Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 341/2018

 Αριθμός   341/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι από 30.03.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../30.03.2015) και 01.04.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../06.04.2015) εφέσεις του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος και εφεσίβλητου και της εναγόμενης ήδη εφεσίβλητης και εκκαλούσας κατ΄ αλλήλων και της υπ΄ αριθμ. 3377/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 – 676 ΚΠολΔ, επί της από 28.06.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../31.07.2013) αγωγής και δέχθηκε αυτή εν μέρει, ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως και, επιπλέον, δεν παρήλθε τριετία από την δημοσίευσή της. Ασκήθηκαν, επομένως, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1,2,4 εδάφ. α΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§2, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Συνεπώς, οι εφέσεις ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και πρέπει, αφού διαταχθεί αυτεπαγγέλτως η ένωση και η συνεκδίκασή τους εφόσον αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην αυτή (ειδική) διαδικασία και με τον τρόπο αυτό θα επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 246, 524§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ), να εξεταστούν το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).
  2. Ο ενάγων (……..) στην από 28.06.2013 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, ναυτολογήθηκε στις 17.04.2012, στην Αμαλιάπολη Ν. Μαγνησίας, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα «ΑΚ», πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……..», με μηνιαίο κλειστό μισθό, ποσού 1.800,00€, πλέον των προβλεπομένων στην Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων έτους 2010. Ότι παρέμεινε, εργαζόμενος στο πλοίο, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητά του, έως τις 21.09.2012, οπότε προέβη, μετά των λοιπών μελών του πληρώματος του πλοίου, σε επίσχεση εργασίας για τον λόγο ότι δεν του καταβάλλονταν οι δεδουλευμένες αποδοχές του. Ότι η εν λόγω επίσχεση εργασίας έληξε στις 03.04.2013, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 29§1 ν. 1220/1981, οπότε και έκλεισε το ναυτολόγιο του πλοίου. Ότι, ενόψει της παρασχεθείσης εργασίας του, διάρκειας δεκατεσσάρων (14) ωρών ημερησίως, δικαιούταν να λάβει τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: 1. Υπόλοιπο «κλειστού μισθού» 6.334,00€. 2. Αμοιβή υπερωριακής εργασίας 10.855,32€. 3. Υπόλοιπο αποδοχών χρονικής περιόδου επισχέσεως 11.493,54€. Και 4. Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αυτού 2.247,15€. Ότι η εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει το προκύπτον συνολικό ποσό των 30.930,01€ και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί με την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτά γενόμενο μερικό περιορισμό του όλου καταψηφιστικού ποσού σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ποσό 19.436,47€ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του, να αναγνωριστεί ότι η αυτή διάδικος οφείλει να του καταβάλει ποσό 11.493,54€ νομιμοτόκως ως άνω και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αντιδίκου του.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. ……/2014) έκρινε ότι η ως άνω έχουσα αγωγή είναι παραδεκτή, εν μέρει νόμιμη και εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη  με συνέπεια ο ενάγων να δικαιούται να λάβει  ποσό 6.334,00€ για την υπό στοιχεία ΙΙ1 νόμιμη αιτία, ποσό 5.464,64€ για την υπό στοιχεία ΙΙ3 νόμιμη αιτία και ποσό 900,00€ για την υπό στοιχεία ΙΙ4 νόμιμη αιτία. Ακολούθως, αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ποσό 5.464,64€ νομιμοτόκως από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 7.234,00€ νομιμοτόκως ως προηγουμένως και, τέλος, καταψήφισε υπέρ του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα, ποσού 350,00€.
  1. Κατά της ως άνω κρινάσης αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται με την από 30.03.2015 και διαρθρούμενη σε τέσσερις (4) λόγους έφεσή του ο ενάγων αποδίδοντας στην εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ΄ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί, να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου του. Περαιτέρω, κατά της αυτής δικαστικής αποφάσεως παραπονείται και η εναγόμενη με την από 01.04.2015 και διαρθρούμενη σε δύο (2) λόγους έφεσή της αποδίδοντας στην εκκαλούμενη απόφαση κακή εκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού, συνεπεία της οποίας έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Ζητεί δε να γίνει δεκτή τυπικά και κατ΄ ουσίαν η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή προς τον σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος του αντιδίκου της.
  2. Με το άρθρο 1 § 1 ν. 3276/1944, που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με την συντακτική πράξη  21/1945, η οποία κυρώθηκε με τον ν.32/1945, και εξακολουθεί να ισχύει, ως συνάγεται έμμεσα από την μη ρητή κατάργησή του με τον, ως άνω, ν. 32/1945, ορίζονται τα εξής: «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα… .» ενώ  στο άρθρο 5§1 εδάφ. α΄ του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι΄ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλεφθή υπό των συλλογικών συμβάσεων.». Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί, ότι επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων (σ.σ.ν.ε.) δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις», όπως προκύπτει από το όλο πνεύμα αυτού, αν και δεν περιέχει ρητή διάταξη, όπως ο προϊσχύσας ν.3239/1955 στο άρθρο 41§3 (ΑΠ 1107/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος), και, επομένως, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αυτού που ορίζει τα ακόλουθα: «Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Στους εργαζόμενους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.».  Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345,  225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕΠ 50/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 361/2013 ΕΝΔ 2013.208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και την συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕΠ 500/2011 αδημ.,  568/2009 ΕΝΔ 2009.267, 465/2009 ΕΝΔ 2009.276). ΄Αλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕΠ 500/2011 αδημ.,  640/2009 ΕΝΔ 2010.39, 465/2009 οπ. π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στην σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της συμβάσεως, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322,  1746/2009 ΝοΒ 58.729,  142/2003 ΕλλΔνη 44.1305,  737/2001 ΕλλΔνη 43.723,  1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΜονΕΠ 361/2013 οπ. π.). Επιπροσθέτως, στο άρθρο 29 ν. 1220/1981 «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως της περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα ακόλουθα: (στην παρ. 1) «1. Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημεδαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό Ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το «Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο» (Ν.Α.Τ.), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας: α) Καταβάλλονται από το Ν.Α.Τ. και ειδικότερα από το «Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας» έναντι των καθυστερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις. Η καταβολή αυτή γίνεται με βάση κατάσταση, που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις αποδοχές του και έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία ή από την Επιτροπή της παραγράφου 3. Σε περίπτωση διαφωνίας, υπερισχύει η γνώμη της Επιτροπής. Η βεβαίωση από το Ν.Α.Τ. ότι έχει εκδοθεί για κάθε ναυτικό, που έχει εγκαταλειφθεί, επιταγή για την παραπάνω καταβολή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2.» και (στην παρ. 4) «Το Ν.Α.Τ. επί τη καταβολή της κατά την παρ. 1 παροχής υποκαθίσταται εις την θέσιν του ναυτικού αυτοδικαίως ως δανειστής του πλοιοκτήτου και προέρχεται εις την βεβαίωσιν και είσπραξιν των οφειλομένων υπέρ του Κ.Α.Α.Ν. κατά τας εκάστοτε περί εισπράξεων των πόρων του Ν.Α.Τ. ισχυούσας ουσιαστικάς και δικονομικάς διατάξεις συνεισπράττον δια της ιδίας διαδικασίας και τα υπό της Εστίας Ναυτικών κατά την παρ. 1 εδ. β΄ υπ΄ αυτής  καταβληθέντα.». .». Περαιτέρω, στο άρθρο 62§1 ΚΔΝΔ ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται δια ναυτικού φυλλαδίου.», σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως με την αιτία (άρθρο 3 ν. 721/1948 στην κωδικοποίηση του β.δ. 9/31.12.1955, άρθρο 3 Α.Υ.Ε.Ν. 70056/15/2/2.1.1981 – Φ.Ε.Κ. Β΄40/26.01.1981 «Περί τύπου και τρόπου εκδόσεως φυλλαδίων ναυτικών κλπ»), ενώ στο άρθρο 105§2 ΚΔΝΔ ορίζονται τα εξής: «Ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβεί εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή.».  Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου (άρθρο 438§1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από την δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.α.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου και ως προς τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν ενεργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού που υπηρετεί στο πλοίο ή της δικής του «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώρηση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΜονΕΠ 212/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος όπου και παραπομπές στην νομολογία και την θεωρία).Τέλος, κατά το άρθρο 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά την λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για τον λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του ως εάν να εργαζόταν κανονικά. Εξάλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει: α) Με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με την δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, γ) με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της συμβάσεως εργασίας και δ) με την περιέλευση του εργαζόμενου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (ΑΠ 1003/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
  3. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……… και …….., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα πρακτικά της συζητήσεως, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό μητρώου …. στην Δ΄ ναυτική περιφέρεια, σε εκτέλεση προκαταρκτικής συμβάσεως παροχής ναυτικής εργασίας που συνήψε ατύπως με εκπροσωπήσαν νομίμως την ναυτική εταιρεία, με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην …. Ν. Αττικής, σε προηγούμενο της 17.04.2012 χρονικό σημείο, ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα «ΑΚ.», νηολογίου Χαλκίδας, με αριθμό …., κ.ο.χ. 145,29, κ.κ.χ. 75,56, Δ.Δ.Σ. ….., φέρον δύο (2) μηχανές ιπποδυνάμεως 371BHP έκαστη, χωρητικότητας 244 επιβατών και υπηρεσιακής ταχύτητας 12 ν. μ. σε ήρεμη θάλασσα, πλοιοκτησίας της προαναφερόμενη ναυτικής εταιρείας, κατά την θερινή περίοδο του έτους 2012 (2ο δεκαπενθήμερο Απριλίου – 1ο δεκαπενθήμερο Οκτωβρίου), αμειβόμενος με μηνιαίο «κλειστό» μισθό, ποσού 1.800,00€. Σε εκτέλεση της προκαταρκτικής αυτής συμβάσεως ναυτολογήθηκε στο πλοίο στο λιμάνι της Αμαλιαπόλεως Ν. Μαγνησίας, στις 17.04.2012, και εργάστηκε σ΄ αυτό με την προαναφερόμενη ειδικότητά του έως και τις 23.09.2012, ενόψει του ότι το πλήρωμα του πλοίου από την επόμενη ημέρα θα ασκούσε το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, λόγω οφειλής εκ μέρους της πλοιοκτήτριας προς αυτό (πλήρωμα) μέρους των δεδουλευμένων αποδοχών του. Η επίσχεση της εργασίας του έπαυσε, κατά τα ανωτέρω, για τον ενάγοντα στις 15.10.2012, οπότε παρήλθε ο χρόνος της συμφωνημένης διάρκειας της συμβάσεώς του, έστω και αν το ναυτολόγιο του πλοίου έκλεισε στις 03.04.2013, μετά από παραγγελία του Ν.Α.Τ., σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 29§1 εδάφ. α΄ ν. 1220/1981. Κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο αυτό πραγματοποιούσε ημερήσιες θαλάσσιες εκδρομές από τον λιμένα του Αχιλλείου Ν. Μαγνησίας με προορισμό το νησί της Σκιάθου και αντιστρόφως. Κάποιες ημέρες είχε ως προορισμό το νησί της Σκοπέλου. Το πλήρωμα (συνεπώς δε και ο ενάγων) παρουσιαζόταν στο πλοίο για ανάληψη εργασίας στις 07:00 και παρέμενε εργαζόμενο στο πλοίο έως τις 21:30. Οι θαλάσσιες εκδρομές άρχισαν να γίνονται καθημερινά τον μήνα Μάιο ενώ προηγουμένως γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα κατά δε τις λοιπές ημέρες αυτής πραγματοποιούνταν εργασίες στο πλοίο. Ο προσδιορισμός των δικαιούμενων από τον ενάγοντα πάσης φύσεως αποδοχών, ώστε να διαπιστωθεί εάν αυτές καλύπτονταν από τον συμφωνηθέντα «κλειστό» μισθό, εφόσον ο σωματειακός φορέας («ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΗΜΕΡΟΠΛΟΩΝ ΣΚΑΦΩΝ») στον οποίο ανήκε η πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία δεν είχε συμβληθεί στην κατάρτιση συγκεκριμένης σ.σ.ν.ε., πρέπει να λάβει χώρα με βάση την σ.σ.ν.ε. στην οποία απέβλεψαν τα μέρη (βλ. σχετική αναφορά στην σελίδα 68 του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος και η οποία καλύπτει εργαζόμενους ναυτικούς απασχολούμενους σε πλοία με ανάλογη θαλάσσια δραστηριότητα και συγκεκριμένα με την από 21.07.2010 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών –Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, που κυρώθηκε με την από 25.10.2010 υπ΄ αριθμ. 3525.10/01/2010 (Φ.Ε.Κ. Β΄1743/05.11.2010) απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και ενόψει του ότι ανάλογου περιεχομένου σ.σ.ν.ε. καταρτίστηκε στις 06.06.2013. Συνεπώς, σε εφαρμογή της ανωτέρω σ.σ.ν.ε. ο ενάγων δικαιούταν να λάβει: 1. Για μισθούς ενέργειας, επιδόματα και αποζημίωση μη ληφθείσας αυτουσίως άδειας 5,23 μήνες εργασίας χ [μισθός ενέργειας 1.238,81€ + επίδομα Κυριακών ποσοστού 22% 272,54€ + επίδομα ιματισμού 55,11€ + αντίτιμο μη χορηγούμενης αυτουσίως τροφής 477,90€ (30 ημέρες χ 15,93€ ημερησίως) + αποζημίωση μη χορηγούμενης αυτουσίως άδειας 712,40€ (8 ημέρες μηνιαίως χ μισθός ενέργειας 1.238,81€ + επίδομα Κυριακών ποσοστού 22% 272,54€ + αντίτιμο μη χορηγούμενης αυτουσίως τροφοδοσίας 477,90€ : 22 ημέρες) = 2.756,76€] = 14.417,85€. Από το χρηματικό αυτό ποσό, ο ενάγων είχε λάβει από την εναγόμενη μέρος του, ύψους 2.900,00€, ενώ σε άλλο μέρος του, ύψους 5.749,36€, έχει υποκατασταθεί αυτοδικαίως το Ν.Α.Τ., σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 29§4 ν. 1220/1981. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το εναπομένον ποσό των 6.068,49€ [14.717,85€ – (2.900,00€ + 5.749,36€)]. 2. Για αποδοχές επισχέσεως  0,73 μήνες χ 2.756,76€ = 2.012,43€. Και 3. Για αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας  123 καθημερινές και Κυριακές χ 6,5 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως χ 8,96€ ωρομίσθιο + 28 Σάββατα και αργίες χ 14,5 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως χ 10,74€ ωρομίσθιο = 7.163,52€ + 4.360,44€ = 11.523,96€. Σημειώνεται ότι από το συνολικό αυτό χρηματικό ποσό ζητείται με την αγωγή μέρος του ύψους 10.855,32€. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α. Η αγωγή είναι ενεργητικά ανομιμοποίητη για ποσό 5.749,36€. β. Η επίσχεση εργασίας του ενάγοντος έληξε με την πάροδο του χρόνου διάρκειας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του. γ. Εργοδότρια του ενάγοντος υπήρξε η εναγόμενη ναυτική εταιρεία και όχι τρίτο φυσικό πρόσωπο (……..) και τούτο διότι η καταρτισθείσα μεταξύ της εναγόμενης και του τρίτου από 28.03.2003 σύμβαση χρονοναυλώσεως γυμνού πλοίου έπαυσε ισχύουσα σε παρελθόν της προσλήψεως του ενάγοντος χρονικό σημείο. Και δ.  Ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει αποζημίωση απολύσεως. Μετά από αυτές τις παραδοχές πρέπει οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις να γίνουν δεκτές και κατ΄ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 16.923,81€ (6.068,48€ + 10.855,32€) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση και να αναγνωριστεί ότι η αυτή διάδικος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 2.012,43€ νομιμοτόκως ως άνω.
  • Τα δικαστικά έξοδα της δίκης, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 76 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ, 58§§3,4α΄, 63§1i α΄, 68§1 και 69§ 1 εδάφ. α΄, Παράρτημα Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 30.03.2015 και 01.04.2015 εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν αυτές.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 3377/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Διακρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 28.06.2013 αγωγή.

Δέχεται αυτή εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών του ευρώ (16.923,81€) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η αυτή εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό δύο χιλιάδων δώδεκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών του ευρώ (2.012,43€) νομιμοτόκως ως άνω. Και

Υποχρεώνει την εναγόμενη – εφεσίβλητη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα τα έξοδα της δίκης προσδιορίζει δε το ποσό αυτών σε χίλια τριακόσια σαράντα ευρώ (1.340,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  6  Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ