Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 331/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    331/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-12-2016 και με αρ. κατάθ. ……../2016 έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της  με αρ. 512/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε   στην εκκαλούσα στις 17-11-2016  (βλ.  την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη με αρ. …../17-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  Εφετείου Λαμίας …….) και η έφεση κατατέθηκε στις 14-12-2016 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο,  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά  την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 22-7-2015 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε για τους λόγους, που εξέθετε σε αυτή, να ακυρωθεί η με αριθμό …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, το ποσό των 23.051,16 ευρώ ως καθυστερούμενα μισθώματα από σύμβαση μίσθωσης πρατηρίου υγρών καυσίμων, που είχε καταρτιστεί ανάμεσα στους διαδίκους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, αφού έκρινε ως ουσία αβάσιμους τους λόγους της ανακοπής, απέρριψε αυτήν και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της άνω απόφασης παραπονείται τώρα η ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεση της για τους λόγους, που αναφέρονται σε αυτή,  οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και  κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, τα οποία εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 ΠΔ 34/1995), προκύπτει ότι ο μεν εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση, ο δε μισθωτής να καταβάλει το μίσθωμα. Αν όμως κατά τον χρόνο παραδόσεως στο μισθωτή του μισθίου το τελευταίο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση ή εάν κατά την διάρκεια της μισθώσεως εμφανίσθηκε τέτοιο ελάττωμα, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα μειώσεως ή μη καταβολής του μισθώματος, ακόμα δε και καταγγελίας της συμβάσεως σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, έστω και αν δεν υπάρχει υλική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον, εξ αιτίας του ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της συμβάσεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμα για χρήση του μισθίου. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το παραπάνω αποτέλεσμα επέρχεται εξ αιτίας μέτρου, το οποίο επιβάλλεται από το νόμο ή διοικητική αρχή. Επομένως, ο μισθωτής εναγόμενος από τον εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του αυτή, πρέπει με ένσταση να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι εξ αιτίας του πραγματικού ελαττώματος εμποδίζεται η ελεύθερη και ανενόχλητη χρήση του μισθίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα του για χρήση να είναι πλέον χωρίς περιεχόμενο ή ότι εξ αιτίας του λόγου αυτού και με τη συνδρομή των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 585 ΑΚ έχει καταγγείλει τη σύμβαση, οπότε, κατά το άρθρο 587 ΑΚ, επήλθε άρση της μισθωτικής σχέσης και δεν οφείλει μίσθωμα. Στις παραπάνω περιπτώσεις η αφαίρεση, παρακώλυση κ.λπ. ή το ελάττωμα μπορεί να αφορά και μέρος μόνο της χρήσεως ποσοτικά ή χρονικά. Αν όμως το μέρος αυτό είναι ασήμαντο και δεν επηρεάζει σημαντικά την υπόλοιπη χρήση, ο μισθωτής πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον καταγγελίας. Διαφορετικά δεν δικαιούται σε καταγγελία της σύμβασης, αλλά ενδεχομένως σε ανάλογη με το μέτρο της παρακώλυσης μείωση του μισθώματος ή προσωρινή απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του (ΑΠ 1315/2014, ΑΠ 1469/2013,  ΝΟΜΟΣ). Για τη συγκρότηση δε του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου πράγματος, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού. Αν το ελάττωμα του μισθίου είναι ασήμαντο και η εξαιτίας αυτού παρακώλυση της χρήσης επουσιώδης, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 ΑΚ), δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, δηλαδή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγούνται  τα άνω δικαιώματα στον μισθωτή. Ομοίως, αν, παρά την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, ο μισθωτής χρησιμοποιεί το μίσθιο αδιακώλυτα κατά τη συμφωνημένη χρήση του και απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα από τις σχέσεις του ένατι τρίτων συναλλασσομένων με αυτόν, στερείται των ίδιων ως άνω δικαιωμάτων του και άρα δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης πληρωμής του μισθώματος (ΑΠ 1222/2015, ΑΠ 1315/2014, ΑΠ 1469/2013, ΑΠ 399/2004, ΕΘ 1219/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 43  ΠΔ 34/1995, όπως  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 § 1 Ν. 3853/2010 και, ακολούθως, με το άρθρο 13 §§ 1 και 2α Ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α’ 50/28-2-2014), αν πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης που ρυθμίζεται από αυτό, «ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση  ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά τον χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης». Με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε προς προστασία του εκμισθωτή από τον κίνδυνο πρόωρης και αιφνίδιας λύσης της μίσθωσης, παρέχεται στον μισθωτή εμπορικής μίσθωσης το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν η μίσθωση παραμένει ενεργός και, αφετέρου, έχει παρέλθει ένα έτος από την έναρξή της. Η καταγγελία αυτή τελεί υπό αναβλητική προθεσμία τριών μηνών και συνεπάγεται την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση ένα μηνιαίο μίσθωμα, υπολογιζόμενο κατά το χρόνο άσκησης της καταγγελίας. (ΑΠ 161/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η μίσθωση ακινήτου για τη στέγαση πρατηρίου υγρών καυσίμων μπορεί να συναφθεί είτε ως ανεξάρτητη και αυτοτελής σύμβαση, είτε ως παρεπόμενη ή συμπληρωματική μιας άλλης, ευρύτερης σύμβασης. Στη δεύτερη περίπτωση η μίσθωση εντάσσεται στην ίδρυση και λειτουργία μιας ευρύτερης «συνεργασίας» και συνάπτεται μεταξύ της εταιρείας εμπορίας υγρών καυσίμων και του λεγόμενου πρατηριούχου. Στο (συμβατικά διαμορφούμενο) πλαίσιο της συνεργασίας αυτής ο πρατηριούχος αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την επωνυμία, τα διακριτικά γνωρίσματα, τα σήματα, την τεχνογνωσία της εταιρείας υγρών καυσίμων, υποχρεούμενος από την πλευρά του να διαθέτει (να αγοράζει και μεταπωλεί) αποκλειστικά τα προϊόντα της από συγκεκριμένο χώρο (πρατήριο), η χρήση του οποίου παραχωρείται σε αυτόν από την εταιρεία είτε με σύμβαση μισθώσεως, όταν το ακίνητο και οι εγκαταστάσεις ανήκουν σε αυτήν, είτε με σύμβαση υπομίσθωσης, όταν η εταιρεία έχει αποκτήσει το μισθωτικό δικαίωμα με εξουσία υπομισθώσεως. Η σύμβαση αυτή είχε κριθεί πάγια  ότι ήταν μικτή (μίσθωση, χρησιδάνειο και σύμβαση εμπορικής συνεργασίας) και ότι η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου δεν αποτελεί την οικονομικά κύρια παροχή, ώστε να μην θεωρείται ως η προέχουσα και η μίσθωση να μην προστατεύεται, αλλά να ακολουθεί την τύχη της κύριας συμβάσεως. Σήμερα, ωστόσο, τη μη αυτοτελή αυτή μίσθωση καλύπτει  η ειδική διάταξη του άρθρου 3 ΠΔ 34/1995, υπάγοντας την υπό  προϋποθέσεις στην πλήρη κατά κύρια βάση προστασία του εν λόγω διατάγματος, εισάγοντας όμως αποκλίσεις  αναφορικά με τη λύση της σύμβασης και σχετίζονται με τον παρεπόμενο χαρακτήρα της. Έτσι, η λειτουργία της μίσθωσης αυτής διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ, του ΠΔ 34/1995 και των συμβατικών όρων, που νόμιμα έχουν συνομολογηθεί (ΑΠ 1722/2005 ΕλΔνη 48.1690, ΕΘ 423/2015 ΕλΔνη 2016.14120, Χ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, εκδ. 2000, παράγρ. 1040 επ.)

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 § 1 ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 2210/2013, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων έξι (6) φωτογραφίες, που η γνησιότητα τους δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και οι με αρ. .. και …./20-10-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….και ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Λιβαδιάς …….., που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης με πρωτοβουλία της ανακόπτουσας, οι οποίες εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς,  αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Κατόπιν της από 23-6-2015 αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, μετά των προσκομιζόμενων από αυτή εγγράφων ήτοι 1) του από 11-5-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης ακινήτου, 2) του από 15-3-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού υπομίσθωσης, 3)της από 15-3-2012 σύμβασης αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας, 4) της από 9-5-2014 εξώδικης διαμαρτυρίας-πρόσκλησης-δήλωσης, και 5) της από 8-6-2015 εξώδικης διαμαρτυρίας-πρόσκλησης-δήλωσης, εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η με αρ. …./2015 διαταγή πληρωμής, με την οποία η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλλει για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου 2013, Απριλίου έως Δεκεμβρίου 2013, Ιανουαρίου 2014 έως Μαρτίου 2014, Μαΐου 2014, Ιουλίου 2014 έως Οκτωβρίου 2014,  συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου, το συνολικό ποσό των 23.051,16 ευρώ, εντόκως κάθε επιμέρους ποσό από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής του. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην  ανακόπτουσα στις 16-7-2015 και ,κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 § 4 της από 14-7-2015 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 79/14-7-2015)  περί αναστολής κάθε πράξης εκτέλεσης, επιδόθηκε εκ νέου στις 21-7-2015. Ακολούθως, η ανακόπτουσα άσκησε εμπρόθεσμα την ένδικη ανακοπή της, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 30-7-2015. Με τον πρώτο λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν είναι εκκαθαρισμένη, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκομισθείσες από την καθ’ ης υπό χρονολογίες 9-5-2014 και 8-6-2015 εξώδικες προκλήσεις της. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, κατ’ άρθρο 624 § 1 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επίσης, με τον δεύτερο λόγο ανακοπής της, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, προέρχεται από σύμβαση υπομίσθωσης πρατηρίου υγρών καυσίμων στη θέση ………., που συνήψε με την καθ’ ης στις 15-3-2012. Ότι το πρατήριο δεν λειτούργησε κανονικά λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων από την έναρξη της μίσθωσης. Ότι συγκεκριμένα, τα ακροσωλήνια και οι αισθητήρες στις αντλίες παροχής καυσίμων παρουσίαζαν βλάβες στη ροή, οι οποίες, παρά τις υποτυπώδεις διορθώσεις, δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ, ενώ οι εγκαταστάσεις πλυντηρίου -λιπαντηρίου του εν λόγω πρατηρίου ήταν αφενός αυθαίρετες αφετέρου δεν είχαν τις απαραίτητες υποδομές, με συνέπεια να μην έχει ουδέποτε λειτουργήσει. Ότι εξαιτίας των ελαττωμάτων αυτών, τα οποία είναι ουσιώδη, αναιρείται η πραγματική χρήση του μισθίου πρατηρίου και επομένως δεν οφείλονται μισθώματα. Ότι σε  κάθε περίπτωση, λόγω των ανωτέρω πραγματικών ελαττωμάτων και δεδομένου ότι δεν είχε συμφέρον πλέον στη συνέχιση της μισθώσεως, στις 21-7-2014 κατήγγειλε την επίδικη μίσθωση, η οποία έτσι λύθηκε, και κάλεσε την καθ’ ης να παραλάβει το μίσθιο. Ότι όλως επικουρικά, εφόσον η καταγγελία κριθεί άκυρη για τον παραπάνω λόγο, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως καταγγελία λόγω μεταμέλειας, κατ’ άρθρο 43 ΠΔ 34/1995. Ότι, επομένως,  δεν οφείλονται τα αιτηθέντα από την καθ’ ης μισθώματα και κατ’ ακολουθίαν πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Με τον  λόγο αυτό, κατά το πρώτο σκέλος του, η ανακόπτουσα αιτείται την απαλλαγή της από την καταβολή μισθωμάτων καθ’ όλο το διάστημα της επίδικης μίσθωσης -μέχρι την καταγγελία- λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, είναι δε νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 574 και 576 ΑΚ, με τη σημείωση μόνο ότι η επίκληση πραγματικού ελαττώματος για μη ύπαρξη υποδομών στις εγκαταστάσεις του πλυντηρίου πάσχει από αοριστία, αφού δεν γίνεται ειδική αναφορά στο είδος των υποδομών που ελλείπουν, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται την μη οφειλή μισθωμάτων λόγω λύσης της μίσθωσης συνεπεία καταγγελίας  για μη παραχώρηση ανεμπόδιστης της χρήσης του μισθίου, άλλως,  κατά μετατροπή,  συνεπεία καταγγελίας μεταμέλειας, ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι, επίσης, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 574, 585, 587 ΑΚ και 43 Πδ 34/1995, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Η καθ’ ης ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατ’ ένσταση, στον ανωτέρω ισχυρισμό της ανακόπτουσας περί πραγματικών ελαττωμάτων, ότι η τελευταία γνώριζε κατά την παράδοση του μισθίου ότι οι υπαίθριοι χώροι του πρατηρίου δεν μπορούσαν να αδειοδοτηθούν για χρήση πλυντηρίου οχημάτων λόγω πολεοδομικών αυθαιρεσιών, καθώς είχε ελέγξει όλες τις άδειες και τα σχέδια δια του μηχανικού της και σε κάθε περίπτωση παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο (άρθρα 579 εδ. α και 581 ΑΚ). Οι ισχυρισμοί, ωστόσο, αυτοί της καθ’ ης προβλήθηκαν απαραδέκτως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δεν προτάθηκαν, κατ’ άρθρο 591 § 1 γ ΚΠολΔ, και προφορικά στο ακροατήριο,  ώστε να καταχωρηθούν στα πρακτικά (ΑΠ 395/2015, ΑΠ 220/2014, ΑΠ 1414/2012 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχτηκε ως ουσία βάσιμη την από το άρθρο  579 εδ. α’ ΑΚ ένσταση της καθ’ ης και συγκεκριμένα ότι, αίρεται η ευθύνη της για την μη λειτουργία του πλυντηρίου εξαιτίας των πολεοδομικών παραβάσεων λόγω γνώσης της ανακόπτουσας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα κάτωθι. Η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία, η οποία ασκεί επιχείρηση εμπορίας πετρελαιοειδών εν γένει υγρών καυσίμων και υγραερίου, δυνάμει του από 15-3-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού υπεκμίσθωσε στην ανακόπτουσα έναν χώρο- ακίνητο διαμορφωμένο ως πρατήριο υγρών καυσίμων – πλυντήριο-λιπαντήριο, που βρίσκεται στη …., στη θέση …, επί του ….. χιλιομέτρου της Εθνικής οδού …….., αντί μηνιαίου μισθώματος 1.236,12 ευρώ πλέον χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6% επί του μισθώματος, προκαταβλητέου την πρώτη ημέρα εκάστου μήνα,  προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την υπομισθώτρια ως πρατήριο υγρών καυσίμων   και πλυντήριο καθώς και για κάθε συναφή με τις δραστηριότητες αυτές χρήση. Το ανωτέρω μίσθιο, πλην του χώρου λιπαντηρίου, είχε μισθώσει η καθ’ ης, δυνάμει του από 11-5-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης από τους …… και ……… με δυνατότητα υπεκμίσθωσης σε τρίτους επιλογής της μισθώτριας. Ειδικότερα, υπεκμισθώθηκε στην ανακόπτουσα το κατάστημα, που αναφέρεται ως πρατήριο στην προσαρτημένη στο άνω συμφωνητικό υπομίσθωσης μελέτη πυροπροστασίας, ο χώρος του πλυντηρίου, οι χώροι όπου βρίσκονται οι νησίδες των αντλιών, οι δεξαμενές υγρών καυσίμων και το στέγαστρο, όπως οι χώροι αυτοί περιγράφονται στην άδεια λειτουργίας του πρατηρίου. Η διάρκεια της υπομίσθωσης ορίστηκε πενταετής αρχόμενη από 1-4-2012 και λήγουσα την 31-3-2017. Η παραπάνω σύμβαση υπομίσθωσης υπογράφηκε  στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, για την οποία αυτοί υπέγραψαν το από 15-3-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ειδικότερα, δυνάμει της τελευταίας αυτής σύμβασης, πενταετούς διάρκειας, η καθ’ ης ανέλαβε, κατ’ απόλυτη αποκλειστικότητα, τον εφοδιασμό του  ως άνω πρατηρίου της ανακόπτουσας προς εμπορία, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας τους, με πετρελαιοειδή προϊόντα της,  έχουσα την υποχρέωση η τελευταία, μεταξύ άλλων, να διατηρεί σε εμφανή σημεία του πρατηρίου τα διακριτικά γνωρίσματα  και σήματα της καθ’ ης. Στο δε συμφωνητικό υπομίσθωσης τέθηκε ο όρος 8, σύμφωνα με τον οποίο ορίστηκε ότι η εν λόγω σύμβαση τελεί σε πλήρη εξάρτηση και λειτουργεί παράλληλα και σε συνδυασμό με την από 15-3-2012 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, λυομένης δε της σύμβασης αυτής για οποιονδήποτε λόγο, θα λύεται αυτοδίκαια και η σύμβαση υπομίσθωσης. Η σύμβαση, δηλαδή, υπομίσθωσης που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση της κύριας σύμβασης εμπορικής συνεργασίας -που αφορούσε βασικά τη λειτουργία του πρατηρίου υγρών καυσίμων-, που συνήψε η καθ’ ης με την ανακόπτουσα και ως εκ τούτου είναι παρεπόμενη αυτής, χωρίς, ωστόσο, το γεγονός αυτό να συνεπάγεται μη εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ και του ΠΔ 34/1995 στην ένδικη υπομίσθωση. Μετά τη σύναψη της επίδικης μισθωτικής σύμβασης η ανακόπτουσα, η οποία εκμεταλλευόταν ταυτόχρονα και έτερο πρατήριο στο …..ο χλμ της ΠΕΟ …….., ζήτησε από την καθ’ ης, προκειμένου να μπορεί να ελέγχει τον υπάλληλο, που θα εργαζόταν στο επίδικο πρατήριο, να της εγκαταστήσει ένα ηλεκτρονικό σύστημα εισροών-εκροών, βάσει του οποίου οι ενδείξεις καταναλώσεων των αντλιών του πρατηρίου θα μπορούσαν να καταγράφονται απευθείας και σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (κονσόλα “station guard”) εγκατεστημένου εντός του γραφείου του πρατηρίου. Πράγματι, η καθ’ ης, προς διευκόλυνση της ανακόπτουσας, εγκατέστησε ένα τέτοιο σύστημα τον Μάιο του 2012. Εξάλλου, κατόπιν της με αρ. πρωτ. …./19-6-2012 αίτηση της ανακόπτουσας, εκδόθηκε η με αρ. 5214/20-6-2012 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Περιφερειακής Ενότητας Βοιωτίας, με την οποία χορηγήθηκε στην ανακόπτουσα και  άδεια λειτουργίας στεγασμένου πλυντηρίου-λιπαντηρίου οχημάτων στο άνω πρατήριο.  Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι, κατά την παράδοση του μισθίου πρατηρίου  στην ανακόπτουσα, υπήρχαν προβλήματα στη λειτουργία των αντλιών του και για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των διαδίκων η μη καταβολή των μισθωμάτων μέχρι την αποκατάσταση των προβλημάτων, όπως τούτο προκύπτει σαφώς από την με ημερομηνία 5-7-2012 επιστολή του διευθυντή οικονομικών της καθ’ ης, ………, προς την ανακόπτουσα, στην οποία αναφέρει επί λέξει, «Με την παρούσα επιβεβαιώνουμε ότι η υποχρέωση σας καταβολής μισθωμάτων για το πρατήριο υγρών καυσίμων που σας υπεκμισθώσαμε στην .. (…ο χλμ ……) αρχίζει με την κανονική έναρξη λειτουργίας του, δηλαδή όταν οι αντλίες λειτουργήσουν κανονικά». Εν τέλει η λειτουργία των αντλιών αποκαταστάθηκε τον Νοέμβριο του 2012, οπότε και ενεργοποιήθηκε εκ νέου η υποχρέωση της ανακόπτουσας  για την καταβολή των μισθωμάτων. Το γεγονός της έναρξης κανονικής καταβολής μισθωμάτων από το χρονικό αυτό σημείο (Νοέμβριος 2012)  προκύπτει τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα της καθ’ ης, …….., στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. κατάθεση του : «Τέλος του Οκτωβρίου του 2012 φτιάχτηκαν οι αντλίες. Από 1-11-2012 ξεκίνησε να μας καταβάλλει ενοίκια»), όσο και από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της ανακόπτουσας, ………., (βλ. κατάθεση της : «Από τον Νοέμβριο του 2012 πλήρωνε κανονικά»), ενώ συνομολογείται   από την ανακόπτουσα και στην με ημερομηνία 20-6-2014 εξώδικη απάντησή της προς  την καθ’ ης. Έκτοτε, κατά διαστήματα, παρουσιάζονταν βλάβες σε διαφορετικές κάθε φορά (από τις 6 συνολικά που είχε το πρατήριο) αντλίες, τις οποίες, όμως,  φρόντιζε η καθ’ ης να αποκαθιστά μέσω των τεχνικών της. Ειδικότερα, από την 31-10-2012 έως και τον Ιανουάριο του 2014 η ανακόπτουσα πραγματοποίησε είκοσι κλήσεις για βλάβες προς την καθ’ ης, ήτοι στις 31-10-2012, 2-11-2012, 2-12-2012, 4-12-2012, 21-12-2012, 31-12-2012, 29-1-2013, 18-2-2013,  11-3-2013, 16-3-2013, 19-3-2013, 27-4-2013, 22-5-2013, 24-5-2013, 20-6-2013, 27-6-2013, 16-7-2013, 13-8-2013, 24-9-2013 και 2-1-2014, εκ των οποίων  αφορούσαν  πρόβλημα (διαφορετικό κάθε φορά, ήτοι ρύθμιση στο χρόνο του ακροσωλήνιου, βλάβη ογκομετρητή, αλλαγή παλμοδότη αντλίας, ρύθμιση παλμοδότη,  πρόβλημα  σε αισθητήρα, πρόβλημα παλμοδότη, φθορά των ρουλεμάν, διαρροή καυσίμου σε αντλία, μπλοκαρισμένη αντλία) σε κάποια από τις αντλίες  (οι κλήσεις) στις 31-12-2012, 18-2-2013,  11-3-2013, 16-3-2013, 24-5-2013, 20-6-2013, 16-7-2013 , 24-9-2013  και 2-1-2014, ενώ οι υπόλοιπες κλήσεις αφορούσαν  σε άλλο πρόβλημα, που δεν σχετιζόταν  με την ροή καυσίμων, τα ακροσωλήνια ή τους αισθητήρες των αντλιών, αλλά σε τεχνικό πρόβλημα επικοινωνίας των αντλιών με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή-  κονσόλα “station guard”. Εξάλλου, στο μίσθιο πρατήριο υπήρχαν, όπως προαναφέρθηκε, 6 αντλίες, ήτοι μία δίδυμη αντλία βενζίνης αμόλυβδης (βενζίνης S PLUS 100), μία δίδυμη αντλία πετρελαίου κίνησης, μία δίδυμη αντλία πετρελαίου θέρμανσης και τρεις μονές αντλίες βενζίνης αμόλυβδης. Οι βλάβες που παρουσιάζονταν κατά διαστήματα δεν αφορούσαν όλες τις αντλίες, αλλά σε κάποια από αυτές. Έτσι δεν επηρεαζόταν η λειτουργία του πρατηρίου, από το οποίο τα προσερχόμενα οχήματα εφοδιάζονταν κανονικά με καύσιμα. Αυτό συνάγεται και από τη σύγκριση των λογιστικών εγγραφών της καθ’ ης και αφορούν τα δύο πρατήρια, που εκμεταλλευόταν η ανακόπτουσα, από τις οποίες φαίνεται ότι, οι καταναλώσεις των δύο πρατηρίων (του μίσθιου και του έτερου που λειτουργούσε αυτή στο …. χλμ, το οποίο δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις αντλίες του) για το ίδιο διάστημα (από 12-6-2013 μέχρι 14-7-2014) είναι σχεδόν ίδιες (καταναλώσεις καυσίμων μίσθιου πρατηρίου: α) από 12-6-2012 έως 31-12-2012, 491.157, β)το 2013, 823.174 και γ) από 1-1-2014 έως 14-7-2014, 379.358, καταναλώσεις καυσίμων του πρατηρίου στο …. χλμ ΠΕΟ …… τα αντίστοιχα διαστήματα : 498.848, 869.438 και 348.144). Επιπλέον, εάν οι αντλίες είχαν πραγματικά ελαττώματα, που επηρέαζαν την συνεχή ροή καυσίμων, όπως διατείνεται η ανακόπτουσα, πρώτη η καθ’ ης θα ενδιαφερόταν για την αποκατάσταση τους, ενόψει και των συμφωνηθέντων  με το συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας της με την καθ’ ης, με τον 4ο όρο του οποίου ορίζεται μεταξύ άλλων, «Επίσης, η πρατηριούχος θα ελέγχει την ακρίβεια της λειτουργίας των αντλιών, καθ’ εκάστη ημέρα δια λιτρομέτρου και θα αναφέρει εγγράφως στην ……. οιανδήποτε εμφανιζόμενη επ’ αυτών βλάβη διακόπτουσα πάραυτα την παροχή καυσίμων στο κοινό δια των μη κανονικών λειτουργουσών αντλιών». Ενόψει των ανωτέρω, συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι οι αντλίες του μισθίου πρατηρίου είχαν τα πραγματικά ελαττώματα που επικαλείται η ανακόπτουσα, ενώ σε κάθε περίπτωση, εάν αυτά υπήρχαν, δεν επηρέασαν ουδόλως την χρήση του πρατηρίου για το σκοπό, για τον οποίο υπομισθώθηκε από την ανακόπτουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ιδιοκτήτες του μισθίου πρατηρίου, καθ’ υπέρβαση της με αρ. …./1999 οικοδομικής άδειας,  είχαν κατασκευάσει προέκταση-βοηθητικό χώρο του ισογείου καταστήματος επιφάνειας 9,50 τμ., προέκταση -κύριο χώρο του καταστήματος επιφάνειας 3,15 τμ καθώς και ράμπα από σκυρόδεμα με χώρο αυτόματου καθαρισμού οχημάτων, κατασκευές οι οποίες ήταν αυθαίρετες, πλην όμως με την από 7-2-2014 δήλωση τους τις υπήγαγαν στη διαδικασία νομιμοποίησης του Ν. 4178/2013. Ωστόσο, οι άνω στεγασμένοι (αυθαίρετοι) χώροι δεν ήταν προορισμένοι για τη λειτουργία του πλυντηρίου, ενώ όσον αφορά την υπαίθρια ράμπα και τον χώρο αυτόματου καθαρισμού οχημάτων, δεν υπήρξε γι’ αυτούς ενδιαφέρον από την ανακόπτουσα να τους χρησιμοποιήσει για πλυντήριο. Όπως, συγκεκριμένα, προαναφέρθηκε, στην  ανακόπτουσα, από την 20-6-2012, είχε χορηγηθεί, κατόπιν αίτησής της, άδεια λειτουργίας  μόνο στεγασμένου πλυντηρίου οχημάτων για το υπό κρίση μίσθιο. Καίτοι, λοιπόν, παραδόθηκε στην ανακόπτουσα και ο χώρος  του πλυντηρίου -έστω και αυτός έφερε πολεοδομικές παραβάσεις-, αυτή  δεν προέβη, για δικούς της λόγους, ποτέ σε χρήση του και δη γιατί δεν πίστευε ότι θα ήταν επικερδής η λειτουργία του πλυντηρίου, ώστε να υποβληθεί σε επιπλέον έξοδα, που απαιτούντο για την πρόσληψη και άλλου υπαλλήλου. Οι ανωτέρω, συνεπώς, πολεοδομικές παραβάσεις ουδέποτε παρεμπόδισαν την ανακόπτουσα στο να κάνει χρήση του μισθίου κατά τον συμφωνηθέντα προορισμό του. Άλλωστε, εάν η ανακόπτουσα δεν μπορούσε να ασκήσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα εντός του μισθίου, θα είχε κάνει χρήση του δικαιώματος της, που προβλέφθηκε με τον όρο 1 του από 15-3-2012 συμφωνητικού υπομίσθωσης, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε μετά την πάροδο 18 τουλάχιστον μηνών  (ήτοι από τον Οκτώβριο του 2013) να λύσει  την μίσθωση, και μάλιστα αζημίως, ειδοποιώντας την καθ’ ης προ τουλάχιστον 3 μηνών. Αντίθετα, η ανακόπτουσα  επικαλέστηκε την ύπαρξη προβλήματος αναφορικά με τις πολεοδομικές παραβάσεις για τον χώρο του πλυντηρίου, για πρώτη φορά, μετά την όχληση της καθ’ ης προς αυτήν στις 20-5-2014 προκειμένου να προβεί σε εξόφληση των οφειλών της εκ της υφιστάμενης εμπορικής συνεργασίας τους και των μισθωμάτων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι αν και η ανακόπτουσα έκανε ανενόχλητα  χρήση του μισθίου πρατηρίου (γεγονός που φαίνεται και από τις προαναφερόμενες καταναλώσεις), από τον Φεβρουάριο του 2013 σταμάτησε να καταβάλλει τα οφειλόμενα μισθώματα. Έτσι η καθ’ ης απέστειλε στην ανακόπτουσα την από 9-5-2014 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωση, που επιδόθηκε στην  ανακόπτουσα την 20-5-2014, λόγω μη καταβολής μισθωμάτων και ύπαρξης οφειλών εκ της εμπορικής τους συνεργασίας, με την οποία καλούσε την ανακόπτουσα να καταβάλλει το ποσό των 17.886,20 ευρώ από τιμολόγια αγοράς καυσίμων και το ποσό των 17.928,68 ευρώ για τα οφειλόμενα μισθώματα. Συγκεκριμένα, ζητούσε για το έτος 2013 τα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου 2013 και Απριλίου έως και Δεκεμβρίου 2013, δηλαδή τα μισθώματα 10 μηνών, και για το έτος 2014 όλα τα μισθώματα έως τον χρόνο της εξώδικης όχλησης, πλην του μισθώματος Απριλίου 2014, δηλαδή τα μισθώματα 4 μηνών, ήτοι συνολικά το ποσό των 17.928,68 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου (1.280,62 € Χ 14 μήνες). Ακολούθως, η ανακόπτουσα με την από 20-6-2014 εξώδικη δήλωση της, που επιδόθηκε στην καθ’ ης την 4-7-2014, επικαλέστηκε για πρώτη φορά πραγματικό ελάττωμα του μισθίου και δη βλάβες στις αντλίες παροχής καυσίμων και τη μη παράδοση του πλυντηρίου-λιπαντηρίου λόγω πολεοδομικών παραβάσεων και πρότεινε τη μείωση του  μισθώματος κατά το ήμισυ από την αρχή της μισθώσεως καθώς και την επιδιόρθωση της κανονικής λειτουργίας των αντλιών. Λίγες ημέρες αργότερα, ωστόσο, και δη στις 21-7-2014 η ανακόπτουσα επέδωσε στην καθ’ ης την από 16-7-2014 έγγραφη καταγγελία της επίδικης συμβάσεως υπομισθώσεως, επικαλούμενη ότι δεν είχε συμφέρον στη συνέχιση της λόγω της ύπαρξης ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων και της μη παράδοσης του πλυντηρίου-λιπαντηρίου, ενώ επικουρικά δήλωνε ότι, σε περίπτωση που η καταγγελία για τους άνω λόγους κρινόταν άκυρη, κατήγγειλε αυτή λόγω μεταμελείας, κατ’ άρθρο 43 ΠΔ 34/1995, αφού παρήλθε ένα έτος από τη σύναψη της μίσθωσης. Η καθ’ ης με την από 28-7-2014 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία-πρόσκληση της, που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 31-7-2014, αρνήθηκε την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της μισθώσεως  και δήλωσε ότι εκλαμβάνει την προγενέστερη εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας ως καταγγελία λόγω μεταμελείας της, ζήτησε δε να παραδώσει τη χρήση του μισθίου την 22-10-2014, να της καταβάλλει την κατά νόμο αποζημίωση του ενός μισθώματος  καθώς να καταβάλλει τα οφειλόμενα μέχρι και  τον Ιούλιο του 2014 μισθώματα συνολικού ποσού 19.209,30 ευρώ. Μετά ταύτα η ανακόπτουσα αποχώρησε από το μίσθιο την 30-10-2014 χωρίς, ωστόσο, να καταβάλλει τα οφειλόμενα  μέχρι τότε μισθώματα.  Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ασκηθείσα  με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας καταγγελία λόγω  πραγματικών ελαττωμάτων είναι άκυρη, δεδομένου ότι, όπως προειπώθηκε, το μίσθιο δεν έφερε τέτοια και συνεπώς η καταγγελία για το λόγο αυτό δεν επέφερε κανένα έννομο αποτέλεσμα. Εντούτοις, η με την ίδια εξώδικη δήλωση και με καταχρηστική αίρεση δικαίου ασκηθείσα καταγγελία λόγω μεταμέλειας  είναι έγκυρη, καθόσον α) έγινε εγγράφως και β) είχε περάσει χρονικό διάστημα ενός έτους από την έναρξη της υπομίσθωσης, ανταποκρίνεται δε στη βούληση αμφοτέρων των διαδίκων, καθόσον η καθ’ ης αποδέχτηκε αυτήν  με την από 28-7-2014 εξώδικη δήλωση της και συνεπώς επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της. Συγκριμένα, με την καταγγελία του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995 έληξε η υπομίσθωση μετά πάροδο τριών μηνών από αυτή, δηλαδή στις 21-10-2014, και η ανακόπτουσα, συνεπώς, υποχρεούται να καταβάλλει στην καθ’ ης τα οφειλόμενα μέχρι τον Ιούλιο 2014 μισθώματα, αλλά και τα τρία μισθώματα του χρονικού διαστήματος από την καταγγελία μέχρι την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της (λύση της μίσθωσης). Συνολικά, έτσι, η ανακόπτουσα οφείλει τα μισθώματα α) για το έτος 2013, των μηνών Φεβρουαρίου και Απριλίου έως Δεκεμβρίου  και β) για το έτος 2014, των μηνών Ιανουαρίου έως και Οκτωβρίου 2014, πλην των μηνών Απριλίου και Ιουνίου 2014 (που όπως παραδέχεται η καθ’ ης έχουν εξοφληθεί), ήτοι συνολικά το ποσό των 23.051,16 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανακοπής, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης απέστειλε στην ανακόπτουσα την από 8-6-2015 εξώδικη διαμαρτυρία -δήλωσή της, που επιδόθηκε στην τελευταία την 11-6-2015, και με την οποία την καλούσε να της καταβάλλει το ποσό των 30.023,25 ευρώ από πωλήσεις καυσίμων και το ποσό των 23.051,16 ευρώ για τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου 2013, Απριλίου 2013 έως Δεκεμβρίου 2013 και όλα τα μισθώματα του έτους 2014 έως την αποχώρηση της ανακόπτουσας από το μίσθιο τον Οκτώβριο 2014, πλην των μισθωμάτων Απριλίου 2014 και Ιουνίου 2014, δηλαδή των μισθωμάτων Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2014, ήτοι συνολικά για τα έτη 2013 και 2014 18 μισθώματα συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου (1.280,62 € το κάθε μίσθωμα Χ 18 μήνες). Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων η απαίτηση της καθ’ ης είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη και ουδεμία αντίφαση παρουσιάζουν οι ανωτέρω από 9-5-2014 και από 8-6-2015 εξώδικες διαμαρτυρίες της με το αιτούμενο στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής ποσό, καθώς  με την πρώτη ως άνω εξώδικη δήλωση η καθ’ ης ζητούσε από την ανακόπτουσα για το έτος 2013 τα μισθώματα 10 μηνών και για το έτος 2014 τα μισθώματα έως και τον Μάιο του 2014, που αυτή (η εξώδικη δήλωση) επεδόθη, ήτοι τα μισθώματα 4 μηνών και συνολικά τα μισθώματα 14 μηνών, και όχι 21 μηνών όπως αβάσιμα εκθέτει η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής της. Η  απαίτηση, δηλαδή, που επιτάχθηκε να καταβάλει η ανακόπτουσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα 18 μηνών ταυτίζεται με τα μισθώματα, που αναφέρονται στην από 8-6-2015 εξώδικη όχληση της. Εξάλλου, το γεγονός ότι στο διατακτικό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κατά την ανάλυση του επιμέρους οφειλόμενων μισθωμάτων αναγράφεται ως μηνιαίο μίσθωμα μετά του τέλους χαρτοσήμου το ποσό των 12080,62 ευρώ (αντί του ορθού 1.280,62 ευρώ), δεν δημιουργεί καμία αντίφαση ούτε και αβεβαιότητα ως προς το οφειλόμενο ποσό, αφού πρόκειται για λάθος από παραδρομή, ενώ από την αναγραφή χωριστά του μηνιαίου μισθώματος (1.236,12 €) και του ποσού του χαρτοσήμου (44,50 €) είναι ευχερής ο ορθός υπολογισμός του ακριβούς ποσού.

Συνεπώς, και ο πρώτος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, αφού ουδείς λόγος ανακοπής κρίθηκε βάσιμος, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία (αναφορικά με την παραδοχή ένστασης εκ μέρους της καθ’ ης), η οποία αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, ορθώς έκρινε και είναι απορριπτέοι οι λόγοι έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600 ) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 31-5-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ