Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 351/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

351/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη,  Εμμανουηλία Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα K.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από 15-7-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./19-7-2016) έφεση του ενάγοντος, και η Β) από 18-6-2016 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./20-7-2016) έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 693/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17-4-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2013) αγωγή του ενάγοντος περί αναγωγής, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 § 1 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης,

εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή τους (υπ’αριθμ. …… παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα του Δημοσίου, όσον αφορά την έφεση του ενάγοντος και υπ’αριθμ……. παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα του Δημοσίου, όσον αφορά την έφεση του εναγομένου). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του, ότι ο εναγόμενος, που είναι υιός του, συνήψε με την Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος, δύο συμβάσεις έντοκων τοκοχρεωλυτικών δανείων, ύψους 9.000.000 δραχμών το πρώτο και 20.000.000 δραχμών το δεύτερο,  στις οποίες συμβλήθηκε ως εγγυητής και ο ίδιος, δυνάμει σύμβασης εντολής που καταρτίστηκε μεταξύ τους, παραχωρώντας και δικαίωμα εγγραφής υποθήκης υπέρ της Τράπεζας, επί των ειδικότερα περιγραφόμενων ακινήτων του, μέχρι του ποσού των 9.900.000 και των 22.000.000 δραχμών αντίστοιχα, προς εξασφάλιση των εκ των δανείων απαιτήσεών της. Ότι ο ίδιος, υπό την ιδιότητά του αυτή, προέβη στις αναλυτικά αναφερόμενες καταβολές προς τη δανείστρια Τράπεζα, λόγω της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου από τις συγκεκριμένες συμβάσεις, και συνολικά το ποσό των 259.495,77 ευρώ. Ακολούθως, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, επικαλούμενος δικαίωμα αναγωγής έναντι του εναγομένου, με βάση τη σχέση εντολής που τους συνέδεε, άλλως με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, και επικουρικά περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτίας επί αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 149.592,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό που κατέβαλε, από την επομένη της καταβολής του και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, ενώ του επιβλήθηκε και μέρος των  δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που καθορίστηκε στο ποσό των 4.500 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες, με τους ειδικότερους εκτιθέμενους στις εφέσεις τους λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, και, επιπλέον, όσον αφορά την έφεση του εναγομένου, στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την αποδοχή της εν όλω και την απόρριψή της αντίστοιχα. Ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του  ο εναγόμενος επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής, συνιστάμενης αυτής στην παράλειψη μνείας στο δικόγραφό της συγκεκριμένων στοιχείων περί των υποτιθέμενων συμβάσεων εντολής που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων, καθώς και των έγγραφων παραστατικών, από τα οποία αποδεικνύονται οι επικαλούμενες καταβολές, πλην όμως τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονται στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, η οποία περιέχει όλα τα κατά νόμον στοιχεία για τη θεμελίωσή της. Επομένως, δεν έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσής του με τον οποίο ο εναγόμενος υποστηρίζει τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012, ΧΡΙΔ 2013.433). Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 6/2016 ό.π). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει, ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πρέπει να προβάλλονται τα περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά αποτελούν κατάχρηση, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 623/2013, ΑΠ 638/2012, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην κρινόμενη περίπτωση, ο εναγόμενος, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, επαναφέρει τον προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, συνιστάμενης στην αδράνειά του να το ασκήσει επί μεγάλο χρονικό διάστημα και στο γεγονός ότι πραγματική αιτία της έγερσης των επίδικων αξιώσεών του είναι η διατάραξη των οικογενειακών τους σχέσεων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κρίνοντας, με βάση τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε απέρριψε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό ως μη νόμιμο, κατά το πρώτο σκέλος του, καθώς η αδράνεια του ενάγοντος ακόμη και αν δημιούργησε στον εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, και ως αόριστο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγω της μη επίκλησης συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που υποδηλώνουν τυχόν διαφορετικά κίνητρα της όψιμης προβολής των αξιώσεών του. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της έφεσης του εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ αυτός απαραδέκτως, κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ, επιχειρεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του σε νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, και συγκεκριμένα στο ότι ο ενάγων του δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς κατά τα έτη 2002 και 2006 αγόρασε ακίνητα στο όνομά του, χωρίς μάλιστα επίκληση του λόγου της βραδείας προβολής του.

Ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να αναφέρει τους νομικούς κανόνες, επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή του ούτε να κάνει τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τον συνδέει με τον εναγόμενο (ΑΠ 988/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο εξ επαγγέλματος εφαρμόζει το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 315/2016, ΑΠ 172/2014  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους (ΑΠ 1181/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, …….. και ………, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Οι διάδικοι τυγχάνουν συγγενείς εξ αίματος και συγκεκριμένα ο ενάγων είναι πατέρας του εναγομένου. Ο τελευταίος κατήρτισε δύο συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου με την Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδας, την πρώτη, με την υπ’αριθμ. ……/7-12-1986 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., ποσού 9.000.000 δραχμών, αποπληρωτέου σε 29 εξαμηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, και τη δεύτερη με την υπ’αριθμ. …/27-1-1989 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. , ποσού 20.000.000 δραχμών, αποπληρωτέου σε εξαμηνιαίες επίσης ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, και συγκεκριμένα αμφότερες στις 15/6 και 15/12 κάθε έτους, εντός της περιόδου αποπληρωμής, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους τους, συνταχθέντων συναφώς και των υπ’αριθμ. ../18-12-1986 και …./14-2-1989 πράξεων λήψης δανείου των ιδίων ως άνω συμβολαιογράφων αντίστοιχα. Σε αμφότερες τις συμβάσεις συμβλήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, μεταξύ άλλων, και ο ενάγων, ο οποίος προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας, που προέρχονταν από τα συγκεκριμένα δάνεια (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα                                                                                                                                              κλπ), παραχώρησε υπέρ αυτής δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί των ειδικότερα περιγραφόμενων ακινήτων του, και, συγκεκριμένα : α/ στον υπό στοιχ. Κ-1 χώρο (αίθουσα), επιφάνειας 450 τμ, του Γ΄ υπογείου, πολυκατοικίας κτισμένης επί οικοπέδου εκτάσεως 2.120 τμ, στο …. Αττικής και στις οδούς ……….,  μέχρι του ποσού των 9.900.000 δραχμών για το πρώτο και των 22.000.000 δραχμών για το δεύτερο δάνειο και β/ σε δύο αποθήκες με τα στοιχ. Υ-1 και Υ-2, επιφάνειας 132 και 86 τμ αντίστοιχα, υπογείου πολυκατοικίας κτισμένης επί οικοπέδου, κειμένου στη συμβολή της οδού ………, στη θέση «.. ή .. ή …», στο Δήμο …., μέχρι του ποσού των 22.000.000 δραχμών, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της από το δεύτερο δάνειο. Αντιθέτως, δεν συμβλήθηκε ως εγγυητής στις επίδικες δανειακές συμβάσεις αφού καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται στο κείμενό τους. Ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος ως προς την καταβολή των συμφωνηθέντων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, λόγω οικονομικής αδυναμίας και ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα του, ο οποίος, προκειμένου να αποτρέψει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, εκ μέρους της δανείστριας, προέβη στις κάτωθι καταβολές, και συγκεκριμένα : 1/ Έναντι του υπ’αριθμ. …./7-12-1986 δανείου κατέβαλε στις 30-8-1994 το ποσό των 985.450 δραχμών και ήδη 2.892 ευρώ, στις 7-12-1995, το ποσό των 3.168.250 δραχμών και ήδη 9.297,87 ευρώ, στις 17-6-1996 το ποσό των 925.659 δραχμών και ήδη 2.716,53 ευρώ, στις 16-12-1996 το ποσό των 924.268 δραχμών και ήδη 2.712,45 ευρώ, στις 18-6-1997, το ποσό των 923.229 δραχμών και ήδη των 2.709,40 ευρώ, στις 18-6-1997 το ποσό των 2.200 δραχμών και ήδη 6,46 ευρώ, στις 15-12-1997 το ποσό των  403.647 δραχμών και ήδη των 1.184,58 ευρώ, στις 15-12-1997 το ποσό των 510.800 δραχμών και ήδη 1.499,05 ευρώ, στις 15-6-1998 το ποσό των 17.401 δραχμών και ήδη 51,07 ευρώ, στις 18-6-1998 το ποσό των 500.000 δραχμών και ήδη 1.467,35 ευρώ, στις 6-7-1998 το ποσό των 403.850 δραχμών και ήδη 1.185,18 ευρώ, στις 17-12-1998 το ποσό των 803.200 δραχμών και ήδη 2.357,15 ευρώ, στις 17-6-1999 το ποσό των 838.600 δραχμών και ήδη 2.461,04 ευρώ, στις 17-1-2000 το ποσό των 833.450 δραχμών και ήδη 2.445,93 ευρώ και στις 22-6-2000 το ποσό των 825.850 δραχμών και ήδη 2.423,62 ευρώ, και στις 15-6-2001 το ποσό των 778.973 δραχμών και ήδη 2.286,05 ευρώ, και 2) Έναντι του υπ’αριθμ. …../27-1-1999 δανείου κατέβαλε στις 30-8-1994 ο ποσό των 2.195.750 δραχμών και ήδη 6.443,87 ευρώ, στις 7-12-1995 το ποσό των 7.063.017 δραχμών και ήδη 20.727,86 ευρώ, στις 17-6-1996 το ποσό των 2.064.984 δραχμών και ήδη 6.060,11 ευρώ, στις 16-12-1996 το ποσό των 615.637 δραχμών και ήδη 1.806,71 ευρώ, στις 10-2-1997 το ποσό του 1.496.650 δραχμών και ήδη 4.392,22 ευρώ, στις 18-6-1997, το ποσό των 942.521 δραχμών και ήδη 2.766,02 ευρώ, στις 18-6-1997 το ποσό του 1.123.650 δραχμών και ήδη 3.297,58 ευρώ, στις 15-12-1997 το ποσό των 2.042.650 δραχμών και ήδη 5.994,57 ευρώ, στις 18-6-1998 το ποσό των 986.000 δραχμών και ήδη 2.893,62 ευρώ, στις 6-7-1998 το ποσό του 1.071.450 δραχμών και ήδη των 3.144,39 ευρώ, στις 17-12-1998, το ποσό του 1.708.450 δραχμών και ήδη 5.013,79 ευρώ, στις 17-6-1999 το ποσό του 1.810.350 δραχμών και ήδη 5.312,84 ευρώ, στις 7-1-2000 το ποσό του 1.785.450 δραχμών και ήδη των 5.239,77 ευρώ, στις 15-6-2000, στις 15-12-2000,  στις 15-6-2001, στις 15-12-2001,  στις 15-6-2002, στις 15-12-2002 και στις 15-6-2003 από 1.764.470 δραχμές κάθε φορά και ήδη 5.178,20 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα επικυρωμένα αντίγραφα κίνησης λογαριασμών της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία, όπως είναι κοινώς γνωστό, συγχωνεύθηκε δι’απορροφήσεως η δανείστρια (άρθρο 336 § 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1298 του ΑΚ, τα στοιχεία της οποίας παρατίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής, ο ενάγων υποκαταστάθηκε-κατά το ποσό των καταβολών- στα δικαιώματα της δανείστριας Τράπεζας έναντι του εναγομένου, και δικαιούται να αναζητήσει τα παραπάνω ποσά, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 147.036,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη κάθε επιμέρους καταβολής, αφού από την παρέλευση της αντίστοιχης ημερομηνίας, ως δήλης ημέρας, κατέστη υπερήμερος έναντι του ενάγοντος, για την απόδοσή τους. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης που συνδέει τους διαδίκους, όπως και η συμπλήρωση της εκκαλουμένης, ως προς την παραπάνω νομική βάση, αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, εφόσον ο εναγόμενος με την έφεσή του παραπονείτο για άλλο λόγο και συγκεκριμένα την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι δυνατή, με βάση τις σχετικές νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, χωρίς τούτο να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής. Αντιθέτως, οι διατάξεις περί εγγυήσεως δεν τυγχάνουν εφαρμογής, εφόσον ο ενάγων ουδέποτε απέκτησε τη συγκεκριμένη ιδιότητα, όπως εσφαλμένως υπέλαβε η εκκαλουμένη. Πλέον αυτών, ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, που να αποκλείει το δικαίωμα υποκατάστασης του ενάγοντος, είτε επειδή οι καταβολές αντιστοιχούσαν σε τυχόν μερίσματα που δικαιούτο ο εναγόμενος ως συμμετοχή του στις εν γένει οικονομικές δραστηριότητες της οικογενείας τους στην Ελλάδα και τις Η.Π.Α, όπως ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, είτε επειδή από τα ποσά των δανείων ουσιαστικά επωφελήθηκε ο ενάγων, με αποτέλεσμα αυτός να υπέχει υποχρέωση να τα επιστρέψει, όπως προέβαλε με το δικόγραφο της έφεσής του, παραδεκτώς, αφού δεν πρόκειται για νέο ισχυρισμό, αλλά για διαφορετική αιτιολόγηση του ισχυρισμού του περί υπάρξεως τέτοιας συμφωνίας, δεν αποδείχθηκε καθώς και ο μάρτυρας ανταπόδειξης ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά έκανε στο συγκεκριμένο ζήτημα αντίθετα μάλιστα βεβαίωσε ότι τα χρήματα για τις καταβολές τα έδινε ο ίδιος ο εναγόμενος, γεγονός που ούτε και ο ίδιος ισχυρίστηκε. Ορθώς, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου ως κατ’ουσίαν αβάσιμο.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο, αφενός την αγωγική βάση περί εγγυήσεως, και αφετέρου το περί τοκοδοσίας αίτημα ως προς την επικουρική και όχι την κύρια βάση του, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αντίστοιχα, και πρέπει ο σχετικός, μοναδικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος, και ο λόγος της έφεσης του εναγομένου περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και κατ’ουσίαν, ανεξαρτήτως του ότι ο εναγόμενος επικαλείται άλλα ειδικότερα σφάλματα εκτίμησης, καθώς, λόγω του κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, μετά από καθολική επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως και όχι βάσει των τυχόν αποδιδόμενων ειδικότερων σφαλμάτων εκτιμήσεως (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 367/2011, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Κατ’ακολουθίαν και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), καθώς η αντικατάσταση των αιτιολογιών, αναφορικά με το κύριο αίτημα της αγωγής, δεν αρκεί, διότι με αυτήν επέρχεται μεταβολή στο αντικείμενο του δεδικασμένου της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ είδος, και η ποιοτική ή ποσοτική διαφοροποίηση του δεδικασμένου αποκλείει την αντικατάσταση των αιτιολογιών και απαιτεί εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, για την οριοθέτηση του δεδικασμένου (ΑΠ 173/2016, ΑΠ 258/2015, ΕφΠειρ 570/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3651/2013 Νοβ 2014.902). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ),πρέπει  να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την επομένη της καταβολής του και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να επιστραφούν στους εκκαλούντες τα προκαταβληθέντα από αυτούς παράβολα (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (106, 176 και  179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 15-7-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./19-7-2016)  έφεση του ενάγοντος και από 18-6-2016 ( με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/20-7-2016) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 693/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 17-4-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…../2013) αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν σαράντα επτά χιλιάδων τριάντα έξι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (147.036,48), με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την επομένη της καταβολής του και μέχρι την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον ενάγοντα των υπ’αριθμ. …… παραβόλων του ΤΑΧΔΙΚ και …. παραβόλων του Δημοσίου, που κατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του και στον εναγόμενο, των υπ’αριθμ……. παραβόλων του ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παραβόλων του Δημοσίου, που κατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις  31 Μαΐου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8 Ιουνίου 2018.

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ