Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 246/2019

Αριθμός  246/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4786/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία , παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-1-2018 , δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την επίδοση αντιγράφου  της  εκκαλουμένης στις  20-12-2017 (βλ. σχετική επισημείωση στο προσκομιζόμενο επιδοθέν αντίγραφο του δικαστικού επιμελητή στο  Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   ……. /2018  ηλεκτρονικό παράβολο).  Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι ενάγουσες με την από 6-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2016  αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις τους (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ιστορούσαν ότι δυνάμει της υπ’ αριθμόν ……./6-7-2015 δημόσιας διαθήκης της αποβιώσασας στις 30-7-2015 πρώτης εξαδέλφης τους, …….., κατοίκου εν ζωή Πειραιά,  η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα,  η τελευταία εγκατέστησε ως κληρονόμους της τους εναγομένους, σε καθένα των οποίων κατέλιπε τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ακίνητα – διαμερίσματα, συνολικής αξίας 250.010 €. Ότι, εξαιτίας των αναφερομένων στην αγωγή παθήσεών της, η διαθέτιδα, κατά το χρόνο σύνταξης της παραπάνω διαθήκης, δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της, με αποτέλεσμα η διαθήκη  να είναι άκυρη, η δε Συμβολαιογράφος, ενώπιον της οποίας αυτή  συντάχθηκε, βεβαίωσε ψευδώς ότι η διαθέτιδα δεν υπαγόταν σε κάποια από τις περιπτώσεις ανικανότητας του άρθρου 1719 ΑΚ. Ότι, συνεπώς, οι ίδιες τυγχάνουν μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής, ως  πλησιέστερες εν ζωή συγγενείς της,   και δη σε ποσοστό ½ της κληρονομιαίας περιουσίας έκαστη. Επίσης, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι έχουν ήδη αποδεχθεί την επαχθείσα σ’ αυτούς κατά τα ανωτέρω κληρονομία, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/26-7-2016 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, ενώ αμέσως μετά το θάνατο της κληρονομούμενης οι μεν δύο πρώτοι εγκαταστάθηκαν στα καταληφθέντα σ’ αυτούς δύο διαμερίσματα, η δε τρίτη όχλησε με εξώδικη επιστολή της το μισθωτή του καταληφθέντος σ’ εκείνη διαμερίσματος για την καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων, άλλως για άμεση παράδοση αυτού στην ίδια, αντιποιούμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο το κληρονομικό  δικαίωμα των ιδίων (εναγουσών) επί των εν λόγω ακινήτων. Ζητούσαν δε: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω υπ’ αριθ. …../2015 δημόσιας διαθήκης της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., β) να αναγνωριστεί το κληρονομικό τους δικαίωμα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της διαθέτιδας -εξαδέλφης τους, και δη κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου για έκαστη επί της κληρονομιαίας περιουσίας, και γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ή όποιος τρίτος έλκει δικαιώματα από αυτούς ή νέμεται τα κληρονομιαία ακίνητα για λογαριασμό τους, να τα αποδώσουν σ’ αυτές, κατά το ως άνω ποσοστό στην καθεμία, και δη έκαστος εξ αυτών το περιελθόν στον ίδιο με βάση την εν λόγω άκυρη διαθήκη ακίνητο – διαμέρισμα, και σε περίπτωση αρνήσεώς  τους να αποβληθούν από τα επίδικα ακίνητα και να διαταχθεί η εγκατάσταση των ιδίων (εναγουσών) σ’ αυτά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε το  αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί όποιος τρίτος έλκει από τους εναγόμενους δικαιώματα ή νέμεται τα κληρονομιαία ακίνητα να τα αποδώσει στις ενάγουσες κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ως μη νόμιμο, και το αίτημα να αποβληθούν οι εναγόμενοι από τα επίδικα κληρονομιαία ακίνητα και να εγκατασταθούν σε αυτά οι ενάγουσες, ως άνευ αντικειμένου,  διότι η επιδιωκόμενη αποβολή και εγκατάσταση στα ακίνητα συντελείται κατ’ άρθρο 943 ΚΠολΔ στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ακολούθως απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή  αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες δεν είχαν έννομο συμφέρον για την άσκηση  της, λόγω ύπαρξης προγενέστερης και μη συμπροσβαλλόμενης, ιδιόγραφης διαθήκης της ίδιας διαθέτιδας, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, με την οποία ουδέν στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας καταλείπεται σε αυτές.

ΙΙΙ. Κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου  215  ΚΠολΔ, όπως αυτή   αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/2015),  με έναρξη ισχύος 1-1-2016 ( άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015), σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ,  αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεση του, και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, μέσα σε προθεσμία 60 ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Σημειωτέον δε ότι επιδίδεται μόνο η αγωγή, χωρίς κλήση προς συζήτηση, αφού ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή στο πινάκιο γίνονται σε μεταγενέστερο χρόνο. Κατά συνέπεια, το απαράδεκτο της συζήτησης, που συνδέεται σήμερα με εκπρόθεσμη ή ανύπαρκτη επίδοση της κλήσης για συζήτηση, από την έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015 δεν νοείται πλέον στην τακτική διαδικασία, στην οποία εφεξής, η επίδοση της αγωγής καθίσταται προϋπόθεση του υποστατού της άσκησης της αγωγής, υπό την έννοια ότι, αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει αυτό το δικονομικό βάρος, τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (βλ. Ν. Βόκα, «Εισήγηση για την εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία κατά την ημερίδα της ΕΣΔΙ της 1-12-2015» ΕλλΔνη 2016.59-62). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 134§§ 1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο, στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136§ 1 ΚΠολΔ, η επίδοση, που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωσή της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης με το ν. 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών, που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136§1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, την οποία έχουν επικυρώσει, μεταξύ άλλων χωρών, η Ελλάδα και οι Η.Π.Α., σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων, που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις και η οποία, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ και ως προς την Ελλάδα από τις 18.9.1983, η απόδειξη της επιδόσεως των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν, προς τον οποίο απευθύνεται, είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους, προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ 1818/2012, ΑΠ 1305/2011, ΑΠ 503/2011 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου στις 16-9-2016, λόγω δε του ότι η τρίτη εναγομένη τυγχάνει κάτοικος εξωτερικού, έπρεπε να επιδοθεί στους εναγομένους εντός προθεσμίας 60 ημερών από την κατάθεσή της και συγκεκριμένα  έως τις 15-11-2016.  Όπως, περαιτέρω, προκύπτει από την επικαλούμενη από τις ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες  με αριθμό  …./19-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε νομότυπα για την τρίτη εναγομένη, ως κάτοικο εξωτερικού, και ειδικότερα ως κάτοικο Η.Π.Α., στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (άρθρα 134, 136§1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, προσκομίζεται   και το υπ’ αριθ. πρωτ. …../16-12-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά του συνημμένου σ’ αυτό από 8-11-2016 πιστοποιητικού της αρμόδιας αλλοδαπής αρχής, δηλαδή του Γραφείου Διεθνούς Δικαστικής Αρωγής (Διεκπεραίωση Διεθνών Επιδόσεων) των Η.Π.Α., σύμφωνα με το οποίο αντίγραφο της αγωγής τελικώς δεν επιδόθηκε στην τρίτη εναγομένη, παρόλο που επιχειρήθηκε  επίδοση αυτού στην αναγραφόμενη στην αγωγή διεύθυνσή της, διότι η τελευταία είναι ανύπαρκτη – ατελής, αφού λείπει ο αριθμός της οδού, ενώ και ο  ταχυδρομικός κώδικας είναι εσφαλμένος. Κατά συνέπεια, εφόσον εν προκειμένω δεν έγινε επίδοση του δικογράφου της  αγωγής στην τρίτη εναγομένη, κάτοικο Η.Π.Α., εντός της νόμιμης προθεσμίας, που ορίζει το άρθρο 215§2 ΚΠολΔ, πρέπει αυτή ως προς την εν λόγω εναγομένη να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα, δίχως να επηρεάζει το γεγονός ότι η τελευταία παραστάθηκε κανονικά και κατέθεσε προτάσεις, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η επίδοση της αγωγής καθίσταται πλέον προϋπόθεση του υποστατού της ίδιας της άσκησης της αγωγής. Επομένως, και  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να  απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι «… 3. όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους». Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή: α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λ.π.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης, που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου, και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή, που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής, αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή (βλ. σχετ. ΑΠ 645/2015, ΑΠ 716/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιο, ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης, πρόσωπο, είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 ΑΚ), καθένας δε που έχει έννομο συμφέρον, και τέτοιο έχει ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, αλλά και ο τετιμημένος με προηγούμενη έγκυρη διαθήκη, στον οποίο λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομιά του, μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη. Η ικανότητα, όμως, κατά τεκμήριο υφίσταται και, συνεπώς, αυτός που επικαλείται το αντίθετο του τεκμηρίου, βαρύνεται με την απόδειξή του (ΑΠ 708/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 103/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 31/2014 Αρμ 2015.445, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, 1994, Τόμος Α’, §158 στοιχ. δ’, σελ. 259).

V.Από την προσκομιζόμενη με επίκληση εκ μέρους των εκκαλουσών υπ’αριθ…../7-11-2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των πρώτης και δεύτερου των εφεσιβλήτων (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …./22-9-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … ., αντίστοιχα), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης  υπ’ αριθ. … και …./23-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλουσών (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …../18-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του   Πρωτοδικείου   Πειραιά   ……,   αντίστοιχα),   από τις προσκομιζόμενες με επίκληση εκ μέρους του δεύτερου εφεσίβλητου υπ’ αριθ. … και …./4-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλουσών (βλ. τις υπ’ αριθ. …’ και ……-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………, αντίστοιχα), καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 30-7-2015 και σε ηλικία 95 ετών, απεβίωσε στον Πειραιά και στη «ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ………..», όπου νοσηλευόταν, η ……., το γένος ………, κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία κατά το χρόνο θανάτου της κατέλιπε ως μόνες πλησιέστερες εν ζωή συγγενείς της τις ενάγουσες, πρώτες εξαδέλφες της εκ της μητρικής γραμμής, θυγατέρες της προαποβιώσασας το έτος 1974 ………., το γένος ………., μοναδικής αδελφής της μητέρας της κληρονομουμένης, …….., το γένος ……. Αυτή  κατέλιπε την υπ’ αριθ. …../6-7-2015    δημόσια    διαθήκη    της,    που    συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην ως άνω κλινική ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., δημοσιεύθηκε νόμιμα δυνάμει του υπ’ αριθ. …../17-2-2016 πρακτικού δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ίδιου Ειρηνοδικείου, στον τόμο …. και με αύξ. αριθ. …., στην οποία  αναφέρονται  τα ακόλουθα: «… Ανακαλώ πάσα προηγούμενη διαθήκη μου και ορίζω τα εξής: Μετά το θάνατο μου επιθυμώ να περιέλθει στην βαπτιστήρα μου ……… το διαμέρισμα του 1ου ορόφου στον Πειραιά στην οδό ……… – Το διαμέρισμα του 1ου ορόφου στον Πειραιά στην …….. με όλα τα υπάρχοντα του το αφήνω στη …….. Τέλος το διαμέρισμα μου στον Πειραιά στην οδό ….. στον 2° όροφο το αφήνω στον ……, γιατί αυτός και η οικογένεια του με προσέχουν και με φροντίζουν….». Ειδικότερα, με την ως άνω διαθήκη της η διαθέτιδα εγκατέστησε κληρονόμους της τους τρεις εναγομένους, και ειδικότερα κατέλιπε: α) στην πρώτη εναγομένη, ………, την πλήρη κυριότητα του υπό στοιχεία  Α-3 διαμερίσματος του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου μίας οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού ………., και στη θέση «…», επιφάνειας 60,50 τ.μ., β) στο δεύτερο εναγόμενο, …….., την πλήρη κυριότητα του υπό στοιχεία  Β-4 διαμερίσματος του δεύτερου υπέρ το ισόγειο ορόφου οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί των οδών ….. (ήδη ……..) αριθ. …, και στη θέση «…….», επιφάνειας 63,00 τ.μ. και γ) στη ……., την πλήρη κυριότητα του υπό στοιχεία  Α-4 διαμερίσματος του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου της ίδιας αμέσως ανωτέρω οικοδομής, επιφάνειας 63,00 τ.μ. Οι ως άνω δε τιμώμενοι με την εν λόγω προσβαλλόμενη διαθήκη έχουν ήδη αποδεχθεί την κληρονομιά της αποβιώσασας  ……., δυνάμει της νόμιμα μεταγραφείσας υπ’ αριθ. …../26-7-2016 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. Όπως, όμως, περαιτέρω αποδείχθηκε, εκτός της παραπάνω δημόσιας διαθήκης, η εν λόγω διαθέτιδα κατέλιπε και την από 25-2-2013 προγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη της, την οποία είχε νόμιμα καταθέσει ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ….. (βλ. την υπ’ αριθ. …./5-3-2013 σχετική πράξη κατάθεσης), και η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά (βλ. το υπ’ αριθ. ../9-11-2016 πρακτικό δημοσίευσης), δηλαδή μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν τη συζήτηση αυτής,  με την οποία αυτή εγκαθιστούσε κληρονόμους της την ……… , στην οποία κατέλιπε  το τρίτο  από τα επίδικα κληρονομιαία ακίνητα διαμερίσματα της αγωγής (επι της οδού ……, στο Β’ όροφο), και  τις δεύτερη  και  τρίτη  των εναγομένων, στις οποίες κατέλιπε τα αυτά ακίνητα, με τα αναφερόμενα στη προσβαλλόμενη δημόσια διαθήκη  της.  Συνεπώς, και με την ως άνω προγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη, που φέρεται να έχει ανακληθεί με την προσβαλλόμενη δημόσια διαθήκη της, η διαθέτιδα ουδέν κατέλιπε στις ενάγουσες, οι οποίες ως εκ τούτου, δεν έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακυρότητα της  τελευταίας, καθόσον, αυτές, ακόμη κι αν η προσβαλλόμενη διαθήκη πράγματι τυγχάνει άκυρη, δεν καλούνται στην κληρονομιαία περιουσία της διαθέτιδας, ούτε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, αλλά ούτε και ως εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτής (με βάση την προγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη, που θα αναβιώσει σε περίπτωση ακυρότητας της προσβαλλόμενης διαθήκης), ενώ, περαιτέρω, λόγω του βαθμού συγγένειας, που τις συνδέει με την αποβιώσασα, δεν τυγχάνουν αναγκαίες μεριδούχοι στην κληρονομιά της, σύμφωνα με το άρθρο 1825 ΑΚ (βλ. και ΕφΘεσ468/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και απέρριψε τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές περί ακυρότητας διαθήκης και  περί κλήρου ως ουσιαστικά αβάσιμες δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψή του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 ΝΟΜΟΣ). Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης νοείται ό,τι δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (Σ.Σαμουήλ Η Έφεση εκδ. 2003 σελ. 73). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο  και τελευταίο λόγο της έφεσης, οι εκκαλoύσες παραπονούνται για την επιβολή σε βάρος τους υπέρογκων δικαστικών εξόδων. Όπως προκύπτει απο την εκκαλουμένη  απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε αυτές, κατ’ αρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, λόγω  την κατ’ουσίαν απόρριψής της αγωγής τους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ποσού 1800 ευρώ και 1600 ευρώ αντίστοιχα. Τα ως άνω δικαστικά έξοδα ορθώς υπολογίστηκαν με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρο 63 ν. 4194/2013), και συγκεκριμένα  για τη μεν  πρώτη εναγόμενη (αξία κατά την αγωγή του κληρονομιαίου ακίνητου :80.000 ευρώ χ 2%) στο ποσό των 1600 ευρώ και  για τη τρίτη εναγόμενη (αξία κατά την αγωγή του κληρονομιαίου ακίνητου :90.000 ευρώ χ 2%) στο ποσό των 1800 ευρώ και επομένως  και αυτός ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της ένδικης έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και τα  δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να  επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών  λόγω της   ήττας τους  (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2  ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης ,  ενώ τέλος, ως προς  το  παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ, που οι εκκαλούσες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους   .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμού ………./ 2018  ηλεκτρονικού παραβόλου. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  σε βάρος των εκκαλουσών και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 4η Απριλίου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 6 Μαΐου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ