Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 320/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 320  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1, άρθρου 9 παρ.4 του ν.4355/2015, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα, που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016 (στην υπό κρίση περίπτωση η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.1.2017), «σε περίπτωση  ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Από την ανωτέρω  διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφόσον ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτηση, ή κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, η έφεσή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή δεν είναι τυπική, αλλά γίνεται κατ’ουσίαν, διότι, αν και οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αντίθετη απόφαση περί παραδοχής τους (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 693/2014, ΑΠ 2221/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011.1572, ΑΠ 1102/2006 ΝοΒ 2006.1507, ΑΠ 350/2003 ΝοΒ  51.1858, ΑΠ 498/2001 ΕλλΔνη 44.179, ΑΠ 176/2003 ΕλλΔνη 44.764, ΑΠ 507/1998 ΕΕργΔ 1999.548, που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη, προ της τροποποίησής της με το ν.4355/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 532 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και σε υποθέσεις που δικάζονται κατά τις ειδικές διαδικασίες (βλ. άρθρο 591 παρ.1 του ΚΠολΔ) «αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως». Από το ως άνω άρθρο σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 144 § 1, και 518 § 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η προθεσμία για την άσκηση έφεσης, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, είναι τριάντα ημερών, αρχίζει δε από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της απόφασης, που περατώνει τη δίκη, αδιαφόρως αν αυτή είναι αργία – εξαιρετέα (ΕφΑθ 2606/2006 ΕλλΔνη 2009.236),  και λήγει στις επτά το βράδυ της τελευταίας (δηλαδή της τριακοστής) ημέρας και εάν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Η παρέλευση της κατά νόμο αυτής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση του διαδίκου από το δικαίωμα προς άσκηση έφεσης (άρθρο 151 του ΚΠολΔ). Εάν δε πάρα ταύτα ασκηθεί έφεση, το Δικαστήριο, κατ’άρθρο 532 του ΚΠολΔ, απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη (ΑΠ 241/2006, ΑΠ 666/2005, ΑΠ 1705/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της κατ’έφεση δίκης, λαμβάνεται, όμως, υπόψη και αυτεπάγγελτα κατ’άρθρα 151 και 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 332/1986 ΝοΒ 35.32, ΑΠ 1144/1984 ΕλλΔνη 26.37, ΕφΛαρ 302/2012 Δικογραφία 2012.674, ΕφΑθ 5446/1993 ΑρχΝ 1994.310, ΕφΑθ 57/1986 Δ 17.238). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 128 § 4 του ΚΠολΔ, αν η επίδοση γίνει με θυροκόλληση λόγω απουσίας του παραλήπτη από την κατοικία του ή απουσίας ή ανυπαρξίας των άλλων προσώπων που αναφέρονται στην §1 του ίδιου άρθρου, τότε το αργότερο την επόμενη της θυροκόλλησης εργάσιμη ημέρα πρέπει να παραδοθεί αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του προϊσταμένου και ελλείψει αυτού του αξιωματικού υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και να ταχυδρομηθεί προς τον παραλήπτη έγγραφη ειδοποίηση για το θυροκολληθέν έγγραφο. Η επίδοση θεωρείται, κατ’ άρθρο 136 § 2 του ίδιου Kώδικα, ότι συντελέσθηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου, με την προϋπόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται ανωτέρω. Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έφεση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και γενικότερα για τυπικούς λόγους, ακόμη και αν ερημοδικεί ο εκκαλών, αφού η ερημοδικία του οδηγεί σε απόρριψη της έφεσής του κατ’ουσίαν, οπότε προϋποτίθεται ότι η έφεση κρίθηκε προηγουμένως παραδεκτή και έγινε τυπικά δεκτή, δηλαδή η ερημοδικία του εκκαλούντος έχει την έννοια ότι οι λόγοι της έφεσής του, μολονότι στην πραγματικότητα δεν ερευνώνται, θεωρούνται ωστόσο ως αβάσιμοι και απορριπτέοι, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να εκδοθεί διαφορετική απόφαση (βλ. ΟλΑΠ 16/1990 ό.π., ΑΠ 1391/1989 ΕλλΔνη 1991.800 ΑΠ 507/1998 ΕΕργΔ 1999.548,  ΕφΘρ 67/1983 ΕλλΔνη 1984.489 , ΕφΘεσ 2455/1994 Αρμ 1995.1046), και συνεπώς η έφεση, με την προϋπόθεση ότι είναι παραδεκτή, απορρίπτεται τελικά ως ανυποστήρικτη κατ’ουσίαν (βλ. και ΑΠ 963/1988 ΕλλΔνη 1989.1345, ΑΠ 717/1989, ΕλλΔνη 1990.1444). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 5.1.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./10.1.2017 και ……./17.2.2017) έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον  αρμόδιο (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) προς εκδίκασή της, του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 2139/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη η ασκηθείσα σε βάρος της εφεσίβλητης εταιρίας από 13.1.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./25.5.2016) αγωγή του, διώκουσα, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματός της  στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να του καταβάλει χρηματικές απαιτήσεις του, φερόμενες ως απορρέουσες από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, συνολικού ποσού 42.045,35 ευρώ, πλέον τόκων, καθώς κρίθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων δεν καταρτίσθηκε τέτοια σύμβαση, αλλά σύμβαση έργου. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της ανωτέρω έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εκκαλών ήταν απών, και δεν εμφανίσθηκε με, ούτε εκπροσωπήθηκε από, πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η ανωτέρω έφεση κατατέθηκε από τον ηττηθέντα ενάγοντα στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.1.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./10.1.2017) και καταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εκκαλών περιορίσθηκε μόνο στην άσκηση της ανωτέρω έφεσης, δηλαδή στην κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, χωρίς να επιμεληθεί και για τον προσδιορισμό δικασίμου εκδίκασής της. Τούτο το έπραξε η εφεσίβλητη, η οποία προσκόμισε επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και με επιμέλειά της ορίσθηκε δικάσιμος προς εκδίκαση του εν λόγω ένδικου μέσου, αρχικά η 18η.5.2017, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ακολούθως, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και με κλήση προς εμφάνιση για  τη δικάσιμο της 18ης.5.2017, όταν και η υπόθεση αρχικά προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση και αναβλήθηκε η συζήτησή της κατά τα προεκτεθέντα, επιδόθηκε στις 17.3.2017, με επιμέλειά της, στον εκκαλούντα, με θυροκόλληση, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ………./17.3.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …….. Επομένως, ο  εκκαλών έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, η οποία μετ’αναβολήν ορίσθηκε για τη συζήτηση της έφεσής του, και κατά την οποία ήταν απών και δεν παραστάθηκε, ενόψει του ότι η μετά από αναβολή της συζήτησης της έφεσης αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθέντων διαδίκων, ακόμη και των απολειπομένων, και, επομένως, δεν απαιτείται κλήτευση αυτών για τη μετ’αναβολήν δικάσιμο (άρθρο 226 παρ.4 εδαφ.δ΄του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 εδαφ.β΄του ιδίου Κώδικα). Πλην όμως η κρινόμενη έφεση δεν θ’απορριφθεί εν προκειμένω κατ’ουσίαν λόγω της δικονομικής απουσίας του εκκαλούντος, διότι η απόρριψη αυτή προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως κριθεί ως παραδεκτή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση απορριπτέα τυγχάνει για τυπικούς λόγους, και δη ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση, επιδόθηκε νομότυπα, με επιμέλεια της εναγομένης, στον ενάγοντα, κάτοικο ημεδαπής (……. Αττικής) στις 8.12.2016, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη – εναγόμενη υπ’αριθμ. ……./8/12.2016 έκθεση επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, με θυροκόλληση, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 128 παρ.4 και 136 παρ.2 του ιδίου Κώδικα, καθώς στις 9.12.2016, επόμενη ημέρα της θυροκόλλησης της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 8.12.2016, αφενός μεν αντίγραφο αυτής παραδόθηκε στα χέρια του αξιωματικού υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Περιστερίου, όπου κατοικεί ο ενάγων, αφετέρου δε ταχυδρομήθηκε προς τον ενάγοντα έγγραφη ειδοποίηση για το θυροκολληθέν έγγραφο, όπως προκύπτει από τα επισυναπτόμενα στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης απόδειξη εγχείρησης δικογράφου στον ανθυπαστυνόμο …………. του εν λόγω Α.Τ. και βεβαίωση της παράδοσης έγγραφης ειδοποίησης αναφορικά με το έγγραφο αυτό στον υπάλληλο του Κεντρικού Ταχυδρομικού Ταμείου Αθήνας ……., που υπογράφονται από τα ανωτέρω πρόσωπα και τον διενεργήσαντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, με αποτέλεσμα, η επίδοση να θεωρείται συντελεσθείσα στις 8.12.2016, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επομένως, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω απόφασης άρχισε την επομένη της επίδοσης, και συγκεκριμένα στις 9.12.2016, ημέρα Παρασκευή, και συμπληρώθηκε τη Δευτέρα 9.1.2017, ενόψει του ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας αυτής (η 8η.1.2017) ήταν κατά νόμο εξαιρετέα, και δη Κυριακή. Η ένδικη έφεση, όμως, ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.1.2017, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 2 και 500 του ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την εκπνοή της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας. Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη έφεση ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη, και δη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, παρά τη δικονομική απουσία του εκκαλούντος. Τα κατά τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που νίκησε, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός της με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, εφόσον απορρίφθηκε το ένδικο μέσο που άσκησε (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), καθώς και, λόγω της ήττας του, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει  ο εκκαλών στην περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής   ερημοδικίας  από  τον εκκαλούντα κατά  της   παρούσας απόφασης, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 5.1.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/10.1.2017 και ……/17.2.2017) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2139/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28-5-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ