Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 421/2018

Αριθμός  421/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../11.5.2017 έφεση κατά της με αριθμό 1142/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας με έδρα τον …., έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.5.2017 και ταυτόχρονη κατάθεση του με κωδικό …. παραβόλου εφέσεως ύψους 150 ευρώ (άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016) και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει η μη γνήσια διετής (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά το ν. 4335/2015) προθεσμία από την έκδοση της. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με έδρα τον Πειραιά και δραστηριότητα στον τοµέα εφοδίων πλοίων, εξέθετε ότι στις 30.3.2015 διατηρούσε κατά των ήδη εκκαλουσών εναγοµένων, εκ των οποίων η πρώτη είναι πλοιοκτήτρια και η δεύτερη διαχειρίστρια του υπό σηµαία Μονροβίας Λιβερίας πλοίου (bulk carrier) «FM», Δ.Δ.Σ. …….., Κ.Ο.X. 14397, ΙΜΟ ….., DWT 23994 χρηµατική αξίωση ύψους 14.398 Ευρώ, που προερχόταν από διαδοχικές, συναφθείσες κατά το χρονικό διάστηµα Απριλίου έως Νοεµβρίου 2014, µε τη δεύτερη αυτών υπό την ως άνω ιδιότητά της, συµβάσεις πώλησης τροφοεφοδίων, τα οποία παρέδωσε αυτή (η εφεσίβλητη) στο ως άνω πλοίο και παρέλαβαν οι εκκαλούσες ενώ εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή τιµολόγια (µετά των συνοδευόντων αυτά δελτίων αποστολής), που έπρεπε να πληρωθούν κατά τις αναφερόµενες στην αγωγή συµφωνηθείσες ηµεροµηνίες (εκτεινόµενες από 16.7.2014 έως 11.2.2015). Ότι λόγω της μη εξόφλησης των προαναφερόμενων τιμολογίων σε συνέχεια της από 30.3.2015 αίτησης ασφαλιστικών µέτρων που άσκησε αυτή (η εφεσίβλητη) κατά των εναγοµένων, επί της οποίας διέλαβε και αίτηµα έκδοσης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του ως άνω πλοίου από την ευρύτερη περιοχή της Ελευσίνας και της νοµικής και πραγµατικής κατάστασης τούτου, εκδόθηκε η από 30.3.2015 Προσωρινή Διαταγή του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάµει της οποίας έγινε δεκτό το ως άνω αίτηµα, βέβαια με δυνατότητα ανάκλησης της προσωρινής διαταγής αυτοδικαίως, µε την κατάθεση από τις φερόμενες οφειλέτριες στο Γραµµατέα του ως άνω Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής αξιοχρέου στην Ελλάδα Τράπεζας υπέρ της εκεί αιτούσας εφεσίβλητης. Ότι, μετά την επιβολή της απαγόρευσης απόπλου και µεταβολής της νοµικής και πραγµατικής κατάστασης του ως άνω πλοίου, το Λιµεναρχείο Ελευσίνας, δια του από 31.3.2015 εγγράφου του, την υποχρέωσε να τοποθετήσει άµεσα φύλακες επί του πλοίου, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο Π.Δ. 280/2000. Ότι, στη συνέχεια, εκδόθηκε επί της ως άνω αιτήσεως η με αριθμό 54/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου, µέχρι του ποσού των 18.000 Ευρώ, ενώ παρείχετο στις εδώ εκκαλούσες η ευχέρεια να αντικαταστήσουν ή µαταιώσουν την ως άνω συντηρητική κατάσχεση, αν αυτή επιβάλετο, µε εγγυοδοσία ύψους 18.000 Ευρώ. Ότι αυτή επέδωσε την προαναφερόμενη απόφαση µε επιταγή προς πληρωµή τη επιδικασθείσας µε την απόφαση δικαστικής δαπάνης, ποσού 300 Ευρώ, ποσού 250 Ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής και ποσού 98,40 Ευρώ για δικαιώµατα δικαστικού επιµελητή, σε συνέχεια, δε, της επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης επί του ως άνω πλοίου, το Λιµεναρχείο Ελευσίνας, µε το από 29.4.2015 έγγραφό του, την υποχρέωσε να τοποθετήσει άµεσα φύλακες στο πλοίο, δυνάµει του Π.Δ. 280/2000. Ότι, έτσι αυτή (η εφεσίβλητη) συµµορφούµενη µε το Π.Δ. 280/2000, προέβη σε συµφωνία µε την εταιρεία «…….», δυνάµει της οποίας η προαναφερόμενη ΕΠΕ ανέλαβε για τη φύλαξη του κατασχεμένου πλοίου, αντί αµοιβής ύψους 8.500 Ευρώ µηνιαίως (µη συµπεριλαµβανοµένου του ΦΠΑ 23%), εκδόθηκαν δε, προς τούτο, τα αναφερόµενα στην αγωγή τιµολόγια παροχής υπηρεσιών της ως άνω εταιρείας, συνολικού ύψους 23.348,56 Ευρώ, τα οποία αφορούσαν στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης του ως άνω πλοίου κατά το χρονικό διάστηµα από 3.4.2015 έως 9.6.2015, τα οποία η εφεσίβλητη εξόφλησε, ενώ εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή παραστατικά (τιµολόγια). Ότι, εξάλλου, επειδή η πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια δεν της εξόφλησαν τα ποσά που είχε καταβάλει και που αφορούσαν τη φύλαξη του κατασχεμένου πλοίου κατέθεσε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την από 7.5.2015 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωµής για µέρος της αρχικής της απαίτησης κατά των ήδη εκκαλουσών (απορρέουσας από τα αναφερόµενα στην αγωγή τιµολόγια, µε ηµεροµηνία εξόφλησης 9.2.2015), συνολικού ύψους (µετά από µερική καταβολή της διαχειρίστριας έναντι της αρχικής οφειλής) 8.365,93 Ευρώ, σε συνέχεια της οποίας εκδόθηκε η µε αριθµό …../2015 Διαταγή Πληρωµής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αντίγραφο εξ απογράφου της οποίας µε επιταγή προς πληρωµή συνολικού ποσού 9.055,89 Ευρώ αυτή κοινοποίησε σε αμφότερες τις εκκαλούσες, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο µέσο. Ότι, οι εκκαλούσες της επέδωσαν την από 29.5.2015 εξώδικο προσφορά – δήλωση – πρόσκληση, δια της οποίας της προσέφεραν το ποσό των 9.727,97 Ευρώ, εκ των οποίων ποσό 652,16 Ευρώ αφορούσε στην παρά πόδας της με αριθμό 54/2015 απόφασης επιταγή προς πληρωµή και ποσό 9.075,81 Ευρώ αφορούσε στο ποσό της επιταγής προς πληρωµή παρά πόδας της με αριθμό …../2015 Διαταγής Πληρωµής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και στη συνέχεια προέβησαν στη δημόσια κατάθεση των παραπάνω ποσών με τον όρο όπως αναγραφόταν στο εξώδικο αυτή να συναινέσει ανεπιφύλακτα στην εν γένει ελεύθερη µεταβολή της νοµικής και πραγµατικής κατάστασης του εν λόγω πλοίου και την εν γένει ελευθεροπλοϊα αυτού, όρο που φυσικά αυτή δεν μπορούσε να αποδεχτεί καθόσον οι δαπάνες φύλαξης που είχε καταβάλει για τη φύλαξη του κατασχεμένου πλοίου µέχρι την 9.6.2015 ανέρχονταν στο ποσό των 23.348,56 Ευρώ. Ότι ακολούθως οι ήδη εκκαλούσες αιτήθηκαν με την από 29.5.2015 αίτηση του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, τη μεθόρμιση του πλοίου από τη θέση «εγκαταστάσεις λιµένα Ελευσίνας» στο αγκυροβόλιο του Κόλπου Ελευσίνας και αυτό επετράπη δια προσωρινής διαταγής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, ενώ στη συνέχεια, ενεκρίθη από το Κεντρικό Λιµεναρχείο Ελευσίνας, παρανόµως (µη ανακληθείσας της µε αριθµό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά), ο παροπλισµός του πλοίου (τροποποιηθείσας έτσι, της πραγµατικής κατάστασης του πλοίου), αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους με την από 9.6.2015 επιστολή του την πληροφόρησε ότι δε συναινούν οι εντολείς του ήδη εκκαλούσες στη διάθεση του από αυτές φύλακα παροπλισµού, για την εκτέλεση και των καθηκόντων του εµπίπτοντος στη σφαίρα ευθύνης της εφεσίβλητης φύλακα του π.δ. 280/2000. Ότι αυτή ακολούθως αιτήθηκε στη συνέχεια με την από 11.6.2015 εξώδικο δήλωσή της στο Κεντρικό Λιµεναρχείο Ελευσίνας να απαλλαγεί από την υποχρέωση φύλαξης του πλοίου, για το λόγο ότι δεν υφίστατο πλέον υποχρέωση φύλαξης του πλοίου, λόγω της κατάλυσης της ισχύος της µε αριθµό 54/2015 δικαστικής απόφασης, σε συνέχεια της οποίας αυτή ε’ιχε τοποθετήσει φύλακες στο πλοίο, κατά τους ορισµούς του π.δ.280/2000. Ότι, µολαταύτα, το Κεντρικό Λιµεναρχείο Ελευσίνας εκώφευσε και δεν την απήλλαξε της υποχρέωσής της φύλαξης του πλοίου δυνάµει του Π.δ. 280/2000, συνέχισε, δε, αυτή να υφίσταται τη σχετική δαπάνη, δεδομένου ότι οι ήδη εκκαλούσες δεν κατέβαλαν εγγύηση για άρση του ασφαλιστικού µέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης του εν λόγω πλοίου.  Με βάση το παραπάνω ιστορικό και επικαλούµενη ότι οι ήδη εκκαλούσες είναι αφερέγγυες και µειωµένης περιουσιακής κατάστασης και  ότι οι δαπάνες πληρωµής των φυλάκων είναι παρεπόµενα έξοδα της υπ’ αριθµ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και έξοδα της εκτελεστικής διαδικασίας, που γίνονται προς διατήρηση του κατασχεθέντος πλοίου, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, η οποία βαρύνει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλεται από εκείνον που την επισπεύδει, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενες ήδη εκκαλούσες, ευθυνόµενες εις ολόκληρον, και με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 292.740 Ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής µέχρι την εξόφληση, το οποίο αντιστοιχεί στις δαπάνες φύλαξης τις οποίες θα έχει αναµφισβήτητα υποστεί η ενάγουσα από την έναρξη της υποχρέωσής της για φύλαξη του πλοίου (3.4.2015), µέχρι την τελεσιδικία της απόφασης (28 µήνες συνολικά, αρχής γενοµένης από την 3.4.2015) ανερχόµενες συνολικά σε ποσό [(8.500 Ευρώ Χ 23% =) 10.455 Ευρώ / µηνιαίως Χ 28 µήνες =] . 2.740 Ευρώ, από τα οποία αυτή είχε ήδη, κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, καταβάλει, ως δαπάνη φύλαξης χρονικού διαστήµατος από 3.4.2015 έως 9.6.2015, το ποσό των 23.348,56 Ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια την έκανε δεκτή εν μέρει κατ’ουσίαν και υποχρέωσε τις ήδη εκκαλούσες να καταβάλουν στην ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 187.831,97 ευρώ εντόκως αφότου κοινοποιήθηκε η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ήδη εκκαλούσες, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή τους και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

Στα δικαστικά έξοδα που αποδίδονται στον διάδικο που νίκησε περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 § 1 ΚΠολΔ: α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των δικογράφων και τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, β) το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη. Αντιθέτως, δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν: α) από απείθεια, απροσεξία ή σφάλμα του ίδιου του διαδίκου και β) από υπερβολική πρόνοια του. Ειδικότερη μορφή δικαστικών εξόδων αποτελούν τα έξοδα εκτέλεσης, τα οποία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, υποχρεούται έναντι του επισπεύδοντος δανειστή να τα καταβάλλει ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτελέσεως που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στα έξοδα εκτελέσεως τα οποία προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα που τα προκατέβαλε περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν από τον επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον (όλων) των δανειστών οι οποίοι αναγγέλθηκαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού και ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, τον πλειστηριασμό και την κατάταξη των δανειστών, όχι όμως και τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος, είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος (ΑΠ 520/1991 ΕλΔ 33. 82, ΕΑ 6854/1999 ΕλΔ 41 160, ΕΑ 4896/1999 ΕλΔ 41. 490). Η εκκαθάριση και προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως αποτελεί διανομή πλειστηριάσματος, όπως και η κατάταξη των δανειστών και συνεπώς προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ (ΑΠ 60/2011, ΑΠ 1774/2007 νόμος). Εξάλλου, η προαφαίρεση των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως από το πλειστηρίασμα μπορεί να γίνει μόνο αν η διαδικασία φθάσει στο τέρμα της. Μολονότι ο οφειλέτης βαρύνεται με αυτά, συμφωνία με την αρχή του άρθρου 932, λόγος για προαφαίρεση δεν μπορεί να γίνει, αν από οποιαδήποτε αιτία ματαιώθηκε ο πλειστηριασμός (βλ. Π. Γέσιου Φαλτσή, Αναγκ. Εκτελ. Τ. ΙΙ παρ. 63 σελ. 284). Με την ανατροπή κατ` άρθρο 1019 ΚΠολΔ της κατασχέσεως καταργείται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να θιγεί το κύρος των προγενέστερων πράξεων. Εφόσον δεν επακολούθησε πλειστηριασμός, τα όργανα της εκτελέσεως έχουν υπεύθυνο τον επισπεύδοντα ως υπόχρεο για την καταβολή των γενομένων εξόδων εκτελέσεως (άρθρο 932) και ευθυνόμενο από τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Εναντίον του καθ` ου η εκτέλεση δεν νομιμοποιούνται για την αναζήτηση των εξόδων αυτών, αφού σε καμιά έννομη σχέση μετά τούτου ευρίσκονται. Η γενομένη ανατροπή της κατασχέσεως δεν θίγει το δικαίωμα των οργάνων της εκτελέσεως να αναζητήσουν τα προγενέστερα από αυτήν έξοδα παρά του επισπεύδοντος, αφού οι πράξεις εκτελέσεως πριν από την ανατροπή δεν πάσχουν από κάποιο ελάττωμα. Η τελική, όμως, επιβάρυνση των εξόδων αυτών θα επιπέσει στον καθ` ου η εκτέλεση, κατ` άρθρο 932 ΚΠολΔ, από τον οποίο, μετά την ανατροπή, θα αναζητήσει ο επισπεύδων τα καταβληθέντα έξοδα με τακτική αγωγή (βλ. ΕφΑθ 2292/2003 δημ. Νομος, Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλ. παρ. 664 και 147, ΕΑ 5059/1987 ΑρχΝ 1988 σελ. 42). Η περίπτωση δε των εξόδων εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων 173 επ. ΚΠολΔ, που προϋποθέτουν εκκρεμή δίκη και επομένως η επιδίκαση τους δεν αποκλείεται να επιδιωχθεί με αγωγή του δικαιούχου έναντι του υπόχρεου (ΑΠ 1495/2009 δημ. νόμος). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι επιτρεπτή η άσκηση αυτοτελούς αγωγής για την επιδίκαση των συναφών με την εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή εξόδων, όπως είναι η δαπάνη πρόσληψης φύλακα συντηρητικώς κατασχεμένου πλοίου του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους, με την οποία βαρύνεται ο δανειστής προς εξασφάλιση της απαίτησης του οποίου κατασχέθηκε συντηρητικώς το πλοίο, δεδομένου ότι έχει κριθεί ότι προκειμένου περί κινητού πράγματος τα έξοδα φύλαξης, συνιστούν έξοδα εκτέλεσης (ΕφΑθ 1852/2010 δημ. νόμος). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ. 280/2000 “1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ`όλο το 24ωρο….5. Εάν δεν προσφέρονται απογεγραμμένοι ναυτικοί, σύμφωνα με σημείωμα του ΓΕΝΕ, επιτρέπεται η πρόσληψη ως φυλάκων συνταξιούχων λόγω γήρατος ναυτικών ηλικίας μέχρι 65 ετών. Κατ` εξαίρεση, σε περίπτωση μη προσφοράς ούτε εν ενεργεία ούτε συνταξιούχων ναυτικών, επιτρέπεται η πρόσληψη άλλων καταλλήλων κατά την κρίση των Λιμενικών Αρχών προσώπων, τα οποία μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 2, έστω και εάν δεν κατέχουν πιστοποιητικό της Σχολής Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων”. Κατά το άρθρο 6 του άνω π.δ. 280/2000 “Οι παραβάτες του παρόντος, του οποίου η εκτέλεση ανατίθεται στα Λιμενικά Όργανα, ανεξάρτητα από τις συντρέχουσες αστικές και ποινικές ευθύνες κατά την ισχύουσα νομοθεσία, υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 11 του ν. 2743/99 (Α` 211), στις κυρώσεις του άρθρου 157 του ν.δ. 187/73 (Α`261), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 381/95 (Α` 214).

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως έξοδα εκτέλεσης κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΚΠολΔ τα έξοδα φύλαξης του πλοίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πδ 280/2000 δεχόμενο ότι η συντηρητική κατάσχεση που επιβλήθηκε με την κοινοποιηθείσα σε αυτές στις 30.4.2015 με αριθμό 54/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά ετράπη αυτοδικαίως σε αναγκαστική μετά την έκδοση της μη αριθμό …./2015 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά επειδή κοινοποιήθηκε το αντίγραφο εξ απογράφου με επιταγή προς πληρωμή στις 18.5.2015 και δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο μολονότι η εκτέλεση δεν ολοκληρώθηκε με πλειστηριασμό, αφού αυτές είχαν εξοφλήσει με δημόσια κατάθεση το αναφερόμενο στην από 18.5.2015 επιταγή προς πληρωμή ποσό με συνέπεια την αποδυνάμωση της με αριθμό 54/2015 απόφασης που διέτασσε συντηρητική κατάσχεση, ότι η απαίτηση της εφεσίβλητης ενάγουσας που υπερέβαινε το αναγραφόμενο στην επιταγή ποσό και ανερχόταν σε 23.348,56 ευρώ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα από την εφεσίβλητη θα έπρεπε να είχε διασφαλιστεί με άλλη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ή με αγωγή αφού όταν πρόκειται για πλοίο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 214 του ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 1011 του ΚΠολΔ και δεν εμποδίζεται η δεύτερη κλπ κατάσχεση. Ότι η εφεσίβλητη δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης στη συνέχεια για την επίσπευση του πλειστηριασμού του πλοίου η δε σχετική εκτελεστική διαδικασία εγκαταλείφθηκε εξ υπαρχής αφού παρέμεινε αδρανής μέχρι και την πώληση του πλοίου προς την ………. την 26.9.2016 και άρα ότι έπρεπε να κριθεί ότι η εφεσίβλητη είχε εκπέσει του δικαιώματος της να αναζητήσει τα έξοδα εκτέλεσης και ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να είχε κριθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη είχε καταβάλει φύλακτρα μέχρι την 29.5.2015 ύψους 23.248,56 ευρώ σύμφωνα με δικαστική της ομολογία και να μην επιδικαστεί το αιτηθέν με την αγωγή ποσό των 187.831,97 ευρώ. Πέραν του ότι μετά το ν. 4335/2015 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και όταν πρόκειται για κινητά και ακίνητα και όχι μόνο για πλοία (βλ. Ε. Ρίζου Ερμηνευτικά ζητήματα από την εισαγωγή του συστήματος πολλαπλών κατασχέσεων στον ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015 ΝοΒ 2017, 1752), ο λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κρίθηκε η ύπαρξη ή μη της απαίτησης της εφεσίβλητης, δηλαδή αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του πδ. 280/2000 που προϋποθέτει επισπεύδοντα δανειστή και συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση και όχι το αν η απαίτηση αυτή ήταν στο σύνολο της εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, διότι δεν περιλαμβανόταν όλο το ποσό των φυλάκτρων στην με αριθμό …../2015 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ή αν ήταν εξοπλισμένη με το προνόμιο του της πρώτης τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ που αφορά τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», που έγιναν από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα. Σε κάθε περίπτωση το αν τα παραπάνω φύλακτρα είναι έξοδα εκτέλεσης θα κριθεί ενδεχομένως αν διενεργηθεί πλειστηριασμός του κατασχεμένου πλοίου (κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτό το στάδιο με βάση τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, το οποίο υπό προϋποθέσεις εισάγει ευθύνη και του νέου ιδιοκτήτη ομάδας περιουσίας) και ασκηθεί ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης των δανειστών δεδομένου ότι μετά το ν. 4335/2015 ορίζεται ρητά ότι τα έξοδα εκτελέσεως που προκαταβάλλει πάντα ο δανειστής κατ’άρθρο 932 του ΚΠολΔ και στη συνέχεια προαφαιρούνται από το πλειστηρίασμα (άρθρο 975 του ΚΠολΔ) επιβαρύνουν άπαξ τον οφειλέτη και αποδίδονται μόνον σε όποιο δανειστή διενήργησε τελικά τον πλειστηριασμό (Χ. Απαλαγάκη Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015 ΝοΒ 2017, 58). Ομοίως για τον ίδιο λόγο απορριπτέο είναι το πρώτο σκέλος του συναφούς δευτέρου λόγου εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθώς διατείνονται ότι κακώς υπήχθησαν στα έξοδα εκτέλεσης τα ανωτέρω φύλακτρα δυνάμει του πδ 280/2000 στα οποία έξοδα εκτέλεσης μπορούν να περιληφθούν μόνο τα έξοδα για την αμοιβή του οριζόμενου από τον πλοιοκτήτη φύλακα μετά την επιβολή αναγκαστικής και μόνο κατάσχεσης που γίνονται προς το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών.

Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα  έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δίκαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και  για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005, 373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004, 931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ` αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο» εκδ. 2005 παρ. 28 σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ` επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002,114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992, 291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔ 1992, 308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988, 300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985, 502, ΕφΠειρ 5/2012 Πειρ Νομ 2012, 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011, 39, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009, 13).

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της κρινόμενης εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι με εσφαλμένη ερμηνεία νόμου κρίθηκε ότι τα ανωτέρω έξοδα φύλαξης τις βαρύνουν αμφότερες, δεδομένου ότι η πρώτη είναι η πλοιοκτήτρια, ενώ η δεύτερη η διαχειρίστρια του υπό σηµαία Μονροβίας Λιβερίας πλοίου (bulk carrier) «FM», Δ.Δ.Σ. ………, Κ.Ο.X. 14397, ΙΜΟ …….., DWT 23994 καθόσον η δεύτερη εξ αυτών δεν συνδέεται με εμπράγματο δικαίωμα με το πλοίο. Ο λόγος αυτός επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα άρνηση της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης ως προς τη δεύτερη εναγομένη ήδη εκκαλούσα και συνεπώς προτείνεται παραδεκτώς μόνο από τη δεύτερη εκκαλούσα εις ολόκληρον οφειλέτρια (άρθρο 926 ΑΚ) με βάση το διατακτικό της εκκαλουμένης. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδεικνύεται πρωτίστως ότι σε βάρος αμφοτέρων των εκκαλουσών υφίσταται εκτελεστός τίτλος δηλαδή η με αριθμό ……/2015 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή και η οποία διέταξε τις εκκαλούσες να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό φυλάκτρων εις ολόκληρον. Η διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε δύο φορές και συνεπώς έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατά τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 666 του ΚΠολΔ. Η δε κατασχετήρια έκθεση κοινοποιήθηκε και στη δεύτερη εκκαλούσα διαχειρίστρια που έχει πλέον την ιδιότητα της καθής η εκτέλεση αφού σε βάρος της υφίσταται εκτελεστός τίτλος ενώ όπως προκύπτει από το άρθρο 993 παρ. 1 εδ. Β του ΚΠολΔ οι ιδιότητες του οφειλέτη καθού η εκτέλεση και κυρίου ή κατόχου άλλου εμπράγματου δικαιώματος δεν ταυτίζονται (βλ. Φραγκίστα – Φαλτσή Αναγκαστική εκτέλεση γενικό μέρος 1986, 24επ). Σε κάθε περίπτωση όμως και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη επί του πρώτου λόγου εφέσεως ο οφειλέτης βαρύνεται με τα έξοδα εκτελέσεως συμφωνία με την αρχή του άρθρου 932, αλλά λόγος για προαφαίρεση δεν μπορεί να γίνει, αν από οποιαδήποτε αιτία ματαιώθηκε ο πλειστηριασμός. Αν ανατραπεί η κατάσχεση καταργείται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να θιγεί το κύρος των προγενέστερων πράξεων και εφόσον δεν επακολούθησε πλειστηριασμός, τα όργανα της εκτελέσεως έχουν υπεύθυνο τον επισπεύδοντα ως υπόχρεο για την καταβολή των γενομένων εξόδων εκτελέσεως και ευθυνόμενο από τη μεταξύ τους σχέση εντολής και δεν νομιμοποιούνται εναντίον του καθ` ου η εκτέλεση για την αναζήτηση των εξόδων αυτών, αφού σε καμιά έννομη σχέση μετά τούτου ευρίσκονται. Επομένως η δεύτερη εναγομένη ήδη εκκαλούσα δεν νομιμοποιείτο παθητικά ως εναγομένη στην άσκηση της αγωγής προς αναζήτηση των φυλάκτρων ως εξόδων εκτελεστικής διαδικασίας από μόνο το γεγονός ότι υφίστατο σε βάρος της εκτελεστός τίτλος, καθώς ως διαχειρίστρια ουδεμία ευθύνη είχε για τις υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας που εκπροσωπούσε και σε κάθε περίπτωση αφού ήρθη η κατάσχεση που είχε επιβληθεί δυνάμει του και σε βάρος της εκτελεστού τίτλου και ο εξ αυτού του λόγου πλειστηριασμός δεν θα γινόταν. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η δεύτερη εναγομένη ήδη εκκαλούσα νομιμοποιείται παθητικά με βάση τη διάταξη του άρθρου 481 του ΑΚ εσφαλμένα ερμήνευσε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επομένως κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του σχετικού δευτέρου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα εναγομένη διαχειρίστρια απλής ομοδίκου της πρώτης, να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει την από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2015 αγωγή την οποία πρέπει να απορρίψει ως προς αυτή ως νομικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχέρειας των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

Από  τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων μερών που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, τα έγγραφα που προσκομίζονται, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 16-4-2014 έως και 11-11-2014, μεταξύ της εφεσίβλητης ανωνύμου εταιρίας που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τον εφοδιασμό πλοίων και της πρώτης εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου με το όνομα FΜ, μέσω της δεύτερης εκκαλούσας, διαχειρίστριας του πλοίου, που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της, η εφεσίβλητη προμήθευσε την πλοιοκτήτρια με τα εμπορεύματα, που της παρήγγειλε κάθε φορά, αντί του συμφωνηθέντος κάθε φορά τιμήματος. Σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, η εφεσίβλητη παρέδωσε στο πλοίο, που ναυλοχούσε στον λιμένα της Ελευσίνας, τα αναλυτικώς περιγραφόμενα στα με αριθμό ………../2014 τιμολόγια, με το συνολικό τίμημα να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 14.398,40 ευρώ, για την πληρωμή του οποίου εις ολόκληρο υπεύθυνη με την πλοιοκτήτρια ήταν και η διαχειρίστρια δεύτερη εκκαλούσα, σύμφωνα με τον όρο, που κατ’άρθρο 361 του ΑΚ είχε τεθεί στα τιμολόγια και είχαν αποδεχθεί η πλοιοκτήτριά και η διαχειρίστρια, η τελευταία δηλαδή ορίστηκε και αυτοτελώς συμβαλλόμενη και γι’αυτό μεταγενέστερα εκδόθηκε και σε βάρος της όπως ήδη προεκτέθηκε και θα αναφερθεί και παρακάτω εκτελεστός τίτλος Αν και η εφεσίβλητη εκπλήρωσε τις προερχόμενες από τις συμβάσεις υποχρεώσεις της οι εκ του συμφωνητικού ευθυνόμενες πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια δεν της κατέβαλαν το αναγραφόμενο στα τιμολόγια τίμημα και ακολούθως για την εξασφάλιση της απαιτήσεως της, η εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά αμφοτέρων των εκκαλουσών την από 30-3-2015 και με αριθμό …../2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα την συντηρητική κατάσχεση του πλοίου. Παράλληλα, υπέβαλε και αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής απαγορεύσεως απόπλου του πλοίου από την Ελευσίνα, μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως, που προσδιορίσθηκε για τις 3-4-2015. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και με την από 30-3-2015 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, διατάχθηκε η απαγόρευση απόπλου του προαναφερόμενου πλοίου FΜ από τον λιμένα της Ελευσίνας, που ναυλοχούσε και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής του καταστάσεως, έως την συζήτηση της αιτήσεως, κατά την δικάσιμο της 3-4-2015 και υπό τον όρο αυτής. Η εφεσίβλητη κοινοποίησε την προσωρινή διαταγή στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας και ακολούθως ενημερώθηκε ότι πλέον είχε την υποχρέωση να διορίσει, με δαπάνες της, φύλακα, που θα αναλάμβανε την φύλαξη του πλοίου, μέχρι την άρση της απαγορεύσεως απόπλου του πλοίου. Συμμορφούμενη, λοιπόν, σε αυτήν τη νόμιμη υποχρέωση της σύμφωνα με το άρθρο 1 του πδ 280/2000, η εφεσίβλητη απευθύνθηκε στην εταιρεία …………και με την από 3-4-2015 σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η τελευταία εταιρία περιορισμένης ευθύνης ανέλαβε την φύλαξη του πλοίου επί 24ωρου βάσεως, αντί αμοιβής 8.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Η προαναφερόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εφεσίβλητης συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 3-4-2015 και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 54/22-4-2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την συντηρητική κατάσχεση του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου FΜ, μέχρι του χρηματικού ποσού των 18.000 ευρώ, παρέχοντας την ευχέρεια στις εκκαλούσες, να αντικαταστήσουν ή να ματαιώσουν το ως άνω μέτρο με την κατάθεση στην Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα Τραπέζης. Σε εκτέλεση αυτής της αποφάσεως, η εφεσίβλητη προχώρησε στην επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως του πλοίου, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί και η υποχρέωση φυλάξεως του, την οποία εξακολούθησε να αναθέτει στην ……… Τον Απρίλιο του ίδιου έτους οι εκκαλούσες κατέβαλαν έναντι της οφειλής τους στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 8.365,93 ευρώ εναπομείναντος υπολοίπου 8.365,93 ευρώ. Για το λόγο αυτό η εφεσίβλητη αιτήθηκε τη σε βάρος τους έκδοση της με αριθμό …../2015 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς η οποία διέτασσε αμφότερες τις εκκαλούσες να καταβάλλουν το ως άνω χρηματικό ποσό, με τους νόμιμους τόκους και δικαστικά έξοδα 230 ευρώ. Αντίγραφο του πρώτου απογράφου της ως διαταγής πληρωμής, με την από 29-4-2015 κάτωθι αυτής επιταγή προς εκτέλεση, η εφεσίβλητη επέδωσε σε αμφότερες τις εκκαλούσες στις 30-4-2015, ενώ στις 18-5-2015 τους επέδωσε για δεύτερη φορά την διαταγή πληρωμής, με την από 15-5-2015 επιταγή προς πληρωμή. Οι εκκαλούσες δεν άσκησαν κατ’ αυτής ανακοπή αλλά με το από 29-5-2015 εξώδικο έγγραφο, που επέδωσαν στην εφεσίβλητη της πρότειναν την καταβολή του χρηματικού ποσού των 9.727,97 ευρώ για την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων της, υπό την προϋπόθεση να συναινέσει στην άρση της απαγορεύσεως απόπλου του πλοίου της δεύτερης και στην ανάκληση της με αριθμό 54/2015 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων. Η εφεσίβλητη απέρριψε την πρόταση των εκκαλουσών διότι πέραν του τιμήματος των πωλήσεων, είχε υποβληθεί και στην δαπάνη για την πρόσληψη φύλακα από τις 3-4-2015, που έως τα τέλη Μαΐου του 2015 είχε ανέλθει στο χρηματικό ποσό των 19.537,6 ευρώ, του οποίου ζητούσε την καταβολή του, ως δαπάνης, που συνδέεται αιτιωδώς με την ζημία της από την υπερημερία των εκκαλουσών και ακολούθως οι τελευταίες προέβησαν σε δημόσια κατάθεση του χρηματικού ποσού, που της είχαν προτείνει (βλ.σχετ. τα υπ’ αριθμ. … και …. γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων). Παράλληλα στις 5-6-2015 αιτήθηκαν και έλαβαν άδεια μεθόρμισης με σκοπό τον παροπλισμό του πλοίου από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας. Στις 29-5-2015 οι εκκαλούσες κατέθεσαν την με αριθμό …./2015 αίτηση ανακλήσεως της υπ’ αριθμ. 54/2015 αποφάσεως, με αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής για την εκτέλεση μίας μεθορμίσεως του πλοίου από τις εγκαταστάσεις του λιμένα Ελευσίνας στο αγκυροβόλιο του Κόλπου της Ελευσίνας, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ανακλήσεως. Η εφεσίβλητη παρέστη στην συζήτηση της προσωρινής διαταγής, συνήνεσε στην χορήγηση της και έτσι εκδόθηκε προσωρινή διαταγή, που επέτρεπε την μεθόρμιση του πλοίου στο αγκυροβόλιο του Κόλπου της Ελευσίνας. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η μεθόρμιση του συντηρητικώς κατασχεμένου πλοίου που επιβάλλεται είτε για να διενεργηθούν επισκευές είτε για άλλο λόγο (όταν το πλοίο κινδυνεύει να υποστεί φθορές από θαλασσοταραχή ή άλλα πλοία) δεν εμπίπτει την απαγόρευση απόπλου που έχει επιβληθεί με προσωρινή διαταγή και ούτε φυσικά στην απαγόρευση εκτέλεση πλου. Και τούτο διότι οι διατάξεις περί παρεμποδίσεως του απόπλου του κατασχεθέντος πλοίου έχουν νομοθετηθεί για χάρη του συμφέροντος των πιστωτών του πλοίου και δεν είναι δημόσιας τάξεως αφού ο κατάσχων δύναται να παραιτηθεί της κωλυσιπλοΐας και να διατηρηθεί μόνο η κατάσχεση (βλ. Τζίφρα Ασφαλιστικά μέτρα 4η έκδοση 1985, σελ. 185). Η εφεσίβλητη με το από 9.6.2015 εξώδικο της προς το κεντρικό λιμεναρχείο Πειραιά που κοινοποίησε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλουσών διαμαρτυρήθηκε για τη μεθόρμιση του πλοίου και αιτήθηκε την ανάκληση της παράνομης (κατ’αυτήν) έγκριση παροπλισμού και ότι λόγω της μεθόρμισης δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να καταβάλλει δαπάνες φύλαξης του πλοίου δυνάμει του πδ 280/2000. Το Λιμεναρχείο Ελευσίνας με τη με αριθμό ……/10.6.2015 απάντησε ότι δεν έχει αντίρρηση όπως η φύλαξη του παροπλισμένου πλέον πλοίου να πραγματοποιείται από κοινού με τους πλοιοκτήτες- εκπροσώπους του πλοίου και τον επισπεύδοντα δανειστή αφού οι φύλακες ούτως ή άλλως υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την ασφάλεια του πλοίου εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τον κοινό σκοπό για τον οποίο είναι τοποθετημένοι. Επιπλέον ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών στις 9.6.2015 και αμέσως μόλις έλαβε τηλεομοιότυπο μήνυμα περί ανακλήσεως του διορισμένου από την δανείστρια φύλακα από 10.6.2015 δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι εντολείς του δεν συναινούν στη διάθεση του φύλακα παροπλισμού για την εκτέλεση και των καθηκόντων του εμπίπτοντος στη σφαίρα ευθύνης φύλακα του πδ 280/2000 καθόσον διατηρούνταν ακόμη τα αποτελέσματα της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ακολούθως και κατ’ εφαρμογή του υπ’ αριθμ. 43 Ειδικού Κανονισμού Λιμένος Ελευσίνας (ΦΕΚ 449Β ‘/16-6- 2014), που θέσπιζε την υποχρέωση της πλοιοκτήτριας περί διορισμού φύλακα, το πλοίο, παροπλισμένο πλέον, φυλασσόταν και από την πλοιοκτήτρια του (κόστος 4.500 ευρώ μηνιαίως) και από την αιτούσα (κόστος 8.500 ευρώ μηνιαίως), για μία απαίτηση, η οποία μετά τις δημόσιες καταθέσεις είχε περιορισθεί στην δαπάνη φυλάξεως, που έως την ημέρα του παροπλισμού, είχε ανέλθει στο χρηματικό ποσό των 20.212,10 ευρώ. Με τη με αριθμό 169/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά η αίτηση ανακλήσεως απορρίφθηκε και το πλοίο παρέμεινε υπό συντηρητική κατάσχεση που είχε οριστεί από τη με αριθμό 54/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά έως και τις 26-9-2016 οπότε οι εκκαλούσες κατέθεσαν την …../26-9-2016 εγγυητική επιστολή της τράπεζας … και ήραν τις συνέπειες της συντηρητικής κατάσχεσης δυνάμει της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς αφού το ασφαλιστικό μέτρο αντικαταστάθηκε πλέον με εγγυοδοσία. Ακολούθως, το εν λόγω πλοίο πωλήθηκε και µεταβιβάστηκε στην εταιρεία µε την επωνυµία «…….», την 28.9.2016, σύμφωνα με το προσκοµιζόµενο πιστοποιητικό διαγραφής από το νηολόγιο της Λιβερίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη προκατέβαλε έξοδα φυλάκων, ύψους 187.831,97 Ευρώ και συνεπώς νομιμοποιείται να τα αναζητήσει ως έξοδα εκτελεστικής διαδικασίας από την πλοιοκτήτρια πρώτη εκκαλούσα κατ’άρθρο 932 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα σε εκτέλεση της προαναφερθείσας, από 3.4.2015, συµφωνίας της εφεσίβλητης µε την ως άνω εταιρεία φύλαξης, «………» (η οποία, την 24.12.2015 ετράπη σε Ετερόρρυθµη Εταιρεία και µετονοµάσθηκε σε «……….»), η τελευταία εγκατέστησε φύλακες επί του ως άνω πλοίου, από την 3.4.2015 µέχρι την 26.9.2016, οπότε κατατέθηκε η εγγυητική επιστολή εκδόθηκαν, δε προς τούτο, τα κάτωθι τιµολόγια παροχής υπηρεσιών, ήτοι : 1) Το με αριθμό …./28.4.2015 τιµολόγιο, ποσού 9.757,60 Ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα 3.4.2015 έως 30.4.2015. 2) Το με αριθμό …./29.5.2015 τιµολόγιο ποσού 9.780 Ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα 1.5.2015 έως 29.5.2015.3) Το με αριθμό …./31.5.2015 τιµολόγιο ποσού 674,50 Ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε υπηρεσίες φύλαξης του εν λόγω πλοίου από 30.5.2015 έως 31.5.2015. 4) Το με αριθμό …./9.6.2015 τιµολόγιο ποσού 3.136,46 Ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου από 1.6.2015 έως 9.6.2015. Η εφεσίβλητη προκατέβαλε στην ως άνω εταιρεία φύλαξης την αµοιβή της που απορρέει από τις ανωτέρω περιγραφόµενες υπηρεσίες, όπως αποδεικνύεται από τις µε αριθµούς …./4.5.2015, …/29.5.2015, …/5.6.2015 και …/8.6.2015 αποδείξεις είσπραξης, εκδοθείσες από την ως άνω εταιρεία (ορ. συνηµµένες στην ένδικη αγωγή αποδείξεις είσπραξης, καθώς και προσκοµιζόµενες και επικαλούµενες από την εφεσίβλητη, αποδείξεις µεταφοράς των ως άνω ποσών µε κωδικούς καταχώρησης εντολής πληρωµής προς την ως άνω εταιρεία, υπ’ αριθµ. ……., της Τράπεζας Πειραιώς). Εξάλλου, µετά την άσκηση της αγωγής και µέχρι τη συζήτηση αυτής, η εν λόγω εταιρεία φύλαξης εξακολούθησε να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης στο ως άνω πλοίο, για λογαριασµό της εφεσίβλητης, δυνάµει της προαναφερόµενης, από 3.4.2015, σύµβασης έργου, εκδόθηκαν, δε, προς τούτο, από την ως άνω εταιρεία φύλαξης, τα κάτωθι τιµολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία εξοφλήθηκαν ως ακολούθως, ήτοι: 1) Το με αριθμό …./30.6.2015 τιµολόγιο ποσού 7.318,41 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 10.6.2015 έως 30.6.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την με αριθμό ……./7.7.2015 απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 2) Το με αριθμό ……/31.7.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.7.2015 έως 31.7.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ………/3.8.2015 απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς).  3) Το με αριθμό …../20.8.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.8.2015 έως 31.8.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……./21.8.2015 απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 4) Το με αριθμό …./22.9.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.9.2015 έως 30.9.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την ενάγουσα τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……../30.9.2015 απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 5) Το με αριθμό …./20.10.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.10.2015 έως 31.10.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……../2.11.2015 απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 6) Το με αριθμό ……./20.11.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.11.2015 έως 31.11.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……… απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, µε ηµεροµηνία ενηµέρωσης 7.12.2015). 7) Το υπ’ με αριθμό …../18.12.2015 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.12.2015 έως 31.12.2015 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ …… απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, µε ηµεροµηνία ενηµέρωσης 24.12.2015). 8) Το με αριθμό …../20.1.2016 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.1.2016 έως 31.1.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……. απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, µε ηµεροµηνία ενηµέρωσης 29.1.2016). 9) Το με αριθμό ……/8.2.2016 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.2.2016 έως 29.2.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα  και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ ……. απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, µε ηµεροµηνία  ενηµέρωσης 2.3.2016). 10) Το με αριθμό …../1.3.2016 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.3.2016 έως 31.3.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, µέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα από την εφεσίβλητη τιµολόγιο, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. ΙΒ …….. απόδειξη µεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, µε ηµεροµηνία συναλλαγής 6.4.2016 και ηµεροµηνία ενηµέρωσης 12.4.2016). 11) Το με αριθμό …../1.4.2016 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.4.2016 έως 30.4.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, δυνάµει εκδόσεως µε ηµεροµηνία 4.5.2016, της υπ’ αριθµ. ….. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας . ….., εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης, (βλ την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη τραπεζική επιταγή, σε συνδυασµό µε την υπ’ αριθµ. …/4.5.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, µε αριθµό ……/29.4.2016 απόδειξη πληρωµής). 12) Το με αριθμό …../1.5.2016 τιµολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.5.2016 έως 31.5.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, δυνάµει εκδόσεως της υπ’ αριθµ. .-…. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ….., µε  ηµεροµηνία 1.6.2016 (βλ την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθµ. …../1.6.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, µε αριθµό ……/1.6.2016 απόδειξη πληρωµής). 13) Το με αριθμό …../1.6.2016 τιµολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.6.2016 έως 30.6.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη, δυνάµει εκδόσεως της με αριθμό .-…. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ……, µε ηµεροµηνία 6.7.2016 (βλ. την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη, με αριθμό …/6.7.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, µε αριθµό …./5.7.2016 απόδειξη πληρωµής). 14) Το με αριθμό …../1.7.2016 τιµολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.7.2016 έως 31.7.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη δυνάµει εκδόσεως της µε αριθµό .-…. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας . …., µε ηµεροµηνία 3.8.2016, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης (βλ. την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη τραπεζική επιταγή, σε συνδυασµό µε την με αριθμό …./1.8.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, µε αριθµό ……../29.7.2016 απόδειξη πληρωµής). 15) Το με αριθμό …./1.8.2016 τιµολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης από 1.8.2016 έως 31.8.2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη δυνάµει εκδόσεως της µε αριθµό ….. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ….., µε ηµεροµηνία 7.9.2016, σε διαταγή της ως άνω εταιρείας φύλαξης (βλ την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη από 1.9.2016 απόδειξη είσπραξης, καθώς και τη με αριθμό ……../1.9.2016 απόδειξη πληρωµής). 16) Το με αριθμό …./1.9.2016 τιµολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστηµα φύλαξης µηνός Σεπτεµβρίου 2016 και εξοφλήθη από την εφεσίβλητη δυνάµει εκδόσεως της µε αριθµό ….. τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ….., µε ηµεροµηνία 5.10.2016, σε διαταγή της ως άνω εταιρείας φύλαξης (βλ. την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από την εφεσίβλητη, από 2.10.2016 απόδειξη είσπραξης, καθώς και την με αριθμό …../3.10.2016 απόδειξη πληρωµής. Να σημειωθεί ότι με τις προαναφερόμενες επιταγές προσκομίζονται και οι βεβαιώσεις περί είσπραξης του εκάστοτε σχετικού ποσού από την προαναφερόμενη εταιρία φύλαξης, και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η πρώτη εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η απαίτηση της εφεσίβλητη πρέπει να περιοριστεί στις 63.070 ευρώ είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός τέταρτος λόγος εφέσεως καθώς και τα σκέλη του πρώτου και δευτέρου λόγου εφέσεως που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επιπλέον απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος εφέσεως περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος για το λόγο ότι η πρώτη εκκαλούσα πλοιοκτήτρια είχε προσλάβει φύλακα που παρείχε πανομοιότυπες υπηρεσίες και μάλιστα με κόστος κατά 50% μικρότερο του κόστους που ζητήθηκε με την αγωγή και ότι σε κάθε περίπτωση η δαπάνη που πρέπει να αποδοθεί στην εφεσίβλητη πρέπει να περιοριστεί στο ποσό των 4.500 ευρώ. Και τούτο διότι αν η πλοιοκτήτρια πρώτη εκκαλούσα εναγομένη απέβλεπε στη μείωση των εξόδων εκτέλεσης τότε θα συναινούσε στη χρήση του φύλακα που η ίδια διόρισε και για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονταν από το πδ 280/2000 και συνεπώς η αναζήτηση των εξόδων φύλαξης που πράγματι η δανείστρια εφεσίβλητη προκατέβαλε κατά τα ανωτέρω μέσω αγωγής προκειμένου αυτά να αφαιρεθούν στο τέλος από το εκπλειστηρίασμα ουδόλως συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4194/2013 περί Κώδικος Δικηγόρων ο Καθορισμός αμοιβής με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται ως εξής: i. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ…. Εξάλλου στο άρθρο 68 για την αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση  ορίζεται ότι : «1. Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής.»

Με τον τελευταίο λόγο (6ο) της εφέσεως, κατ’ορθή εκτίμηση αυτού η πρώτη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του επέβαλε εις βάρος τους τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης (που αφορούσε την αγωγή), προσδιορίζοντάς την στο ποσό των 5.726,98 ευρώ, ενώ έπρεπε να περιορίσει αυτήν. Όμως, ο λόγος αυτός της εφέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί τα έξοδα της σχετικής δίκης, προσδιοριζόμενα κατά τις οικείες διατάξεις (άρθρα 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1, και 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013 περί Κώδικος Δικηγόρων), υπερβαίνουν το ως άνω επιδικασθέν ποσό, δηλαδή ανέρχονται στο ποσό των 7.318,50 ευρώ. Συγκεκριμένα, τα σχετικά δικαστικά έξοδα αφορούν την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας για τη σύνταξη της αγωγής (292,740 Χ 1,5%) και για τη σύνταξη των αντίστοιχων προτάσεων (292,740 Χ 1%). Σημειωτέον ότι, αν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του προσδιόρισε εσφαλμένως την εν λόγω δικαστική δαπάνη, δεν πρέπει να εξαφανισθεί ως προς το αντίστοιχο μέρος της η εκκαλούμενη απόφαση, γιατί αυτό θα καθιστούσε χειρότερη τη θέση της πρώτης εκκαλούσας (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. Σ. Σαμουήλ «Η Έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 428 επ.). Σε κάθε περίπτωση η εφεσίβλητη ενάγουσα υπέβαλε πίνακα εξόδων που αναφέρονται στις σελίδες 17 και 18 των ενώπιον του πρωτοβάθμιου προτάσεων τον οποίο έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη απόφαση προσδιορίζοντας τη δικαστική δαπάνη στο αμέσως προαναφερόμενο ποσό. Ακολούθως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως.

Τέλος κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/12.3.2012 το ένδικο μέσο, μεταξύ άλλων και της έφεσης, που έχει ασκηθεί μετά τις 2.4.2012 είναι παραδεκτό, εφόσον επισυνάπτεται στην έκθεση που έχει συντάξει ο γραμματέας κατά την άσκησή της παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο σκοπός της επιβολής του τέλους αυτού ήταν ο περιορισμός του φαινομένου της καταχρηστικής ασκήσεως ενδίκων μέσων, παρά το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν τεκμηριωμένες και είχαν επιλύσει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα. Εάν ο ασκών το ένδικο μέσο νικήσει κατά τη δίκη, που με δική του πρωτοβουλία άνοιξε, τότε το καταβληθέν παράβολο θα του επιστραφεί, διαφορετικά το δικαστήριο θα διατάξει την εισαγωγή τούτου στο Δημόσιο Ταμείο. Ο παραπάνω σκοπός ικανοποιείται σε περίπτωση ομοδικίας και ανεξάρτητα του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παραβόλου από την ομάδα των ομοδίκων. Διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία ενεργητική και παθητική) θα οδηγούσε στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη δικαιοσύνη, ήτοι σε συνέπεια που έρχεται σε αντίθεση με το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αφού με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις, ουσιαστικά αναιρείται ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού (ΑΠ 2248/2014 δημ. Νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της ως προς την πρώτη εκκαλούσα η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1142/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επειδή όμως η έφεση ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα διαχειρίστρια έγινε δεκτή και η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε ως προς αυτή, με δεδομένο ότι έχει καταβληθεί παραδεκτώς σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω ένα παράβολο εφέσεως αυτό θα αποδοθεί στην απλή ομόδικο δεύτερη εκκαλούσα της οποίας το ένδικο μέσο έγινε δεκτό κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ που διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και σε έφεση που έγινε δεκτή κατά ένα μόνο μέρος και συνεπώς θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του με κωδικό …… παραβόλου εφέσεως ύψους 150 ευρώ στη δεύτερη εκκαλούσα εναγομένη. Τέλος επειδή η πρώτη εκκαλούσα ηττήθηκε πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./11.5.2017 έφεση κατά της με αριθμό 1142/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγής αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά την έφεση και κατ’ουσίαν ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα

Διατάσσει την απόδοση του με κωδικό …… παραβόλου εφέσεως ύψους 150 ευρώ στη δεύτερη εκκαλούσα

Εξαφανίζει ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα τη με αριθμό 1142/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Κρατεί και δικάζει ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα την από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 αγωγή

Απορρίπτει αυτή ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα εναγομένη

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Απορρίπτει την έφεση κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη εκκαλούσα

Επιβάλει στην πρώτη εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650)

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η  Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 2 Ιουλίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ