Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 242/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:          242/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 527 του ΚΠολΔ προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο εφετείο τα εξής: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.» Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ, και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (βλ. ΟλΑΠ 2/1994, ΕλλΔνη 1994, σελ. 352, ΑΠ 749/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 106). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλιού άρθρου 269 ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 988/1977, ΝοΒ 1978, σελ. 903, ΑΠ 205/1996, ΕλλΔνη 1996, σελ. 309, στις οποίες παραπέμπει ο Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ  Ι, έκδοση 2000, σελ. 947, 948).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 325 ΑΚ αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή προς την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαίωμα επίσχεσης παρέχεται στον οφειλέτη επί συμβατικών σχέσεων από τις οποίες γεννώνται αμοιβαίες υποχρεώσεις των μερών προς παροχή (βλ. ΕφΑθ 5818/2004, ΕλλΔνη 2005, σελ. 857). Συνίσταται στην εξουσία που έχει ο οφειλέτης να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του προς το δανειστή, μέχρι ο τελευταίος να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση και κατατείνει στην κατά τον αυτό χρόνο εκτέλεση παροχής και αντιπαροχής. Δικονομικά, η ένσταση επίσχεσης έχει τον χαρακτήρα γνήσιας αναβλητικής ένστασης, η παραδοχή της οδηγεί σε καταδίκη για ταυτόχρονη εκπλήρωση, δεν λαμβάνεται από το δικαστήριο υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί κατά δικονομικώς παραδεκτό τρόπο με τις προτάσεις ή με την προσθήκη-αντίκρουση στον πρώτο βαθμό και είναι απαράδεκτη αν προβληθεί για πρώτη φορά στο εφετείο, εκτός αν συντρέχουν οι εξαιρέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ (βλ. Νικόλαο Τριάντο, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, β’ έκδοση, σελ. 446, 447, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 285, 286). Ειδικά, σχετικά με το δικαίωμα επισχέσεως επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. (βλ. ΑΠ 670/2018, 766/2018 στη Νόμος). Ωστόσο, όταν ορισμένη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει λυθεί με καταγγελία του εργοδότη και ο μισθωτός αμφισβητώντας την εγκυρότητα της καταγγελίας, κατόπιν αιτήσεώς του επιτυγχάνει την έκδοση προσωρινής διαταγής από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 691Α του ΚΠολΔ, με περιεχόμενο την υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί προσωρινά τον μισθωτό μέχρι να επιλυθεί η μεταξύ τους διαφορά με την έκδοση απόφασης από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, τότε δεν υφίσταται αξίωση του εργοδότη για την παροχή της εργασίας του μισθωτού, αλλά αξίωση του μισθωτού να αποδέχεται την εργασία του ο εργοδότης. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο μισθωτός αν έχει κάποια παλαιότερη ληξιπρόθεσμη απαίτηση π.χ. δεδουλευμένων αποδοχών κατά του εργοδότη, δεν μπορεί να προβάλλει δικαίωμα επίσχεσης κατά του εργοδότη, αρνούμενος να εργασθεί μέχρι να ικανοποιηθεί η παλαιά ληξιπρόθεσμη αξίωσή του και ζητώντας να του καταβάλλει ο εργοδότης για όσο διάστημα δεν εργάζεται, μισθούς υπερημερίας. Τούτο, καθώς δεν υφίσταται ενεργός σύμβαση που να δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να απαιτήσει την παροχή εργασίας του μισθωτού και στον μισθωτό να του καταβληθεί ο μισθός του, αλλά απλή σχέση εργασίας που λειτουργεί βάσει προσωρινής διαταγής και δίνει στον μισθωτό το δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες του και να λαμβάνει τον μισθό του βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αν αυτός αρνηθεί για οποιονδήποτε λόγο να εργασθεί, π.χ. προβάλλοντας επίσχεση εργασίας, δεν δικαιούται αμοιβής για το διάστημα που δεν εργάζεται, αφού ο εργοδότης δεν καθίσταται πλουσιότερος από την παροχή της εργασίας του μισθωτού, ώστε να υποχρεούται να αποδώσει τη σχετική ωφέλεια. Σε αυτή την περίπτωση, εάν ασκήσει ο μισθωτός αγωγή ζητώντας έστω επικουρικά την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του για την παροχή των υπηρεσιών του στον εργοδότη στα πλαίσια απλής σχέσης εργασίας βάσει των διατάξεων των άρθρων 904επ. ΑΚ, ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής γιατί δεν εργάσθηκε, αφού δήλωσε επίσχεση εργασίας ως μέσο πίεσης για να του καταβληθούν παλαιότερα δεδουλευμένα δεν συνιστά ένσταση επίσχεσης κατά τα ανωτέρω, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Τούτο σημαίνει ότι δεν κωλύεται κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ ο εναγόμενος εργοδότης ασκώντας έφεση κατά της απόφασης που επιδίκασε αμοιβή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στον ενάγοντα μισθωτό, να προβάλλει το πρώτον με αυτή τον ανωτέρω αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό, ήτοι ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής γιατί δεν εργάσθηκε, λόγω προβολής από  αυτόν του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του. Σε περίπτωση δε που πρωτοδίκως ο εναγόμενος εργοδότης είχε περιορισθεί σε γενική άρνηση της αγωγής, μη αμφισβητώντας ειδικά ότι ο ενάγων εργαζόμενος παρείχε σε εκείνον τις υπηρεσίες του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συναγάγει κατ’ άρθρο 261 του ΚΠολΔ ομολογία του ως προς το δυσμενές γι’ αυτόν πραγματικό γεγονός της παροχής των υπηρεσιών από τον μισθωτό, ο εναγόμενος δύναται με την άσκηση της έφεσής του κατ’ άρθρο 354 του ΚΠολΔ να ανακαλέσει την ομολογία του, χωρίς και πάλι να κωλύεται από το άρθρο 527 ΚΠολΔ, αφού δεν πρόκειται για προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού (βλ. Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, ό.π., σελ. 712, παρ.4 που παραπέμπει στις ΑΠ 964/1998, ΔΕΝ 1998, σελ. 1035 και στη Νόμος, ΑΠ 883/1983, ΝοΒ 1984, σελ. 480), πλην όμως αυτός τότε ο εκκαλών φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η ανακληθείσα ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 912 και 913 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης αποφάσεως, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, διαδοχικά αποκλειστικώς αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο είναι: α) μέχρι τη συζήτηση της έφεσης το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως έχον γνώση της υπόθεσης, την οποία δίκασε και β) από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της έφεσης και εφεξής, το δικαστήριο το οποίο δικάζει το ένδικο μέσο (ΕφΑθ 1868/2005, ΕλλΔνη 2005, σελ. 1524, ΕφΠειρ 299/1994, ΕλλΔνη 1994, σελ. 1390, Απαλαγάκη/Βαφειάδου σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρα 591-1054, 4η έκδοση, σελ. 2362). Η αίτηση αναστολής υποβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την έφεση σε κάθε στάση της δίκης, είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις (ΕφΑθ 425/2008, ΕλλΔνη 2009, σελ. 854), ακόμη και αν ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, που στην περίπτωση αυτή δικάζεται ωσεί παρών, και χωρίς ιδιαίτερη επίδοση της αιτήσεως, αρκεί να κλητεύθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (Νικολόπουλος σε Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, σελ. 1729, παρ.4 που παραπέμπει σε ΕφΑθ 9030/1985, ΑρχΝομ 1986, σελ. 67,68). Το δικαστήριο που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να εκδώσει και χωριστή σε σχέση με την έφεση απόφαση (Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ Ι, άρθρο 913, παρ.63), χωρίς να δεσμεύεται από την τυχόν απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης εκ μέρους του δικαστηρίου που δίκασε στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 912 ΚΠολΔ, αφού οι αποφάσεις του δικαστηρίου εκείνου δεν αποτελούν κάποιας μορφής δεδικασμένο για το δικαστήριο του ένδικου μέσου (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, 2η έκδοση, σελ. 480 παρ.3). Για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής προσωρινής εκτελεστότητας της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 913 ΚΠολΔ πρέπει: α) η έφεση να έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και να πιθανολογείται β) η ευδοκίμηση κάποιου λόγου έφεσης και γ) ότι η εκτέλεση θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (βλ. ΜονΕφΛαρ 186/2015, ΤΝΠ-ΔΣΑ, Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, σελ. 822, παρ.1).

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με τις προτάσεις του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (2η Δ.Υ.ΠΕ.)» για τη συζήτηση της από 20.6.2018 (κατατεθείσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) έφεσής του κατά της 1661/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών εργατικών διαφορών), η αίτησή του κατά των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου εφεσιβλήτων περί αναστολής εκτέλεσης του προσωρινώς εκτελεστού της εκκαλούμενης απόφασης που δέχθηκε εν μέρει την από 28.12.2016 αγωγή τους κατά εκείνου και το υποχρέωσε να τους καταβάλει τα ποσά των 16.908,85 ευρώ, 16.908,85 ευρώ, 19.252,8 ευρώ και 16.658,85 ευρώ αντίστοιχα, κηρύσσοντας προσωρινά εκτελεστή τη σχετική διάταξη κατά το ποσό των 5.000 ευρώ για τον καθένα. Προς στήριξη της αιτήσεώς του το αιτούν ισχυρίζεται ότι θα ευδοκιμήσει ο λόγος της εφέσεώς του περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το γεγονός της παροχής από τους καθ’ων η αίτηση-εφεσίβλητους, ιατρικών υπηρεσιών σε ασθενείς που το αιτούν κάλυπτε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.12.2015 έως 31.12.2016) βάσει της μεταξύ τους απλής σχέσης εργασίας, καθώς οι καθ’ων η αίτηση είχαν δηλώσει από τον Αύγουστο του 2014, επίσχεση εργασίας και δεν εργάζονταν, ώστε να δικαιούνται της επιδικασθείσας αμοιβής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως, η δε εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης θα προκαλέσει μεγάλη ζημία στο αιτούν, αφού, όπως διευκρίνισε στο ακροατήριο, οι καθ’ων έχουν απολυθεί και δεν αμείβονται από αυτό, η δε αναζήτηση από εκείνους των ποσών για τα οποία η εκκαλούμενη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εφόσον τους καταβληθούν, θα είναι ιδιαίτερα δυσχερής.

Με το παραπάνω περιεχόμενο κι αίτημα, η ως άνω αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς κατ’ άρθρο 913 παρ.1 του ΚΠολΔ  υποβλήθηκε με τις προτάσεις του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της από 20.6.2018 έφεσής του κατά των καθ’ων η αίτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, για να συζητηθεί με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686επ. του ΚΠολΔ). Οι καθ’ων η αίτηση-έβδομος, όγδοη, ένατη και δέκατος των εφεσίβλητων εκπροσωπήθηκαν με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ για τη συζήτηση της κατ’ αυτών έφεσης και δη νόμιμα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, πλην όμως, λόγω της μη παράστασής τους με πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο, όταν υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση αναστολής, δεν τοποθετήθηκαν σε σχέση με αυτή και δικάζονται ερήμην. Εντούτοις, η εκδίκαση της αιτήσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες, δεδομένου ότι έχουν λάβει γνώση για τη συζήτηση της κατ’ αυτών εφέσεως κι εκπροσωπούνται κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ σε αυτή, με δήλωση, οπότε θα μπορούσαν, εφόσον το επιθυμούσαν, να αντικρούσουν και την υπό κρίση αίτηση αναστολής. Η πιο πάνω από 20.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018, αντίγραφο αυτής κατατεθέν στη γραμματεία του Εφετείου με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018) έφεση του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. κατά της 1661/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της συμπροσβαλλόμενης 5422/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 25.5.2018 σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της απόφασης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….., η δε έφεση ασκήθηκε στις 22.6.2018, ήτοι προ της παρέλευσης τριάντα ημερών από την επίδοση. Περαιτέρω, η ένδικη αίτηση αναστολής είναι και νόμιμη κατ’ άρθρο 913 σε συνδυασμό με το άρθρο 912 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.

Από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει το αιτούν, από την ομολογία των καθ’ων η αίτηση που περιέχεται στις από 28.9.2017 προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και για την οποία (ομολογία) γίνεται λόγος παρακάτω και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ) πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι καθ’ων η αίτηση-έβδομος, όγδοη, ένατη και δέκατος των εφεσιβλήτων τυγχάνουν ιατροί και απασχολούνταν σε μονάδες υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο έβδομος εφεσίβλητος ως καρδιολόγος στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας …., η όγδοη εφεσίβλητη ως παθολόγος την ίδια Μονάδα, η ένατη εφεσίβλητη ως γυναικολόγος στην Τοπική Μονάδα Υγείας …. και δέκατος εφεσίβλητος ως ορθοπεδικός στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας ….. Με το ν. 4238/2014 καταργήθηκαν οι θέσεις τους στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οπότε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και τους δόθηκε σύντομη προθεσμία, προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις για να ενταχθούν σε νεοσυσταθείσες αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε νέο φορέα, στις Διοικήσεις Υγεινομικών Περιφερειών, με την υποχρέωση όμως να διακόψουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, όπως μέχρι τότε τους επιτρεπόταν, ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσή τους στις παραπάνω υποχρεώσεις θα απολύονταν αυτοδικαίως. Οι παραπάνω καθ’ων-εφεσίβλητοι θεωρώντας ότι οι ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου έθιγαν συνταγματικώς προστατευόμενα συμφέροντά τους, άσκησαν μαζί με άλλους συναδέλφους τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3.6.2014 (Γ.Α.Κ. ……/13.6.2014 και Ε.Κ.Δ. …../2014) αγωγή τους, με την οποία υποστήριζαν ότι η θέση αυτών σε διαθεσιμότητα στις 18.2.2014 και η εν συνεχεία στις 8.4.2014 απόλυσή τους, λόγω μη υποβολής αίτησης ένταξής τους στους νέους φορείς υγείας, σε εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4238/2014 είναι άκυρες λόγω αντισυνταγματικότητας του νόμου αυτού, ως αντίθετου στην αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, της οικονομικής ελευθερίας, της αρχής της εμπιστοσύνης, των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, ως της επιλογής του προσφορότερου μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του δικαιώματος στην εργασία αλλά και της αντίθεσής του στον σεβασμό της περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 1 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και λόγω της αντίθεσής του στο κοινοτικό δίκαιο για τις ομαδικές απολύσεις. Ζητούσαν δε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της θέσεώς τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και η εξακολούθηση εκάστης σύμβασης εργασίας με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα να αποδέχονται την εργασία τους και να τους καταβάλλουν τους μισθούς τους, επικουρικά δε εφόσον κρινόταν έγκυρη η καταγγελία των συμβάσεών τους ζητούσαν την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από άκυρη απόλυση. Παράλληλα, οι καθ’ων υπέβαλαν στο ίδιο Δικαστήριο αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση των παραπάνω επικαλούμενων δικαιωμάτων τους και πέτυχαν την έκδοση προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το νυν εκκαλούν υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά την εργασία τους, υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την καταβολή των νόμιμων αποδοχών τους. Ακολούθως οι παραπάνω καθ’ων-εφεσίβλητοι μαζί με άλλους συναδέλφους τους άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28.12.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. …../2016) αγωγή τους με την οποία υποστήριζαν ότι το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν μέχρι το Νοέμβριο του 2015 κατέβαλλε κανονικά τις αποδοχές τους, πλην όμως έκτοτε αρνείται κάθε καταβολή και ζητούσαν για το διάστημα από 1.12.2015 μέχρι 30.11.2016 να τους επιδικασθούν οι αποδοχές τους από την παραπάνω εργασία τους και δη ο έβδομος εφεσίβλητος ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.908,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.672,39 ευρώ, η όγδοη εφεσίβλητη ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.908,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.672,39 ευρώ, η ένατη εφεσίβλητη ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 19.252,8 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 6.417,6 ευρώ και ο δέκατος εφεσίβλητος ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.658,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.322,39 ευρώ, όλα τα δε τα ανωτέρω κατά την κύρια βάση της αγωγής τα αιτήθηκαν λόγω της απασχόλησής τους με έγκυρες συμβάσεις εργασίας, επικουρικά δε σε περίπτωση που κρίνονταν έγκυρες οι απολύσεις τους βάσει του ν. 4238/2014, ζητούσαν τα ίδια ποσά βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς το εναγόμενο (ήδη εκκαλούν) ν.π.δ.δ. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο από την παροχή της εργασίας τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 5422/2017 απόφασή του, διαπίστωσε ότι είχε ήδη εκδοθεί η 2724/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της πιο πάνω αναφερόμενης αγωγής των ως άνω εφεσίβλητων, με την οποία κρίθηκαν έγκυρες οι καταγγελίες των συμβάσεων τους βάσει του ν. 4238/2014, πλην όμως επειδή δεν αποδεικνυόταν ότι η σχετική απόφαση είχε τελεσιδικήσει ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή μέχρι την προσκομιδή επιμελεία των εναγόντων αρμοδίως εκδοθέντος πιστοποιητικού περί τελεσιδικίας της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού το γεγονός της εγκυρότητας της καταγγελίας των συμβάσεων επηρέαζε την κρίση του για επιδίκαση αποδοχών στους εφεσίβλητους για το διάστημα από 1.12.2015 έως 30.11.2016. Περαιτέρω, με κλήση των εναγόντων-νυν εφεσίβλητων επαναφέρθηκε προς συζήτηση η αγωγή τους και αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η 2724/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε τελεσιδικήσει, απέρριψε με την 1661/2018 οριστική απόφασή του την κύρια εκ της συμβάσεως βάση της αγωγής, δεδομένου ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με το εναγόμενο είχαν λυθεί λόγω έγκυρης καταγγελίας τους από τις 8.4.2014 και έπειτα εξέτασε και δέχθηκε στην ουσία της την επικουρική βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), επιδικάζοντας το σύνολο των αιτούμενων ποσών «δεδομένου ότι το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο από την εν γένει παροχή της εργασίας (υπό τη μορφή της απλής σχέσης εργασίας) των εναγόντων κατά το αντίστοιχο ένδικο χρονικό διάστημα, την οποία (παροχή εργασίας) δεν αμφισβητεί ειδικά, αφού οι ενάγοντες απασχολήθηκαν από την εναγομένη κατά το επίδικο ως άνω συνολικό χρονικό διάστημα χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο ν. 4238/2014…». Ακολούθως κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 5.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Ήδη το εναγόμενο-εκκαλούν με την έφεσή του, επί της οποίας στηρίζεται και η υπό κρίση αίτηση, παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε σχέση με τα ποσά που επιδικάσθηκαν στους καθ’ων η αίτηση- έβδομο, όγδοη, ένατη και δέκατο εφεσίβλητους ιατρούς, καθώς αυτοί από τον Αύγουστο του 2014 τού είχαν δηλώσει επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα να μην έχουν εργασθεί και να μην έχουν εξετάσει κανέναν ασθενή από αυτούς στους οποίους παρείχε τις υπηρεσίες του το εκκαλούν και έτσι αυτό δεν κατέστη πλουσιότερο από την παροχή της εργασίας τους, όπως με την αγωγή τους διατείνονται και δεν τους οφείλει κανένα ποσό. Ζητεί γι’ αυτό, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη 1661/2018 οριστική απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή των παραπάνω εναγόντων-εφεσίβλητων. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου-εκκαλούντος περί μη παροχής υπηρεσιών από τους παραπάνω ενάγοντες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λόγω εκ μέρους τους δήλωσης επίσχεσης εργασίας, παραδεκτά προβάλλεται με την έφεσή του, αφού δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, ώστε να απαγορεύεται η επίκλησή του κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ με την ποινή του απαραδέκτου, αλλά συνιστά ανάπτυξη της άρνησής του ως προς την επικουρική βάση της αγωγής των ως άνω εναγόντων-εφεσίβλητων, δηλαδή συνιστά αιτιολογημένη άρνηση, η οποία επιτρέπεται να προβληθεί με λόγο έφεσης. Επίσης επιτρεπτά κατ’ άρθρο 354 του ΚΠολΔ, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με την έφεσή του το εναγόμενο ανακαλεί τη συναχθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω μη ειδικής αμφισβήτησης στις προτάσεις του, ομολογία του κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ότι οι ως άνω εναγόμενοι-εφεσίβλητοι παρείχαν σε αυτό τις υπηρεσίες τους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι ο παραπάνω λόγος έφεσης θα ευδοκιμήσει, καθώς το αιτούν προσκομίζει ως σχετικό Νο 12, τις από 28.9.2017 προτάσεις των καθ’ων η αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της ως άνω από 28.12.2016 αγωγής τους στη δικάσιμο της 28.9.2017 και στη σελίδα 10 των οποίων στην πέμπτη σειρά διαλαμβάνουν τα εξής: «Επειδή οι εξ ημών …………, τελούμε σε επίσχεση εργασίας από το Σεπτέμβριο 2014 μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει από την προσαγόμενη και επικαλούμενη από 1-9-2014 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση επισχέσεως εργασίας μετ’ επιφυλάξεως παντός νομίμου δικαιώματος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη με την υπ’ αρ. …../3-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ……. [σχετ. Ν 26]». Η ανωτέρω παραδοχή συνιστά ομολογία εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση στα πλαίσια της δίκης στον πρώτο βαθμό, που οδήγησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης ότι αυτοί δεν παρείχαν τις ιατρικές υπηρεσίες τους στο εναγόμενο-νυν αιτούν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.12.2015 έως 30.11.2016) λόγω επίσχεσης εργασίας από το Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι τη σύνταξη των προτάσεών τους στις 28.9.2017. Εντούτοις, επί απλής σχέσης εργασίας και δη όταν έχει καταγγελθεί έγκυρα μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ο εργοδότης υποχρεώνεται με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και σε αντάλλαγμα αυτής να του καταβάλλει τις αποδοχές του μέχρι να εκδοθεί απόφαση που θα αποφαίνεται επί της αγωγής του μισθωτού περί της εγκυρότητας της καταγγελίας, δεν υφίσταται αξίωση του εργοδότη για παροχή εργασίας από τον μισθωτό. Έτσι, δεν δύναται ο μισθωτός, ο οποίος έχει τυχόν ληξιπρόθεσμη απαίτηση λόγω μη καταβολής σε αυτόν από τον εργοδότη δεδουλευμένων αποδοχών από προγενέστερο χρονικό διάστημα, να δηλώσει επίσχεση εργασίας κατ’ άρθρο 325 ΑΚ και να δικαιούται στο διάστημα της επίσχεσης πέραν των μη καταβληθέντων δεδουλευμένων που ήδη του οφείλονται και αποδοχές για το διάστημα που λόγω της επίσχεσης δεν εργάσθηκε, καθώς τότε ο μισθωτός δεν αρνείται να εκπληρώσει παροχή που οφείλει στον εργοδότη, ούτε επέρχεται μη ικανοποίηση αξίωσης του εργοδότη κατά του μισθωτού, αλλά αντίθετα ο μισθωτός δεν ασκεί δική του αξίωση, ήτοι αυτή που του παρασχέθηκε με την προσωρινή διαταγή να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί και να λαμβάνει λόγω της πραγματικής παροχής εργασίας του, αμοιβή. Συνακόλουθα, πιθανολογείται ότι έναντι των καθ’ων θα γίνει δεκτή στην ουσία της η από 30.6.2018 έφεση, θα εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και θα απορριφθεί η 28.12.2016 αγωγή τους και ως προς τη γενομένη δεκτή πρωτοδίκως βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επιπλέον πιθανολογείται ότι εφόσον οι καθ’ων εισπράξουν ο καθένας το ποσό των 5.000 ευρώ που με προσωρινά εκτελεστή διάταξη τους επιδικάσθηκε πρωτοδίκως, το αιτούν θα υποστεί συνολική ζημία 20.000 ευρώ και θα είναι δυσχερής η αναζήτηση των σχετικών ποσών, καθώς οι καθ’ων η αίτηση δεν απασχολούνται πλέον από το αιτούν και για την ανάκτηση των χρημάτων αυτών, ενδεχομένως, το αιτούν να υποβληθεί σε μακροχρόνιους και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες και ως εκ τούτου κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη. Επομένως, επειδή συντρέχουν όλες οι εκ του νόμου προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ανασταλεί ως προς τους καθ’ων η αίτηση, η εκτέλεση της 1661/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που κηρύχθηκε με αυτή προσωρινά εκτελεστή η καταψηφιστική της διάταξη για ποσό 5.000 ευρώ για τον καθένα από τους καθ’ων, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 20.6.2018 (κατατεθείσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και ακολούθως κατατεθείσας στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) εφέσεως. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος και υπέρ των καθ’ων η αίτηση κατ’ άρθρο 84 παρ.2 του ν. 4194/2013, ως ισχύει, καθώς αυτοί δεν παρέστησαν για τη συζήτηση της κριθείσας αιτήσεως και δεν υποβλήθηκαν σε σχετικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την υποβληθείσα με τις από 4.4.2019 προτάσεις του εκκαλούντος επί της από 20.6.2018 (κατατεθείσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018 και ακολούθως κατατεθείσας στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018) εφέσεώς του αίτηση αναστολής προσωρινής εκτελεστότητας της 1661/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου των εφεσιβλήτων και ήδη καθ’ων η αίτηση, ερήμην αυτών.

Δέχεται την αίτηση.

Αναστέλλει την εκτέλεση της 1661/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που κηρύχθηκε με αυτή προσωρινά εκτελεστή η καταψηφιστική της διάταξη για τους καθ’ων η αίτηση για το  ποσό πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για τον καθένα, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας έφεσης του αιτούντος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 6.4.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ