Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 342/2018

Αριθμός   342/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 28-12-2015 (αριθμ. εκθεσ. καταθ.  …./30-12-2015)  έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας κατά της 2527/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ)  και δέχθηκε εν μέρει την από 22-12-2014 (με αριθμ. εκθέσ.  καταθ.  ……../2014) αγωγή των εναγόντων, έχει  ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η κατάθεση του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παραβόλου και εμπρόθεσμα καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκηση αυτής, ούτε εξάλλου οι εφεσίβλητοι  ισχυρίζονται το αντίθετο  (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ).  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με την άνω αναφερόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες  ισχυρίζονται ότι σε εκτέλεση  διαδοχικών συμβάσεων  εξηρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου,  που καταρτίστηκαν  στη Ζάκυνθο  με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια εταιρία του υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου  Πειραιά …, ε/γ-ο/γ πλοίου «ΙΣ»,  κοχ 4.059,  ναυτολογήθηκαν σε αυτό  ο πρώτος με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α΄, οι λοιποί δυο με εκείνη του ναύτη. Ότι αν και το πλοίο εκτελούσε πλόες άνω των 30 ναυτικών μιλίων αμείβονταν όχι με βάση την αρμόζουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, αλλά με εκείνη που αφορούσε τα πληρώματα των πλοίων που εκτελούν πορθμειακές γραμμές,  με συνέπεια να δικαιούνται τις διαφορές στις μηνιαίες αποδοχές τους, περαιτέρω ότι διατηρούν αξιώσεις από παροχή υπερωριακής εργασίας η αμοιβή της οποίας δεν συνυπολογίστηκε στα καταβληθέντα επιδόματα εορτών καθώς και αποζημίωση απολύσεως. Με βάση τα παραπάνω και όσα ειδικότερα ιστορούνται στο αγωγικό δικόγραφο, αφού μετέτρεψαν παραδεκτά τα αιτήματα αυτής σε εν μέρει αναγνωριστικά, ζήτησαν την καταβολή των οφειλομένων για τις ανωτέρω αιτίες, ποσών. To πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας α] το αίτημα του πρώτου ενάγοντα που αφορούσε την καταβολή αμοιβής για εργασίες στο μηχανοστάσιο και β] το αίτημα των λοιπών εναγόντων που αφορούσε την καταβολή αμοιβής για την φορτοεκφόρτωση και έχμαση των μεταφερομένων οχημάτων και, στη συνέχεια, δέχθηκε ως μερικά βάσιμη την ένδικη αγωγή, κρίνοντας ιδίως ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων διέπονται από την σσνε για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, δεχόμενο συγκεκριμένα ότι το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε πλόες άνω των 30 ναυτικών μιλίων και μάλιστα ότι εκτελούσε και την δρομολογιακή γραμμή Πάτρα-Σάμη Κεφαλληνίας-Ιθάκη.  Επιδίκασε δε στον πρώτο των εναγόντων  το συνολικό ποσό των 16.473,16 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 13.708 ευρώ και στον τρίτο  το ποσό των 17.393,4 ευρώ  ως διαφορά αποδοχών και επιδομάτων,  ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας 12 ωρών και ως αποζημίωση απόλυσης.

Η εναγόμενη εταιρία με την κρινόμενη έφεσή της και τους λόγους αυτής που ανάγονται, στο σύνολό τους, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό πλήρους απόρριψης της αγωγής.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η δε έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι, όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επί αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 παρ. 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το εφετείο στο οποίο, με την άσκηση της  εφέσεως, μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της και τους τυχόν  πρόσθετους λόγους αυτής, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδεκτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι εάν με την έφεση ζητείται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της ως μη νόμιμης ή ουσιαστικά αβάσιμης, αποδίδεται δηλαδή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή τη νομιμότητα της αγωγής, το εφετείο, στο οποίο η υπόθεση, με τις άνω αιτιάσεις, μεταβιβάζεται στο σύνολό της, δεν κωλύεται να απορρίψει αυτεπάγγελτα την αγωγή, εν όλω ή εν μέρει, ως αόριστη, ακόμα και να απορρίψει τα επί μέρους αγωγικά αιτήματα ή και ολόκληρη την αγωγή ως μη νόμιμη για λόγους άλλους από τους επικαλούμενους στην έφεση (AΠ 1216/1997, ΕΠ  387/2014, 441/2014, ΕΑ 1324/2010, δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙΙ.   Από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 3, 5 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συμβάσεων στη ναυτική εργασία», ο οποίος εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στις 6-7-1945 (ΦΕΚ Α, 172), σύμφωνα με το άρθρο 8 της 21/1945 Σ.Π. και ισχύει, προκύπτει ότι οι συναπτόμενες μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης, από τις κρινόμενες από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας (Υ.Ε.Ν.) ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που κυρώθηκαν με απόφαση του Υ.Ε.Ν. και δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και θέτουν κανόνες δικαίου που δεσμεύουν όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, αλλά και όλες τις, τυχόν, υφιστάμενες μη συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση.

Στη συνέχεια, στο άρθρο 170 του ν.δ. 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» και υπό τον τίτλο «κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως», ορίσθηκε στην παράγραφο 1 «ότι διά π.δ. εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου υπουργού καθορίζονται: « α) αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς…..». Στο εκδοθέν με βάση την ως άνω εξουσιοδότηση π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», ορίστηκε στο άρθρο 1 αυτού, ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο «δρομολογιακή γραμμή» νοείται η σειρά των λιμένων προσεγγίσεως του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής (περιπτ. ε`).

Με τις ΥΑ 3525.1.1.5/01/2013 (ΦΕΚ Β2079/26-8-2013) και 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β 1664/24-6-2014) κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών πλοίων, για τα έτη αντίστοιχα 2013 και 2014,  η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτής σε όλα τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες αποστάσεως άνω των 30 ναυτικών μιλίων, ενώ για τα πλοία (πορθμεία) που εκτελούν πλόες αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικά μίλια, εφαρμόζεται η ΣΣΕ Αμοιβών Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, η οποία για το έτος 2013, κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.6./01/2013 και για το έτος 2014, με την ΥΑ 3525.1.6./01/2014 (ΦΕΚ Β 2146/30-8-2013 και ΦΕΚ Β 2500/19-9-2014).

Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, με τον όρο της υπό των πλοίων εκτελέσεως πλόων μεταξύ λιμένων εσωτερικού μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή άνω των 30 ναυτικών μιλίων από την αφετηρία στον λιμένα προορισμού, νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολογήσεως του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεσή του το δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εξεύρεση της εφαρμοστέας συλλογικής συμβάσεως ή υπουργικής αποφάσεως, δηλαδή εάν θα εφαρμοσθούν οι ΣΣΕ για πλοία που εκτελούν πλόες αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικά μίλια ή οι αναφερόμενες σε ακτοπλοϊκά πλοία τα οποία εκτελούν μεγαλύτερες διαδρομές, καθορίζεται αφού ληφθούν υπόψη και οι  αποστάσεις των ενδιάμεσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολογήσεως αυτού διοικητικής πράξης.

Τέλος στην περίπτωση πλοίου που έχει δρομολογηθεί παράλληλα  σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (όπως λ.χ. πορθμείων και οχηματαγωγών καθώς και επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων), θα πρέπει οι αποδοχές των εργαζομένων να υπολογίζονται ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (ΑΠ 109/2009, ΕΠ 261/2016, 371/2015   δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την αγωγή τους ότι το πλοίο της εναγομένης στο οποίο είχαν ναυτολογηθεί κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2013 έως 14-10-2014 είχε δρομολογηθεί στις γραμμές α) Κυλλήνης – Ζακύνθου, β) Κυλλήνης – Πόρου Κεφαλληνίας καθώς και γ) στη γραμμή Πάτρα –  Σάμη Κεφαλληνίας – Ιθάκη, ότι οι υπό στοιχ. α) και β) δρομολογιακές γραμμές έχουν μήκος, αντίστοιχα, 17 και 23 ναυτικά μίλια ενώ η με στοιχ. γ) γραμμή ξεπερνά τα 30 ναυτικά μίλια καθώς είναι περίπου 50 ναυτικά μίλια και περαιτέρω ότι …. « τα δρομολόγια που εκτελούντο ήταν ως επί το πλείστον από το λιμάνι της Ζακύνθου προς το λιμάνι της Κυλλήνης, εν συνεχεία προς το λιμάνι του Πόρου Κεφαλληνίας και ακολούθως προς το λιμάνι της (και αντιστρόφως), πολλές φορές όμως εκτελούντο δρομολόγια από το λιμάνι της Κυλλήνης προς το λιμάνι της Ζακύνθου και εν συνεχεία ξανά προς την Κυλλήνη και ακολούθως προς το λιμάνι του Πόρου Κεφαλληνίας και γενικά οι πλόες που εκτελούντο ήταν μεταξύ των λιμένων αυτών». Με βάση το ιστορικό αυτό ισχυρίζονται ότι εφαρμοστέα είναι η σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και όχι εκείνη των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού, την οποία εφάρμοζε η εναγόμενη πλοιοκτήτρια και εργοδότρια αυτών εταιρία και ζητούν την εφαρμογή της πρώτης και τον, βάση αυτής, υπολογισμό της διαφοράς στις ένδικες αποδοχές τους.

Πλην όμως σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στην υπό στοιχ. ΙΙΙ σκέψη αφού οι πλόες που εκτελούσε το πλοίο της εναγομένης ήταν, με βάση τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, συνολικής αποστάσεως άνω των 30 ναυτικών μιλίων αλλά και κάτω από 30 ναυτικά μίλια, τότε εφαρμόζονται αμφότερες οι προαναφερόμενες σσνε και οι αποδοχές των εναγόντων θα πρέπει κατά συνέπεια να υπολογιστούν ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή. Επομένως  είναι αναγκαίο προς το σκοπό αυτό να αναφέρονται στην αγωγή, σύμφωνα με την υπό στοιχ. Ι σκέψη, κατά συγκεκριμένο τρόπο οι πλόες που εκτελούσε καθημερινά ή ανά χρονική περίοδο το πλοίο, ώστε να καταστεί δυνατή η παράλληλη εφαρμογή από το Δικαστήριο των άνω σσνε. Η έλλειψη όμως αυτή της αγωγής, της σαφούς και αναλυτικής αναφοράς των διαφορετικών σε μήκος πλόων που εκτελούσε το πλοίο  κατά το  επίδικο χρονικό διάστημα, καθιστά αυτήν  ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν μπορεί το Δικαστήριο να καθορίσει για πόσους και ποιους  πλόες θα αμειφθούν οι ενάγοντες με την μια ή την άλλη των παράλληλα ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας  και συνεπώς απορριπτέα, λόγω αοριστίας, ως απαράδεκτη.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένη, εν μέρει, την αγωγή ως προς το αίτημά της για διαφορά αποδοχών και αμοιβής υπερωριών καθώς και για αποζημίωση απόλυσης  και στη συνέχεια ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά  εφαρμόζοντας αποκλειστικά την σσνε για τα ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι αν εφάρμοζε προσηκόντως το νόμο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της παραπάνω αναφερθείσας αοριστίας. Συνεπώς το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη μπορεί και υποχρεούται να ελέγξει αυτεπάγγελτα το ορισμένο της αγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος εφέσεως, ενώ δεν παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 536 ΚΠολΔ εφόσον κρίνεται η ασκηθείσα από την εναγομένη έφεση (σχετ. Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, στ έκδ.,2009, παρ.1137).

Ενόψει αυτών  πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η υπόθεση και  να απορριφθεί για τυπικούς λόγους η αγωγή και ειδικότερα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 28-12-2015 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης  ……/30-12-2015)  έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας κατά της 2527/2015 οριστικής αποφάσεως  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 2527/2015  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 22-12-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2014 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  7 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ