Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 324/2018

Αριθμός   324/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθμό …../1.9.2017 έφεση κατά της με αριθμό ……/29.1.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …../2012 αγωγής της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η προαναφερόμενη έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, με κωδικό …….., όπως προκύπτει από την από 1.9.2017 απόδειξη είσπραξης παραβόλου της Alpha Bank.

Κατά το άρθρο 169 του ΚΠολΔ το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί ή ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. Β του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο δεν προχωρεί στη συζήτηση του ενδίκου μέσου ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση, που διέταξε σχετικά με το ένδικο αυτό μέσο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για την επιβολή της προβλεπόμενης εγγύησης, απαιτείται κατ’ αρχήν αίτηση του εναγομένου, καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο, η οποία προκειμένου για την συζήτηση ενδίκου μέσου υποβάλλεται με τις προτάσεις κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ του ΚΠολΔ) και περαιτέρω η συνδρομή προφανούς κινδύνου ότι ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας στα έξοδα δεν θα καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί. Κριτήριο, επομένως, της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος δεν έχει εμφανή περιουσία, έχει άγνωστη διαμονή, είναι αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του αιτούντος και, εν γένει, αφερέγγυος. Για να διαταχθεί η εγγυοδοσία, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη, προαποδεικτικά, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για την αδυναμία εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ` αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου. Το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική ένσταση της δίκης για εγγυοδοσία, ορίζει όχι μόνο το ποσό της, αλλά και την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει. Αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, “αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή, η κυρία παρέμβαση ή το ένδικο μέσο”, πράγμα που είναι υποχρεωτικό για το δικαστήριο και δεν απόκειται στην διακριτική του ευχέρεια. Η ανάκληση δε, θεωρείται, πως αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ενδίκου μέσου. Το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της ανωτέρω δικονομικής αναβλητικής ένστασης, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ` ου η κυρία παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ η ένσταση είναι βάσιμη, αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ1876/2009 δημ. νόμος, ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009, 1536, ΑΠ 990/08 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 163/2013 δημ. νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη, κατά την παρούσα συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, ζήτησε, με τις προτάσεις της κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως, να υποχρεωθεί η εκκαλούσα σε εγγυοδοσία ύψους 9.835,92 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης δίκης, γιατί υπάρχει έκδηλη αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα αυτής (εκκαλούσας), ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της εκδοθησομένης αποφάσεως, κατά τη διάταξη της ενδεχόμενης καταδίκης τους στα δικαστικά έξοδα. Η αίτηση αυτή η οποία τυγχάνει, παραδεκτή, ως ασκηθείσα κατά την προκειμένη, πρώτη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, συζήτηση της ένδικης υποθέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, όμως, αυτή ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, καθ’ όσον από το σύνολο των εγγράφων, που προσκομίζει και επικαλείται η επιφορτισμένη με το βάρος αποδείξεως της εφεσίβλητη δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα είναι αγνώστου διαμονής, και δεν έχει εμφανή περιουσία από μόνο το γεγονός ότι έχει αδειάσει τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, καθώς από το έτος 2015 στη χώρα ως γνωστόν έχουν επιβληθεί περιορισμοί και όρια στις μετακινήσεις κεφαλαίων γεγονός που προκάλεσε προβλήματα στην εμπορική δραστηριότητα. Εξάλλου η εφεσίβλητη δεν επικαλείται ότι η εκκαλούσα υπήρξε ασυνεπής κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους ή ότι οι επιταγές που αυτή εξέδιδε προς πληρωμή ήταν ακάλυπτες. Επομένως και με δεδομένο ότι δεν αρκεί πιθανολόγηση αλλά πλήρη απόδειξη αναφορικά με την επικαλούμενη από την εφεσίβλητη αφερεγγυότητα της αντιδίκου της, η δε τελευταία (εκκαλούσα) ισχυρίζεται ότι όλες οι προς τρίτων οφειλές έχουν ρυθμιστεί, δεν αποδείχθηκε πλήρως ότι η εκκαλούσα δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα, που τυχόν θα της επιβληθούν για την παρούσα δίκη.

Η ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμενης ευθύνης με έδρα τον … εξέθετε µε τη με αριθμό …../2012 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ότι, δυνάµει διαδοχικών ιδιωτικών συµφωνητικών που καταρτίστηκαν µεταξύ αυτής και της ήδη εφεσίβλητης εναγοµένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας που εδρεύει στον Πειραιά, παραχωρήθηκε σ’ αυτήν (εκκαλούσα) η έναντι ανταλλάγµατος εκµετάλλευση όλων των κυλικείων εντός των αναφεροµένων στο δικόγραφο πλοίων, που ανήκαν στην πλοιοκτησία της ήδη εφεσίβλητης, για το χρονικό διάστηµα από 01.02.2006 έως και 31.01.2012. Ότι µε σχετικούς όρους των ανωτέρω συµφωνητικών, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην εφεσίβλητη, ως αντάλλαγµα για την εκµετάλλευση των κυλικείων της, τα εκτιθέµενα στην αγωγή χρηµατικά ποσά, ανά µεταφερόµενο από κάθε πλοίο επιβάτη, καθ’ όλη τη διάρκεια της συµβατικής τους σχέσης, τα οποία (ποσά) θα προέκυπταν βάσει συγκεντρωτικών καταστάσεων κινήσεως επιβατών, όπως αυτές  θα εκδίδονταν από τα βιβλία της εφεσίβλητης. Ότι, αφού ελήφθησαν µε σχετική εισαγγελική παραγγελία τα τηρούµενα στο Κεντρικό Λιµεναρχείο Πειραιώς αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία, διαπιστώθηκε ότι οι αποσταλείσες από την εφεσίβλητη ως άνω συγκεντρωτικές καταστάσεις ήταν πλήρως ανακριβείς, καθώς ο αριθµός των κινούµενων επιβατών στις εν λόγω καταστάσεις ήταν σηµαντικά µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθµό στα σχετικά έγγραφα του Λιµεναρχείου, µε αποτέλεσµα να λάβει η εφεσίβλητη όλως αντισυµβατικώς τα λεπτοµερώς προσδιοριζόµενα στην αγωγή χρηµατικά ποσά, χωρίς να της οφείλονται εκ µέρους της ίδιας (εκκαλούσας). Με βάση δε το ιστορικό αυτό, η εκκαλούσα αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να της καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το ποσό των 218.589,22 ευρώ, που έλαβε από την ίδια αντισυµβατικά, για επιβάτες που δεν ταξίδεψαν µε τα πλοία της και τους οποίους η εφεσίβλητη είχε πληµµελώς συνυπολογίσει ως ταξιδεύσαντες στις ως άνω ανακριβείς καταστάσεις της, µε το νόµιµο τόκο, για κάθε µερικότερο κονδύλιο, από το χρόνο εξόφλησης του αντίστοιχου τιµολογίου παροχής υπηρεσιών που εξέδιδε αυτή (εφεσίβλητη), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, η εκκαλούσα αιτήθηκε να της καταβληθεί το ως άνω ποσό µε βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, καθόσον το ποσό αυτό έλαβε η εφεσίβλητη από την ίδια αχρεωστήτως, για επιβάτες που δεν ταξίδεψαν µε τα πλοία της, ώστε ως προς το ποσό αυτό να καταστεί η εφεσίβλητη αδικαιολόγητα πλουσιότερη εις βάρος της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε εαυτό υλικά αναρμόδιο λόγω του ύψους του αντικειμένου της υπόθεσης (δεν υπερέβαινε τις 250.000 ευρώ) και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου το οποίο με τη με αριθμό 4845/2014 απόφαση του κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση καθόσον η υπόθεση είχε προσδιοριστεί προς εκδίκαση πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Ακολούθως στη νέα συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της με έρεισμα στις διατάξεις 297, 298, 330, 335επ., 361, 288 και 574 επ. ΑΚ και στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται πλέον η εκκαλούσα ενάγουσα για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου παραπονούμενη ότι λήφθησαν υπόψη μη νόμιμα αποδεικτικά μέσα και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμέ­νου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται όμως στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρ. 237 § 1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορ­θώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλε­ται έτσι η βάση της αγωγής του. Μεταβολή της βάσης της αγωγής αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1183/2015, ΑΠ 1428/2002, ΑΠ 177/2001, ΑΠ 221/1994, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεα 323/2017 δημ. Νόμος). Ακολούθως στο Εφετείο είναι απαράδεκτη η υποβολή νέου κύριου αιτήματος (άρθρο 525 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και κάθε μεταβολή της βάσης του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί (άρθρο 526 του ΚΠολΔ), ενώ σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη από τον εκκαλούντα η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Περαιτέρω σύμφωνα μεν με τη διάταξη της § 1 εδάφιο α` του άρθρου 529 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με εκείνη του άρθρου 16 § 5 του ν. 2915/2001 και ήδη ισχύει από την 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2005), στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα δε με τη διάταξη της § 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ` αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α` ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, όρκος) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη). Τα έγγραφα, ειδικότερα, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 237 παρ. 1 εδάφιο β` ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάσταση της με εκείνη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2915/2001, εφαρμόζεται δε και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτά στην κατ` έφεση δίκη αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 1450/2011 δημ. Νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφεσίβλητη προβάλει ισχυρισμό περί απαραδέκτου της κρινόμενης εφέσεως καθόσον ισχυρίζεται ότι με την ενσωμάτωση στο δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως των συγκεντρωτικών καταστάσεων των λιμεναρχείων Αίγινας, Αγκιστρίου, Μεθάνων και Πόρου αλλάζει την ιστορική βάση της αγωγής. Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί απαγορευμένης αλλαγής της ιστορικής βάσης στης αγωγής, όπως αβασίμως διατείνεται η εφεσίβλητη, αλλά για προσκομιδή νέου αποδεικτικού μέσου σύμφωνα με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, η έλλειψη μάλιστα του οποίου επισημάνθηκε και με την εκκαλούμένη απόφαση (βλ. 6ο φύλλο) και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός της εφεσίβλητης είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος. Επιπλέον αλυσιτελώς η εναγομένη ζητεί να μην ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στις προτάσεις της εκκαλούσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διότι δεν έχουν ενσωματωθεί στις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 520, 522, 525 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή οι ενστάσεις του εναγομένου, που απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, επαναφέρονται παραδεκτά στο Εφετείο μόνο με λόγο της έφεσή τους κατά της απόφασης αυτής, αρχικό ή πρόσθετο, και όχι με τις προτάσεις κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, εκτός αν πρόκειται για υπόθεση δικαζόμενη κατά διαδικασία, στην οποία οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης επιτρέπεται να ασκηθούν και με τις προτάσεις, το ίδιο δε ισχύει και για ισχυρισμούς ή ενστάσεις του εκκαλούντος, των οποίων συγχωρείται κατά το άρθρ. 527 αριθ. 2 και 3 ΚΠολΔ η προβολή τους για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 1349/2013 δημ. Νόμος). Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση θα εξεταστούν από το Δικαστήριο αυτό οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στους δύο λόγους εφέσεως της εκκαλούσας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα, της προγενεστέρας της εκκαλουμένης με αριθμό 4845/2014 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς επίσης από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στον ….., δραστηριοποιείται στον τομέα της τροφοδοσίας και του ανεφοδιασμού πλοίων, με κύριο αντικείμενο την εκμετάλλευση μπαρ, κυλικείων και εστιατορίων πλοίων. Δυνάμει διαδοχικών ιδιωτικών συμφωνητικών που καταρτίστηκαν μεταξύ της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας που εδρεύει στον ….. στις 01.03.2006, στις 01.02.2008 και στις 01.02.2010 αντίστοιχα, παραχωρήθηκε στην πρώτη εκ μέρους της δεύτερης, η έναντι ανταλλάγματος εκμετάλλευση όλων των κυλικείων εντός των υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίων «Π» (Νηολογίου Πειραιώς με αριθμ. ….), «ΑΕ» (Νηολογίου Πειραιώς με αριθμ. …), «Α» (Νηολογίου Πειραιώς με αριθμ. ….) και «Ν..» (Νηολογίου Πειραιώς με αριθμ. …..), που ανήκαν στην πλοιοκτησία της εφεσίβλητης, δια της εισαγωγής και διάθεσης τροφίμων, πάσης φύσεως ποτών, ευφραντικών και τυποποιημένων προϊόντων, ικανών προς κατανάλωση, καθώς και της τοποθέτησης ψυχαγωγικών παιγνίων, για το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως και 31.01.2012. Ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση εκμετάλλευσης των κυλικείων, συμφωνήθηκε η καταβολή στην εφεσίβλητη (εκμισθώτρια) από την εκκαλούσα (μισθώτρια) χρηματικού ποσού πενήντα πέντε λεπτών του ευρώ (0,55 €) ανά μεταφερόμενο από κάθε πλοίο επιβάτη, για όλο το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως και 31.01.02009, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01.02.2009 έως και 31.01.2012 το ανωτέρω χρηματικό ποσό συμφωνήθηκε να αναπροσαρμοστεί σε πενήντα οκτώ λεπτά του ευρώ (0,58 €) ανά μεταφερόμενο από κάθε πλοίο επιβάτη. Με ειδικό όρο που προβλέφθηκε και τέθηκε σε όλα τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, συμφωνήθηκε ότι η εκμισθώτρια εταιρία (εφεσίβλητη) θα απέστελλε προς την μισθώτρια (εκκαλούσα) εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, συγκεντρωτικές καταστάσεις κινήσεως επιβατών που θα μεταφέρονταν κατά τη διάρκεια του αμέσως προηγούμενου μήνα με κάθε πλοίο, όπως αυτές θα εκδίδονταν από τα βιβλία της εκμισθώτριας, είτε αυτά τηρούνταν με μηχανογραφικό σύστημα, είτε στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ επίσης συμφωνήθηκε ότι οι ως άνω καταστάσεις ή οποιοδήποτε αντίγραφο ή απόσπασμα αυτών θα είχαν πλήρη αποδεικτική ισχύ, επιτρεπομένης της ανταποδείξεως μόνο σε περίπτωση αριθμητικού λάθους. Η σύμβαση αυτή αποτελούσε δικονομική σύμβαση η οποία είναι έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 925/2006 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 722/2000 ΕλλΔνη 2001,105, ΕφΑΘ 3791/2008 ΕλλΔνη 2009,205, ΕφΑΘ 4784/2007 ΔΕΕ 2008,206, ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 2007,627 σχετικά με τα ηλεκτρονικά αποσπάσματα σε τραπεζικές συμβάσεις). Οι συγκεντρωτικές αυτές καταστάσεις επιβατών από τα βιβλία της εκμισθώτριας είτε με μηχανογραφικό σύστημα είτε στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, τα αντίγραφα δε αυτών έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986). Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως αποτελούν το πρωτότυπο έγγραφο, προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Επομένως ο σχετικός δεύτερος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των μηχανογραφημένων καταστάσεων που τηρούντο στο μηχανογραφικό σύστημα της εφεσίβλητης ήταν μη νόμιμα αποδεικτικά μέσα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η εκκαλούσα δεν παραπονείται ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν έφεραν βεβαίωση γνησιότητας εκτύπωσης, αλλά ότι έλλειπαν από αυτά η επωνυμία και το ΑΦΜ της εφεσίβλητης και η βεβαίωση ότι ήταν ακριβή αποσπάσματα από τα επίσημα λογιστικά βιβλία της εφεσίβλητης. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στα αποσπάσματα αυτά σε συνδυασμό με τα στοιχεία του Λιμεναρχείου Πειραιά στηρίχθηκε η ίδια η εκκαλούσα ως προς την ιστορική βάση της αγωγής καθόσον επικαλέστηκε ότι με βάση τα καταστάσεις αυτές απέδωσε (εν μέρει χωρίς να οφείλει και λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης όπως αναφέρει) και συνεπώς αλυσιτελώς βάλει κατά του κύρους των συγκεντρωτικών αυτών καταστάσεων ως αποδεικτικών μέσων – ιδιωτικών εγγράφων. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η μεν εκκαλούσα ανέλαβε την εκμετάλλευση των κυλικείων επί των ανωτέρω πλοίων της εναγομένης, τα οποία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα εκτελούσαν κυκλικά δρομολόγια από τον Πειραιά προς τα νησιά του Αργοσαρωνικού (Αίγινα – Αγκίστρι – Μέθανα – Πόρο), και ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω δικονομικής σύμβασης η δε εφεσίβλητη απέστελλε στις αρχές εκάστου μηνός τις καταστάσεις κινήσεως επιβατών του αμέσως προηγούμενου μήνα, όπως αυτές προέκυπταν από το μηχανογραφικό σύστημα που τηρούνταν στην εταιρία, ενώ εν συνεχεία η ίδια η εφεσίβλητη αφού διενεργούσε τον απαιτούμενο μαθηματικό υπολογισμό, πολλαπλασιάζοντας τον συνολικό αριθμό των μεταφερόμενων επιβατών με το εκάστοτε αναλογούν ανά επιβάτη χρηματικό ποσό (0,55 € ή 0,58 €), εξέδιδε τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία και απέστελλε στην εκκαλούσα για τελικό έλεγχο και πληρωμή. Συγκεκριμενα με βάση τις προαναφερόμενες καταστάσεις κινήσεως επιβατών της εφεσίβλητης, ο συνολικός αριθμός επιβατών που μετακινήθηκε με τα ανωτέρω πλοία της τελευταίας, ανήρχετο σε 1.346.165 επιβάτες για το έτος 2007, σε 1.372.845 επιβάτες για το έτος 2008, σε 1.155.471 επιβάτες για το έτος 2009, σε 932.253 επιβάτες για το έτος 2010, σε 971.115 επιβάτες για το έτος 2011 και σε 29.890 επιβάτες για τον Ιανουάριο του έτους 2012 ενώ με βάση τις καταστάσεις αυτές η εφεσίβλητη μετά από διενέργεια του προαναφερόμενου μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του δικαιούμενου από αυτήν χρηματικού ποσού, εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία και απέστειλε στην εκκαλούσα για τελικό έλεγχο και πληρωμή η δε εκκαλούσα της κατέβαλε όπως συνομολογείται από την εφεσίβλητη όλα τα ποσά που περιλαμβάνονταν στα τιμολόγια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2012 και αφού διακόπηκε η συμβατική σχέση των διαδίκων μετά και τη λήξη του τελευταίου ως άνω από 01.02.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ τους, η εκκαλούσα θέλησε να διαπιστώσει εάν τα στοιχεία που της απέστελλε η εφεσίβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, μέσω των προαναφερόμενων συγκεντρωτικών καταστάσεων, αναφορικά με τον αριθμό των μετακινούμενων επιβατών, ήταν ορθά και συνακόλουθα εάν τα χρηματικά ποσά που η ίδια (εκκαλούσα) κατέβαλε στην εφεσίβλητη, σε εξόφληση των ως άνω τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, αντιστοιχούσαν στον πραγματικό αριθμό των μετακινούμενων επιβατών. Για το λόγο αυτό η εκκαλούσα, με την από 14.02.2014 αίτησή της, την οποία απηύθυνε προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ζήτησε να της χορηγηθούν από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία, αναφορικά με τον αριθμό των μετακινούμενων επιβατών στα πλοία της εναγομένης, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 01.01.2007 έως και 31.01.2012. Σε εκτέλεση της σχετικής από 14.02.2012 Εισαγγελικής Παραγγελίας, το αρμόδιο Ά Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, χορήγησε στην εκκαλούσα το με αριθμό πρωτοκόλλου …/…/2012 έγγραφό του, με το οποίο παρείχε σ’ αυτήν τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Η εκκαλούσα λαμβάνοντας γνώση του ανωτέρω εγγράφου, διαπίστωσε ότι ο αριθμός των μετακινούμενων επιβατών με τα ανωτέρω πλοία της εφεσίβλητης, που αποτυπωνόταν στο εν λόγω έγγραφο και που αντιστοιχούσε στο επίδικο χρονικό διάστημα, ήταν σημαντικά μικρότερος από τον αντίστοιχο αριθμό μετακινούμενων επιβατών, που αποτυπωνόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης. Ειδικότερα, βάσει του ανωτέρω εγγράφου, ο συνολικός αριθμός επιβατών που μετακινήθηκε με τα ανωτέρω πλοία της εφεσίβλητης, ανήρχετο, α) για το έτος 2007 σε 1.268.589 επιβάτες, αντί του αριθμού των 1.346.165 επιβατών που αναγραφόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης, β) για το έτος 2008 σε 1.297.867 επιβάτες αντί του αριθμού των 1.372.845 επιβατών που αναγραφόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης, γ) για το έτος 2009 σε 1.085.893 επιβάτες αντί του αριθμού των 1.155.471 επιβατών που αναγραφόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης, δ) για το έτος 2010 σε 875.177 επιβάτες αντί του αριθμού των 932.253 επιβατών που αναγραφόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης, ε) για το έτος 2011 σε 927.430 επιβάτες αντί του αριθμού των 971.115 επιβατών που αναγραφόταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης και στ) για τον Ιανουάριο του έτους 2012 σε 29.664 επιβάτες αντί του αριθμού των 29.890 επιβατών, που αναγραφόταν τις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης. Βέβαια η διαφορά αυτή ήταν αναμενόμενη, αφού σύμφωνα με το μάρτυρα της εφεσίβλητης ……., τα στοιχεία που η εφεσίβλητη απέστελλε στην εκκαλούσα, µέσω των ανωτέρω συγκεντρωτικών καταστάσεων, προέκυπταν από τηρούµενο ηλεκτρονικό µηχανογραφικό σύστηµα της εφεσίβλητης, το οποίο ενηµερωνόταν σε «πραγµατικό χρόνο» (οπ – line), ταυτόχρονα µε την είσοδο του κάθε επιβάτη σε καθένα από τα πλοία της εφεσιβλητης, τόσο στο λιµάνι αφετηρίας (Πειραιά) όσο και στα ενδιάµεσα λιµάνια (Αίγινα – Αγκίστρι – Μέθανα – Πόρο) καθώς κάθε επιβάτης ήταν εφοδιασµένος µε ηλεκτρονικό εισιτήριο, στο οποίο γινόταν σάρωση µε υπολογιστή, κατά την είσοδο του επιβάτη στο πλοίο και το οποίο στην συνέχεια µεταφερόταν οn – line στο τηρούµενο ηλεκτρονικό σύστηµα της εφεσίβλητης, από το οποίο (σύστηµα) η τελευταία αντλούσε εν συνεχεία τα στοιχεία σχετικά µε τον αριθµό των µετακινούµενων επιβατών, τα οποία ακολούθως απέστελλε στην εκκαλούσα, αφού προηγουµένως τα είχε οµαδοποιήσει, µέσω κατάλληλου ηλεκτρονικού προγράµµατος (eχcel), σε συγκεντρωτικές καταστάσεις. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι η διαφορά που διαπίστωσε μετά από έλεγχο η εκκαλούσα στα αντίστοιχα στοιχεία που συγκέντρωνε το Κεντρικό Λιµεναρχείο Πειραιώς, όπως αυτά παρατίθενται στο ανωτέρω υπ’ αριθµ. πρωτ. …../…../2012 έγγραφο, με τις καταστάσεις τις εφεσίβλητης οφείλεται στο ότι τα στοιχεία του Λιμεναρχείου ήταν ανακριβή και δεν αντιστοιχούσαν στον συνολικό αριθµό επιβατών που επιβιβαζόταν στα ανωτέρω πλοία της εφεσίβλητης σε όλα τα λιµάνια αφετηρίας και προορισµού, αλλά περιορίζονταν µόνο στον αριθµό επιβατών που επιβιβάζονταν στο λιµάνι του Πειραιά, αφού πάγια τακτική του εκάστοτε Λιµεναρχείου είναι να αναζητεί από τον πλοίαρχο του κάθε πλοίου που προσεγγίζει στο λιµάνι ευθύνης του, τον αριθµό των επιβιβασθέντων και αποβιβασθέντων επιβατών στο λιµάνι αυτό, για στατιστικούς και µόνο λόγους, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον αντίστοιχο αριθµό επιβατών στα υπόλοιπα λιµάνια προσέγγισης του πλοίου, αφού ο αριθµός αυτός καταχωρείται, επίσης για στατιστικούς λόγους, από τα εκεί αρµόδια Λιµεναρχεία. Βέβαια τα προερχόμενα από το Λιμεναρχείου του Πειραιά στοιχεία περιλαμβάνονται σε δημόσιο έγγραφο που έχει αυξημένη αποδεικτική ισχύ και μπορεί μόνο ως πλαστό να προσβληθεί. Επίσης το λιμεναρχείο Πειραιά με το από 12.3.3012 με αριθμό πρωτοκόλλου …/…./2012 έγγραφό του, επισημαίνει ότι τα δοθέντα στοιχεία τηρούνται για στατιστικούς σκοπούς και ότι συνεπώς η συγκέντρωση του ακριβούς αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών δεν αποτελεί αρμοδιότητα της σχετικής υπηρεσίας και ότι δεν ανάγεται στα καθήκοντα των λιμενικών αρχών και συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται ανταπόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στο έγγραφο αυτό. Ακολούθως η εκκαλούσα προσκομίζει νομίμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, νέα στοιχεία δηλαδή με τα …….. έγγραφα τα στοιχεία του Πειραιά και τα στοιχεία των ενδιάμεσων λιμανιών δηλαδή της Αίγινας, του Αγκιστρίου, των Μεθάνων και του Πόρου, στα οποία επίσης προσέγγιζαν τα πλοία της εφεσίβλητης για τα έτη 2010 και 2011 ενώ για τα προηγούμενα έτη τα στοιχεία αυτά έχουν καταστραφεί. Σύμφωνα με αυτά συγκεκριµένα για το έτος 2010 από τον Πειραιά επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 442.822 επιβάτες (138.490 Α. +142.897 Π. + 161435 Ν.). Το ίδιο έτος από την Αίγινα επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 274.245 επιβάτες (81.258 Α. +71.053 Π. +121.934 Ν.). Το ίδιο έτος από το Αγκίστρι επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 52.026 επιβάτες και όχι 52.056 όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, και τέλος το ίδιο έτος από τα Μέθανα επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 42.576 επιβάτες (4.350 Π +23.680 Α +14.546 Ν, ενώ από τον Πόρο δεν υπάρχουν στοιχεία για το έτος 2010. Συνολικά από τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών για το έτος 2010 (χωρίς να υπολογιστούν αυτοί που επιβιβάστηκαν στο λιμάνι του Πόρου) ανερχόταν σε 811.669 επιβάτες (442.822+ 274.245+ 52.026+ 42.576) ενώ με βάση τις συγκεντρωτικές καταστάσεις της εφεσίβλητης χρεώθηκαν στην εκκαλούσα  932.253 επιβάτες, για το έτος 2010 και με την αγωγή της η εκκαλούσα αιτήθηκε τη διαφορά ανάμεσα στους 932.253 επιβάτες που χρεώθηκε και τους 875.177 επιβάτες που προέκυπταν από τις καταστάσεις του λιμεναρχείου Πειραιά, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς, ότι είχε μεταφέρει, δηλαδή αιτήθηκε ποσό 33.104,08 ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ύψους 19 % ήτοι 6.289,78 ευρώ ήτοι εν συνόλω 39.393,89 ευρώ (διαφορά 57.076 επιβάτων Χ 0.58 ευρώ ανά επιβάτη χ 19% ΦΠΑ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα στοιχεία του επόμενου έτους που δόθηκαν από το συγκεκριμένο λιμεναρχείο, προκύπτει ότι τα ελλείποντα στοιχεία από το λιμεναρχείο Πόρου για το συγκεκριμένο έτος δεν επηρεάζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βασιμότητα του αγωγικού αιτήματος για το έτος 2010, καθώς είναι αδύνατο οι επιβιβαζόμενοι στον Πόρο να υπερέβαιναν τον αριθμό των 63.508 (875.177 – 811.669). Επίσης για το έτος 2011 αποδεικνύεται ότι: Από τον Πειραιά επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 455.500 επιβάτες (143.007 Α +148.747 Π +163.746 Ν). Το ίδιο έτος  από την Αίγινα επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσιβλήτου συνολικά 296.910 επιβάτες (89.930 Α +89.736 Π +117.244 Ν), ενώ από το Αγκίστρι επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 49.870 επιβάτες. Τέλος από τα Μέθανα επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης συνολικά 39.039 επιβάτες (4.530 Π +20203 Α +14306 Ν) και από τον Πόρο επιβιβάστηκαν σε όλα επίδικα πλοία της εφεσίβλητης, συνολικά 28.561 επιβάτες (12.838 Α+5.659 Π+10.064 Ν). Εποµένως ο αριθµός των επιβατών όλων των επίδικων πλοίων της εφεσιβλήτου για το έτος 2011 ανερχόταν σε 869.880 επιβάτες (455.500+296.910+ 49.870+ 39039+28.561) ενώ με την αγωγή της η εκκαλούσα ζητούσε τη διαφορά ανάμεσα στους 971.115 επιβάτες που χρεώθηκε με ποσό 25.337,30 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% δηλαδή 5.827,58 ευρώ και συνολικά 31.164,88 ευρώ (43.685 επιβάτες χ 0,58 πλέον 23%), με αυτή των 927.430 επιβατών που είχε χρεωθεί από την εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό μέσο για να αντικρούσει αυτά τα νέα προσκομιζόμενα στοιχεία στην έλλειψη των οποίων στήριξε την απόφαση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενώ λόγω του ότι η εκκαλούσα δεν είχε δικό της προσωπικό για να ελέγχει τον αριθμό των επιβατών που μεταφέρονταν με τα πλοία της εφεσίβλητης για τα παραπάνω έτη όπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο μάρτυρας λογιστής της ……….. η εφεσίβλητη με βάση τη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ θα έπρεπε να επιβεβαιώνει τα στοιχεία που απέστελλε στην οφειλέτρια της με βάση τη δικονομική σύμβαση και με τα στατιστικά έγγραφα των λιμεναρχείων, τα οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να προμηθευτεί και όχι να τα αμφισβητεί αορίστως λόγω της αναγραφής σε αυτά ότι συγκεντρώνονταν για στατιστικούς λόγους, καθώς οι λιμενικοί υπάλληλοι δεν είχαν κανένα όφελος να προβαίνουν σε ψευδείς βεβαιώσεις κατά παράβαση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων αναγράφοντας λιγότερους επιβάτες από αυτούς που πράγματι μεταφέρονταν με τα πλοία της εφεσίβλητης, και όχι να της χρεώνει πρόχειρα και αντισυμβατικά ποσά που δεν ανταποκρίνονται στον αριθμό των επιβατών που πράγματι διακινούνταν με τα πλοία της. Κρίνοντας επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ουδέν ποσό οφείλεται ως αποζημίωση λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως ενοχής στην εκκαλούσα εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς τον κεφάλαιο που αφορά τα έτη 2010 και 2011 η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει στην ουσία της ως προς το κεφάλαιο αυτό τη με αριθμό …./2012 αγωγή της εκκαλούσας (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) η οποία ως προς την κύρια βάση της έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 335επ., 361, 288 και 574 επ. ΑΚ και ακολούθως των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η με αριθμό …../2012 αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται, να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη εναγομένη να καταβάλει στην εκκαλούσα ενάγουσα το ποσό των 39.393,89 + 31.164,88 = 70.558,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ) και να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος με κωδικό ……., παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα, καθόσον η έφεση της γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό …../1.9.2017 έφεση κατά της με αριθμό 356/29.1.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …./2012 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τη με αριθμό …../1.9.2017 έφεση τυπικά και στην ουσία της

Εξαφανίζει τη με αριθμό 356/29.1.2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου εφέσεως με ηλεκτρονικό αριθμό …..

Κρατεί και δικάζει την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012 αγωγή

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών του ευρώ (70.558,77) με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εκκαλούσα εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ