Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 352/2018

Αριθμός  352/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα ………….

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 538, 539 και 545 ΚΠολΔ σε αναψηλάφηση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, οι μη υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, εφόσον δίκασε κατ’ ουσία. Η αναψηλάφηση ασκείται εντός ορισμένης προθεσμίας, με δικόγραφο περιέχον τους λόγους αυτής, οι οποίοι πρέπει να είναι μεταξύ των περιοριστικώς καθοριζομένων από το νόμο.

Κατά δε το άρθρο 549 ΚΠολΔ εάν κριθεί ότι η αναψηλάφηση είναι παραδεκτή και έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, το δικαστήριο προβαίνει στην εξέταση των λόγων της και, αν θεωρήσει οποιονδήποτε από αυτούς παραδεκτό και βάσιμο, δέχεται την αίτηση, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και εξετάζει πλέον την ουσία της υποθέσεως εντός των διαγραφομένων με την αναψηλάφηση ορίων, τότε δε κρίνεται και το παραδεκτό των ισχυρισμών, της επαναφοράς τους, των αποδεικτικών μέσων κλπ. (ΑΠ 568/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατά το άρθρο 544 αρ. 6 ΚΠολΔ , αναψηλάφηση επιτρέπεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή ενόρκως βεβαιώσαντος ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν. Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, διότι και το εν μέρει ψευδές αυτής κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη με αναψηλάφηση απόφαση. Ο λόγος δε της ψευδούς κατάθεσης είναι αδιάφορος, διότι η διάταξη δεν κάνει διακρίσεις, ενώ, εξ άλλου, δεν έχει σημασία αν η κατάθεση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή εκτός δίκης, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, ούτε αν εκτιμήθηκε προς άμεση απόδειξη ή ως δικαστικό τεκμήριο. Ενόψει τούτων, το επιλαμβανόμενο της ψευδορκίας δικαστήριο (ποινικό ή το δικάζον την ως άνω κύρια αναγνωριστική αγωγή) περιορίζεται στην αναγνώριση του ψεύδους της μαρτυρικής κατάθεσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα του διαδίκου, που επιδίωξε την αναγνώριση της ψευδορκίας, να ασκήσει στη συνέχεια αίτηση αναψηλάφησης και δεν επεκτείνει την έρευνά του στην επίδραση που είχε η ψευδής κατάθεση στην έκβαση της δίκης, διότι τούτο αποτελεί αντικείμενο έρευνας του μέλλοντος να δικάσει την αναψηλάφηση δικαστηρίου. Για τη θεμελίωση, όμως, κατά νόμο, του προπαρατεθέντος λόγου αναψηλάφησης, πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη με την αναψηλάφηση απόφαση, ότι η ψευδής κατάθεση του μάρτυρα είχε αποφασιστική επίδραση στο σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση αυτή‚ δηλαδή το διατακτικό της προσβαλλομένης με την αναψηλάφηση απόφασης να στηρίχθηκε αποκλειστικά στην εν λόγω κατάθεση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 544 αρ. 7 του ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος, που τη ζητεί, βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως έγγραφα που συντάχθηκαν μετά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης με αναψηλάφηση αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν αίτηση αναψηλαφήσεως. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να θεμελιωθεί λόγος αναψηλαφήσεως και με τέτοια μεταγενέστερα έγγραφα, όταν από το περιεχόμενό τους προκύπτει η ύπαρξη και το περιεχόμενο κρίσιμου εγγράφου, που είχε εκδοθεί πριν τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, του οποίου η έγκαιρη προσκόμιση δεν ήταν δυνατή για ένα από τους λόγους που ορίζονται στην παραπάνω διάταξη, β) να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ αυτού που ζητεί την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Ειδικότερα για να κριθεί εάν το έγγραφο είναι κρίσιμο πρέπει ο αιτών την αναψηλάφηση να προσδιορίζει ποιά πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται αμέσως και πλήρως από το έγγραφο αυτό και ότι ο αιτών επικαλέσθηκε τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωση είτε της αγωγής είτε αυτοτελούς ισχυρισμού προς αντίκρουσή της. Και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτηση του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο (βλ. ΑΠ 142/2010, ΑΠ 744/2009, ΑΠ 460/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά κατά την έννοια των άνω διατάξεων (544 αρ. 7 ΚΠολΔ), κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, τέτοιο δε γεγονός μπορεί να είναι και η ανυπαίτια άγνοια της υπάρξεως των εγγράφων, από την οποία ανακύπτει η αδυναμία έγκαιρης προσκομιδής τους (βλ. ΑΠ 1430/2005 ΝοΒ 2006.547, ΕφΑθ 1955/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 547 ΚΠολΔ, το έγγραφο της αναψηλάφησης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναψηλάφησης, τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η τήρηση της προθεσμίας, αίτηση για εξαφάνιση, ολική ή εν μέρει, της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης (παρ. 1). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αναψηλάφηση ασκείται με δικόγραφο, που περιέχει, μεταξύ άλλων, τους λόγους αυτής, οι οποίοι πρέπει να είναι οι περιοριστικά μνημονευόμενοι στη διάταξη του άρθρου 544 ΚΠολΔ. Εάν τέτοιοι λόγοι ελλείπουν παντελώς ή αν οι προσβαλλόμενοι λόγοι δεν είναι ορισμένοι, το δικόγραφο της αναψηλάφησης είναι άκυρο, η ακυρότητα δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενη στην παραβίαση της νόμιμης προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη (βλ. ΑΠ 460/2009 , ΑΠ 1142/2003, ΕφΠατρ 546/2007, ΕφΑθ 1623/2006, ΕφΔωδ 138/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, ο αιτών …….. στρεφόμενος κατά του καθού ……… ζητεί την αναψηλάφηση της υπ΄αριθμ. 492/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου εκθέτοντας αυτολεξεί τα ακόλουθα : Ότι η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπ΄όψιν  κατά την εκδίκαση εναντίον του της σχετικής αγωγής του καθού στην οποία βάση ήταν η από  19-11-2006 πραγματογνωμοσύνη του, διεξαχθείσης επί της από 10-3-2002 φερόμενης ως ιδιογράφου διαθήκης της κουνιάδας του …….. καθώς και της φερόμενης ως συνταχθείσης υπό της ιδίας από 23-5-2002 ιδιογράφου εξουσιοδοτήσεως προς τον δικηγόρο ……. , σπουδαία και κρίσιμα έγγραφα δια την διάγνωση της αληθείας φέροντα την υπογραφή της …….. και συνταχθέντα κατά τον κρίσιμο χρόνο της βαριάς ασθενείας της και τα οποία (έγγραφα) είναι : μία (1) συμβολαιογραφική πράξη ανάκλησης διαθήκης υπ αριθ…../ 19-12-2001 με δύο (2) υπογραφές, δύο πληρεξούσια υπ΄αρ. …./ 16-12-2001 και …../ 21-12-2001 με επτά (7) συνολικά υπογραφές, μία (1) εξουσιοδότηση με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής από την κλινική « …..» με μία υπογραφή, πέντε υπογραφές σε λευκό χαρτί (τις οποίες δεν αναφέρει στην πραγματογνωμοσύνη του ο καθού, δέχεται όμως την ύπαρξή των με τις προτάσεις του όπως ισχυρίζεται ο αιτών), οι οποίες (16 υπογραφές)  είναι εμφανώς διαταραγμένης και ακατάστατης μορφής συνεπεία της σοβαρής ασθένειας της ………, οφειλομένης στην προσβολή της από βαρύ αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ότι ο καθού κατέφυγε σε έγγραφα με υπογραφές της εν λόγω τα οποία είχαν συνταχθεί προ της ασθενείας της, όταν δηλαδή ήταν απολύτως υγιής και κατά συνέπεια η υπογραφή και γραφή αυτών είναι τελείως καθαρή και διάφορος των άνω, είναι σταθερή χωρίς διαταραχή και καλλιγραφική όπως έχουν και η διαθήκη και η  εξουσιοδότηση, γεγονός το οποίο αποδεικνύει την πλαστότητα των εγγράφων αυτών και συνεπώς το γεγονός αυτό αποδεικνύει και την ευθύνη του καθού στην ψευδή έκδοση της πραγματογνωμοσύνης με την οποία χαρακτηρίζει τη διαθήκη και την εξουσιοδότηση ως γνήσια έγγραφα ενώ βάσει των άνω στοιχείων είναι προδήλως πλαστά και με βάση την παραπάνω πλαστή εξουσιοδότηση παραπλανήθηκε το Δικαστήριο τούτο έτσι ώστε με την υπ΄αριθμ. 871/ 2008 απόφασή του να αναγνωρίσει ως γνήσια την από 10-3-2002 πλαστή διαθήκη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (αίτηση).Τέλος ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση στηρίχθηκε στην προαναφερόμενη ψευδή πραγματογνωμοσύνη του καθού για την έκδοση της οποίας (πραγματογνωμοσύνης) ο τελευταίος έλαβε υπόψη τις αναφερόμενες σ΄αυτήν (υπό κρίση αίτηση) πλαστογραφημένες πραγματογνωμοσύνες της γραφολόγου ………… κατά τα σ΄αυτην (αίτηση) εκτιθέμενα.Με βάση όλα τα ανωτέρω, ο αιτών ισχυριζόμενος ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι κατά τις διατάξεις του άρθρου 544 παρ.6 και 7 λόγοι αναψηλαφήσεως, ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να επαναληφθεί η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σκοπό να απορριφθεί η από 26-11-2007 (αριθμ.καταθ. ……/2007) αγωγή του καθού και να καταδικασθεί ο τελευταίος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη όλων των βαθμών δικαιοδοσίας.Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο πρώτος λόγος αναψηλάφησης που ερείδεται στο άρθρο 544 παρ.7 του ΚΠολΔ κατά τα εκτιθέμενα,  απορριπτέος τυγχάνει ως απαράδεκτος και τούτου διότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο αιτών δεν επικαλείται ότι βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του (καθού η αίτηση) ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Επίσης και ο δεύτερος λόγος της αναψηλάφησης που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 544 παρ. 6 του ίδιου Κώδικα πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτος κατά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναφερόμενα καθόσον ο αιτών δεν αναφέρει σ΄αυτήν (αίτηση)  εάν το ψεύδος ή η πλαστότητα των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης τόσο του καθού όσο και της γραφολόγου ………. αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ή με αμετάκλητη επίσης απόφαση σε κύρια αγωγή ασκηθείσα μέσα στην οριζόμενη στην ως άνω διάταξη αποκλειστική προθεσμία λόγω αδυναμίας άσκησης ποινικής αγωγής ή προόδου της ποινικής διαδικασίας.Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων άσκησης της αναψηλάφησης που κατέθεσε ο αιτών, στο Δημόσιο Ταμείο κατ΄άρθρ. 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.Τέλος ο αιτών, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του καθού η αίτηση, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την αναψηλάφηση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αριθ. ………./ 2015 παραβόλων άσκησης αναψηλάφησης που κατέθεσε ο αιτών, ποσού τετρακοσίων (400,00) ευρώ. ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθού τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Μαΐου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ