Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 417/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    417/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η από 20/11/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./20.11.2015 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3249/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η ασκούμενη το πρώτον στον δεύτερο βαθμό από 28/9/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2016 κύρια παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, εφόσον αφορούν συναφείς διαφορές, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 79 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3249/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 21/10/2015 (βλ. σχετική επισημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. στο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης που ο εκκαλών προσκομίζει και επικαλείται), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20/11/2015 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ….. (ΤΑΧΔΙΚ), ….. (ΤΑΧΔΙΚ) …. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) …….. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) ….. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και ……. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ)  συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 20/11/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται την υπ’ αριθμ. …. έκθεση επίδοσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 16/10/2015. Η προγενέστερη αυτή ημερομηνία όμως δεν λαμβάνεται υπόψιν για το εμπρόθεσμο της άσκησης της υπό κρίση έφεσης διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, («όποιος ενεργεί την επίδοση σημειώνει επάνω στο επιδιδόμενο έγγραφο την ημέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η σημείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση. Αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σημείωση υπερισχύει η έκθεση») ερμηνευόμενη κατά τελολογική συστολή που υπαγορεύεται από το γεγονός ότι τα έννομα αποτελέσματα για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων συναρτώνται προς τη γνώση του ακριβούς χρόνου της επίδοσης, την οποία εκείνος προς τον οποίο γίνεται (η επίδοση) αντλεί επισήμως και ασφαλώς από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο επιδιδόμενο έγγραφο, η ύπαρξη της οποίας καθώς και το περιεχόμενό της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, συνάγεται ότι σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της ανωτέρω επισημείωσης και της έκθεσης του δικαστικού επιμελητή (αντίγραφο της οποίας δεν παραδίδεται στο λήπτη του εγγράφου), η χρονολογία της έκθεσης επίδοσης υπερισχύει έναντι εκείνης της επισημείωσης, μόνο εφόσον ωφελεί αυτόν προς τον οποίο έγινε η επίδοση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ως βάση υπολογισμού της προθεσμίας πρέπει να λαμβάνεται η χρονολογία της επισημείωσης στο επιδιδόμενο έγγραφο, διότι μόνο έτσι διασφαλίζεται πλήρως η δυνατότητα του λήπτη του εγγράφου να ασκήσει παραδεκτά το υπό προθεσμία δικαίωμά του, το οποίο στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, κατοχυρώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ.1 εδάφ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπό το φως των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ο οικείος δικονομικός κανόνας (ΑΠ 736/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 124/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 831/2008 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), απόντος του πρώτου εφεσίβλητου, ο οποίος με τη δεύτερη εφεσίβλητη επέσπευσαν τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης (όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. …. και …… εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και επειδή πρόκειται για δίκη διανομής θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς νομίμως παρισταμένους εφεσίβλητους – αναγκαίους ομόδικους του (άρθρα 76 παρ. 1, 478 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 1113 του ΑΚ αν η κυριότητα  πράγματος ανήκει σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μέρη εφαρμόζονται οι διατάξεις για  την κοινωνία, σύμφωνα με τις οποίες  (άρθρα 795, 798, 799 του ΑΚ) κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας με διανομή, εφόσον το δικαίωμα  αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό, αν δε όλοι οι κοινωνοί δεν συμφωνούν για τη διανομή, καθένας από αυτούς μπορεί ν’ απαιτήσει δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Κατά δε το άρθρο 800 του ΑΚ, η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν χωρίς μείωση της αξίας να διαιρεθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 1113 του ΑΚ, 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1α και 478 επομ. του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία της βάσης της αγωγής με την οποία ζητείται η διανομή κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα  του ενάγοντος, η μεταξύ αυτού και του εναγόμενου κοινωνία, η ακριβής περιγραφή του  διανεμητέου ακινήτου, η μη συμφωνία  του εναγόμενου για εξώδικη διανομή και σχετικό αίτημα (ΑΠ 619/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 242, ΑΠ 2001/2009 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, στην από 20/11/2012 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι εκείνοι και ο εναγόμενος είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας των περιγραφόμενων στην αγωγή τους τριών διαμερισμάτων, τα οποία αποτελούν μια οριζόντια ιδιοκτησία και βρίσκονται σε τετραώροφη οικοδομή που έχει αναγερθεί στη θέση …. Πειραιά στην οδό ……., ότι η οριζόντια αυτή ιδιοκτησία ανήκε στην ………, η οποία απεβίωσε το έτος 1968 χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέκνα της, ………, ……., ……., ……., ……. και …… (πρώτο των εναγόντων), οι οποίοι απέκτησαν τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ότι η ….., η …… και η ., απεβίωσαν διαδοχικά το έτος 1992, το έτος 1993 και το έτος 1999 αντίστοιχα χωρίς να αφήσουν διαθήκη και στο ποσοστό συγκυριότητάς τους επί του κοινού ακινήτου υπεισήλθαν ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους τα αδέλφια τους …………., οι οποίοι απέκτησαν την οριζόντια ιδιοκτησία κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ότι όλοι οι ως άνω κληρονόμοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις αποδοχής κληρονομίας νόμιμα μεταγεγραμμένες, ότι το έτος 2005 απεβίωσε η …… ……… και κατέλειψε ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο σε ολόκληρη την περιουσία της το υιό της, ………, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2009 και εγκατέστησε ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο του τη δεύτερη ενάγουσα, κόρη του, που αποδέχθηκε την κληρονομία, ότι το έτος 2011 απεβίωσε η ……., καταλείποντας ως μοναδικό εκ διαθήκης κληρονόμο της τον εναγόμενο, ο οποίος δεν αποποιήθηκε την κληρονομία  και ότι ο εναγόμενος δεν συμφωνεί στην εξώδικη διανομή του κοινού επίδικου ακινήτου. Ζητούσαν να διαταχθεί η πώληση τούτου με εκούσιο δημόσιο πλειστηριασμό, ώστε ο καθένας διάδικος να λάβει πλειστηρίασμα ανάλογο με το ποσοστό του, διότι η αυτούσια διανομή του είναι ασύμφορη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Η αγωγή αυτή με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αιτήματα είναι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, επαρκώς ορισμένη περιέχουσα τα απαραίτητα κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ για το παραδεκτό της στοιχεία, μεταξύ των οποίων και η άρνηση του εναγόμενου να συμπράξει στην εξώδικη διανομή της συνιδιοκτησίας (σελ. 7 και 11 της αγωγής), χωρίς να απαιτείται να παρατίθενται και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η άρνηση αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τη αγωγή ορισμένη ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο περί του αντίθετου πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, που έχει εφαρμογή και επί δικών διανομής κοινού πράγματος (ΑΠ 473/2004 ΕλΔ 45, 1619, ΑΠ 13/2004 ΝοΒ 52, 1198, ΑΠ 219/1999 ΕλΔ 40, 629, ΑΠ 1333/1998 ΕλΔ 39, 1585), η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή η διαμορφωθείσα εξαιτίας της, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκηση του μη ανεκτή, ως τείνουσα στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, εφόσον από τη συμπεριφορά του δικαιούχου συναρτώμενη με εκείνη του υπόχρεου έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα (ΟλΑΠ 17/1995 ΝοΒ 44, 410, ΑΠ 473/2004 ό.π., ΑΠ 13/2004 ό.π.). Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεων διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ.ΑΠ 17/1995 οπ.π., ΑΠ 1099/2014 ΝΟΜΟΣ). Πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς ή προσκρούει στα συμφέροντα του (ΑΠ 555/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1047/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1034/2002 ΝΟΜΟΣ), ή όταν τούτο χρησιμεύει για κατοικία του κοινωνού που έτσι θα παραμείνουν άστεγος (ΑΠ 219/1999 ΕλλΔ 40, 628, ΑΠ 404/1993 ΕΕΝ 1994, 282).

Εν προκειμένω ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του είχε προβάλει τον ισχυρισμό ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τον οποίο επαναφέρει με τους τρίτο και τέταρτο συναφείς λόγους της έφεσης, ότι οι ενάγοντες κατά κατάχρηση του δικαιώματος τους ζητούν τη διανομή του κοινού ακινήτου, διότι όσο ζούσε η δικαιοπάροχός του, .. .., ουδέποτε είχαν ζητήσει την διανομή του και εφόσον γνώριζαν την επιθυμία της τελευταίας, η οποία περιλήφθηκε στη διαθήκη της, να περιέλθει το ποσοστό συγκυριότητάς της στον εναγόμενο και να χρησιμοποίει το διαμέρισμα του ισογείου (πρώτου) ορόφου ως κατοικία του, δημιούργησαν στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να επιδιώξουν τη λύση της κοινωνίας, η άσκηση δε της αγωγής επιφέρει σημαντική ζημία στον ίδιο, διότι του στερεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο και τον αφήνει χωρίς στέγη, πολύ δε περισσότερο που επιδιώκεται να πωληθεί με τέτοια τιμή που δεν θα του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να αγοράσει άλλη κατοικία. Ο ισχυρισμός αυτός όμως πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι, και αληθών υποτιθεμένων των ισχυρισμών του εναγόμενου, μόνη η αδράνεια των εναγόντων να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν τη λύση της κοινωνίας δεν αρκεί για να θεωρηθεί η αγωγή καταχρηστική, διότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να του δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν πρόκειται να ασκήσουν το ένδικο δικαίωμά τους. Εξάλλου, όπως ανωτέρω εκτέθηκε είναι δικαίωμα των εναγόντων να ζητήσουν τη διανομή του κοινού ακινήτου, ακόμα και αν η διανομή αυτή δεν εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα του εναγόμενου ή αν στερηθεί την κατοικία του, πολύ δε περισσότερο που δεν εκθέτει ότι υπάρχουν υποψήφιοι αγοραστές που προτίθενται να προφέρουν ως τίμημα αγοράς ποσό που να ικανοποίει τα συμφέροντά τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και απέρριψε τη σχετική ένσταση ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει οι περί του αντιθέτου τρίτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Το άρθρο 491 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: «Στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται  υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς» (παρ. 1) «Αν δεν έγινε η προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ.  1 το  δικαστήριο  με  αίτηση  κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να  προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας  ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη» (παρ. 2). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο  οποίο τρίτοι  έχουν  δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σε αυτή, αφού  από  την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή ο οποίος, ασκώντας κύρια παρέμβαση, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενο που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο και β) σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί του αναλογούντος στην απαίτησή του ποσού που ασφαλίζεται με υποθήκη (ή ενέχυρο) ή τη δημόσια κατάθεση, από το πλειστηρίασμα, του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή του. Συνακόλουθα και η απόφαση που διατάσσει τον πλειστηριασμό προσδιορίζει συγχρόνως το οφειλόμενο ποσό που πρέπει να καταβληθεί από το πλειστηρίασμα στον ενυπόθηκο (ή ενεχυρούχο) δανειστή για την εξόφληση (ολικά ή μερικά) της ασφαλιζόμενης με την υποθήκη (ή ενέχυρο) απαίτησης του ή που πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αναλογεί στην ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση, το οποίο θα αναλάβει ο προσημειούχος δανειστής μόνο μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της, ενώ, σε περίπτωση μη επιδίκασης της εν λόγω απαίτησης, θα διατάσσεται με την απόφαση η απόδοση του κατατεθέντος ποσού στον οφειλέτη. Με δεδομένα αυτά και το περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδαφ. τελευταίο του ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σε αυτόν της προσεπικλήσεως ναι μεν καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την  έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αποκτά έτσι την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση και πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να καλείται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη σε όλα τα στάδια της προαναφερόμενης δίκης, δεν δημιουργείται όμως αυτεπάγγελτη υποχρέωση του Δικαστηρίου να διατάξει τα πιο πάνω εξασφαλιστικά μέτρα του δανειστή ακόμα και όταν αυτός δεν ασκήσει καθόλου ή ασκήσει απαράδεκτα παρέμβαση. Τούτο διότι από το άρθρο 491 του ΚΠολΔ θεσπίζεται μόνο η υποχρεωτική προσεπίκληση τους,  προκειμένου, αν θέλουν, να ασκήσουν, με παρέμβασή τους, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 492 του ΚΠολΔ δικαιώματά τους (σχετ. ΟλΑΠ 1/2016 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 20/1995 ΕλΔνη 1995, 1534). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), σε αντίθεση με την προϊσχύσασα ρύθμιση που παρείχε το δικαίωμα σε οποιονδήποτε τρίτο να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, πλέον περιορίζεται η δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης μόνο στον πρώτο βαθμό, προς αποτροπή του αιφνιδιασμού των αρχικών διαδίκων, όταν η αντιποίηση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος γίνεται από τον τρίτον απευθείας στο δεύτερο βαθμό και ως εκ τούτου η δικονομική στάση των αρχικών διαδίκων και τα μέσα επίθεσης και άμυνας αυτών κατά κανόνα είναι ήδη γνωστά (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 άρθρου ένατου του ν. 4335/2015, η έναρξη ισχύος της ως άνω διάταξης ορίστηκε από 1/1/2016, χρονικό σημείο που, κατά την αιτιολογική έκθεση του ίδιου νόμου, παρείχε τον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης. Η έναρξη δε ισχύος της εν λόγω ρύθμισης δεν συναρτάται, βάσει της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης, με το χρόνο κατάθεσης σχετικής αγωγής ή ένδικου μέσου, δεδομένου ότι η κύρια παρέμβαση αποτελεί πρακτικά, άλλα και ουσιαστικά, μια μορφή παροχής πρωτογενούς δικαστικής προστασίας η οποία δεν θίγεται, αφού ο δικαιούμενος σε κύρια παρέμβαση, και σε περίπτωση μη άσκησής της, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τριτανακοπή κατά της μεταξύ άλλων εκδοθείσας απόφασης ή δική του αυτοτελή αγωγή (ΕφΑθ 723/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 585/2017 ΕλΔνη 2017, 868). Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες με την από 21/11/2012 προσεπίκληση τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσεπικάλεσαν κατ’ άρθρο 491 του ΚΠολΔ την ανώνυμή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», διότι είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί ολόκληρου του κοινού ακινήτου, προς εξασφάλιση απαίτησης που διατηρούσε σε βάρος της δικαιοπάροχου του εναγόμενου, …….., για το ποσό των 10.004,65 ευρώ. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστήριο ενώπιον του εμφανίστηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………., ως ειδικής διαδόχου της δανείστριας, η οποία υπεισήλθε στα έναντι των τρίτων δικαιώματά της και χωρίς να έχει ασκήσει κύρια παρέμβαση υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της και η πληρεξούσια δικηγόρος αποχώρησε. Ήδη ενώπιον του Εφετείου αυτού η τραπεζική εταιρία . …. ασκεί κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ως δικαιούχος μέρους του πλειστηριάσματος, ως προσημειούχου δανείστριας, επί της μερίδας του πρώτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση ……. και να υποχρεωθεί ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος να της καταβάλει το ποσό προς εξασφάλιση του οποίου έχει εγγραφή υπέρ της η προσημείωση υποθήκης που αντιστοιχεί στην απαίτησή της, άλλως να υποχρεωθεί ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος να καταθέσει το ποσό τούτο (που αντιστοιχεί στην ως άνω απαίτηση της) επ’ ονόματί της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, άλλως να υποχρεωθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να την κατατάξει στον πίνακα κατάταξης που θα συντάξει ως προσημειούχο δανείστρια για το ως άνω ποσό της προσημείωσης εντόκως μέχρι την εξόφληση συμπεριλαμβανομένων και των τόκων κατ’ άρθρο 1289 ΑΚ. Πλην όμως, ενόψει και των προαναφερομένων στη μείζονα πρόταση, η ως άνω κύρια παρέμβαση η οποία κατατέθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου απαραδέκτως ασκείται κατά τα προεκτιθέμενα στο δεύτερο βαθμό και εφόσον η εν λόγω τραπεζική εταιρία δεν έχει παρέμβει νομότυπα δεν μπορεί να ασκήσει και τα δικαιώματα της του άρθρου 492 παρ. 3 του ΚΠολΔ, η δε προσεπίκληση, πέραν των όσων ανωτέρω συνεπειών δεν υποκαθιστά την ελλείπουσα κύρια παρέμβαση ούτε έχει την έννοια της αυτοτελούς αίτησης εξασφάλισης των εμπράγματων δικαιωμάτων της. Πρέπει επομένως η κύρια παρέμβαση να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα σε βάρος της παρεμβαίνουσας δεν επιδικάζονται διότι οι καθ’ ων λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη θέση … Πειραιά, στην οδό …… έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο εμβαδού 143 τ.μ. πριν το έτος 1955 τετραώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, ημιυπόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, σε κάθε ένα των οποίων υπάρχει διαμέρισμα. Την κυριότητα του οικοπέδου απέκτησε η ……… δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/11.8.1939 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ….., σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. …../20.1.1951 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Πειραιά …., των δυο ως άνω συμβολαίων νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον .. με αύξοντα αριθμό … και στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής … αντίστοιχα. Στη συνέχεια με το υπ’ αριθμ. …/18.4.1958 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στο τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …., αφενός μεν υπήγαγε την τριώροφη τότε πολυκατοικία στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 και αφετέρου πώλησε το δικαίωμα ανέγερσης στον τέταρτο όροφο της οικοδομής στο …….. και όρισε ότι τα διαμερίσματα στους τρεις πρώτους ορόφους θα συνιστούν μια οριζόντια ιδιοκτησία με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 75% εξ αδιαιρέτου και το διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο άλλη ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 25% εξ αδιαιρέτου. Μετά ταύτα η πρώτη ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία περιλαμβάνει το διαμέρισμα στο υπόγειο, εμβαδού 40 τ.μ. αποτελούμενο από κουζίνα, λουτρό και δύο ενιαίους χώρους, το διαμέρισμα στο ημιυπόγειο, εμβαδού 92 τ.μ., αποτελούμενο από ένα χωλ, δυο υπνοδωμάτια, ένα σαλόνι, κουζίνα και λουτρό και ένα διαμέρισμα στο ισόγειο, εμβαδού 96 τ.μ., αποτελούμενο από καθιστικό, σαλόνι, κουζίνα, ένα λουτρό και δυο υπνοδωμάτια. Η …. απεβίωσε την 30/11/1968 χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέκνα της, ……, ……, ……, ……, ….. και ….. (πρώτο ενάγοντα), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία με την υπ’ αριθμ. …/8.6.1971 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που έχει νόμιμα μεταγραφεί  στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …. και έτσι απέκτησαν τη συγκυριότητα της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησία κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας. Στην εν λόγω πράξη αποδοχής η οριζόντια ιδιοκτησία αναφέρεται ότι περιλαμβάνει τον υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο της οικίας, χωρίς όμως να υπάρχει διαφοροποίηση από τον τίτλο κτίσης της δικαιοπαρόχου τους, διότι λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους η δυτική πλευρά του οικοπέδου, που έχει πρόσοψή στην οδό …… είναι υψομετρικά πολύ υψηλότερη από την ανατολική πλευρά, με συνέπεια το υπόγειο από τη δυτική πλευρά του οικοπέδου (οδός ……) να θεωρείται ημιυπόγειο από την ανατολική πλευρά, διότι δεν βρίσκεται ολόκληρο κάτω από τη στάθμη του διαμορφωμένου εδάφους και αντίστοιχα το υπόγειο να κατονομάζεται από τους διαδίκους ως ισόγειο και το ισόγειο ως πρώτος όροφος.

Την 3/10/1992 απεβίωσε η ……… χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλειψε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα αδέλφια της …….., ……, ……, ……. και ….. (πρώτο ενάγοντα), οι οποίοι απέκτησαν την συγκυριότητα της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας. Την 4/2/1993 απεβίωσε η ……. χωρίς να αφήσει διαθήκη καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα αδέλφια της, ……, ……., …… και  …. (πρώτο ενάγοντα) που απέκτησαν  τη συγκυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, αποδέχθηκαν δε τις ανωτέρω κληρονομίες με την υπ’ αριθ. …../1.11.1995 δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου .. .. .., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στο τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….

Την 2/9/1999 απεβίωσε η …… χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα αδέλφια της …….., …… και …… (πρώτο ενάγοντα) οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. …/2.2.2000 δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στο τόμο … με αύξοντα αριθμό … και έτσι απέκτησαν τη συγκυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας. Την 16/5/2005 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η …….. και κατέλειψε ως μοναδικό εξ αδιαθετου κληρονόμο της τον υιό της, ……, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία με την υπ’ αριθ. …../2005 πράξη αποδοχής κληρονομιάς στης συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Ο …… απεβίωσε την 1/1/2009 και με την από 10/11/2008 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 23/4/2010 με το υπ’ αριθ. 2616/2010 πρακτικό του Δικαστηρίου και κηρύχθηκε κυρία με την 1033/2010 απόφαση αυτού, εγκατέστησε ως κληρονόμο του επί του ποσοστού συγκυριότητας 1/3 εξ αδιαιρέτου στο προπεριγραφόμενο ακίνητο τη δεύτερη ενάγουσα, κόρη του, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. …../23.7.2010 δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής ….

Τέλος η ως άνω συγκύρια κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, … .., ήταν άγαμη και δεν είχε τέκνα, ήταν δε πνευματική μητέρα (νονά) του εναγόμενου, την αποκλειστική ανατροφή του οποίου ανέλαβε όταν εκείνος ήταν ηλικίας δύο ετών και έκτοτε κατοικούσαν μαζί μόνιμα στο διαμέρισμα του ισόγειου (πρώτου κατά τον τίτλο κτήσης) ορόφου της πολυκατοικίας. Την 15/9/2011 η ….. απεβίωσε και με την από 30/07/1995 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύτηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με το υπ’ αριθ. 1112/2011 πρακτικό δημοσίευσης του Δικαστηρίου τούτου, η αποβιώσασα άφησε όλη την ακίνητη περιουσία της στον εναγόμενο και εξέφρασε την επιθυμία να συνεχίσει να κατοικεί στο ίδιο ισόγειο διαμέρισμα που διέμενε εκείνη. Ο εναγόμενος αποδέχθηκε την άνω κληρονομιά ανεπιφύλακτα, μη αποποιηθείς αυτήν εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 1847 παρ.1 εδ. α΄ το ΑΚ όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …./2012 πιστοποιητικό του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο εναγόμενος δεν υπέβαλε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας κληρονομιάς μέχρι τις 16/9/2012. Ήδη το άνω πιστοποιητικό μη αποποίησης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στο τόμο … με αριθμό …. και συνεπώς ο εναγόμενος απέκτησε τη συγκυριότητα του κοινού ακίνητου σε ποσοστό 1/3.

Ενώ όσο ζούσε η …… η σχέση της με τους ενάγοντες ήταν αγαστή και αρμονική και, ενόψει του γεγονότος ότι η μόνιμη κατοικία της ήταν το πιο πάνω διαμέρισμα, ουδέποτε τέθηκε μεταξύ αυτής και των αδελφών της θέμα διανομής της κοινής περιουσίας, από το θάνατό της οι σχέσεις των διαδίκων διερράγησαν, καθόσον λίγες ημέρες μετά από το θάνατό της, όπως αποδέχεται ο εναγόμενος, οι ενάγοντες εξέφρασαν στον εναγόμενο, ο οποίος εξακολουθούσε να κατοικεί στο ίδιο διαμέρισμα, την πρότασή τους να λύσουν την κοινωνία και να προβούν στη διανομή της κοινής οριζόντιας ιδιοκτησίας. Οι μεταξύ τους συζητήσεις για τη λύση της κοινωνίας δεν τελεσφόρησαν, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να απευθύνουν στον εναγόμενο την από 22/5/2012 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν την 25/5/2010, με την οποία ζητούσαν να καταβάλει σε κάθε ένα αυτών το ποσό των 166,66 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση που έκανε στο κοινό διαμέρισμα του ισόγειου (πρώτου) ορόφου της πολυκατοικίας, καλώντας τον να συμμετάσχει με βάση το ποσοστό του στις κοινές δαπάνες λειτουργίας του διαμερίσματος. Ο εναγόμενος απάντησε στους ενάγοντες με την από 25/6/2012 εξώδικη απάντηση – δήλωση, στην οποία αρνείτο ότι κάνει αποκλειστική χρήση του διαμερίσματος, ισχυριζόμενος ότι ο πρώτος των εναγόντων το επισκέπτεται όποτε το επιθυμεί και μάλιστα σε δυο από τα δωμάτια του έχει αποθηκεύσει αντικείμενα δικά του και της ……, τα οποία έχει κλειδώσει με λουκέτο. Στη συνέχεια αποδεχόμενος ότι ήδη έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για τη λύση της κοινωνίας επικαλέστηκε τη μεταξύ των διαδίκων καταρχήν συμφωνία τους, με περιεχόμενο οι διάδικοι να ανταλλάξουν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητάς τους επί της κοινής οριζόντιας ιδιοκτησίας, ώστε ο μεν εναγόμενος να λάβει την αποκλειστική κυριότητα του διαμερίσματος του ημιυπόγειου (ισόγειου) ορόφου, εμβαδού 93 τ.μ., οι δε ενάγοντες τη συγκυριότητα των δύο άλλων διαμερισμάτων, δηλώνοντάς τους μεν ότι συμφωνεί καταρχήν, ως βάση διαπραγμάτευσης, σημειώνοντας όμως την ανάγκη ανακαίνισης του ημιυπόγειου διαμερίσματος, το οποίο βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από εκείνη του ισόγειου (πρώτου) ορόφου, όπου ο ίδιος κατοικεί. Παρά ταύτα οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία για την εξώδικη διανομή και για το λόγο αυτό οι ενάγοντες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την από 20/11/2002 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ζήτησαν, επικαλούμενοι το ανέφικτο της αυτούσιας διανομής του κοινού ακινήτου, τη δια πλειστηριασμού πώλησή του. Παρά την άσκηση της αγωγής οι διάδικοι συνέχισαν τις συζητήσεις για την ανεύρεση κοινά αποδέκτης λύσης και μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από την από 30/9/2014 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση των εναγόντων, που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 2/10/2014, του υπέβαλαν τον Ιούνιο του έτους 2014 την τελική πρόταση τους για εξωδικαστική διανομή της οριζόντιας ιδιοκτησίας, στα πλαίσια της οποίας ο εναγόμενος θα λάβει την αποκλειστική κυριότητα του διαμερίσματος του ημιυπόγειου (ισόγειου) ορόφου και εκείνοι τη συγκυριότητα των άλλων δυο διαμερισμάτων, πρόταση όμως που ο εναγόμενος δεν αποδέχθηκε αμέσως. Μάλιστα το λόγο της διαφωνίας του ο εναγόμενος διατύπωσε στην από 6/10/2014 εξώδικη απάντηση – δήλωση – πρόσκληση προς τους ενάγοντες, στην οποία αναφέρει ότι ο ως άνω τρόπος διανομής θα αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης εφόσον δεν τελεσφορούσε η προσπάθεια πώλησης της οριζόντιας ιδιοκτησίας σε ικανοποιητικό για όλους τίμημα, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 400.000 ευρώ, ενώ ρητά δήλωσε ότι για να συναινέσει στην εξωδικαστική διανομή θα έπρεπε οι ενάγοντες να του καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ για την ανακαίνιση του διαμερίσματος που θα ελάμβανε, πλέον των απαιτούμενων εξόδων για την αποδοχή της κληρονομίας του, της σύστασης των νέων οριζόντιων ιδιοκτησιών, του φόρου κληρονομίας και του φόρου από την ανταλλαγή ποσοστών, πρόταση που οι ενάγοντες απέρριψαν κατηγορηματικά. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται πλήρως ότι μεταξύ των διαδίκων έχει ανακύψει διαφωνία ως προς τον τρόπο διανομής της κοινής περιουσίας τους και δεν καταλείπεται πλέον περιθώριο για την εξωδικαστική διανομή της. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι όχι μόνο δεν διαφωνεί στην διανομή του κοινού ακινήτου αλλά έχει κάνει όλες τις ενέργειες ώστε αυτό να πωληθεί δεν αίρει τα ανωτέρω, διότι δεν αποδείχθηκε, ούτε ο ίδιος επικαλείται, ότι όλα τα χρόνια, από το θάνατο της ….. έως το χρόνο της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έχει παρουσιαστεί έστω ένας υποψήφιος αγοραστής που να προσφέρει τίμημα ικανοποιητικό για όλους τους διαδίκους (πλην ενός, ονόματι Κυριακού, την οικονομική προσφορά του οποίου για την αγορά του κοινού ακινήτου απέρριψαν οι διάδικοι). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ίδια αφού έκρινε και δέχθηκε ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων για την εξωδικαστική διανομή του κοινού ακινήτου ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2664/1998 «Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά το ν. 2308/1995 κτηματογραφούμενες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφούμενες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Η απόφαση αυτή του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, στην οποία ορίζονται και τα όρια της υπαγόμενης στο Κτηματολόγιο περιοχής, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στο Δημόσιο, κατά τις κείμενες διατάξεις για τις προς αυτό κοινοποιήσεις, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α` και β` βαθμού, στον Υποθηκοφύλακα της περιοχής, στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο της περιοχής και στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου». Κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου «1. α) Η τήρηση των κτηματολογικών στοιχείων γίνεται από τα Κτηματολογικά Γραφεία, που ανήκουν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. 2. Τα τηρούμενα από τα Κτηματολογικά Γραφεία στοιχεία είναι τα ακόλουθα :       α) . . . β) . . . γ) Το Κτηματολογικό βιβλίο, στο οποίο αφορούν οι ρυθμίσεις του τρίτου κεφαλαίου αυτού του νόμου», κατά το άρθρο 10 «1. Το Κτηματολογικό βιβλίο συντίθεται από τα Κτηματολογικά φύλλα, στα οποία καταχωρίζονται ηλεκτρονικώς ή και εντύπως οι κτηματολογικές εγγραφές που προβλέπουν τα άρθρα 11 και 12», κατα το άρθρο 12 «1. Στα Κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται: α) . . .β) . . . ιβ) Οι κατά το άρθρο 220 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αγωγές και ανακοπές και οι κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 6 και τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου αγωγές, καθώς επίσης οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδίδονται επ’ αυτών των αγωγών και ανακοπών». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι στις κτηματογραφούμενες περιοχές από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου αντικαθίσταται ο τρόπος εγγραφής των αγωγών που έως τότε εγγράφονταν κατά το άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου κατά τόπο Υποθηκοφυλακείου και πλέον εγγράφονται μόνο στο Κτηματολογικό Βιβλίο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου και όχι και στο Υποθηκοφυλακείο. Εν προκειμένω η από 20/11/2012 αγωγή διανομής των εναγόντων επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21/11/2012, κατά την οποία ημερομηνία δεν είχε αρχίσει ακόμα η ισχύς του Κτηματολογίου στο Δήμο Πειραιά, η οποία άρχισε την 31/8/2017 (ΦΕΚ Β΄ 2992/31.8.2017), με συνέπεια η αγωγή νομίμως εγγράφηκε μόνο στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (υπ’ αριθμ. …../21.11.2012 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Πειραιά). Πρέπει επομένως ο πέμπτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να εγγραφεί και στο κτηματολογικό Γραφείο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3249/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και β) την κύρια παρέμβαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» ερήμην των καθ’ ων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας  τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ