Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2018

Αριθμός   472/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……..  και  …… αντίθετες εφέσεις  κατά της   με αριθμό 3400/2017  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά την  τακτική  διαδικασία, οι οποίες  πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα   με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2-8-2017 και 29-9-2017  αντίστοιχα,  δηλαδή  προ πάσης επιδόσεως η πρώτη εξ αυτών και εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στις 6-9-2017 (βλ. σχετική επισημείωση επί του προσκομισθέντος αντιγράφου της  του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………) η δεύτερη   έφεση (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Επιπλέον, έχουν καταβληθεί τα νόμιμα παράβολα, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα για την  με αριθμό έκθεσης …..   έφεση  το υπ’αριθμ.   …….. παράβολο ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ’αριθμ.  ………  παράβολα Δημοσίου, και για  την  με αριθμό έκθεσης ……. έφεση  το υπ’αριθμ.   …….. παράβολο ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ’ αριθμ.  …….  παράβολα Δημοσίου. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα  και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη στην  από 12-12-2016 αγωγή της  εξέθετε ότι ο ………..,  έμπορος κρεάτων που λειτουργούσε ατομική εμπορική επιχείρηση στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, με τον  οποίο αυτή διατηρούσε εμπορική συνεργασία,  εξέδωσε και της παρέδωσε χάριν καταβολής για εμπορεύματα που του πώλησε, τέσσερις ειδικότερα περιγραφόμενες τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνία έκδοσης 31-5-2004, 15-6-2004, 31-7-2004 και 15-9-2004  συνολικού ποσού 48.356 ευρώ, οι οποίες, όμως, όταν εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη τους, γεγονός που ό ίδιος γνώριζε κατά την έκδοση τους, με συνέπεια αυτή να υποστεί ζημία ίση με το ποσό των επιταγών που δεν μπόρεσε να εισπράξει, ότι αρχές του Ιανουαρίου  έτους 2005 και ενώ είχε γεννηθεί η εν λόγω απαίτηση της έναντι του τελευταίου από τη σε βάρος της αδικοπραξία, αυτός μεταβίβασε λόγω πώλησης στην εναγόμενη εταιρία και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα, την επιχείρηση του ως σύνολο, αξίας 600.000 ευρώ, ότι η τελευταία ήξερε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ότι αποκτά το σύνολο της επιχείρησης του ………, ότι αυτή  ακολούθως εγκατέστησε την έδρα της στο κατάστημα που λειτουργούσε η μεταβιβασθείσα  ατομική επιχείρηση, όπου συνέχισε να ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό, τη φήμη και την πελατεία αυτής, ότι με την ως άνω μεταβίβαση επιχείρησης κατ’άρθρο 479 ΑΚ επήλθε  εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή του  επίδικου χρέους από την εναγόμενη,   και τέλος, ότι σε βάρος της τελευταίας είχε ασκήσει  την από 10-1-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. προγενέστερη αγωγή της με την ίδια ιστορική και νομική βάση  και το ίδιο αίτημα, η οποία απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (αοριστία) με την υπ’αρίθμ. 1414/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ζητούσε δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει  το  ποσό των 48356 ευρώ εντόκως για το ποσό κάθε επιταγής από τον χρόνο έκδοσης αυτής, άλλως από την επίδοση της ως άνω προγενέστερης αγωγής της, με την οποία όχλησε την εναγόμενη για την καταβολή του  εν λόγω ποσού για την ίδια αιτία, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Επί της  αγωγής  αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση του ,με την οποία την έκανε  δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 48.356 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη  με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν σ` αυτές, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, ώστε κατά μεν το αιτητικό της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……..  έφεσης της ενάγουσας  να  γίνει δέκτη καθ’ ολοκληρία η  αγωγή της, με την επιδίκαση τόκων από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης αγωγής της με αριθμό κατάθεσης ….., και κατά το αιτητικό   της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……..  έφεσης της εναγόμενης, να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρ. 479§1 ΑΚ, που ορίζει ότι αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί δε να υπάρχει η ευθύνη και του μεταβιβάζοντος, καθιερώνει αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών του κατά την έννοια του άρθρ. 477 ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ αυτού και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Η αιτία της μεταβίβασης είναι αδιάφορη και μπορεί  να είναι χαριστική ή επαχθής, πρέπει όμως να αφορά το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος και να ήταν αυτό σε γνώση του αποκτώντος κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Θεωρείται ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε έτσι να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο μέρος της. Αρκεί επομένως και η μεταβίβαση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτό ήταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάζοντος. Μάλιστα η ρύθμιση του άρθρ. 479 ΑΚ ισχύει και όταν η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις, είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Τα χρέη της μεταβιβαζόμενης περιουσίας μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης, προερχόμενα είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία, με εξαίρεση πάντως τα προσωποπαγή χρέη, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ενώ δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση ούτε απαιτείται αυτά να είχαν μέχρι τότε αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή. Με την έννοια αυτή εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρ. 479 ΑΚ και τα χρέη που τελούσαν κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.  Συνακόλουθα στην αγωγή, με την οποία ο δανειστής ζητά να υποχρεωθεί αυτός, που απέκτησε με σύμβαση περιουσία του οφειλέτη του, να του καταβάλει το οφειλόμενο χρέος, πρέπει, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται σ` αυτή: α) η ύπαρξη τέτοιας σύμβασης, β) η απαίτηση του δανειστή κατά του μεταβιβάζοντος και γ) το γεγονός ότι εκείνος που απέκτησε γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, ότι τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία (ένα ή περισσότερα) αποτελούσαν το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της τότε περιουσίας του μεταβιβάζοντος.  Σε κάθε περίπτωση ως περιουσία νοείται μόνον το ενεργητικό αυτής, δηλαδή εκείνο που απομένει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων, οπότε αυτός που απέκτησε περιουσία με χρέη και ενάγεται για την πληρωμή τους, δικαιούται ν` αρνηθεί την πληρωμή των χρεών, ισχυριζόμενος κατ` ένσταση ότι το ενεργητικό της περιουσίας δεν αρκεί για τον σκοπό αυτό, είτε διότι η συγκεκριμένη απαίτηση του ενάγοντος δανειστή υπερβαίνει την αξία της μεταβιβαζόμενης περιουσίας είτε διότι υπάρχουν απαιτήσεις και άλλων δανειστών για χρέη της αυτής περιουσίας, εφόσον όμως αυτές είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες, αφού διαφορετικά, σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού, αυτός που απέκτησε την περιουσία δεν δικαιούται σε σύμμετρη ικανοποίηση των περισσότερων δανειστών και αντίθετα υποχρεούται, μέχρι να καλυφθεί η αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, στην πληρωμή όποιου δανειστή προηγήθηκε (ΑΠ 1228/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με το παραπάνω υπό στοιχείο ΙΙ περιεχόμενο και αίτημα, η εκ του άρθρου 479 ΑΚ αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής στοιχεία, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της  εφέσεως της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας εταιρείας ,με τον οποίο αυτή επαναφέρει  παραδεκτώς και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτο, τον προβληθέντα και πρωτοδίκως  ισχυρισμό της, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως περί αοριστίας της αγωγής. Συγκεκριμένα στο αγωγικό δικόγραφο αναφέρεται  : α) η  κατάρτιση στις αρχές του Ιανουαρίου  έτους 2005  άτυπης σύμβασης μεταβίβασης επιχείρησης μεταξύ του οφειλέτη της ενάγουσας ……… και της εναγόμενης,  β) η απαίτηση της ενάγουσας κατά του μεταβιβάζοντος ως άνω οφειλέτη της  και γ) το γεγονός ότι η εναγόμενη που απέκτησε γνώριζε ότι τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία   αποτελούσαν το σύνολο, άλλως  το σημαντικότερο μέρος της επιχείρησης του μεταβιβάζοντος, ενώ, τέλος,  για το ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται ένα προς ένα όλα τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη-εκκαλούσα.

V. Από  την με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που ελήφθη νομίμως μετά από εμπρόθεσμη και νο0μότυπη κλήτευση της εναγόμενης-εφεσίβλητης-εκκαλούσας (βλ. τις με αριθμούς …… και ……… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….), τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα (στο ακροατήριο δεν εξετάστηκαν μάρτυρες) και λαμ­βανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο  δραστηριότητας την εισαγωγή και εμπορία νωπών και κατεψυγμένων κρεάτων, είχε εμπορική συνεργασία με τον ……., έμπορο κρεάτων, που διατηρούσε ατομική επιχείρηση με έδρα στο …… Αττικής, στην οδό ………, και υποκατάστημα στον ……. Αττικής, στην οδό ………, όπου  και ουσιαστικά λειτουργούσε την επιχείρηση του. Στα πλαίσια της εμπορικής τους αυτής συνεργασίας ο τελευταίος εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας και ακολούθως παρέδωσε σε αυτήν τέσσερις  μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικού ποσού 48.356 ευρώ, χάριν εξοφλήσεως ισόποσης έναντι αυτού εμπορικής απαίτησης της, από την προμήθεια ποσότητας κρεάτων, και συγκεκριμένα: α) στις 31-5-2004 τη με αριθμό …….. επιταγή, ποσού 10.000 ευρώ της τράπεζας EUROBANK,  β) στις 15-6-2004 τη με αριθμό …… επιταγή, ποσού 10.000 ευρώ της τράπεζας EUROBANK, γ) στις 31-7-2004 τη με αριθμό …….. επιταγή, ποσού 16.356 ευρώ της Λαϊκής Τράπεζας και δ) στις 15-9-2004 τη με αριθμό …….. επιταγή, ποσού 12.000 ευρώ της Λαϊκής Τράπεζας. Οι ως άνω επιταγές, αν και εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή εν τούτοις δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης κεφαλαίων του εκδότη τους, γεγονός που αυτός γνώριζε τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης όσο και πληρωμής τους, με συνέπεια από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά του να προκληθεί στην ενάγουσα ισόποση περιουσιακή ζημία, για την οποία διατηρεί έναντι του τελευταίου αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ……. τον Φεβρουάριο του έτους 2005 μεταβίβασε το σύνολο της εμπορικής του επιχείρησης στην εναγόμενη  .Συγκεκριμένα,  στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2004 ο ως άνω οφειλέτης της ενάγουσας, έχοντας περιέλθει σε οικονομική δυσπραγία συμφώνησε με τον ………., εταίρο και διαχειριστή της εταιρίας με την επωνυμία «………» να αγοράσει η  τελευταία το 70% των μετοχών της εταιρίας με την επωνυμία «………», με έδρα στη .., της οποίας ο …… ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος, αντί τιμήματος 42.000 ευρώ, στην οποία (ανώνυμη εταιρία) ακολούθως  θα μεταβιβαζόταν το σύνολο της ως άνω ατομικής του επιχείρησης, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 309.258,55 ευρώ. Ακολούθως, με την από 11-10-2004 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ως άνω ανώνυμης εταιρίας  «………», άλλαξε η επωνυμία αυτής σε «…….»  και μεταφέρθηκε η έδρα της στο επί της οδού …… στον ……Αττικής  κατάστημα, όπου ευρίσκοντο τα επαγγελματικά ψυγεία και ουσιαστικά λειτουργούσε μέχρι τότε η ατομική επιχείρηση του ………. Η ως άνω συμφωνία υλοποιήθηκε με τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου του 70% των μετοχών της ήδη μετονομασθείσας σε  «……..», ανώνυμης εταιρίας (εναγόμενη) στην εταιρία «… .» για την οποία υποβλήθηκε στην αρμοδία ΔΟΥ η με αριθμό ……./20-12-2004 δήλωση  μεταβίβασης μετοχών, που αντιστοιχούσε σε 14.000 μετοχές, αξίας 42.000 ευρώ,  ποσό  το οποίο, ακολούθως, κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή ……. στη Τράπεζα … Γλυφάδας. Παράλληλα, η εναγόμενη αγόρασε   άτυπα και παρέλαβε τον πλήρη εξοπλισμό, τα αυτοκίνητα, μηχανήματα και εργαλεία που αποτελούσαν το σύνολο της  ατομικής επιχείρησης του ……., αντί του  τιμήματος των 309.258,55 ευρώ (βλ. τα με αριθμούς ……… επί πιστώσει τιμολόγια). Το εν λόγω τίμημα  η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, κατά τα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνηθέντα, να καταβάλει στους υποδεικνυόμενους κάθε φορά από τον πωλητή δανειστές του προς εξόφληση ισόποσων οφειλών του κατ’ άρθρο 417 ΑΚ. Επιπλέον, αυτή εγκατέστησε την έδρα της στο προαναφερθέν Επι της οδού … αρ. … κατάστημα της ατομικής επιχείρησης του ….., και συνέχισε να ασκεί την ίδια με αυτόν  δραστηριότητα  της εμπορίας κρεάτων, επωφελούμενη της φήμης και της πελατείας που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη (μεταβιβασθείσα) ατομική επιχείρηση του. Το γεγονός ,ότι στην εναγόμενη μεταβιβάστηκε ως σύνολο η επιχείρηση του οφειλέτη της ενάγουσας, ………, προκύπτει με σαφήνεια και από την κατάθεση του …….., που εξετάστηκε ανωμοτί ως  νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης στην αγωγή με αριθμό κατάθεσης …. μεταξύ της   εταιρίας με την επωνυμία «……….» και της εναγόμενης επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1631/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της, σύμφωνα με τον οποίο τα στοιχεία της ατομικής επιχείρησης, που πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στην εταιρία του αποτελούσαν το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό μέρος αυτής. Τούτο δε, γνώριζε η εναγόμενη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η οποία και συνέχισε την άσκηση της ίδιας εμπορικής δραστηριότητας στο μίσθιο κατάστημα, όπου  μέχρι τότε η εν λόγω επιχείρηση είχε την έδρα της. Τα ανωτέρω εξάλλου δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο ……… δήλωσε διακοπή του επιτηδεύματος στην Εφορία μόλις στις 31-12-2005, καθόσον τούτο   οφειλόταν  στην οικονομική του δυσχέρεια να τακτοποιήσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις (βλ. κατάθεση …. στα υπ’αρίθμ. 1631/2007 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ  ούτε και από τα επικαλούμενα τρία τιμολόγια με αριθμούς ………, για προμήθεια κρεάτων από την  ενάγουσα, προκύπτει συστηματική άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας μέσω της ως άνω ατομικής του επιχείρησης για το μεταγενέστερο  της μεταβίβασης χρονικό διάστημα, ο πάγιος εξοπλισμός της οποίας είχε καθ’ολοκληρίαν ήδη μεταβιβασθεί  κατά τα προαναφερόμενα. Άλλωστε,  τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ στο πρόσωπο της εναγόμενης λόγω της μεταβίβασης σε αυτήν της ατομικής επιχείρησης του … .., δέχθηκε και η με αριθμό 837/2008 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε μεταξύ  της  εναγόμενης και της εταιρίας με την επωνυμία «………»,  η οποία  λαμβάνεται υπόψη εν προκειμένω ως δικαστικό τεκμήριο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μετά την ανωτέρω μεταβίβαση, επήλθε σε βάρος της εναγόμενης αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή κατ’άρθρο 479 ΑΚ των  χρεών της μεταβιβασθείσας επιχείρησης του ……, μεταξύ των οποίων είναι και το επίδικο χρέος από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών σε βάρος της ενάγουσας. Η επίδικη αυτή απαίτηση της ενάγουσας καλύπτεται εξ ολοκλήρου από την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη, ποσού 309.258,55 ευρώ και συνεπώς η εναγόμενη ευθύνεται για την πλήρη ικανοποίηση της, καθόσον δεν προέκυψε αλλά ούτε προβλήθηκε από αυτήν  ο ισχυρισμός ότι  έχει ήδη καταβάλει το ποσό της αξίας της μεταβιβασθείσας επιχείρησης σε άλλους οφειλέτες της. Κατόπιν τούτου και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά  και έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας, ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με μερικώς διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται αντιστοίχως από την αιτιολογία της  παρούσας δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις και οι σχετικοί τρίτος και τέταρτος λόγος της με αριθμό κατάθεσης ……. έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τέλος, απορριπτέα τυγχάνει και η ένσταση δεδικασμένου  από τις με αριθμό 1850/2007 και 5488/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία  η εναγόμενη-εκκαλούσα προέβαλε πρωτοδίκως και νομίμως επαναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τον πρώτο λόγο της ως άνω έφεσης της. Οι ως άνω αποφάσεις έκριναν επί των με αριθμούς κατάθεσης  ……. και ……. αγωγών της νυν ενάγουσας  κατά της εναγόμενης, με τις οποίες αυτή ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία  κατ’άρθρο 479 ΑΚ να της καταβάλει ποσό 13.170,77 ευρώ για τίμημα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης μεταξύ της ιδίας (ενάγουσας) και του ………  Εξ αυτών η μεν πρώτη απορρίφθηκε με την με αριθμό 1850/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως μη νόμιμη και η δεύτερη με την με αριθμό 5488/2008 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, ενόψει της απόρριψης της προηγούμενης αγωγής. Καθόσον, όμως, οι εν λόγω αγωγές ερείδονται σε διαφορετική νομική και ιστορική βάση  και έχουν διαφορετικό αίτημα η επ’αυτών τελεσίδικη δικαστική κρίση δεν δημιουργεί δεδικασμένο  που δεσμεύει   και το Δικαστήριο τούτο αναφορικά με την υπό κρίση αγωγή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο πρώτος λόγος της έφεσης. Ακολούθως δε, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση  η με αριθμό κατάθεσης ……. έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της κατ΄ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσιβλήτου   του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης- εκκαλούσας  ενόψει της ήττας της,  κατ’άρθρα   176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,  ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η τελευταία  προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της,   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. VΙ.  Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 2 εδαφ. α` και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως που ενέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρος της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς υπερημερία του εναγομένου οφειλέτη (άρθρο 346 ΑΚ) και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 ΑΚ, και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της ασκήσεως της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της οχλήσεως που και όταν ασκείται με την αγωγή, της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νομική της φύση ούτε την αυτοτέλειά της έναντι της αγωγής αποβάλλει. (ΑΠ 23/2004 και 24/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1710/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΔΩΔ 44/2015). Το ως άνω αποτέλεσμα της όχλησης, που έγινε με την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής προς τον οφειλέτη, δεν ανατρέπεται αν η αγωγή αυτή απορριφθεί για λόγους που δεν ανάγονται στο υποστατό της αξίωσης, αλλά στην έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων, συνεπαγομένων ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής ή απαράδεκτο αυτής (π.χ. λόγω αοριστίας). Αντίθετα, αν η αγωγή απορριφθεί για ουσιαστικό λόγο, το ανωτέρω αποτέλεσμα της περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερημερία δεν διατηρείται, αφού στην περίπτωση αυτή η όχληση δεν αφορά σε νόμιμη ή βάσιμη απαίτηση (ΑΠ 1789/2009, 1355/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων, του οποίου προγενέστερη αγωγή, που είχε επιδοθεί νομίμως, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικονομικής προϋπόθεσης, δικαιούται να λάβει τόκους από την επίδοση εκείνης της αγωγής, η οποία δεν εξέλιπε ως όχληση δημιουργική υπερημερίας, εφόσον με νεότερη αγωγή επιδιώκει την επιδίκαση της ίδιας απαίτησης (ΑΠ 178/2016,106/2014 ΝΟΜΟΣ)

VII. Εν προκειμένω, με τον μοναδικό λόγο της με αριθμό ……… έφεσης  της ενάγουσας, προβάλλεται κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως η αιτίαση ότι με αυτήν κακώς απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα  περί επιδίκασης τόκων από την επίδοση της προηγούμενης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………..  αγωγής της ιδίας σε βάρος της εναγόμενης, η οποία παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς, ισχύει  ωστόσο ως όχληση δημιουργική υπερημερίας της τελευταίας. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας η ενάγουσα είχε ασκήσει  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε βάρος του ……… και της εναγόμενης την από 10-1-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………  αγωγή της, με την ίδια ιστορική και νομική βάση  με την κριθείσα πρωτοδίκως αγωγή αιτούμενη την επιδίκαση του ιδίου χρηματικού ποσού, η οποία έγινε δεκτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και απορρίφθηκε ως αόριστη για τη δεύτερη εναγόμενη με την υπ’αρίθμ. 1414/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα,  επί ασκήσεως αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο -ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης- αποτελεί και οιονεί δικαιοπραξία οχλήσεως του δανειστή προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του, με αποτέλεσμα αυτός να καθίσταται υπερήμερος και να οφείλονται τόκοι υπερημερίας από την επίδοσή της. Συνεπώς,  εν προκειμένω η εναγόμενη  έχει καταστεί υπερήμερη ήδη με την όχληση που έγινε με την επίδοση της προηγούμενης αγωγής και ως εκ τούτου  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση τόκων είναι νόμιμο μόνον για το μεταγενέστερο της επίδοσης της ένδικης αγωγής χρονικό διάστημα, επειδή η ενάγουσα δεν επικαλείτο προηγούμενη όχληση της εναγόμενης έσφαλε, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του ερευνώμενου λόγου έφεσης, η οποία συνακόλουθα  πρέπει ομοίως να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής των τόκων. Ακολούθως δε, αφού κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο  η αγωγή   κατά το αντίστοιχο  μέρος της,   πρέπει να γίνει δεκτό ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα αυτής περί καταβολής τόκων από την επίδοση της από 10-1-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγής  .Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 § 1 και 191 του ΚΠολΔ και 100 επ. του Κωδικός Δικηγόρων, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο που εξαφανίζει είτε ολικά, είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998,825, ΕφΠειρ 333/2016, ΕφΑθ 5053/2011, ΕφΔωδ 113/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν εξαφανίζεται όμως η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης στην περίπτωση που η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αφορά μόνον παρεπόμενα αιτήματα, όπως είναι και το αίτημα περί καταβολής τόκων επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου, διότι στην περίπτωση αυτή η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη συνέχεται αναγκαίως, με το γενόμενο δεκτό κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο όμως, η εκκαλουμένη δεν εξαφανίζεται (βλ. ΑΠ 192/1998 ό.π. ΕφΔωδ 113/2005 ΕΕμπΔ 2006. 439). Επομένως, δεν πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, στην κρινόμενη υπόθεση να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά τη διάταξη της περί δικαστικής δαπάνης, διότι η διάταξη αυτή δεν αφορούσε το παρεπόμενο αίτημα περί επιδικάσεως τόκων, αλλά συνέχεται αναγκαίως με το κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο αυτή ουδόλως εξαφανίζεται. Κατόπιν αυτών τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης- εφεσιβλήτου ενόψει της ήττας της,  κατ’άρθρα     176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,  ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ , που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της,   πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  με την παρουσία των διαδίκων τις   με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….  και  ……… αντίθετες εφέσεις  κατά της   με αριθμό 3400/2017  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….. έφεση στην ουσία της.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο   του υπ’αριθμ.   …/2017 παράβολου ΤΑΧΔΙΚ και των υπ’αριθμ. .., …/2017  παράβολων Δημοσίου, συνολικού ποσού 100 ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της  εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  τα οποία  ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  στην ουσία της την με αριθμό έκθεσης ……..   έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   των παραβόλων με αριθμούς       ……./2017   ΤΑΧΔΙΚ και  ………/2017    Δημοσίου  στην καταθέσασα εκκαλούσα, συνολικού ποσού 100 ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  3400/2017  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τη διάταξη της που αφορά στην επιδίκαση τόκων.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης ………..  αγωγή .

ΔΕΧΕΤΑΙ  την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξ ευρώ (48.356 ευρώ) με το νόμιμο τόκο  από την επίδοση της από 10-1-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγής της ενάγουσας κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εφεσίβλητης  τα δικαστικά έξοδα  της  εκκαλούσας του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ