Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 396/2018

Αριθμός  396/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 23.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2017) κλήση των εκκαλούντων-εναγόντων νομίμως φέρεται προς συζήτηση η από  17.6.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2014) έφεση αυτών (καλούντων), η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2368/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των ως άνω διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 29.4.2011 αγωγή τους, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, δεκτής γενομένης της έφεσης των εναγόντων, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη (2368/2014) απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που άρχισε με την ΑΒΜ … και ΕΓ …… (εκ προφανούς παραδρομής ανεγράφη στην αναβλητική απόφαση ως ΕΓ ……) μήνυση του δευτέρου των εναγόντων (Ιερού Ναού …. Πειραιώς) κατά των εναγομένων.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 313 παρ.1 περ. δ΄ του ΚΠολΔ., μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου προσώπου, φυσικού ή νομικού. Η ως άνω αγωγή κατά το άρθρο 313 παρ.1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., για αναγνώριση της ανυπαρξίας μίας δικαστικής απόφασης αποκλείεται αν η απόφαση έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα. Εξάλλου, ανυπαρξία κατά την έννοια του άρθρου 313 παρ.1 περ. δ΄ του ΚΠολΔ, υπάρχει: α) εάν ο διάδικος είχε αποβιώσει πριν αρχίσει η εκκρεμοδικία και β) εάν ο φερόμενος ως εναγόμενος δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, γιατί δεν του είχε επιδοθεί νομίμως αντίγραφο της αγωγής (ΑΠ 773/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 313, αρ. 5, σελ. 871). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 544 αρ. 6 ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, εκτός άλλων, σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν δε η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι, αν η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή σε πλαστό έγγραφο, επιτρέπεται αναψηλάφηση, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Αν δε η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη (π.χ. λόγω θανάτου του κατηγορουμένου ή παραγραφής του αξιοποίνου), πρέπει να γίνει, πριν από την άσκηση της αναψηλάφησης, αμετάκλητη αναγνώριση του ψεύδους ή της πλαστότητας με απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, η οποία ζητείται όχι παρεμπιπτόντως, αλλά με κύρια αγωγή. Η κύρια δε αυτή αγωγή ασκείται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης ή από τη μεταγενέστερη αδυναμία ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας, η οποία, προκειμένου περί παραγραφής, ανακύπτει από την επέλευση του χρόνου της παραγραφής και όχι από την τυχόν μεταγενέστερη απαγγελία αυτής, δηλαδή της παραγραφής (ΑΠ 82/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1972/2006 ΑρχΝ 2008.476, ΑΠ 1611/2005 ΕλλΔνη 2006.439, ΕφΠειρ 339/2016, ΕφΛαρ 120/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το επιλαμβανόμενο της ψευδορκίας ή της πλαστότητας δικαστήριο (ποινικό ή το δικάζον την ως άνω κύρια αναγνωριστική αγωγή) περιορίζεται στην αναγνώριση του ψεύδους της μαρτυρικής κατάθεσης ή της πλαστότητας του εγγράφου, που θεμελιώνουν το δικαίωμα του διαδίκου, που επιδίωξε την αναγνώριση της ψευδορκίας ή της πλαστότητας, να ασκήσει, στη συνέχεια, αίτηση αναψηλάφησης και δεν επεκτείνει την έρευνά του στην επίδραση που είχε η ψευδής κατάθεση ή το πλαστό έγγραφο στην έκβαση της δίκης, γιατί αυτό αποτελεί αντικείμενο έρευνας του μέλλοντος να δικάσει την αναψηλάφηση δικαστηρίου (ΑΠ 760/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 309 ΚΠολΔ οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν, μετά τη δημοσίευσή τους, να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, ενώ όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Οριστικές δε αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας, περιέχουσες διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και απεκδύουσες έτσι το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα. Δεν είναι, όμως, οριστική και δεν δημιουργεί δεδικασμένο η απόφαση που διαμορφώνει τη διαδικασία και προετοιμάζει την οριστική επίλυση της διαφοράς, όπως η απόφαση που αναβάλλει τη συζήτηση κατ’ άρθρο 249 ή 250 ΚΠολΔ ή που διατάσσει πραγματογνωμοσύνη ή άλλες αποδείξεις. Εξάλλου, η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζητήσει τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής αξίωσης για την παροχή της προστασίας αυτής με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια δικαστικά κρίση. Η οριστικότητα δε της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετηρίου εγγράφου για παραδοχή της έφεσης (ΟλΑΠ 12/1989). Επομένως, η απόφαση με την οποία το Εφετείο δέχεται έφεση του ενάγοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, επειδή κρίνει, αντιθέτως προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι η αγωγή είναι νόμιμη, και ύστερα από εξαφάνιση της απόφασης που έχει εκκληθεί, διατάσσει αποδείξεις, δεν είναι οριστική. Και τούτο, γιατί με αυτήν το Εφετείο δεν εξέφερε διάγνωση επί της αγωγής ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης απεκδύοντας έτσι το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης, ήτοι το αίτημα, όχι του εφετηρίου εγγράφου, αλλά το αίτημα περί απόφανσης του δικαστηρίου επί του αγωγικού αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας. Έτσι, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την διεξαγωγή των αποδείξεων, το εφετείο δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 309 ΚΠολΔ, είτε κατόπιν αίτησης του διαδίκου είτε και αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει την προηγούμενη μη οριστική ως άνω απόφασή του (ΑΠ 1875/2014 ΧρΙΔ 2015.283, ΑΠ 1721/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 708/2003 ΕλλΔνη 2004.153, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Ι, άρθρο 309, αρ. 11, σελ. 570).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 29.4.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2011) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ., Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και Ιερός Ναός ……. Πειραιώς (ήδη εκκαλούντα), κατ’ εκτίμηση του δικογράφου τους, ισχυρίσθηκαν ότι με την υπ’ αριθ. 1971/2004 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή η με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2001 αγωγή της πρώτης των εναγομένων, ……. (ήδη πρώτης εφεσίβλητης) εναντίον του ….., με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει το ποσό των 18.000.000 δρχ. (ήδη 52.825 ευρώ), το οποίο αυτή του είχε καταβάλει, ως προκαταβολή για την αγορά του κείμενου στον Πειραιά (στην συμβολή των οδών … και …) αναφερόμενου ακινήτου ιδιοκτησίας του, η οποία (σύμβαση αγοραπωλησίας) δεν καταρτίσθηκε από υπαιτιότητα του άνω πωλητή. Ότι η ανωτέρω απόφαση στηρίχθηκε στην από 16.2.2001 ιδιόχειρη απόδειξη-(υπεύθυνη δήλωση του πωλητή, η οποία είναι πλαστή ως προς την υπογραφή του τελευταίου, καθώς και στην ψευδή ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου του μάρτυρα, δευτέρου των εναγομένων, ….. (ήδη δεύτερου εφεσίβλητου). Ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην του τότε εναγόμενου …, αν και ο τελευταίος δεν είχε κληθεί να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής, γεγονός που όμως δεν κατέστη γνωστό στο δικάσαν Δικαστήριο, γιατί οι προσκομισθείσες υπ’ αριθ. …….. εκθέσεις επίδοσης προς αυτόν, αντίστοιχα, της αγωγής και της κλήσης (με την οποία ορίστηκε νέα, κατόπιν ματαίωσης, δικάσιμος) προς συζήτηση αυτής, τις οποίες (εκθέσεις) συνέταξαν αντίστοιχα η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων, … .. και …., δικαστικοί επιμελητές, ήταν πλαστές ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος εναγομένου …… Ότι ομοίως πλαστή ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος, είναι και η υπ’ αριθ. ……. έκθεση επίδοσης της ως άνω απόφασης από τον τέταρτο εναγόμενο δικαστικό επιμελητή ……. (ήδη τρίτο εφεσίβλητο) στον …. και ότι, συνεπεία του γεγονότος αυτού, η εν αγνοία του τελευταίου εκδοθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη, λόγω μη άσκησης ενδίκων μέσων εκ μέρους του. Ότι ο προαναφερόμενος ….., ο οποίος ήδη έχει αποβιώσει, με τις από 15.2.2002 και από 12.4.2005 ιδιόγραφες διαθήκες του, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί νόμιμα, έχει εγκαταστήσει ως κληρονόμο στο ανωτέρω ακίνητο (οικόπεδο έκτασης 95,44 τμ. με το επ’ αυτής διώροφο κτίριο) το δεύτερο των εναγόντων Ν.Π.Δ.Δ. «Ιερό Ναό ……. Πειραιώς», το οποίο αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτό κληρονομία, με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθ. …../22.2.2008 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …… και υπεισήλθε έτσι στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ως άνω αποβιώσαντος, ως καθολικός διάδοχός του. Ότι το δεύτερο των εναγόντων έλαβε γνώση της ανωτέρω απόφασης την 13.10.2008, όταν και αυτή του επιδόθηκε με επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτασσόταν, με εκτελεστό τίτλο την εν λόγω απόφαση, να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των 104.556 ευρώ, με την ιδιότητα του κληρονόμου του πρώην αντιδίκου της, ……….. Ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης συνεχίσθηκε, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί, λόγω διαδοχικών ματαιώσεων του πλειστηριασμού. Ότι για την πλαστότητα της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης και την ψευδή μαρτυρική κατάθεση του δευτέρου εναγομένων, αυτά (ενάγοντα) υπέβαλαν την από 7-11-2008 έγκληση, συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των πρώτης και δευτέρου των εναγομένων και εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 369/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά των ως άνω εναγομένων λόγω παραγραφής, για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτήν, της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου και της άμεσης συνέργειας σ’ αυτήν, ενώ για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με επιδιωκόμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, διενεργείται κύρια ανάκριση από τον Δ΄ Ανακριτή Πειραιώς. Ότι συμπληρωματικά το δεύτερο αυτών (εναγόντων) υπέβαλε και την από 6.10.2009 μήνυση εναντίον όλων των εναγομένων για τις πράξεις της πλαστογραφίας των ανωτέρω εκθέσεων επίδοσης και, αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη, η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης. Ότι το πρώτο αυτών (εναγόντων) έλαβε γνώση των ανωτέρω στις 30.3.2011 από δημοσιεύματα σε εφημερίδες, το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται σε εκποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας, σε υποτιθέμενη οφειλή του δευτέρου αυτών προς ιδιώτη και σε οικονομική αφερεγγυότητά του, γεγονότα που πλήττουν τη φήμη τους, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ., επικαλούμενα ως έννομο συμφέρον τους το μεν πρώτο αυτών (Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς) ότι έχει τον έλεγχο και την εποπτεία των Ιερών Ναών του Πειραιά, το δε δεύτερο αυτών (Ιερός Ναός ……… Πειραιώς) ότι έχει, ως κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντος, άμεση υποχρέωση καταβολής του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού, ζήτησαν: Α) να αναγνωριστεί 1) η ανυπαρξία της άνω ιστορούμενης ενοχικής σχέσης, δηλαδή του προσυμφώνου πώλησης του εν λόγω ακινήτου με βάση την από 16.2.2001 υπεύθυνη δήλωση του ……, 2) ως πλαστή (ως προς την υπογραφή της) η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση, που φέρεται να έχει υπογραφεί από τον ….., 3) ως πλαστές οι υπ’ αριθ. ….. εκθέσεις επίδοσης, με τις οποίες φέρεται να έχουν επιδοθεί στον ….. η ως άνω αγωγή, η κλήση προς συζήτηση αυτής και η προαναφερόμενη οριστική απόφαση (1971/2004) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, 4) ως ανύπαρκτη η υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, γιατί ο εναγόμενος ……. δεν κατέστη διάδικος, αφού δεν του επιδόθηκαν στην πραγματικότητα η αγωγή και κλήση προς συζήτηση αυτής, 5) ότι δεν παράγονται έννομα αποτελέσματα από την υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως στηριχθείσα στην ανωτέρω πλαστή υπεύθυνη δήλωση και στις πλαστές εκθέσεις επίδοσης, 6) ως άκυρες οι, με εκτελεστό την ανωτέρω απόφαση, αναφερόμενες πράξεις εκτέλεσης (ήτοι επιταγή προς εκτέλεση, κατασχετήρια έκθεση και η συνεχιζόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης) και Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ (όπως παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, τα ενάγοντα νομικά πρόσωπα περιόρισαν αυτό το αίτημά τους με τις από 14.11.2012 προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν στη φήμη και αξιοπιστία τους από την αναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2368/2014 εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση μεταξύ των εναγόντων και της τρίτης των εναγομένων, ………, λόγω δήλωσης αυτών ότι δεν εισάγεται η αγωγή τους ως προς την εν λόγω εναγομένη, απορρίφθηκε η αγωγή, στο σύνολό της, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους. Ακολούθως, την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλαν τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ. µε την από 17.6.2014 (µε αριθ. έκθ. κατάθ. …./2014) έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την παραδοχή της ως άνω αγωγής τους. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, µε την οποία, αφού έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η ως άνω έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (πλην της διάταξής της με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής μεταξύ των εναγόντων και της τρίτης των εναγομένων), διατάχθηκε η απόδοση στα εκκαλούντα νομικά πρόσωπα των αναφερόμενων παραβόλων, διακρατήθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση της ως άνω αγωγής, η οποία διαγνώσθηκε ότι στηρίζεται α) ως προς το υπό στοιχείο Α΄ αίτημά της, στις διατάξεις των άρθρων 70, 139, 159, 313 και 461 ΚΠολΔ και β) ως προς το υπό στοιχείο Β΄ αίτημά της, στις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ περί αδικοπραξίας, και, ακολούθως, αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η συζήτηση της αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που άρχισε με την ΑΒΜ … και ΕΓ. …… μήνυση του δευτέρου των εναγόντων (Ιερού Ναού ……. Πειραιώς) κατά των ως άνω εναγομένων, με βάση την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των εναγομένων αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτήν και η υπόθεση εκκρεμούσε στα χέρια Εισαγγελικού Λειτουργού. Ήδη με την από 23.10.2017 κλήση των εκκαλούντων-εναγόντων νομικών προσώπων η υπόθεση εισάγεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την επίκληση ότι η ανωτέρω ποινική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 110 του Ν. 4055/2012, με συνέπεια να καθίσταται άνευ αντικειμένου η διάταξη της υπ’ αριθ. 97/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου περί αναβολής της συζήτησης της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εν λόγω ποινικής διαδικασίας, λόγος για τον οποίο και ζητείται από αυτούς (καλούντες) η ανάκληση της ανωτέρω απόφασης ως προς την ως άνω αναβλητική διάταξή της.

ΙΙΙ. Στο ανωτέρω αγωγικό δικόγραφο, κατά τη δέουσα εκτίμησή του από το παρόν Δικαστήριο, σωρεύονται: α) αγωγή αναγνωριστική της ανυπαρξίας της υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρο 313 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ, για το λόγο ότι ο φερόμενος σ’ αυτήν ως εναγόμενος, ….., δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, γιατί δεν του είχε επιδοθεί αντίγραφο της από 5.3.2001 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2001) αγωγής της ……, αφού οι ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης τόσο αυτής (αγωγής) όσο και της κλήσης προς συζήτηση αυτής, είναι πλαστές ως προς την υπογραφή του αναγραφόμενου ως παραλαβόντος αυτές, (τότε) εναγόμενου …… (του οποίου το αναφερόμενο ακίνητο περιήλθε, λόγω εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, στο δεύτερο ενάγον), η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, ως στηριζόμενη στις των άρθρων 70, 139, 159, 313 παρ. 1 περ. δ΄ και 461 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε αυτό έγινε δεκτό και από το Δικαστήριο τούτο με την προεκδοθείσα υπ’ αριθ. 97/2016 απόφασή του (με την οποία ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση), β) αγωγή περί αναγνώρισης της πλαστότητας (ως προς την υπογραφή) της από 16.2.2001 ιδιόχειρης απόδειξης-υπεύθυνης δήλωσης του ….., ώστε να θεμελιωθεί το δικαίωμα του δεύτερου ενάγοντος νομικού προσώπου να ζητήσει αναψηλάφηση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως, άλλωστε, αυτό διευκρινίζεται και από το ίδιο το ως άνω ενάγον με τις από 14.11.2012 προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο-βλ. στις σελίδες 11 και 13 αυτών), η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 544 περ. 6 ΚΠολΔ, ενώ ως προς το σημείο αυτό πρέπει να συμπληρωθεί η προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 97/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, ως έχουσα χαρακτήρα μη οριστικής απόφασης κατά τα εκτιθέμενα στο τέλος της νομικής σκέψης στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, μπορεί να ανακληθεί ή (κατά μείζονα λόγο) και να συμπληρωθεί ως προς τις νομικές εκτιμήσεις της (σημειώνεται ότι η αγωγή αυτή έχει ασκηθεί και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 544 περ. 6 ΚΠολΔ, λόγω της μεταγενέστερης αδυναμίας ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας κατά τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη) και γ) αγωγή περί χρηματικής ικανοποίησης του δευτέρου των εναγόντων λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ως άμεσα παθών (αφού έχει άμεση υποχρέωση καταβολής του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού) από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Η αγωγή, όμως, αυτή (αναφορικά με τις ανωτέρω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ σωρευθείσες βάσεις της) ως προς το πρώτο των εναγόντων (Ν.Π.Δ.Δ. «Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς») πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του, αφού αυτό δεν σχετίζεται με τους διαδίκους στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξάλλου, η επικαλούμενη άσκηση εποπτείας από το ως άνω ενάγον επί των Ιερών Ναών, αλλά και ειδικότερα επί του δευτέρου των εναγόντων, δεν αρκεί ώστε να νομιμοποιείται αυτό στην άσκηση της εν λόγω αγωγής. Τέλος, η αγωγή αυτή και ως προς το αίτημά της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέα ως προς το πρώτο ενάγον (Ιερά Μητρόπολη) πρωτίστως ως αόριστη, γιατί δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, εκ της οποίας αυτό (πρώτη ενάγον) να υφίσταται άμεση βλάβη, δεδομένου ότι επί αδικοπραξίας δικαιούχος της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνο ο άμεσα παθών, δηλαδή αυτός που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα ή στα έννομα συμφέροντά του, ενώ οι έμμεσα ζημιωθέντες, δηλαδή οι τρίτοι στην περιουσία των οποίων η αδικοπραξία είχε αντανακλαστικές συνέπειες, δεν είναι δικαιούχοι αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 153/2005 ΕλλΔνη 2006.429, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, άρθρο 914, αρ. 45-46, σελ. 1832-1833 και άρθρο 932, αρ. 18-19, 1902-1903). Συνεπώς, η ως άνω αγωγή πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως προς το πρώτο των εναγόντων, ανακαλουμένης ως προς το σημείο αυτό της προεκδοθείσας υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη και ως προς το ως άνω ενάγον (Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς). Δεν τίθεται, όμως διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, γιατί οι εναγόμενοι δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση της αγωγής του ενάγοντος αυτού, ενόψει του ότι οι προτάσεις που κατέθεσαν αφορούν την υπεράσπισή τους έναντι της έφεσης και της αγωγής του κυρίως αντιδίκου τους, που είναι το δεύτερο ενάγον (Ιερός Ναός …….. Πειραιώς). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η συζήτηση της ως άνω αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που άρχισε με την ΑΒΜ …. και ΕΓ … μήνυση του δευτέρου των εναγόντων (Ιερού Ναού …… Πειραιώς) κατά των ως άνω εναγομένων, με βάση την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των εναγομένων αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτήν. Όμως, όπως προέκυψε από το υπ’ αριθ. πρωτ. …../2018 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, η ανωτέρω ποινική δικογραφία είχε ήδη τεθεί, από την 15.4.2013, στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατ’ άρθρο 110 του Ν. 4055/2012, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής και εξάλειψης του αξιόποινου. Συνεπώς, αφού είναι άνευ αντικειμένου η διάταξη της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου περί αναβολής της συζήτησης της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί της υπόθεσης αυτής, πρέπει να ανακληθεί η ως άνω μη οριστική απόφαση και ως προς την εν λόγω διάταξή της.

ΙV. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις τους αρνούνται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής ιδίως σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της επικαλούμενης με την αγωγή πλαστότητας, ως προς την υπογραφή του φερόμενου ως υπογράφοντος . .., τόσο της από 16.2.2001 ιδιόχειρης απόδειξης-υπεύθυνη δήλωσης, όσο και των προαναφερόμενων υπ’ αριθ. ……. εκθέσεων επίδοσης, με τις οποίες φέρεται να έχουν επιδοθεί στον …. α) η από 5.3.2001 αγωγή της . .., β) η κλήση προς συζήτηση αυτής και γ) η υπ’ αριθ. 1971/2004 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Από δε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της γνησιότητας της υπογραφής του …… στα ως άνω φερόμενα, με την αγωγή, ως πλαστά έγγραφα. Επειδή δε προς αντίληψη του εν λόγω ζητήματος απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο κρίνει ότι προς, ασφαλή διάγνωση της επίδικης διαφοράς, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από γραφολόγο πραγματογνώμονα (άρθρα 254, 368 και 369 ΚΠολΔ) όπως, άλλωστε, αυτό ζητείται και από τους δύο πρώτους των εναγομένων με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο, ενώ και ο ενάγων Ναός, με την προσθήκη των προτάσεων του, αναφέρει ότι δεν έχει αντίρρηση στη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Συγκεκριμένα με την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη θα διερευνηθεί η αν τα ανωτέρω κρίσιμα έγγραφα (ιδιόχειρη απόδειξη-υπεύθυνη δήλωση και εκθέσεις επίδοσης) έχουν υπογραφεί από τον … … ή από άλλο πρόσωπο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειώνεται, ότι η έκθεση επίδοσης είναι δημόσιο έγγραφο που παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του, ενώ ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής (άρθρα 139 και 438 ΚΠολΔ, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 139, αρ. 19, σελ. 275). Τέλος, σημειώνεται ότι τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά συνεδρίασης, θα συνεκτιμηθούν κατά την μετ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της προκείμενης συζήτησης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 29.4.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2011) αγωγής.

Ανακαλεί την υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διατάξεις της.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή ως προς το πρώτο ενάγον Ν.Π.Δ.Δ. «Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς».

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.

Διατάσσει τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα την ……., ειδική δικαστική γραφολόγο, κάτοικο Αθηνών, οδός .. αρ. … (τηλ. ….., FAX .-….), που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου, η οποία,         αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας,  εξετάσει α) την από 16.2.2001 ιδιόχειρη απόδειξη-υπεύθυνη δήλωση που φέρει υπογραφή του . …, β) την υπ’ αριθ. …./5.3.2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ….., που φέρει υπογραφή του …. ως παραλαβόντος και γ) τις υπ’ αριθ. ../11.2.2003 και …./7.9.2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, που φέρουν υπογραφή του …. ως παραλαβόντος και λάβει υπ’ όψη της όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα έγγραφα θέσουν στη διάθεση της οι διάδικοι, είτε αυτοβούλως, είτε κατόπιν αιτήματός της, θα συντάξει έκθεση στην οποία θα γνωμοδοτεί αιτιολογημένα περί του εάν τα ανωτέρω έγγραφα (ιδιόχειρη απόδειξη-υπεύθυνη δήλωση και εκθέσεις επίδοσης) έχουν υπογραφεί από τον (ήδη αποβιώσαντα) … .. ή από κάποιο άλλο πρόσωπο. Την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει η εν λόγω πραγματογνώμονας να καταθέσει στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός προθεσμίας 90 ημερών από την όρκισή της, συντασσόμενης γι’ αυτό σχετικής αιτιολογημένης έκθεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ