Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 230/2019

Αριθμός    230/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 26.01.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./26.01.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …/26.01.2018) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της υπ΄ αριθμ. 383/2018 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 24.10.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …/24.10.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …./24.10.2016) αγωγής και απέρριψε αυτή, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νομίμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπομένου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης στις 31.01.2018 ενώ, προηγουμένως, στις 26.01.2018, είχε κατατεθεί στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου το πρωτότυπο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως. Ασκήθηκε δηλαδή σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και εξεταστούν ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητά τους οι προβαλλόμενοι με αυτή λόγοι (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από 24.10.2016 αγωγή του ο ενάγων (……….) ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των από 21.06.2011 δύο συμβάσεων εντόκων δανείων ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά Ν. Αττικής, μεταξύ της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «. . …..», που εδρεύει στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, και  των ναυτιλιακών εταιρειών, με τις επωνυμίες «……..» και «……», που εδρεύουν στις Nήσους Μάρσαλ,  η εναγομένη  χορήγησε, λόγω δανείου,  στην μεν πρώτη των ανωτέρω ναυτιλιακών εταιρειών το χρηματικό ποσό των 14.000.000,00 U.S.D., ως χρηματοδότηση για την κάλυψη ποσοστού 63% του συνολικού τιμήματος αγοράς, ύψους 22.300.000,00 U.S.D., του φ/γ πλοίου, με το όνομα «. ….», που η δανειολήπτρια διαπραγματευόταν να αγοράσει,  στην δε δεύτερη εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 17.000.000 USD, ως χρηματοδότηση για την κάλυψη ποσοστού 65% της αξίας, ναυπηγούμενου για λογαριασμό της δανειολήπτριας,  φ/γ πλοίου, του οποίου ολοκληρώθηκε η ναυπήγηση και έλαβε το όνομα «T.L.». Ότι σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, οι δανειολήπτριες εκταμίευσαν ολόκληρα τα ποσά των δανείων και η μεν πρώτη, το θέρος του ιδίου έτους, απέκτησε, αντί συνολικού τιμήματος 22.300.000,00 U.S.D., την πλοιοκτησία του πλοίου «T.N.»,  ενώ η δεύτερη παρέλαβε το ναυπηγηθέν πλοίο,  με την συνολικά αξία ναυπηγήσεως να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 26.200.000,00 U.S.D. . Ότι το δάνειο στην πρώτη ναυτιλιακή εταιρεία είχε διάρκεια εννέα ετών και το χορηγηθέν ποσό έπρεπε να επιστραφεί σε δεκαοκτώ εξαμηνιαίες δόσεις, ύψους 519.000,00 U.S.D. εκάστη, ενώ το δάνειο στην δεύτερη ναυτιλιακή εταιρεία είχε διάρκεια δέκα ετών και το χορηγηθέν ποσό έπρεπε να επιστραφεί σε σαράντα τριμηνιαίες δόσεις (κάθε Μάρτιο, Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο), ύψους 281.000,00 U.S.D. εκάστη,  που θα ξεκινούσαν με την παράδοση του πλοίου τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 και θα ολοκληρώνονταν τον μήνα Μάρτιο του έτους 2022, ενώ το ύψος του συμβατικού επιτοκίου καθοριζόταν λεπτομερώς σε κάθε σύμβαση. Ότι, εκτός των ενοχικών και εμπραγμάτων ασφαλειών, που παρείχαν στην εναγομένη  οι πλοιοκτήτριες – δανειολήπτριες εταιρείες, αλλά και η διαχειρίστρια των πλοίων, αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……….»,  η εναγομένη  κατήρτισε με αυτόν  (ενάγοντα) τις από 21.06.2011 και από 21.07.2011 συμβάσεις εγγυήσεως αορίστου χρόνου (μία για κάθε σύμβαση δανείου), με τις οποίες ο τελευταίος εγγυήθηκε, ως αυτοφειλέτης, την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτριών, παραιτούµενος και από όλα τα δικαιώµατα των εγγυητών, που παρέχονται από το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (συγκεκριμένα από τον Α.Κ.), που ήταν εφαρμοστέο, βάσει ρητού όρου, που έχει περιληφθεί στις συμβάσεις εγγυήσεως. Ότι ακολούθως, οι πλοιοκτήτριες – δανειολήπτριες, παρά το δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον, που έπληττε και τον χώρο της εμπορικής ναυτιλίας και της ναυλαγοράς στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, εκπλήρωναν με συνέπεια τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έως και το έτος 2014, με τον ναυτιλιακό όμιλο στον οποίο ανήκαν να διαθέτει σημαντικά ίδια κεφάλαια για την καταβολή των δόσεων κάθε δανείου. Ότι, τελικά, η συνεχής και απρόβλεπτη, κατά τον χρόνο καταρτίσεως των συμβάσεων δανείου και εγγυήσεων, επιδείνωση της ναυτιλιακής αγοράς, ακόμη και κατά τα έτη 2014 και 2015, που οδήγησε στην κατάρρευση των ναύλων, εξανάγκασαν τις δανειολήπτριες σε υπερημερία ως προς την  καταβολή των δόσεων κάθε δανείου από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2015, αφού τα έσοδα του πλοίου «T.N.» υπολείπονταν των εξόδων λειτουργίας του ενώ  του πλοίου «T.L.», του οποίου η εκναύλωση  ήταν επωφελέστερη, δεν αρκούσαν για την κάλυψη των ποσών των δόσεων, χωρίς την συνδρομή του επιχειρηματικού ομίλου στον οποίο ανήκαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες, που, όμως, ήδη είχε εξασθενίσει οικονομικά, λόγω των σημαντικών χρηματοδοτήσεων, στις οποίες είχε προβεί τα προηγούμενα έτη. Ότι υπό αυτές τις απρόβλεπτες συνθήκες, οι δανειολήπτριες, το θέρος του έτους 2015, απευθύνθηκαν στην εναγομένη  τράπεζα και ζήτησαν την παροχή διευκολύνσεων, είτε με αναδιάρθρωση των δανείων, είτε με την χορήγηση περιόδου χάριτος, ώστε να κατορθώσουν να επιβιώσουν, κατά την διάρκεια της κρίσεως, και μετά την ανάκαμψη της ναυλαγοράς να δύνανται  να εξοφλούν κανονικά τις δόσεις, με τα έσοδα των πλοίων τους, πλην, όμως, η αντισυμβαλλομένη τους δεν επέδειξε την ίδια επιείκεια και ανοχή, με την οποία είχε αντιμετωπίσει άλλους οφειλέτες της, και αντί να προχωρήσει σε μια οριστική διευθέτηση του προβλήματος, είτε με την καταγγελία των συμβάσεων και την ολοσχερή εξόφλησή της, μέσω της πωλήσεως των πλοίων, είτε με την χορήγηση  περιόδου χάριτος, με αναστολή πληρωμής των ληξιπροθέσμων δόσεων, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, μετά το οποίο υπήρχε η εκτίμηση ότι θα ξεπερνιόταν η κρίση, όπως επιβαλλόταν από τα χρηστά ήθη, που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, αρχικά ενέμεινε στην εκτέλεση των συμβάσεων, με τους αρχικώς συμφωνηθέντες όρους, και τελικά, ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, τον μήνα  Νοέμβριο του ιδίου έτους, δέχθηκε να παραχωρήσει στις δανειολήπτριες ένα εν τοις πράγμασι moratorium (αναστολή πληρωμής των δόσεων) έως και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2016, υπό τους όρους πλήρους εξοφλήσεως της δόσεως του μήνα Ιουλίου του έτους  2015, ύψους 519.000,00 U.S.D., για το «T.N.» και πωλήσεως του ιδίου πλοίου έως την λήξη της ανωτέρω, με διάθεση του τιμήματος προς εξυπηρέτηση του δανείου. Ότι, ενώ ίσχυε η ανωτέρω συμφωνία,  τους όρους της οποίας τήρησαν οι οφειλέτριες, η εναγομένη, ακολουθώντας την αυτή κακόπιστη και αντίθετη στα χρηστά τραπεζικά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά, αγνόησε την  συμφωνία, εκμεταλλευομένη ότι δεν είχε καταρτισθεί σχετικό έγγραφο γι΄ αυτήν και πριν την λήξη της περιόδου χάριτος, συγκεκριμένα από τις αρχές του έτους 2016 έως και τον μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους, αξίωνε από τις οφειλέτιδες την καταβολή και των ενδιαμέσων δόσεων (για την χρονική περίοδο από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 έως και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016), για τις οποίες δεν είχαν υποχρέωση πληρωμής, με αποτέλεσμα η πλοιοκτήτρια του πλοίου «T. L.» να στερηθεί της δυνατότητας εκναυλώσεως του πλοίου της, λόγω των κινδύνων απαγορεύσεως απόπλου του ή κατασχέσεως του, που, κάθε στιγμή, δικαιούταν να επιβάλει η εναγομένη επικαλουμένη την αθέτηση της πληρωμής των δόσεων των συμβάσεων δανείων. Ότι, επιπλέον, η εναγομένη απαιτούσε από την πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου την ανάθεση της διαχειρίσεως αυτού σε άλλη εταιρεία από την έως τότε διαχειρίστριά του, την εταιρεία «………», που ανήκε στον αυτό επιχειρηματικό όμιλο, ώστε να αποδυναμώσει οικονομικά ακόμη περισσότερο αυτόν (όμιλο), ενώ από τον μήνα Μάιο του έτους 2016, μετά και την πώληση του πλοίου «T.N.», αξίωνε την πώληση και του πλοίου «T.L.», ώστε οι δύο οφειλέτιδες, που ήταν μονοβάπορες εταιρείες, να μην έχουν  δραστηριότητα από την οποία θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν έσοδα για την πληρωμή των δόσεων και έτσι, να στραφεί κατά του ενάγοντος και να αξιώσει την εξόφλησή της, μέσω της εκποιήσεως της ακίνητης περιουσίας του. Ότι, υπό αυτές τις συνθήκες πιέσεως, αυτός (ενάγων), αντιλαμβανόμενος τις κακόπιστες προθέσεις της εναγομένης, επιχείρησε τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016 να προέλθει σε συμβιβασμό μαζί της, που θα οδηγούσε σε απόσβεση των απαιτήσεών της και από τις συμβάσεις δανείου και από τις συμβάσεις εγγυήσεως και ειδικότερα της πρότεινε την εξόφλησή της μέσω της πωλήσεως του «T.L.», με το τίμημα να καταλογίζεται στους λογαριασμούς των δανείων, και της καταβολής επιπλέον ποσού 900.000,00 U.S.D., που θα  εξασφάλιζε μέσω πρόσθετης χρηματοδοτήσεως από την τράπεζα, που θα ασφαλιζόταν από την  ακίνητη περιουσία που διέθετε στο Λονδίνο. Ότι η εναγομένη απέρριψε και αυτήν την πρόταση, αφού μοναδικό σκοπό είχε την οικονομική καταστροφή του επιχειρηματικού του ομίλου και την ικανοποίησή της μέσω της αναγκαστικής εκποιήσεως της ακίνητης περιουσίας αυτού (ενάγοντος),  και, αφού κατήγγειλε στις  30.06.2016 τις συμβάσεις δανείου, απευθύνθηκε στα αρμόδια Αγγλικά δικαστήρια, άσκησε τα δικαιώματα της από την πρώτη ναυτική υποθήκη, που διέθετε επί του πλοίου «T.L.», ανέλαβε την κατοχή του και, εν αγνοία της πλοιοκτήτριάς του εταιρείας, το κατηύθυνε στην Ναμίμπια της Νότιας Αφρικής και,  τον μήνα  Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, το εκποίησε αναγκαστικά αντί συνολικού ποσού 11.000.000,00 U.S.D. ποσό που δεν αρκούσε για την ολοσχερή εξόφληση της. Ότι,  εάν η εναγομένη επεδείκνυε την ανοχή, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη των τραπεζικών συναλλαγών, και  ανέμενε για βραχύ χρονικό διάστημα θα επετύγχανε σημαντικά μεγαλύτερο ποσό, με το οποίο θα εξοφλούνταν οι προς αυτή οφειλές. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι συνεπεία της προπεριγραφομένης  αντίθετης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς της εναγομένης, που οφείλεται σε δόλο, άλλως σε βαριά αμέλειά της, κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τις πρωτοφειλέτριες – πλοιοκτήτριες, αφού μετά την οικονομική αποδυνάμωση τους, με την εμμονή της στην τήρηση των αρχικών όρων δανεισμού, παρά την κατάρρευση της ναυλαγοράς και την άκαιρη εκποίηση των πλοίων τους, δεν διέθεταν άλλους πόρους για την εξυπηρέτηση των δανείων, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ελευθερώσεώς του από τις συμβάσεις εγγυήσεως, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 862 Α.Κ., άλλως, επικαλούμενος τα αυτά πραγματικά περιστατικά, αλλά και την εκμετάλλευση από την εναγομένη της δεσπόζουσας θέσεώς της έναντι του ανωτέρω επιχειρηματικού ομίλου, στις συνθήκες της σφοδρής κρίσεως που έπληξε και τη ναυτιλιακή αγορά μετά την κατάρτιση των ένδικων δανείων, και  την εκ προθέσεως παραβίαση των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι απαγορεύεται ως καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη η άσκηση κάθε αξιώσεως της εναγομένης εναντίον του, απορρέουσα  από τις ένδικες συμβάσεις εγγυήσεως ή  οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η αντίδικός του στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ως άνω υποθέσεως ακολούθως δε έκρινε ότι η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενό της είναι παραδεκτή και νόμιμη εν τέλει δε απέρριψε αυτή κατ΄ ουσίαν και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα, ποσού τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€) εις βάρος του ενάγοντος.
  1. Ο ηττηθείς ενάγων με την ένδικη έφεσή του, που διαρθρώνεται σε δύο λόγους, παραπονείται για κακή εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού εκ μέρους αυτού. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ΄ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη δικαστική απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικασθεί η αγωγή, να γίνει δεκτή πρωτίστως κατά την κυρία αυτής βάση, άλλως κατά την επικουρική της, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.
  2. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ., ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με την διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτησή του εκ των προτέρων από του κατ’ άρθρο 855 Α.Κ. δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι κατά την διάταξη του άρθρου 332 εδάφ. α΄ Α.Κ. είναι άκυρη (Α.Κ. 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (Ολ ΑΠ 6/2000 τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 2000.337 = ΔΕΕ 2000.521 = ΕΕμπΔ 2000.285 = ΕΕΝ 2000.349 = ΕπισκΕμπΔ 2001.389). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 Α.Κ.) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ’ αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του. Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1296/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, επειδή ναι μεν κατά το άρθρο 281 Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της συμβάσεως, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στην συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαιτήσεώς του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με την διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ΄ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (Α.Π. 1472/2004 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της ασκήσεως του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στον χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στην λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από την φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι΄ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπληρώσεως των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 Α.Κ.) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στην συμπεριφορά τους. ΄Ετσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ΄ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπληρώσεως της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής συμβάσεως και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από  αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (Α.Π. 1352/2011 ΧρΙΔ 2012.663 = ΕΕμπΔ 2012.417 = ΧρηΔικ 2012.123 = τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, αποτελεί γενική παραδοχή ότι ο περιορισμός της οικονομικής και της επιχειρηματικής ελευθερίας των τραπεζών κατά την πιστοδότηση επιχειρήσεως που βρίσκεται σε κρίση πρέπει να καταφάσκεται με ιδιαίτερη φειδώ. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται ξένα περιουσιακά στοιχεία (των μετόχων και των καταθετών τους), τα οποία οφείλουν να προστατεύουν. Η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει και το καθήκον των τραπεζών να παρακολουθούν με προσοχή την περιουσιακή κατάσταση των πιστούχων τους κατά την διάρκεια της πιστώσεως και να καταγγέλλουν ή να αρνούνται την χορήγηση περαιτέρω πιστώσεων, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την αποφυγή ή τον περιορισμό της ζημίας των καταθετών τους. Εξάλλου, ο κίνδυνος της εξευρέσεως των αναγκαίων μέσων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ανήκει παραδοσιακά στον οφειλέτη. Αποτελεί βασική αρχή του συναλλακτικού μας δικαίου ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται και οι αναληφθείσες υποχρεώσεις να εκπληρώνονται (pacta sunt servanda). Τυχόν καθήκον της τράπεζας να συνεχίζει την χρηματοδότηση και όταν η επιχείρηση βρίσκεται σε κρίση, χωρίς να έχει αναλάβει σχετική υποχρέωση, θα συνεπαγόταν μετάθεση του επιχειρηματικού κινδύνου από τον πιστούχο στην τράπεζα. Εφόσον όμως οι τράπεζες δεν συμμετέχουν στα ενδεχόμενα κέρδη των χρηματοδοτουμένων από αυτές επιχειρήσεων, θα ήταν άτοπο να αξιωθεί από αυτές να συμμετέχουν στους κινδύνους τους, με την απώλεια ή την σημαντική μείωση των χορηγηθέντων δανείων ή των προσδοκωμένων τόκων. Από την άλλη πλευρά, γίνεται δεκτό ότι η σχέση που συνδέει την τράπεζα με τον πελάτη είναι μια σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που διέπεται σε αυξημένο βαθμό, σε σχέση με τις κοινές διαρκείς συμβάσεις, από τις επιταγές της καλής πίστεως (άρθρο 288 Α. Κ.). Τούτο συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της αυξημένης δυνατότητας επεμβάσεως της τράπεζας στην περιουσιακή σφαίρα του πελάτη. Αυτή η δυνατότητα συντρέχει, όπως είναι φανερό, σε ιδιαίτερα έντονο βαθμό στο πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων. Από τις αποφάσεις της τράπεζας για παροχή, συνέχιση ή διακοπή της χρηματοδοτήσεως εξαρτάται η ίδια η οικονομική επιβίωση του πιστούχου, πράγμα που καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές όταν η επιχείρηση αντιμετωπίζει ήδη οικονομικά προβλήματα. Αυτή όμως η αυξημένη δυνατότητα επιρροής στην πορεία και γενικά στις αποφάσεις της χρηματοδοτουμένης επιχειρήσεως συνεπάγεται αυξημένη ευθύνη των τραπεζών κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου. Υπέρ της αυξημένης ευθύνης της τράπεζας συνηγορεί, άλλωστε, και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι τράπεζες δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία για την εθνική οικονομία, πράγμα που επιβάλλει υποχρέωση ομαλής συνεργασίας με τις χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις. Από αυτά συνάγεται ότι η άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων της δανειοδότριας τράπεζας πρέπει να γίνεται με την μετριοπάθεια και την σύνεση που επιβάλλουν οι περιστάσεις, κυρίως σε περιόδους οικονομικής κρίσεως. Εξάλλου, όταν η παρασχεθείσα πίστωση είναι ορισμένου χρόνου, η τράπεζα μπορεί, όπως σε κάθε διαρκή σύμβαση, να την καταγγείλει πριν την παρέλευση του χρόνου αυτού, μόνον εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος. Σπουδαίος λόγος υφίσταται, όταν δεν μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη από τον καταγγέλλοντα η συνέχιση της συμβάσεως έως την κανονική της λήξη. Στο πεδίο της έκτακτης καταγγελίας η καλή πίστη δεν λειτουργεί, όπως στην τακτική καταγγελία, ως περιορισμός ενός ήδη υπάρχοντος δικαιώματος της τράπεζας να καταγγείλει την σύμβαση, αλλά ήδη κατά το στάδιο της θεμελιώσεως του σχετικού δικαιώματος. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι κατά πόσον η χειροτέρευση της περιουσιακής καταστάσεως του πιστούχου συνιστά λόγο για την καταγγελία της ορισμένου χρόνου συμβάσεως πιστώσεως. Για να συμβαίνει αυτό, θα πρέπει εξαιτίας της εν λόγω χειροτερεύσεως η αξίωση της τράπεζας για την επιστροφή του δανείου να κινδυνεύει τόσο σοβαρά, ώστε συνυπολογιζομένου του συμφέροντος του πιστούχου προς διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ να επιβάλλεται η άμεση καταγγελία της πιστώσεως. Επομένως, δεν αρκεί οποιαδήποτε περιουσιακή χειροτέρευση, αλλά πρέπει αυτή να είναι ουσιώδης κατά την ανωτέρω έννοια. Περαιτέρω, έντονους προβληματισμούς έχει προκαλέσει, και στο πεδίο της έκτακτης καταγγελίας, το ερώτημα κατά πόσο, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, η ύπαρξη εξασφαλίσεων μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα της τράπεζας προς έκτακτη καταγγελία της πιστώσεως. Σύμφωνα με μια γνώμη, η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική διότι, όταν υπάρχουν επαρκείς εξασφαλίσεις, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διακινδύνευση της αξιώσεως της τράπεζας προς επιστροφή του δανείου. Στην άποψη όμως αυτή ασκήθηκε δικαιολογημένη κριτική, με το σκεπτικό ότι το «επαρκές» των εξασφαλίσεων είναι κάτι σχετικό, ιδίως ενόψει του κινδύνου εκμηδενισμού της αξίας τους με την πάροδο του χρόνου και των δυσχερειών και του κόστους ρευστοποιήσεώς τους, που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν. Γι΄ αυτό παρατηρήθηκε ότι η ανωτέρω άποψη μπορεί να γίνει δεκτή μόνο με τους εξής τρεις περιορισμούς: α) Οι εξασφαλίσεις πρέπει να θεωρούνται ανεπαρκείς και όταν υπάρχουν βάσιμοι φόβοι μειώσεως της αξίας τους, β) για να θεωρείται η τράπεζα επαρκώς εξασφαλισμένη, δεν αρκεί να καλύπτουν οι ασφάλειες μόνο το ποσό του κεφαλαίου της πιστώσεως και τους διαδραμόντες τόκους, αλλά και το ποσό των μελλοντικών τόκων και γ) για τον υπολογισμό της αξίας των εμπραγμάτων ασφαλειών η τράπεζα δικαιούται να λαμβάνει υπόψη της την δυσμενέστερη εκδοχή (the worst case scenario), δηλαδή το ποσό που θα προέκυπτε από την αναγκαστική εκποίηση του αντικειμένου αυτών, το οποίο είναι συνήθως σημαντικά χαμηλότερο από την εμπορική τους αξία. Μια τρίτη γνώμη θεωρεί ότι στον παράγοντα ασφάλειες δεν πρέπει να προσδίδεται καθοριστική αξία, διότι η πρόγνωση σχετικά με την μελλοντική πορεία της αξίας τους και την δυσχέρεια αξιοποιήσεώς τους είναι εξαιρετικά αβέβαιη. Αντ΄ αυτού, η έμφαση πρέπει να δίδεται στο είδος και στην φύση των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ο πιστούχος, ιδίως στο αν η επιχείρησή του μπορεί να χαρακτηρισθεί βιώσιμη. Ενίοτε, για την επιβίωση της επιχειρήσεως του πιστούχου που έχει ανάγκη εξυγιάνσεως ή για αποτροπή προκλήσεως σε αυτόν υπέρμετρης ζημίας δεν αρκεί μόνο η αποχή της τράπεζας από την καταγγελία, αλλά είναι επιπλέον αναγκαία η παράταση πιστώσεων που έχουν λήξει ή και η παροχή νέων πιστώσεων. Γι΄ αυτό τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο και υπό ποιες προϋποθέσεις η τράπεζα ενδέχεται να υποχρεούται, πάντα με βάση την υποχρέωση πίστεως, να παράσχει χρηματοδότηση στον πιστούχο που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Αναφορικά με το παραπάνω ερώτημα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υποχρέωση της τράπεζας προς παροχή πρόσθετης χρηματοδοτήσεως μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά οι εξής: α) Όταν πρόκειται για μια ελάχιστη υπέρβαση του πιστωτικού ορίου της συμβάσεως ή μια μηδαμινή – σε σχέση με το συνολικό ποσό της πιστώσεως – πρόσθετη χρηματοδότηση, οι οποίες προβλέπεται αντικειμενικά, με βάση την φύση της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζει ο πιστούχος, ότι θα διαρκέσουν μόνο για μικρό χρονικό διάστημα και είναι απολύτως αναγκαίες για την αποτροπή ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας του πιστούχου, β) όταν η τράπεζα έχει η ίδια με αποκλειστικό της πταίσμα προκαλέσει την οικονομική κρίση του πιστούχου, γ) όταν η τράπεζα έχει καταχραστεί την οικονομική εξάρτηση του πιστούχου από αυτή, επιβάλλοντάς του να μην προσφύγει σε άλλον χρηματοδότη ή δ) όταν η ίδια η τράπεζα έχει καταρτίσει σχέδιο εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως του πιστούχου, ο οποίος έχει συμμορφωθεί πλήρως στις απαιτήσεις της και του έχει παράσχει πίστωση, η οποία, από εσφαλμένο υπολογισμό της τράπεζας, δεν επαρκεί για την ολοκλήρωση της εξυγιάνσεως, αλλά είναι αναγκαία μια μικρή παράταση ή μικρή αύξηση του ποσού της. Επιπλέον των ανωτέρω προϋποθέσεων, για την συναγωγή της σχετικής υποχρεώσεως της τράπεζας θα πρέπει να πρόκειται οπωσδήποτε α) για βραχυπρόθεσμες (επιπλέον) πιστώσεις, β)η επιχείρηση να είναι βιώσιμη, γ) να διαπιστώνεται ιδιαίτερη ένταση της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πιστούχου, δ) η τράπεζα να διαθέτει επαρκείς εξασφαλίσεις και ε) να προκύπτει ότι η κρίση να ξεπερασθεί με την παροχή οικονομικών διευκολύνσεων [αναμόρφωση των όρων της πιστωτικής συμβάσεως είτε με περιορισμό του ποσού των δόσεων ή/και επιμήκυνση του χρόνου καταβολής τους, παροχή σύντομης περιόδου χάριτος (moratorium)], οι οποίες συνιστούν ηπιότερη επέμβαση στην ιδιωτική αυτονομία της τράπεζας. Συμπερασματικά, λοιπόν, ενόψει των ανωτέρω: α) Αν και η καθιέρωση ενός γενικού καθήκοντος της τράπεζας να παρέχει συνδρομή σε επιχειρήσεις – πελάτες της που βρίσκονται σε κρίση δεν είναι δυνατή, δεν αποκλείεται ο περιορισμός των συμβατικών δικαιωμάτων αυτής, όταν η εμμονή της στην εκπλήρωση της συμβάσεως υπό την αρχική της μορφή θα προκαλούσε στον πιστούχο υπέρμετρα δυσμενείς συνέπειες, β) η εκτίμηση για το αν η αρχή της καλής πίστεως επιβάλλει, στην συγκεκριμένη περίπτωση, τον περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας της τράπεζας οφείλει να είναι αποτέλεσμα προσεκτικής και ενδελεχούς σταθμίσεως των εκατέρωθεν συμφερόντων, γ) η δυνατή έκταση των περιορισμών της συμβατικής ελευθερίας της τράπεζας είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ένταση της επεμβάσεως που πραγματοποιείται κάθε φορά στην ιδιωτική αυτονομία αυτής και δ) σε κάθε περίπτωση, οι όποιοι περιορισμοί της ιδιωτικής αυτονομίας της τράπεζας προς αποτροπή προκλήσεως υπέρμετρης ζημίας στον πιστούχο δεν επιτρέπεται να καταλήγουν, αντίστροφα, σε πλήρη παραμερισμό των συμφερόντων της τράπεζας (βλ. Γεωργιάδη, Η υποχρέωση πίστης της τράπεζας κατά την πιστοδότηση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση, μελέτη αναδημοσιευμένη από τον αναμνηστικό τόμο Λεωνίδα Γεωργακόπουλου στα ΧρΙΔ ΙΖ/2017, ΣΕΛ.  3 – 12).
  3. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως ……., οι οποίοι κατέθεσαν, αφού τηρήθηκε η προβλεπομένη στον νόμο προδικασία (βλ. τις με στοιχεία ../24.01.2017, …/25.01.2017 και …΄/25.01.2017 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Εφετείων Πειραιώς και Αθηνών …… και …… που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση), ενώπιον των συμβολαιογράφων Πειραιώς …… και ….., συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. ……… ενόρκων βεβαιώσεων αυτών και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Στις 21.07.2011 η εναγομένη τραπεζική εταιρεία («. . ….»), που εδρεύει στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά Ν. Αττικής, συνήψε δανειακή σύμβαση με την μη διάδικο ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρεία («.. . ….»), που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ, δια της οποίας χορήγησε στην δανειολήπτρια εταιρεία έντοκο δάνειο ποσού μη υπερβαίνοντος τα 14.000.000,00$, προς τον σκοπό αγοράς από την δεύτερη πλοίου. Το πλοίο (φ/γ) αγοράστηκε, έφερε το όνομα «T.N.», με αριθμό Ι.Μ.Ο. …., ήταν d.w.t. 76.000, είχε ναυπηγηθεί το έτος 2000 και το τίμημά του ανήλθε σε 22.300.00,00$. Η δανείστρια, προς εξασφάλιση του δανείου,  έλαβε τις εξής εξασφαλίσεις: α) Έλαβε το δικαίωμα εγγραφής πρώτης προτιμωμένης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου την οποία και ενέγραψε, β) εγγύηση και ανάληψη υποχρεώσεως αποζημιώσεως εκ μέρους της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας («……..»), που εδρεύει στην Λιβερία, αλλά διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά Ν. Αττικής,   γ) εκχώρηση των ασφαλειών, των εσόδων και της αποζημιώσεως λόγω επιτάξεως του πλοίου και δ) προσωπική εγγύηση του ενάγοντος (……….). Εξάλλου, στις 21.06.2011, η αυτή τραπεζική εταιρεία κατήρτισε δια του αυτού υποκαταστήματός της σύμβαση δανείου με την μη διάδικο ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρεία («……..»), που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ, δια της οποίας χορήγησε στην δανειλήπτρια έντοκο δάνειο ποσού μη υπερβαίνοντος το ποσό των 17.000.000,00$ προς τον σκοπό καλύψεως της αξίας ναυπηγουμένου στην Λ. Δ. Κίνας πλοίου, συνολικής αξίας 26.200.000,00$, η ναυπήγηση του οποίου αναμενόταν να ολοκληρωθεί στις 30.06.2012. Η ναυπήγηση του πλοίου (φ/γ) ολοκληρώθηκε, έλαβε το όνομα «T. L.», με αριθμό Ι.Μ.Ο. …, ήταν d.w.t. 57.000 και η ναυπήγησή του ολοκληρώθηκε εμπροθέσμως. Η δανείστρια, προς εξασφάλιση του δανείου, έλαβε τις εξής εξασφαλίσεις: α) Έλαβε το δικαίωμα εγγραφής πρώτης προτιμωμένης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου την οποία και ενέγραψε, β) εγγύηση και ανάληψη υποχρεώσεως αποζημιώσεως εκ μέρους της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας («……»), που εδρεύει στην Λιβερία, αλλά διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά Ν. Αττικής,   γ) εκχώρηση των ασφαλειών, των εσόδων και της αποζημιώσεως λόγω επιτάξεως του πλοίου, δ) προσωπική εγγύηση του ενάγοντος (……..), ε) εκχώρηση πρώτης τάξεως της ναυπηγικής συμβάσεως και της εγγυήσεως επιστροφής και στ) σύμβαση επιβαρύνσεως επί της κυρίας συμφωνίας I.S.D.A. (International Swaps and Derivatives Association) που είχα καταρτισθεί μεταξύ των μερών. Τα ποσά των δανείων εκταμιεύθηκαν (από το δεύτερο δάνειο εκταμιεύθηκε μέρος του ύψους 15.925.000,00$) και χρησιμοποιήθηκαν από τις δανειολήπτριες εταιρείες, οι οποίες, όπως και η, ανωτέρω αναφερομένη, διαχειρίστρια εταιρεία ανήκε στον Όμιλο …., συμφερόντων του ενάγοντος, γόνου οικογενείας ασχολουμένης με την ναυτιλία υπέρ τα εξήντα έτη, και μελών της οικογενείας του. Τα ανωτέρω πλοία περιήλθαν στην κυριότητα των «μονοβάπορων» πλοιοκτητριών εταιρειών σε χρονικά σημεία κατά τα οποία η διεθνής ναυλαγορά είχε πτωτικές τάσεις και, επομένως, και η αξίες των φ/γ πλοίων με το σκεπτικό ότι, σε περίπτωση ανόδου της ναυλαγοράς, η εν λόγω επένδυση θα αποδεικνυόταν αποδοτική τόσο για τις πλοιοκτήτριες, ενόψει της ανόδου των αξιών των πλοίων και της αποδοτικότητάς τους, όσο και για την δανείστρια τράπεζα, ενόψει της ακώλυτης αποπληρωμής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των δανείων. Τα δάνεια εξυπηρετήθηκαν κανονικά έως τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 το πρώτο και έως τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014 το δεύτερο, καίτοι οι πτωτικές τάσεις στην ναυλαγορά συνεχίζονταν και μάλιστα ταχύτερα από πριν. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στις αρχές του μήνα Ιανουαρίου του  έτους 2016 σε συνάντηση εκπροσώπων των μερών συμφωνήθηκε η αποπληρωμή των ποσών των οφειλομένων τόκων έως το τέλος του μήνα αυτού πλην όμως η εν λόγω συμφωνία δεν τηρήθηκε λόγω του προβλήματος ρευστότητας των δανειοληπτριών. Έτσι, ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων με σκοπό την πιστωτική διευκόλυνση των δανειοληπτριών που οδήγησε στην σύναψη της από 10.03.2016 συμβάσεως πιστώσεως των δανειοληπτριών με ποσό 750.000,00$, η οποία θα λειτουργούσε μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού η πρώτη δανειολήπτρια θα προέβαινε στην άμεση πώληση προς διάλυση («σκραπάρισμα») του αγορασθέντος πλοίου της αντί τιμήματος ποσού 2.597.000,00$, όπως και έγινε, στο Πακιστάν, στις 15.04.2016,  και ο ενάγων θα παραχωρούσε δικαίωμα υποθήκης σε ακίνητό του (διαμέρισμα) στην Ελβετική Συνομοσπονδία (στην διεύθυνση ………..)  στην εναγομένη. Ωστόσο, η σύμβαση αυτή δεν λειτούργησε στο σύνολό της ενόψει του ότι ο ενάγων δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για την ολοκλήρωση της εγγραφής της υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο ενώ δεν υπογράφηκε, εντός του μήνα Μαΐου του έτους 2016, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί, συμφωνία διακανονισμού του συνόλου των οφειλών των δανειοληπτριών σύμφωνα με το σχέδιο που προσκομίζεται από την εναγομένη. Αποτέλεσμα αυτής της ασυμφωνίας υπήρξε η καταγγελία («Notice of Default and reservation of rights»), από 15.06.2016 των δανειακών συμβάσεων με υπόλοιπα 7.480.783,36$ και 12.618.444,62$. Λίγο αργότερα η εναγομένη πληροφορήθηκε από την Lloyd΄s Intelligence ότι το πλοίο «T.L.», που βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή της  Ινδίας, έπλεε στην θαλάσσια περιοχή της Fujairah  των Η.Α.Ε. ζητώντας να προμηθευτεί καύσιμα και άλλα χρειώδη. Το γεγονός αυτό θεώρησε η εναγομένη ως έναρξη διαδικασίας «αποκρύψεως» του πλοίου και καταφυγής του σε χώρα όπου δεν θα μπορούσε να ασκήσει ευχερώς επ΄ αυτού τα δικαιώματά της. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό η εναγομένη ζήτησε και έλαβε δικαστική προστασία (βλ. την από 02.07.2016 διαταγή της Δικαστή …….) δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου όπως και ο ενάγων να παραδώσουν το προαναφερόμενο πλοίο σε αυτή (εναγομένη). Εν τέλει, μετά και από άλλες αιτήσεις της εναγομένης σε Αγγλικό Δικαστήριο, το πλοίο παραδόθηκε σε αυτή και πλειστηριάσθηκε στην Ναμίμπια, μετά από άδεια τοπικού δικαστηρίου, με πλειστηρίασμα 11.000.000,00$. Από τα ανωτέρω παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, συνάγονται αβίαστα τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) Οι κινήσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών για την αγορά των ενδίκων πλοίων σε περίοδο πτώσεως των ναύλων  ήσαν όχι μόνο τολμηρές, αλλά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επικίνδυνες, εφόσον η ανάκαμψη των ναύλων ήταν πιθανή και αβέβαιη. Η όλη, δηλαδή, κίνηση των πλοιοκτητριών εταιρειών έφερε εξαρχής το στίγμα της αυξημένης διακινδυνεύσεως. β) Η εναγομένη έδειξε σημαντική, για τα επιχειρηματικά δεδομένα της εποχής και του ύψους των οικονομικών μεγεθών, ανοχή αναφορικά με την μη εξυπηρέτηση των δανείων εκ μέρους των πλοιοκτητριών εταιρειών. γ) Ευλόγως το παρασχθέν moratorium είχε εξάμηνη διάρκεια και όχι μεγαλύτερη (ετήσια ή διετή, όπως ζήτησαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες), εφόσον δεν υπήρχαν ενδείξεις, πέραν της πωλήσεως του πρώτου πλοίου για «σκραπάρισμα», για συμμόρφωση των πλοιοκτητριών και του εγγυητή στις ειδικότερες συμφωνίες υπό τις οποίες αυτό (moratorium) θα τελούσε. δ) Οι συνθήκες της αγοράς των ναύλων δεν έδειχναν σημεία βελτιώσεως με αποτέλεσμα να μην θεωρείται, κατά καλή πίστη, βιώσιμη η προσπάθεια διασώσεως του δευτέρου πλοίου. Και ε) Τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν από την πώληση του πρώτου πλοίου και τον πλειστηριασμό του δευτέρου ήσαν ανάλογα προς την κατάστασή τους, τις αξίες του και τα δεδομένα της αγοράς πλοίων του συγκεκριμένου είδους. Συνεπώς, ενόψει των συμπερασμάτων αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη δολίως ή, τουλάχιστον, από αμέλεια  προκάλεσε αδυναμία στις πλοιοκτήτριες εταιρείες να εκπληρώσουν τις προς αυτή (εναγομένη) δανειακές υποχρεώσεις τους και, επιπλέον, κρίνεται ότι η προπεριγραφομένη συμπεριφορά της εναγομένης ουδόλως υπερέβη τα διαγραφόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 Α.Κ. όρια συμπεριφοράς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με ανάλογη αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας αποφάσεως, έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και απέρριψε αυτή, δεν έσφαλε σχετικά με την εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού και, για τον λόγο αυτό, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της.
  • Το προκαταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως παράβολο πρέπει, εξαιτίας της απορρίψεως αυτής, να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ. .
  • Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας, λόγω της απορρίψεως της εφέσεως, εφεσίβλητης, να επιβληθούν εις βάρος του ηττώμενου εκκαλούντος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1 και 191§2 Κ.Πολ.Δ. .

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 383/2018 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε οκτακόσια πενήντα ευρώ (850,00€). Και

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Μαρτίου 2019   και δημοσιεύθηκε στις 23 Απριλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών  δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ