Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 321/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 321/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατ’εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992 ΕλλΔνη 1992/759, ΕφΑθ 3136/2007 ΕφΑΔ 2008.694). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ήταν περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΕφΛαρ  146/2004  Δικογραφία 2004.466, ΕφΘεσ 386/1999 Αρμ. 2000.1218, ΕφΑθ 2921/1998 ΕΣυγκΔ 2003.272), εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΕΑ 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294). Πλειονότητα των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη δημιουργείται και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους αρχικούς διαδίκους προσεπικαλέσει τρίτους να μετάσχουν σ’ αυτήν ή όταν τρίτος παρέμβει στη δίκη είτε εκουσίως είτε κατόπιν ανακοίνωσής της σ’ αυτόν είτε κατόπιν προσεπίκλησής του. Ειδικότερα, όπως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αρ. 4 του ΚΠολΔ προκύπτει, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το χρηματικό ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα, ανεξαρτήτως αν συγχρόνως ενώσει στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής δεν προσέλθει στη δίκη ή προσερχόμενος δεν παρεμβαίνει σ’ αυτήν περιοριζόμενος μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν διαδίκου (ΕΑ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011.850). Εκ τούτων παρέπεται ότι αν απορριφθεί η αγωγή και ως εκ τούτου και η προσεπίκληση, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν εμφανίστηκε ούτε παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη (ΑΠ 1318/1980 ΝοΒ 1981/665, ΕφΑθ 1512/2011, Δνη 2012/534, ΕφΛαρ 55/2007 Δικογραφία 2007/110, ΕφΑθ 2902/2001 ΕλλΔνη 2002/191, ΕφΑθ 2179/1998  ΕλλΔνη 39.1681). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή, απορρίπτεται ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος ή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εφεσιβλήτου (ΕφΑνΚρητ 224/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] Νόμος, ΕφΑθ 768/2014 ΕλλΔνη 2014.796, ΕφΠειρ 501/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ. 703/2006 ΑχΝομ 2007.364, ΕφΔωδ 49/2002 ΔωδΝομ. 2003.146, ΕφΘεσ 755/1987 Αρμ 1988.980). Αν πάλι ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής προσέλθει στη δίκη και ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, ο ενάγων της κύριας δίκης δεν είναι ασφαλώς υποχρεωμένος να απευθύνει την έφεσή του και εναντίον του, αφού η παρέμβαση του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή είναι πάντοτε απλή πρόσθετη (ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013.1115, ΕφΠατρ. 66/2005 ΑχΝομ 2006.291, ΕφΘεσ. 809/2000 Αρμ. 2000.825, Ν. Νίκας, ο.π., Ι, § 29, αρ. 10, σελ. 382 και § 31, αρ. 18 επομ., σελ. 402 επομ., contra Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασις, 1981, σελ. 578) και όχι αυτοτελής, κατά την έννοια του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργούμενης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβάντος (ΑΠ 499/1981 ΝοΒ 30.55, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007.569). Πάντως, η απεύθυνση της έφεσης και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος όχι μόνον δεν προκαλεί ακυρότητα του εφετηρίου, αλλά ισοδυναμεί κατά τη νομολογία (ΕφΠειρ 262/2014 ΕλλΔνη 2015.765, ΕφΛαρ 26/2005 Δικογραφία 2006.296, ΕφΑθ 1548/1985 ΕλλΔνη 26.710) με κλήση του στη συζήτηση της έφεσης, εφόσον το αντίγραφό της του επιδοθεί. Η κλήση του αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη, διότι ο προσθέτως παρεμβάς πρωτοδίκως, είτε τυγχάνει εφεσίβλητος είτε όχι, δηλαδή είτε η έφεση έχει απευθυνθεί και εναντίον του είτε όχι, εφόσον η παρέμβασή του θεωρήθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε (ΕφΘεσ. 3236/1987 Αρμ.1988.657), πρέπει να καλείται να μετάσχει στη διαδικασία που ανοίγεται με την άσκηση της έφεσης (ΕφΠειρ 905/2001 ΠειρΝομ. 2002.20), όπως αυτό με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α, 82 εδαφ. γ, 110 § 2 και 111 § 2 του ΚΠολΔ, από τις οποίες οι μεν δύο πρώτες ορίζουν ότι «ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη» και ότι «αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση» αντίστοιχα, οι δε λοιπές καθιερώνουν στην πολιτική δίκη τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της προδικασίας και της εκατέρωθεν ακρόασης. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνη του άρθρου 20 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, προκύπτει ειδικότερα ότι στον προσθέτως παρεμβάντα πρέπει να επιδίδεται με επιμέλεια οποιουδήποτε των λοιπών διαδίκων αντίγραφο της έφεσης με κλήση προς συζήτησή της ή αυτοτελές δικόγραφο κλήσης (κατ’ άρθρο 498 § 1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματά του. Σε αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης και δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης, το οποίο, ως αναφερόμενο στη προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 1426/2011, ΕφΔωδ 161/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3935/2007 ΝοΒ 2008.366, ΕφΑθ 3308/2006 ΕλλΔνη 2007.1496, ΕφΑθ 3495/2004 ΕλλΔνη 2005.559, ΕφΑθ 3478/1988, ΕλλΔνη 1989.1370, ΕφΑθ 1712/1988, Δ 1988.663, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 82, αρ. 12, Μ. Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 517, αρ. 9). Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΕφΠατρ. 401/2009 ΑχΝομ. 2010.340, ΕφΠατρ.1314/2007 ΑχΝομ. 2008.479, ΕφΠατρ. 139/2005 ΑχΝομ. 2006.302, ΕφΠειρ. 905/2001, ο.π., ΕφΑθ 10197/1995 ΕλλΔνη 1996.1666, Γ. Ράμμος, παρατ. στην ΕφΘεσ. 704/1971, σε Δ 3/140, Ν. Βερβεσός, Η απεύθυνσις της εφέσεως και κατά του υπέρ του εν τω πρώτω βαθμώ αντιδίκου του εκκαλούντος προσθέτως παρεμβαίνοντος, σε Δ6/148 επομ. [153], Ν. Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 81, αρ. 7, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 29, αρ. 10, σελ. 328 επομ.). Η κρινόμενη από 11.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/19.12.2016 και ……/19.12.2016)  έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 1761/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες οι από 18.12.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../28.12.2012) αγωγή της εκκαλούσας κατά των δύο πρώτων εφεσιβλήτων, καθώς και η από 12.11.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. ……./13.11.2014) προσεπίκληση από την πρώτη εναγομένη της, φερόμενης ως δικονομικής της εγγυήτριας, εταιρίας με την επωνυμία «……….», ήδη τρίτης εφεσίβλητης, ενόψει της απόρριψης της αγωγής για τυπικό λόγο (η σωρευόμενη στο δικόγραφο της προσεπίκλησης παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης θεωρήθηκε ότι δεν ασκήθηκε λόγω παραίτησης ως προς αυτήν από το δικόγραφο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επαναλήφθηκε στις προτάσεις της), ενώ έγινε δεκτή η από 11.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./11.5.2015) πρόσθετη υπέρ της πρώτης εναγομένης και κατά της ενάγουσας παρέμβαση της προσεπικληθείσας ανωτέρω εταιρίας, κατόπιν της απόρριψης της αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ….. /19.12.2016), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ενώ και η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 11.8.2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 11.8.2016, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η απεύθυνση του δικογράφου της έφεσης και κατά της προσθέτως στον πρώτο βαθμό παρεμβάσας υπέρ της πρώτης εναγομένης, που την προσεπικάλεσε στη δίκη ως δικονομική της εγγυήτρια, ισοδυναμεί με κλήση της προσθέτως παρεμβάσας στη συζήτηση της έφεσης, η οποία (κλήση) είναι, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη, επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησης της υπόθεσης ως προς όλους τους διαδίκους, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης

Με την από 18.12.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../28.12.2012) αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), ζητήθηκε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 57.318,78 δολλαρίων Η.Π.Α., ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης πώλησης των αναφερομένων στο δικόγραφο δύο (2) διαφορετικών ποσοτήτων καυσίμων συγκεκριμένων τύπων, οι οποίες, κατά τη συμφωνία τους παραδόθηκαν από την πωλήτρια αυτών – ενάγουσα στις 27.11.2011 στη Βαλλέτα της Μάλτας στο πλοίο “ZB”, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 49.066,22 δολλαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί στην αξία της ποσότητας καυσίμου, η οποία εκφορτώθηκε από το ανωτέρω πλοίο και παραδόθηκε στην ενάγουσα στις 21.1.2012, λόγω της επικαλούμενης από τη ναυλώτρια του πλοίου εταιρία με την επωνυμία “……….”, στην οποία μεταπωλήθηκαν στο μεσοδιάστημα οι ποσότητες αυτές από την πρώτη εναγόμενη, έλλειψης των επίσης μνημονευομένων στην αγωγή συμφωνημένων ιδιοτήτων στα πωληθέντα καύσιμα της μίας κατηγορίας, καθώς και το ποσό των 13.875 ευρώ, που αχρεώστητα καταβλήθηκε από την ενάγουσα ως έξοδα εκφόρτωσης της ποσότητας αυτής, κατά τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ήτοι συνολικά το ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτού με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής τους, με το νόμιμο τόκο από τις 26.12.2011, όταν κατά τους όρους της μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης σύμβασης πώλησης ήταν καταβλητέο το τίμημα αυτής, άλλως επικουρικώς από την 1η.3.2012, κατά την οποία οχλήθηκε η αγοράστρια περί την καταβολή του, και επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και, επιπροσθέτως, να αναγνωρισθεί ότι ουδέν χρηματικό ποσό οφείλει η ενάγουσα να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη από την εν λόγω σύμβαση, καθώς η πωληθείσα ποσότητα καυσίμων διέθετε τις συμφωνημένες ιδιότητες και δε σημειώθηκε καθυστέρηση από πλευράς της ενάγουσας στην παράδοση των καυσίμων αυτών στο πλοίο, άλλως επικουρικώς, στην περίπτωση, που ήθελε κριθεί ότι πράγματι οφείλεται στην πρώτη εναγόμενη από την ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό λόγω έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων των πωληθέντων καυσίμων, και καθυστέρησης παράδοσής τους στο πλοίο, να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγομένων, από την οποία η ενάγουσα προμηθεύτηκε, δυνάμει σύμβασης πώλησης, τα καύσιμα, που στη συνέχεια μεταπώλησε στην πρώτη εναγόμενη, να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωσή της το προαναφερθέν ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., καθώς και το ποσό των 72.061,04 δολλαρίων Η.Π.Α., στο οποίο η ναυλώτρια του πλοίου προσδιόρισε τη θετική και αποθετική ζημία, που υπέστη από τη έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων καυσίμων, και το οποίο αξιώνει να της καταβληθεί από την πρώτη εναγόμενη, από την οποία αγόρασε τα καύσιμα αυτά, δηλαδή συνολικά το ποσό των 143.254,82 ευρώ, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, καθώς και οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, πλέον τόκων και εξόδων, τυχόν ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει η ενάγουσα στην πρώτη των εναγομένων, πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου κατά της ναυλώτριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…………», στην οποία μεταπώλησε τις ποσότητες καυσίμων, που είχε αγοράσει προηγουμένως από την ενάγουσα, η οποία και διεκδικεί από την ίδια (πρώτη εναγόμενη) το τίμημα αυτών με την κρινόμενη αγωγή, την από 12.11.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. ………/13.11.2014) προσεπίκληση μετά της σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής της, με την οποία, επικαλούμενη ότι η προσεπικληθείσα εταιρία αρνείται να της καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα από την πώληση των εν λόγω καυσίμων, προβάλλοντας ανταπαιτήσεις της σε βάρος της από την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων, ζήτησε, αφενός μεν να παρέμβει αυτή προσθέτως υπέρ της στην ανοιγείσα και εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, το δικόγραφο της οποίας (αγωγής) συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της, αφετέρου δε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, να υποχρεωθεί να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, κατά κεφάλαιο, τόκους, και δικαστική δαπάνη, τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην ενάγουσα, δική της προμηθεύτρια των καυσίμων, πλέον τόκων. Τέλος, η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρία με το από 11.5.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../11.5.2015) δικόγραφο, παρενέβη προσθέτως στην επί της αγωγής εκκρεμή δίκη, υπέρ της πρώτης εναγομένης, με την επίκληση εννόμου συμφέροντος, ως δικονομική εγγυήτρια αυτής στην επίμαχη σύμβαση πώλησης, διότι η ίδια ήταν αυτή, που πώλησε στην πρώτη εναγόμενη τις ποσότητες καυσίμων, τα οποία ακολούθως μεταπωλήθηκαν από την τελευταία στην ενάγουσα, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Επί των ανωτέρω αγωγής, προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και πρόσθετης παρέμβασης, κατά τη συζήτηση των οποίων στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όταν τα δικόγραφα αυτά συνεκφωνήθηκαν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εναγομένης – προσεπικαλέσασας και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, με προφορική του δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης και περιλήφθηκε και στις προτάσεις της, παραδεκτά παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής ως προς την σ’αυτό σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, εκδόθηκε, αντιμωλία απάντων των διαδίκων μερών, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1761/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα η παρεμπίπτουσα αγωγή εξαιτίας της προηγηθείσας στο ακροατήριο νομότυπης παραίτησης από το δικόγραφο αυτής κατά τα προεκτεθέντα, αφετέρου δε απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω ακυρότητας του δικογράφου της, ως εκ της ανεπίτρεπτης επικουρικής εναγωγής με αυτήν της δεύτερης εναγομένης, διότι κρίθηκε ότι, όσον αφορά τη συγκεκριμένη διάδικο, η αγωγή ασκήθηκε υπό την αίρεση της απόρριψής της ως προς την πρώτη εναγόμενη, και, συνακόλουθα, απορρίφθηκε η προσεπίκληση της πρώτης εναγομένης ως απαράδεκτη κατόπιν της απόρριψης της αγωγής για τον προαναφερθέντα τυπικό λόγο, ενώ έγινε δεκτή η πρόσθετη υπέρ της πρώτης εναγομένης και κατά της ενάγουσας παρέμβαση της προσεπικληθείσας εταιρίας με την επωνυμία «……..», αφού απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και δη κατά του κεφαλαίου αυτής, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή της, παραπονείται η ενάγουσα, έχουσα προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, την οποία απευθύνει κατά των εναγομένων και της προσθέτως πρωτοδίκως υπέρ της πρώτης εξ αυτών παρεμβάσας, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του περί απόρριψης της αγωγής της καθ’ολοκληρίαν ως απαράδεκτης, λόγω ακυρότητας του δικογράφου της συνεπεία της με αυτήν ανεπίτρεπτης επικουρικής εναγωγής της δεύτερης εναγομένης, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της ως νόμω και ουσία βάσιμη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ.1, 218 και 219 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υποχρέου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική δε εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν η ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. του ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αντίστοιχα αλλά υπάρχει αμφιβολία προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων, η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 1134/2014, ΑΠ 605/2013, ΑΠ 670/2011, ΑΠ 1543/2009, ΑΠ 1208/2008, ΑΠ 1821/2007, ΑΠ 1495/2007 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα, στην περίπτωση της επικουρικής εναγωγής η αγωγή απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη, με αυτεπάγγελτη από το δικαστήριο έρευνα, διότι δημιουργεί εκκρεμοδικία υπό αίρεση και, άρα, ανασφάλεια και αβεβαιότητα (ΑΠ 1938/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παρεμπίπτουσα είναι η αγωγή ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και στο ίδιο δικαστήριο, όταν περιέχει μεταγενέστερη αίτηση του ενός ή του άλλου διαδίκου. Η παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να περιέχει οπωσδήποτε αίτηση διαφορετική ή ευρύτερη από την αίτηση της κύριας αγωγής. Από την ίδια διάταξη σαφώς συνάγεται, ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, αφού τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 215 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1877/2011 ΕΠΟΛΔ 2012.751). Εξάλλου ευκαιριακή (παρεμπίπτουσα) αγωγή επιτρέπεται μόνο ανάμεσα στους διαδίκους και όχι εναντίον τρίτου προσώπου. Διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Για να μπορέσει συνεπώς ο εναγόμενος να ασκήσει ευκαιριακή αγωγή εναντίον του δικονομικού του εγγυητή, θα πρέπει αυτός απαραίτητα να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στη σχετική δίκη. Στην περίπτωση δε που δεν συνενάγεται μαζί του και δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, τούτο θα επιτευχθεί μόνο με την προσεπίκλησή του κατά το άρθρο 88 του ΚΠολΔ, η οποία και διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΕφΛαρ 145/2012 Αρμ.2012.1886. ΕφΠατρ 718/2008 ΑχΝομ 2009.129, ΕφΠατρ 802/2003 ΑχΝομ 2004.276). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 86, 87 και 88 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσεπίκληση, η διαδικαστική δηλ. πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης επιτρέπεται σε τρεις μόνο περιπτώσεις και ειδικότερα (α) των ομοδίκων επί αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρο 86 του ΚΠολΔ) (β) του αληθινού κυρίου ή νομέα, σε περίπτωση εμπράγματης αγωγής (άρθρο 87 του ΚΠολΔ) και (γ) του υποχρέου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλ, του καλουμένου δικονομικού εγγυητή (άρθρο 88 του ΚΠολΔ). Στην τελευταία αυτήν περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο (α) όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο ή (β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα. Από τα παραπάνω συνάγεται περαιτέρω, ότι κατά την έννοια του άρθρο του 88 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, σύμφωνα με το νόμο ή σύμβαση, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλ. στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την δεύτερη κατά του προσεπικαλουμένου. Επομένως, βάση της κατά το άρθρο 88 του ΚΠολΔ ασκούμενης από τον εναγόμενο προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του προσεπικαλούμενου τρίτου, περί καταβολής στον προσεπικαλούντα κάθε ποσού, το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης κατ’ αυτού της κύριας αγωγής, ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο ειδική έννομη σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο την αποζημίωση που αξιώνει απ’ αυτόν (προσεπικαλούντα) ο κυρίως ενάγων (ΑΠ 1105/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, απαραίτητο στοιχείο της ενωμένης στην προσεπίκληση αγωγής είναι η αναφορά στο δικόγραφο αυτής της ύπαρξης  έννομης σχέσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα αποζημίωσης του προσεπικαλούντος και δικαιολογεί τη μετακύλιση των συνεπειών της ήττας στον προσεπικαλούμενο (ΑΠ 1202/1994 ΕλλΔνη 1996.142). Επομένως, δε συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, όταν γεννάται δικαίωμα του προσεπικαλούντος προς αποζημίωση από γεγονότα άσχετα προς την κυρία δίκη, δηλαδή άσχετα με την περίπτωση της ήττας του στη δίκη αυτή, από τα οποία είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχικά εναγωγή του προσεπικαλουμένου (ΕφΘεσ 203/2011 ΕΦΑΔ 2012.162). Ειδικότερα στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή απαιτείται συνάφεια της μεταξύ των διαδίκων της αγωγής ουσιαστικής έννομης σχέσης και αυτής των διαδίκων της προσεπίκλησης. Τούτο δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 88 του ΚΠολΔ, αλλά προκύπτει εμμέσως, τόσον από τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ήττας του προσεπικαλούντος στη δίκη επί της αγωγής και της βάσει της έννομης σχέσης υποχρέωσης αποζημίωσης του προσεπικαλουμένου, όσο και από το περιεχόμενο της ήττας. Δεν αρκεί δηλ.η αυτοτελής και αφηρημένη θεώρησή της ως γεγονότος απώλειας της δίκης ενός διαδίκου, ο οποίος μπορεί να αναχθεί κατά ενός τρίτου, προκειμένου να ανατρέψει τις προκύπτουσες απ’αυτήν οικονομικές συνέπειες. Αλλά απαιτείται η συγκεκριμένη θεώρηση της ήττας ως κατάληξη της δίκης, έτσι όπως αυτή διεξήχθη επί ορισμένης έννομης σχέσης. Η αξίωση αποζημίωσης του προσεπικαλούντος βασίζεται αναγκαία στο συγκεκριμένο περιεχόμενο της ήττας, ενώ σ’άλλες υποθέσεις τούτο αγνοείται. Πρακτικά η συνάφεια διαπιστώνεται αν ο προσεπικαλούμενος θα μπορούσε να εναχθεί από τον αντίδικο του προσεπικαλούντος, βάσει των ρυθμίσεων του ουσιαστικού δικαίου, έτσι όπως ενήχθη ο τελευταίος. Αν ο προσεπικληθείς είναι άσχετος προς την ουσιαστική έννομη σχέση του αντιδίκου του προσεπικαλούντος, τότε η συνάφεια αποκλείεται (βλ. σχετ. σε Στέφανου Πανταζόπουλου, Η Προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, 1995, σελ.122 και 127). Ενόψει τούτων δε συντρέχει υπόθεση προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή (ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη προϋφιστάμενης έννομης σχέσης του με τον “προσεπικαλούντα”) επί αγωγής αποζημίωσης του αγοραστή κατά του πωλητή λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του πράγματος όταν “προσεπικαλείται” ο τρίτος προμηθευτής του εναγομένου μεταπωλητή. Η αξίωση αποζημίωσης του εναγομένου μεταπωλητή κατά του πωλητή του δεν εξαρτάται από την ήττα του απέναντι στον τελικό αγοραστή, και μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς με την επίκληση των προϋποθέσεων του νόμου, δίχως τη μεσολάβηση δίκης βεβαιωτικής του ελαττώματος μεταξύ άλλων προσώπων. Ή, διαφορετικά, η απόρριψη της αρχικής αγωγής δεν οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής μεταξύ πωλητή και του αρχικού πωλητή. Διότι πρόκειται για μεμονωμένες συμβάσεις πωλήσεων, οι έννομες συνέπειες των οποίων καθορίζονται από το πραγματικό τους, ανάλογα και με την επίκληση των εκάστοτε απαιτούμενων προϋποθέσεων (βλ. σχετ. σε Στέφανου Πανταζόπουλου, Η Προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, 1995, σελ.122, υποσημ. 395). Επομένως, εφόσον η προσεπίκληση και η με αυτή σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης βασίζεται σε προϋφισταμένη έννομη σχέση (από σύμβαση ή και από αδικοπραξία) μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλουμένου, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να αποζημιώσει τον πρώτο σε περίπτωση ήττας του κατά την κύρια δίκη, σε περίπτωση μεταπώλησης πράγματος ελαττωματικού δεν είναι νόμιμη η προσεπίκληση του αρχικού πωλητή από τον μεταπωλητή σε δίκη που αφορά αγωγή του αγοραστή κατά του μεταπωλητή (ΕφΑθ 1098/1970 Αρμ. 24.918, ΕφΑθ 1097/69 Αρμ. 23.929). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 57.318,78 δολλαρίων Η.Π.Α., ως υπόλοιπο οφειλομένου τιμήματος πώλησης προς αυτήν (πρώτη εναγόμενη) δύο διαφορετικών ποσοτήτων καυσίμων συγκεκριμένων προδιαγραφών, καθώς και το ποσό των 13.875 δολλαρίων Η.Π.Α., ως καταβληθέντα αχρεώστητα από την ίδια (την ενάγουσα) έξοδα εκφόρτωσης από το πλοίο, στο οποίο, κατά τους όρους της συμφωνίας τους, παραδόθηκαν τα καύσιμα, ορισμένης ποσότητας αυτών, καθώς η ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου, στην οποία μεταπωλήθηκαν τα καύσιμα από την αγοράστρια – πρώτη εναγόμενη, ισχυρίσθηκε ότι τα πωληθέντα καύσιμα της μίας κατηγορίας δεν έφεραν τις συμφωνημένες ιδιότητες της κατηγορίας αυτής, ήτοι συνολικά το ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτού με βάση την κατά το χρόνο της πληρωμής του επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία, πλέον τόκων, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα ως προς το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας της απαίτησής της, και να αναγνωρισθεί ότι ουδέν χρηματικό ποσό οφείλει αυτή (η ενάγουσα) προς την πρώτη εναγόμενη από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, διότι τα πωληθέντα όντως πληρούσαν τις συμβατικές προδιαγραφές και διέθεταν τις συμφωνημένες ιδιότητες, άλλως, στην περίπτωση, που γίνει δεκτό ότι οφείλει στην ανωτέρω αντίδικό της οποιοδήποτε ποσό για το λόγο αυτό, καθώς και λόγω καθυστέρησης στην παράδοση των καυσίμων στο πλοίο, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, από την οποία η ίδια (η ενάγουσα) αγόρασε τα καύσιμα αυτά, να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., καθώς και το ποσό των 72.061,04 δολλαρίων Η.Π.Α., στο οποίο η ναυλώτρια του πλοίου προσδιόρισε τη θετική και αποθετική ζημία, που υπέστη από τη έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων καυσίμων, και ως προς το οποίο ήγειρε ισόποση απαίτηση σε βάρος της πρώτης εναγομένης, από την οποία προμηθεύτηκε τα καύσιμα, δηλαδή συνολικά το ποσό των 143.254,82  δολλαρίων Η.Π.Α., άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής του, καθώς και οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, πλέον τόκων και εξόδων, τυχόν ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στην πρώτη των εναγομένων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας από το δικαστήριο, λόγω ακυρότητας του δικογράφου της, διότι σαφώς εμπεριέχεται σ’αυτό επικουρική εναγωγή της δεύτερης εναγομένης, η οποία, κατά δικονομικά ανεπίτρεπτο τρόπο, ενάγεται ως προς αμφότερα τα αγωγικά αιτήματα (αναγνωριστικό και καταψηφιστικό) για την περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται εν προκειμένω εκκρεμοδικία υπό αίρεση και, άρα, ανασφάλεια και αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο  της εναγομένης και υπόχρεης από την έννομη σχέση της δίκης, όπερ απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 219 παρ.1 του ΚΠολΔ, και μάλιστα στο σύνολό της, ήτοι και ως προς την πρώτη των εναγομένων, και όχι μόνο ως προς τη δεύτερη εξ αυτών, ως προς την οποία ασκήθηκε επικουρικά, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η δεύτερη εναγόμενη, προμηθεύτρια, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, της ενάγουσας ως προς τις ποσότητες καυσίμων, που η τελευταία στη συνέχεια μεταπώλησε στην πρώτη εναγόμενη, ενάγεται ανεπίτρεπτα επικουρικά, όσον αφορά στο αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με το οποίο διώκεται ν’αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω ουδέν οφείλει στην πρώτη εναγόμενη από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, διότι τα πωληθέντα στην τελευταία καύσιμα πράγματι έφεραν τις συμφωνημένες ιδιότητες, υπό την αίρεση της απόρριψης της αγωγής αναφορικά με το αίτημα αυτό ως προς την πρώτη εναγόμενη. Και τούτο διότι, όπως αναφέρεται στην αγωγή, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι όντως οφείλεται στην πρώτη εναγόμενη από την ενάγουσα οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, και, επομένως, ως εξυπακούεται, απορριφθεί η αγωγή ως προς το ανωτέρω αναγνωριστικό αίτημα κατά της πρώτης εναγομένης, τότε και μόνο ζητείται με την αγωγή να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, από την οποία η ενάγουσα αγόρασε τα ακολούθως μεταπωληθέντα στην πρώτη εναγόμενη καύσιμα, να της καταβάλει το ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων, το οποίο με την αγωγή ζητείται να καταβληθεί στην ενάγουσα και από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και το ποσό των 72.061,04 δολλαρίων Η.Π.Α., στο οποίο η ναυλώτρια του πλοίου προσδιόρισε την απαίτησή της σε βάρος της πρώτης εναγομένης, από την οποία προμηθεύτηκε τα καύσιμα, λόγω της έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων, δηλαδή συνολικά το ποσό των 143.254,82  δολλαρίων Η.Π.Α., άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής του, καθώς και οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, πλέον τόκων και εξόδων, τυχόν ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει η ενάγουσα στην πρώτη των εναγομένων, δηλαδή, όσον αφορά στο αναγνωριστικό αίτημα η αγωγή ασκείται σε βάρος της δεύτερης εναγομένης υπό την αίρεση της απόρριψής της ως προς την πρώτη εναγόμενη. Πέραν τούτου, όμως, η δεύτερη εναγόμενη ενάγεται επικουρικά και ως προς το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα, δηλαδή αναφορικά με το ποσό των 71.193,78 δολλαρίων Η.Π.Α., άλλως με το σε ευρώ ισόποσο αυτού κατά την ημέρα της πληρωμής, πλέων τόκων, εκ του οποίου ποσό 57.318,78 δολλαρίων Η.Π.Α., ζητήθηκε να καταβληθεί στην ενάγουσα από την πρώτη εναγόμενη ως υπόλοιπο οφειλομένου από την τελευταία τιμήματος πώλησης ποσοτήτων καυσίμων, ενώ ποσό 13.875 δολλαρίων Η.Π.Α., ως αχρεώστητα καταβληθέντα από την ίδια την ενάγουσα έξοδα εκφόρτωσης από το πλοίο, στο οποίο, κατά τους όρους της συμφωνίας τους, παραδόθηκαν τα καύσιμα, ορισμένης ποσότητας αυτών, καθώς η ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου, στην οποία μεταπωλήθηκαν τα καύσιμα από την αγοράστρια – πρώτη εναγόμενη, ισχυρίσθηκε ότι τα πωληθέντα καύσιμα της μίας κατηγορίας δεν έφεραν τις συμφωνημένες ιδιότητες, διότι, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από το ίδιο το περιεχόμενο της αγωγής, το ανωτέρω ποσό ζητείται να καταβληθεί στην ενάγουσα και από την πρώτη των εναγομένων, αλλά και από τη δεύτερη εξ αυτών, όπερ, αν και δεν αναφέρεται ρητά στο δικόγραφο, προϋποθέτει εκ των πραγμάτων, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, την απόρριψη της αγωγής και όσον αφορά στο αίτημα αυτό (και όχι μόνον όσον αφορά στο αναγνωριστικό αίτημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα στην ένδικη έφεσή της) ως προς την πρώτη εναγόμενη, η οποία φέρεται να ενέχεται εν πρώτοις για την καταβολή του ίδιου ποσού στην ενάγουσα, με αποτέλεσμα η ευθύνη της δεύτερης εναγομένης να θεμελιώνεται στην αγωγή υπό την αίρεση της μη ευδοκίμησης αυτής ως προς την πρώτη εναγόμενη και η ιδιότητα αυτής (δεύτερης εναγομένης) ως διαδίκου, και, συνακόλουθα, υπόχρεης για την καταβολή του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, να μην είναι εκ των προτέρων δεδομένη, βέβαιη και θετική, ως έδει, αλλά, κατά δικονομικά ανεπίτρεπτο τρόπο, να εξαρτάται από την έκβαση της δίκης εναντίον της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, ουδόλως ευσταθεί ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, που περιέχεται στο δικόγραφο της έφεσής της, ότι σε κάθε περίπτωση, και όλως επικουρικώς, όσον αφορά στη δεύτερη εναγόμενη, η αγωγή της έχει το χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, και, επομένως, ως προς την ανωτέρω διάδικο, έχει ασκηθεί παραδεκτά. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η παρεμπίπτουσα αγωγή του άρθρου 283 του ΚΠολΔ ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο ίδιο δικαστήριο, και περιέχει μεταγενέστερη αίτηση του ενός ή του άλλου, διαφορετική ή ευρύτερη από την αίτηση της κύριας αγωγής, η οποία εν προκειμένω, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη ενάγεται παρεμπιπτόντως, είναι αυτή μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, έναντι των οποίων η δεύτερη εναγόμενη είναι τρίτη. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δε ζητείται να υποχρεωθεί η ενάγουσα να καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό στην πρώτη εναγόμενη, ώστε η εναγωγή της δεύτερης εναγομένης να μπορεί να εκτιμηθεί ως σωρευόμενη στο δικόγραφο παρεμπίπτουσα αγωγή στην κύρια αγωγή μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, αφού η παρεμπίπτουσα αγωγή εξ ορισμού προϋποθέτει μία ειδική έννομη σχέση μεταξύ παρεμπιπτόντως ενάγοντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο το ποσό, που αξιώνει απ’ αυτόν (παρεμπιπτόντως ενάγοντα) ο κυρίως ενάγων, (μάλιστα, εάν ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος δε συνενάγεται στην κύρια δίκη με τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα, πρέπει να προσεπικαλείται από τον τελευταίο, ως δικονομικός του εγγυητής, κατά το άρθρο 88 του ΚΠολΔ, ώστε να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη αυτή), και, επομένως, θα πρέπει ο παρεμπιπτόντως ενάγων να είναι εναγόμενος στην κύρια δίκη, οπότε και θα δικαιούται, εφόσον υποχρεωθεί να καταβάλει κάποιο ποσό στον κυρίως ενάγοντα, να διεκδικήσει στη συνέχεια το ποσό αυτό από τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο, με βάση τη μεταξύ τους σχέση, όπερ εκ των πραγμάτων δε μπορεί να ισχύσει εν προκειμένω, διότι η ενάγουσα στη δίκη με την πρώτη εναγόμενη δεν ενάγεται, και, συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει περίπτωση να της επιβληθεί η υποχρέωση καταβολής κάποιου χρηματικού ποσού, το οποίο ακολούθως να δικαιούται να αξιώσει από τη δεύτερη εναγόμενη, δε μπορεί να υπέχει θέση παρεμπιπτόντως ενάγουσας με παρεμπιπτόντως εναγόμενη τη δεύτερη εναγόμενη. Ούτε όμως η ενάγουσα, σε περίπτωση ήττας της στην παρούσα δίκη, εφόσον ήθελε κριθεί ότι τα πωληθέντα απ’αυτήν στην πρώτη εναγόμενη καύσιμα δε διέθεταν τις συνομολογημένες ιδιότητες, θα μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση για τη ζημία της από την απώλεια του ποσού του τιμήματος της πώλησης, και των εξόδων εκφόρτωσης από το πλοίο ποσότητας καυσίμων, που αξιώνει να της καταβληθούν εν προκειμένω, ή για άλλη αιτία, με παρεμπίπτουσα αγωγή σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, η οποία πώλησε στην ίδια τα εν λόγω καύσιμα, σωρευόμενη στο κρινόμενο δικόγραφο, διότι η δεύτερη εναγόμενη δε φέρει την ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας της ενάγουσας, αφού η αξίωση αποζημίωσης της τελευταίας, ως μεταπωλήτριας των καυσίμων κατά της δεύτερης εναγομένης, δικής της πωλήτριας, δεν εξαρτάται από την ήττα της (της ενάγουσας) στην παρούσα δίκη, αλλά μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς με ξεχωριστή αγωγή με την επίκληση των προϋποθέσεων του νόμου, δίχως τη μεσολάβηση δίκης, βεβαιωτικής της έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων μεταξύ άλλων προσώπων. Συγκεκριμένα, μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης δεν προϋφίσταται κάποια ειδική έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας της ενάγουσας στην κύρια δίκη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης, να της παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά της δεύτερης εναγομένης ακριβώς λόγω της ήττας της, και με βάση το περιεχόμενο αυτής, στην έκταση της ήττας της, αλλά αντίθετα το δικαίωμα της ενάγουσας προς αποζημίωση από τη δεύτερη εναγόμενη γεννάται από γεγονότα άσχετα προς την κύρια δίκη, δηλαδή άσχετα με την περίπτωση της ήττας της στη δίκη επί της κρινόμενης αγωγής, από τα οποία, όμως, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχικά εναγωγή της δεύτερης εναγομένης με άλλη, ξεχωριστή αγωγή. Και τούτο διότι πρόκειται περί μεμονωμένων συμβάσεων πώλησης, οι έννομες συνέπειες εκάστης των οποίων καθορίζονται από το πραγματικό της, ανάλογα με την επίκληση των εκάστοτε οριζομένων στο νόμο προϋποθέσεων, χωρίς την αντικειμενική συνάφεια μεταξύ τους, που θα πρέπει να συντρέχει για την εφαρμογή του άρθρου 88 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και, επομένως, η ενάγουσα μπορεί μεν να στραφεί κατά της δεύτερης εναγομένης, διεκδικώντας αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, που τυχόν υπέστη, σε περίπτωση έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των αγορασθέντων απ’αυτήν καυσίμων, πλην όμως με δικονομικά επιτρεπτό τρόπο, ήτοι μόνο με αυτοτελή αγωγή, και όχι απαραδέκτως με παρεμπίπτουσα αγωγή ως δικονομική της εγγυήτρια, στο πλαίσιο της δίκης μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, ενώ, επιπροσθέτως, η δεύτερη εναγόμενη δε μπορεί να εναχθεί απευθείας από την πρώτη εναγόμενη βάσει των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, ελλείψει οιουδήποτε συμβατικού δεσμού μεταξύ τους, καθώς η δυνατότητα απευθείας εναγωγής του προσεπικαλουμένου και παρεμπιπτόντως εναγομένου από τον αντίδικο του προσεπικαλούντος – παρεμπιππτόντως ενάγοντος πρακτικά καταδεικνύει τη συνάφεια που απαιτείται μεταξύ των ουσιαστικής έννομης σχέσης των διαδίκων της κύριας δίκης και αυτών της δίκης επί της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ώστε να πρόκειται περί περίπτωσης παραδεκτής προσεπίκλησης από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο της κύριας δίκης του δικονομικού του εγγυητή. Μάλιστα, ακόμη και σε περίπτωση άσκησης αγωγής από την πρώτη εναγόμενη, ως αγοράστρια των καυσίμων, σε βάρος της ενάγουσας, ως πωλήτριας αυτών, προς καταβολή αποζημίωσης εξαιτίας της έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων, και πάλι προσεπίκληση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής της ενάγουσας προς τη δεύτερη εναγόμενη, ως δική της προμηθεύτρια των καυσίμων, που στη συνέχεια μεταπωλήθηκαν στην  πρώτη εναγόμενη,  δεν θα ήταν νόμιμη, για τους λόγους, που ήδη αναφέρθηκαν. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, ορθά κατ’αποτέλεσμα κρίνοντας, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των περί επικουρικής εναγωγής διατάξεων, όπως αβασίμως υποστηρίζεται από την εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της η οποία πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί  η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους (άρθρα 176, 183 του και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από  11.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./19.12.2016 και ………/19.12.2016) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1761/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου του ενδίκου μέσου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις28-5-2018

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ