Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 392/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     392/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τα άρθρα 294, 297 και 299 του ΚΠολΔ που εφαρμόζονται και στη δίκη ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η παραίτηση από το ένδικο μέσο που ήδη έχει ασκηθεί γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον εφεσίβλητο και όχι με της προτάσεις. Εάν όμως η έφεση περιέχει περισσότερους από ένα λόγους, η παραίτηση του εκκαλούντος από έναν ή από κάποιους από τους λόγους της μπορεί να γίνει νόμιμα και με τις προτάσεις, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, το οποίο επιτρέπει τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του ένδικου μέσου (ΕφΑνατΚρητ 70/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1739/2002 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 2319/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκηθηκαν μετά την 1/1/2016), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη – εκκαλούσα την 13/2/2017 (βλ. σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… στο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη – εκκαλούσα), τα δε δικόγραφα των εφέσεων κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 14/3/2017 και την 15/3/2017 αντίστοιχα και αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ, όπως σήμερα ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αφού συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της δίκης καθώς και μειώσεως των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ) να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), πλην του πέμπτου λόγου της εφέσεως του ……, διότι με τις προτάσεις του, που κατέθεσε πριν από τη συζήτηση των εφέσεων, ο εκκαλών παραιτήθηκε από τον λόγο αυτό, με τον οποίο διατύπωσε παράπονα ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αξιώσεις του που αφορούν τα έτη 2008 και 2009 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250  του ΑΚ και εφόσον η παραίτηση από τον ανωτέρω λόγο εφέσεως έγινε νόμιμα κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα έχει ως αποτέλεσμα ότι η έφεση μόνο ως προς τον λόγο αυτό θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 295 παρ. 1, 299 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, …….. στην από 22/7/2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι την 6/11/2003 προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως πωλητής των εμπορευμάτων της εναγόμενης, ότι κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της εναγόμενης και όλων των πωλητών της η τελευταία κατέβαλλε ετησίως και σε αυτόν, εκτός του μηνιαίου μισθού του, ποσού 1.212 ευρώ, που καθοριζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας, προμήθεια – μπόνους, ανερχόμενη σε ποσοστό 1% κατά μέσο όρο επί των πωλήσεών του, ότι το ποσό της προμήθειας αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του μισθού του και του καταβαλλόταν ανελλιπώς κάθε έτος από την πρόσληψή του έως το έτος 2007, ότι από το έτος 2008 η εναγόμενη σταμάτησε να του καταβάλλει την προμήθεια που δικαιούτο με βάσει τις πωλήσεις του και ότι εξαιτίας της μη καταβολής των δεδουλευμένων αυτών αποδοχών του την 25/4/2016 κατάγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση. Ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 75.203,30 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μη καταβληθείσα προμήθεια των ετών 2008 έως και την 25/4/2016 και το ποσό των 13.364,56 ευρώ, που ανέρχεται η νόμιμη αποζημίωσή του λόγω της καταγγελίας και συνολικά το ποσό των 88.567,88 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφλησή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 26.570,47 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίσει εφέσεις τους και ζητούν να γίνουν αυτές δεκτές, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και για μεν τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της, για δε την εφεσίβλητη – εκκαλούσα να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 του ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου» που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (δηλ. εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως «οικειοθελείς». Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως «οικειοθελής», να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε «επιχειρησιακή συνήθεια» και να καταστεί υποχρεωτική, οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, επαναλαμβανόμενες σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τις διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να τις αποδέχεται, προσβλέποντας σε αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Η ως άνω εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την «επιφύλαξη ελευθεριότητας». Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής, οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο, κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, να παύσει την καταβολή της παροχής, χωρίς να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 1402/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1174/2017 ΔΕΝ 72, 1182, ΑΠ 603/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας (όπως κατά μία άποψη υποστηρίζεται), αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, εν όψει της εγγύτητας προς αυτά (Βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Έγγραφα Συναλλαγής,1992,138-142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός της συνδέσεως με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας, είτε ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με την χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «@» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο στον χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυση του με άλλον χρήστη του ιδίου συστήματος, ενώ η ταύτιση του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ενός εγγράφου του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τεχνική της αποστολής οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μη μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Ο καθορισμός συνεπώς της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό, από τον ίδιο τον χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και κατ’ αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 του ΚΠολΔ, η μηχανική απεικόνιση του σε έντυπο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 του ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του (συνδυασμός των άρθρων 443, 444,445 του ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης παραγραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της θέσεως στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο, το οποίο συνοδεύει, κατά την εμφάνισή του στην οθόνη του υπολογιστή, ή τη μηχανική του απεικόνιση σε χαρτί, και αυτό διότι θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι η πιστοποίηση του προσώπου του αποστολέα και η δέσμευση του με την δήλωση βουλήσεως που περιλαμβάνει το μήνυμα, προκαλείται από την συνολική οργάνωση της συγκεκριμένης διαδικασία, με την έννοια ότι το οποιοδήποτε κείμενο ως ηλεκτρονικό σήμα συνδυάζεται μόνο με την συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση σε ένα ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα με το με ποιες μορφές μπορεί αυτό να απεικονισθεί με μηχανικό τρόπο και η οποία ουσιωδώς διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια του εγγράφου. Έτσι το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη-αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 46/2014 ΔΕΕ 2014, 373, ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ 2011, 591).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 6/11/2003 ο ενάγων προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της εισαγωγής – εξαγωγής – εμπορίας – αντιπροσώπευσης αντλιών και κατασκευής πιεστικών – αντλητικών και πυροσβεστικών συγκροτημάτων, για να εργαστεί ως πωλητής των εμπορευμάτων της, απασχολούμενος επί πενθήμερο και με μηνιαίο μισθό ανερχόμενο στο ποσό των 1.270,69 ευρώ σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ των υπαλλήλων των εμπορικών επιχειρήσεων. Στα πλαίσια των καθηκόντων του ο ενάγων, κατόπιν σχετικού προγραμματισμού από τους νόμιμους εκπροσώπους της εναγόμενης, εκτελούσε ταξίδια σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιφέρειες της Ελλάδας, επισκεπτόμενος υφιστάμενους και υποψήφιους πελάτες της εναγόμενης, προκειμένου να πωλεί τα εμπορεύματα της και να εισπράττει το τίμημα πώλησής τους. Τα ίδια καθήκοντα είχαν και οι υπόλοιποι πωλητές της εναγόμενης, τα δε ποσά που όλοι εισέπρατταν αποτελούσαν τον τζίρο της εναγόμενης. Προκειμένου η τελευταία να δώσει κίνητρο στους πωλητές της, μεταξύ των οποίων και στον ενάγοντα, για την ανά έτος αύξηση της παραγωγικότητάς τους που συνεπαγόταν αύξηση του τζίρου που κάθε ένας πραγματοποιούσε και κατ’ ακολουθία του τζίρου της εναγόμενης και ως ένδειξη ανταπόδοσης των προσπαθειών τους, κατέβαλε ως πρόσθετες παροχές σε αυτούς, οι οποίες ήταν ανεξάρτητες του μηνιαίου μισθού τους, επίδομα παραγωγικότητας (bonus), ανερχόμενο σε ποσοστό όχι πλέον του 1% επί των πωλήσεων που ο κάθε πωλητής πραγματοποίησε, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι ο τζίρος της προηγούμενης χρονιάς επέτρεπε την καταβολή της παροχής αυτής. Από την εξάρτηση της καταβολής και του ύψους της προμήθειας από τον ετήσιο τζίρο, σε σχέση με την προηγούμενη εταιρική χρήση, συνάγεται ότι η βούληση της εναγόμενης δεν ήταν να την καταβάλλει σταθερά και στο διηνεκές, ως μισθολογική παροχή συνδεόμενη με την παρεχόμενη εργασία του πωλητή, αφού σαφώς δεν ήταν ομοιόμορφη, χορηγείτο από ελευθεριότητα και τελούσε υπό το δικαίωμα της μονομερούς και ανά πάσα στιγμή μόνιμης ή παροδικής παύσης της από την εναγόμενη – εργοδότρια εφόσον και για όσο χρονικό διάστημα ο τζίρος της δεν επέτρεπε να τη χορηγήσει. Με άλλα λόγια η οικειοθελής αυτή παροχή χορηγείτο υπό σιωπηρή εκ μέρους της εναγόμενης επιφύλαξη ελευθεριότητας, με συνέπεια αν και καταβαλλόταν στον ενάγοντα από το έτος 2003, να μην έχει εξελιχθεί σε πάγια επιχειρησιακή συνήθεια μεταξύ της εναγόμενης και του ενάγοντα (όπως και των υπόλοιπων εργαζόμενων στο τμήμα πώλησης) και να μην αποτελεί αντικείμενο σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, από την οποία να απορρέει συμβατική υποχρέωση της εναγόμενης και αντίστοιχη αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή του ποσού της προμήθειας. Υπό τις συνθήκες αυτές το ποσό της προμήθειας προς τον ενάγοντα καταβάλλετο ανελλιπώς έως και το έτος 2007, γεγονός που αποδέχονται οι διάδικοι. Από το έτος 2008 η εναγόμενη έπαψε να το καταβάλει, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι έως και το έτος 2010, αν και ο τζίρος της τα χρόνια αυτά ήταν πτωτικός, εξέφρασε τη βούλησή της να παύσει της οικειοθελείς αυτές παροχές. Αντίθετα η πρόθεσή της να συνεχίσει εκουσίως να καταβάλλει την προμήθεια στους πωλητές και τα επόμενα έτη διατυπώθηκε στα με χρονολογία 22/10/2008, 24/3/2009 και 26/1/2011 ηλεκτρονικά μηνύματα (e–mails), που στάλθηκαν στο τμήμα πωλητών της εναγόμενης από το γενικό διευθυντή της, …………. Ειδικότερα στο πρώτο από αυτά ο ………. μεταξύ άλλων ανέφερε ότι « . . . οι προμήθειες των πωλητών θα δίνονται σε τρείς δόσεις μετά την 10η Ιουνίου κάθε έτους (όλες οι άλλες προϋποθέσεις για την λήψη τους ισχύουν ως έχουν -επισφάλειες, είσπραξη τζίρου προηγούμενου έτους κλπ- Από την προμήθεια θα αφαιρείται ποσοστό 10% που είναι η φορολογική επιβάρυνση της εταιρείας που προκύπτει από το νέο φορολογικό νόμο για κέρδη που διανέμονται . . . η άλλη λύση που συζητήθηκε ήταν να μπουν στο μισθό του καθενός δικαιούχου σαν έκτακτες αμοιβές αλλά ο φόρος θα έτρωγε ένα μεγάλο μέρος της προμήθειας. . .», στο δεύτερο ανέφερε ότι «. . . οι προμήθειες του 2008 και καμμία προμήθεια δεν χάνεται όταν η κατάσταση ομαλοποιηθεί και υπάρξει ρευστότητα οι προμήθειες θα δοθούν φυσικά με κάποιο πρόγραμμα δόσεων αν συσσωρευθούν και του επόμενου έτους. Όσον όμως παραμένει αυτή η ανώμαλη κατάσταση δεν μπορούν να γίνουν πληρωμές» και στο τρίτο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι « . . . σκέφτηκα κάθε μήνα και ανάλογα πως θα πηγαίνει ο τζίρος και οι εισπράξεις σε σύγκριση πάντα με την περυσινή χρονιά να βάζω μέσα στην μισθοδοσία κάποια ποσά υπό μορφή επιδόματος . . . . τον άλλο μήνα ανάλογα με τον τζίρο πάλι μπορεί να είναι τα ίδια μπορεί και περισσότερα. Μέσα στο χρόνο και ανάλογα με τη γενικότερη κίνηση μπορεί να δοθεί εκ παραλλήλου κάποιο μεγαλύτερο ποσό πχ 2000 έτσι σιγά-σιγά θα αρχίσουμε να αποσβένουμε τη συνολική οφειλή. . . και όλα αυτά που σημειώνω γίνονται με την αίρεση ότι εφέτος θα κάνουμε ένα βήμα μπροστά από πέρυσι και όχι πίσω. . .». Από το περιεχόμενο των πιο πάνω ηλεκτρονικών εγγράφων αποδεικνύεται η βούληση της εναγόμενης να μη διακόψει τις πιο πάνω οικειοθελείς παροχές έως και το έτος 2010. Τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών η εναγόμενη αμφισβήτησε ήδη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι σε αυτά ελλείπει η ηλεκτρονική διεύθυνση του εκδότη τους, χωρίς την οποία δεν αποδεικνύεται ότι αυτά συντάχθηκαν και απεστάλησαν από το . …., για λογαριασμό της. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, τον οποίο η εναγόμενη επανάφερε με τον πρώτο λόγο της έφεσής της πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Από την επισκόπηση των εν λόγω ηλεκτρονικών εγγράφων αποδεικνύεται ότι η ηλεκτρονική διεύθυνση του εκδότη τους (………) υπάρχει στο κάτω μέρος του με ημερομηνία 24/3/2009 ηλεκτρονικού έγγραφου, του οποίου η γνησιότητά του και ότι αυτό συντάχθηκε και απεστάλη από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του …….., αποδεικνύεται μόνο από την αναγραφή της διεύθυνσης αυτής. Το εν λόγω έγγραφο στάλθηκε στο τμήμα πωλήσεων της εναγόμενης με αποκλειστικό θέμα τον τρόπο καταβολής των οφειλόμενων προ του έτους 2008 προμηθειών προς τους πωλητές. Με το ίδιο περιεχόμενο και για το ίδιο σκοπό στάλθηκαν από τον ίδιο Γενικό Διευθυντή τόσο το προγενέστερο (με ημερομηνία 22/10/2008) όσο και το μεταγενέστερο (με ημερομηνία 26/1/2011) ηλεκτρονικά μηνύματα, στα οποία δεν εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του εκδότη τους. Ωστόσο τα μηνύματα αυτά ομοιάζουν τόσο κατά τη μορφή όσο και κατά το ύφος γραφής με τα ηλεκτρονικά μηνύματα με ημερομηνία 8/9/2010, 24/6/2014, 1/3/2016, τα οποία στάλθηκαν επίσης από τον ……… προς το τμήμα πωλητών και στα οποία επίσης δεν εμφαίνεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα, όπως και με το από 10/1/2014 ηλεκτρονικό μήνυμα του ίδιου αποστολέα, στο κάτω μέρος του οποίου εμφαίνεται η ηλεκτρονική διεύθυνσή του και έχουν περιεχόμενο που άπτεται λειτουργικών και οργανωτικών θεμάτων μεταξύ της εναγόμενης και των πωλητών της, αρμόδιος για τη διευθέτηση των οποίων ήταν ο …….. Συνεπώς παρά την απουσία της ηλεκτρονικής διεύθυνσης του εκδότη τους στα περισσότερα από αυτά, αποδεικνύεται ότι αυτά στάλθηκαν από το ……. ενεργώντας για λογαριασμό της εναγόμενης, καθώς μόνη η αναγραφή του ονοματεπώνυμού του στη θέση του αποστολέα καταδείκνυε ότι στάλθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των πωλητών, μεταξύ των οποίων και του ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και αφού έλαβε υπόψιν του και τα ανωτέρω ηλεκτρονικά μηνύματα ως αποδεικτικά στοιχεία δέχθηκε ότι η εναγόμενη κατά τα έτη 2008, 2009 και 2010 δεν εξέφρασε τη βούλησή της να παύσει να καταβάλει την προμήθεια που κατέβαλλε ως οικειοθελή παροχή στον ενάγοντα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, στον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι η εναγόμενη είχε υποχρέωση να καταβάλει την προμήθεια κάθε έτους από τα μέσα έως το τέλος του επόμενου έτους. Συνεπώς η προμήθεια για το έτος 2010 ήταν καταβλητέα ως το τέλος του έτους 2011, με συνέπεια η κατά το άρθρο 250 του ΑΚ πενταετής παραγραφή της σχετικής αξίωσης του ενάγοντος να αρχίζει από την 1/1/2012 (άρθρα 251, 253 του ΑΚ) και να μην έχει παρέλθει έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (25/7/2016). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε την προβαλλόμενη ενώπιον του με τις πρωτόδικες προτάσεις ένσταση της εναγόμενης περί παραγραφής της ανωτέρω αξίωσης του ενάγοντος, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσής της με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης της να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από το έτος 2011 η οικονομική κατάσταση της εναγόμενης επιδεινώθηκε ραγδαία, καθώς, σύμφωνα με τους ισολογισμούς των εταιρικών χρήσεων 2011, 2012 και 2013 ο τζίρος της μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε και τα τρία ως άνω έτη να παρουσιάζει ζημιές. Ειδικότερα ενώ το έτος 2010 ο κύκλος εργασιών (πωλήσεις) ανήλθαν στο ποσό των 5.879.244,76 ευρώ και τα κέρδη στο ποσό των 61.133,88 ευρώ, το έτος 2011 ο κύκλος εργασιών μειώθηκε στο ποσό των 4.713.367,90 ευρώ, το έτος 2012 στο ποσό των 4.430.890 ευρώ και το έτος 2013 στο ποσό των 4.341.058,29 ευρώ, με συνέπεια τα ανωτέρω έτη να παρουσιάσει ζημιές ποσού 7.376,79 ευρώ, 6.931,23 ευρώ και 5.947,49 ευρώ αντίστοιχα. Η ραγδαία μείωση του κύκλου εργασιών της εναγόμενης μάλιστα ήταν εν γνώσει και των υπαλλήλων της, αφού, προκειμένου να συνδράμουν στη μείωση των λειτουργικών εξόδων της εναγόμενης, στην αποφυγή απολύσεων και στην ταχύτερη ανάκαμψη των οικονομικών μεγεθών, αφενός μεν αποδέχθηκαν να εφαρμοστεί από την 1/6/2011 έως την 31/12/2011 καθεστώς εκ περιτροπής εργασιών και αφετέρου ως Ένωση Προσώπων των Εργαζομένων την 11/1/2012 προέβησαν με την εναγόμενη στην σύναψη ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας του άρθρου 13 του ν. 3899/2010, οι λόγοι κατάρτισης της οποίας αναφέρονται στην επίσης συνυπογεγραμμένη από την ίδια ένωση αιτιολογική έκθεση. Σε αυτή αναγραφόταν ότι, επειδή από το έτος 2009 έως και το έτος 2011 ο κύκλος εργασιών της εναγόμενης μειώθηκε κατά 50% και οι τράπεζες μείωσαν το πιστωτικό όριο χορηγήσεων και επειδή, αν και μειώθηκαν οι λοιπές δαπάνες, πλην των δαπανών μισθοδοσίας οι οποίες μειώθηκαν με το καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, το έτος 2011 εμφάνιζε ζημίες και δεν προβλεπόταν βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της εναγόμενης τουλάχιστον για το έτος 2012, συμφωνήθηκε να γίνει μείωση των αποδοχών όλων των εργαζομένων (μηναίων μισθών και ημερομισθίων) κατά ποσοστό 20%. Η συμφωνία αποτέλεσε όρο της από 11/1/2012 ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης (άρθρο 2) και επί αυτών των τακτικών αποδοχών συμφωνήθηκε να γίνεται ο υπολογισμός των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας (άρθρο 3). Με τις επόμενες διαδοχικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ημερομηνία 30/1/2013, 14/3/2014 και 15/4/2015 αντίστοιχα οι μισθοί και τα ημερομίσθια των εργαζομένων της εναγόμενης διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα τουλάχιστον έως την 31/3/2016. Συνεπώς από την κατάρτιση των πιο πάνω επιχειρησιακών συβάσεων σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση σαφώς συνάγεται η σιωπηρή βούληση της εναγόμενης να πάψει την καταβολή της προμήθειας στους πωλητές, μεταξύ των οποίων και στον ενάγοντα, όπως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, είχε το δικαίωμα να πράξει οποτεδήποτε, χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε κάποια πανηγυρική διαπλαστική δήλωση ή ειδική αιτιολογία, διότι η χορήγηση του επί σειρά ετών καταβληθέντος, ως οικειοθελή παροχή, bonus, δεν εξελίχθηκε σε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε μετατράπηκε σε συμβατική υποχρέωση της εναγόμενης και δεν γεννήθηκε στον ενάγοντα αξίωση καταβολής του. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το εν λόγω ποσό της προμήθειας ενσωματώθηκε στο μισθό του και αποτελούσε αναπόσπαστο με αυτό μισθολογική παροχή, στην καταβολή του οποίου η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη ως ανταπόδοση της προσφερόμενης από αυτόν εργασίας του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όχι μόνο διότι δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, αλλά και διότι δεν δικαιολογείται ο ενάγων να προσέβλεπε στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Τούτο διότι, όπως αποδεικνύεται από τα πιο πάνω ηλεκτρονικά μηνύματα, ο εκδότης τους, γενικός διευθυντής της εναγόμενης, αφενός μεν συνδέει την καταβολή της προμήθειας με το τζίρο της, και αφετέρου από το περιεχόμενο τους συνάγεται η ανάληψη της υποχρέωσης της εναγόμενης να καταβάλει τις οφειλόμενες προμήθειες των προηγουμένων ετών και όχι να εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές και τα επόμενη έτη. Άλλωστε θα ήταν αντιφατικό και εκτός πλαισίου επιχειρηματικής πρακτικής και συνετής οικονομικής διαχείρισης να συμφωνείται μείωση των αποδοχών των εργαζόμενων στα πλαίσια της αναγκαίας μείωσης των λειτουργικών δαπανών ενόψει των συνεχιζόμενων ζημίων της και την ίδια στιγμή η εναγόμενη να εξακολουθεί να υποχρεούται να καταβάλλει  προμήθεια αν και οι στόχοι δεν επιτυγχάνονταν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και δέχθηκε ότι για τα έτη 2011, 2012, 2013 και 2014 ο ενάγων δεν διατηρεί συμβατική αξίωση για την είσπραξη προμήθειας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος και ο δεύτερος λόγοι της έφεσης του, στους οποίους ισχυρίζεται τα αντίθετα να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Από το έτος 2015 όμως η οικονομική κατάσταση της εναγόμενης ανέκαμψε και εμφάνισε κερδοφορία, καθώς ο τζίρος από τις πωλήσεις ανήλθε το ποσό των 5.771.298,41 ευρώ, αυξημένος κατά ποσοστό 15% σε σχέση με τις πωλήσεις του έτους 2014 και κατά ποσοστό 33% σε σχέση με τις αντίστοιχες πωλήσεις του έτους 2013, με συνέπεια για την εναγόμενη το έτος αυτό να είναι επιτυχημένο (βλ. την ετήσια έκθεση για τα αποτελέσματα του έτους 2015 και τους στόχους για το έτος 2016 που η εναγόμενη προσκομίζει και επικαλείται). Για το λόγο αυτό η εναγόμενη προβλέποντας την επιτυχή οικονομική πορεία και λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι και η προηγούμενη χρονιά (2014) ήταν κερδοφόρος, δια του Γενικού Διευθυντή της . .. απέστειλε στο τμήμα των πωλητών το από 14/1/2015 ηλεκτρονικό μήνυμα, στο οποίο δεν φέρει μεν την υπογραφή του εκδότη της, πλην όμως έχει την ίδια ακριβώς μορφή με τα ανωτέρω απαριθμούμενα ηλεκτρονικά μηνύματα με εκδότη τον ίδιο και επομένως είναι και αυτό γνήσιο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, στο οποίο η εναγόμενη δηλώνει ότι επαναφέρει τη χορήγηση του επιδόματος παραγωγικότητας (bonus) των πωλητών από την 1/1/2015 και εφεξής, καθορίζοντας ότι αυτό θα κυμαίνεται σε ποσοστό από 1,5% έως 0,5% επί του συνολικού τζίρου που θα επιτυγχάνει κάθε πωλητής και με βάση το ποσοστό της ετήσιας αύξησης των πωλήσεών της. Συγκεκριμένα όρισε ότι επί γενικής αύξησης πωλήσεων της εναγόμενης κατά 25% το ποσοστό προμήθειας θα ανέρχεται σε 1,5%, επί γενικής αύξησης 20% σε 1,3%, επί γενικής αύξησης 15% σε 1,1%, επί γενικής αύξησης 10% σε 1% και επί γενικής αύξησης 5% σε 0,5%. Παράλληλα διευκρίνισε ότι αν η εναγόμενη επιτύχει αύξηση τζίρου κατά 20% αλλά ένας συγκεκριμένος πωλητής επιτύχει αύξηση 30% η προμήθεια του υπολογίζεται επί του τζίρου που έχει επιτύχει και σε ποσοστό 1,3%, ενώ αν η εναγόμενη επιτύχει αύξηση τζίρου κατά 20% αλλά ένας συγκεκριμένος πωλητής παρουσιάσει μείωση του τζίρου του, θα λάβει προμήθεια 1,3% επί του τζίρου που έχει επιτύχει. Με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη σαφώς δήλωσε τη βούλησή της από το έτος 2015 και εφεξής να καταβάλλει στους πωλητές της bonus, υπολογιζόμενο με βάση το ποσοστό αύξηση των πωλήσεων της ανεξάρτητα αν έχει επιτευχθεί ή όχι ο στόχος ως προς το ύψος του τζίρου κάθε πωλητή. Επομένως από την 1/1/2015 η έως τότε πιο πάνω οικειοθελής παροχή εξελίχθηκε σε «επιχειρησιακή συνήθεια», διότι η εναγόμενη υποσχόμενη ότι το ποσό της προμήθειας θα καταβάλλεται με σταθερό και ομοιόμορφο τρόπο για όλους τους πωλητές υπό την προϋπόθεση της αύξησης του τζίρου της κατά ποσοστό τουλάχιστον 5% και αναλόγως αυτής, καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και των πωλητών συμφωνία, από την οποία η προμήθεια, ανεξαρτήτου ύψους και αποδεσμευμένη από την απόδοση κάθε πωλητή, αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, από την καταβολή της οποίας η εναγόμενη δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να αποστεί μονομερώς, παρά μόνο εάν η αύξηση του τζίρου είναι κατώτερη ποσοστού 5%. Λαμβανόμενου επομένως υπόψη ότι το ποσό αύξησης των πωλήσεων το έτος 2015 ήταν 15% (σύμφωνα με την πιο πάνω ετήσια έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων της εναγόμενης) και του γεγονότος ότι με βάση το συνολικό ετήσιο τζίρο του έτους αυτού το ποσό των πωλήσεων του ενάγοντος για το ίδιο έτος ανήλθε στο ποσό των 995.519,59 ευρώ, ο τελευταίος δικαιούται το ποσό των 10.950,72 ευρώ (995.519,59 ευρώ Χ 1,1%). Έναντι του ποσού αυτού η εναγόμενη του παρέδωσε την υπ’ αριθμ. …. επιταγή της τράπεζας ALPHA BANK, ποσού 2.000 ευρώ που ο ενάγων εισέπραξε την 3/6/2016, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού του ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε για άλλο λόγο και όχι ως bonus, κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα και επομένως η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.950,72 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων έλαβε το ποσό των 2.000 ευρώ ως μέρος της προμήθειας του έτους 2015  ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί αντίθετου τέταρτος λόγος της έφεσης του . …. πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω εκκαλών δεν προσβάλει την διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης ως προς το ύψος της προμήθειας του έτους 2015, και επομένως αν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα την υπολόγισε στο ποσό των 9.572,41 ευρώ, το παρόν Εφετείο δεν μπορεί να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη το ανωτέρω σφάλμα ελλείψει ειδικού λόγου έφεσης (ΑΠ 1410/1998 ΕλΔ 40, 119, ΑΠ 2085/1984 Δ. 17, 78, ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 1985, 997). Το 2016 ο ενάγων εργάστηκε στην εναγόμενη έως την 25/4/2016 έχοντας έως τότε επιτύχει πωλήσεις ποσού 89.039,24 ευρώ. Μόνο όμως με βάση τις πωλήσεις του δεν μπορεί να υπολογιστεί το ποσό της προμήθειας που δικαιούται, διότι σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν το ποσό της προμήθειας με βάση το πιο πάνω καθορισμένο κλιμακούμενο ποσοστό επί των πωλήσεων, εξαρτιόταν από το ύψος του τζίρου της εναγόμενης και δεν ήταν από πριν καθορισμένο, με συνέπεια ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι για το έτος αυτό δικαιούται ως προμήθεια το ποσό των 1.005,40 ευρώ να μην αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το εν λόγω αίτημα έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα, δεν έσφαλε και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης του …. .. να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Η εκ μέρους της εναγόμενης μη χορήγηση ολόκληρου του ποσού της προμήθειας του ενάγοντος για το έτος 2015, αν και είχε συμβατική υποχρέωση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 εδ. α΄ του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και προκάλεσε στον ενάγοντα άμεση υλική ζημία, αφού αυτός απέβλεπε στη είσπραξη του ποσού της προμήθειας και ήταν η νόμιμη αιτία που ο ενάγων κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας με την από 25/4/2016 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη την ίδια ημέρα (υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….) και αποχώρησε από την εναγόμενη, δικαιούμενος εκ του λόγου αυτού ως αποζημίωση, με βάση το χρονικό διάστημα των 12,5 ετών που εργάστηκε στην εναγόμενη (από την 6/11/2003 έως την 25/4/2016), τις μηνιαίες αποδοχές οκτώ (8) μηνών, προσαυξημένο σε ποσοστό 16,66% (αναλογία επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας) ανερχόμενης στο ποσό των 13.364,56 ευρώ [(1.432 ευρώ Χ 8 μήνες) + (1.432 ευρώ Χ 16,66%). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε στον ενάγοντα αποζημίωση διότι, χωρίς να υφίσταται νόμιμη αιτία καταγγελίας της σύμβασης, αποχώρησε οικειοθελώς για να εργαστεί σε άλλη εταιρία και επομένως δεν δικαιούται αποζημίωση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις στο σύνολό τους και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 2319/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 10/3/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2017 έφεση του …. ….

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας  την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 14/3/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………».

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας  την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα (570) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 21 Ιουνίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ