Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 443/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης 443 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 22.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……… και β) από 26.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……., εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …… και αφετέρου της εδρεύουσας στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3286/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 4.2.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 25.9.2015 στην εναγομένη, συντασσομένης της υπ’αριθμ…….. έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς …. ….., που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 23.10.2015 και 26.10.2015 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
  2. II. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την από 4-2-2015 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε, ζήτησε να υποχρεωθεί, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 23.864,65 ευρώ, όπως εξειδικεύονται τα επιμέρους ποσά, νομιμοτόκως από την ημέρα απόλυσης του και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριακής αμοιβής κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές, εορτές, για την υπερωριακή νυχτερινή εργασία και την μη χορήγηση ημέρας ανάπαυσης, για ειδικό επίδομα ταξιδίου, αποζημίωση αδείας και αποζημίωση απόλυσης, από την απασχόληση του, ως Κυβερνήτη Β΄, στο υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο «Π», πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο προσέφερε βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή λιμενικών έργων στο λιμάνι της Νάξου και του Εύδηλου Ικαρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 26-4-2014, που ναυτολογήθηκε σε αυτό, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών του έτους 2014, μέχρι τις 18-12-2014, οπότε απολύθηκε, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 15.205,59 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω ρυμουλκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως Κυβερνήτης Β΄, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα, πραγματοποιώντας τις μεν καθημερινές πέραν του οκταώρου συνολικά 211 υπερωρίες και 16 ώρες νυχτερινή υπερωριακή εργασία, τα δε Σάββατα, τις Κυριακές πέραν του οκταώρου και τις εορτές πέραν του επταώρου, συνολικά 184 υπερωρίες και 4 ώρες νυχτερινή υπερωριακή εργασία, όπως αναλυτικά εκτίθεται η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του τις εν λόγω ημέρες και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή απασχόληση, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εξειδικεύονται τα καθήκοντα του ενάγοντος και οι ανάγκες που επέβαλαν την υπερωριακή του απασχόληση, μήτε προσδιορίζεται επακριβώς το είδος και η διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων και συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

  1. IV. Σύμφωνα με την από 1.4.2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών, η οποία κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.9/01/2014 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β 1412/3-6-2014), η ισχύς της οποίας αρχίζει από 1η Ιανουαρίου 2014 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2014, τα πληρώματα των ρυμουλκών εργάζονται σε καθημερινή βάση επί 8 ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας (άρθ. 3 παρ. 1), η εργασία κατά το Σάββατο θεωρείται υπερωριακή και αμείβεται με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένου με 50%, ομοίως υπερωριακή θεωρείται η πλέον του οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές και η πλέον του 7ώρου εργασία κατά τις αργίες και αμείβονται με προσαύξηση 50%, ενώ με προσαύξηση 25% αμείβεται η πλέον του 8ώρου εργασία κατά τις καθημερινές (άρθρο 4). Σε όλα τα μέλη του πληρώματος και για όλες τις Κυριακές εκάστου μηνός και μέχρι 8 ώρες εργασίας στο λιμάνι και εν πλω καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού ανά ειδικότητα ανεξαρτήτως παροχής ή μη υπηρεσίας (άρθρο 7). Στην περίπτωση που λόγω της φύσεως της εργασίας ή έκτακτης ανάγκης ο εργαζόμενος απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές για την απασχόληση του κατά την δεύτερη Κυριακή, επιπλέον της ιδιαίτερης αμοιβής που ορίζει το άρθρο 7, δικαιούται και μια εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό). Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης στην διάρκεια των επομένων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%, επιπλέον του επιδόματος Κυριακών. Επίσης, για κάθε αργία που εργάζονται τα πληρώματα των ρυμουλκών, πέραν της οριζομένης έξτρα αμοιβής ίσης με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, δικαιούνται και μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης και αν δεν δοθεί προβλέπονται αναλόγως τα ανωτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 13 της ως άνω ΣΣΕ: 1) Αναγνωρίζεται υποχρέωση των πληρωμάτων των Ρυμουλκών να συμμετέχουν σε εκτέλεση ταξιδιών στο εσωτερικό για ρυμουλκήσεις ή ναυαγοσωστικές εργασίες με την προβλεπόμενη σύνθεση λιμένος. α) Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τα πληρώματα θα παίρνουν πέραν του συνόλου των τακτικών αποδοχών της παρούσης Σ.Σ.Ε. ειδικό επίδομα ταξιδιού εσωτερικού που θα υπολογίζεται στα 18/24 του 1/173 των βασικών αποδοχών για κάθε ώρα ταξιδιού από την ώρα αναχωρήσεως του Ρυμουλκού από τον Πειραιά ή τη Θεσσαλονίκη ή το λιμάνι της βάσης του και μέχρι επιστροφής εις αυτό, δηλαδή ειδικό επίδομα ταξιδιού ίσο με 18 ώρες υπερωρία το 24ωρο, καθώς και τροφοδοσίας που ορίζεται για το έτος 2014, σε οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (8,27) την ημέρα κατ΄ άτομο ή σε είδος κατά την κρίση του ιδιοκτήτη και ανάλογα με την εργασία. Διευκρινίζεται ότι δια ώρες αναμονής του Ρυμουλκού σε λιμάνι το εν λόγω ειδικό επίδομα ταξιδιού μειώνεται κατά 60% για κάθε ώρα αναμονής. β) Το ειδικό επίδομα ταξιδιού υπολογίζεται επί των βασικών αποδοχών και είναι σταθερό χωρίς προσαυξήσεις λόγω Σαββάτου και Κυριακών εξαιρετέων ή άλλων λόγων μη δικαιουμένων οιασδήποτε άλλης υπερωριακής αμοιβής.

Ειδικά, με το άρθρο 15 της ανωτέρω ΣΣΕ, προβλέπεται ότι τα πληρώματα των ρυμουλκών που απασχολούνται αποκλειστικά και προσφέρουν βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή ή την εκμετάλλευση σε έργα (κατασκευές λιμένων, προσχώσεις, μόλοι, προβλήτες, σήραγγες, γέφυρες, διώρυγες κ.λ.π.) τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται διάφορες ιδιωτικές εργοληπτικές, τεχνικές εταιρείες, εργάζονται και αμείβονται ως κάτωθι: Οι ώρες της καθημερινής εργασίας των πληρωμάτων των ρυμουλκών αυτών κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος ορίζονται σε οκτώ ημερησίως και θα εφαρμόζονται όλοι οι όροι εργασίας και αμοιβών που περιέχονται στην παρούσα Συλλογική Σύμβαση και ισχύουν για τις έδρες των Ελληνικών Ρυμουλκών. Επιπρόσθετα, α) οι εργοδότες υποχρεούνται να προσφέρουν στους εργαζομένους στέγη και μέσον μεταφοράς στην εργασία τους ή θα καταβάλλουν σε κάθε μέλος του πληρώματος το ποσόν του ενοικίου, που ορίζεται σε 220 ευρώ το μήνα, καθώς επίσης και 50 ευρώ οδοιπορικά και β) το πλήρωμα του ρυμουλκού όταν διαμένει σ’αυτό μετά το πέρας της εργασίας, δεν έχει καμία ευθύνη για την φύλαξη του ρυμουλκού και δεν υποχρεούται να ευρίσκεται παρά τη θέληση του εντός αυτού. Διευκρινίζεται ότι, όταν το πλήρωμα διαμένει μόνιμα εντός του ρυμουλκού δεν δικαιούται το άνω ποσόν του ενοικίου και γ) σε περίπτωση που το ρυμουλκό εκτελέσει ταξείδι για οποιοδήποτε λόγο θα ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 13 της παρούσης ΣΣΕ.

Εξάλλου, με την από 8-9-2010 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων, η οποία κυρώθηκε με την 3525.1.13/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 123/9-2-2011), ρυθμίζονται οι αμοιβές και οι όροι εργασίας των πληρωμάτων ρυμουλκών βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες εργασίες είναι διαφορετικές από τις εργασίες των ρυμουλκών των λιμένων εσωτερικού (αρθρ. 1). Οι ανωτέρω ΣΣΕ συναπτόμενες μεταξύ των οργανώσεων των πλοιοκτητών και των επαγγελματικών σωματείων των εργαζομένων, με την κύρωση τους, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και θέτουν κανόνες δικαίου, που δεσμεύουν όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, αλλά και όλες τις τυχόν υφιστάμενες  μη συμβληθείσες και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη ΣΣΕ σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ΑΝ 3276/1944. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κριτήριο για την εφαρμογή της μίας ή της άλλης των προαναφερομένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθόσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων των ρυμουλκών πλοίων, είναι η ναυτική αποστολή που εκτελεί το ρυμουλκό κατά τον κρίσιμο χρόνο και όχι η κατηγορία στην οποία το έχει κατατάξει η επιθεώρηση εμπορικών πλοίων, ήτοι αν με αυτό εκτελούνται κατ` επάγγελμα και με αμοιβή συνήθεις ρυμουλκικές εργασίες, οπότε εφαρμογή έχει η πρώτη των προαναφερόμενων ΣΣΕ ή τούτο είναι εντεταγμένο σε βιομηχανική επιχείρηση και εκτελούνται με αυτό ρυμουλκήσεις ή άλλες σχετικές εργασίες, που προσιδιάζουν στη φύση και το είδος των εργασιών που απαιτούνται για τη λειτουργία της και είναι αδιάφορο αν πλοιοκτήτρια εταιρία είναι ή όχι η βιομηχανική επιχείρηση, που το χρησιμοποιεί, ή άλλη εταιρεία η οποία διαθέτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τούτο στη βιομηχανική επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί προς εξυπηρέτηση της λειτουργίας αυτής. Είναι δε βιομηχανική επιχείρηση εκείνη, η οποία, με διάθεση σοβαρών κεφαλαίων και εκτεταμένη χρησιμοποίηση μηχανημάτων ή χημικών μέσων και ειδικευμένου προσωπικού, παράγει με την κατεργασία της πρώτης ύλης νέα προϊόντα ή εξευγενίζει τα υπάρχοντα βελτιώνοντας την ποιότητα τους, ή με επεξεργασία προετοιμάζει αυτά προς πώληση ή περαιτέρω  εκβιομηχάνιση. (ΑΠ 153/2004, ΕφΠειρ 917/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕΦΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009 ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 670/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΑθ 721/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικώς, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008, ΕφΑθ 1826/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ. (άρθρο 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978 περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί NAT), αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 1131/2015, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1046/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 335/2008 ΕΝΔ 2008.287).

Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματα του. Σε κάθε δε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη  (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

  1. V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’αριθμ………. ένορκες βεβαιώσεις, του …….. και του …….., ενώπιον των συμβολαιογράφων Ρόδου, …….. και Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν επιμελεία του εναγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθμ…….. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικειο Πειραιά ……), την υπ’αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση του .. …, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, …….., επιμελεία της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου (υπ’αριθμ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικειο Αθηνών, …….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει άτυπης σύμβασης ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Νάξο στις 26-4-2014, μεταξύ της εναγομένης εργοληπτικής, τεχνικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και του ενάγοντος, ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Νάξου, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 ΚΙΝΔ, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη Β΄, στο υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο «Π», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κ.ο.χ. 67,04, πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας και απασχολήθηκε σε αυτό μέχρι τις 18-12-2014, οπότε απολύθηκε στον λιμένα Εύδηλο Ικαρίας, λόγω «κλεισίματος ναυτολογίου», σύμφωνα με το ναυτικό του φυλλάδιο, συνομολογήθηκε δε να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών αποδοχές για την ειδικότητα ναυτολόγησης του. Κατά το κρίσιμο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 1.4.2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών, η οποία κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.9/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β 1412/3-6-2014). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ρυμουλκό, που ανήκε στην εργοληπτική εναγομένη εταιρεία, απασχολούνταν αποκλειστικά και προσέφερε βοηθητικές υπηρεσίες αρχικά στην κατασκευή λιμενικών έργων στο λιμάνι της Νάξου και από 18.5.2014 στις εργασίες επέκτασης του λιμενοβραχίονα στον Εύδηλο Ικαρίας και ειδικότερα, ρυμουλκούσε τον πλωτό γερανό, που χρησιμοποιούνταν στις κατασκευαστικές εργασίες για την μεταφορά και πόντιση των ογκόλιθων, από την προβλήτα του λιμανιού στο χώρο των εργασιών μετ’επιστροφή στον λιμένα. Ενόψει τούτων και των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, στην εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος, ως μέλος του πληρώματος του επίδικου ρυμουλκού, εφαρμόζονται όλοι οι όροι εργασίας και οι αμοιβές, που περιέχονται στην ανωτέρω ΣΣΕ και ισχύουν για τις έδρες των ελληνικών ρυμουλκών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 αυτής, μετά των προβλεπομένων ως άνω πρόσθετων ρυθμίσεων, η οποία ενόψει της ως άνω κυρώσεως της από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου και της δημοσιεύσεως της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεσμεύει και τους μη συμβληθέντες εργοδότες και ναυτικούς, ο δε ισχυρισμός της εναγομένης, που απαράδεκτα προβλήθηκε για πρώτη φορά με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ ουδόλως είχε προταθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, ότι ως μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και της φύσης των εργασιών της, δεν εμπίπτει στην ισχύ της εφαρμοζομένης ΣΣΕ πληρωμάτων ρυμουλκών, αλλά σε εκείνη για τους όρους εργασίας και τις αμοιβές των πληρωμάτων ρυμουλκών βιομηχανικών επιχειρήσεων, επικαλούμενη τον χαρακτήρα του επίμαχου ρυμουλκού, ως βιομηχανικού ρυμουλκού και τον επανακαθορισμό από το ΝΑΤ, κατόπιν αίτησης της, των ασφαλιστικών εισφορών του πληρώματος με βάση την ΣΣΕ ρυμουλκών βιομηχανικών επιχειρήσεων, χωρίς συνάμα να επικαλείται ή να αποδεικνύεται ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα, επειδή δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του, απορριπτέος κρίνεται προεχόντως, ως απαράδεκτος, αλυσιτελώς δε προβάλλεται, εφόσον κριτήριο εφαρμογής της προσήκουσας ως άνω ΣΣΕ αποτελεί η ναυτική αποστολή του ρυμουλκού στην κατασκευή λιμενικών έργων, όπως αποδείχθηκε εν προκειμένω, κατά τα προεκτιθέμενα και είναι νομικά αδιάφορος και μη δεσμευτικός ο χαρακτηρισμός του, ως βιομηχανικού ρυμουλκού από την εναγομένη, που μάλιστα δεν προκύπτει ότι είναι βιομηχανική επιχείρηση ή το ΝΑΤ.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων του Κυβερνήτη του ρυμουλκού ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, εφόσον δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών για να ανταποκριθεί στα αυξημένα καθήκοντα του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν κατά την κατασκευή των εν λόγω λιμενικών έργων σε συνάρτηση με την παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης, εντός και εκτός λιμένος, του πλωτού γερανού, που χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση τους, που παρέμενε προσδεδεμένος με το ρυμουλκό καθ’όλη την διάρκεια των εργασιών για λόγους ασφαλείας.  Την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του κάποιες ημέρες εκάστου μηνός αναγνωρίζει και η εναγομένη, αμφισβήτηση όμως εγείρεται εκ μέρους της, ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης του, όπως αναγράφεται στο ημερολόγιο του πλοίου, που συνέτασσε ο ίδιος και εντεύθεν το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή απαίτησης και υποστηρίζεται ότι τα ποσά που κατέβαλε σε αυτόν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, κάλυπταν πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση, όπως καταγραφόταν από τον υπάλληλο της, …….., με την ιδιότητα του εργοταξιάρχη, που εξετάστηκε ως μάρτυρας της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε ο ενάγων τις αμφισβήτησε μήτε παραπονέθηκε για απλήρωτες υπερωρίες. Επίσης, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως τόσο οι δυο μάρτυρες του, …….., που συνυπηρέτησε κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα στο ρυμουλκό, ως ναύκληρος και ……….., ναυτικός, που ανήκε στο προσωπικό του πλωτού γερανού στο λιμενικό έργο στον Εύδηλο, ενώπιον των συμβολαιογράφων Ρόδου, …… και Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, …….., αντίστοιχα, συντασσομένων των υπ’αριθμ…….. ενόρκων βεβαιώσεων, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, ………, που ήταν ναυτολογημένος στο ρυμουλκό, ως μηχανικός, συντασσομένης της υπ’αριθμ……… ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, …….., διαφοροποιούνται όμως ως προς την χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας στις απαιτούμενες εργασίες ρυμούλκησης, αλλά και τη συνδρομή τούτου στο πλήρωμα του γερανού στις εργασίες πρόσδεσης των βράχων και των τσιμεντένιων ογκόλιθων επ’αυτού, καθώς επίσης συντήρησης του. Οι μαρτυρίες των ανωτέρω προσώπων λαμβάνονται υπόψη  κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται  ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής.

Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω ρυμουλκού, που έφερε τριμελές πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον ενάγοντα κυβερνήτη, τον ναύκληρο και τον μηχανικό, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς τον ενάγοντα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι η συνολική ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, κατά τις ακόλουθες καθημερινές, Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, συμπεριλαμβανομένου και του διαστήματος, από 22.11.2014 (Σάββατο) έως και 25.11.2014 (Τρίτη), που απασχολήθηκε με το υπόλοιπο πλήρωμα του ρυμουλκού, κατ’εντολή της εναγομένης, στις εργασίες συντήρησης του πλωτού γερανού «Π», ενόψει επιθεώρησης του, όπως προκύπτει ιδίως από το ημερολόγιο του πλοίου, που συντάσσονταν και θεωρούνταν νομότυπα από την αρμόδια λιμενική αρχή και δεν περιέχει ανακριβείς ή αναληθείς εγγραφές, όπως αποδεικνύεται σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε η τήρηση του από τον ίδιο τον ενάγοντα, που άλλωστε υποχρεούνταν προς τούτο, καθιστά τούτο αναξιόπιστο, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη στηριζόμενη σε υποθέσεις και αναπόδεικτες εικασίες, τα όσα δε αορίστως καταθέτουν οι μάρτυρες της δεν επιρρωνύονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν αναιρούν την ακρίβεια του περιεχομένου του. Ειδικότερα, ο ενάγων εργάστηκε πέραν του οκταώρου τις καθημερινές: 28-4-2014 Δευτέρα από 7.00-15:50, 29-04-2014 Τρίτη από 7:00-18:00, 30-04-2014 Τετάρτη από 7:00-16:50, 2-05-­2014 Παρασκευή από 7:00-17:05, 5-05-2014 Δευτέρα από 7:00-17:00, 16-05-2014 Παρασκευή από 5:00-19:15, 26-05-2014 Δευτέρα από 7:00-20:00, 27-05-2014 Τρίτη από 7:00-20:00, 3-06-2014 Τρίτη από 7:00-20:15, 6-06-2014 Παρασκευή από 7:00­-18:15, 9-06-2014 Δευτέρα από 7:00-21 :15, 10-06-2014 Τρίτη από 7:00-21:45, 11-06-­2014 Τετάρτη από 7:00-18:00, 12-06-2014 Πέμπτη από 7:00-18:00, 13-06-2014 Παρασκευή από 7:00-17:00, 16-06-2014 Δευτέρα από 7:00-21:05, 17-06-2014 Τρίτη από 7:00-21:10, 18-06-2014 Τετάρτη από 7:00-23:20, 19-06-2014 Πέμπτη από 7:00­-17:20, 1-07-2014 Δευτέρα από 7:00-22:15, 3-07-2014 Πέμπτη 7:00-17:10, 9-07-2014 Τετάρτη από 7:00-21:20, 10-07-2014 Πέμπτη από 7:00-20:35, 11-07-2014 Παρασκευή από 7:00-19:55, 14-07-2014 Δευτέρα από 7:00-24:00, 15-07-2014 Τρίτη από 00:01­-2:30 και από 7:00-17:40, 18-07-2014 Παρασκευή από 7:00-17:00, 22-07-2014 Τρίτη από 7:00-21:25, 23-07-2014 Τετάρτη από 7:00-19:30, 24-07-2014 Πέμπτη από 7:00- 17:15, 28-07-2014 Δευτέρα από 7:00-18:00, 29-07-2014 Τρίτη από 7:00-18:25, 30-07-2014 Τετάρτη από 7:00-23:00, 31-07-2014 Πέμπτη από 04:30-17:00, 1-08-2014 Παρασκευή από 7:00-20:00, 21-08-2014 Πέμπτη από 7:00-18:45 (πλην όμως ζητεί μέχρι 17.15), 22-08-2014 Παρασκευή από 7:00-18:50, 27-08-2014 Τετάρτη από 7:00-18:15, 2-09-2014 Τρίτη από 7:00-16:40, 5-09-2014 Παρασκευή από 7:00-16:50, 8-09-2014 Δευτέρα από 7:00- 16:15, 12-09-2014 Παρασκευή από 7:00-17:20, 25-09-2014 Πέμπτη από 7:00-18:45, 26-09-2014 Παρασκευή από 7:00-17:15, 7-10-2014 Τρίτη από 7:00-18:50, 8-10-2014 Τετάρτη από 7:00-16:45, 13-10-2014 Δευτέρα από 7:00-24:00, 14-10-2014 Τρίτη από 00:01-00:40 και από 7:00-16:30, 17-10-2014 Παρασκευή από 7:00-18:55, 3-11­-2014 Δευτέρα από 7:00-17:00, 24-11-2014 Δευτέρα από 7:00-24:00 και 25-11-2014 Τρίτη από 00.01-18.00 και επομένως, πραγματοποίησε: α) 211 υπερωρίες κατά τη διάρκεια της ημέρας, για τις οποίες με βάση το ωρομίσθιο του Κυβερνήτη προσαυξημένο κατά 25%, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, ήτοι το ποσό των 14,49 €, δικαιούται 3.057,39 (211 Χ 14,49) ευρώ και β) 16 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας από 22.00-06.00, για τις οποίες με βάση το βασικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για την νυκτερινή εργασία και επιπλέον 25% για την υπερωριακή εργασία, ήτοι ανερχόμενο αθροιστικά σε 17,39 ευρώ, δικαιούται το ποσό των 278,24 (16 Χ 17,39) ευρώ. Επιπλέον, εργάστηκε υπερωριακά τα εξής Σάββατα, Κυριακές και αργίες: 26-04-2014 Σάββατο από 7:00-17:00, 27-04-2014 Κυριακή από 7:00-16:00, 1-05-2014 (αργία) από 7:00-17:00, 3-05-2014 Σάββατο από 7:00-18:45, 10-05-2014 Σάββατο από 7:00 – 19:00, 11-05-2014 Κυριακή από 7:00-18:45, 17-05-2014 Σάββατο από 5:00-24:00, 18-05-2014 Κυριακή από 00:01-09:00, 29-05-2014 (αργία Αναλήψεως) από 7:00-15:00, 7-06-2014 Σάββατο από 7:00-13:55, 14-06-2014 Σάββατο από 7:00-19:55, 15-06-2014 Κυριακή από 7:00-20:55, 21-06-2014 Σάββατο από 7:00-9:00, 22-06-2014 Κυριακή από 7:00-17:00, 28-06-2014 Σάββατο από 7:00­-15:00, 29-06-2014 Κυριακή από 7:00-15:00, 12-07-2014 Σάββατο από 7:00-18:00, 13­-07-2014 Κυριακή από 7:00-17:35, 26-07-2014 Σάββατο από 7:00-20:35, 2-08-2014 Σάββατο από 7:00-13:55, 23-08-2014 Σάββατο από 7:00-17:50, 22-11-2014 Σάββατο από 7:00-23:00 και 23-11-2014 Κυριακή από  7:00-23:00, σημειωτέον ότι την Κυριακή στις 2-11-2014 η εργασία του ενάγοντος ξεκίνησε στις 11:00 και διήρκησε έως τις 17:45, ενώ το Σάββατο 8-11-2014 από 11:00-12:00 και επομένως, δεν υπήρξε υπερωριακή απασχόληση του αυτές τις ημέρες, παρά τα όσα ισχυρίζεται. Ενόψει των ανωτέρω, για όλες τις ώρες υπερωριακής εργασίας τα Σάββατα, τις πέραν του 8ώρου τις Κυριακές και τις πέραν του 7ώρου τις αργίες, ήτοι για: α) 168 υπερωρίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και επειδή η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση του βασικού ωρομισθίου κατά 50% ανέρχεται σε 17,39 ευρώ, δικαιούται το ποσό των  2.921,52 (168 ώρες Χ 17,39) ευρώ και β) 4 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες με βάση το βασικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για την νυκτερινή εργασία και επιπλέον 50% για την υπερωριακή εργασία, ήτοι ανερχόμενο αθροιστικά σε 20,28 ευρώ, δικαιούται το ποσό των 81,13 (4 Χ 20,28) ευρώ. Συνολικά επομένως, ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των 6.338,28 ευρώ. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο ουδόλως προσκομίζεται από την εναγομένη, μήτε οι επικαλούμενες σχετικές πρόχειρες καταγραφές του προϊσταμένου οργάνου της, καθώς επίσης και το ότι ο ενάγων δεν αντέλεγε στις υπερωρίες που πληρωνόταν, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη και διαμαρτυρία, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν, η δε ανεπιφύλακτη  λήψη του μισθού του λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν, άλλωστε τούτο δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νομιμά δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εκτέλεσε, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τις μεν καθημερινές, 197 ώρες υπερωριακής εργασίας και 12 νυκτερινές υπερωρίες, τα δε Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ότι απασχολήθηκε υπερωριακώς κατά την διάρκεια της ημέρας 146 ώρες και κατά την διάρκεια της νύχτας 2 ώρες και επιδίκασε, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 5.642,70 ευρώ, έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, δια του οποίου παραπονείται για τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το επίδικο διάστημα περιλαμβανομένου και του διαστήματος από 10-8-2014 έως 20-8-2014, που ο ενάγων εκτέλεσε φυλακές ασφαλείας στο ρυμουλκό, καθόσον τα δύο άλλα μέλη του πληρώματος έλλειπαν με άδεια και δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πέραν των αόριστων ισχυρισμών των μαρτύρων της εναγομένης, που δεν επιρρωνύονται από άλλο αποδεικτικό μέσο, ότι είχε οριστεί, ως φύλακας ο ………, που δεν ανήκε στο πλήρωμα, μήτε τούτο δικαιολογείται υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις, ο ενάγων  απασχολούνταν επί δύο συνεχόμενες Κυριακές, ήτοι στις 27-04-2014 και 4-05-2015, 4-05-2014 και 11-05-2014, 11-05-2014 και 18-05­-2014, 15-06-2014 και 22-06-2014, 22-06-2014 και 29-06-2014, 17-08-2014 και 24-08-2014, χωρίς να του χορηγηθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης στη διάρκεια των επόμενων δεκαπέντε ημερών, καθώς επίσης εργάστηκε και τις αργίες 1-05-2014, 29-05-2014 (Αναλήψεως) και 15-08-2014, χωρίς να του δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης για κάθε αργία που απασχολήθηκε κατά τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες. Επομένως, δικαιούται να λάβει υπερωριακή αμοιβή για την οκτάωρη εργασία του κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του αντίστοιχου δεκαπενθημέρου, επιπλέον της οριζομένης ιδιαίτερης αμοιβής κατά τις Κυριακές και της έξτρα αμοιβής για τις αργίες αντίστοιχα και συγκεκριμένα για την εργασία του στις 19/05, 26/05, 2/06, 7/07, 14/07, 8/09,  καθώς και στις 16/05, 13/06 και 1/09, με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100% (άρθρο 3§3 υποπαρ. δ’ και §4 υποπαρ. β’ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 περ. β’ εδ.β΄ ΣΣΝΕ), ήτοι για 9 οκτάωρα και συνολικά 72 ώρες (9 Χ 8) επί 23,18 ευρώ ανά ώρα, ήτοι συνολικά 1.668,96 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε τουλάχιστον επί επτάωρο τρεις αργίες και συγκεκριμένα στις 1-05-2014, 29-05-2014 και 15-08-2014 και ως εκ τούτου, δικαιούται να λάβει έξτρα αμοιβή ίση προς το 75% του 1/25 του βασικού μισθού του για κάθε μία και συνολικά 180,54 ευρώ (ήτοι βασικός μισθός 2.005,93 : 25 = 80,24 ευρώ Χ 75% = 60,18 ευρώ για κάθε αργία Χ 3 αργίες). Ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούνταν για τις αιτίες αυτές τα ποσά των 1.298,08 ευρώ και 120,36 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις βάσιμες αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Εξάλλου, δυνάμει των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 2, 7 και 8 της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ως Κυβερνήτη ρυμουλκού, καθορίζονταν για το έτος 2014, στο συνολικό ποσό των  2.647,83 ευρώ μηνιαίως [2.005,93 ευρώ βασικός μισθός + 441,30 ευρώ επίδομα Κυριακών ανερχόμενο σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού + 100,30 ευρώ επίδομα μερικής τροφοδοσίας οριζόμενο σε ποσοστό 5% επί του βασικού μισθού + 100,30 ευρώ επίδομα εξειδικευμένης εργασίας οριζόμενο ομοίως σε ποσοστό 5% επί του βασικού μισθού] και συνεπώς, για το διάστημα των 7 μηνών και 23 ημερών της ναυτολόγησης του δικαιούνταν το ποσό των 20.564,81 ευρώ. Πέραν τούτων, ενόψει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, ο ενάγων δεν δικαιούνταν επιπρόσθετα το ποσό του ενοικίου οριζόμενο σε 220 ευρώ τον μήνα και 50 ευρώ οδοιπορικά, καθόσον διέμενε μόνιμα εντός του ρυμουλκού και επομένως, δεν υποβαλλόταν σε έξοδα ενοικίου και οδοιπορικών και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι επέλεξε τούτο κατ’ανάγκην, καθόσον η εναγομένη, όσον αφορά ειδικότερα το μείζον διάστημα παραμονής του ρυμουλκού στον Εύδηλο Ικαρίας, είχε  εκμισθώσει μόνο πέντε καταλύματα, που προορίζονταν τόσο για τους εργαζομένους του ρυμουλκού, όσο και του πλωτού γερανού, που ανέρχονταν συνολικά σε έξι άτομα, αλλά και για τον εργοταξιάρχη, ……….., δηλαδή για να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες επτά ατόμων και επομένως, τα μίσθια δεν επαρκούσαν για την διάθεση στον καθένα ατομικού κοιτώνα, με αποτέλεσμα στο πλήρωμα του ρυμουλκού να διατεθούν μόνο δύο κοιτώνες, ένας για τον μηχανικό, ………. και ένας από κοινού για τον ενάγοντα Κυβερνήτη, αν και αυτός δικαιούνταν ατομικό κατάλυμα και τον ναύκληρο, ούτως ώστε ο ενάγων αρνούμενος τούτο επέλεξε να διαμένει εντός του ρυμουλκού αντί να προβεί στην μίσθωση ξεχωριστού καταλύματος, με επιβάρυνση της εναγομένης, κατά την προβλεπομένη υποχρέωση της. Κατόπιν τούτων, τα αιτούμενα κονδύλια ενοικίου και οδοιπορικών απορριπτέα κρίνονται, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν κατά το επίδικο διάστημα σε 2.647,83 ευρώ τον μήνα και συνολικά σε 20.564,81 ευρώ, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου συναφής ισχυρισμός του ενάγοντος, που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της έφεσης του, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης, ο ενάγων δικαιούνταν για ειδικό επίδομα ταξιδίου, σύμφωνα με το άρθρο 13 της ως άνω ΣΣΝΕ, βάσει των 46.30΄ ωρών ταξιδιού, που πραγματοποίησε από το εκάστοτε λιμάνι βάσης του, Νάξο και Εύδηλο και των αιτούμενων 14 ωρών αναμονής σε λιμάνι προορισμού, συμπεριλαμβανομένης και τροφοδοσίας οριζομένης σε 8,27 την ημέρα, το ποσό των 518,37 ευρώ [(2.005,93 ευρώ βασικός μισθός /173=11,59 ευρώ Χ 18/24 = 8,69 ευρώ/ώρα Χ 46.30΄ ώρες = 404,08 ευρώ) + (8,69 ευρώ /ώρα Χ 60% του επιδόματος = 5,21 ευρώ/ώρα Χ 14 ώρες = 72,94 ευρώ) + (5 ημέρες τροφοδοσία Χ 8,27 ευρώ/ημέρα = 41,35 ευρώ)]. Συνακόλουθα για τις ανωτέρω αιτίες ο ενάγων δικαιούνταν στην απόληψη του ποσού των 29.270,96  (6.338,28 + 1.668,96 + 180,54 + 20.564,81 + 518,37) ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε συνολικά 17.600 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη σχετικά εντάλματα πληρωμής με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και τις οικείες αποδείξεις πληρωμής διαφόρων ποσών, με καταλογισμό στο σύνολο των εν λόγω αξιώσεων του ενάγοντος, του συνόλου των καταβολών της εναγομένης, εφόσον ουδόλως προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για έκαστη αιτία ξεχωριστά και συνεπώς, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του κάθε επιμέρους ποσού, που καταβλήθηκε σε συγκεκριμένη αιτία, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 11.670,96 ευρώ. Πέραν τούτων, όσον αφορά ειδικά το ποσό των 1.600 ευρώ, που προσδιορίζεται ότι καταβλήθηκε, ως δώρο Χριστουγέννων, όπως αποδεικνύεται από την τελευταία από 18-12-2014 απόδειξη πληρωμής, συνολικού ποσού 4.000 ευρώ, προς εξόφληση επίσης μηνός Δεκεμβρίου 2014 εκ 1.600 ευρώ και αποζημίωσης απόλυσης ποσού 800 ευρώ, η εναγομένη ζητεί να καταλογιστεί άλλως να συμψηφισθεί στις ανωτέρω αιτίες. Πλην όμως, αποδεικνύεται ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε άνευ προβλέψεως καταλογισμού τούτου προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο λοιπόν αυτό ποσό αποτελεί μέρος των αποδοχών του ενάγοντος και όχι δωρεάν παροχή της εργοδότριας εναγομένης, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ενάγοντος απορρέουσες από τη σύμβαση, εφόσον δεν υπήρξε ορισμένη και ειδική σχετική συμφωνία στην μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές και συνεπώς, η εναγομένη δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον συμψηφισμό τούτου, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος. Επομένως, ως προς το ανωτέρω ποσό, που κατέβαλε η εναγομένη στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος και συνεπώς, δεν πρέπει να καταλογιστεί άλλως να συμψηφισθεί με τα οφειλόμενα σ’αυτόν ποσά, όπως ζητεί η εναγομένη εταιρεία. Περαιτέρω, η εναγομένη, αν και υποχρεούνταν, δεν χορηγούσε, κατά την εξόφληση των αποδοχών του ενάγοντος, εκκαθαριστικό σημείωμα ή μηχανογραφική ανάλυση μισθοδοσίας, που να απεικονίζει αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του και τις επ` αυτών κρατήσεις. Από την επισκόπηση των επακαλούμενων και προσκομιζόμενων ανυπόγραφων μηχανογραφικών μισθοδοτικών καταστάσεων του ενάγοντος φέρεται αυτός να έλαβε για ακαθάριστες (μικτές) μηνιαίες αποδοχές, δηλαδή για αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ του  Ν.Α.Τ και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού και αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου, το ποσό των 2.294,81 ευρώ, πλην όμως οι φερόμενες εν λόγω κρατήσεις, όπως προκύπτει εναργώς από το περιεχόμενο των ανωτέρω καταστάσεων, έχουν υπολογισθεί επί τεκμαρτού μισθού 3.390,82 ευρώ και επομένως, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ενώ συνάμα δεν αποδεικνύεται ότι τα φερόμενα παρακρατηθέντα για ασφαλιστικές εισφορές και φόρο ποσά συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς αλληλεγγύης, συνολικού ύψους 694,82 ευρώ κάθε μήνα, παρεκτός του μηνός Απριλίου 2014 ύψους 83,38 ευρώ, έχουν αποδοθεί στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα και την αρμόδια εφορία αντιστοίχως, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, καθόσον τα προσκομιζόμενα προς απόδειξη τούτου, αφενός γραμμάτια είσπραξης του ΝΑΤ μετά των αντίστοιχων επιταγών εκδόσεως της εναγομένης σε διαταγή τούτου, δεν ανάγονται ως επί το πλείστον στην επίδικη περίοδο, εκείνο δε της περιόδου από 25-6-2014 έως 18-12-2014 δεν προκύπτει ότι αφορά αποκλειστικά τις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος και αφετέρου η εξουσιοδότηση πληρωμής της οφειλής του Φ.Μ.Υ. Ναυτικών Α΄ εξαμήνου 2014, δεν προκύπτει ότι αφορά μόνο τον παρακρατηθέντα φόρο από τις αποδοχές του ενάγοντος, ενώ ουδόλως προσκομίζεται σχετική νομότυπα συνταγμένη από την εναγομένη, με την ιδιότητα του εργοδότη, βεβαίωση αποδοχών του ενάγοντος, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε να προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα το ύψος των πραγματικών ακαθάριστων αποδοχών του ενάγοντος και ποία ακριβώς ποσά παρακρατήθηκαν από αυτές για ασφαλιστικές εισφορές, φόρο μισθωτών υπηρεσιών και εισφορά αλληλεγγύης προκειμένου να αποδοθούν και, ως εκ τούτων, η προβληθείσα πρωτοδίκως από την εναγομένη συναφής ένταση περί καταβολής άλλως συμψηφισμού στις ανωτέρω αξιώσεις του, του καταβληθέντος υπέρ τρίτων για λογαριασμό του ενάγοντος ποσού των 5.711,42 ευρώ, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε εν μέρει δεκτή την ένσταση εξόφλησης των ανωτέρω απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά το ποσό των 17.600 ευρώ και την απέρριψε κατά το ανωτέρω ποσό των 5.711,42 ευρώ,  δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμου, περαιτέρω όμως δεχόμενο ότι το εναπομείναν οφειλόμενο για τις ανωτέρω αιτίες ποσό ανέρχεται σε 10.544,32 ευρώ, πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος που πλήττει το επιδικαζόμενο για τις εν λόγω αιτίες ποσό, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έλαβε κατά την διάρκεια της ναυτολόγησης του καμία άδεια, ενώ δικαιούνταν άδεια ίση με οκτώ ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του και επομένως, δικαιούται να λάβει αποζημίωση για κάθε μέρα αδείας ίση με το 1/25 του βασικού του μισθού του άρθρου 1 και των επιδομάτων του άρθρου 2 της ΣΣΕ και επομένως, δικαιούται το ποσό των 5.483,59 ευρώ [2.005,93 ευρώ βασικός μισθός + 100,30 ευρώ επίδομα μερικής τροφοδοσίας οριζόμενο σε ποσοστό 5% επί του βασικού μισθού + 100,30 ευρώ επίδομα εξειδικευμένης εργασίας οριζόμενο ομοίως σε ποσοστό 5% επί του βασικού μισθού = 2.206,53 ευρώ Χ 1/25 = 88,26 Χ 62,13 ημέρες]. Στο ανωτέρω ποσό δεν δύναται να συμψηφισθεί το ποσό των 1.600 ευρώ, που καταβλήθηκε ως δώρο Χριστουγέννων, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του ελλείψει ειδικής σχετικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε στο οικείο χωρίο και τούτο δεν αναιρείται εκ μόνου του λόγου ότι το εν λόγω επίδομα έχει καταργηθεί από 1.1.2003 και ενσωματώθηκε στην άδεια, που καθορίζεται στο άρθρο 8 της παρούσης ΣΣΕ, δεδομένου ότι δύναται με την ατομική σύμβαση εργασίας να συμφωνηθούν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από την οικεία ΣΣΕ, πλην όμως για να μπορούν να τεθούν σε συμψηφισμό, θα πρέπει να περιληφθεί όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, άνευ όμως προβλέψεως καταλογισμού τούτων προς άλλες αποδοχές, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος των αποδοχών του ενάγοντος και δεν δύναται μονομερώς να καταλογισθεί προς τις επίδικες αξιώσεις του από τη σύμβαση εργασίας του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού δέχθηκε ότι ο ενάγων είχε λάβει μερική άδεια 11 ημερών από 10.8.2014 έως 20.8.2014, έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα, ως αποζημίωση αδείας, το ποσό των 2.912,73 ευρώ κατόπιν συμψηφισμού σ’αυτήν του καταβληθέντος ποσού για δώρο Χριστουγέννων, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, περί αφαίρεσης των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, που δεν απασχολήθηκε, λόγω συνυπολογισμού τους στην δικαιούμενη άδεια, ως αβασίμου.

  1. VI. Σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδ. β ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Η κατ` άρθρο 75 παρ. 2 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355).

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της εναγομένης στις 18.12.2014, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο.  Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών (άρθρ. 9 της ως άνω ΣΣΕ), το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης, είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών, ήτοι του βασικού μισθού, των επιδομάτων, της αναλογία της άδειας και του μέσου όρου των υπερωριών και έξτρα αμοιβών του προηγούμενου χρόνου εργασίας και ανέρχεται στο ποσό των 2.502,30 ευρώ [(2.005,93 ευρώ βασικός μισθός + 441,30 ευρώ επίδομα Κυριακών + 100,30 ευρώ επίδομα μερικής τροφοδοσίας + 100,30 ευρώ επίδομα εξειδικευμένης εργασίας + 706,09 ευρώ αποδοχές αδείας + 816,79 ευρώ κατά μέσο όρο υπερωριακή εργασία (6.338,28 : 7,76 μήνες) = 4.170,71 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 166,82  Χ  15 ημέρες]. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγομένη 800 ευρώ, επομένως δικαιούται την διαφορά ποσού 1.702,30 ευρώ, γενομένης δεκτής μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.748,54 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Τέλος, η ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και την τήρηση του ημερολογίου χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

VII. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί  κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της και κατά το μη θιγέν μέρος αυτής, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο το ποσό των  18.856,85 ευρώ (11.670,96 + 5.483,59 + 1.702,30), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της απόλυσης του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, ενώ  σχετικά με την έφεση που έγινε δεκτή  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας  πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3286/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 4.2.2015 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα –  εκκαλούντα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων οχτακοσίων πενήντα έξι και ογδόντα πέντε λεπτών (18.856,85) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9 Ιουλίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ