Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 424/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   424/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ. Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87) αντικαταστάθηκαν διατάξεις του τρίτου βιβλίου (ένδικα μέσα και ανακοπές – άρθρα 495 έως 590) του ΚΠολΔ και παρατέθηκαν οι νέες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ, κατά την οποία εάν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Αιτία της ανωτέρω ρύθμισης με την οποία μειώθηκε σε διετή η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση έφεσης από τριετή, που προέβλεπε η ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ πριν την κατά τα άνω τροποποίησή της, είναι ότι κρίθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ότι η αρχική τριετής καταχρηστική προθεσμία υπήρξε υπερβολικά μεγάλη και έπρεπε να περιορισθεί σε διετή για τη ταχεία περάτωση των δικών. Εξ άλλου με το άρθρο 1 άρθρο ένατο του ν. 4335/2015 και υπό τον παράτιτλο «μεταβατικές διατάξεις» ορίσθηκε στην παρ. 2 αυτού ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές και στην παρ. 4 αυτού ότι κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1/1/2016. Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί εφέσεων που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπόμενη γι’ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τέτοια ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι η άσκηση της έφεσης κατ’ απόφασης, που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της έφεσης, θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31/12/2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1/1/2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α΄ αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ. 2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζόμενου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, έχει εφαρμογή επί εφέσεων που ασκούνται μετά την 1/1/2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση έφεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1/1/2016 – 1/1/2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσής της πριν την 1/1/2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ. 2 εδ β του ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζόμενης και επί προθεσμιών (ΑΠ 519/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 520/2017 αδημ.). Η άποψη ότι η πιο πάνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4315/2015 εφαρμόζεται και στις εφέσεις που ασκούνται μετά από την 1/1/2016 και στρέφονται κατά αποφάσεων που δημοσιεύτηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια ακόμα και για τις εφέσεις αυτές η καταχρηστική προθεσμία να είναι διετής και ότι οι πιο πάνω διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ αλλά και του άρθρου 72 παρ. 4 του ν. 3994/2001, που έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό του άρθρου 24 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ, αφορούν προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες πλέον μετά την ισχύ του ν. 43315/2015 δεν τυγχάνουν εφαρμογής (ΑΠ 1176/2017 ΝΟΜΟΣ), παραβλέπει ότι από τη λιτή μεταβατική διάταξη ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα διαχρονικού δικαίου κυρίως στην κατ’ έφεση δίκη, καθώς δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν τη διαδικασία άσκησης και συζήτησης των ενδίκων μέσων από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στην προθεσμία άσκησης αυτών, με αποτέλεσμα η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση των εφέσεων που την 1/1/2016 είχε ήδη αρχίσει να «τρέχει» να μειωθεί αιφνιδίως από τρία σε δυο έτη και να θίγονται αδικαιολόγητα και εκτός του σκοπού της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης δικονομικά δικαιώματα. Με τον τρόπο που ερμηνεύεται η διάταξη αυτή είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (που ως Διεθνής Συνθήκη υπερισχύει του ν. 4335/2015 κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) γιατί αντίκειται στις αρχές της Δίκαιης Δίκης, η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (ΑΠ 908/2006 ΝΟΜΟΣ) και της Χρηστής Διοίκησης, καθώς ο κοινός νομοθέτης ναι μεν μπορεί όχι μόνο να περιορίσει αλλά και να αποκλείσει εντελώς την άσκηση ενδίκων μέσων, ενώ η πρόσβαση στα ένδικα μέσα δεν κατοχυρώνεται ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από το άρθρο 6 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αλλά ούτε και από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα αυτή όμως δεν εκτείνεται και στην αιφνίδια, μείωση προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου, ενώ αυτή «τρέχει», αιφνιδιάζοντας τους διαδίκους, οι οποίοι ούτε γνώριζαν ούτε και όφειλαν να γνωρίζουν ότι η προθεσμία των τριών ετών του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που ίσχυε για δεκαετίες από την εισαγωγή του ΚΠολΔ επρόκειτο να μειωθεί, ενώ είχε ξεκινήσει η διαδρομή της. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου και διάψευση της εύλογης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων λόγω απώλειας προθεσμιών και δικαιωμάτων. Πρέπει να επισημανθεί άλλωστε ότι, όπως στο προοίμιο της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4335/2015 ρητά αναφέρεται, «Με την από 12.7.2015 Απόφαση της Συνόδου των Αρχηγών των κρατών – µελών της Ευρωζώνης που κυρώθηκε µε τον υπ’ αριθµ. 4334/16.7.2015 νόµο (Α΄ 80) «Επείγουσες ρυθμίσεις και σύναψη συμφωνίας µε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)», η Ελληνική Δημοκρατία δεσμεύτηκε, µε τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών, να υιοθετήσει μέχρι την 22 Ιουλίου 2015 Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η Ελληνική Δημοκρατία συνεργαζόταν µε τους Θεσμούς προς εξεύρεση κοινής και αποδεκτής λύσεως και προς τούτο έχει συστήσει Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Όμως λόγω των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων το μοναδικό κείμενο το οποίο έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών είναι το σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» που έχει κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων το Νοέμβριο του 2014». Επομένως η πιο πάνω μεταβατική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο του σχέδιου νόμου αφού είναι πολύ μεταγενέστερη από το χρόνο κατάθεσής του, ούτε στο σχέδιο νόμου προβλέπεται μεταβατική διάταξη, διότι είναι προφανές ότι η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έλαβε υπόψιν της τις διαχρονικά ισχύουσες γενικές αρχές του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, όπως ανωτέρω εκτέθηκαν.

Εν προκειμένω η κρινόμενη από ./…./2017 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 1545/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την έκδοση της [άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2 (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης ότι έπρεπε να ασκηθεί εντός της διετίας από τη δημοσίευσή της), 520 του ΚΠολΔ], δοθέντος ότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 26/3/2014, το δε δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου την 16/3/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκαν και το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. ……/2017 e – παράβολο) ποσού 100 ευρώ, το οποίο πληρώθηκε στην τράπεζα Eurobank Ergasias με αριθμό εκτέλεσης συναλλαγής ……/13.3.2017 και επισυνάπτεται στην από 16/3/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 23 Ιανουαρίου 2017 (άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 17/7/2012 ανακοπή της ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, επέσπευσε σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ……./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ικανοποίηση μέρους της απαίτησής της ποσού 250.000 ευρώ, στα πλαίσια της οποίας με την υπ’ αριθμ. …./2012 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… κατασχέθηκε μεταξύ άλλων και το περιγραφόμενο στην ανακοπή διαμέρισμα, ιδιοκτησίας της, του πρώτου ορόφου οικοδομής που βρίσκεται στον Πειραιά, στην οδό ……, ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../2012 περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης το διαμέρισμα εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό την 4/7/2012, κατά τον οποίο υπερθεμάτισε η καθ’ ης η ανακοπή και απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/4.7.2012 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών …… και ότι ο πλειστηριασμός αυτός είναι άκυρος διότι, σύμφωνα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, κατά το το χρόνο της διενέργειάς του απαγορευόταν ο πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας, η αξία της οποίας δεν ξεπερνά το αφορολόγητο όριο που προβλέπεται για την απόκτηση πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%, το δε ως άνω διαμέρισμα είναι η κύρια κατοικία της, η αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το πιο πάνω ποσό και διότι, σύμφωνα με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, η επίσπευση του πλειστηριασμού από την καθ’ ης η ανακοπή είναι καταχρηστική, διότι η τελευταία αν και γνώριζε ότι το πλειστηριαζόμενο ακίνητο αποτελούσε την κύρια κατοικία της και ότι ο πλειστηριασμός θα ήταν άκυρος προχώρησε στη διενέργειά του και την απόκτηση του διαμερίσματος προκαλώντας της σοβαρή βλάβη. Ζητούσε να ακυρωθεί ο πιο πάνω πλειστηριασμός και η έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του διαμερίσματος της. Επί της ανακοπής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1545/2014 οριστική απόφαση με την οποία δέχθηκε την ανακοπή. Κατά της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεσή της δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ανακοπή.

Ο ν. 3869/2010 («ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), προέβλεψε τη δυνατότητα των φυσικών προσώπων που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, να ρυθμίσουν αυτές ή και να απαλλαγούν ακολουθώντας τη διαδικασία που σχετικώς ορίζεται. Δυνάμει μάλιστα του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου, προς το σκοπό προστασίας της κύριας κατοικίας, προβλέφθηκε ότι μπορεί να εξαιρεθεί από τη διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη, που υπέβαλε αίτηση ρύθμισης των χρεών του, το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία, ενώ κατά το άρθρο 19 παρ. 1 όπως η παρ. 1 είχε αντικατασταθεί από τη φράση «μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011», διαδοχικά με το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α΄ 152/1.7.2011), με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 16/12/2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α΄ 262/16.12.2011) και με το άρθρο 5 της από 18/12/2012 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄ 246/18.12.2012) «Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9. Η διάταξη εφαρμόζεται για κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως αν στερείται πτωχευτικής ικανότητας». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι έως και την 31/12/2013 απαγορευόταν ο πλειστηριασμός ακινήτου που χρησίμευε ως κύρια ή μοναδική κατοικία, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ακόμη και όταν τούτος πλειστηριασμός επισπεύδονταν σε βάρος φυσικού προσώπου που δεν στερούταν πτωχευτικής ικανότητας, δηλ. δεν ενέπιπτε στις ρυθμίσεις του προαναφερόμενου ν. 3869/2010, δηλαδή ανεξάρτητα από το ποσό οφειλής, ιδιότητα οφειλέτη (ακόμα και εμπόρου), ιδιότητα δανειστή (ακόμη και ιδιώτη), αρκεί η αντικειμενική αξία του ακινήτου να μην υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%. Δικαιοπολιτική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 3869/2010 και του ν. 3986/2011 είναι η παροχή προστασίας στον καλόπιστο υπερχρεωμένο οφειλέτη με σκοπό την επανένταξη του στην οικονομική και κοινωνική ζωή (βλ. τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων). Στην περίπτωση που διενεργηθεί πλειστηριασμός κατά την ως άνω περίοδο υποχρεωτικής απαγόρευσης πλειστηριασμών κύριας κατοικίας, αυτός είναι άκυρος χωρίς μάλιστα την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης, και συνεπώς είναι άκυρη και η κατακύρωση. Η εν λόγω ακυρότητα υφίσταται από μόνο το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα κατά το οποίο ίσχυε η ως άνω απαγόρευση και όχι ως συνέπεια της ακυρότητας προγενέστερων πράξεων εκτέλεσης και μάλιστα της έκθεσης κατάσχεσης, αφού άλλωστε δεν αποκλείεται η έκθεση κατάσχεσης να είναι έγκυρη, διότι έγινε πριν από το χρονικό διάστημα της απαγόρευσης, αλλά να είναι άκυρη η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, διότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα αυτό. Η ακυρότητα αυτή της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης είναι ανεξάρτητη από την ανυπαρξία ή οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης. Επομένως η ακυρότητα αυτή, η οποία οφείλεται σε μόνο το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα της υποχρεωτικής, κατά τις προεκτιθέμενες διατάξεις, απαγόρευσης, το οποίο είναι επιπλέον των αναφερόμενων στ’ άρθρα 960 παρ. 2 και 999 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του ν. 4335/2015) λόγων ακυρότητας (εκπρόθεσμη ή καθόλου τήρηση των διατυπώσεων σύνταξης, δημοσιότητας και επίδοσης της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης) μπορεί να προβληθεί μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 934 παρ. 1γ του ΚΠολΔ προθεσμία των ενενήντα ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, εάν πρόκειται για πλειστηριασμό ακινήτου, και όχι μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1β του ΚΠολΔ προθεσμία, μέσα στην οποία ασκείται η ανακοπή που αφορά την απαίτηση, έως δηλαδή την έναρξη της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, η οποία, σε πλειστηριασμό ακινήτου, είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 1381/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2006 ΝΟΜΟΣ, που έκριναν ομοίως επί αντίστοιχης απαγόρευσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέβλεπε ο ν. 2789/2000). Αν ο πλειστηριασμός δεν προσβληθεί μέσα στην προθεσμία αυτή με την άσκηση της εκ του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ανακοπής, στρεφόμενης κατά των αναγκαίων ομοδίκων (επισπεύδοντος δανειστή και υπερθεματιστή), ως άσκηση δε, νοείται, όχι μόνον η κατάθεση, αλλά και η επίδοση της ανακοπής (άρθρα 585 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τότε αυτός καθίσταται απρόσβλητος (ΑΠ 37/2009 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη – ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι την 4/7/2012 στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός του αναλυτικώς περιγραφόμενου στο δικόγραφο διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας, ευρισκόμενης στην περιφερειακή ενότητα Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη στην οδό ………, εμβαδού 142,03 τ.μ., όπως αναλυτικά περιγράφεται στην υπό κρίση ανακοπή της, με επίσπευση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με βάση την υπ’ αριθμ. .……. /2012 περίληψη της υπ’ αριθμ. …./16.5.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … ., ότι το διαμέρισμα αυτό αποτελούσε την κύρια κατοικία της, ότι η αξία αυτής δεν υπερέβαινε το προβλεπόμενο από το νόμο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50% και ότι ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε, αν και δεν έπρεπε με βάση το άρθρο 19 του ν. 3869/2010, σε αυτόν υπερθεμάτισε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. …../4.7.2012 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών . .. και ότι ο πλειστηριασμός και η έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού όσο και κάθε μεταγενέστερη αυτών πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρες καθόσον διενεργήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 19 του ν. 3869/2010. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός της ανακοπής, εφόσον με αυτόν προβάλλεται ακυρότητα του πλειστηριασμού και των πράξεων που στηρίζονται σε αυτόν, διότι αφορά την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας και επιπλέον τη διενέργειά του σε ημέρα, που, εμπίπτει μέσα στο προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε, χρονικό διάστημα της υποχρεωτικής απαγόρευσης πλειστηριασμού, δεν αναφέρεται στην απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση, ώστε να έπρεπε να ασκηθεί μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 934 παρ. 2β του ΚΠολΔ, έως δηλαδή τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ ης, αλλά αφορά τη νομιμότητα της διενέργειας του ίδιου του πλειστηριασμού και της σύνταξης της ως άνω κατακυρωτικής έκθεσης παρά την απαγορευτική πιο πάνω διάταξη. Πρόκειται δηλαδή για λόγο που θίγει αμέσως το κύρος της τελευταίας πράξης, διότι ο ίδιος ο πλειστηριασμός είναι άκυρος και όχι διότι η ελαττωματικότητά του οφείλεται σε ακυρότητα προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης, η οποία δεν προβλήθηκε εμπρόθεσμα με ανακοπή και επομένως αυτές έχουν ισχυροποιηθεί. Επομένως ο προβαλλόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις ισχυρισμός της εκκαλούσας, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής εκπρόθεσμα προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον έπρεπε ήδη, μέσα την προθεσμία της διάταξης του άρθρου 934 παρ. 1β (έως τη σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης), να είχε προσβληθεί με ανακοπή η υπ’ αριθμ. …./2012 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, με την αιτιολογία ότι πάσχει ακυρότητας, διότι με αυτή ορίστηκε ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού σε χρόνο που αυτός απαγορευόταν και ότι εφόσον η έκθεση αυτή δεν προσβλήθηκε δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει λόγο ακυρότητας του πλειστηριασμού, διότι η ακυρότητα θεραπεύτηκε, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η ακυρότητα του πλειστηριασμού θεραπεύεται, μόνο εφόσον δεν προβληθεί λόγος ακυρότητάς του μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1γ (Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, γενικό Μέρος, 1998 παρ. 40 αριθμ. παρ. 15, 18, 19). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και επομένως ο πρώτος λόγος της έφεσης και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 γ προβάλλεται μόνο η ακυρότητα λόγω της μη τήρησης των διατάξεων του άρθρου 999 παρ. 1 και 3 εδ. α΄, β΄, γ΄, ε΄ και στ΄ πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 305 και 308 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι διατάξεις της οριστικής αποφάσεως, με την οποία τέμνεται τελειωτικώς η ένδικη διαφορά, δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνονται υπό ορισμένο τύπο και να παρατίθενται στο διατακτικό αυτής, αλλά μπορεί να υπάρχουν και στο αιτιολογικό της αποφάσεως, αρκεί να μην περιορίζεται το δικαστήριο στην εκφορά απλών σκέψεων για το νόμω βάσιμο ή όχι του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος, αλλά πρέπει να εκφέρεται σαφώς σ’ αυτό η τελειωτική απόφασή του για την παραδοχή ή απόρριψη τούτου (ΑΠ 1283/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2072/2014 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ουσιαστική βασιμότητα του πρώτου λόγου της ανακοπής, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το ως άνω εκπλειστηριασθέν ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας και του συζύγου της, ενώ σύμφωνα με τη ανωτέρω διάταξη του άρθρου 19 του Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε, απαγορευόταν μέχρι την 31-12-2012 (κατόπιν μέχρι 31-12-2013), ο πλειστηριασμός ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του καλόπιστου υπερχρεωμένου οφειλέτη, κατά την έννοια του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, εφόσον η αξία της δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%. Εξάλλου, το κατασχεμένο ακίνητο, το οποίο όπως προαναφέρθηκε αποτελεί την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας και του συζύγου της, ενώ η αξία του αποδείχθηκε ότι υπολείπεται από το όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας (το οποίο για τον έγγαμο ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος)». Με τη σαφή και αναμφισβήτητη διατύπωση του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικά ότι ο πλειστηριασμός του διαμερίσματος της εφεσίβλητης απαγορευόταν κατά το χρόνο της διενέργειάς του και επομένως, σύμφωνα με όσα πιο πάνω εκτέθηκαν, αυτός ήταν άκυρος. Κατ’ ακολουθία της κρίσης του αυτής, η οποία αποτελεί διάταξη της απόφασης, ακόμα και αν δεν παρατέθηκε στο διατακτικό της, αφού αποφάνθηκε τελειωτικώς για την ουσιαστική βασιμότητα του πρώτου λόγου της ανακοπής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τις επόμενες του πλειστηριασμού πράξεις, (η έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και η επανάληψή της), διότι έκρινε ότι εκδόθηκαν επί άκυρου πλειστηριασμού. Επομένως ο τρίτος λόγος της έφεσης με την οποία η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κήρυξε την ακυρότητα της υπ’ αριθμ. …../27.7.2012 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης χωρίς να είχε προηγουμένως κηρυχθεί άκυρος ο πλειστηριασμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσης παραπονείται ότι επί της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της ανακοπής που πρόβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και με το εξής περιεχόμενο: « . . . καταχρηστική και κακόπιστη υπήρξε η συμπεριφορά της αντιδίκου, η οποία δεν προέβαλε τους λόγους της υπό κρίση ανακοπής της σε προγενέστερο του πλειστηριασμού στάδιο, αλλά επεδίωξε εκ των υστέρων την ακύρωση του, αν και γνώριζε ότι τυχόν ευδοκίμηση της ανακοπής της θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην ……., η οποία υπερθεμάτισε στον πλειστηριασμό και απέκτησε το επίδικο ακίνητο», το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε, ούτε έλαβε υπόψην του τα ανωτέρω ισχυριζόμενα, απορρίπτοντας μόνο το αίτημά της για την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής, το οποίο στηριζόταν στον ισχυρισμό της περί ύπαρξης και άλλων ακινήτων της εφεσίβλητης και του συζύγου της κατάλληλων να αποτελέσουν την κατοικία τους. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Στο άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 10/2012 ΧρΙΔ 2013, 433, ΑΠ 536/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 631/2016 ΝΟΜΟΣ, AΠ 131/2015 ΝΟΜΟΣ). Επομένως ο πιο πάνω ισχυρισμός περί της καταχρηστικής άσκησης της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, επειδή μόνη η παράλειψη της εφεσίβλητης να προβάλει τους λόγους της ανακοπής σε προγενέστερο του πλειστηριασμού στάδιο, χωρίς να εκθέτει καν ποια είναι ανεπανόρθωτη βλάβη που της προκάλεσε η ακύρωση του πλειστηριασμού δεν συνιστούν κατάχρηση με την έννοια που διαλαμβάνεται στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι δέχθηκε ότι «η διατύπωση του νόμου περί αναστολής των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας έως 31.12.2012 ήταν απόλυτη και δεν εξαρτιόταν από τυχόν καταχρηστική συμπεριφορά όσων εμπίπτουν στην εφαρμογή της» και στη συνέχεια απέρριψε τη σχετική ένσταση της εκκαλούσας, όπως ανωτέρω διατυπώθηκε, έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος.

Τέλος με τον πέμπτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α΄ 288/31.12.2013), που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία καθορίστηκαν αυστηρότερα κριτήρια και προϋποθέσεις για την προστασία από πλειστηριασμό της κύριας κατοικίας μέχρι την 31/12/2014, αλλά και υποχρέωση καταβολών, οι οποίες δεν τηρήθηκαν από την εφεσίβλητη και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την ανακοπή της εφεσίβλητης, διότι κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης είχε αρθεί η προστασία της κατοικίας της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι ελλείψει συγκεκριμένης μεταβατικής διάταξης που να προσδίδει στη διάταξη αναδρομική ισχύ, οι ρυθμίσεις της, που θέτουν συγκεκριμένους και αυστηρότερους όρους για την προστασία της κύριας κατοικίας, αφορά μόνο τις κατοικίες που επρόκειτο να εκπλειστηριαστούν από την 1/1/2014 έως την 31/12/2014 («1.α Από 1.1.2014 και μέχρι 31.12.2014 απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί ακινήτων οφειλετών, που χρησιμεύουν ως κύρια κατοικία τους δηλωθείσα ως τέτοια στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος τους, εφόσον η αντικειμενική αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1β»), δεν αίρουν την προστασία των ήδη πλειστηριασθεισών κύριων κατοικιών και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν εφάρμοσε την πιο πάνω διάταξη.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1545/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 3 Ιουλίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ