.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από με αριθμό …./2008 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από με αριθμό …/2008 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους πρώτη και πέμπτο από τους εναγόμενους σε αυτή εκκαλούντες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000) στη δεύτερη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000), στον τρίτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000), στον τέταρτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) στον πέμπτο ενάγοντα εφεσίβλητο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) στην έκτη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) και στην έβδομη ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,

Διατάσσει προσωπική κράτηση διάρκειας έως δώδεκα (12) μηνών σε βάρος του δευτέρου εκκαλούντος ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους εφεσιβλήτους ενάγοντες μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων πρώτης και πέμπτου των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο τους βαρύνει εις ολόκληρον

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ