Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 348/2018

Αριθμός   348/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ,  αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της  (ήδη καταργηθείσης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και ότι ο εκκαλών μπορεί να προβάλλει, με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2008, ΑΠ 446/2007, ΑΠ 1015/2005 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών άσκησε κατά της εφεσίβλητης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 17-4-2013 (αριθ.κατ. ………./2013) αγωγή αφενός περί αναγνωρίσεως της μη πληρώσεως της σε αυτή αναφερόμενης διαλυτικής αιρέσεως αφετέρου περί αποζημιώσεως εξαιτίας της περιγραφόμενης αδικοπραξίας της εναγομένης σε βάρος του που έγκειται στην εκ μέρους της άρνηση συμπράξεως για τη διαγραφή της ανωτέρω αιρέσεως από το οικείο νηολόγιο, με συνέπεια την αδυναμία μεταγραφής σε αυτό της πράξεως μεταβιβάσεως της κυριότητας του αναφερόμενου σκάφους στον ενάγοντα και την πρόκληση σε αυτόν ζημίας (απώλεια εσόδων, απομείωση αξίας σκάφους). Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 2498/2015 οριστική απόφασή του, κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο λόγω της φύσεως της ένδικης διαφοράς που είναι ναυτική  (αρθ. 51§1  ν. 2172/1993) και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το τελευταίο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, με την επιμέλεια του οποίου είχε επισπευσθεί η συζήτηση, και με την υπ΄αριθ. 4107/2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή λόγω της ερημοδικίας του. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε την υπό κρίση από 23-10-2017 έφεση (αριθ.κατ. ……./2017) νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εφόσον, λοιπόν, η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην πρέπει, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εκκαλών επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή της αγωγής του, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, να επιστραφεί σε αυτόν το κατατεθέν παράβολο και περαιτέρω να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή κατά την ίδια διαδικασία ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης -εναγομένης δήλωσε (βλ. ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά) ότι η ορθή επωνυμία αυτής είναι “………”  και κατέθεσε προτάσεις που επιγράφονται με την ανωτέρω ορθή επωνυμία. Ομοίως, ο εκκαλών με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του προβαίνει σε διόρθωση της επωνυμίας της εφεσίβλητης-εναγομένης από το εσφαλμένο “…………” με έδρα στον … (………) , που αναγράφεται στην αγωγή, στο ορθό “…………”  με έδρα στον … (……..).  Κατόπιν τούτων, η περί παθητικής νομιμοποιήσεως ένσταση που προτείνει η εναγομένη ισχυριζόμενη ότι δεν υφίσταται εταιρεία με την επωνυμία «……..», καθίσταται άνευ αντικειμένου, πέραν της πρόδηλης αντιθέσεώς της με το γεγονός ότι η εναγομένη μετά τη διόρθωση της επωνυμίας της, συμμετέχει προσηκόντως στη δίκη και προβάλλει υπερασπιστικούς ισχυρισμούς κατά της ουσιαστικής βάσεως της αγωγής, η οποία, σημειωτέον έχει επιδοθεί στην ανωτέρω έδρα της εναγομένης (………) και παραληφθεί από εξουσιοδοτημένη προς τούτο υπάλληλό της (βλ. την  ………  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….).

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι με επίσπευση της εναγομένης εταιρείας εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, στις 28-6-2006, το αναφερόμενο σκάφος αναψυχής, το οποίο κατακυρώθηκε στον ίδιο έναντι πλειστηριασμάτος ποσού 79.600 ευρώ, που καρπώθηκε η εναγομένη. Ότι το σκάφος αυτό εκπλειστηριάσθηκε λόγω μη εξοφλήσεως του τιμήματος αγοράς του από την καθής η εκτέλεση (μη διάδικο) εταιρεία “………..”, η οποία το αγόρασε από την εναγομένη δυνάμει του από 29-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως, στο οποίο περιλαμβανόταν ο όρος  της διαλυτικής αιρέσεως του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της συμβάσεως, τον οποίο όμως η ανωτέρω πωλήτρια (εναγομένη) επέλεξε να μην ενεργοποιήσει ώστε να επανέλθει σε αυτή η κυριότητα αλλά επέσπευσε τον ανωτέρω πλειστηριασμό. Περαιτέρω εκθέτει, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι η υπ’ αριθ. ……/11-7-2006 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της  Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……..  δεν μετεγράφη στο Νηολόγιο Πειραιώς εξαιτίας της υπάρξεως σε αυτό εγεγραμμένης της ανωτέρω διαλυτικής αιρέσεως, την οποία μόνο η εναγομένη μπορούσε να άρει με δήλωσή της, δήλωση στην οποία ουδέποτε προέβη αλλ΄αντιθέτως, τουλάχιστον από το έτος 2007 και παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος, η εναγομένη αρνείται να συναινέσει στην άρση της, με αποτέλεσμα κατά τρόπο παράνομο και αντίθετο στα χρηστά ήθη να του έχει στερήσει τη δυνατότητα να πωλήσει το σκάφος σε τρίτους κι έτσι να απωλέσει ο ενάγων πλήθος προσφορών μεταξύ των οποίων και αυτή της εταιρείας “. . …….”,  η οποία ενδιαφερόταν να αγοράσει το πλοίο αυτό αντί τιμήματος 140.000 ευρώ το έτος 2007. ‘Οτι η εναγομένη με την αδιαφορία της και την επιμονή της να διατηρεί εγγεγραμμένη τη διαλυτική αίρεση τον ζημίωσε παράνομα καθώς αυτός απώλεσε την ευκαιρία να καταστεί πλουσιότερος κατά το ποσό των 140.000 ευρώ. ‘Οτι η επίδικη διαλυτική αίρεση έχει καταστεί μετά το έτος 2006 ανενεργής και άνευ περιεχομένου και αξίας για την εναγομένη εταιρεία, η οποία αρνείται να συμπράξει στη άρση της ενώ αυτή η καθυστέρηση της εναγομένης από το έτος 2006 απέβη μοιραία για τον ενάγοντα αφού απώλεσε την προαναφερόμενη προσφορά αγοράς του σκάφους. ‘Οτι περαιτέρω η αξία του σκάφους μειώθηκε λόγω παλαιότητας και λόγω οικονομικής κρίσης και πλέον αυτή ανέρχεται στο ποσό των 20.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να αναγνωρισθεί η ανενέργεια της επίδικης διαλυτικής αιρέσεως και η ανάγκη διαγραφής της από τον τ. .. και … αρ. …. του Νηολογίου Πειραιώς, αίτημα που κατ΄ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό εκτιμάται ως αίτημα να αναγνωρισθεί ότι η ένδικη αίρεση δεν πληρώθηκε αλλά ματαιώθηκε. Ζητεί επίσης, μετά παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει ποσό 60.000 ευρώ, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ως αποζημίωσή του για τα  παρανόμως απωλεσθέντα κέρδη άλλως λόγω της απομειώσεως της αξίας του σκάφους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και επικουρικά να καταδικασθεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως άρσεως της επίδικης διαλυτικής αιρέσεως.  Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή ειναι νόμιμη, ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων  70 ΚΠολΔ, 202,  297, 298, 914, 919 ΑΚ και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 247, 251, 298, 914,  937 παρ. 1 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, με οποιαδήποτε μορφή ζημίας, θετικής ή αποθετικής, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, παρούσα και μέλλουσα, εάν είναι αυτή προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική επιδίωξη είναι δυνατή, αρχίζει η παραγραφή της σχετικής αξιώσεως προς αποζημίωση, η οποία είναι πενταετής από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση. Τρέχει δε από τότε ο χρόνος παραγραφής για όλες, επελθούσες και μέλλουσες ζημίες, εκτός από εκείνες των οποίων δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 591/2017 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, τόσο με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις της όσο και με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αλλά και με δήλωσή της που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας αποφάσεως πρακτικά, προτείνει, παραδεκτώς, κατά της από το άρθρο 914 ΑΚ βάσεως της αγωγής, την ένσταση της πενταετούς παραγραφής, ισχυριζόμενη ότι από τότε που έλαβε χώρα το εκτιθέμενο στην αγωγή ζημιογόνο γεγονός έως την άσκηση αυτής παρήλθαν πέντε και πλέον έτη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 778/2011 – “Νόμος”). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αφορά μόνο την ιστορική της βάση και όχι τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (ΑΠ 778/2011, ΑΠ 910/2017 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση,  ο ενάγων, με τις από 10-11-2014 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγγραφες προτάσεις του αλλά και με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανωτέρω ένσταση της πενταετούς παραγραφής, επιχειρεί μεταβολή της νομικής βάσεως της αγωγής επικαλούμενος για πρώτη φορά ευθύνη της εναγομένης ως επισπεύδουσας δανείστριας για νομικό ελάττωμα του πλειστηριασθέντος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 514, 516 και 382 ΑΚ, αξίωση που υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή. ‘Ομως, στην αγωγή ουδόλως αναφέρονται περιστατικά που θεμελιώνουν ευθύνη της εναγομένης ως επισπεύδουσας δανείστριας για νομικό ελάττωμα του πλειστηριασθέντος αλλά σε αυτή (αγωγή), αναφέρονται μόνο περιστατικά σχετικά με την άρνηση της εναγομένης να συναινέσει στην άρση της διαλυτικής αιρέσεως. Ενόψει τούτων απαραδέκτως ο ενάγων με τις προτάσεις του επιχειρεί να μεταβάλει τη νομική βάση της αγωγής προσθέτοντας σε αυτή περιστατικά που δεν αφορούν αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, όπως αυτά της αγωγής αλλά αφορούν την ευθύνη της ως επισπεύδουσας δανείστριας για νομικό ελάττωμα του πλειστηριασθέντος. Περαιτέρω, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το ζημιογόνο γεγονός (άρνηση της εναγομένης να συναινέσει στη διαγραφή της διαλυτικής αιρέσεως από το Νηολόγιο Πειραιώς) λαμβάνει χώρα το έτος 2006 και η ζημία (απώλεια της δυνατότητας να πωληθεί το σκάφος στον κατονομαζόμενο  αγοραστή) το έτος 2007, από τότε έως την άσκηση της αγωγής (23-4-2013) παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας και η ένδικη αξίωση υπέπεσε στην παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ.  Κατά συνέπεια, η προταθείσα από την εναγομένη ένσταση παραγραφής πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να απορριφθεί η αγωγή ως προς την από το άρθρο 914 ΑΚ βάση της λόγω παραγραφής της αντίστοιχης αξιώσεως.

Από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα υπ΄αριθ. 2498/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τα οποία προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της εναγομένης και δυνάμει της υπ΄αριθ………/8-5-2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. κατασχέθηκε αναγκαστικά το σκάφος “ΟΓ” (OG), με ελληνική σημαία, νηολογίου Πειραιώς με αριθμό ……, τύπου Ε/Π-Τ/Ρ PROFESSIONAL TOURISTIC YACHTS (Τουριστικό/ Επαγγελματικό), κ.ο.χ. 23,53 και κ.κ.χ. 20,27, ολικού μήκους 11,60 μέτρων και πλάτους 3,97 μέτρων, χρώματος λευκού με ίσαλο χρώματος μαύρου. Το σκάφος αυτό εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό με την …../2006 έκθεση της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. και κατακυρώθηκε στον ενάγοντα στην τιμή της τελευταίας προσφοράς ποσού 79.600 ευρώ. Η ανωτέρω Συμβολαιογράφος εξέδωσε την …../2007 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως, που αποτελεί τον τίτλο κτήσεως της κυριότητας του εν λόγω σκάφους από τον ενάγοντα,  και αντίγραφό της παρέλαβε ο ενάγων προκειμένου να το μεταγράψει στο οικείο Νηολόγιο. Το σκάφος αυτό είχε πωλήσει η εναγομένη στην καθής η ως άνω εκτέλεση εταιρεία με την επωνυμία ………., αντί συνολικού  τιμήματος 224.064 ευρώ, δυνάμει του από 29-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως με διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος. ‘Εναντι αυτού κατέβαλε η αγοράστρια 80.000 ευρώ και το υπόλοιπο, ποσού 144.064 ευρώ, συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε οκτώ δόσεις. ‘Ομως, η ανωτέρω αγοράστρια δεν κατέβαλε όλες τις δόσεις, με αποτέλεσμα, η πωλήτρια (ήδη εναγομένη) να εκδώσει σε βάρος της την …../2006 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για ποσό 72.032 ευρώ δυνάμει της οποίας επέσπευσε την προαναφερόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της ως άνω οφειλέτιδας. Η ανωτέρω διαλυτική αίρεση είχε στο μεταξύ εγγραφεί στο Νηολόγιο Πειραιώς, στη μερίδα του ανωτέρω σκάφους, όπου παρέμεινε εγγεγραμμένη και μετά τη διενέργεια του ανωτέρω πλειστηριασμού και την κατακύρωση του σκάφους στον ενάγοντα, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από το Νηολόγιο Πειραιώς ότι δεν είναι δυνατή η μεταγραφή της προαναφερόμενης περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. ……../13-10-2011 έγγραφο του Νηολογίου Πειραιώς). Η εναγομένη, όπως συνομολογεί με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της, που φέρουν ημερομηνία 31-01-2018 (βλ. σελ 14 αυτών), έχει ικανοποιηθεί πλήρως από το εκπλειστηρίασμα του ανωτέρω πλειστηριασμού και δεν έχει έννομο συμφέρον στη διατήρηση της ένδικης διαλυτικής αιρέσεως, όπως εξάλλου κατέθεσε και ο εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυράς της. Μάλιστα, η εναγομένη χορήγησε έγγραφη συναίνεση για την άρση της ένδικης διαλυτικής αιρέσεως με ημερομηνία 12-9-2007 (βλ. προσκομιζόμενη), η οποία, όμως, δεν φέρει βεβαία χρονολογία, όπως απαιτεί το Νηολόγιο Πειραιώς προκειμένου βάσει αυτής να διαγραφεί η διαλυτική αίρεση από την οικεία μερίδα. Κατόπιν τούτων, πρόδηλον καθίσταται το έννομο συμφέρον του ενάγοντος να ζητήσει όπως αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση η μη πλήρωση (ματαίωση) της εν λόγω αιρέσεως ώστε να επιδιώξει τη διαγραφή της από το Νηολόγιο Πειραιώς και η υπό κρίση αγωγή, ως προς αυτό το αίτημά της, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η ματαίωση της εν λόγω αιρέσεως. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ανάλογο της νίκης του, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού λόγω της ερημοδικίας του στον πρώτο βαθμό δεν υπεβλήθη τότε σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την  επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 4107/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 17-4-2013 αγωγή (αριθ.κατ.στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……../18-4-2013) .

-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

-Αναγνωρίζει ότι δεν πληρώθηκε (ματαιώθηκε) η διαλυτική αίρεση  αποπληρωμής του τιμήματος που υφίσταται εγγεγραμμένη στο Νηολόγιο Πειραιώς ( τ. .. σελ. .. και τ. .. σελ. …) στη μερίδα του πλοίου ΟΓ, με αριθμό νηολογίου ….., υπέρ της εταιρείας ……..σύμφωνα με το από 29-8-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 3η Μαΐου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ