Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 326/2018

Αριθμός   326/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 29.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/4.8.2016) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης εταιρίας «…………» κατά της υπ’ αριθ. 300/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 6.7.2015 αγωγή του .. ….. (ήδη εφεσίβλητου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στην εναγομένη την 6.7.2016 (βλ. την σχετική από 6.7.2016 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ….. επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 4.8.2016, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Με την από 6.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./10.7.2015) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ο ενάγων ….. (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε την 8.4.2007 μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «….» (ήδη εκκαλούσας), που διατηρεί επιχείρηση καφετέριας στον ….. υπό τον διακριτικό τίτλο «….», προσλήφθηκε, διαθέτοντας βιβλιάριο υγείας, από την τελευταία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος – σερβιτόρος στην ως άνω επιχείρηση αυτής. Ότι η εναγομένη τον υπήγαγε στην ασφάλιση του ΙΚΑ την 6.3.2008 και η εργασία του είχε συμβατικά καθορισθεί  για δύο ημέρες την εβδομάδα, ήτοι κάθε Σάββατο και Κυριακή επί οκτώ ώρες (από 09.00 έως 17.00), ενώ αυτή τον απασχολούσε, κατ’ επιλογή της και ανάλογα με τις ανάγκες της, και ορισμένες άλλες ημέρες (καθημερινές). Ότι οι ημερήσιες αποδοχές του είχαν καθορισθεί από την εναγομένη στο ποσό των 50,11 ευρώ με επιπλέον καταβολή του συμβολικού μισθού, των νόμιμων προσαυξήσεων για την απασχόληση τις Κυριακές και των επιδομάτων εορτών και αδείας, όπως αυτά προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. Ότι η εναγομένη δεν τηρούσε τους όρους της σύμβασης εργασίας του και δεν του χορηγούσε τον συμβολικό μισθό των ΣΣΕ, ούτε τη νόμιμη προσαύξηση για την απασχόλησή του τις Κυριακές, ενώ δεν του κατέβαλε πλήρως τις αποδοχές αδείας και τα επιδόματα εορτών και αδείας. Ότι, για το λόγο αυτό, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 16.10.2014 χωρίς, όμως, αποτέλεσμα και, στη συνέχεια, άσκησε την από 18.12.2014 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς διεκδικώντας τις μέχρι τότε  οφειλόμενες διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του, ενώ την 24.3.2015 εξετάσθηκε και ως μάρτυρας υπέρ του συναδέλφου του, ………., κατά τη συζήτηση της αγωγής του τελευταίου σε βάρος της εναγομένης. Ότι τα ανωτέρω περιστατικά, ήτοι η επίμονη διεκδίκηση των οφειλόμενων διαφορών των δεδουλευμένων αποδοχών του, η προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, η άσκηση της από 18.12.2014 αγωγή του στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς και, τέλος, η κατάθεσή του, την 24.3.2015, ως μάρτυρας υπέρ του …….., ενόχλησαν την εναγομένη, η οποία, την 29.4.2015, κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας χωρίς, όμως, να του καταβάλει το σύνολο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αφού τον χαρακτήρισε ως εργάτη, αν και το είδος της παρεχόμενης εργασίας του κατέτασσε αυτόν στην κατηγορία των υπαλλήλων. Ότι η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη α) ως παράνομη, γιατί δεν του καταβλήθηκε όλη η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, παρά μόνο μέρος αυτής και β) ως καταχρηστική, γιατί έγινε από την εναγόμενη εργοδότρια εταιρία, δια των αρμοδίων οργάνων της, από εμπάθεια και εκδίκηση προς το πρόσωπό του για τους προαναφερθέντες λόγους κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή του. Ότι, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη στην αποδοχή των υπηρεσιών του και την καταβολή των αποδοχών του. Ότι, τέλος, η ανωτέρω συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας του, ήταν ιδιαίτερα μειωτική για το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να θιγεί η επαγγελματική και προσωπική του αξία και υπόληψη, να προσβληθεί η προσωπικότητά του και να υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε: 1) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 29.4.2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του με την απειλή, σε περίπτωση άρνησής της, χρηματικής ποινής σε βάρος της και προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της και 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.951,80 ευρώ, ήτοι α) το ποσό των 2.705,94 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 30.4.2015 έως 30.10.2015, β) το ποσό των 470,40 ευρώ για την οφειλόμενη νόμιμη προσαύξηση της εργασίας του τις Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2014 έως 29.4.2015, γ) το ποσό των 775,46 ευρώ για την οφειλόμενη διαφορά της αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων των ετών 2010 – 2013 λόγω της παροχής εργασίας του, με υπόδειξη της εναγομένης, και καθημερινές ημέρες (πέραν Σαββάτου και Κυριακής) κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα όπως εκτίθεται στην αγωγή και δ) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω παράνομη, υπαίτια και εκδικητική συμπεριφορά της, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής. Επικουρικώς, ο ενάγων ζήτησε, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί νόμιμη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.576,61 ευρώ, ήτοι 1.245,86 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές (470,40 ευρώ για την οφειλόμενη νόμιμη προσαύξηση της εργασίας κατά τις Κυριακές και 775,46 ευρώ για την οφειλόμενη διαφορά της αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων των ετών 2010-2013) και 1.330,75 ευρώ για διαφορά της αποζημίωσης απόλυσης. Επικουρικώς, για την περίπτωση που η ανωτέρω σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, ο ενάγων ζήτησε τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων», ήτοι εντός τριμήνου από την λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας, διέγνωσε ότι αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί απειλής προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, το οποίο απορρίφθηκε ως αόριστο. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερεύνησε κατ’ ουσίαν την κύρια βάση της αγωγής και αφού έκρινε α) ότι ο ενάγων παρείχε την εργασία του στην εναγομένη ως εργάτης και όχι ως υπάλληλος και β) ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη ως καταχρηστική, γιατί έγινε από εκδίκηση προς το πρόσωπό του, δέχθηκε εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή και συγκεκριμένα: α) αναγνώρισε την ακυρότητα της από 29.4.2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του με την απειλή, σε περίπτωση άρνησής της, χρηματικής ποινής σε βάρος της και β) υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.374 ευρώ, ήτοι ποσό 2.705,94 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 30.4.2015 έως 30.10.2015, ποσό 392,60 ευρώ για την οφειλόμενη νόμιμη προσαύξηση της εργασίας του τις Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2014 έως 29.4.2015, ποσό 775,46 ευρώ για την οφειλόμενη διαφορά της αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων των ετών 2010-2013 και ποσό 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο α) από την 1η ημέρα κάθε επόμενου μήνα ως προς τους μισθούς υπερημερίας και την οφειλόμενη προσαύξηση για την εργασία τις Κυριακές εκάστου μηνός, β) από την 1η ημέρα του επόμενου έτους ως προς την οφειλόμενη διαφορά του Δώρου Χριστουγέννων εκάστου έτους και γ) από την επίδοση της αγωγής ως προς την επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Η καταγγελία δε της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη και καταχρηστική και όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου κατά τη διεκδίκηση από αυτόν, νομίμως, δικαστικώς ή εξωδίκως, των δικαιωμάτων του, χωρίς να ασκεί επιρροή το τυχόν αβάσιμο των αξιώσεων που προβάλλει ο εργαζόμενος, εκτός αν πρόκειται για περιπτώσεις προπετούς προβολής προφανώς αστήρικτων αξιώσεων (ΑΠ 419/2017, ΑΠ 809/2014, ΑΠ 307/2010, ΑΠ 791/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτήν κάποια αιτία, αφού, εν όψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος και εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 419/2017 ό.π.). Περαιτέρω, αν, παρά την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός του να καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση, ο εργοδότης αρνείται να δεχθεί την παροχή εργασίας, καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου και -όσο διαρκεί η υπερημερία του, ήτοι η μη αποδοχή της εργασίας- υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, σαν να τον απασχολούσε κανονικά (ΑΠ 13/2014 και ΑΠ 1249/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 597/2002 ΔΕΕ 2003, 201). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22  παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι,  αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 1148/2017, ΑΠ 22/2014, ΑΠ 84/2010, ΑΠ 983/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις της  υπ’ αριθ. 8900/1945 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, προκύπτει ότι η προσαύξηση 75% της αμοιβής των μισθωτών για την εργασία που παρέχουν κατά τις Κυριακές και τις αργίες υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς θεσπισμένων ελάχιστων ορίων των αποδοχών τους, που περιλαμβάνουν το βασικό μισθό και τα επιδόματα. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε εργασιακή σχέση, εφόσον με συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν προβλέπονται ευνοϊκότεροι όροι αμοιβής για την κυριακάτικη και κατά εξαιρετέες ημέρες απασχόληση, η προσαύξηση 75% για την παροχή εργασίας κατά τις ημέρες αυτές (Κυριακές και αργίες) υπολογίζεται στο νόμιμο και όχι στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο του μισθωτού, είτε πρόκειται για αμειβόμενο με μηνιαίο μισθό, είτε για αμειβόμενο με ημερομίσθιο (ΑΠ 437/2014 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1261/2009 ΕΠολΔ 2010.446, βλ. Κ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδ. 2011, σελ. 537).

ΙV. Κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, γιατί με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 98/2017, ΑΠ 923/2017, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 511/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …… και ………., που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια του ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια της εναγομένης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α΄, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ όπως ίσχυαν προ του Ν. 4335/2015), ενώ η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (σημειώνεται ότι η εκκαλούσα-εναγομένη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της, οι οποίες, κατά τον τρόπο αυτό, έχουν καταστεί ενιαίες με τις προτάσεις της παρούσας δίκης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», διατηρεί επιχείρηση καφετέριας στον …, επί της οδού ……, με το διακριτικό τίτλο «……..». Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (μερικής απασχόλησης) που καταρτίσθηκε την 8.4.2007 μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος ……, ο τελευταίος, διαθέτοντας βιβλιάριο υγείας (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση απ’ αυτόν βιβλιάριο υγείας του, εκδοθέν το έτος 2004, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε την 19.3.2010) προσλήφθηκε για να εργαστεί ως σερβιτόρος στην ως άνω επιχείρηση της εναγομένης με την συμφωνία ότι θα εργάζεται δύο ημέρες την εβδομάδα, και συγκεκριμένα Σάββατο και Κυριακή, με οκτάωρη απασχόληση (09:00 έως 17:00). Συμφωνήθηκε, επίσης, μεταξύ τους ότι η εναγομένη είχε τη δυνατότητα να τον απασχολεί, κατ’ επιλογή της και ανάλογα με τις ανάγκες της, και ορισμένες άλλες ημέρες (καθημερινές). Η αναγγελία, πάντως, της πρόσληψής του στο ΙΚΑ έγινε από την εναγομένη την 6.3.2008. Ειδικότερα, οι αρμοδιότητές του συμπεριλάμβαναν τη λήψη παραγγελιών από πελάτες, το σερβίρισμα των πελατών και την είσπραξη των λογαριασμών των πελατών. Όσον αφορά στην αμοιβή του ενάγοντος συμφωνήθηκε ότι αυτός θα αμείβεται με ημερομίσθιο εκ ποσού 50,11 ευρώ, όπως αυτό αναγράφεται και στην προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα από 6.3.2008 «αναγγελία γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας» που είχε υπογραφεί από τους διαδίκους (εργοδότρια και εργαζόμενο), ενώ για την απασχόλησή του τις Κυριακές και αργίες είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται η νόμιμη προσαύξηση, σύμφωνα με τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε. και Δ.Α., όπως και αυτό αναγράφεται στην ως άνω αναγγελία. Σημειώνεται, ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχαν εκδοθεί για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων της χώρας,  οι υπ’ αρ. 16/2009 και 36/2010 Διαιτητικές Αποφάσεις με πράξη κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας: 8/25.6.2009 και πράξη κατάθεσης Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης: 19/2.8.2010 αντίστοιχα. Η ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων ως προς το ύψος του ημερομισθίου (50,11 ευρώ) είναι έγκυρη, διότι το συμφωνηθέν αυτό ημερομίσθιο είναι υψηλότερο από τα ημερομίσθια του άγαμου και χωρίς προϋπηρεσία ανειδίκευτου εργάτη, τα οποία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της ΕΓΣΣΕ της 2.4.2008, της ΕΓΣΣΕ της 15.7.2010, της ΕΓΣΣΕ της 14.5.2013 και της ΕΓΣΣΕ της 26.3.2014, ανέρχονταν στο ποσόν των 33,04 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 30.6.2011, στο ποσό των 33,57 από 1.7.2011 έως 13.2.2012 και στο ποσό των 26,18 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 14.2.2012 έως 29.4.2015. Ο ενάγων παρείχε κανονικά την εργασία του στην επιχείρηση της εναγομένης με τα ως άνω καθήκοντα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 8.4.2007 έως 29.4.2015, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του από την τελευταία, απασχολούμενος κυρίως κάθε Σάββατο και Κυριακή επί οκτάωρο, ήτοι από ώρα 09:00 έως 17:00, ενώ μερικές φορές εργαζόταν και άλλες ημέρες (καθημερινές) κατ’ επιλογή αυτής, όταν υπήρχε ανάγκη. Η εναγομένη όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την προσαύξηση για την εργασία του τις Κυριακές, την οποία αυτός εκ του νόμου δικαιούταν και η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 75% που υπολογίζεται στο νόμιμο και όχι στο καταβαλλόμενο ημερομίσθιο κατά τα εκτιθέμενα στο τέλος της νομικής σκέψης στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Συνεπώς, οφείλεται στον ενάγοντα για την εργασία του κάθε Κυριακή κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2014 έως 29.4.2015, προσαύξηση 75% επί του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου (ασφαλείας) του ανειδίκευτου εργατοτεχνίτη και συγκεκριμένα: α) για το χρονικό διάστημα από 16.12.2014 έως 31.12.2014 το ποσό των 58,89 ευρώ (26,18 ευρώ Χ 75% = 19,63 ευρώ Χ 3 Κυριακές = 58,89 ευρώ) και β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 29.4.2015 το ποσό των 333,71 ευρώ (26,18 ευρώ Χ 75% = 19,63 ευρώ Χ 17 Κυριακές = 333,71 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 392,60 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο (δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2013 εργάσθηκε, κατόπιν υπόδειξης της εναγομένης, και ορισμένες καθημερινές ημέρες (πέραν των ημερών του Σαββάτου και της Κυριακής), πλην όμως η εργασία του κατά τις ημέρες αυτές δεν λήφθηκε υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους των Δώρων Χριστουγέννων των ως άνω ετών. Σημειώνεται, ότι κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της Υ.Α. 19430/1980 της εκδοθείσης κατά τα άρθρα μόνον Α.Ν. 1777/1951 και 1 Ν. 1082/1980 οι μισθωτοί, των οποίων η εργασιακή σχέση δεν διήρκεσε ολόκληρο το διάστημα από 1ης Μαΐου έως 31ης Δεκεμβρίου δικαιούνται αναλογία μόνον επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, δηλαδή τμήμα του δώρου εορτών ανάλογο με τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης τους και συγκεκριμένα δικαιούνται, ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού ή δύο (2) ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης (ΑΠ 267/1999 και ΕφΠειρ 123/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Κ. Λαναρά, ό.π., σελ. 608). Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2010 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2010 έως 31.12.2010, το ποσό των 195,18 ευρώ [37 ημέρες εργασίας (2 το Μάιο, 1 τον Ιούνιο, 11 τον Ιούλιο, 16 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο και 3 τον Οκτώβριο) ήτοι 1,947 19ήμερα Χ 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ήτοι 1,947 Χ 2 Χ 50,11 ευρώ=195,18 ευρώ], β) για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2011 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2011 έως 31-12-2011, το ποσό των 189,82 ευρώ [36 ημέρες εργασίας (1 το Μάιο, 12 τον Ιούλιο, 15 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο και 1 ημέρα το Δεκέμβριο) ήτοι 1,894 19ήμερα Χ 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 1,894 Χ 2 Χ 50,11 ευρώ = 189,82 ευρώ], γ) για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2012 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2012 έως 31.12.2012, το ποσό των 195,18 ευρώ [37 ημέρες εργασίας (1 το Μάιο, 1 τον Ιούνιο, 11 τον Ιούλιο, 15 τον Αύγουστο, 6 το Σεπτέμβριο και 3 το Δεκέμβριο) ήτοι 1,947 19ήμερα Χ 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 1,947 Χ 2 Χ 50,11 ευρώ = 195,18 ευρώ] και δ) για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2013 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 31.12.2013, το ποσό των 195,18 ευρώ [37 ημέρες εργασίας (l το Μάιο, 2 τον Ιούνιο, 10 τον Ιούλιο, 16 τον Αύγουστο, 4 Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 1 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο) ήτοι 1,947 Χ 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 1,947 Χ 2 Χ 50,11 ευρώ = 195,18 ευρώ], δηλαδή δικαιούται, για την ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 775,46 ευρώ (όπως ο μαθηματικός υπολογισμός του ποσού αυτού δεν προσβάλλεται ειδικότερα με λόγο έφεσης), το οποίο η εναγομένη του οφείλει. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω αγωγικό αίτημα (περί επιδίκασης διαφοράς της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων) είναι ορισμένο, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη με τον σχετικό λόγο της έφεσής της έφεσής της, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της αγωγής των αναγκαίων για την πληρότητά της στοιχείων. Ειδικότερα εκτίθενται το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν τα επίδικα ποσά, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης αυτού (ενάγοντος) με προσδιορισμό του αριθμού των ημερών απασχόλησής του ανά μήνα, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε έτος επί μέρους ποσά, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ειδικότερος προσδιορισμός (συγκεκριμενοποίηση) των ημερών (καθημερινών), κατά τις οποίες αυτός απασχολήθηκε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (πρβλ. ΑΠ 1261/2009 ΕΠολΔ 2010.446, ΑΠ 1600/2006 ΕλλΔνη 200.808, ΕφΑθ 842/2003 ΕλλΔνη 2004.142, ΕφΠειρ 192/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και επιδίκασε το ανωτέρω κονδύλιο στον ενάγοντα, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο (δεύτερο κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, την 12.8.2014, μετέβη στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά διαμαρτυρόμενος για την μη καταβολή σ’ αυτόν δεδουλευμένων αποδοχών (ήτοι του συμβολικού μισθού που προβλέπουν οι ΣΣΕ, της προσαύξησης για την εργασία τις Κυριακές και αργίες και των επιδομάτων εορτών), πλην όμως δεν υπέβαλε έγγραφη καταγγελία σε βάρος της εναγομένης εργοδότριας, αλλά ο αρμόδιος υπάλληλος της Επιθεώρησης Εργασίας επικοινώνησε με το νόμιμο εκπρόσωπό της (εναγομένης) και τον ενημέρωσε για το αίτημα του εργαζομένου (ενάγοντος) περί άμεσης αποπληρωμής των οφειλών της προς αυτόν. Σημειώνεται, ότι μαζί με τον ενάγοντα προσέφυγε, την ίδια ημέρα, στην Επιθεώρηση Εργασίας και ο (εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μάρτυρας απόδειξης) ……….., ομοίως εργαζόμενος ως σερβιτόρος στην επιχείρηση της εναγομένης, ο οποίος όμως, στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 6.10.2014 απολύθηκε απ’ αυτήν, πλην όμως η απόλυσή του αυτή έχει κριθεί, ήδη τελεσίδικα, άκυρη ως ασκηθείσα καταχρηστικά (ήτοι από λόγους εκδίκησης) με την προσκομιζόμενη, με επίκληση, υπ’ αριθ. 50/23.1.2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Ο ενάγων, επειδή δεν υπήρξε οιαδήποτε καταβολή από την εναγομένη έναντι των οφειλομένων διαφορών των δεδουλευμένων αποδοχών του, προσέφυγε εκ νέου, την 16.10.2014, στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς και υπέβαλε έγγραφη καταγγελία σε βάρος της εναγομένης, διεκδικώντας τις δεδουλευμένες αποδοχές του, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμό …../6.11.2014 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς, που συντάχθηκε κατόπιν κλήσης και προσέλευσης εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας (ο οποίος δήλωσε ότι έχουν καταβληθεί όλα τα συμφωνηθέντα ποσά και ότι αν υπάρχει κάποια διαφορά για μικροποσό των 100 έως 300 ευρώ συνολικά ως οφειλή, αυτή θα είναι από λογιστικό λάθος, το οποίο, αφού ελέγξει, εφόσον οφείλεται, θα το καταβάλει) και στο οποίο (Δελτίο) καταγράφονται, ως πόρισμα του Επιθεωρητή Εργασίας ……., μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) ότι ο εύλογος και επαρκής χρόνος που παρασχέθηκε στην πλευρά της εργοδοσίας για να προσκομισθούν ιδιωτικά έγγραφα και ειδικότερα «υπογεγραμμένες εβδομαδιαίες καταστάσεις εργαζομένων και ημερομισθίων από το 2009 έως σήμερα» παρήλθε χωρίς να συμβεί αυτό, β) ότι ο εργαζόμενος (ήδη ενάγων) απασχολείτο (με δηλωμένη απασχόληση) από τον Μάρτιο 2008, κατά τις ημέρες Σάββατο και Κυριακή, στην επιχείρηση της εναγομένης, ενώ εργαζόταν και άλλες ημέρες, εφόσον τον καλούσε η εργοδοσία προς τούτο, όπως προκύπτει από τις εβδομαδιαίες καταστάσεις εργασίας που κατατέθηκαν ήδη από τον εργοδότη στο πλαίσιο προγενέστερης εργατικής διαφοράς με τον συνάδελφο του ενάγοντος, ……… και γ) ότι το συμφωνηθέν ημερομίσθιο ήταν ύψους 50,11 ευρώ, το οποίο δεν καλυπτόταν και  οπωσδήποτε δεν συμπληρωνόταν με τη νόμιμη προσαύξηση της Κυριακής, ήτοι 75%. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 18.12.2014 αγωγή του (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./22.12.2014), με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.587,98 ευρώ λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, ήτοι συμβολικού μισθού, προσαύξησης για την εργασία τις Κυριακές και αργίες, καθώς και διαφορές για την πρόσθετη εργασία του τις καθημερινές ημέρες για το χρονικό διάστημα από 1.1-2009 έως 15.12.2014. Σημειώνεται, ότι η ως άνω αγωγή συζητήθηκε τελικά την 25.9.2017 χωρίς να έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση επ’ αυτής. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 24.3.2015 ο ενάγων προσήλθε και εξετάσθηκε ως μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη συζήτηση της από 15.12.2014 αγωγής του προαναφερόμενου συναδέλφου του, …….., που είχε ασκήσει σε βάρος της εναγομένης και αφορούσε εργατικές απαιτήσεις (ήτοι ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδοχές υπερημερίας και δεδουλευμένες αποδοχές). Τελικά, μέσα στον επόμενο μήνα  και συγκεκριμένα την 29.4.2015, η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του, καταβάλλοντάς του το ποσό των 1.300 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, αν και στο από 29.4.2015 έγγραφο καταγγελίας αναγράφεται ότι η αποζημίωση που του καταβλήθηκε ανέρχεται στο ποσό των 509,67 ευρώ. Η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι έγινε από την εναγομένη για λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, γιατί αυτός, διαμαρτυρόμενος για την καθυστέρηση της καταβολής μέρους των αποδοχών του, διεκδικούσε αυτές και προσέφυγε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ άσκησε και σχετική αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείο Πειραιώς και, τέλος, κατέθεσε ως μάρτυρας υπέρ του συναδέλφου του, ……… επί αγωγής του τελευταίου σε βάρος της εναγομένης. Σημειώνεται, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έγινε ένα περίπου μήνα μετά την εν λόγω κατάθεσή του. Βέβαια, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η καταγγελία αυτή δεν έγινε από εκδίκηση, αλλά οφείλεται στην συμπεριφορά του ενάγοντος, ο οποίος, μετά την από 16.10.2014 προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, δεν ήταν συνεργάσιμος αναφορικά με την εργασία του και συγκεκριμένα δεν εκτελούσε τις εντολές της προϊσταμένης του και δεν έδειχνε την πρέπουσα συμπεριφορά  προς αυτήν, προς τους συναδέλφους του, καθώς και τους πελάτες του καταστήματος, επιδιώκοντας, µε τον τρόπο αυτό, να καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του. Ισχυρίζεται, επίσης, η εναγομένη ότι, λόγω της άσκησης της αβάσιμης αγωγής του ενάγοντος στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, χάθηκε η εμπιστοσύνη που υπήρχε προς αυτόν, καθόσον αν και είχε εξοφληθεί για την εργασία του, διεκδικούσε το ποσό των 20.000 ευρώ, µε αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι σχέσεις τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί της εναγομένης δεν αποδείχθηκαν από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο και, συνεπώς, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος έγινε μη πρέπουσα μετά την από 16.10.2014 προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου για τα ανωτέρω δεν αναιρείται από την μη πειστική μαρτυρική κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ……, που είναι εργαζόμενος της εναγομένης τελώντας σε σχέση εξάρτησης με αυτήν, ο οποίος δεν ανέφερε συγκεκριμένα περιστατικά που να αποδεικνύουν την κακή συμπεριφορά του ενάγοντος προς το προσωπικό της επιχείρησης ή προς τους πελάτες αυτής. Εξάλλου, από τον προσκομιζόμενο από 21.10.2014 πίνακα προσωπικού, προκύπτει ότι ο ανωτέρω μάρτυρας άρχιζε εργασία την ώρα 17:00, όταν δηλαδή αποχωρούσε ο ενάγων (ο οποίος είχε ωράριο εργασίας από ώρα 09.00 έως ώρα 17.00) και, επομένως, δεν μπορούσε να έχει άμεση αντίληψη της συμπεριφοράς του ενάγοντος κατά το ως άνω ωράριο εργασίας του. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη σε οιαδήποτε παρατήρηση προς τον ενάγοντα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς του, ενώ αν πράγματι συνέβαινε αυτό, ο εκπρόσωπος-δικηγόρος της εναγομένης ασφαλώς θα το επικαλείτο, την 18.11.2014 κατά τη συζήτηση της από 16.10.2014 προσφυγής του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας, προκειμένου αφενός να ληφθεί υπόψη από τον Επιθεωρητή Εργασίας και αφετέρου να καταγραφεί στο Δελτίο Εργατικής Διαφοράς. Σημειώνεται, ότι το πρώτον γίνεται αναφορά από την εναγομένη περί κακής συμπεριφοράς του ενάγοντος την 1.7.2015, όταν και συζητήθηκε η από 5.6.2015 προσφυγή του ενάγοντος ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας σε χρόνο δηλαδή μεταγενέστερο της (λαβούσης χώρα την 29.4.2015) καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του. Εξάλλου, ο ενάγων πράγματι άσκησε, όπως είχε δικαίωμα, μία αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, έχοντας βάσιμη αξίωση τουλάχιστον για την καταβολή σε αυτόν της προσαύξησης για την εργασία της Κυριακής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 15.12.2014, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη συστηματικά δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την ανωτέρω προσαύξηση. Συνεπώς, αυτός δεν άσκησε μία αβάσιμη αγωγή, όπως επικαλείται η εναγομένη, αιτούμενος ποσά που δεν δικαιούται, αλλά έχει βάσιμες αξιώσεις, τις οποίες έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει δικαστικά, ενώ πριν προβεί στην άσκηση της αγωγής, είχε ήδη δύο φορές προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας και είχε ενημερωθεί σχετικά η εναγομένη, η οποία ουδέν έπραξε. Αντιθέτως, αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η καταγγελία της σύμβασής του οφείλεται αφενός μεν στο γεγονός ότι διεκδίκησε δυναμικά τα δικαιώματά του με προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας και με αγωγή στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, αφετέρου δε στο γεγονός ότι κατέθεσε ως μάρτυρας υπέρ του συναδέλφου του, ………. επί αγωγής του τελευταίου σε βάρος της εναγομένης. Συνεπώς, αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καταχρηστικότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και, συνακόλουθα, η ακυρότητά της, εξαιτίας της οποίας η εναγομένη κατέστη από τότε υπερήμερη στην αποδοχή της εργασίας του. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε μη πρέπουσα συμπεριφορά του ενάγοντος στο χώρο εργασίας του που να δικαιολογεί την ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, όπως αυτός ισχυρίζεται. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο (πρώτο κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εναγόμενη, από τότε που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας (ήτοι την 29.4.2015), μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του ενάγοντος, όπως η άρνησή της αυτή εμπεριέχεται και στην καταγγελία, περιήλθε, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, σε υπερημερία και οφείλει να καταβάλει τους μισθούς (υπερημερίας) του ενάγοντος. Συνεπώς, του οφείλει για αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 30.4.2015 έως την 30.10.2015 το συνολικό ποσό των 2.705,94 ευρώ [ήτοι 450,99 ευρώ καταβαλλόμενες κατά το χρόνο της καταγγελίας συνολικά  μηνιαίες αποδοχές Χ 6 μήνες]. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη καταγγέλλοντας την σύμβαση εργασίας του ενάγοντος από λόγους εκδίκησης, υπερβαίνοντας προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ήτοι με την ως άνω άκυρη (ως καταχρηστική) καταγγελία, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, καθόσον μειώθηκε η επαγγελματική του αξία και η υπόληψή του. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται από την εναγόμενη και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα ανωτέρω και πρέπει, για την αιτία αυτή, να επιδικασθεί το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και  σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575), λαμβανομένων υπόψη του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, των συνθηκών τέλεσης, του είδους και της έκτασης της προσβολής του ενάγοντος, καθώς και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια τόσο ως προς τις αποδοχές υπερημερίας, όσο και ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο (πρώτο κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγόμενης εταιρίας, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί αυτή, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 29.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2016) έφεση της εταιρίας «……..» κατά της υπ’ αριθ. 300/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα εταιρία στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  31 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ