Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 204/2019

Αριθμός    204 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα,  E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν απο την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση»,  ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2. του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ.β». Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 ΚΠολΔ «αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2………. παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σ` άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο (αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές), στη δε διάταξη του άρθρου 581 παρ.1 ορίζεται ότι «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση».  Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001 Νόμος). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ,  δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η  πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το δε Εφετείο, ως τέτοιο (δικαστήριο της παραπομπής), εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΛαρ 71/2011, ΕφΘεσ 1373/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος),  σε  περίπτωση δε ερημοδικίας του εκκαλούντος ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η έφεσή του απορρίπτεται,  ως ανυποστήρικτη, κατ’ άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ, εφόσον η συζήτηση επισπεύδεται από τον ίδιο ή εφόσον αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του,  χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης, δεδομένου ότι η ερημοδικία των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής υπόκειται στη ρύθμιση των ίδιων κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ( ΑΠ 141/2005, ΕφΔωδ 171/2013, ΕφΘεσ 363/2008, ΕΑ 3116/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος, Νικόλαος Νίκας, Πολιτική Δικονομία, έκδ.2007, σελ.523, Κων/νου Παπαδόπουλου, Η Αναιρετική Διαδικασία  κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκδ.1997, σελ.769, Κ.Φ Καλαβρός, Η Αναίρεση  κατά τον ΚΠολΔ, έκδ.2009, σελ.564, Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ.1995, Αρθρο 581, σελ.664, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, έκδ.2000, Αρθρο 581, σελ.1082). . Η απόρριψη της έφεσης, δηλαδή, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ` ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ. ΕφΔωδ 171/2013, ΕφΘεσ 363/2008, ΕΑ 3116/2006, όπ.α).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 7-9-2006 και με αριθμ.έκθ.καταθ………/2006 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες ( ήδη εκκαλούντες) εξέθεταν ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στις 29-5-1989 και 1.2.1998 αντίστοιχα απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π ΑΕ» , ζήτησαν δε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει εντόκως στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 38.197,49 ευρώ και στο δεύτερο αυτών το ποσό των 32.166,64 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στις διαφορές των αποδοχών και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που καταβλήθηκαν, κατά τα έτη 2001 έως και 2005, οι οποίες διαφορές προέκυψαν, επειδή η εναγόμενη δεν τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας αυτών, κατά το ανωτέρω διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές αδείας) και  κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 1716/2008 οριστική απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού δέχτηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά την  κύρια βάση της, είναι  ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ως άνω απόφασης οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 20.8.2009 και με αριθμ.έκθ.καταθ…../21.8.2009 έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε  η με αριθμό 48/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο, το δε δεύτερο ως άνω κονδύλιο της αγωγής, ήτοι αυτό των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο και υποχρεώθηκε η εναγόμενη-εφεσίβλητη, μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης και την εν μέρει παραδοχή της σε βάρος της ως άνω αγωγής,  να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.535,31 ευρώ , στο δε δεύτερο το ποσό των 5.845,24 ευρώ. Στη συνέχεια, η αρχικώς εφεσίβλητη-εναγόμενη άσκησε κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης την από 16.2.2016 αίτηση αναιρέσεως, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η με αριθμό 229/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά το ως άνω δεχθέν την σε βάρος της αγωγή μέρος της, ήτοι αυτό της επιδίκασης διαφορών επιδόματος αδείας, για το λόγο ότι το Δικαστήριο  υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης, δεν ερευνήθηκαν δε οι λοιποί αναιρετικοί λόγοι, ακολούθως δε η υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, παραπέμφθηκε προς νέα συζήτηση στο ίδιο τούτο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ήδη  με την με από 17.7.2018 και με αριθμ. εκθ.  καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…./2018 κλήση της εφεσίβλητης-εναγόμενης νόμιμα  επαναφέρεται  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς περαιτέρω εκδίκαση η  ένδικη υπόθεση.

Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ` αριθ. …./25.7.2018 και …../26.7.2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η καλούσα-εφεσίβλητη,  προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω από 17.7.2018 κλήσεως της τελευταίας με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της εναντίον της ως άνω εφέσεως  κατά την δικάσιμο  που αναγράφεται στην αρχή παρούσας, επιδόθηκε,  με επιμέλειά της,  νομίμως και εμπροθέσμως στους καθ’ ων η κλήση-εκκαλούντες. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες δεν εμφανίσθηκαν στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, σε αντίθεση με την προσηκόντως παρασταθείσα εφεσίβλητη.  Επομένως,  εφόσον οι εκκαλούντες ερημοδικούν,  πρέπει η ένδικη έφεσή τους, κατά το ως άνω μέρος της που παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την με αριθμό  229/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου,  σύμφωνα και με τα  εκτεθέντα εκτενώς στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί, κατ’ άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ,  χωρίς περαιτέρω έρευνα αυτής. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κλήση-εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της καλούσας-εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικοι που ηττήθηκαν,  κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας  (άρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρ. 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εκκαλούντων.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε εξακόσια   (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Μαρτίου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 9 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ