Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 344/2018

Αριθμός     344/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 23.03.2015 με ΓΑΚ ../2015 και ΕΑΚ …/2015) έφεση της ηττηθείσης εναγομένης κατά της υπ΄ αριθμ. 3778/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 παρ. 1, 499, 500, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ], εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και, επιπλέον, δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό αυτής καταβλήθηκε το παράβολο που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το δε εδαφ. β` αυτής προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ 1 του ν. 4139/2013, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 518 παρ. 2, 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 669 ΕμπΝ προκύπτει ότι αλληλόχρεος ή ανοικτός ή τρεχούμενος λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρούν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρισή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο, και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης, κατ` άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ (ΟλΑΠ 31/1997, ΝοΒ 46,193, ΑΠ 1234/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1795/2007, ΧρΙΔ 2007,925, ΑΠ 857/2006, ΝοΒ 2007,705, ΑΠ 192/2005, ΕλλΔνη 47,458, ΑΠ 1/2002, ΕλλΔνη 43,706, ΑΠ 667/2001, ΕλλΔνη 42,1543, ΑΠ 412/1999, ΕΕμπΔ 1999,485, ΑΠ 1217/1995, ΕλλΔνη 39,817, ΑΠ 1524/1991, ΕλλΔνη 34,313). Επιτρέπεται να συμφωνήσουν οι ενδιαφερόμενοι ότι ο λογαριασμός θα κλείνεται και σε συντομότερα του τριμήνου χρονικά διαστήματα, αλλά στην περίπτωση αυτή, αν στο κατάλοιπο περιλαμβάνονται τόκοι, δεν θα ανατοκίζονται (ΕφΑθ 947/2005, ΕπΕμπΔ 2005, 965, ΕφΑθ 7096/2002, ΔΕΕ 2003, 318, Κονδύλης, Εννοια κλπ. του αλληλόχρεου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37, σελ. 507, Παμπούκης, Τραπεζικαί πιστωτικαί συμβάσεις, σελ. 554, 557 επ., Σούρλας, Το δίκαιο του αλληλόχρεου λογαριασμού, σελ. 80). Έτσι, βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας περί υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό των αμοιβαίων απαιτήσεων των συμβαλλομένων από τις συναλλαγές τους, προς το σκοπό να εκκαθαρίζονται (αποσβήνονται) αυτές κατά το κλείσιμο του λογαριασμού που λαμβάνει χώρα κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα και να αποτελέσει πλέον την μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το τυχόν κατάλοιπο (ΑΠ 1234/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 857/2006, ΝοΒ 55,705, ΑΠ 1291/2005, ΕλλΔνη 48,1024, ΑΠ 667/2001, ΕλλΔνη 42,1543). Απαιτείται, δε, να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές και δεν ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια του λογαριασμού έγιναν πράγματι αποστολές και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή αν μόνο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προέβη σε αποστολές (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός) [ΟλΑΠ31/1997, ό.π., ΑΠ 1795/2007, ΧΡΙΔ 2007,925, ΕφΑθ 4977/2008, ΕλλΔνη 2009,531]. Έτσι, για να είναι νόμιμη μία τέτοια αγωγή, αρκεί να εκτιμάται από το περιεχόμενό της ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων, έστω και αν δεν προέβησαν σ` αυτές πράγματι, και δεν είναι ανάγκη ο λογαριασμός να έγινε πιστωτικός, διαδοχικά και για τα δύο μέρη (ΑΠ 1795/2007, ΧρΙΔ 2007,925, ΑΠ 857/2006, ΝοΒ 55, 705 καθώς και σε ΧΡΙΔ 2006,727, ΕφΑθ 483/2010, ΔΕΕ 2010, 1210, ΕφΠειρ 78/2008, ΔΕΕ 2009,82). Χαρακτηριστικό της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η απώλεια της αυτοτέλειας και ατομικότητας των επιμέρους απαιτήσεων και η μεταβολή τους σε απλά λογιστικά στοιχεία χρεοπίστωσης ενός ενιαίου λογαριασμού, με συνέπεια να είναι δικαστικά επιδιώξιμη μόνον η απαίτηση από το τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού (ΕφΘεσ 672/2010, Αρμ. 2011, 616, ΕφΑθ 5514/2003, ΕΤρΑξΧρΔ 2004, 675). Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 118 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αγωγής που στηρίζεται στη σύμβαση αλληλόχρεου (ανοικτού) λογαριασμού, εκτός από το κλείσιμο του λογαριασμού, πρέπει, αν μεν αυτή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου, να καθορίζεται το ποσό της αναγνώρισης κατά τους όρους των άρθρων 873 και 874 ΑΚ, ενώ, αν δεν υπάρχει τέτοια αναγνώριση, να παρατίθενται όλα τα (χρεοπιστωτικά) κονδύλια του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει το κατάλοιπο που ζητείται (ΑΠ 857/2006, ΝοΒ 55, 705, ΑΠ 1291/2005, ΕλλΔνη 48,1024, ΑΠ 828/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 299/2000, ΕΕμπΔ 2000,288, ΑΠ 1217/1995, ΕλλΔνη 39,817, ΑΠ 1524/1991, ΕλλΔνη 34,313, ΑΠ 46/1984, ΝοΒ 33, 232, ΕφΑθ 4058/2012, ΔΕΕ 2013, 149, ΕφΠειρ 440/2011, ΔΕΕ 2012, 134, ΕφΑθ 483/2010, ΔΕΕ 2010, 1210, ΕφΠειρ 78/2008, ΠειρΝομ 2008,434, ΕφΑθ 5361/2006, Αρμ. 2007,1714, ΕφΑθ 947/2005, ΕΕμπΔ 2005, 965, ΕφΘεσ 1778/2000, Αρμ. 56,1169, ΕφΘεσ 854/1997, ΕλλΔνη 40,662, ΕφΠειρ 488/1997, ΕλλΔνη 40,662, ΕφΠειρ 488/1997, ΕλλΔνη 40,356, ΕφΛαρ 438/1994, ΕλλΔνη 36,409, ΠΠρΘεσ 718/2009, ΕΠΟΛΔ 2009, 82, Κονδύλης, Εννοια κλπ. του αλληλόχρεου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37, σελ. 497 επ.). Πάντως, για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού απαιτείται να υπάρχει η δυνατότητα να προκύψουν από τη μεταξύ τους οικονομική συναλλαγή απαιτήσεις και οφειλές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, ώστε να μην είναι από πριν γνωστό ποιο απ` αυτά, κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου. Περαιτέρω, εφόσον ο αλληλόχρεος λογαριασμός, ο οποίος καταρτίζεται κατ` αρχήν ατύπως (ΕφΑθ 4058/2012, ΔΕΕ 2013, 149), τηρείται ανάμεσα σε πρόσωπα από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, τότε το κατάλοιπο που προκύπτει από οποιοδήποτε περιοδικό ή οριστικό κλείσιμο φέρει ipsojure τόκο που αρχίζει από την ημέρα που κλείστηκε ο λογαριασμός (άρθρο 112 παρ. 1 ΕισΝΑΚ) [ΕφΑθ 4058/2012, ΔΕΕ 2013, 149].

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠοΛΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά καθιστά το δικόγραφο απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, του απαραδέκτου αυτού ερευνωμένου και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενου στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (βλ. σχετ. ΑΠ 1042/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1342/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΘεσ 2923/2006 ΕΕμπΔ 2007.168). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 ΑΚ, 216 παρ. 1 α, 111 και 118 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο (681 ΑΚ) αγωγή με αντικείμενο εργολαβική αμοιβή, είναι η ύπαρξη σύμβασης, το συμφωνηθέν έργο κατά τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια, η εκτέλεση και παράδοση του έργου κατ’ άρθρ. 694 Α.Κ και η εργολαβική αμοιβή, ως προς το ύψος και είδος αυτής (Απ. Γεωργιάδης – Μιχαήλ Σταθόπουλος Αστικός Κώδιξ Κατ’ άρθρ. ερμηνεία Τόμος 3ος, άρθρ. 681 Α.Κ. σελ 595 υποπ. 1 , σελ 681 υποπ. 57), τα οποία ως ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας (essentialia negotti – Απ. Γεωργιάδης Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου Εκδ. 1997 σελ. 273) είναι τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να διαλαμβάνει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής αυτού για το ορισμένο αυτής (ΟλΑΠ 5/1993 ΝοΒ 42,363).

Με την υπό κρίση από 19.07.2011 αγωγή της, με αριθμό κατ. δικ. …/2011,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «,,,,,,,,», που εδρεύει στον ……  εξέθετε ότι είναι εταιρεία ναυτιλιακών επιχειρήσεων με κύριο αντικείμενο την μεταφορά και φύλαξη εμπορευμάτων και  ότι στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας και του σκοπού της, συναλλάχθηκε με την εδρεύουσα στον ……, εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», που δραστηριοποιείται στο χώρο του εξοπλισμού πλοίων-επίπλων, με συμβάσεις αφορώσες την από την ενάγουσα παροχή υπηρεσιών σ’αυτήν, σχετικών με την οδική μεταφορά και φύλαξη εμπορευμάτων.΄Οτι στα πλαίσια των μεταξύ τους συναλλαγών, συνήψαν με την εναγόμενη διαδοχικές συμβάσεις και διατηρούσαν έναν αλληλόχρεο λογαριασμό, στον οποίο χρέωναν τις προαναφερόμενες υπηρεσίες τους και πίστωναν τις καταβολές που έκανε η εναγόμενη για την παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας. ΄Οτι, ειδικότερα, το τίμημα που πιστωνόταν μεταφερόταν στο επόμενο τίμημα της επόμενης συναλλαγής και αφαιρούνταν οι καταβολές που έκανε η εναγόμενη. ΄Οτι με κάθε καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης μέρους του χρεωστικού υπολοίπου, το εν λόγω υπόλοιπο μειωνόταν και η διαδικασία συνεχιζόταν, ούτω καθ’εξής, με μείωση του υπολοίπου σε περίπτωση καταβολής μέρους των οφειλομένων και αύξηση του υπολοίπου, σε περίπτωση εκ νέου επί πιστώσει προσφοράς των υπηρεσιών της ίδιας(ενάγουσας). ΄Οτι το έτος 2009, οι συναλλαγές της με την εναγόμενη έκλεισαν  με χρεωστικό, για την επί πιστώσει προσφορά υπηρεσιών της ενάγουσας, υπόλοιπο, ποσού 6.266,05 ευρώ, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στην αγωγή ατομική καρτέλα της εναγόμενης για το έτος αυτό. ΄Οτι το ως άνω ποσό μεταφέρθηκε στην ατομική καρτέλα της εναγόμενης του επόμενου έτους, ήτοι του έτους 2010, στην οποία συνεχίστηκαν να καταγράφονται οι συναλλαγές της μαζί της. ΄Οτι την 16-2-2010, εκδόθηκε το υπ’αριθμ. …../16-2-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, με αναφερόμενη αιτία έξοδα αποθηκευτικών, συνολικού ποσού 19.107,81 ευρώ. ΄Οτι, έτσι, το χρεωστικό υπόλοιπο μεταβλήθηκε στο ποσό των 25.373,86 ευρώ(19.107,81 ευρώ +6.266,05 €). ΄Οτι την 25-5-2010, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 700 ευρώ και, έτσι, το υπόλοιπο μεταβλήθηκε εκ νέου και οριστικά στο ποσό των 24.673,86 ευρώ, σύμφωνα με την ενσωματωμένη στην αγωγή ατομική καρτέλα της εναγόμενης, για το έτος 2010.΄Οτι η εναγόμενη, παρά τις προς αυτήν οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείται να της καταβάλει το ποσό αυτό, που αποτελεί το τίμημα διαδοχικών συμβάσεων με πίστωση του τιμήματος. ΄Οτι, πέρα από τη συμβατική της ευθύνη, η εναγόμενη υποχρεούται στην καταβολή του ως άνω ποσού, όλως επικουρικά και με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον θα είχε λάβει τις παρασχεθείσες από την ενάγουσα υπηρεσίες από  άλλη επιχείρηση, στην οποία και θα έπρεπε να έχει καταβάλει το τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε, μετά από παραδεκτή τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη  της οφείλει το ποσό των 24.673,86 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη έκδοσης του τελευταίου τιμολογίου, ήτοι από 17-2-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, με την κύρια βάση της οποίας εδιώκετο η καταβολή του υπολοίπου  αλληλόχρεου λογαριασμού είναι αόριστη, στο μέτρο που θεμελιώνεται σε σύμβαση τέτοιου λογαριασμού και τούτο διότι δεν αναφέρεται ρητά ούτε συνάγεται από το περιεχόμενό της ή από την επισυναπτόμενη σαν ένα σώμα στην αγωγή κίνηση του λογαριασμού, ότι ο λογαριασμός έκλεισε, παρά αόριστα αναφέρεται ότι το χρεωστικό υπόλοιπο, μετά την τελευταία συναλλαγή, στις 25.5.2010 ανερχόταν στο αιτούμενο ποσό, χωρίς όμως να συνδέεται ουδόλως αυτή η χρονολογία με κλείσιμο του λογαριασμού, στοιχείο που είναι απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής. Επίσης, εκτός από το κλείσιμο του λογαριασμού και ενόψει και του ότι η αγωγή δεν στηρίζεται  στην αναγνώριση του καταλοίπου, δεν παρατίθενται, όπως απαιτείται για το ορισμένο αυτής, όλα τα χρεοπιστωτικά κονδύλια του λογαριασμού, από την έναρξη λειτουργίας της σχετικής σύμβασης, από τα οποία προκύπτει το κατάλοιπο που ζητείται. Περαιτέρω, από το σύνολο του περιεχομένου της αγωγής εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα σ’αυτήν, η εναγόμενη έφερε πάντα την ιδιότητα της οφειλέτριας του καταβλητέου κάθε φορά ποσού, που αφορούσε σε αμοιβή της ενάγουσας, από διαδοχικές συμβάσεις οδικής μεταφοράς και φύλαξης εμπορευμάτων, που αποτελεί μορφή της σύμβασης μίσθωσης έργου(άρθρ.681 ΑΚ), χωρίς, ωστόσο, για το ορισμένο της αγωγής, να εκθέτει η ενάγουσα, τις συγκεκριμένες ημερομηνίες κατάρτισης και εκτέλεσης των μεταξύ αυτής και της εναγόμενης συμβάσεων, τι είδους μεταφορά αφορούσε κάθε μία απ’αυτές, ήτοι, εάν επρόκειτο για οδική, θαλάσσια ή αεροπορική μεταφορά, ποια και πόσα ήταν κάθε φορά τα προς μεταφορά αντικείμενα, από πού και προς πού μεταφέρονταν αυτά και ποιά ήταν η συμφωνηθείσα αμοιβή της, κάθε φορά, καίτοι, δε, στην ενσωματωμένη στο δικόγραφο της αγωγής της, ατομική καρτέλα της εναγόμενης, του έτους 2009 αναγράφει τους αριθμούς  κάποιων τιμολογίων της, τα οποία εξέδωσε για κάποιες μεταφορές  που ισχυρίζεται ότι, κατόπιν συμφωνίας με την εναγόμενη εκτέλεσε, εντούτοις από την απλή αναφορά των αριθμών των τιμολογίων αυτών δεν προκύπτουν τα ως άνω αναγκαία στοιχεία, ούτε ενσωματώνει στην αγωγή της τα εκδοθέντα τιμολόγια από  τα οποία θα προέκυπταν τα στοιχεία αυτά, όπως, επίσης, δεν προκύπτουν και από το ενσωματωμένο στην αγωγή, με αριθμ. …./16-2-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, που ως αιτία έκδοσής του αναφέρει “έξοδα αποθηκευτικών”, χωρίς να προσδιορίζεται επαρκώς, σε τι ακριβώς συνίσταται η σχετική συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης. Απορριπτέα, κρίνεται, επομένως, λόγω της αοριστίας της, αναφορικά με την κύρια βάση της η αγωγή και επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε δεκτή την αγωγή, ως ορισμένη και νόμιμη,  ως στηριζόμενη στο άρθρο 648ΑΚ, που αναφέρεται σε σύμβαση εργασίας, αντί στο άρθρο 112ΕισΝΑΚ, που αναφέρεται σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ή σε κάθε περίπτωση, στο άρθρο 681ΑΚ, που αναφέρεται σε σύμβαση μίσθωσης έργου, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε, γενομένων δεκτών, ως κατ’ουσίαν βάσιμων, των πρώτου και δεύτερου λόγου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως βάσιμη η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, υπ’ αριθμ. 3778/2014 οριστική απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο να ερευνηθεί η υπ’αριθμ.κατάθ.δικογρ…../2011 αγωγή, η οποία πρέπει, ως προς την κύρια βάση αυτής να απορριφθεί, ως αόριστη.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535, 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά από την παραδοχή της έφεσης του εναγομένου και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης απορρίπτει την αγωγή, που στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις, ως προς την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, αφού στην περίπτωση αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγόμενου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις και τούτο διότι, δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (ΕφΘρακ 321/2015 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία αιτία μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (Ολ.ΑΠ 22/2003 Χρ./Δ 4. 177, ΑΠ 923/2007 ΧΡ/Δ 2008/121, ΑΠ 947/2006 Ελλ.Δνη 52.171, ΑΠ 725/2004 Ελλ.Δνη 45.1431, ΑΠ 859/2003 Χρ./Δ 4.278, ΑΠ 222/2003 Ελλ.Δνη 45.475, ΑΠ 1802/2001 Ελλ.Δνη 43.1421, Εφ.Αθ. 9136/2005 Ελλ.Δνη 52.1117, Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 904-913, αριθ. 24 επ. και 33 επ. και άρθ. 904, αριθ. 27 επ., Δεληγιάννης – Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος 3ος, έκδ. 1992, παρ. 308 και 316-319, Π. Γέσιου-Φαλτσή και Π. Λαδάς σε Δ. 22.431 επ. ενημερωτικό σημείωμα σε Αρμ. 54.199). Κατά συνέπεια, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δε βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο πλουτισμός επήλθε από έγκυρη σύμβαση. Αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα, δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία, κατά το άρθρ. 361 ΑΚ, και, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε δε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματα απ’ αυτή. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως σε περίπτωση λύσης της λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή έκδοσης δικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 388 ΑΚ (ΑΠ 1457/2001). Τα πραγματικά, ωστόσο, περιστατικά που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης, τα οποία συνιστούν τη βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. Διαφορετικά η αγωγή είναι απαράδεκτη εξαιτίας της αοριστίας της (ΑΠ 1457/2001 Ελλ.Δνη 43.1690, ΑΠ 355/1999 Ελλ.Δνη 40.1537, Σταθόπουλος, ό.π. εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 904-913, αριθ. 34 και άρθρ. 904 αριθ. 31 και 35, Ματθίας σε Ελλ.Δνη 31 σελ. 498 με τη διαφοροποίηση ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη, Π. Γέσιου-Φαλτσή και Π. Λαδάς, όπ., σελ. 438). Το απαράδεκτο αυτό, ως αναγόμενο στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη, δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, αλλά ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ούτε με την ομολογία του εναγομένου) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 923/2007 ό.π, ΑΠ 168/2004 Ελλ.Δ/νη 45.1598, ΑΠ 1056/2002 Ελλ.Δνη 45.84 ΕφΔωδ125/2014, Εφ.Αθ. 9136/2005 ό.π).

Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση, με την οποία, η ενάγουσα, κατ’ορθή εκτίμηση των ισχυρισμών της, ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη της οφείλει το ως άνω ποσό των 24.673,86 ευρώ, επικαλούμενη ότι εκτός από τη συμβατική της ευθύνη, η εναγόμενη ευθύνεται και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς θα  είχε λάβει τις παρασχεθείσες απ’αυτήν (ενάγουσα) υπηρεσίες από άλλη επιχείρηση με ίδια δραστηριότητα μ’αυτήν της ενάγουσας και θα είχε καταβάλει στην εν λόγω εταιρεία την οφειλόμενη αμοιβή, είναι αόριστη και ως τέτοια κρίνεται απορριπτέα, καθώς η ενάγουσα δεν επικαλείται ανίσχυρο ή ακυρώσιμο της σύμβασης αυτής  ή από οποιοδήποτε λόγο ανατροπή των δικαιοπρακτικών της αποτελεσμάτων. Πρέπει, επομένως και ως προς την επικουρική της βάση, η αγωγή να απορριφθεί. Πρέπει, τέλος, να συμψηφιστούν εν όλω, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων(άρθρ.178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου των 200,00 ευρώ για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ.3778/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3778/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την υπ’ αριθμ.έκθ.κατάθ…../2011 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου των 200,00 ευρώ για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  7 Ιουνίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ