Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 408/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    408/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294 § 1, 295 § 1, 296 και 297 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 299 του ιδίου Κώδικα έχουν εφαρμογή και στα πλαίσια της κατ’ έφεση δίκης, συνάγεται ότι η νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ή και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτήν επιφέρει κατάργηση της δίκης. Η παραίτηση από το δικόγραφο έχει την έννοια της ανάκλησης της αιτήσεως του ενάγοντος να του παρασχεθεί δικαστική προστασία και, χωρίς να θίγει το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο δεν αποδικάζεται, υποδηλώνει παραίτησή του από την έναντι της πολιτείας δημοσίου χαρακτήρα αξίωσή του για έκδοση αποφάσεως στη συγκεκριμένη δίκη που άνοιξε με την άσκηση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας δηλώνεται η παραίτηση (ΑΠ 138/2014, ΤριμΕφΘεσ. 979/2016, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), το δικονομικό αποτέλεσμα της οποίας είναι να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα (ΑΠ 673/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα αναιρεί το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 142, σελ. 362), αφού υποδηλώνει εγκατάλειψη τόσο του προβληθέντος νομικού ισχυρισμού όσον και της υπό διάγνωση έννομης συνέπειας ως αβασίμων (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 90, αρ. 15, σελ. 605) και επιφέρει απόσβεση του επιδίκου δικαιώματος, που δεν μπορεί πλέον να προταθεί στο μέλλον με άλλη αγωγή (ΑΠ 1586/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραίτηση και από το δικόγραφο της αγωγής και από το υποκείμενο ουσιαστικό δικαίωμα μπορεί να πραγματοποιηθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 69/1996, Δνη 1996/1316 = ΕΕΝ 1997/449 = ΝοΒ 1998/331). Στην περίπτωση αυτή, πριν ακόμα κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης και χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (ΑΠ 201/2006, ΜονΕφΠειρ. 136/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επέρχεται, αφενός, κατάργηση της δίκης απαρχής (ΑΠ 1922/2005, Δνη 2006/818), δηλαδή όχι μόνον της έκκλητης αλλά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 118/1998, Δνη 1998/536, ΑΠ 1481/1995, ΔΕΕ 1996/296 = ΔΕΝ 1996/74 = ΕΕΔ 1997/307) και, αφετέρου, έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης (ΜονΕφΛαρ. 356/2015, Δικογραφία 2016/602, ΕφΑθ. 78/2008, Δνη 2008/1459, ΕφΑθ. 505/2007, Δνη 2008/227, Δ. Κονδύλης, Το δικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 9, σελ. 139, σημ. 27), εκτός αν ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογηθεί το έννομο συμφέρον του να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής αποφάσεως (ΑΠ 1517/2010, Δνη 2011/416, ΑΠ 398/1997, Δνη 1997/1782) στο δεύτερο βαθμό. Η παραίτηση στο εφετείο είναι δυνατή μόνο μετά την, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, αναβίωση της εκκρεμοδικίας που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής και περατώθηκε με την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία επέρχεται με την άσκηση παραδεκτής εφέσεως κατ’ αυτής, το νομότυπο και εμπρόθεσμο της ασκήσεως της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση έχει τελεσιδικήσει και, συνεπώς, επειδή δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη για να καταργηθεί, δε χωρεί πλέον παραίτηση ούτε από το δικόγραφο ούτε από το δικαίωμα της αγωγής (ΑΠ 436/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 472/2009, ΕφΑΔ 2009/821 = ΧρΙΔ 2010/55, ΕφΑθ. 3644/2007, ΕφΑΔ 2008/817, ΕφΑθ. 4729/2002, Δνη 2005/1719, ΕφΑθ. 9976/2000, ΕΔΠ 2002/264). Η παραίτηση μπορεί να γίνει από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο του ενάγοντος, ο οποίος, αν η δήλωσή του αφορά το δικόγραφο, αρκεί να έχει γενική πληρεξουσιότητα κατ’ άρθρο 96 § 1 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ. 115/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αν αφορά το δικαίωμα της αγωγής, απαιτείται, αντιθέτως, να είναι εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο κατ’ άρθρο 98 περ. β αυτού (ΑΠ 736/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μόνον εφόσον συντρέχουν οι, κατά τα λοιπά κοινές για αμφότερα τα είδη της, προϋποθέσεις του τυπικού της κύρους, εφόσον δηλαδή γίνεται είτε με δήλωση του ενάγοντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο καταχωρούμενη στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του εφετείου είτε με δικόγραφο επιδιδόμενο στον αντίδικο του παραιτούμενου. Οι τρόποι της παραιτήσεως είναι αποκλειστικοί (ΟλΑΠ 1187/1981, Δνη 1989/377, ΑΠ 368/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η περιοριστική αναφορά τους στο νόμο αποσκοπεί στον ασφαλή καθορισμό με αντικειμενικά δεδομένα του ακριβούς χρονικού σημείου καταργήσεως της εκκρεμοδικίας (ΤριμΕφΘεσ. 2000/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γεγονός νομικά σημαντικό ιδίως για τη διαπίστωση της συμπλήρωσης ή μη της παραγραφής της αξίωσης που ασκήθηκε με την αγωγή, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 263 § 2 ΑΚ, κατά την οποία η επανέγερση της αγωγής από την οποία χώρησε παραίτηση εντός έξι μηνών από αυτήν έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της πρώτης αγωγής (ΑΠ 577/2016, Ε7 2017/427). Έτσι, παραίτηση με δήλωση του ενάγοντος περιλαμβανόμενη σε δικόγραφο που κατατίθεται μεν στο δικαστήριο αλλά δεν επιδίδεται στον αντίδικό του είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (ΑΠ 902/2003, ΝοΒ 2004/383, ΜονΕφΠειρ. 258/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 90, αρ. 4, σελ. 611). Το αντίθετο συμβαίνει αν το δικόγραφο αυτό δεν κατατεθεί μεν στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη (ΕφΘεσ. 749/2008, Αρμ. 2008/1867), επιδοθεί όμως νόμιμα στον αντίδικο του παραιτούμενου και τούτο διότι ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιο του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, και το οποίο (έγγραφο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο (ΑΠ 1568/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 834/2005, Δνη 2006/98, ΑΠ 189/1997, Δνη 1997/1576). Με βάση τα ανωτέρω η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση, εφόσον αυτή φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ και απλώς επιδοθεί από τον έναν διάδικο στον άλλο (ΑΠ 109/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/2001, Δνη 2002/1618), αφού η υποβολή της στο δικαστήριο δεν αποτελεί πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο του κύρους της ως δικογράφου. Ενόψει, όμως, του επιδιωκόμενου από το άρθρο 297 ΚΠολΔ σκοπού, που συνίσταται στην ασφαλή διάγνωση της αληθούς βουλήσεως του παραιτούμενου ενάγοντος και στη διασφάλιση της περιέλευσης της δηλώσεώς του στον εναγόμενο, η επίδοση στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει με τον οριζόμενο στο νόμο τρόπο και από τα αρμόδια προς τούτο όργανα αποδεικνυόμενη με έκθεσή τους κατά τα άρθρα 122 και 139 ΚΠολΔ (ΜονΕφΛαρ. 24/2014, Δικογραφία 2015/146, ΕφΠατρ. 958/2004, ΑχΝομ. 2005/339, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Κ. Μακρίδου], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 297, αρ. 3, σελ. 596, Σ. Καραμέρος, παρατ. στην ΜονΠρΘεσ. 33926/2002, σε Αρμ. 2003/247, Ν. Παϊσίδου, Ζητήματα τύπου στην παραίτηση από την αγωγή, σε Αρμ. 1991/98 επομ. [102], Κ. Μπότσαρης, Η παραίτησις από των ενδίκων μέσων, 1983, σελ. 365), χωρίς να αρκεί η απλή παράδοση του εγγράφου στο οποίο περιέχεται η δήλωση παραίτησης στον αντίδικο του παραιτούμενου (ΑΠ 24/1979, ΝοΒ 1979/954, πρβλ ΑΠ 1177/1990, Δνη 1991/1242 = ΕΕΝ 1991/462, ΕφΠειρ. 728/1994, Δνη 1995/684), αφού αυτή δεν εξασφαλίζει επίσημη πιστοποίηση ότι περιήλθε η παραίτηση στον εναγόμενο (ΕφΑθ. 109/1985, Δ 1985/317, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 90, αρ. 4, σελ. 599, σημ. 32). Να σημειωθεί εδώ ότι η απαράδεκτη δικονομικά παραίτηση δεν ισοδυναμεί με σιωπηρή παραίτηση ούτε αποτελεί σιωπηρή εγκατάλειψη του αγωγικού αιτήματος (ΑΠ 368/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν γι’ αμφότερα τα είδη της παραιτήσεως. Ειδικώς, όμως, η παραίτηση από το δικαίωμα, αν δηλωθεί χωρίς να τηρηθεί ο νόμιμος τύπος ή αν γίνει είτε μονομερώς είτε στα πλαίσια σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης αλλά θεμελιώνει ενδεχομένως καταχρηστική καταλυτική ένσταση, που συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσία (ΑΠ 270/1987, Δνη 1988/1363, ΕφΘεσ. 993/2004, Αρμ. 2005/394, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1757, σελ. 440). Τούτο βέβαια ισχύει μόνον εφόσον πληρούται και η πρόσθετη προϋπόθεση του κύρους της παραιτήσεως από το ασκηθέν με την αγωγή δικαίωμα, την οποία θέτει η διάταξη του άρθρου 296 εδαφ. α ΚΠολΔ, δηλαδή η συνδρομή των όρων του ουσιαστικού δικαίου (ΕφΑθ. 579/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει του ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα του ενάγοντος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), η νομοθετική παραπομπή στο ουσιαστικό δίκαιο έχει την έννοια ότι κατ’ αυτό θα κριθεί αν ο ενάγων έχει εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος από το οποίο παραιτείται (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, 1978, § 194, σελ. 520) και αν η παραίτηση από αυτό είναι ανεκτή από τη δημόσια τάξη, όπως δεν συμβαίνει όταν το δικαίωμα του ενάγοντος που έχει καταστεί επίδικο αφορά στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πράγματι, κατά τη συναγόμενη από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 § 1 ΑΝ 547/1937, 4 ΑΝ 1843/1939, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 ΝΔ 4020/1959 γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον από ρητή διάταξη δεν προκύπτει το αντίθετο, δεν επιτρέπεται και είναι άκυρη κάθε συμφωνία μισθωτού και εργοδότη, που περιορίζει τις αξιώσεις του πρώτου στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας, επιδόματα δώρου εορτών και αδείας, αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας κλπ) [ΑΠ 1110/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1691/2012, Ε7 2013/499, ΑΠ 1089/2006, ΔΕΕ 2006/1178, ΑΠ 1176/1995, Δνη 1997/818 = ΔΕΕ 1995/1112 = ΕΕΔ 1997/472 = ΕπιθΙΚΑ 1996/191, ΕφΙωαν. 503/2007, Αρμ. 2008/944, ΕφΑθ. 2287/1999, Δνη 2001/474, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2015, αρ. 1330, σελ. 686, Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 2014, σελ. 790, Γ. Λεβέντης/Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 543, Χ. Γκούτος, Παραίτηση του μισθωτού από δικαιώματά του, σε ΔΕΝ 2002/1 επομ., Δ. Σιδέρης, Προστασία μισθωτού από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, 2005, σελ. 99], αφού το δικαίωμα του εργαζομένου στις αποδοχές αυτές απορρέει από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1228/1993, Δνη 1995/1981 = ΕΕΔ 1995/823). Η ακυρότητα είναι απόλυτη (Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Α/Ι, ΙΙ, 1999, § 595, σελ. 993), λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Ι, 1999, σελ. 934) και πλήττει τη συμφωνία ακόμα και αν αυτή γίνει εκ των υστέρων, μετά δηλαδή τη λήξη της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1149/2017, ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν κατά το σαφές γράμμα των πιο πάνω διατάξεων ο περιορισμός των εργατικών απαιτήσεων είναι άκυρος και θεωρείται ως μη γενόμενος όταν γίνεται με σύμβαση, όμως, η νομολογία επεκτείνει την ακυρότητά του «υπό οποιαδήποτε μορφή» (ΑΠ 1373/2003, ΧρΙΔ 2004/178 = Δνη 2005/773) και αν υλοποιείται, ακόμα δηλαδή και όταν αφορά παραίτηση του εργαζομένου που γίνεται, πρώτον, με μονομερή εξώδικη δήλωσή του, εφόσον τη δήλωση αυτή επικαλείται ακολούθως επί δικαστηρίου ο εναγόμενος εργοδότης, αφού και τότε θα πρόκειται για σύμβαση (αφέσεως χρέους του άρθρου 454 ΑΚ), που καταρτίζεται κατ’ άρθρο 192 ΑΚ με την εκ της επικλήσεως αυτής συναγόμενη αποδοχή του εργοδότη της μονομερούς περί παραιτήσεως δηλώσεως του εργαζομένου, που προηγήθηκε της έναρξης της αντιδικίας και, δεύτερον, προδήλως προς αποτροπή περιγραφής των αναγκαστικού δικαίου ως άνω διατάξεων, [όταν γίνεται] με μονομερή δήλωση του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τον τύπο του άρθρου 297 ΚΠολΔ (ΑΠ 453/1981, ΕΕΔ 1981/538), που θα ήταν άλλως έγκυρη και θα επέφερε κατάργηση της δίκης χωρίς μάλιστα τη συναίνεση του εναγομένου, δηλαδή άνευ καταρτίσεως σχετικής συμβάσεως. Τέλος, επειδή η παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής αποτελεί μεν μονομερή αμιγή [διαμορφωτική] διαδικαστική πράξη, το ουσιαστικό κύρος της οποίας εξαρτάται, όμως, από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, εκτός της εξουσίας διαθέσεως, καταλέγεται και η απαλλαγμένη ελαττωμάτων βούληση διαθέσεως (Γ. Μητσόπουλος, σε Διαδικαστικαί πράξεις, σε Τιμητικό Τόμο Γ. Ράμμου, ΙΙ, 1979, σελ. 625 – 671 [663], Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 555, σελ. 391, ο ίδιος, Το ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων, 2010, σελ. 7, Κ. Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σελ. 285 επομ., βλ. και Β. Ρήγα, Περί των διαδικαστικών πράξεων κατά τον ΚΠολΔ. Κατηγοριοποιήσεις και προβληματική των μορφών ανισχύρου, σε ΕΠολΔ 2010/9 επομ.), η δήλωση περί της παραιτήσεως αυτής, κατά την ορθότερη και υιοθετούμενη από το Δικαστήριο άποψη (ΕφΘεσ. 13/2007, Αρμ. 2007/414, ΕφΘεσ. 1142/1980, Αρμ. 1981/368, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Κ. Μακρίδου], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 296, αρ. 2, σελ. 594, contra ΕφΠειρ. 505/1987, Δνη 1988/736, πρβλ ΕφΠειρ. 830/1993, Δνη 1994/1687, ΕφΑθ. 8328/1990, Δνη 1994/132), υπόκειται σε προσβολή για ελαττώματά της και είναι ακυρώσιμη αν η σχετική βούληση του ενάγοντος δεν διαμορφώθηκε ελεύθερα και ανεπηρέαστα αλλά κατά τρόπο επιλήψιμο, δηλαδή συνεπεία απάτης ή απειλής κατ’ άρθρα 147 και 150 ΑΚ.

ΙΙ. Εν προκειμένω, η εφεσίβλητη, εναχθείσα με την από 10.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../27.10.2015 αγωγή προς καταβολή στον απασχοληθέντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε πλοίο της πλοιοκτησίας της ενάγοντα του υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών της κύριας ειδικότητάς του ως ναύτη, του μισθού που αντιστοιχούσε στην εκπλήρωση των ανατεθέντων σ’ αυτόν προσθέτων καθηκόντων του μαγείρου και της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του από 1.1.2014 έως 16.6.2014 και από 25.9.2014 έως 16.2.2015, ισχυρίζεται ότι μετά την δημοσίευση της πρωτοβάθμιας, απορριπτικής της αγωγής, απόφασης και μετά την άσκηση εφέσεως κατ’ αυτής από τον ηττηθέντα ενάγοντα ο εκκαλών παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής με δικόγραφο, το οποίο ενσωματώνει στις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Από το δικόγραφο αυτό, που φέρει ημεροχρονολογία συντάξεως και υπογραφής του την 1η.9.2017 και απευθύνεται στο εκδόν την εκκαλουμένη Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών αναφερόμενος στην ως άνω αγωγή του και στην απορριπτική αυτής πρωτοβάθμια κρίση, δηλώνει περαιτέρω ότι « … δια της παρούσης μου Σας δηλώνω ότι παραιτούμαι [του] δικογράφου και δικαιώματος της ανωτέρω αγωγής μου μη έχων ή διατηρών ουδέν δικαίωμα ή αξίωση κατά της καθ’ ης που απορρέει από την ως άνω ένδικη αιτία …». Η παραίτηση αυτή από το δικαίωμα και το δικόγραφο της ως άνω αγωγής παραδεκτώς δηλώθηκε μετά την επανέναρξη της εκκρεμοδικίας που αναβίωσε με την κατάθεση της ένδικης από 3.7 2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./7.7.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../7.7.2017 έφεσης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 2276/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε την ως άνω αγωγή, δεδομένου ότι αυτή [η έφεση] είναι τυπικά δεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), χωρίς μάλιστα ανάγκη να συνοδεύεται από το παράβολο της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Δεν παράγει, όμως, η ίδια δήλωση έννομα αποτελέσματα και δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης απαρχής για περισσότερους λόγους. Μεταξύ αυτών και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δεν περιλαμβάνεται, βέβαια, ούτε το γεγονός ότι η επίμαχη δήλωση περιελήφθη σε δικόγραφο που δεν απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως θα έπρεπε, αφού σ’ αυτό εκκρεμεί ήδη η δίκη ούτε ότι το δικόγραφο αυτό δεν (προκύπτει ότι) κατατέθηκε στη γραμματεία οποιουδήποτε δικαστηρίου. Σε ακυρωσία της ιδίας δηλώσεως ως παραιτήσεως από τις αγωγικές αξιώσεις (το δικαίωμα της αγωγής) δεν άγει ούτε η με την προσθήκη στις προτάσεις του εκκαλούντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επικαλούμενη υφαρπαγή της από αυτόν εκ μέρους της εναγομένης, που φέρεται να εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελούσε κατά την υπογραφή του δικογράφου της και της βεβαιώσεως της γνησιότητας της υπογραφής του από αρμόδια προς τούτο υπάλληλο του Κέντρου Εξυπηρετήσεως Πολιτών [ΚΕΠ] Πειραιώς (1η.9.2017) ο ενάγων, ο οποίος [ισχυρίζεται ότι] τότε ήταν «άστεγος με κατάλυμα τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στον Πειραιά, διατρεφόμενος από το συσσίτιο που παρείχετο στο ισόγειο της ανωτέρω εκκλησίας, σε χείριστη κατάσταση υγείας λόγω ζαχάρου και χωρίς την ελάχιστη ιατρική φροντίδα» και με την υπόσχεση της επαναναυτολόγησής του στο πλοίο άλλως «θα ξαναγύριζ[ε] στο δρόμο και στο συσσίτιο της εκκλησίας», καθώς οι σχετικοί κατά του κύρους της παραιτήσεως λόγω ελαττωμάτων της δηλωθείσας βουλήσεώς του, που φέρεται να σχηματίστηκε συνεπεία απάτης και απειλής, βάλλοντες ισχυρισμοί του εκκαλούντος, παρότι κατά τα ανωτέρω νόμιμοι, παρέμειναν παντελώς αναπόδεικτοι, αφού δεν επιβεβαιώθηκαν με την προσκομιδή αποδεικτικών εγγράφων βεβαιώσεων ούτε θεράποντος αυτόν ιατρού ούτε του νομικού προσώπου του ως άνω Ιερού Ναού ή της δημόσιας υπηρεσίας που επιμελείται την παροχή συσσιτίου σε απόρους στα όρια της Ενορίας του. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτών, η επίμαχη δήλωση του ενάγοντος είναι άκυρη ως παραίτηση από τις ουσιαστικές αξιώσεις του στις δεδουλευμένες αποδοχές του και στην αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του, επειδή προσκρούει στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προαναφέρθηκαν, η δε ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αλλά και ως παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής εκτιμώμενη η ίδια δήλωση είναι (τυπικά) άκυρη και εντεύθεν ανίσχυρη και στερούμενη εννόμων αποτελεσμάτων, επειδή ναι μεν περιελήφθη σε δικόγραφο κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ, το οποίο όμως δεν [προκύπτει ούτε η εφεσίβλητη επικαλείται ότι] επιδόθηκε στην αντίδικο του ενάγοντος, χωρίς να αρκεί η παράδοσή της σ’ αυτήν που την επικαλείται και ήδη προσκομίζει το δικόγραφό της, χωρίς επίδοση με δικαστικό επιμελητή και βεβαίωση με σχετική επιδοτήρια έκθεση του ακριβούς χρονικού σημείου της περιελεύσεως στην εναγομένη της παραιτήσεως.

ΙΙΙ. Με την αγωγή του, επί της οποίας η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με ισάριθμες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά και στη Λέρο της Δωδεκανήσου και λύθηκαν στην Ελευσίνα, ναυτολογήθηκε διαδοχικά δύο (2) φορές με την κύρια ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό (Φ/Γ) πλοίο «Δ», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 497,01 της πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτικής εταιρίας και απασχολήθηκε σ’ αυτό, αντί του προβλεπόμενου από την Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S μέχρι 500 κ.ο.χ του έτους 2010 μηνιαίου μισθού, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε καθημερινώς πλόες μεταφοράς οικοδομικών υλικών, εύφλεκτων και εκρηκτικών υλών, εργαζόμενος μέχρι και τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου στις 16.2.2015, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, που ανέρχονταν σε είκοσι μία χιλιάδες διακόσια τρία ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (21.203,21 €) ούτε β] το σύνολο των αποδοχών που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος και ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτά (3.488,08 €). Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος προσθέτως ότι δεν του καταβλήθηκε ούτε η αμοιβή για την εκτέλεση των πρόσθετων καθηκόντων του μαγείρου, που του είχαν ανατεθεί από την εναγομένη, η οποία, κατόπιν συμφωνίας τους άλλως επειδή αποτελούσε την ειθισμένη αμοιβή για την εκτέλεση αυτής της πρόσθετης εργασίας, ήταν ίση προς τις μηνιαίες αποδοχές της ειδικότητας του ναυτόπαιδα, ανερχόμενη σε είκοσι τέσσερις χιλιάδες τρακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (24.399,23 €) για ολόκληρο το ένδικο χρονικό διάστημα, ζητούσε ο ενάγων, μετ’ αφαίρεση του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), που του είχε καταβληθεί τμηματικά προς μερική εξόφληση των συνολικού ύψους είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (21.203,21 € + 3.488,08 € = 24.691,29 €) αξιώσεων του στις δεδουλευμένες αποδοχές του και έναντι της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του και μετά από παραδεκτή τροπή του αρχικώς εξολοκλήρου καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματός του σε εν μέρει αναγνωριστικό, Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών, που αντιστοιχούσε στο σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών και της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, που παρέμενε ανεξόφλητο (24.691,29 € – 5.000 € = 19.691,29 €) και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή του χρηματικού ποσού των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (24.399,23 €), που αντιστοιχούσε στις αποδοχές των προσθέτων καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελευταίας απολύσεώς του (17.2.2015) άλλως από την επίδοση της αγωγής του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή αυτή στο σύνολό της και, συγκεκριμένα, ως προς το αναγνωριστικώς ζητούμενο κονδύλιό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τα λοιπά καταψηφιστικά αιτήματά της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή κατά την αναφορά των έναντι των οφειλομένων αποδοχών του καταβληθέντων ο ενάγων δεν εξειδίκευε «ποιά ακριβώς ποσά του καταβλήθηκαν για κάθε αιτία», δηλαδή χωρίς οποιονδήποτε καταλογισμό των ληφθέντων στις τακτικές αποδοχές και στην αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ούτε κατά ποσοστιαία αναλογία. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την έφεσή του ο εκκαλών – ενάγων και, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

  1. IV. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 2006/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για εργασία παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 2007/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 2000/343). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 416 και 338 § 1 ΚΠολΔ, η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή και αυτός που ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση του οφείλει να το αποδείξει. Εκ τούτων έπεται ότι την καταβολή, που συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής, επικαλείται και αποδεικνύει ο ισχυριζόμενος ότι εκπλήρωσε κατά συγκεκριμένο τρόπο την υποχρέωσή του εναγόμενος οφειλέτης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί γενομένων έναντι της απαιτήσεως καταβολών αποτελεί ένσταση καταλυτική (μερικώς ή ολικώς) της αγωγής και δεν απαιτείται να μνημονεύεται σ’ αυτήν. Η δε τυχόν μνεία τέτοιων καταβολών, που προηγήθηκαν της εγέρσεως της αγωγής, γίνεται ως εκ περισσού, ενέχουσα καθ’ υποφοράν άρνηση άλλων, περαιτέρω, καταβολών και η αγωγή στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξιώσεως, χωρίς επιμερισμό τους κατά κονδύλιο, δεν είναι για το λόγο αυτό αόριστη (ΑΠ 1171/2007, ΕΕΔ 2009/258, ΑΠ 965/1998, Δνη 1999/315, ΑΠ 1291/1994, ΔΕΝ 1995/544 = ΕΕΔ 1996/32, ΜονΕφΠειρ. 528/2015, ΜονΕφΠειρ. 376/2015, ΜονΕφΠειρ. 166/2014, ΜονΕφΠειρ. 489/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010/397, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΚρητ. 514/2007, Δνη 2008/1511).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη κατά τα αιτήματά της περί επιδικάσεως των δεδουλευμένων αποδοχών της κύριας ειδικότητας του ενάγοντος και της οφειλομένης σ’ αυτόν αμοιβής για την παροχή υπερωριακώς της εργασίας του για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα, επειδή στο δικόγραφό της δεν εξειδικευόταν η απαίτηση έναντι της οποίας πραγματοποιήθηκε εκάστη των επικαλούμενων και προγενέστερων της λήξης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος καταβολών της εναγόμενης, που επέφεραν ισόποση απόσβεση του συνόλου των ως άνω αξιώσεών του, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και κατά την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του νόμου, κατά παραδοχή του συναφούς πρώτου λόγου της έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου. Για το λόγο αυτό και κατά τα κεφάλαιά της, που αντιστοιχούν στις αποδικασθείσες πρωτοδίκως αγωγικές αξιώσεις, που είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ, 53 και 54, 60, 84 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες της από 28.2.2011 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικώς υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.7/01/10.5.2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1187/9.6.2011), πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση, να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) η αγωγή, μαζί με το έτερο κεφάλαιό της, η επί του οποίου πρωτοβάθμια κρίση πλήττεται κατ’ ουσία, για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμη.

  1. V. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι με τη σύμβαση ναυτολόγησης, μπορεί εγκύρως να συνομολογηθεί ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστον όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την καθεμία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984, Δνη 1984/1363, ΑΠ 1007/2000, ΕΝαυτΔ 2001/40, ΤριμΕφΠειρ. 77/2011, ΠειρΝομ. 2011/195, ΕφΠειρ. 712/2004, ΔΕΕ 2005/211, ΕφΠειρ. 877/1999, ΕΝαυτΔ 1999/294, ΜονΕφΠειρ. 207/1016, ΜονΕφΠειρ. 22/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ. 480/2007, ΕΝαυτΔ 2007/402, ΕφΠειρ. 172/2003, ΕΝαυτΔ 2003/133, ΕφΠειρ. 70/1997, ΕφΠειρ. 202/1997, σε ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ. 1996 – 1997, σελ. 632 και 634 αντίστοιχα). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού (ΤριμΕφΠειρ. 114/2011, ΕΝαυτΔ 2011/282, ΕφΠειρ. 241/2009, ΕΝαυτΔ 2009/108), μόνο, όμως, όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 326/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 33/1992, ΕΝαυτΔ 1993/239 = Δνη 1993/78 = ΕΕΝ 1993/192 = ΝοΒ 1993/703, ΕφΠειρ. 97/2008, ΕΝαυτΔ 2008/102, ΕφΠειρ. 570/2006, ΕΝαυτΔ 2006/359, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδαφ. β του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 § 4 του ΚΔΝΔ), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997, ΕΝαυτΔ 1997/433, ΤριμΕφΠειρ. 541/2012, ΕΝαυτΔ 2012/395 = Δνη 2013/1648, ΜονΕφΠειρ. 726/2015, ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΜονΕφΠειρ. 286/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  2. VI. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και το περιεχόμενό της σταθμίζεται ανάλογα με το βαθμό της γνώσης του και κατά το μέτρο της αξιοπιστίας του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα αποδεικτέα θέματα που ειδικώς πιο κάτω επισημαίνονται και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με δύο [2] διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν ατύπως στον Πειραιά και στη Λέρο της Δωδεκανήσου αντίστοιχα, μεταξύ του ενάγοντος ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό Δ …. ναυτικού φυλλαδίου και της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου «Δ» με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κ.ο.χ. 497,01, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……, ο ενάγων ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 4.12.2013 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 16η.6.2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Ελευσίνας με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Στη συνέχεια, στις 25.9.2014 ο ενάγων ναυτολογήθηκε ξανά στο ίδιο πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα έως την 16η.2.2015, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Ελευσίνας για τον ίδιο λόγο. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Με αυτές τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου [συνομολογείται ότι] συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίο μισθό. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1.1.2014 έως 16.2.2015), δεδομένου ότι με την αγωγή δεν εγείρονται αξιώσεις γεννηθείσες κατά το έτος 2013, το πλοίο διενεργούσε πλόες μεταξύ ελληνικών λιμένων μεταφέροντας γενικό φορτίο και, συγκεκριμένα, οικοδομικά υλικά (τσιμέντο, τσιμεντόλιθους, σωλήνες, φελιζόλ, τούβλα, σιδηροδοκούς, μανδύες, ήλους, χρώματα, ασβεστοπολτό, ξυλεία, μάρμαρα, μαρμαρόσκονη, σύρματα, κεραμίδια, άμμο, γυψοσανίδες, αδιάβροχο σοβά, πλακάκια, μονωτικά υλικά κλπ) και προϊόντα φυτικής παραγωγής (άλευρα, πίτυρα, καλαμπόκι, αραβόσιτο, σιτάρι, κριθάρι κλπ). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι με το πλοίο γινόταν μεταφορές, επιπλέον των ανωτέρω, εύφλεκτων υλικών και εκρηκτικών υλών δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο ή εμμάρτυρο αποδεικτικό μέσο, αντιθέτως, αντικρούεται αποτελεσματικά από τις προσκομιζόμενες φορτωτικές που η εναγόμενη εξέδωσε εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, στις οποίες μεταξύ των μεταφερομένων εμπορευμάτων δεν μνημονεύονται άλλα πλην των ανωτέρω ειδών. Συνεπώς, για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος δε μπορεί να συνυπολογιστεί το ειδικό επίδομα που με το άρθρο 3 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ παρέχεται στους ναυτικούς που υπηρετούν σε πλοία που μεταφέρουν τέτοια (εύφλεκτα και εκρηκτικά) υλικά και ανέρχεται σε ποσοστό 40% του μισθού ενέργειας εκάστης ειδικότητας, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού. Επομένως, οι καταβαλλόμενες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το επίδικο χρονικό διάστημα, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης επί του πλοίου τροφοδοσίας ύψους δώδεκα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (12,89 €) ημερησίως και τριακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτών (12,89 € Χ 30 ημέρες = 386,70 €) μηνιαίως, ανέρχονταν κατά τους ορισμούς της ιδίας ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3 § 2 περ. ε, 6 § 1 και 8 §§ 1 και 2) στο χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (1.574,18 €) συνολικώς, το οποίο προκύπτει με συνυπολογισμό του μισθού ενέργειας (851,76 €), του επιδόματος Κυριακών (22% του μισθού ενέργειας, δηλαδή 187,39 €), του επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (16,54 €) και του επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας (851,76 € + 187,39 € + 386,70 € = 1.425,85 € / 22 ημέρες Χ 8 ημέρες κατ’ άρθρο 8 § 1 της ΣΣΝΕ = 518,49 €), το δε ωρομίσθιό του κατ’ άρθρο 4 §§ 2, 3 και 5 της ΣΣΝΕ ανερχόταν σε έξι ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (6,22 €) με την απλή προσαύξηση (25% για υπερωρία κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές) και σε επτά ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά με την προσαύξηση (50%) για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατ’ ακολουθίαν, ο ενάγων, που απασχολήθηκε στο πλοίο «Δ» επί συνολικά δέκα (10) μήνες και έξι (6) ημέρες, δηλαδή επί 10,2 μήνες, είχε δικαίωμα να λάβει ως συμβατικό αντάλλαγμα της εργασίας που εντός του νομίμου (άρθρο 4 § 1 της ΣΣΝΕ) οκταώρου παρείχε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, με την οποία ναυτολογήθηκε, το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (1.574,18 € Χ 10,2 μήνες = 16.056,63 €). Ο ίδιος υποστηρίζει ότι έναντι αυτών έλαβε μόνον πέντε χιλιάδες (5.000 €) «με τμηματικές καταβολές διάφορων μικροποσών και σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα», καθώς και ότι, πέραν του υπολοίπου των δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών του, παραμένει ανεξόφλητο το σύνολο της απαιτήσεώς του στην αμοιβή της εργασίας του κατά τα σαράντα πέντε (45) Σάββατα και τις δεκατέσσερις (14) αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος επί οκτάωρο ημερησίως, η οποία αμείβεται υπερωριακώς στο σύνολό της (από την πρώτη ώρα εργασίας) επί τη βάσει του προσαυξημένου κατά 50% ωρομισθίου της ΣΣΝΕ. Όμως, από τα έγγραφα των μισθοδοτικών λογαριασμών του, τα οποία στο σύνολό τους η εναγόμενη για πρώτη φορά προσκομίζει στην κατ’ έφεση δίκη, χωρίς, όμως, η προσκομιδή τους αυτή να κρίνεται απαράδεκτη κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, αφού δεν αποδεικνύεται ότι παρέλειψε να τα προσκομίσει στον πρώτο βαθμό από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλειά της, καθόσον μάλιστα το περιεχόμενό τους εναρμονίζεται προς τους ισχυρισμούς της (ΑΠ 175/2017, ΑΠ 692/2017, ΑΠ 731/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1238/2000, Δνη 2002/106), προκύπτει ότι στον ενάγοντα καταβλήθηκαν οι ακόλουθες μικτές αποδοχές: Α] για την απασχόλησή του κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 δύο χιλιάδες εκατόν τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι έξι λεπτά (2.135,26 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 1.433,56 € ως τακτικές αποδοχές (1.039,15 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 16,54 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 377,87 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 701,70 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 42 ώρες απλής υπερωρίας, δηλαδή εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και κατά τις Κυριακές, για την οποία η αμοιβή του υπολογίστηκε με βάση την απλή, κατά 25%, προσαύξηση του ωρομισθίου του και επί 60 ώρες υπερωρίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για την οποία η αμοιβή του υπολογίστηκε με βάση την κατά 50% προσαύξηση του ωρομισθίου του], εκ των οποίων επτακόσια εξήντα ευρώ (760 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα οκτακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτά (865,50 €), που δικαιούτο μετά την αφαίρεση φόρων, κρατήσεων και προκαταβολών, με την υπογραφή του αντιστοίχου μισθοδοτικού λογαριασμού, Β] κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2014 έως 31.3.2014, δηλαδή για δύο [2] μήνες, τέσσερις χιλιάδες διακόσια εβδομήντα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (4.270,42 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 2.867,12 € ως τακτικές αποδοχές (2.078,30 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 33,08 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 755,74 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 1.403,30 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 96 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 110 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων χίλια εξακόσια είκοσι ευρώ (1.620 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα χίλια εξακόσια σαράντα ευρώ (1.640 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού, Γ] κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2014 έως 16.6.2014, δηλαδή για δύο [2] μήνες και δεκαέξι [16] ημέρες, πέντε χιλιάδες εξακόσια ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (5.600,53 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 3.618,53 € ως τακτικές αποδοχές (2.632,51 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 41,35 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 944,67 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 1.982 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 118 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 170 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων χίλια επτακόσια πενήντα ευρώ (1.750 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα δύο χιλιάδες πεντακόσια σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.549,37 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού, Δ] για την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2014 έως 25.10.2014, δηλαδή επί έναν [1] μήνα, χίλια εννιακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (1.999,76 €) συνολικά  [συγκεκριμένα δε 1.433,56 € ως τακτικές αποδοχές (1.039,19 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 16,54 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 377,87 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 566,20 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 44 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 40 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων εννιακόσια ευρώ (900 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα εξακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα λεπτά (615,60 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού, Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 26.10.2014 έως 25.11.2014, δηλαδή για έναν [1] μήνα, δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα επτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (2.147,56 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 1.433,56 € ως τακτικές αποδοχές (1.039,15 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 16,54 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 377,87 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 714 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 44 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 60 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων τετρακόσια πενήντα ευρώ (450 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα χίλια εκατόν πενήντα ευρώ (1.150 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού, ΣΤ] κατά το χρονικό διάστημα από 26.11.2014 έως 31.12.2014, δηλαδή για έναν [1] μήνα και πέντε [5] ημέρες, δύο χιλιάδες τριακόσια ογδόντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (2.385,38 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 1.646,88 € ως τακτικές αποδοχές (1.217,04 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 16,54 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 413,38 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 738,50 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 60 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 50 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων εξακόσια ευρώ (600 €) έλαβε ως προκαταβολή στις 17.12.2014 και τα υπόλοιπα χίλια διακόσια ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (1.200,65 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού και Ζ] κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 16.2.2015, δηλαδή για έναν [1] μήνα και δεκαέξι [16] ημέρες, τρεις χιλιάδες σαράντα δύο ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (3.042,44 €) συνολικά [συγκεκριμένα δε 2.229,94 € ως τακτικές αποδοχές (1.638,33 € για μισθό ενέργειας και επίδομα Κυριακής + 24,81 € για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 566,80 € για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας), πλέον 812,50 € για την υπερωριακή εργασία του και, ειδικότερα, επί 48 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί 78 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες], εκ των οποίων χίλια πενήντα ευρώ (1.050 €) έλαβε τμηματικώς ως προκαταβολή και τα υπόλοιπα χίλια διακόσια σαράντα τρία ευρώ και έξι λεπτά (1.243,06 €) με την υπογραφή του οικείου μισθοδοτικού λογαριασμού. Ο ενάγων δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα της υπογραφής του στους μισθοδοτικούς αυτούς λογαριασμούς, αντιτείνει, όμως, ότι όταν τους υπέγραφε το περιεχόμενό τους ήταν κενό και υπονοεί ότι η εναγομένη συμπλήρωνε τις εγγραφές θέτοντας τα αναγραφόμενα ποσά κατά το δοκούν, χωρίς αυτά να ανταποκρίνονται σ’ αυτά που πράγματι λάμβανε. Εφόσον, όμως, ομολογεί τη γνησιότητα της υπογραφής του θεωρείται αποδεδειγμένη (άρθρο 457 § 3 ΚΠολΔ) και η γνησιότητα του υπερκειμένου περιεχομένου εκάστου από τα υπογεγραμμένα αυτά έγγραφα (ΜονΕφΠειρ. 616/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1445/2009, ΕπισκΕΔ 2010/137, ΕφΠατρ. 143/2008, ΕπισκΕΔ 2008/571, ΕφΛαρ. 147/2007, ΕΕΔ 2008/1494) και μάλιστα κατ’ αμάχητο τεκμήριο, που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών (ΑΠ 718/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 780/1994, Δνη 1995/840) και σε τέτοια προσβολή δεν προέβη εν προκειμένω ο ενάγων. Επομένως, τα ιδιωτικά έγγραφα των επίμαχων μισθοδοτικών λογαριασμών παράγουν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που καθένα τους περιέχει προέρχεται από τον εκδότη του που το υπέγραψε (άρθρο 445 ΚΠολΔ) και εκτιμώνται ελεύθερα ως εξοφλητικές αποδείξεις του ενάγοντος, δηλαδή ως εξώδικη ομολογία του κατ’ άρθρο 352 § 2 ΚΠολΔ ότι έλαβε τα σημειούμενα σ’ αυτούς χρηματικά ποσά, επιτρεπομένης ανταποδείξεως (ΑΠ 689/2003, Δνη 2004/157 = ΧρΙΔ 2004/520, ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 996/2014, Δνη 2014/1049), την οποία εν προκειμένω ο ενάγων δεν επιτυγχάνει, αφού ο ισχυρισμός του ότι υπέγραφε τις αποδείξεις κενές ως προς τα αναγραφόμενα ποσά είναι αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώνεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Τον έτερο ισχυρισμό του ότι οι προς αυτόν καταβολές της εναγόμενης περιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης επιχειρεί ο ενάγων να θεμελιώσει στους από 31.1.2014, 8.4.2014 και 16.6.2014 [δηλαδή τους τρεις (3) πρώτους των ανωτέρω] μισθοδοτικούς λογαριασμούς, στους οποίους αναγράφονται υπό την ένδειξη «υπόλοιπο» τα χρηματικά ποσά των οκτακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (865,50 €), χιλίων εξακοσίων σαράντα ευρώ (1.640 €) και δύο χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.549,37 €) αντίστοιχα, που προαναφέρθηκαν και τα οποία συμποσούνται σε πέντε χιλιάδες πενήντα τέσσερα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (5.054,87 €). Όμως, τα ποσά αυτά ο ενάγων υποστηρίζει ότι τα έλαβε ως προκαταβολές, ενώ από τις ίδιες, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, μισθολογικές καταστάσεις προκύπτει σαφώς ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά αποτελούσαν πράγματι το εισπραχθέν υπόλοιπο των συνολικών αποδοχών του ανά χρονικό διάστημα που καθένας λογαριασμός αφορούσε μετ’ αφαίρεση των προκαταβολών που είχε λάβει σε χρονικά σημεία προγενέστερα της εκδόσεως εκάστου λογαριασμού. Με βάση, επομένως, το περιεχόμενο των επίμαχων μισθοδοτικών λογαριασμών προκύπτει: πρώτον, ότι οι καταβαλλόμενες σε μηνιαία βάση τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (1.433,56 €) για καθέναν από τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2014, σε χίλια τετρακόσια σαράντα επτά ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1447,41 €) ανά τριακονθήμερο για την περίοδο από 1.4.2014 έως 16.6.2014, σε χίλια τετρακόσια ένδεκα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (1.411,68 €) για το μήνα Δεκέμβριο 2014 και σε χίλια τετρακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά (1.454,30 €) ανά τριακονθήμερο της περιόδου από 1.1.2015 έως 16.2.2015. Δεύτερον, ότι οι καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του ήταν σε κάθε περίπτωση κατώτερες των νομίμων, οι οποίες κατά τα προαναφερθέντα ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (1.574,18 €) και η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι ως επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας στον ενάγοντα καταβάλλονταν ανά μήνα τριακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (377,87 €) αντί των πεντακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (518,49 €), που θα έπρεπε να του καταβάλλονται. Τούτο συνέβη επειδή κατά τον προσδιορισμό του ύψους εν λόγω επιδόματος η εργοδότρια συνυπολόγιζε κλάσμα (1/22) μόνον επί του μισθού ενέργειας του ενάγοντος και του επιδόματος Κυριακών [851,76 € + 187,39 € = 1.039,15 €/22 = 47,23 € Χ 8 ημέρες = 377,87 €], χωρίς να προσμετρά αναλογία του αντιτίμου τροφής, παρά την αντιθέτου περιεχομένου σαφή διάταξη του άρθρου 8 § 2 της ως άνω ΣΣΝΕ. Τρίτον, ότι για το λόγο αυτό οι καταβληθείσες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα είναι ελαττωμένες σε σχέση προς τις καταβλητέες και, συγκεκριμένα, κατά το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (1.393,48 €). Ειδικότερα, ο ενάγων έπρεπε κατά τα ανωτέρω να λάβει δεκαέξι χιλιάδες πενήντα έξι ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (16.056,63 €), έλαβε, όμως, δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσια εξήντα τρία ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.433,56 € + 2.867,12 € + 3.618,53 € + 1.433,56 € + 1.433,56 € + 1.646,88 € + 2.229,94 €, όπως προκύπτει από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του μετ’ αφαίρεση των αμοιβών υπερωριακής εργασίας από το σύνολο των καταβληθέντων). Τέλος, τέταρτον, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς επί χίλιες δώδεκα (1.012) ώρες συνολικά κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του και αμείφθηκε για όλες με βάση το ωρομίσθιό του, προσαυξηθέν αφενός κατά ποσοστό 25% για εξ αυτών τετρακόσιες εβδομήντα δύο (472) ώρες, που αντιστοιχούν κατ’ άρθρο 4 § 2 της ΣΣΝΕ σε εργασία παρασχεθείσα κατά Κυριακές και καθημερινές ημέρες, για την αμοιβή της οποίας ο ενάγων δεν εγείρει διεκδικήσεις και αφετέρου κατά ποσοστό 50% για τις λοιπές πεντακόσιες εξήντα (560) ώρες, που αντιστοιχούν κατ’ άρθρο 4 § 3 της ΣΣΝΕ σε εργασία παρασχεθείσα κατά τα σαράντα πέντε (45) Σάββατα και τις δεκατέσσερις (14) αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων. Ο ίδιος διατείνεται ότι απασχολήθηκε επί οκτάωρο καθεμία από τις ημέρες αυτές χωρίς να λάβει αντάλλαγμα και ότι για το λόγο αυτό του οφείλονται συνολικά τρεις χιλιάδες τετρακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτά [14 αργίες + 45 Σάββατα = 59 ημέρες Χ 8 ώρες ημερησίως = 472 ώρες Χ 7,39 το ωρομίσθιο = 3.488,08 €). Όμως, για την τελευταία αυτή αιτία αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε τέσσερις χιλιάδες εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτά (4.138,40 €) συνολικά [443,40 € + 812,90 € + 1.256,30 € + 295,60 € + 443,40 € + 369,50 € + 517,30 €] και, επομένως, δεν διατηρεί πλέον καμία απαίτηση. Να σημειωθεί ότι με απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς αποδεικνύεται επιπλέον ότι ο ενάγων κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ενδίκων χρονικών διαστημάτων αμείφθηκε για απασχόληση πλέον του οκταώρου (560 ώρες /59 ημέρες = 9,49 ώρες ημερησίως), όμως ούτε ο ίδιος εγείρει απαιτήσεις για τον επιπλέον χρόνο εργασίας του ούτε η εναγομένη ζητεί τον συμψηφισμό των υπερβαλλόντως καταβληθέντων προς τις ως άνω αποδεικνυόμενες οφειλές της. Εξάλλου, ως προς τον έτερο ισχυρισμό της αγωγής περί αναθέσεως στον ενάγοντα με συμφωνία και επ’ αμοιβή προσθέτων καθηκόντων μαγείρου, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια ειδικότητα στη σύνθεση των πληρωμάτων φορτηγών πλοίων όπως το «Δ» δεν προβλέπεται ούτε από την ως άνω ΣΣΝΕ ούτε από το ΠΔ 382/1978 «Περί συνθέσεως των πληρωμάτων φορτηγών πλοίων πάσης κατηγορίας ολικής χωρητικότητας μέχρι 500 κόρων» (ΦΕΚ Α 80/16.5.1978), στο άρθρο 1 § 3 του οποίου ορίζεται μόνον ότι «Εις πλοία άνω των 100 κ.ο.χ. εις εκ του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος (ναύτης ή ναυτόπαις) δύναται να ασχολήται αποκλειστικώς, εφ’ όσον οι συνθήκες εργασίας το επιτρέπουν, με την παρασκευήν του συσσιτίου του πληρώματος». Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι με συμφωνία των διαδίκων ο ενάγων ανέλαβε εν προκειμένω να εκτελεί, εντός του νομίμου οκταώρου της απασχόλησής του και παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά του ως ναύτη, και πρόσθετα καθήκοντα μαγείρου, δηλαδή να επιμελείται της τροφοδοσίας του πλοίου, να ετοιμάζει τα γεύματα για τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, να καθαρίζει τα μαγειρικά σκεύη, τα λοιπά είδη εστιάσεως, το μαγειρείο του πλοίου και το χώρο της τραπεζαρίας ούτε ότι για την εκτέλεση των προσθέτων αυτών καθηκόντων συμφωνήθηκε να λαμβάνει ως αμοιβή τις αποδοχές που η ως άνω ΣΣΝΕ προβλέπει για την ειδικότητα του ναυτόπαιδα. Αντιθέτως, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, υπαλλήλου της εναγομένης και υπεύθυνου για την ταμειακή διαχείρισή της, προέκυψε ότι με την παραγωγή του ημερήσιου συσσιτίου απασχολούνταν όλα τα μέλη του πληρώματος, ότι τον ανεφοδιασμό του πλοίου σε τρόφιμα είχε αναλάβει ο ίδιος (ο μάρτυρας) και ότι τον καθαρισμό των χώρων, των σκευών και των ειδών εστιάσεως επιμελούνταν τα μέλη του πληρώματος συλλογικά, ο καθένας ανάλογα με τη χρήση τους στην οποία προέβαινε. Δεν διαλανθάνει, βέβαια, της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στην από τον ενάγοντα προσκομιζόμενη αχρονολόγητη πλην ενυπόγραφη βεβαίωση των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα των ενδίκων ναυτολογήσεών του, που η εναγόμενη εξέδωσε σημειώνεται ως είδος της επί του πλοίου υπηρεσίας του για την παροχή της οποίας του καταβλήθηκαν οι εκεί αναγραφόμενες ακαθάριστες αποδοχές (ύψους δεκατριών χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ [13.110 €], το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα) η ένδειξη «μάγειρας». Μόνη, όμως, η αναγραφή αυτή δεν αρκεί για τη συναγωγή συμπεράσματος περί αναθέσεως στον ενάγοντα [και] προσθέτων καθηκόντων μαγείρου. Θα αρκούσε μόνον αν ο τελευταίος προσκόμιζε και έτερη όμοια βεβαίωση σχετικά με τις αμοιβές που του καταβλήθηκαν κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα για την ειδικότητα του ναύτη, με την οποία ναυτολογήθηκε, όπως με ασφάλεια προκύπτει από το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου και δεν αμφισβητείται. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με παρόμοιες πραγματικές παραδοχές κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το συναφές αγωγικό αίτημα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και κατ’ ουδέν έσφαλε, ο δε τα αντίθετα υποστηρίζων δεύτερος (και τελευταίος) λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, MονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) και μετά την αναδίκαση της υποθέσεως να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί δε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (1.393,48 €) ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος (17.2.2015) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος αυτών, στα οποία ο ενάγων υποβλήθηκε, σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (1.393,48 €) με το νόμιμο τόκο από την 17η.2.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 28η Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ