Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 389/2018

Αριθμός 389/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 28-9-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4299/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε η εφεσίβλητη ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 26-11-2015 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 21-10-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Με την από 8-1-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή του, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 20-5-2015, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι μεταξύ αυτού και της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, προ δεκαετίας περίπου, στον …… συνεστήθη αφανής εταιρεία με εμφανή εταίρο αυτήν (εναγομένη) και με αντικείμενο την εκμετάλλευση τουριστικών καταλυμάτων. Ότι η εναγομένη ανέλαβε να καταβάλει το τίμημα της αγοράς και διαμόρφωσης του καταλύματος και ο ίδιος (ενάγων) την ανεύρεση πελατών για αυτό (κατάλυμα), την υποδοχή τους στο νησί τους, από το λιμάνι, την προώθησή τους στο κατάλυμα, την τακτοποίησή τους σε αυτό και τη μέριμνα για την όσο το δυνατόν καλύτερη διαμονή τους σε αυτό. Επίσης ότι ανέλαβε (ο ενάγων) την εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού που στελέχωσε το κατάλυμα, την πρόσληψή του και τη διαρκή συνεννόηση μαζί του για κάθε θέμα, όπως επίσης ότι διεκπεραίωνε και κάθε άλλο θέμα που αφορούσε το κατάλυμα, είτε σχετικά με την καθημερινή του λειτουργία, είτε σχετικά με ιδιώτες και τις δημόσιες εν γένει Αρχές. Ότι η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της ως άνω εταιρείας συμφωνήθηκε εξ αρχής σε 50% για τον καθένα από αυτούς. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι μετά την σύσταση της ανωτέρω εταιρείας αναζητήθηκε στο νησί του …. κατάλληλο οίκημα, προκειμένου να αγορασθεί από την εναγομένη και ακολούθως να μετατραπεί σε παραδοσιακό ξενοδοχειακό κατάλυμα. Ότι τελικά ανευρέθη για τον σκοπό αυτό οίκημα μέσα στον παραδοσιακό οικισμό του …, το οποίο αγοράσθηκε, ανακαινίστηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχειακό κατάλυμα υψηλών προδιαγραφών, με την ονομασία «. ….». Ότι η ανωτέρω συνεργασία τους συνεχίσθηκε με τον ίδιο τρόπο και για τα επόμενα χρόνια προσθέτοντας στην εκμετάλλευσή τους και δύο (2) ακόμη καταλύματα μέσα στον ίδιο παραδοσιακό οικισμό του …., τα οποία ονομάσθηκαν «..» και «..». Περαιτέρω ισχυρίστηκε (ο ενάγων) ότι εξαρχής είχαν καθιερώσει το σύστημα των ανά μήνα καταβολών και απολαβών, αντί του ετήσιου κύκλου. Ότι τα τελευταία τρία (3) έτη οι ανά μήνα αυτές απολαβές κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι την οικονομική διαχείριση της ανωτέρω εταιρείας ασκούσε η εναγομένη, με τον ίδιο όμως να γνωρίζει τα οικονομικά στοιχεία αυτής (αφανούς εταιρείας). Ότι από το Φεβρουάριο του έτους 2013 η εναγομένη σταμάτησε αναιτίως να του αποδίδει τις μεταξύ τους συμφωνηθείσες μηνιαίες απολαβές, ήτοι 50% στον καθένα από αυτούς των κερδών και κατά τα τελευταία τρία έτη κατά μέσον όρο το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, παρά τις προς τούτο έντονες και συνεχείς οχλήσεις του και παρά το γεγονός ότι ο οικονομικός κύκλος και τζίρος της αφανούς εταιρείας τους και των προαναφερθέντων ξενοδοχειακών καταλυμάτων δεν είχε ουσιωδώς αλλάξει. Ότι αναλογιζόμενος την δεκαετή αγαστή συνεργασία τους έκανε υπομονή, πλην όμως από τα τέλη του μηνός Αυγούστου του έτους 2013 η εναγομένη σταμάτησε αναιτίως κάθε επαφή και συνεννόηση μαζί του για τα θέματα που αφορούσαν την μεταξύ τους υφιστάμενη αφανή εταιρεία και την κοινή στον …. επαγγελματική τους δραστηριότητα. Ότι μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες να συζητήσει για τα ανωτέρω θέματα με την εναγομένη, απέστειλε στην τελευταία την από 18-10-2013 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία εγγράφως κάλεσε την εναγομένη να επικοινωνήσει μαζί του προκειμένου να συνεννοηθούν για την πορεία της μεταξύ τους εταιρείας, πλην όμως η εναγομένη ουδέν του απάντησε. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εξ αρχής συμφωνημένες μηνιαίες απολαβές του από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 έως και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 (11 μήνες Χ 2.000 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της προαναφερομένης εξώδικης δήλωσής του, ήτοι από 25-10-2013, και επικουρικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4299/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 26-11-2015, αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε την ένδικη αγωγή λόγω αοριστίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 28-9-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Αφανής ή συμμετοχική εταιρεία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική επωνυμία και περιουσία, εταιρεία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο, μεταξύ των εταίρων, εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του εμφανούς, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι), που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι, χωρίς να εκπροσωπεί τον αφανή εταίρο. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 του ΕμπΝ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, (η οποία εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012), προκύπτει ότι στην αφανή εταιρεία, που δεν έχει νομική προσωπικότητα και μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα (προφορικά), εκ μόνου του γεγονότος της συμμετοχής, έστω και αν έχει σκοπό την επιχείρηση δικαιοπραξιών που υποβάλλονται σε ορισμένο τύπο, και δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε δημοσιότητα, εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις περί εταιρειών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού (ΑΠ 1435/2014, ΑΠ 535/2011, ΑΠ 1038/2010, ΑΠ 672/2010, ΑΠ 1974/2009). Έτσι ο σχηματισμός της εταιρείας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες και οι υπόλοιπες συνθήκες λειτουργίας της εξαρτώνται, κύρια, από τις μεταξύ των εταίρων συμφωνίες, με την έννοια ότι, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα άρθρα, οι συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας ρυθμίζονται, κύρια, από τις μεταξύ των μετόχων συμφωνίες (ΕφΘεσ 1877/2003 ΕΕμπΔ 2003.825), ενώ, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, εφαρμόζονται, συμπληρωματικά, οι διατάξεις περί εταιρειών του Αστικού Κώδικα (ΑΠ 535/2011, ΑΠ 1635/2006, ΑΠ 362/2003, ΕφΘεσ 1039/2011, ΕφΘεσ 673/2010,  ΕφΑθ 5302/2008 ΔΕΕ 2009.191, ΕφΠειρ 372/2008 ΔΕΕ 2009.58), οι οποίες αφορούν εταιρείες, που δεν έχουν, όπως οι συμμετοχικές, νομική προσωπικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας ως εσωτερικής εταιρείας που χαρακτηρίζεται κυρίως από την έναντι τρίτων αφάνειά της (ΑΠ 860/2002, ΕφΠειρ 599/2015, ΕφΘεσ 1877/2003). Από τα άρθρα, ειδικότερα, 758 και 762 του ΑΚ συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων, κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός και ότι αν η εταιρεία έχει διάρκεια μεγαλύτερη του έτους, ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδη, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Εντεύθεν, έπεται ότι στοιχείο της σχετικής περί διανομής των κερδών αγωγής είναι, πλην άλλων, και ο ακριβής προσδιορισμός τους. Αντίθετα, η τυχόν ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι αρνητικός ισχυρισμός  και όχι στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 371/2011, ΑΠ 362/2008, ΑΠ 885/2005, ΑΠ 860/2002, ΑΠ 823/2001, ΕφΘεσ 1561/2012). Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα λόγω αοριστίας, διότι ο ενάγων δεν παραθέτει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αξίωσή του, ήτοι δεν επικαλείται (ο ενάγων), ούτε προσδιορίζει τα κέρδη της αναφερόμενης σ΄ αυτήν (αγωγή) επιχειρήσεως, που, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, λειτουργούσε με τη μορφή της αφανούς εταιρείας, όπως αυτά προκύπτουν σε σχέση με τη δυναμικότητα των αναφερομένων σ΄ αυτήν (αγωγή) τουριστικών καταλυμάτων, την ειδικότερη τουριστική κίνηση αυτών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 έως και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013), σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες εκκαθαριστικές δηλώσεις, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου και του ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ο οικονομικός κύκλος και τζίρος της αφανούς εταιρείας και των προαναφερθέντων ξενοδοχειακών καταλυμάτων δεν ήταν ο ίδιος, αλλά όπως επικαλείται (ο ενάγων) είχε αλλάξει, έστω όχι ουσιωδώς, πλην όμως είχαν επέλθει κάποιες (έστω επουσιώδεις) αλλαγές. Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλει ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του, μεταξύ άλλων, ότι οι εκ της συμμετοχής του στην αφανή εταιρεία μηνιαίες απολαβές του ανέρχονταν, κατά τη συμφωνία τους, στο ποσό των 2.000 ευρώ και ότι το ποσό αυτό ελάμβανε ανεξάρτητα από το ύψος των κερδών της αφανούς εταιρείας, κατά τη συμφωνία τους, δεν εμπεριέχεται, κατά τα ως άνω στην ένδικη αγωγή και δεν μπορεί να προβληθεί και να ληφθεί υπόψη το πρώτον στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθόσον συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της αγωγής (άρθρο 224 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο εκκαλών με την ένδικη αγωγή δεν ισχυρίστηκε ότι όποιο και αν ήταν το ύψος των κερδών της αφανούς εταιρείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα αυτός (εκκαλών) θα ελάμβανε το ίδιο ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, αλλά αντιθέτως ισχυρίστηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι  η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της ως άνω εταιρείας συμφωνήθηκε εξ αρχής σε 50% για τον καθένα από αυτούς (διαδίκους), καθώς επίσης ότι έως το Φεβρουάριο του έτους 2013 η εναγομένη του απέδιδε τις μεταξύ τους συμφωνηθείσες μηνιαίες απολαβές, ήτοι 50% στον καθένα από αυτούς των κερδών και κατά τα τελευταία τρία έτη κατά μέσον όρο το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ έκτοτε σταμάτησε αναιτίως παρά τις προς τούτο έντονες και συνεχείς οχλήσεις του και παρά το γεγονός ότι ο οικονομικός κύκλος και τζίρος της αφανούς εταιρείας τους και των προαναφερθέντων ξενοδοχειακών καταλυμάτων δεν είχε ουσιωδώς αλλάξει. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε την ένδικη αγωγή, λόγω αοριστίας, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν   των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 28-9-2016 (αρ. καταθ. …./2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4299/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  20 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ